Ο ΕΝΕΡΓΟΣ ΑΡΧΑΙΟΣ
ΠΟΛΙΤΗΣ
Τα αίτια των
κοινωνικών επαναστάσεων
κατά τον
Αριστοτέλη
Μιχαηλίδης - Νουάρος Γεώργιος
Κατά τον Αριστοτέλη, αντικείμενα των επαναστάσεων (περί
ων στασιάζουσι, «Πολιτικά», 1302a 32), στόχοι στους
οποίους αποβλέπουν οι επαναστάσεις και οι κοινωνικοί
αγώνες είναι τα κέρδη (δηλαδή η διανομή τού πλούτου) και
αι τιμαί (η απόκτηση ηγετικών θέσεων και τιμητικών
αξιωμάτων). Οι στόχοι αυτοί αποτελούν «κοινωνικά αγαθά»,
τα οποία έχουν αξία σε μιά συγκεκριμένη κοινωνία, είναι
επιθυμητά και ικανοποιούν είτε υλικές ανάγκες είτε τη
φιλαυτία, την ψυχολογική τάση των ατόμων και των ομάδων
για διάκριση και επιβολή. Από την άποψη αυτή η έννοια
των «κερδών» και των «τιμών» έχει γενική εφαρμογή,
ισχύει γιά όλες τις εποχές, αλλ΄ αποκτά κάθε φορά ένα
διαφορετικό περιεχόμενο, ανάλογα με τις επικρατούσες
συνθήκες και αντιλήψεις.
Έτσι π.χ. σε μιά κλειστή αγροτική οικονομία, στην οποία
οι αγροί και οι υδάτινες πηγές έχουν συγκεντρωθεί στα
χέρια μικρού αριθμού γαιοκτημόνων, «κέρδη» στα οποία
αποβλέπουν οι επαναστάσεις και οι κοινωνικοί αγώνες,
είναι η αποκατάσταση των ακτημόνων και η αναδιανομή των
γαιών. Αντίθετα σε μιά προηγμένη βιομηχανική οικονομία
στόχοι των κοινωνικών αγώνων είναι η βελτίωση των
ημερομισθίων ή ακόμη και η εθνικοποίηση των εργοστασίων.
Ανάλογα ισχύουν και γιά την έννοια των «τιμών», για τις
οποίες γίνονται οι πολιτικοί αγώνες και οι επαναστάσεις.
Πράγματι η έννοια αυτή έχει σε κάθε εποχή διαφορετικό
περιεχόμενο, ανάλογα με τη μορφή του καθεστώτος, με την
πολιτική δύναμη και το κοινωνικό γόητρο των διαφόρων
ηγετικών θέσεων (θρησκευτικών, πολιτικών, στρατιωτικών
κ.λπ.) και με τους ισχύοντες εκάστοτε περιορισμούς των
ελευθεριών του ατόμου (π.χ. λόγω της στέρησης του
δικαιώματος τού εκλέγειν και εκλέγεσθαι, λόγω της
ύπαρξης του θεσμού τής δουλείας, τής μη αναγνώρισης τής
ανεξιθρησκείας κ.λπ.).
Εξ άλλου ο Αριστοτέλης παρατηρεί, ότι ο πολύς λαός, οι
πολλοί, αποβλέπουν μάλλον (συνηθέστερα) στο κέρδος,
δηλαδή στην αύξηση των εισοδημάτων και του πλούτου τους,
και λιγότερο στην τιμή και ιδίως στην κατάληψη των
ηγετικών αξιωμάτων, την οποία, όπως είναι φυσικό,
επιδιώκουν συνήθως οι φιλόδοξοι πολιτικοί και
πνευματικοί αρχηγοί των διαφόρων κοινωνικών ομάδων.
[ Βλ. 1318b 17: Oι γαρ πολλοί μάλλον ορέγονται τού
κέρδους ή τής τιμής. Ο Αριστοτέλης διατυπώνει την
παρατήρηση αυτή με αφορμή τους γεωργούς, γιά τους
οποίους, όπως λέει, είναι πιό ευχάριστο να εργάζονται
στα κτήματά τους, παρά να πολιτεύονται και να
αναλαμβάνουν κυβερνητικά λειτουργήματα, εάν βέβαια δεν
υπάρχουν μεγάλα ωφελήματα από την άσκηση των
λειτουργημάτων αυτών (Ήδιον αυτοίς το εργάζεσθαι του
πολιτεύεσθαι και άρχειν, όπου αν μη η λήμματα μεγάλα από
των αρχών· αυτόθι, 3318b 14 επ.) Πάντως η κοινωνιολογική
αυτή παρατήρηση του Αριστοτέλη, το ότι δηλαδή «οι
πολλοί» αποβλέπουν περισσότερο στον πλούτο παρά στην
«τιμή» έχει γενικότερη αξία και για τη σύγχρονη εποχή.
Πράγματι και σήμερα τα πιό πολλά άτομα τού πληθυσμού
στρέφουν τις περισσότερες προσπάθειές τους στην επαύξηση
τού πλούτου, από τον οποίο προσδοκούν να επιτύχουν την
οικονομική τους ευμάρεια και την κοινωνική τους προβολή,
ενώ αντίθετα καταβάλλουν μικρότερες προσπάθειες γιά την
απόκτηση «τιμών», δηλαδή υψηλών κυβερνητικών θέσεων και
τιμητικών λειτουργημάτων. ]
Επανάσταση: Ένα πολύπλευρο φαινόμενο
Ο Αριστοτέλης αντιμετωπίζει τις επαναστάσεις και τις
μεταβολές των πολιτευμάτων ως ένα ενιαίο και πολύπλευρο
φαινόμενο, που πραγματοποιείται με τη βία ή με την απάτη
ή με ειρηνικές μεταρρυθμίσεις και ερευνά ιδιαίτερα τα
αίτια των βίαιων επαναστάσεων προσφέροντας μια συνθετική
πρωτότυπη, και πολύ ενδιαφέρουσα συμβολή στο θέμα αυτό.
Κατά τον Σταγιρίτη, το καθολικό καί βαθύτερο αίτιο των
επαναστάσεων είναι ένα αίτιο κοινωνικοψυχολογικό και
ιδεολογικό, δηλαδή ο ανταγωνισμός γιά την απόκτηση τού
πλούτου (κερδών) και της εξουσίας (τιμών). Επειδή δε οι
επιθυμίες και φιλοδοξίες των ανθρώπων είναι
απεριόριστες, ο ανταγωνισμός αυτός δημιουργεί στα άτομα,
που αγωνίζονται γιά τα αγαθά αυτά, ένα συναίσθημα
δυσαρέσκειας ή αποστέρησης, το συναίσθημα δηλαδή μιάς
αδικίας εις βάρος τους λόγω τής μη ικανοποίησης τής
αξίωσής τους γιά μεγαλύτερη συμμετοχή στο «κέρδη» ή στις
«τιμές».
Το συναίσθημα αυτό αναπτύσσεται επίσης λόγω τής
διαφορετικής αντίληψης, που καθένας έχει για την έννοια
της δικαιοσύνης, μιάς έννοιας, που από κοινωνιολογική
άποψη είναι σχετική και σχηματίζεται ανάλογα με τα
συμφέροντα, τις βλέψεις και την προσωπική ιδεολογία τού
καθενός. Έτσι εξηγείται, ότι το συναίσθημα αυτό τής
αποστέρησης το έχουν όχι μόνον εκείνοι, που το μερίδιό
τους στον πλούτο ή στις ηγετικές θέσεις είναι μικρό,
αλλά και εκείνοι, που έχουν μεγάλο μερίδιο και αξιώνουν
να λάβουν ακόμα μεγαλύτερο. Το ίδιο λοιπόν συναίσθημα
αναπτύσσεται, όχι μόνο στους ευγενείς ιδεολόγους, που
μάχονται γιά την επικρατηση τής ισότητας και της
κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και στους αντικοινωνικούς
εγωιστές, που επιδιώκουν την υπεροχή, την υπέρμετρη
συσσώρευση πλούτου ή ηγετικών θέσεων.
Αίτια και αφορμές
Το συναίσθημα αυτό τής δυσαρέσκειας, τής αδικίας, τής
αποστέρησης μπορεί ενδεχομένως και μόνο του να
προκαλέσει την απόφαση για επανάσταση. Συνήθως όμως στη
ζωή μεταξύ τού συναισθήματος αυτού και τής απόφασης για
την επανάσταση μεσολαβούν πολλά ενδιάμεσα περιστασίακά
αίτια, που προκαλούν διόγκωση τής δυσαρέσκειας, όξυνση
των πνευμάτων, βαθιά ψυχολογική συγκίνηση και ερεθισμό
κι έτσι χρησιμεύουν ως έναυσμα γιά την έκρηξη τής
επανάστασης.
Ως τέτοια ενδιάμεσα αίτια ο Αριστοτέλης αναφέρει
είτε απλές αφορμές, δηλαδή μικρά περιστατικά τής
καθημερινής ζωής (ερωτικές αντιζηλίες, κληρονομικές
διαφορές κ.λπ.) ή άλλα σοβαρότερα αίτια, όπως είναι η
κακή διοίκηση, η οικονομική εξαθλίωση του πληθυσμού, ο
δημογραφικός παράγων (αύξηση τού αριθμού των απόρων), ο
φυλετικός παράγων (ανομοιογένεια τού πληθυσμού), ο
γεωγραφικός και οικολογικός παράγων κ.λπ.. Τα ενδιάμεσα
αυτά περιστασιακά αίτια ενισχύουν και διογκώνουν το
βασικό συναίσθημα τής αδικίας και τής αποστέρησης και
αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, την causa proxima, την
εγγύτερη αιτία τής απόφασης για την επανάσταση.
Λόγοι ματαίωσης ή αναστολής επαναστάσεων
Αλλά και πάλι, παρά την ύπαρξη των παραπάνω αιτίων και
αφορμών, η απόφαση γιά την επανάσταση μπορεί, όπως
εκθέτει ό Αριστοτέλης, να ματαιωθεί ή να ανασταλεί γιά
τους ακόλουθους λόγους:
(α) Σε ορισμένες περιπτώσεις η αδικημένη μερίδα
του λαού συμβιβάζεται με την επικρατούσα κατάσταση
πραγμάτων, δηλαδή ανέχεται την εις βάρος της αδικία είτε
γιατί είναι απορροφημένη από τη βιοπάλη και δεν έχει
ακόμα συνειδητοποιήσει την αδικία αυτή, όπως συμβαίνει
με την τάξη των γεωργών, που είναι απορροφημένη με τις
γεωργικές εργασίες και τον αγώνα τής ζωής («Πολιτικά»,
VI 1318b 9 επ.: Βέλτιστος γαρ δήμος ο γεωργικός εστιν...
Διά μεν γαρ το μη πολλήν έχων ουσίαν άσχολος, ώστε μη
πολλάκις εκκλησιάζειν· διά δε το μην έχειν ταναγκαία
προς τοις έργοις διατρίβουσι και των αλλοτρίων ουκ
επιθυμούσιν), είτε γιατί οι κυβερνώντες έχουν σημαντική
υπεροχή δύναμης κι έτσι το αδικημένο μέρος τού λαού
διατάζει να εκτεθεί στον κίνδυνο μιάς ενδεχόμενης
αποτυχίας. (1304b 2 επ.: Άν γαρ πολύ υπερέχη οποτερονούν
των μερών, προς το φανερώς κρείττον το λοιπόν ου θέλει
κινδυνεύειν).
(β) Σε άλλες πάλι περιπτώσεις οι κυβερνήτες
κατορθώνουν με την άσκηση μιάς μετριοπαθούς πολιτικής,
με την επίδειξη δημοκρατικού πνεύματος (1308a 5 επ. και
10: προς αυτούς δε και τους μετέχοντας τω χρήσθαι
αλλήλοις δημοτικώς. Ο γαρ επί του πλήθους ζητούσιν οι
δημοτικοί ίσον, τουτ΄ επί των ομοίωνου μόνον δίκαιον
αλλά και συμφέρον εστίν), με την υιοθέτηση μικρών
μεταρρυθμίσεων ή άλλων μέτρων, που προσφέρουν κάποια
έστω και μικρή ικανοποίηση σ΄ όσους θεωρών τούς εαυτούς
τους αδικημένους, να ματαιώσουν τη διάθεση για
επανάσταση και να επιτύχουν έτσι μιά ανοχή τής αδικίας ή
τής αποστέρησης. (Πρβλ. 1308b 10 επ.: Κοινόν δε και εν
δήμω και ολιγαρχία και εν μοναρχία και πάση πολιτεία
μήτ΄ αυξάνειν λίαν μηθένα παρά την συμμετρίαν, αλλά
μάλλον πειράσθαι μικράς και πολυχρονίους διδόναι τιμάς ή
ταχύ μεγάλας).
Ο Αριστοτέλης αναπτύσσει λεπτομερώς στο V και ιδίως στο
VI βιβλίο των Πολιτικών πολλά τέτοια μέτρα, που
πρέπει να παίρνουν οι πολιτικοί, για να αποτρέψουν τις
επαναστάσεις κατά των διαφόρων πολιτευμάτων. Τα μέτρα
όμως αυτά ενδιαφέρουν περισσότερο την πρακτική πολιτική,
δηλαδή τον τρόπο τής διακυβέρνησης τής πολιτείας, αλλά
πάντως στηρίζονται στα πορίσματα τής εμπειρίας και σε
μια βαθιά γνώση τής ψυχολογίας των ατόμων και των
ομάδων.
Το άριστο πολίτευμα
Όλες αυτές οι σκέψεις τού Αριστοτέλη στα προαναφερθέντα
θέματα αποβλέπουν σε δύο κυρίως σκοπούς:
(α) Από πρακτική άποψη να προσφέρουν στους
μελλοντικούς κυβερνήτες, στους νομοθέτες και στους
λοιπούς άρχοντες τις απαραίτητες γνώσεις για την καλή
άσκηση τής εξουσίας τους: 1309b 35: Διό δει τούτο μη
αγνοείν τον νομοθέτην και τον πολιτικόν, ποία σώζει των
δημοτικών και ποία φθείρει την δημοκρατίαν κ.λπ..
(β) Τελικά η όλη ανάπτυξη των θεμάτων αυτών, όπως
και γενικά η «περί τα ανθρώπεια φιλοσοφία» του
Αριστοτέλη, δεν αποβλέπει μόνο στη γνώση, αλλά και στην
πράξη (βλ. «Ηθικά Νικομάχεια» 1095a 5: επειδή το τέλος
εστίν ου γνώσις αλλά πράξις) και χρησιμεύει για τη
σύλληψη τού άριστου και πρακτικά δυνατού πολιτεύματος
(βλ. 1260b 27 επ.). Ως τέτοιο πολίτευμα, όπως είναι
γνωστό, ο Αριστοτέλης θεωρεί εκείνο, που
καθιερώνει τις δημοκρατικές αρχές και την μεσότητα των
περιουσιών, αποβλέπει στη γενική ευημερία (στο ευ ζην,
βλ. «Πολιτικά Α΄» 1252b 29 επ.: γινομένη ουν του ζην
ένεκεν, ούσα δε του ευ ζην και «Πολιτικά Δ΄» 1280b 39:
Τέλος μεν ουν πόλεως το ευ ζην, ταύτα δε του τέλους
χάριν) και στηρίζεται στη φρόνηση, στην αρετή και τη
φιλία των πολιτών (βλ. «Πολιτικά Δ΄», 1295a 35 επ. και
1295b 4 επ. και 21 επ.) κι έτσι εξαφανίζει τη διχόνοια,
το φθόνο και τον ανταγωνισμό. (Ανάλυση τής έννοιας
τής φιλίας γίνεται από τον Αριστοτέλη στα «Ηθικά
Νικομάχεια», VIII 1155a επ.. Το άριστο πολίτευμα
πραγματεύεται ο φιλόσοφος στα δύο τελευταία βιβλία των
Πολιτικών, VII και VIII).
Συμπεραίνοντας παρατηρούμε, ότι από τη σύντομη κριτική
επισκόπηση των απόψεων τού Αριστοτέλη για τα αίτια των
επαναστάσεων, συνάγεται, ότι η θεωρία τού
φιλόσοφου αυτού αποτελεί, αφ΄ ενός μια γενική θεωρία,
που αποβλέπει στην εξήγηση όλων των επαναστατικών
κινήσεων, οι οποίες έχουν, όχι μόνο προοδευτικούς αλλά
και αντιδραστικούς στόχους και, αφ΄ ετέρου, είναι
μιά ρεαλιστική θεωρία, η οποία στηρίζεται στις συνθήκες
τής ανταγωνιστικής κοινωνίας, δηλαδή μιάς κοινωνίας,
όπως η αρχαία και η σύγχρονη, που έχουν οργανωθεί και
διέπονται από την αρχή του ανταγωνισμού. Και στα δύο
αυτά σημεία η εν λόγω θεωρία, όπως άλλωστε συμβαίνει και
με τα λοιπά κείμενα τού Αριστοτέλη, προσφέρει πολλές
επιμέρους ορθές σκέψεις και οξείες παρατηρήσεις και
αποτελεί μία σημαντική προδρομική συμβολή στις νεότερες
επιστήμες τής κοινωνιολογίας, τής κοινωνικής ψυχολογίας
και τής πολιτικής.
Τελικά, η αριστοτελική αυτή θεωρία μπορεί να θεωρηθεί ως
πληρέστερη, βαθύτερη και πλησιέστερη στην πραγματικότητα
από άλλες μονομερείς θεωρίες νεότερων διανοητών, οι
οποίες αποδίδουν την κοινωνική εξέλιξη σ΄ ένα
πρωταρχικό παράγοντα (π.χ. στο βιολογικό, το γεωγραφικό,
τον οικονομικό, τον πολιτικό κ.λπ.).
Σημείωση:
Το παραπάνω άρθρο αποτελείται από αποσπάσματα
τής εισήγησης τού συγγραφέα σε παγκόσμιο
συνέδριο για τον Αριστοτέλη. (Γ. Μιχαηλίδου -
Νουάρου:
Οι αιτίες των επαναστάσεων κατά τον Αριστοτέλη,
Ανάτυπο από τα πρακτικά τού παγκοσμίου συνεδρίου
“Aριστοτέλης”, Aθήνα, 1983.)
Κατεβάστε ολόκληρη την εισήγηση κάνοντας κλίκ
εδώ. (18 σελίδες, αρχείο μορφής pdf, 1,8 MB).
|
|
ΠΗΓΗ:
http://www.freeinquiry.gr/pro.php?id=1310