Ο απόλυτος δάσκαλος
Αριστοτέλης
Μέτοικος στην Αθήνα του 4ου
αιώνα και μαθητής του Πλάτωνα επηρέασε όλη την ιστορία της σκέψης και παραμένει
σήμερα ο
κατ’ εξοχήν στοχαστής για προβλήματα επίκαιρα
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
ΚΟΤΖΙΑ
επίκουρη καθηγήτρια
της Αρχαίας
Eλληνικής
Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Μέτοικος στην
πολιτικά ταραγμένη Αθήνα του 4ου αι., μαθητής του Πλάτωνα στην Ακαδημία,
χαλκέντερος λόγιος με εντυπωσιακή ευρύτητα στις φιλοσοφικές και στις
επιστημονικές αναζητήσεις του, ο Αριστοτέλης από τα Στάγιρα (384-322 π.Χ.)
υπήρξε ένας ερευνητής αφιερωμένος στην αναζήτηση της αλήθειας, συνώνυμης γι’
αυτόν με τη γνώση.
Τα έργα που παραδόθηκαν με το όνομά του, το λεγόμενο αριστοτελικό
corpus
(με έκταση περίπου 1.500 σελίδες στην έκδοση της Πρωσικής Ακαδημίας), αποτελούν
μέρος μόνο της συγγραφικής παραγωγής του και έχουν αντικείμενο σχεδόν κάθε τομέα
της γνώσης: τη λογική, τη γλώσσα και το ύφος, τη φυσική, την ψυχολογία, τη
φυσιολογία, την ηθική, την πολιτική επιστήμη και ιστορία, τη ρητορική, την
ποίηση, τη ζωολογία, τη βιολογία, τη μηχανική, τα μαθηματικά, την αστρονομία, τη
γνωσιολογία, την επιστημολογία και τη μεταφυσική (ας σημειωθεί εδώ ότι ο
τελευταίος τόσο βαρύς σε περιεχόμενο όρος οφείλεται έμμεσα στον Αριστοτέλη:
προήλθε από τον τίτλο Μετά τα φυσικά που έδωσε σε ένα
σύνολο πραγματειών του με θέμα τα όντα, τις αρχές και τις αιτίες τους ο πρώτος
εκδότης των αριστοτελικών κειμένων, ο Ανδρόνικος ο Ρόδιος).
Το εντυπωσιακό αυτό έργο έχει έναν ιδιότυπο χαρακτήρα: δεν είναι παρά η
καταγραφή της διδασκαλίας του Αριστοτέλη, οι προσωπικές σημειώσεις του για τις
παραδόσεις του. Ιδιάζουσες ιστορικές συγκυρίες συνετέλεσαν στην απώλεια των
«δημοσιευμένων» έργων του, αυτών που προορίζονταν για ένα ευρύτερο αναγνωστικό
κοινό και πρέπει να είχαν σύμφωνα με αρχαίες μαρτυρίες διαλογική μορφή και
προσεγμένο ύφος, κατά το πρότυπο του Πλάτωνα.
Ως υλικό που δεν πήρε
ποτέ από τον συντάκτη του μια οριστική μορφή, με την έννοια της συστηματοποίησης
και της «παγίωσης» που απαιτεί η δημοσίευση, το σωζόμενο έργο του Αριστοτέλη
παρουσιάζει - παράλληλα με επεξεργασμένα και ολοκληρωμένα τμήματα - και όλα τα
χαρακτηριστικά των ιδιωτικών σημειώσεων: συνοπτικές ή ελλειπτικές διατυπώσεις,
απότομες μεταβάσεις και ασυνέχειες στην έκθεση, επαναλήψεις και στεγνό ύφος. Οι
άκρως ενδιαφέρουσες θεωρητικές απόψεις για το ύφος του έντεχνου πεζού λόγου και
οι κανόνες της σύνθεσης που ο ίδιος έθεσε στην πραγματεία του Περί λέξεως
δεν ανιχνεύονται συχνά στο έργο του που έχει σωθεί!
Ως γραπτή αποτύπωση μιας
μακρόχρονης περιόδου διδακτικής πράξης, η οποία είχε αρχίσει ήδη από την περίοδο
της μαθητείας στην Ακαδημία, λογικό είναι το έργο αυτό να προϋποθέτει διορθώσεις
και συμπληρώσεις, εγκατάλειψη ή αντικατάσταση επιχειρημάτων, εξέλιξη ή αλλαγή
απόψεων για το ίδιο θέμα, κάποτε εξέταση του ίδιου προβλήματος σε διαφορετικά
συμφραζόμενα ή με διαφορετική οπτική.
Η ιδιοτυπία αυτή του
αριστοτελικού έργου είναι ένας από τους βασικούς λόγους της δυσκολίας του. Στην
ανάγκη πρωτίστως της κατανόησής του οφείλεται το γεγονός ότι οι αριστοτελικές
σπουδές, με τη μορφή παραφράσεων και υπομνημάτων, γεννήθηκαν ταυτόχρονα με την
«ανακάλυψη» των διδακτικών συγγραμμάτων του Αριστοτέλη και την έκδοσή τους, τον
1ο αι. π.Χ. Οι έλληνες εξηγητές των πραματειών - οι «ορθόδοξοι» περιπατητικοί
των δύο πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων και οι διάδοχοί τους νεοπλατωνικοί
(3ος-6ος αι. μ.Χ.) είναι οι πρώτοι σε μια αδιάκοπη σειρά μελετητών επί 2.000
χρόνια. Κανένας άλλος φιλόσοφος δεν άσκησε τόσο μεγάλη επίδραση στην πνευματική
εξέλιξη της ανθρωπότητας όσο ο Αριστοτέλης: από την ύστερη ελληνική αρχαιότητα
και το Βυζάντιο στη Ρώμη, από τους Σύρους στους Άραβες και στους Εβραίους, από
την Αθήνα και την Αλεξάνδρεια, την Κωνσταντινούπολη, τη Δαμασκό και τη Βαγδάτη ο
Αριστοτέλης έφθασε από διάφορους δρόμους στη Δύση, για να γίνει κτήμα των
σχολαστικών του δυτικού Μεσαίωνα και των πρώτων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων.
Αντικείμενο ακραίων
αντιδράσεων, από την απόλυτη αποδοχή ως την έντονη πολεμική, κατά την αδιάλειπτη
παρουσία του στην ιστορία των ιδεών, ο Αριστοτέλης υπέστη ποικίλους
μετασχηματισμούς και «μεταμφιέσεις». Το δόγμα της «συμφωνίας» μεταξύ Αριστοτέλη
και Πλάτωνα, π.χ., με το οποίο οι νεοπλατωνικοί υπομνηματιστές δικαιολόγησαν τις
ουσιαστικές θεωρητικές διαφορές των δύο φιλοσόφων σε θέματα θεμελιώδους σημασίας
(όπως π.χ. η θεωρία των ιδεών ή η αθανασία της ψυχής), για να νομιμοποιήσουν την
ενσωμάτωση της αριστοτελικής φιλοσοφίας στο δικό τους (νεο)πλατωνικό σύστημα,
είναι ένας πρώτος, με σημαντικές όμως επιπτώσεις, μετασχηματισμός: Η
αριστοτελική Λογική που πρώτη πέρασε στη Δύση (με τις μεταφράσεις και τα
υπομνήματα του Λατίνου Βοηθίου τον 6ο αι. μ.Χ. ) και παρέμεινε ως το τέλος του
19ου αι. η Λογική της ευρωπαϊκής σκέψης ήταν κατά βάσιν η Λογική του
«νεοπλατωνικού» Αριστοτέλη.
Ενας ακόμη σημαντικός
μετασχηματισμός είναι αυτός που καθόρισε τελικά τη σχέση της Δυτικής Εκκλησίας
με τον Αριστοτέλη: θέσεις όπως η μη αθανασία της ψυχής, η αϊδιότητα του κόσμου
και ένας θεός ο οποίος ως «πρώτον κινούν ακίνητον» δεν δημιούργησε τον κόσμο
ούτε προνοεί γι’ αυτόν ήταν αναπόφευκτο να προκαλέσουν βίαιες αντιδράσεις. Η
απαγόρευση (με απόφαση του Συμβουλίου των Παρισίων το 1210) της δημόσιας αλλά
και της ιδιωτικής ανάγνωσης κειμένων του Αριστοτέλη και των υπομνηματιστών του
μετατράπηκε μέσω μιας «μεταμφίεσης», τη φορά αυτή από τον Θωμά τον Ακινάτη, σε
απαγόρευση της αμφισβήτησής του. Η κυριαρχία της Εκκλησίας στα πανεπιστήμια της
Δύσης επέβαλε την
interpretatio christiana,
ενώ η απόκλιση από την εκάστοτε θέση της για τον Αριστοτέλη είχε αποτέλεσμα να
οδηγηθούν στην πυρά άλλοτε τα αριστοτελικά κείμενα και άλλοτε άνθρωποι, όπως
π.χ. ο Τζιορντάνο Μπρούνο το 1600 στη Ρώμη.
Η ανάπτυξη του κριτικού
πνεύματος και η πρόοδος των φυσικών επιστημών τον 160 και τον 17 ο αι. οδήγησαν
στην πλήρη άρνηση της αυθεντίας του μεταμφιεσμένου Αριστοτέλη των σχολαστικών
και του δογματικού και ξεπερασμένου επίσημου αριστοτελισμού, στον οποίο είχαν
μαθητεύσει όλοι οι λόγιοι της περιόδου αυτής που άνοιξαν νέους δρόμους στην
ανθρώπινη σκέψη. Οδήγησαν επίσης, αναπόφευκτα, και σε σφοδρές επιθέσεις εναντίον
επί μέρους διδασκαλιών του Αριστοτέλη, ιδίως των κοσμολογικών. Ωστόσο και στη
φάση αυτή της αμφισβήτησης η κοινότητα των ανθρώπων του πνεύματος συνέχισε να
έχει βασικά εργαλεία για την παραγωγή ιδεών τις αριστοτελικές έννοιες και τους
αριστοτελικούς τεχνικούς όρους: την ουσία και τα συμβεβηκότα, τη μορφή και την
ύλη, τη δύναμη και την ενέργεια, την κίνηση και το άπειρο.
Η πρόσληψη της
αριστοτελικής φιλοσοφίας, με τις ποικίλες επιδράσεις στην εξέλιξη της δυτικής
φιλοσοφίας και της θεολογικής σκέψης, στηρίχθηκε από την ύστερη αρχαιότητα ως
τις αρχές του 2ου αι. στη λεγόμενη «σχολαστική» αντίληψη για το έργο του
Αριστοτέλη, στην πεποίθηση δηλαδή ότι στις πραγματείες είναι αποτυπωμένη η
ολοκληρωμένη, ενιαία και συστηματική καταγραφή της ώριμης διδασκαλίας του στο
σύνολό της. Στα τέλη του 19ου αι., με την έκδοση του
corpus
από την Πρωσική
Ακαδημία και τη συλλογή αποσπασμάτων από τα χαμένα έργα από τον
Valentin
Rose, έρχονται
στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τα προβλήματα του αριστοτελικού έργου: το θέμα
των διαφορετικών διδασκαλιών μεταξύ σωζόμενων και χαμένων έργων, αλλά και των
αντιφάσεων στο πλαίσιο των διδακτικών συγγραμμάτων έθετε αυτομάτως το θέμα της
γνησιότητας, ο ίδιος ο
Rose
θεώρησε νόθα τα
αποσπάσματα που εξέδωσε, λόγω της έντονα πλατωνικής χροιάς τους, ενώ
αμφισβητήθηκε η γνησιότητα των Ηθικών Ευδημείων, λόγω των
διαφορών τους από τα Ηθικά Νικομάχεια.
Μια συνολική ερμηνεία, η
οποία να επιτρέπει τη γνησιότητα των πρώιμων «πλατωνιζόντων» διαλόγων και
παράλληλα να εξηγεί τις διαφορές και τις αντιφάσεις μεταξύ των πραγματειών του
corpus,
αποπειράθηκε στις αρχές του 20ού αι. ο
Wemer
Jaeger με δύο
πρωτοποριακές μελέτες, οι οποίες σηματοδοτούν τη σύγχρονη αριστοτελική έρευνα.
Τόσο η πρώτη, με θέμα την ιστορία της σύνθεσης των Μετά τα φυσικά
(Studien
zur Entstehungsgeschichte der Metaphysik,
1912), όσο και η δεύτερη, με θέμα την ιστορία της εξέλιξης του Αριστοτέλη (Aristoteles,
GrιιηΙegung
einer Geschichte seiner Entwieklung,
1923), προτείνουν ένα γενετικό μοντέλο βάσει του οποίου περιγράφεται η
προοδευτική πνευματική/φιλοσοφική εξέλιξή του. Η θεωρία του
Jaeger
έχει σε γενικές
γραμμές ως εξής: Το αριστοτελικό
corpus,
όπως έχει παραδοθεί, αντικατοπτρίζει μια μακρά, σύνθετη και πολύπλοκη εξέλιξη
της σκέψης του Αριστοτέλη. Στις πραγματείες συνυπάρχουν παλαιότερες και νεότερες
φάσεις, οι οποίες συναρτώνται με τρεις βασικές περιόδους της ζωής του: την
περίοδο της μαθητείας στην Ακαδημία, την περίοδο των ταξιδιών (στην Άσσο, στη
Μυτιλήνη και στη Μακεδονία) και, τέλος, τη δεύτερη αθηναϊκή περίοδο, την περίοδο
της διδασκαλίας στο Λύκειο. Τα έργα της πρώιμης περιόδου (λογοτεχνικά προϊόντα
της οποίας αποτελούν οι χαμένοι διάλογοι) παρουσιάζουν μια εντελώς πλατωνική
φιλοσοφία, αντίθετη με την «πραγματική» αριστοτελική φιλοσοφία των ύστερων
έργων. Κατά τον
Jaeger,
ο Αριστοτέλης υπήρξε αρχικά πλατωνικός (οπαδός της θεωρίας των ιδεών και της
αθανασίας της ψυχής), ακολούθησε μια περίοδος σταδιακής αμφισβήτησης του
ρεαλιστικού ιδεαλισμού και κριτικής στον Πλάτωνα, κατά την οποία διαμορφώθηκε
μια ρεαλιστική, αντιπλατωνική μεταφυσική και τέθηκαν οι βάσεις της ηθικής και
της πολιτικής αριστοτελικής θεωρίας. Ο «αριστοτελικός» Αριστοτέλης είναι τελικά
ο εμπειρικός ερευνητής και επιστήμονας της τελευταίας περιόδου τον οποίο δεν
απασχολούν πλέον θέματα μεταφυσικής και εν γένει η καθαρά φιλοσοφική έρευνα.
Το πνεύμα της θεωρίας
του Jaeger
έδωσε μια
εντελώς νέα τροπή στην αριστοτελική έρευνα του 20ού αι. Οι αριστοτελιστές
επικέντρωσαν την προσοχή τους στις διαφορές και στις αντιφάσεις, τις οποίες
προσπάθησαν να ερμηνεύσουν στο πλαίσιο του γενετικού μοντέλου της εξέλιξης του
Αριστοτέλη. Οι τάσεις που διαμορφώθηκαν μεταξύ των υποστηρικτών της θεωρίας ήταν
είτε η ενίσχυση των επιχειρημάτων της είτε η εφαρμογή της και σε αριστοτελικές
πραγματείες τις οποίες δεν είχε εξετάσει ο
Jaeger
είτε η
τροποποίησή της. Δεν έλειψαν οι υπερβολές που είχαν αποτέλεσμα έναν
«κατακερματισμένο» στα στάδια και φάσεις Αριστοτέλη, αλλά ούτε και τα εκ
διαμέτρου αντίθετα συμπεράσματα από την εφαρμογή της θεωρίας της εξέλιξης σε επί
μέρους προβλήματα: η αντίφαση π.χ. που υπάρχει μεταξύ της αριστοτελικής
επιστημολογίας, όπως αυτή εκτίθεται στα Αναλυτικά ύστερα, και της προσανατολισμένης στα φαινόμενα - επιστημονικής πρακτικής που
ακολουθείται στα βιολογικά έργα αποτέλεσε ένα μείζον πρόβλημα της έρευνας. Οι
διαμετρικά αντίθετες ερμηνείες που δόθηκαν στο πρόβλημα αυτό με βάση το γενετικό
μοντέλο από διάφορους μελετητές μπορούν να αναχθούν σε δύο βασικές θέσεις:
1. Τα βιολογικά έργα ήταν τα πρώτα σε μια μακρόπνοη έρευνα η οποία δεν είχε
βρει ακόμη το επιστημολογικό της στίγμα και
2.
Η θεωρία διατυπώθηκε προτού αρχίσει να υλοποιείται το φιλόδοξο πρόγραμμα
της βιολογικής έρευνας. όταν αυτό συνέβη, ο Αριστοτέλης διαπίστωσε ότι η
επιστημολογία του μπορεί να είχε εφαρμογή σε επιστήμες όπως τα μαθηματικά, δεν
ίσχυε όμως για τη διερεύνηση των φυσικών φαινομένων.
Οι θέσεις του
Jaeger
δεν έγιναν φυσικά
δεκτές ούτε από το σύνολο των αριστοτελιστών ούτε στο σύνολό τους. Γεγονός
πάντως είναι ότι η θεωρία του λαμβάνεται σταθερά υπόψη ακόμη και από τους
αυστηρότερους επικριτές της. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά η στάση του
μεγάλου σουηδού αριστοτελιστή
Ingemar
During (Aristoteles,
Darstellung und Interpretation seines Denkens,
1966), του οποίου η θεωρία αποτελεί τον αντίποδα της θεωρίας του
Jaeger.
Σύμφωνα με αυτήν ο Αριστοτέλης κράτησε «από την αρχή» αντιπολιτευτική στάση
απέναντι στον Πλάτωνα, διατηρώντας όμως πάντοτε μια -αυξανόμενη με την πάροδο
του χρόνου - πνευματική εγγύτητα προς αυτόν. Εν τούτοις, παρά την πλήρη απόρριψη
του μοντέλου του
Jaeger,
ο During
χρησιμοποιεί ακριβώς αυτό ως βάση για τη συσχετική χρονολόγηση των πραγματειών.
Η έρευνα στις αρχές του
21ου αι. χωρίς να παραγνωρίζει τα βασικά συμπεράσματα της ιστορικής ερμηνείας
προσανατολίζεται πλέον στην αναζήτηση της βαθύτερης ενότητας και συνοχής του
αριστοτελικού έργου, η οποία ανιχνεύεται κυρίως στη δομή των επιχειρημάτων, στη
μέθοδο και στις βασικές έννοιες. Το γεγονός ότι η αριστοτελική φιλοσοφία δεν
είναι μια δογματική διδασκαλία αλλά ένα ανοιχτό σύστημα στο οποίο τίθενται
ερωτήματα, εκτίθενται προβλήματα και επιχειρείται η λύση τους ή προτείνονται
μέθοδοι προσέγγισής τους είναι ένας από τους βασικότερους λόγους για τους
οποίους ο Αριστοτέλης συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο εκπληκτικού
ενδιαφέροντος, όχι μόνο εκ μέρους των αριστοτελιστών και των ιστορικών της
φιλοσοφίας: είναι ο κατ' εξοχήν δάσκαλος για τη μύηση στους κανόνες της σκέψης
και ο στοχαστής που συνδιαλέγεται με τους αναγνώστες του για προβλήματα που
παραμένουν επίκαιρα.