www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

Ο ΝΟΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

Jacqueline de Romilly

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Οι Έλληνες, εραστές πάντοτε της ανεξαρτησίας διακήρυσσαν συνεχώς με υπερηφάνεια την υπακοή στους νόμους. Είναι γεγονός ότι δεν αναζη­τούσαν με κανένα τρόπο να καθορίσουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες, σε σχέση με την πόλη στην οποίαν ανήκαν και με την οποία είχαν ταυτισθεί. Το μόνο που ζητούσαν ήταν να διοικείται η πόλη αυτή, από έναν δικό της κανόνα και όχι από έναν άνθρωπο. Έτσι ο νόμος υπήρξε το στήριγμα και η εγγύηση όλης της πολιτικής τους ζωής. Και τον χρησιμο­ποιούσαν ως μέσον για να αντιτάσσονται, τόσο στην αναρχία της πρωτό­γονης ζωής όσο και στην υποταγή των λαών, που, σαν τους Πέρσες, υπόκεινταν στην αυθαιρεσία ενός ηγεμόνα.

Αλλά ο νόμος, για τον οποίο ήταν τόσο υπερήφανοι, ασκούσε αυτό το ρόλο στα μάτια τους, μόνο επειδή ήταν έργο τους και αντλούσε την ισχύ του από μία αρχική συναίνεση. Με άλλα λόγια, ο νόμος δεν είχε κανενός είδους εγγυητή τον οποίον μπορούσε να επικαλεστεί: ο ελληνικός νόμος δεν ήταν, όπως για παράδειγμα ο εβραϊκός, νόμος εξ αποκαλύψεως. Δημιουργήθηκε από τις ανθρώπινες συναινέσεις και από τα έθιμα. Και οι Έλληνες δεν το αγνοούσαν.

Η διπλή αυτή συγκυρία θα προκαλέσει γύρω από τον νόμο σκέψεις, διαμάχες, επιθέσεις και δικαιώσεις: έτσι εξηγείται κατά μέγα μέρος ο αριθ­μός και η σημασία των ελληνικών κειμένων των σχετικών με τον νόμο. Επί πλέον, η σκέψη παρακινήθηκε από το γεγονός ότι στην Αθήνα του 5ου αιώνα, με την άνθηση του κριτικού στοχασμού και την επίδραση των σοφιστών, όλες οι αξίες και όλες οι έννοιες αναλύθηκαν, καθορίστηκαν και αμφισβητήθηκαν με απαράμιλλο διανοητικό ενθουσιασμό. Από την κίνηση αυτή, όλες οι ιδέες βγήκαν πιο καθαρές και καλύτερα τοποθετημέ­νες: η ιδέα του νόμου δεν αποτελεί εξαίρεση και η κρίση που γνώρισε, συνετέλεσε κατά πολύ να καθοριστούν τα όριά του.

Η κρίση αυτή, που είναι κεφαλαιώδης, τόσο για την ιστορία της ελληνι­κής πόλης, όσο και για την ιστορία των πολιτικών θεωριών γενικότερα, αποτελεί το θέμα τούτου του έργου. Και μόνο η διατύπωση αυτού του θέματος επιτρέπει να διαγράψουμε τα όρια και το πνεύμα του.

Κατ’ αρχήν, δεν αποτελεί μελέτη νομικού χαρακτήρα. Δεν εξετάζει τους νόμους αλλά τον νόμο. Και οι Έλληνες ήταν αρκετά φιλόσοφοι ώστε να μην εμπλέξουν την ανάλυση της φύσης, των θεμελίων και το ρόλο του νόμου, με προβλήματα ηθικής και μεταφυσικής.

Ολόκληρο το βιβλίο επικεντρώνεται στον πολιτικό νόμο, στον νόμο της πόλης. Και αυτή την πόλη πράγματι αμφισβήτησαν και υπερασπίσθηκαν, κατά τον 5ο αιώνα, όχι τον κοινωνικό ούτε τον ηθικό νόμο. Παρόμοιες έν­νοιες δεν θα συναντήσουμε εδώ, παρά με δευτερεύοντα και σύντομο τρόπο, στο μέτρο που οι γραπτοί νόμοι διακρίνονται και εμπνέονται από αυτές. Και τούτο συνιστά τον διαφορετικό προσανατολισμό αυτού του βιβλίου, από τις προηγούμενες μελέτες που είναι αφιερωμένες στην έννοια του νόμου στην Ελλάδα[1].

Το βιβλίο, περιορισμένο στην ανάλυση της ελληνικής σκέψης που σχετί­ζεται με τους νόμους της πόλης, προσπαθεί αντίστοιχα να παρακολουθεί βήμα προς βήμα την εξέλιξή της.

Δύο γνωρίσματα φαίνεται να χαρακτηρίζουν πράγματι την ελληνική σκέ­ψη της κλασικής εποχής.

Το πρώτο είναι ότι η ελληνική σκέψη διαπλάθεται, κατά κάποιο τρόπο, από κοινού. Η άμεση και σε βάθος συμμετοχή στη ζωή της πόλης προϋποθέ­τει και δημιουργεί μία στενή σχέση ανάμεσα στα άτομα. Ταυτόχρονα, είτε κατά τη διάρκεια υπαίθριων συζητήσεων και συγκεντρώσεων είτε μέσα από το θέατρο και τις αγορεύσεις, οι ιδέες κυκλοφορούν και ανταλλάσσονται συνε­χώς. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα έργα όλων των συγγραφέων, είτε πρόκειται για ιστορικούς ή τραγικούς ποιητές, φιλοσόφους ή ρήτορες, αντανακλούν την πορεία ενός κοινού στοχασμού. Στην Ελλάδα δεν υφίσταται η εξειδίκευση των διαφόρων τομέων και η ανάπτυξη των ιδεών περνάει από όλους τους δρόμους της σκέψης. Έτσι, εδώ θα βρούμε δίπλα σε συγγραφείς, όπως οι προσωκρατικοί ή ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, κείμενα του Ηρόδοτου και του Θουκυδίδη, του Ευριπίδη ή του Αριστοφάνη, του Ανδοκίδη ή του Δημο­σθένη.

Άλλωστε, η συλλογικότητα της σκέψης προσδίδει ένα δεύτερο χαρακτηρι­στικό: την αδιάλειπτη συνοχή. Ο στενός δεσμός που υπήρχε ανάμεσα στην αφηρημένη σκέψη και την πολιτική εμπειρία, εξασφάλιζε στην πρώτη τη συνέχεια της δεύτερης. Και στην πόλη τα θέματα συζητούνται εκτενώς, έτσι ώστε να υπάρχει πάντοτε ένας τουλάχιστον συγγραφέας για να επαναφέρει το ζήτημα, να προβάλλει μια καινούργια ιδέα, να την ακολουθήσει και να την προσδιορίζει. Παρά την απώλεια τόσων έργων, η συνέχεια αυτή μένει ακόμα ευανάγνωστη.

Έτσι, σε ό,τι αφορά τον πολιτικό νόμο, αναγνωρίζουμε χωρίς δυσκολία τις μεγάλες γραμμές μιας εξέλιξης, όπου διαγράφεται μια αληθινή πνευματι­κή περιπέτεια. Μετά την απλοϊκή περηφάνεια που συνόδευσε την ανακά­λυψη του νόμου και των προνομίων του, βλέπουμε να προβάλλει η ανα­κάλυψη μιας σειράς δυσκολιών: αποκαλύπτονται όλες κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα. Και παρατηρείται μια διαδοχική αύξηση της κρισιμότητάς τους, αφού κορυφώνονται σε μια ηθική κρίση που συμπίπτει με την κρί­ση της πόλης και την καταστροφή της αθηναϊκής ηγεμονίας. Οι δυσκο­λίες αυτές περιέχονται από το 2ο ώς το 5ο κεφάλαιο του βιβλίου. Αλλά ήδη, από τον 5ο αιώνα, διατυπώνονται απόπειρες απάντησης και δικαίω­σης. Η επιφανέστερη από αυτές είναι ο λόγος του Σωκράτη, τη στιγμή του θανάτου του - κατά τον Πλάτωνα - δηλαδή στο μεταίχμιο του 5ου και 4ου αιώνα. Αναπτύσσεται στο 6ο κεφάλαιο και σημειώνει μία καμπή. Πράγ­ματι, η απάντηση αυτή, όπως εκφράζεται στον Κρίτωνα, είναι μέσα στο πλαίσιο των ιδεών της πόλης. Αντίθετα, στη διάρκεια του 4ου αιώνα, η πόλη, αποδυναμωμένη πια, δεν επικεντρώνει φυσικά το γενικό ενδιαφέ­ρον. Και η υπεράσπιση του νόμου, που, από ένα είδος αντίδρασης, γίνεται όλο και πιο συστηματική, από μία επιθυμία μεταρρύθμισης της πόλης - άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο σε βάθος - ανάλογα με τους συγ­γραφείς. Τα κείμενα, τα σχετικά με την υπεράσπιση, εκτίθενται στα κεφά­λαια 7 ώς 11. Το τελευταίο αφιερώνεται στον Πλάτωνα, με τον οποίον οι νόμοι ξαναβρίσκουν ενισχυμένη όλη την πρώτη τους μεγαλοπρέπεια, στο μέτρο που γίνονται έκφραση της επιστήμης του καλού και στο μέτρο που είναι οι ιδανικοί νόμοι ενός Κράτους επίσης ιδανικού.

Μία πνευματική περιπέτεια με σαφές περίγραμμα, με την κρίση και την ανόρθωσή της, εγγράφεται λοιπόν στη σειρά των μαρτυριών. Και γι’ αυτό αποπειραθήκαμε εδώ να ανακατασκευάσουμε τους σταθμούς της, με τη μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα.

Αυτό προκάλεσε δύο ιδιαιτερότητες στη μέθοδο που ακολουθήσαμε.

Η πρώτη είναι η πληθώρα των παραθεμάτων. Για ν’ αναπτυχθεί αυτό το εγχείρημα στον αναγνώστη με πραγματικά αντικειμενική μορφή, προείχε, πράγματι, ν’ αφήσουμε να μιλήσουν τα κείμενα το ένα μετά το άλλο: οι ίδιες οι λεπτομέρειες στον τρόπο έκφρασης συντελούν, ώστε να καθορισθούν τα δεδομένα των προβλημάτων, που παρουσιάζονταν τότε και τα οποία δεν θα θέταμε σήμερα με τους ίδιους ακριβώς όρους. Επί πλέον, με την προσέγγιση του ενός κειμένου με το άλλο, προσδίδουν μια ακρίβεια, που μόνο αυτή θα μπορούσε να τα κάνει πειστικά. Οι προσεγγίσεις αυτές είναι το ουσιώδες. Και καθώς το βιβλίο απευθύνεται σε δύο κατηγορίες αναγνωστών, αφού προτίθεται να φωτίσει - για τους ελληνιστές - την εμβέλεια ορισμένων έργων, αλλά επίσης να φέρει στην επιφάνεια – για τους μη ειδικούς - τις απαρχές ορισμένων δοξασιών, που σχετίζονται με την πολιτική φιλοσοφία[2], φαίνεται προτιμότερο να περιοριστούν, όσο εί­ναι δυνατόν, τα σχόλια που συνοδεύουν τα κείμενα. Για να μην δυσκολέ­ψουμε τους μη ελληνιστές αναγνώστες, παραθέσαμε τα κείμενα καθώς και τις αρχαιοελληνικές λέξεις, μεταφρασμένες, εκτός από όσες περιέχονται στις σημειώσεις. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι τεχνικές αναφορές περιορί­στηκαν στις εντελώς αναγκαίες. Αντίστοιχα, όμως, οι αναφορές στα σύγ­χρονα κείμενα, που θα επέτρεπαν να προβληθούν επιρροές ή συγγένειες, παραθέτονται σε συντομία: έτσι σκεφτήκαμε ότι το πρόδηλο αυτών των συγγενειών θα επιβαλλόταν εντονότερα, από όσο θα προέκυπτε από την απλή ανάγνωση των μαρτυριών.

Αφήσαμε λοιπόν να μιλήσουν τα κείμενα. Αρκεστήκαμε να τα ταξινο­μήσουμε όσο είναι δυνατόν στη χρονολογική τους σειρά. Πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι ένας τέτοιος οχεδιασμός παρουσιάζει πολλές δυσκολίες. Χωρίς ν’ αναφερθούμε στην αβεβαιότητα για μεγάλο αριθμό χρονολογιών, είναι προφανές ότι πρέπει να αποδεχτούμε συχνά πολλές επικαλύψεις: η καθαρότητα της έκθεσης απαιτούσε να παρακολουθήσουμε ένα επιχείρη­μα ως το τέλος της ιστορίας του ή ακόμα τη γειτνίαση, που προβάλλει καλύτερα τις διανοητικές συγγένειες. Η καθαρότητα της γραμμής απαίτη­σε συχνά, παρά τα χρονολογικά δεδομένα, να χρησιμοποιήσουμε ένα είδος επιχειρήματος πριν από ένα άλλο, τις πολιτικές δικαιώσεις πριν από τις φιλοσοφικές, τον Δημοσθένη πριν από τον Πλάτωνα. Οι ηθελημένες αυ­τές παρεκκλίσεις αναπληρώνονται γενικά από τις χρονολογικές ενδείξεις.

Υπάρχει όμως και κάτι σοβαρότερο. Πράγματι, αυτή η χρονολογική σει­ρά, έστω και αν υποθέσουμε ότι υπήρξε πιο ακριβής από όσο σήμερα την αναγνωρίζουμε, μπορεί, ως κάποιο μέτρο, να γίνει παραπλανητική και απατηλή. Διότι τελικά δεν είναι, παρά η χρονολογική σειρά των διασωθέντων έργων. Μας επιτρέπεται, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι ορισμένα από τα χαμένα έργα είχαν μία έννοια τελείως διαφορετική, από εκείνη που τους αποδίδουμε και ότι πολλά από αυτά δεν θα μπορούσαν να ενταχθούν στην χρονολογική σειρά, που ακολουθούμε εδώ, χωρίς να την μεταβάλουν. Αυ­τός είναι ο πρώτος κίνδυνος που αναγκαζόμαστε να παραδεχτούμε. Ίσως επίσης τα διασωθέντα έργα να επαναλαμβάνουν στην πραγματικότητα προγενέστερες ιδέες: έτσι συμβαίνει, για παράδειγμα, με την ορφική παράδοση, της οποίας συναντάμε εδώ μόνο κάποιους απόηχους, ώστε να δια­τρέχουμε επίσης τον κίνδυνο να μειωθεί στο ελάχιστο η σημασία της. Ο κίνδυνος όμως αυτός είναι λιγότερο σοβαρός: γιατί δεν είναι διόλου 6έ6αιο ότι οι αρχαίες παραδόσεις είχαν το ίδιο ακριβώς νόημα που τους απέδωσαν όσοι ανέτρεξαν αργότερα σε αυτές, αναζητώντας λύσεις σε νεώτερα προ­βλήματα. Όσον αφορά τις διασωθείσες μαρτυρίες, η επιστροφή σε παλαιότερες ιδέες δεν εκφράζει μειωμένη πεποίθηση, αλλά μια πρώτη ανακάλυψη.

Βασιστήκαμε λοιπόν στη συνοχή των αποτελεσμάτων που αποκτήθηκαν και στον αριθμό των κειμένων που χρησιμοποιήθηκαν, για να εξα­σφαλίσουμε μια συνολική πιθανότητα στην εξέλιξη που περιγράφουμε - χωρίς όμως να ξεχνάμε ότι η εξέλιξη αυτή δεν μπορεί να είναι παρά γενι­κή και κατά προσέγγιση. Ελπίσαμε επίσης ότι αυτή η πορεία εξέλιξης, αν και ασαφής στο περίγραμμά της, θα έφερνε τουλάχιστον, καινούργιο φως στη μελέτη κάθε μαρτυρίας και θα πλούτιζε το νόημα με τη σύγκριση.

Εξ άλλου, πρόκειται - και είναι η βασική επιβεβαίωση αυτής της μεθό­δου χρονολόγησης - για μία κρίση αρκετά περιορισμένη μέσα στο χρόνο, αφού κράτησε μόνο δύο αιώνες, και οι δύο αυτοί αιώνες είναι οι πιο πλού­σιοι σε έργα γνωστά και σχετικά μεταξύ τους.

Αυτός ήταν επίσης ένας από τους λόγους για να θέσουμε ένα όριο στη μελέτη μας. Δεν ήταν δύσκολο να προσδιορίσουμε το σημείο της αφετη­ρίας της: η ύπαρξη των γραπτών νόμων στην Ελλάδα δεν ήταν τόσο αρ­χαία ώστε να μην μπορούμε να ανατρέξουμε στις απαρχές τους - τουλάχι­στον στις γνωστές απαρχές. Αντίθετα, θα μπορούσαμε ασφαλώς να προ­χωρήσουμε πολύ μακρύτερα στο χρόνο, αφού η σκέψη πάνω στο νόμο δεν τελειώνει ποτέ. Τίποτα σε ένα τέτοιο πεδίο δεν καταλήγει σε συμπέρασμα ούτε περατώνεται. Ο Πλάτων, για ορισμένους, δεν είναι παρά μία αρχή, όπως και για άλλους ο Αριστοτέλης. Αλλά μαζί με την ανεξαρτησία και την ακτινοβολία της Αθήνας, έμελλε να λήξει η εποχή αυτή του συλλογι­κού, διαλεκτικού και συνεχούς στοχασμού. Όλα όσα δημιούργησε με την ελληνική σκέψη αυτή η εκτενής και γεμάτη πάθος ανταλλαγή εξαφανίζο­νται. Ο ρυθμός αλλάζει. Και, παρ’ ότι συνεχίζεται η διανοητική αναζήτη­ση, μπορούμε να πούμε ότι η πνευματική περιπέτεια τελειώνει. Παραδίδει στους επόμενους αιώνες τη συγκομιδή της σε προβλήματα και ανακαλύ­ψεις, γλώσσα επικοινωνίας για τη σκέψη. Η μετέπειτα χρήση της αποτελεί μια άλλη ιστορία[3].

 

 

 


[1] Αυτή η διαφορά στον προσανατολισμό ισχύει κυρίως στη σύνθεση του Gigante, όπως και στις διάφορες μελέτες τις σχετικές με τους άγραφους νόμους. Κατάλογος με τα πιο σημα­ντικά έργα, στη βιβλιογραφία. 

[2] Οφείλω να ευχαριστήσω εδώ τον Raymond Polin, ο οποίος, ως ειδικός της πολιτικής φιλοσοφίας, ενδιαφέρθηκε από την αρχή για την πρόθεσή μου, με ενθάρρυνε να την προχω­ρήσω και, κατά τη διάρκεια πολλών συζητήσεων, με βοήθησε να καθορίσω ορισμένες προοπτικές. 

[3] Οι αναλύσεις που περιέχονται στο βιβλίο αυτό είναι κατά μέγα μέρος ο καρπός μιας διδασκαλίας στο Παρίσι, στο σεμινάριό μου για την ιστορία των ηθικών και πολιτικών ιδεών στην κλασική Ελλάδα. Μερικές από αυτές διευκρινίστηκαν σε διαλέξεις και σεμινάρια εκτός Γαλλίας - ιδιαίτερα στην Ecole Normale Supérieure της Πίζας, όπου συνάντησα βοήθεια, για την οποίαν διατηρώ ζωηρή ευγνωμοσύνη.