Ο ανθρωποκεντρικός πολιτισμός του Αιγαίου
Από τη Νεολιθική Εποχή
μέχρι και τους ιστορικούς χρόνους,
τα έργα
τέχνης αποτυπώνουν τον πυρήνα της κοινωνίας που είναι το άτομο
Χρ. Γ. Ντούμα
ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου
Αθηνών.
Ένα διαχρονικό χαρακτηριστικό του πολιτισμού που γεννήθηκε και
αναπτύχθηκε μέσα στο Αιγαίο είναι ο ανθρωποκεντρισμός. Το δε περίφημο
απόφθεγμα του σοφιστή Πρωταγόρα «πάντων χρημάτων μέτρων άνθρωπος» (για
όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος) μοιάζει σαν το απαύγασμα μιας
σκέψης που καλλιεργήθηκε επί χιλιάδες χρόνια. Αυτό βεβαιώνουν τα έργα
που ο πολιτισμός αυτός δημιούργησε σε όλη την εξελικτική πορεία του,
τουλάχιστον από τη Νεολιθική Εποχή μέχρι και τους ιστορικούς λεγόμενους
χρόνους: Κανένα δεν ξεπέρασε την ανθρώπινη κλίμακα. Τα κολοσσιαίων
διαστάσεων μνημεία –ναοί, τάφοι, αγάλματα– των πολιτισμών της Ανατολής
είναι άγνωστα στο Αιγαίο. Γιατί εδώ, σε αντίθεση με τους πολιτισμούς
εκείνους, πυρήνας της κοινωνίας δεν είναι ο ηγεμόνας, ο δυνάστης που
λειτουργεί και ως εκπρόσωπος του θεού, αλλά το ίδιο το άτομο.
Ο ανθρωποκεντρισμός χαρακτηρίζει και την τέχνη του Αιγαίου, όπου κύριο
αντικείμενο σπουδής παρέμεινε ο άνθρωπος, οι ασχολίες του, τα προβλήματά
του. Σε χιλιάδες αριθμούνται τα πήλινα ή –σπανιότερα– λίθινα ειδώλια που
δημιούργησαν οι νεολιθικές κοινωνίες από την 6η χιλιετία π.Χ. στις
εύφορες πεδιάδες της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, της Βοιωτίας, της
Πελοποννήσου ή της Κρήτης. Ελάχιστα από τα ειδώλια αυτά εικονίζουν ζώα ή
πράγματα (βάρκες, σπίτια), ενώ στη μέγιστη πλειονότητά τους παριστάνουν
ανθρώπινες –ανδρικές ή γυναικείες– μορφές. Μερικά από τα ανθρωπόμορφα
ειδώλια συνοδεύονται από στοιχεία που καθιστούν εύκολα αναγνωρίσιμη την
ιδιότητα που ο δημιουργός της ήθελε να τους αποδώσει. Χαρακτηριστικά
είναι δύο έργα στη Νεολιθική Συλλογή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου:
Η βρεφοκρατούσα «κουροτρόφος» επιβεβαιώνει τον ρόλο της γυναίκας ως
μητέρας και δημιουργού ζωής, ενώ ο περίφημος «στοχαστής» από τη Λάρισα
αποτυπώνει τις ανησυχίες του.
Οι μεγάλες αλλαγές που σημειώθηκαν στις κοινωνίες του Αιγαίου με το
τέλος της νεολιθικής περιόδου φαίνεται πως ανέτρεψαν παλιές αντιλήψεις,
πίστεις και δοξασίες που εκφράζονταν με τα ειδώλια. Μόνο στα νησιά των
Κυκλάδων συνεχίστηκε η παράδοση με τα περίφημα μαρμάρινα ειδώλια, όπου
πάλι κυρίαρχη μορφή είναι ο άνθρωπος. Παρά την τυποποίηση κανόνων και
μορφών, η τέχνη αυτή εξυπηρέτησε επί χίλια χρόνια (3η χιλιετία π.Χ.) τις
ανάγκες και εξέφρασε τις πνευματικές ανησυχίες της κυκλαδικής κοινωνίας
με αριστουργήματα που αποτέλεσαν σταθμό στην ιστορία της παγκόσμιας
τέχνης. Η κυριαρχία της γυναικείας μορφής στα κυκλαδικά ειδώλια φαίνεται
πως απηχεί τις αντιλήψεις του καιρού για τη γυναίκα και τον ρόλο της
στην κοινωνία, όπως π.χ. οι έγκυοι μορφές, ενώ τον ρόλο του άνδρα
εκφράζουν τύποι όπως του πολεμιστή, του αρπιστή ή του αυλητή.
Την πρωτοπορία στην εικονιστική τέχνη οι Κυκλάδες την κράτησαν και κατά
τη Μέση Εποχή του Χαλκού (περίπου 2000–1650 π.Χ.), αλλά όχι με τη
γλυπτική. Οι νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν στις αναδυόμενες
πόλεις–λιμάνια κατέστησαν κοινωνούς της τέχνης νέες κοινωνικές ομάδες με
άλλα ενδιαφέροντα και άλλες ανησυχίες. Έτσι, η τέχνη εγκαταλείποντας το
μάρμαρο εστίασε στον εντυπωσιασμό που ασκούσε η πολύχρωμη διακόσμηση των
αγγείων. Την απεικόνιση ζώων και φυτών δεν άργησε να ακολουθήσει και η
ανθρώπινη μορφή, μεμονωμένη αρχικά, σε ομάδες λίγο αργότερα, σε μια
προσπάθεια να αποδοθούν σκηνές αφηγηματικού χαρακτήρα. Η τέχνη αυτή
μεσουράνησε προς το τέλος της περιόδου, οπότε, στις αρχές της Ύστερης
Εποχής του Χαλκού (γύρω στα 1650 π.Χ.), με την εισαγωγή της
τοιχογραφίας, η ανθρώπινη μορφή εξαφανίστηκε από τον διάκοσμο των
πήλινων σκευών και αναβαθμιζόμενη μεταπήδησε στη ζωγραφική των τοίχων.
Αυτό τουλάχιστον δείχνουν τα αριστουργήματα από το Ακρωτήρι της Θήρας.
Την περίοδο που ακολούθησε, που είναι γνωστή και ως Μυκηναϊκή, η
ανθρώπινη μορφή εκτός από την τοιχογραφία και την αγγειογραφία,
αποδόθηκε επίσης στον πηλό και σε ποικιλία μεγεθών που ενίοτε έφτασε τις
διαστάσεις αγαλμάτων, καθώς μαρτυρούν οι γυναικείες μορφές από το ιερό
στον οικισμό της Αγίας Ειρήνης στην Κέα. Κατά την επόμενη, τη λεγόμενη
Γεωμετρική, περίοδο (περίπου 1100–700 π.Χ.) πάλι με τη μορφή ειδωλίων η
ανθρώπινη μορφή εξακολουθεί να αποτελεί το αντικείμενο σπουδής, ενώ
αμέσως μετά, με την είσοδο στην Αρχαϊκή Εποχή (7ος–6ος αι. π.Χ.) γίνεται
το τεράστιο άλμα της ελληνικής τέχνης με τους μαρμάρινους κούρους και
τις κόρες να στολίζουν τάφους και ιερά.
Το
αποκορύφωμα
Η σπουδή της ανθρώπινης μορφής έφτασε κυριολεκτικά στο αποκορύφωμά της
κατά την κλασική (5ος και 4ος αι. π.Χ.) και την ελληνιστική (3ος–1ος αι.
π.Χ.) περίοδο, δημιουργώντας έργα αιώνιας και ανεπανάληπτης ομορφιάς.
Τότε όμως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των θεών έχουν αποκρυσταλλωθεί και
οι μορφές τους εύκολα αναγνωρίζονται. Για τις δημιουργίες όλων των
προηγουμένων περιόδων οι μελετητές βρίσκονται σε δίλημμα, αν δηλαδή τα
νεολιθικά, τα κυκλαδικά, τα μυκηναϊκά, τα γεωμετρικά ειδώλια, ή οι
αρχαϊκοί κούροι και οι κόρες παριστάνουν θεϊκές ή ανθρώπινες μορφές. Η
απάντηση βρίσκεται, κατά την άποψή μου, σ’ αυτό το ίδιο το δίλημμα: Στον
κόσμο του Αιγαίου, από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να δίνει υπόσταση
στον θεό, μέχρι και σήμερα, ποτέ δεν έπαψε να τον παριστάνει με
ανθρώπινη μορφή. Και είναι ακριβώς αυτή η επί χιλιάδες χρόνια σύλληψη
του θεού κατ’ εικόνα και ομοίωση του ανθρώπου που οδήγησε σε παταγώδη
αποτυχία την προσπάθεια των εικονομάχων του Βυζαντίου να επιβάλουν
ανεικονική λατρεία. Αυτή η «ανθρωποποίηση» του θεού είναι που έκανε τον
μεγάλο διανοητή της Ευρώπης, τον Karl Marx, να δηλώσει ότι ο μόνος
λαός της γης που δεν προσκύνησε τα ζώα, ήταν οι Έλληνες.
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»,
26 – 10 - 2008