Ο
Μεταμοντέρνος Θουκυδίδης
του
ΑΝΔΡΕΑ
ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ,
συγγραφέα, καθηγητή και προεδρεύοντα στο Τμήμα Φιλολογίας του
Πανεπιστημίου Πατρών.
Δείτε
και εδώ
Το μοντέρνο των αρχών
του αιώνα μας ήθελε νέα μορφή σε όλα τα είδη τέχνης και επιστήμης, που να
ανταποκρίνεται στο εκάστοτε σύγχρονο κοινό. Aπέκλειε κάθε σχέση με το παρελθόν
και τις επιδράσεις του. Το δε αντιμοντέρνο βρίσκει την παραπάνω τάση χαοτική και
συχνά αντιφατική ή συμπληρωματική και γι’ αυτό επιστρέφει σε παραδοσιακές
δοκιμασμένες μορφές και μεθόδους. Το μεταμοντέρνο, αντίθετα, δεν αντιτίθεται
στο μοντέρνο, το υπερβαίνει. Ξεπερνάει δηλαδή σκόπιμα, και κάποτε άκριτα, και
το παραδοσιακό και το μοντέρνο. Στην ποίηση φτάνει να συγγενεύει προς την
αυτόματη γραφή του ντανταϊσμού και του υπερρεαλισμού, ενώ στην κριτική καταργεί
όλες τις σχολές και είναι ανοιχτό σε όλες τις εκδοχές.
Αυτό άλλωστε είναι και η
βασική σημασία τού μετά - και όλων των «μεταϊσμών». Οφείλεται στην ανακατάταξη
και επανεξέταση όλων των υπαρχόντων σχημάτων και τρόπων, που συνεπάγεται το
«τέλος» όλων των πραγμάτων. Και θα έχετε βέβαια προσέξει ότι, εν όψει του τέλους
του 20ου αιώνα και της δεύτερης μεταχριστιανικής χιλιετίας, όλοι μιλούσαν και
έγραφαν για το «τέλος» όλων των πραγμάτων, σαν να ήρθε η συντέλεια του κόσμου.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ούτε αρχή ούτε τέλος κανενός πράγματος, υπάρχει
αέναη ροή, αλλαγή και αντικατάσταση ή αλληλοδιαδοχή. Γι’ αυτό το «τέλος» (και
πρώτο αυτό το παρεξηγημένο του Φουκουγιάμα για την Ιστορία) πρέπει να γράφεται
με εισαγωγικά και το «μετά» να εννοείται εντός εισαγωγικών.
Ο Θουκυδίδης για τους
θεωρητικούς, τους κλασικιστές και τους κριτικούς, που εξέφραζαν το μοντερνισμό
το 1920, είχε σημασία όχι τόσο για την Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου όσο
για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Για τους μεταμοντέρνους του 1990-2000 έχει
σημασία για όλες τις εποχές, για όλους τους λαούς, για όλες τις συγκρούσεις.
Καθώς ενδιαφέρεται να ισορροπήσει τους λόγους με τα έργα, να ανεύρει τις αληθείς
αιτίες των γεγονότων, να αναγάγει το «τόδε τι) στο «καθ’ όλου», ο
Θουκυδίδης καταφέρνει αβίαστα να κάνει ιο έργο του όντως «κτήμα ες αεί
μάλλον ή αγώνισμα ες το παραχρήμα ακούειν», με νηφαλιότητα αλλά και
ένωση, με αντικειμενικότητα αλλά και για λόγους προσωπικών παθημάτων και
ταξικής αλληλεγγύης - π.χ. Κλέων και Νικίας, αντίστοιχα) συγγνωστή
μεροληπτικότητα, με ορθολογισμό αλλά και προφητική ενόραση («γιγvόμενα μεν και
αιεί εσόμενα, έως αν η αυτή ψύσις ανθρώπων ή, 3.82.2), με συγκεκριμένη
ιστορικότητα αλλά και φιλοσοφική υπεριστορικότητα (με τη σημασία που έδωσε στον
όρο ο Λουί Αλτουσέρ, δηλαδή αυτού που ξεπερνάει τα συγκεκριμένα δεδομένα τόπου,
χρόνου, συνθηκών) είναι ο μόνος ιστορικός της γης, που απέρριψε έμπρακτα τον
αφορισμό του Αριστοτέλη ότι η ποίηση (δηλαδή εν προκειμένω η τραγωδία) είναι
πιο φιλοσοφική από την lστοριογραφία.
Οι μεταμοντέρνοι της
εποχής μας δίνουν στον Θουκυδίδη ό,τι μπορούν «ο καθείς και τα όπλα του») και
παίρνουν απ’ αυτόν ό,τι θέλουν. Ενας καλός θουκυδιδιστής ισχυρίζεται ότι ο
Θουκυδίδης είναι τόσο επiκαιρος, σύγχρονος και έγκυρος σήμερα, όσο ήταν σε όλες
τις άλλες εποχές και σε όλους τους άλλους λαούς, που πέρασαν, εννοείται, και
περνούν από τις ίδιες φάσεις πολιτισμού με τους Ελληνες. Θεωρεί δυνατόν και
μπορεί να το αποδείξει ότι αν του διαβάσεις μια οποιαδήποτε
πολιτικοστρατιωτικού περιεχομένου είδηση, οπουδήποτε της γης, θα σου δώσει μια
ακριβή παραπομπή στο έργο του Θουκυδίδη. Και αυτό θα το κάνει ή «από
μνήμης» («εκ πολλής συνουσίας περί το πράγμα» κατά τον Πλάτωνα) ή
χτυπώντας στον ηλεκτρονικό υπολογιστή («Ίβυκος» του David Packard, TLG της
McDonald και του Theodore Brunner, CD-ROM, cdu) τη λέξη - κλειδί της είδησης,
π.χ. μια από τις τρεις σταθερές τού ιστορικού γίγνεσθαι: δέος
(φόβος), τιμή (γόητρο, φιλότιμο, πολεμική αρετή), ωφελίη
(συμφέρον, κέρδος, ωφέλεια οικονομική ή πολιτική) ή μια οποιαδήποτε άλλη
λέξη - κλειδί, π.χ. τιμωρία ή εισβολή. Έχουμε εννέα
περιπτώσεις στον Θουκυδίδη συνολικά, και με το ίδιο περίπου –
προσχηματικό ή πραγματικό - σκεπτικό (μικρός λαός υποφέρει από εισβολή ή
καταπίεση από ισχυρότερο γείτονα και ζητάει βοήθεια συμμαχικής ή «ουδέτερης
υπερδύναμης, η οποία αναλαμβάνει να «αποκαταστήσει την τάξη» ή να επιβάλει το
status
quo:
Επiδαμνος, Ποτίδαια, Κέρκυρα, Μέγαρα Πλαταιές, Πύλος, Αμφiπολις, Σικελία. Πρβλ.
μόνο από το δεύτερο μισό του αιώνα μας: Iνδοκίνα, Κορέα, Βιετνάμ, Λάος,
Καμπότζη, Αφγανιστάν, Κουβέϊτ – Ιράκ, Λίβανος, Κύπρος, Κόσοβο κ.λπ.)
Το
κακό με τους μεταμοντέρνους είναι ότι δεν αρκούνται στις καταχρήσεις,
παρερμηνείες και υπεραπλουστεύσεις ή ανεπίτρεπτες γενικεύσεις του παρελθόντος
(π.χ. Θουκυδίδης και Μακιαβέλι με βάση τον πολιτικό κυνισμό του διαλόγου και της
σφαγής της Μήλου ή το γνωστό δόγμα Κλάουζεβιτς ότι ο πόλεμος είναι η
συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, ή τα ανάλογα δόγματα του Μάο Τσε Τουνγκ και
του Χένρι Κίσινγκερ), αλλά πολλοi χαλάνε καταστρέφουν και διαστρέφουν συνειδητά
την πραγματικότητα. Mια πλειάδα αιρετικών, εικονοκλαστών, αδiστακτων δομιστών,
αποδομιστών σημειολόγων και... τερατολόγων γράφουν άρθρα ή ολόκληρα
βιβλία - κάποτε πολύ ελκυστικά αλλά αβάσιμα - με θέματα όπως Μερολnψiες στον
Θουκυδίδn ή Θουκυδiδnς ο έvτεχvος [πολεμικός] ανταποκριτής ή
ο Μυθιστορικός Θουκυδiδης ή Θουκυδίδnς
ο ανηθικολόγος, Ο άθεος Θουκυδίδης και άλλα συναρπαστικά, υποκειμενικά, ατεκμηρίωτα
φληναφήματα.
Εις μάτην πασχίζουν οι
λiγοι γεροί ελληνιστές που απέμειναν πια στον κόσμο και οι ακόμη λιγότεροι
θουκυδιδιστές, όπως η Zακλiν ντε Ρομιγί, ο Γκομέ (Gomme), ο Άντριους (Andrewes),
ο Ντόβερ (Dover), ο Κόνορ (Connor), ο Σταλ (Stahl), οTzov Φίνλεϊ (John Finley),
ο Στράσμπεργκερ(Strassburger), ο Ότο Λούσνατ (Οtto Luschnat) και σε απόσταση
λίγοι Ιταλοί, Iσπανοί και Έλληνες, να τους αναχαιτίσουν και να τους κάνουν να
διαβάζουν πρώτα καλά τα ίδια τα κείμενα και να μην ενδιαφέρονται πρωτίστως για
τις θεωρητικές προκατασκευές τους και τις μεθοδολογικές μεταμοντέρνες
αυθαιρεσίες.
Σε μερικά μάλιστα
πανεπιστημιακά κέντρα σπουδών, όπως το Χάρβαρντ ή το Κορνέλ, ασκείται και
σκόπιμη ανθελληνική μεταμοντέρνα κριτική των αρxαίων Ελλήνων συγγραφέων, όπως
του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Θουκυδίδη. Eίvαι το ίδιο «τέμενος της
γνώσης», απ’ όπου εκπορεύονται, εν ονόματι της πανεπιστημιακής μεταμοντέρνας
ελευθερίας, οι ανιστόρητες θεωρίες για τη Μαύρη Αθηνά, τον κίτρινο Σωκράτη, τα
πράσινα άλογα και τις γαλάζιες... τυρόπιτες.
Έτσι η μεταμοντέρνα
ερμηνευτική προσέγγιση του Θουκυδίδη στις μέρες μας, όχι μόνο οδηγεί σε αθώα ή
ύποπτα λάθη, αλλά και σε κατάχρηση και καπηλεία των πραγματικών διδαγμάτων του
Θουκυδίδη: σε ανώτατες Σχολές Πολέμου στην Αμερική (ιδιαίτερα του Ναυτικού - μέγα γάρ το της θαλάττης κράτος)
διδάσκεται Θουκυδίδης σε μετάφραση και
μερικοί ενθαρρύνονται να μάθουν και αρχαία ελληνικά, ώστε ως άλλο Ευαγγέλιο του
Πολέμου, προηγούμενο και ανώτερο του Κλάουζεβιτς, να χαρούν το κείμενο στο
πρωτότυπο. Έτσι, ενώ φαίνεται ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαιώνεται και τιμάται ο
Θουκυδίδης, στην πραγματικότητα δικαιώνεται η πολιτική της βίας και της επιβολής
του lισχυρού επί του ασθενούς των ιδίων που την ασκούν και επικαλούνται και την
έγκυρη, αιωνίως επίκαιρη και αενάως σύγχρονη γνώμη του Θουκυδiδη.
Ούτως ή άλλως, πάντως, η
μεταμοντέρνα επίδραση του Θουκυδίδη όχι μόνο στα γράμματα αλλά και την πολιτική
είναι τεράστια. Ακόμη και όταν δεν αναφέρεται το όνομά του και τα συγκεκριμένα
κεφάλαια του έργου του, που χρησιμοποιεί κάποιος τωρινός ή χθεσινός
συγγραφέας, προκαλεί φαινόμενα ανεπαίσθητης, πιθανότατα, αντιγραφής, και σαν την
κρυπτομνησία («χαμένο στου μυαλού τ’ αυλάκια» κατά τον Σεφέρη), που
αποκαλύφθηκε στο 20ό κεφάλαιο από το Για ποιον xτυπάει η καμπάvα [αφορμή
ο ΤΖον Ντον (John Donne)] του Έρνεστ Χεμινγουέι (Ernest Hemingway), βασισμένο,
με σκανδαλώδεις ομοιότητες, στο 4. 47-49 του Θουκυδίδη από τον Εμφύλιο Πόλεμο
της Κέρκυρας.
Τέλος, αδιαφιλονίκητα
καλή δουλειά έχει γiνει στη μεταμοντέρνα ερμηνεία του Θουκυδίδη από μερικούς
στρουκτουραλιστές, που εντόπισαν τη σταθερή κυκλική σύνθεση (ring composition)
στο έργο του Θουκυδίδη (ιδιαίτερα στη λεγόμενη «Αρχαιολογία» του 1ου βιβλίου
l-2l, στα μέσα του 2ου βιβλίου, και σε ολόκληρα τα λεγόμενα «Σικελικά», βιβλία
6 και 7).
Με εξαiρεοη ίσως τους
τρεις τραγικούς (για λόγους κυρίως θεατρικής διακειμενικότητας και
συγκριτολογίας) και τους μεγάλους της φιλοσοφίας και της επιστήμης, Πλάτωνα και
Αριστοτέλη, αντίστοιχα, κανένας άλλος συγγραφέας δεν άσκησε μεγαλύτερη και
γονιμότερη, αν και σε πολλά εσφαλμένη, επίδραση στη μεταμοντέρνα κριτική σκέψη.