«Ένα άλλο χαρακτηριστικό του ησιοδικού Προμηθέα το ξαναβρίσκουμε στον
αισχυλικό και τον πλατωνικό Προμηθέα. Ο Προμηθέας φαίνεται ότι είχε
αναλάβει ειδικότερα να μοιράσει τους κλήρους, να δώσει στον καθέναν το
μερίδιο του. Στον Ησίοδο, σαν διαιτητής της φιλονεικίας ανάμεσα στους
ανθρώπους και στους θεούς, έχει για καθήκον να καθορίσει το μερίδιο του
καθενός. Στον Αισχύλο, όταν ο Δίας μοιράζει τα διάφορα προνόμια στους
διάφορους θεούς και καθορίζει τη θέση τους στο βασίλειο του, ο Προμηθέας
είναι ο μόνος που σκέφτεται το ανθρώπινο γένος κι αντιτάσσεται στα σχέδια
του Δία. Στον Πλάτωνα, οι θεοί δίνουν εντολή στον Προμηθέα και στον
Επιμηθέα να μοιράσουν σ’ όλα τα πλάσματα της δημιουργίας τις Ιδιότητες (δυνάμεις),
στο καθένα όπως πρέπει. Και η ιστορία συνεχίζεται, στον Πλάτωνα, με
αρκετά σαφή τρόπο, έτσι που να μας φωτίζει σχετικά με το νόημα που πρέπει
πιθανότατα ν' αποδοθεί σ’ αυτή τη λειτουργία του μοιραστή. Είναι γνωστός ο
μύθος, έτσι όπως τον διηγείται ο Πρωταγόρας στον Σωκράτη: ο Επιμηθέας
σπαταλά και δίνει στα ζώα όλες τις ιδιότητες που είχε στη διάθεση του, χωρίς
ν’ αφήσει τίποτε για τους ανθρώπους. Τότε ο Προμηθέας, για να διορθώσει το
κακό, κλέβει από το εργαστήρι του Ηφαίστου και της Αθηνάς τη φωτιά, δηλαδή
το δημιουργικό πνεύμα των τεχνών. Έτσι λοιπόν, οι άνθρωποι αποχτούν όλες τις
τεχνικές. Δεν γνωρίζουν όμως ούτε την πολιτική, ούτε τη στρατιωτική τέχνη,
που αποτελεί μέρος της πρώτης, γιατί οι θεότητες των τεχνών δεν κατέχουν
αυτές τις γνώσεις· ο μόνος που τις κατέχει είναι ο Δίας. Κι ο Προμηθέας δεν
μπόρεσε να πλησιάσει στην ακρόπολη του ηγεμόνα των θεών, που την
προστατεύουν φύλακες. Τελικά, ο Δίας πρέπει να στείλει στους ανθρώπους τον
Ερμή, για να τους φέρει, μαζί με το αίσθημα της τιμής και της δικαιοσύνης,
την τέχνη να κυβερνούν τις πόλεις. Ο αγγελιαφόρος όμως ζητά πιο ακριβείς
οδηγίες σχετικά με τον τρόπο που θα εκπληρώσει την αποστολή του: πρέπει
άραγε να ενεργήσει, όπως έκανε ο Προμηθέας για τις τεχνικές, δίνοντας στον
καθένα μια τέχνη διαφορετική από την τέχνη των άλλων; Όχι· στην πολιτική
τέχνη θα συμμετέχουν όλοι από κοινού. Ο Πλάτωνας δεν μιλά βέβαια στα
σοβαρά: γιατί, κατά την αντίληψη του Πρωταγόρα, ο μύθος χρησιμεύει για να
αιτιολογηθεί η πρακτική της αθηναϊκής δημοκρατίας, που εξυμνήθηκε άλλοτε από
τον Περικλή, αλλά που καταδικάζεται τώρα από τον Πλάτωνα, επειδή επιτρέπει
να συμμετέχουν στη διακυβέρνηση του κράτους οι χειροτέχνες. 'Να λοιπόν
-καταλήγει ο Πρωταγόρας- πώς μ’ εντελώς εύλογο τρόπο οι συμπολίτες σου
δέχονται, για τα πολιτικά ζητήματα, τις συμβουλές ενός χαλκιά ή ενός
τσαγκάρη. Είναι γνωστό όμως πως ο Πλάτωνας ανήκει, αντίθετα, σ' εκείνους
που υπογράμισαν, με τον πιο έντονο τρόπο, το ασυμβίβαστο της τεχνικής και
της πολιτικής λειτουργίας: η απασχόληση κάποιου μ' ένα επάγγελμα τον
αποκλείει από την άσκηση της εξουσίας. Ένα πάντως σημείο ισχύει για τον
Πλάτωνα· ειρωνευόμενος, του αρέσει να υπογραμμίζει, στον ίδιο τον μύθο του
Προμηθέα, την αντίθεση ανάμεσα στην πολιτική και τη στρατιωτική τέχνη από
τη μια μεριά, και στις ωφέλιμες τεχνικές από την άλλη. Έτσι έχουμε έναν Δία
ηγεμόνα, που προστατεύεται από φύλακες και αντιτάσσεται σε θεότητες,
που βρίσκονται χαμηλότερα στην ιεραρχία και προστατεύουν τις τέχνες και την
εργασία: αναγνωρίζει κανείς εδώ, εκφρασμένο στη γλώσσα της θρησκείας, το
σχήμα των τριών κοινωνικών τάξεων και των λειτουργιών τους, που κυριαρχεί σ’
ένα ολάκερο ρεύμα της ελληνικής πολιτικής σκέψης. Για τον Πλάτωνα τώρα, οι
αρετές που χαρακτηρίζουν τα μέλη των δύο πρώτων τάξεων, θεμελιώνουν ένα
κοινωνικό κοινοκτημονικό σύστημα· η ψυχολογία όμως των ανθρώπων που ασκούν
ένα επάγγελμα απαιτεί αντίθετα μιαν οικονομία ατομικής ιδιοκτησίας. Αυτήν
εξάλλου την αντίληψη δεν την έχει μόνον ο Πλάτωνας· ήδη στον Ησίοδο
διαγράφεται, όπως νομίζουμε, μια ανάλογη κατεύθυνση μέσα στην αντίθεση που
εκδηλώνεται ανάμεσα σε δυο πλευρές της γονιμότητας: η βασιλική δικαιοσύνη
εγγυάται για την ομάδα μια συλλογική ευημερία, ενώ ο πλούτος, που η εργασία
εξασφαλίζει στον καθένα, είναι αντίθετα μια ατομική θεϊκή χάρη.
Στον Πλάτωνα, ο μύθος του Προμηθέα εκφράζει μια πολύ επεξεργασμένη αντίληψη
της τεχνικής σαν κοινωνικής λειτουργίας. Σ' αυτό δεν υπάρχει τίποτε το
παράδοξο: εκείνη την εποχή, όπως είναι γνωστό, η θέση που είχαν οι τεχνικές
σ' όλους τους τομείς ήταν σημαντική. Στην Αθήνα, ο καταμερισμός της εργασίας
είχε ήδη προχωρήσει και οι χειροτέχνες είχαν παίξει, στην πολιτική ζωή και
στην ευημερία της πόλης, έναν ρόλο που ο Πλάτωνας άλλωστε τον κατάκρινε.
Παράλληλα, η θεωρητική εξέταση των τεχνών είχε γίνει κάτι το κοινό, και
ιδιαίτερα στους Σοφιστές. Και στον ίδιον όμως τον Πλάτωνα, το ενδιαφέρον για
την τεχνολογία εκδηλώνεται στο γεγονός ότι, στους διάλογους του, καταφεύγει
συχνά σε παραδείγματα δανεισμένα από τις τεχνικές. Ο καταμερισμός της
εργασίας αναλύεται λεπτομερειακά, και τα πλεονεκτήματα του χρησιμεύουν σαν
επιχείρημα για να δικαιολογηθεί η εξειδίκευση της πολιτικής εξουσίας.
Είναι πάντως αξιοσημείωτο πως αυτή η σημασία που δίνει στην τεχνική δεν
επηρέασε την αντίληψη του για τον άνθρωπο· ή μάλλον, την επηρέασε θα λέγαμε
μόνο αρνητικά. Καμιά από τις ψυχολογικές πλευρές αυτής της λειτουργίας δεν
φαίνεται, κατά τον Πλάτωνα, να παρουσιάζει αξιόλογο ανθρώπινο περιεχόμενο:
ούτε η ένταση της εργασίας, σαν ανθρώπινης προσπάθειας ιδιαίτερου τύπου,
ούτε το τεχνούργημα σαν νοητική εφεύρεση, ούτε η τεχνική σκέψη στον ρόλο που
έχει να διαμορφώνει τον λογισμό. Αντίθετα, ο Πλάτωνας φροντίζει να ξεχωρίζει
και ν’ αντιτάσσει την τεχνική νόηση και την καθαυτό νόηση, τον τεχνικό
άνθρωπο και το ιδεώδες που έχει για τον άνθρωπο, όπως ακριβώς ξεχωρίζει κι
αντιτάσσει, μέσα στην πόλη, την τεχνική λειτουργία και τις δύο άλλες. Αυτή
η προκατάληψη εξηγεί και το γεγονός πως ο Πλάτωνας, στο 4ο βιβλίο της
Πολιτείας, αλλοιώνει τη θεωρία του για τον κοινωνικό τριμερισμό,
αλλοίωση που εκδηλώνεται με μιαν αισθητή αδεξιότητα στην έκθεση. Έχοντας
διατυπώσει την αντίληψη του για τις τρεις κοινωνικές τάξεις, τις τρεις
λειτουργίες τους και τους τρεις τύπους ανθρώπων που τις αποτελούν, ο
Πλάτωνας εξετάζει διαδοχικά τρεις αρετές, θέλοντας να εκθέσει σε τι
συνίσταται η δικαιοσύνη μέσα στην Πολιτεία. Η πρώτη αρετή, η σοφία (ή
επιστήμη), ανήκει στα μέλη της πρώτης τάξης (στους κυβερνήτες): αυτή
ακριβώς τους επιτρέπει ν' ασκήσουν τη λειτουργία τους επικεφαλής της πόλης.
Το ίδιο ισχύει και για τη δεύτερη αρετή, την ανδρεία, σε σχέση με τα
μέλη της δεύτερης τάξης (τους πολεμιστές). Περιμένει κανείς πως η τρίτη
αρετή θα προσιδιάζει στα μέλη της τρίτης τάξης (τους χειροτέχνες και τους
γεωργούς) και πως θα είναι επίσης δεμένη με τη λειτουργία τους: θα μπορούσε
να ήταν η αρετή της εργασίας, πηγή ευημερίας για την Πολιτεία. Δεν συμβαίνει
όμως αυτό: η τρίτη αρετή, η σωφροσύνη, δεν προσιδιάζει σε καμιά
τάξη· είναι διάχυτη σ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις, χωρίς ν’ ανήκει
ειδικότερα σε καμιά. Αυτή την παράδοξη ασυμμετρία την εξηγεί η άρνηση του
Πλάτωνα να δώσει μια θετική αρετή σ’ αυτούς που έχουν σαν κοινωνική
λειτουργία την εργασία. Μπορεί να πει κανείς πως, για τον Πλάτωνα, η εργασία
δεν έχει καμιά σχέση με τις ανθρώπινες αξίες και πως τη θεωρεί μάλιστα, από
ορισμένες απόψεις, σαν κάτι το αντίθετο στην ουσία του ανθρώπου.»