Ο ΑΞΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΦΩΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ
ΘΑΝΑΤΟΥ
ΣΤΗΝ ΠΛΩΤΙΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Κωνσταντίνα Σπαντίδου
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
της
ΑΚΑΔΗΜΕΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ
Ἡ
μελαγχολικὴ ἀπάντηση τοῦ νεκροῦ Ἀχιλλέα στὸν πολύπλαγτο ἥρωα τῆς
Ὀδύσσειας:
«...
βουλοίμην καὶ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλω
ἀνδρὶ πάρ’
ἀκλήρῳ ὧ μή βίοτος πολὺς εἴη,
ἤ πᾶσιν
νεκύεσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν»
συνιστᾶ τὸ
ἀπόσταγμα τῆς θανατικῆς ἀντίληψης τοῦ Ὁμηρικοῦ ἀνθρώπου καὶ
ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχή τῆς Ἑλληνικῆς θανατολογίας, σφραγισμένης
ὁριστικά μὲ τὴν νίκη τῆς ζωῆς, διὰ τοῦ στόματος ἑνὸς νεκροῦ. Τό
ἀρχαϊκό πνεῦμα αἰσθάνεται ἄφατη ὀδύνη καὶ τρόμο στὴν σκέψη τοῦ «εἰδώλου»,
διότι κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν χαρὰ τῆς ὑπάρξεως, ἡ ὁποία ὑποβάλλει
τὴν ἀναγκαία μετάθεση τῆς θανατικῆς ἰδέας σ’ ἕνα σκοτεινὸ κάτω
κόσμο, σ’ ἕνα Ἀλλοῦ, ἀνίκανο νὰ ἀπειλήσει ἄμεσα τὸ «φίλον
φάος» καὶ τὴν «λαμπαδοῦχον ἀμέραν».
Ὁ ποιητικὸς λόγος τοῦ Εὐριπίδη
«τὸ φῶς
τοῦδ’ ἀνθρώποισιν ἥδιστον βλέπειν,
τὰ νέρθε δ’
οὐδέν· μαίνεται δ’ ὅς εὔχεται
θανεῖν·
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἤ καλῶς θανεῖν»
ἀποδεικνύει
ὅτι καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο τῆς κλασσικῆς ἀκμῆς, ὁ θάνατος παραμένει
ἡ ἐξουθένωση καὶ ἡ διάλυση, τὸ ἀπολύτως Ἄλλο
ἔναντι τῆς ζωῆς.
Τὴν πρώτη δυνατότητα παραμυθητικῆς θεάσεως τοῦ βασιλείου τοῦ
Πλούτωνα προβάλλει ἡ Ὀρφικὴ ἀντίληψη τῶν Ἠλυσίων Πεδίων. Ἀλλὰ ἡ
ὁδὸς πρὸς τὸν Ἄδη δὲν παύει νὰ εἶναι ἡ τλημονεστέρα,
γιατὶ καὶ αὐτὰ ἐπιφυλάσσονται μόνο στοὺς ἥρωες καὶ στοὺς
ἡμίθεους. Διὰ τῶν Πυθαγορείων, στὴν συνέχεια, εἰσάγονται
στοιχεῖα ἠθικά, ὅπως ἡ κάθαρση τῆς ψυχῆς καί ἡ μετεμψύχωση, τὰ
ὁποῖα συνδέουν τὴν φιλοσοφία μὲ τὴν ἀτομικὴ σωτηρία, γιὰ νὰ
ὁδηγήσουν στὴν ἡρακλείτεια ἑνότητα ζωῆς καὶ θανάτου, ὁπότε ὁ
θάνατος γεννᾶ τὴν ζωὴ καὶ αὐτὴ τὸν θάνατο. Ὁρόσημο στὴν πορεία
τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ, γιὰ τὴν θαρραλέα ἀνάληψη τοῦ
θανάσιμου ἐντὸς τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀξιοπρεπῆ ἀντιμετώπισή του,
ἀποτελεῖ ἡ μορφὴ τοῦ Σωκράτη, οἱ λόγοι τοῦ ὁποίου:
«ἀλλὰ μὴ οὐ τοῦτ’ ἦ χαλεπόν, ὦ ἄνδρες, θάνατον ἐκφυγεῖν ἀλλὰ
πολὺ χαλεπώτερον πονηρίαν· θᾶττον γὰρ θανάτου θεῖ»,
θὰ
ὁδηγήσουν τὴν πλατωνικὴ διανόηση νὰ περιορίσει τὴν ἐμβέλεια τοῦ
δεινοῦ κακοῦ μόνο ἐπὶ τοῦ σώματος,
γιὰ νὰ εἰσάγει τὴν ἀθανασία τῆς ψυχής.
Ἀντιθέτως, ὁ Ἀριστοτέλης ἀποδεικνύει τὸν σκεπτικισμὸ του στὸ
Περί ψυχῆς, γιὰ νὰ ἀντιπαραθέσει τελικά, στὰ Ἠθικὰ Νικομάχεια,
τὴν ψυχικὴ δύναμη στὴν ψυχικὴ ἀθανασία.
Ἡ
ἐπιστροφὴ στὸν δυϊσμὸ τοῦ Πλάτωνα καὶ στὴν προΰπαρξη τῆς ψυχῆς
θὰ γίνει ἀπὸ τὸν Πλωτίνο, σκοπὸς τοῦ ὁποίου εἶναι νὰ ὁδηγήσει
στὸ θεῖο τὴν ἀνθρώπινη ψυχή, ἀπαλλάσσοντάς την ἀπὸ τὰ σωματικὰ
δεσμά. Οἱ περιορισμένες ἀναφορὲς τῶν Ἐννεάδων στὸ λῆμμα θάνατος
δὲν σημαίνουν τὴν ἀπουσία τῆς μελέτης θανάτου μὲ τὴν ἔννοια τοῦ
προβληματισμοῦ, ἀντιθέτως ὁ φιλόσοφος τὸν θεωρεῖ ὡς τὴν ἀπολύτως
ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν κατανόηση τῆς σχέσεως τῆς ψυχῆς μὲ
τὸ σῶμα, ἀναγκαία βάση γιὰ τὸν φωτισμὸ τοῦ θανατικοῦ γεγονότος
καὶ τῶν προεκτάσεών του, ὥστε νὰ ὀρθωθῆ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ ὡς μελέτη
θανάτου
σέ ὅλο της τὸ βάθος, δηλαδὴ ὡς θανατικὴ ἄσκηση...
Πβ. ΟΜΗΡΟΥ, Ὀδύσσεια 484-491,
Πβ. ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι 1505-1509.
Πβ. ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ, Μήδεια 1068.
Πβ. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Ἀπολογία Σωκράτους 39 a.
Πβ. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδων 70 a,
ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδων 107 a, Πολιτεία 618 a, Φαῖδρος
248,