www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

 

Ἐλπίσας μέγαν τε ἔσεσθαι...

   Ο Θουκυδίδης και η ιπποκρατική πρόγνωση

Δ. Λυπουρλή

 

Το θέμα των σχέσεων του Θουκυδίδη με τον Ιπποκράτη, ή - γενικότερα- με την «ιπποκρατική» ιατρική, έχει πολλή ιστορία. Ήδη στα 1929 ο C. Ν. Cochrane έγραψε ένα «δυνατό και πολύ ενδιαφέρον» βιβλίο για να δείξει ότι οι ιδέες του Θουκυδίδη για την ιστορία και το έργο της διαμορφώθηκαν στην πραγματικότητα κάτω από την επίδραση της ιπποκρατικής ιατρικής. Ο Cochrane υπογράμμισε δύο κυρίως σημεία: α) ότι ό Θουκυδίδης μιλώντας για τις αιτίες του πολέμου χρησιμοποίησε την λέξη πρόφασις, την ίδια δηλαδή λέξη που χρήσιμο ποιούσαν οι γιατροί συγγραφείς της εποχής του για να δηλώνουν την αιτία που προκαλεί την αρρώστια β) ότι ο Θουκυδίδης διεκδικεί για το ιστορικό του έργο έναν χαρακτήρα καθαρά προγνωστικό: να κάνει τους ανθρώπους ικανούς να αναγνωρίζουν -και να ερμηνεύουν σωστά- ιστορικά φαινόμενα που ξαναγυρίζουν με το πέρασμα του χρόνου· ανάλογοι όμως ήταν ο στόχος, μαζί και το ιδεώδες, και του ιπποκρατικού γιατρού της εποχής του Θουκυδίδη: να μπορεί στην κάθε επιμέρους αρρώστια να «προγινώσκει τά μέλλοντα ἔσεσθαι».

Είναι κοινή πράγματι στους συγγραφείς ορισμένων ιπποκρατικών πραγματειών και στον Θουκυδίδη η πίστη ότι ο άνθρωπος μένει βασικά αμετάβλητος, ότι πολλά ανθρώπινα φαινόμενα ξαναγυρίζουν - όμοια ή σχεδόν όμοια - με το πέρασμα του χρόνου, και ότι επομένως η πρόβλεψή τους - ως ένα σημείο βέβαια - δεν είναι κάτι το αδύνατο. Στην περιοχή της ιπποκρατικής ιατρικής το πράγμα φαίνεται καθαρά στα προγνωστικά έργα της Ιπποκρατικής συλλογής (θα κάνουμε ιδιαίτερο λόγο πιο κάτω), ενώ στον Θουκυδίδη βρίσκουμε την πίστη αυτή διατυπωμένη σε πολλά σημεία του έργου του. Τα σημαντικότερα από τα χωρία αυτά ανήκουν στις ενότητες στις οποίες ο ιστορικός του Πελοποννησιακού πολέμου μιλάει για την μέθοδο και τις αρχές που ακολούθησε στην συγγραφή του έργου του στο περίφημο μεθοδολογικό του κεφάλαιο π.χ., την παράγραφο 22 του Α΄ βιβλίου, όπου ο μεγάλος ιστορικός κάνει σαφές ότι προτίθεται να δώσει στο έργο του έναν χαρακτήρα υπερχρονικό. Ξέρει ότι γεγονότα «τοιαῦτα καί παραπλήσια» προς αυτά που ξεκινάει να περιγράφει είναι ενδεχόμενο να συμβούν και άλλη φορά στο μέλλον αν γράφει λοιπόν το έργο του - λέει ρητά ο Θουκυδίδης - δεν είναι για να παρουσιάσει απλώς ένα «αγώνισμα «ἐς τό παραχρῆμα ἀκούειν»· κύριος σκοπός του είναι να προσφέρει στους ανθρώπους έναν οδηγό μόνιμο και ασφαλή, που θα τους βοηθάει, εφοδιάζοντάς τους με την γνώση του παρελθόντος, να αναγνωρίζουν και να ερμηνεύουν σωστά τα γεγονότα των ημερών τους («ὅσοι δέ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τό σαφές σκοπεῖν καί τῶν μελλόντων ποτέ αὖθις κατά τό ἀνθρώπινον τοιούτων καί παραπλησίων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτά ἀρκούντως ἕξει. Κτῆμα τε ἐς αἰεί μᾶλλον ἤ ἀγώνισμα ἐς τό παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται»). Πολύ πιο συγκεκριμένα διατυπώνει την πίστη του αυ­τή ο Θουκυδίδης στο Β΄ βιβλίο των Ιστοριών του, στην παράγραφο 48, όπου αισθάνεται την ανάγκη να εξηγήσει στους αναγνώστες του πώς οδηγήθηκε στην απόφαση να περιγράφει λεπτομερειακά τον φοβερό «λοιμό» που πρόσβαλε την Αθήνα στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου: αν αποφάσισε να είναι, περισσότερο ίσως από ό, τι θα ταίριαζε στον χαρακτήρα του έργου του, αναλυτικός σε αυτό το σημείο, είναι για να βοηθήσει τους ανθρώπους να μην βρεθούν απροετοίμαστοι αν τύχει και πέσει καμιά φορά στον τόπο τους η ίδια αρρώστια, αλλά να μπορούν, έχοντας από πριν τις απαραίτητες γνώσεις, να την αναγνωρίζουν εύκολα («ἐγώ δέ οἷόν τε ἐγίγνετο λέξω, καί ἀφ' ὧν ἄν τις σκοπῶν, εἴ ποτέ και αὖθις ἐπιπέσοι, μάλιστ' ἄν ἔχοι τι προειδώς μή ἀγνοεῖν»). Πβλ. και Γ 82,2: «καί ἐπέπεσε πολλά καί χαλεπά κατά στάσιν ταῖς πόλεσι γιγνόμενα μέν καίι αἰεί ἐσόμενα, ἕως ἄν ἡ αὐτή φύσις ἀνθρώπων ᾖ...».

Οπωσδήποτε, η κοινή σήμερα πίστη ότι «ό Θουκυδίδης γνώριζε πολύ καλά την ιατρική γραμματεία της εποχής του» φαίνεται ότι γεννήθηκε όταν ο W. Nestle, ο Γερμανός φιλόλογος πού επέτυχε να αγκαλιάσει ολόκληρη την αρχαία ελληνική γραμματεία και να παρακολουθήσει μέσα σ’ αυτήν το γοητευτικό βαθμιαίο πέρασμα του ελληνικού πνεύματος «από τον μύθο στον Λόγο», έστρεψε - στις αρχές του 1938 - την προσοχή των ερευνητών στην παρουσία ιατρικής ορολογίας στο έργο του Θουκυδίδη: Σε ένα του άρθρο με τον τίτλο «Hippocratica», πού δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Hermes (73, σσ. 1 εξ.), ο Nestle διερεύνησε - συνοπτικά, είναι αλήθεια - από την άποψη της ιατρικής ορολογίας την γνωστή θουκυδίδεια περιγραφή του λοιμού που έπληξε την Αθήνα στα πρώτα χρόνια του Πελοποννησΐ6\κού πολέμου. Το αποτέλεσμα της έρευνάς του ήταν αληθινά αποκαλυπτικό: η ιατρική ορολογία που περιέχεται στην θουκυδίδεια περιγραφή του λοιμού ανευρίσκεται και στα έργα της Ιπποκρατικής συλλογής.

Πβλ. π.χ.:

 

ἀποκαθάρσεις χολῆς: Β 49,3 ~ Περί ἀρχαίης ἰητρικῆς 19, πόνος: 49,3. 52 ~ Ἀρχ. ἰητρ. 6 κ.α., θέρμη: 49,2 ~ Ἀρχ. ἰητρ. 17 κ.α., σπασμός: 49,4 ~ Περί ἀέρων ὑδάτων τόπων 3, φλύκταιναι: 49,5 ~ Ἀρχ. ἰητρ. 16, ἐξανθεῖν: 49,5 ~ Περί τέχνης 9, ἕλκωσις: 49,6 ~ Περί τροφῆς 16, καῦμα: 49,6 ~ Ἀρχ. ἰητρ. 16 κ.α., ἀκρωτήρια: 49,7 ~ Περί φυςῶν 8, καρδία ( = στόμαχος): 49,3 ~ Προρρητικόν Λ 72 κ.α. στηρίζω: 49,3 ~ Κωακαί προγνώσεις 33 κ.α., λύγξ κενή: 49,4 ~ Ἀφορισμοί V 58 κ.α.

 

Προς την ίδια κατεύθυνση εργάσθηκε αργότερα (1953) και ο D. L. Page. Βασικός σκοπός της καινούργιας έρευνας ήταν να προσδιορίσει οριστικότερα την φύση του λοιμού, της φοβερής αρρώστιας που πρόσβαλε την Αθήνα τότε που άρχιζε ο Πελοποννησιακός πόλεμος. Πιστεύοντας ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα μπορούσε να γίνει ευκολότερη αν βρισκόταν τρόπος να προσδιορισθεί πρώτα με ακρίβεια η σημασία των ιδιό­τυπων λέξεων που διαβάζουμε στο τμήμα του έργου του Θουκυδίδη όπου γίνεται η περιγραφή του λοιμού (ιδιαίτερα στην παράγραφο Β 49), ό Page έκανε στο πρώτο μέρος της μελέτης του μιαν εξονυχιστική διερεύνηση του περιεχομένου και της σημασίας αυτών των λέξεων-όρων. Η τελική διαπίστωσή του ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα: «Τα περισσότερα από τα ουσιαστικά, τα επίθετα και τα ρήματα της παραγράφου 49 είναι καθιερωμένοι όροι που τους συναντούμε, με την ίδια όπως και στον Θουκυδίδη σημασία, σε ιατρικά κείμενα του 5ου και 4ου αι. π.Χ.* τα μισά περίπου από τα «ἅπαξ είρημένα» της παραγράφου 49 τα ξαναβρίσκουμε μόνο στην μικρή πραγματεία «Προγνωστικόν». Η οικειότητα του Θουκυδίδη με την ιατρική ορολογία της εποχής του βεβαιωνόταν έτσι για άλλη μια φορά.

Τώρα όμως άρχισε να γίνεται ουσιαστικότερο το ερώτημα: «Άραγε ο Θουκυδίδης ανέτρεξε στην ιατρική γραμματεία της εποχής του μόνο όταν διαπίστωσε ότι χρειαζόταν μιαν ειδική γλώσσα προκειμένου να περιγράφει σωστά την βαριά αρρώστια που έπεσε στην Αθήνα στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου; Ήταν δηλαδή οι δεσμοί του Θουκυδίδη με την ιατρική το αποτέλεσμα μιας ειδικής, περιστασιακής ανάγκης και επομένως οι δεσμοί αυτοί έπαψαν πια να υπάρχουν αμέσως μόλις ικανοποιήθηκε η ανάγκη αυτή; Ή μήπως πρέπει να δεχτούμε ότι η ιατρική - η ιατρική του Ιπποκράτη - είχε ασκήσει στον Θουκυδίδη μια γενικότερη επίδραση, και επομένως θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε την επίδραση αυτή σε ολόκληρο το έργο του και ιδιαίτερα στην μέθοδο και στις αρχές που ακολούθησε ως ιστορικός συγγραφέας;» Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν από την άποψη αυτή οι έρευνες του Klaus Weidauer. Μαθητής του Ο. Regenbogen ο Weidauer παρουσίασε στα 1954 τα πορίσματα των ερευνών του σε ένα βιβλίο που έφερε τον χαρακτηριστικό τίτλο Thu- kydides und die hippokratischen Schriften. Der Einfluss der Medizin auf Zielsetzung und Darstellungsweise des Geschichtswerks. Θεμα του ένα από τα πιο πολυσυ­ζητημένα θέματα της φιλολογικής επιστήμης στα τελευταία χρόνια: Πού απέβλεπε ο Θουκυδίδης γράφοντας το ιστορικό του έργο; Σε ποιους κυρίως απευθυνόταν με το έργο του αυτό, που θα το ήθελε να μείνει κτήμα ἐς αἰεί; Το πρόβλημα είχε ήδη απασχολήσει φιλολόγους όπως ο Schadewaldt, ο Kapp, ο Grosskinsky, ο Patzer. Ο Weidauer αναζήτησε μιαν ακρι­βέστερη απάντηση στο ερώτημα αυτό - και οδηγήθηκε σε αυτήν από και­νούργιους δρόμους: Προσπαθώντας να προσδιορίσει την σχέση των όρων πρόφασις και αιτίαι στο χωρίο A 23,6 του Θουκυδίδη υποχρεώθηκε, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί στον πρόλογο του βιβλίου του, να μελετήσει τα ιπποκρατικά κείμενα. Βρήκε εκεί και για τους δυο αυτούς όρους -κοντά σε αυτούς και για τους όρους είδος και φύσις - χρήσεις που έκαναν ευκολότε­ρη την κατανόηση των σχετικών χωρίων του Θουκυδίδη. Μια λεπτολόγος άλλωστε διερεύνηση του περιεχομένου και της σημασίας της θουκυδίδειας φράσης (Α 22,4) «τό σαφές σκοπεῖν» του αποκάλυψε την σχέση του Θουκυδίδη με έργα της Ιπποκρατικής συλλογής, την φορά μάλιστα αυτή γενικά ως προς τον τρόπο της έκθεσης. Το συμπέρασμα διατυπώθηκε από τον Weidauer χωρίς επιφυλάξεις: Δεν θα ήταν πια δικαιολογημένη καμιά αμφιβολία για την στενή συγγένεια του Θουκυδίδη με έργα της Ιπποκρατικής συλλογής. Έμενε μόνο να προσδιορισθούν τα ιπποκρατικά έργα που συγκέντρωναν τις πιο πολλές πιθανότητες να είχαν κάποτε μεταξύ των αναγνωστών τους τον ιστορικό του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο Weidauer υπέδειξε τα βιβλία Α και Γ των Επιδημιών, κυρίως γιατί στα έργα αυτά ο όρος φύσις απαντά με περιεχόμενο ανάλογο προς εκείνο που έδινε στον όρο αυτό ο Θουκυδίδης. Σύγκριση των «μεθοδολογικών» κεφαλαίων των δύο αυτών πραγματειών με το μεθοδολογικό κεφάλαιο του Θουκυδίδη (Α 22) και το προοίμιο της περιγραφής του λοιμού (Β 48) έδειξε ότι διάφορα προβλήματα που έθεσε στην νεότερη έρευνα η μέθοδος την οποία εφάρμοσε ο Θουκυδίδης στην ιστορική του έκθεση έβρισκαν την σωστότερη λύση τους με μιαν αντιπαραβολή προς τα ιπποκρατικά έργα. «Μορφή και στόχος του έργου του Θουκυδίδη φάνηκαν έτσι καθαρότερα μέσα σε ένα καινούργιο φως», σημείωσε ο Weidauer, και έκλεισε το βιβλίο του με αυτή την φράση: «Αφετηρία για τον Θουκυδίδη και ένα πρώτο σημείο επαφής του με την ιατρική θα πρέπει να ήταν το βίωμα του φοβερού λοιμού: με αυτόν θα άναψε στην πραγματικότητα το ενδιαφέρον του για την ιατρική. Ο λοιμός ήταν ένα γεγονός μεγάλης σημασίας και για τον γιατρό και για τον πολιτικό. Αυτό επομένως το γεγονός θα πρέπει να ήταν που ευκόλυνε τελικά την χρησιμοποίηση της ιατρικής μεθόδου στην περιοχή της ιστορίας και της πολιτικής». Ο Wei­dauer δεν δίστασε μάλιστα να επαναλάβει την γνώμη που είχαν ήδη υποστηρίξει ο Cochrane και ο Nestle, οτι ο Θουκυδίδης πρέπει να γνώρισε προσωπικά κατά την διάρκεια της διαμονής του στην Σκαπτή Ύλη τον γιατρό που έγραψε τις Επηδημίες Α και Γ.

Με την έρευνα του Weidauer το πρόβλημα των σχέσεων του Θουκυδίδη με την ιατρική γραμματεία της εποχής του είχε πια τεθεί -και μάλιστα με τον επιτυχέστερο τρόπο- επάνω σε ευρύτερη βάση. Την καλύτερη συνέχεια την έχουμε στο βιβλίο ενός ιστορικού της ιατρικής, του Charles Lichtenthaeler: Thucydide et Hippocrate vus par tin historien-medecin, Γενεύη 1965. To καινούργιο βιβλίο ήταν στην ουσία μια ευρεία συζήτηση των πο­ρισμάτων της έρευνας του Weidauer - την ίδια όμως στιγμή και μια προέ­κταση της έρευνας εκείνης. Σε έναν σεβαστό αριθμό σελίδων ο Lichten­thaeler παρακολούθησε - στο πρώτο μέρος του βιβλίου του - τις εντυπωσι­ακά πολλές - περίπου 60! - γενικές η ειδικές, μεγαλύτερες ή μικρότερες ομοιότητες που μπορούν να διαπιστωθούν ανάμεσα στην θουκυδίδεια περιγραφή του Λοιμού από την μια και τα - γνήσια, για τον Lichtenthaeler - ιπποκρατικά έργα Έπιδημίαι Α, Γ και Προγνωστικόν από την άλλη. Η δι­απίστωση των ομοιοτήτων αυτών υποχρέωσε πλέον τον Lichtenthaeler να σκεφθεί πάνω στο θέμα: «Τί σημαίνουν στην πραγματικότητα όλες αυτές οι ομοιότητες; Μας δίνουν πράγματι οι τέτοιου είδους διαπιστώσεις το δικαίωμα να φτάσουμε σε συμπεράσματα σαν εκείνα στα όποια είχε ο- δηγηθεί η πριν από τον ίδιο έρευνα;». Ολόκληρο το δεύτερο μέρος του βιβλίου του Lichtenthaeler είναι αφιερωμένο στην συζήτηση του εξαιρετικά ενδιαφέροντος αυτού θέματος: Ο Lichtenthaeler είναι πρόθυμος να δεχτεί ότι μια σύγκριση της θουκυδίδειας περιγραφής του λοιμού με τα τρία «Ιπποκρατικά» έργα Επιδημίαι Α, Γ και Προγνωστικόν μας βοηθάει πράγματι να εξηγήσουμε την μέθοδο που ακολούθησε ο Θουκυδίδης στην συγγραφή του ιστορικού του έργου, απορρίπτει όμως την πίστη του Wei- dauer ότι ο Θουκυδίδης δεν έκανε άλλο παρά να μεταφέρει στην περιοχή της ιστορίας και της πολιτικής την μέθοδο των γιατρών: η πολιτική πρόγνωση του Θουκυδίδη -πιστεύει ο Lichtenthaeler- είναι στην πραγματικότητα πολύ διαφορετική από την ιατρική, την ιπποκρατική πρόγνωση αντίθετα με την ιπποκρατική πρόγνωση που έχει έναν χαρακτήρα καθαρά «θεραπευτικό, ωφελιμιστικό», η πρόγνωση του Θουκυδίδη είναι καθαρά «θεωρητική», αφού αποβλέπει πιο πολύ στην γνώση παρά στην πράξη σε καμιά επομένως περίπτωση δεν θα μπορούσε ο Θουκυδίδης να ονομασθεί «μαθητής» του Ιπποκράτη, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι στην επο­χή του Θουκυδίδη και του Ιπποκράτη όλοι οι Έλληνες ζούσαν μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα προγνώσεων και προρρήσεων: μάγοι, ιερείς, μάντεις, όλοι τους μιλούσαν για το μέλλον, και δίπλα σε αυτούς οι πολιτικοί, οι φιλόσοφοι, οι σοφιστές, οι ποιητές, που ασκούσαν και αυτοί την πρόγνωση, σε μια μορφή βέβαια εκείνοι - θα λέγαμε - επιστημονική, ορθολογιστική· δεν ήταν λοιπόν ο Ιπποκράτης ο μόνος που ασκούσε την πρόγνωση στην εποχή του· δεν ήταν ούτε και ο μόνος που ασκούσε «επιστημονική» πρόγνωση· η πολιτική επομένως πρόγνωση του Θουκυδίδη δεν προήλθε - πιστεύει ο Lichtenthaeler- από την ιατρική πρόγνωση του Ιπποκράτη αν υπάρχουν δεσμοί ανάμεσα στον Θουκυδίδη και στον Ιπποκράτη, είναι γιατί οι δυο τους ήταν στην πραγματικότητα «ἀδελφοί ἐν πνεύματι».

Το πρόβλημα της σχέσης της πολίτικης πρόγνωσης του Θουκυδίδη με την πρόγνωση που ασκούσε η ιατρική σχολή της Κω συνεχίζει, και ύστερα από το βιβλίο του Lichtenthaeler, να απασχολεί την έρευνα. Η παρού­σα μελέτη επιθυμεί να υποδείξει ένα ακόμη σημείο επαφής του Θουκυδί­δη με την ιπποκρατική ιατρική.

Προτού προχωρήσουμε, είναι ανάγκη να κατατοπίσουμε -με όσο γίνε­ται, μεγαλύτερη συντομία- τον λιγότερο ειδικό αναγνώστη πάνω στο θέ­μα της ιπποκρατικής πρόγνωσης. Σ' αυτό θα μας βοηθήσει το προοίμιο του Προγνωστικού, ενός έργου της Ιπποκρατικής συλλογής όπου δίνονται τα βασικότερα στοιχεία της ιπποκρατικής αυτής «μεθόδου». Ιδού τα κύρια σημεία αυτού του προοιμίου: Ο γιατρός πρέπει να είναι σε θέση να κάνει στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αρρώστιας σωστές προβλέψεις. Αυ­τό δεν θα πει μόνο ότι πρέπει να μπορεί να προβλέπει σωστά την μελλο­ντική πορεία της αρρώστιας· θα πει επίσης οτι ο γιατρός πρέπει να είναι σε θέση να ανακαλύπτει και την πορεία που ακολούθησε ως τώρα η αρ­ρώστια καθώς και την τωρινή κατάσταση του αρρώστου, προτού ακόμη του μιλήσουν για όλα αυτά ο άρρωστος ή οι οικείοι του. Επιδίωξη του για­τρού είναι να εντυπωσιάσει με τις προβλέψεις του τον άρρωστο και τους ανθρώπους του περιβάλλοντος του, ώστε, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη τους, να μπορέσει να γίνει τελείως ανεξάρτητος από αυτούς (από τις λανθασμένες περιγραφές τους π.χ. ή την ενσυνείδητη καχυποψία και εχθρότητά τους προς αυτόν), και έτσι να εφαρμόσει την θεραπευτική α­γωγή που ο ίδιος κρίνει ορθή και αναγκαία. Βοηθο του στην προσπάθειά του αυτή ο γιατρός έχει κατά κύριο λόγο την ανθρώπινη φύση, και επομένως η μελέτη της και η γνωριμία της είναι γι' αυτόν το πρώτο και κύριο μέλημά του, αφού αυτή του δίνει το πρώτο στήριγμα για να αναγνωρίσει και να ερμηνεύσει σωστά τα αφύσικα συμπτώματα που παρουσιάζονται στην συγκεκριμένη πια περίπτωση, στον άρρωστο.

Πρόκειται λοιπόν βασικά για μια καινούργια συλλογιστική (επομένως επιστημονική) μέθοδο. Ο ιπποκρατικός γιατρός δεν προσπαθεί να εισχω­ρήσει στα μυστικά του μέλλοντος σαν άλλος προφήτης. Η ιπποκρατική πρόγνωση δεν είναι ούτε της στιγμιαίας έμπνευσης αποτέλεσμα ούτε του φιλοσοφικού στοχασμού συνέπεια. Είναι το φυσικό επακόλουθο της σω­στής παρατήρησης ο ιπποκρατικός γιατρός ξέρει να διακρίνει όλες τις διαφορές που παρουσιάζει ο άρρωστος απο τους υγιείς ανθρώπους ή απο τον ίδιο τον εαυτό του σε κατάσταση υγείας αυτή είναι η πρώτη του αρε­τή· η δεύτερη αρετή του είναι ότι μπορεί να καταλαβαίνει πως έφτασε άρρωστος στο σημείο στο οποίο ο ίδιος τον βρίσκει στην πραγματικότητα ο Ιπποκρατικός γιατρός μπορεί να αναπαραστήσει μέσα του όλη την πο­ρεία που ακολούθησε η αρρώστια ώστε ο άρρωστος να παρουσιάζει τώρα τα συμπτώματα (σημεία) με τα οποία αυτός τον πρωτοσυναντά τέλος ο ιπποκρατικός γιατρός μπορεί -βασισμένος μόνο σε συλλογιστικά σχήματα· να προβλέπει την πορεία που θα ακολουθήσει η αρρώστια του ασθενούς του από το σημείο αυτό και ύστερα. Όλα αυτά Ξεκινούν βέβαια απο την γνώση, πρώτα την γνώση που έχει πλέον συσσωρευθεί και είναι κτήμα της σχολής του, της σχολής στην οποία σπούδασε και στην οποία ανήκει, και ύστερα την γνώση που έχει ο ίδιος κερδίσει ασκώντας την τέχνη του.

Πως εφαρμόσθηκε στην πράξη η ιπποκρατική θεωρία περί προγνώσεως το βλέπει κανείς καθαρά στις Επιδημίες Α και Γ, δυο (ή μήπως ένα;) από τα περιφημότερα έργα της Ιπποκρατικής συλλογής, στα οποία οφείλουμε ένα πλήθος από χρησιμότατες πληροφορίες για την καθημερινή δραστηριότητα του ιπποκρατικού γιατρού.

Χρωστούμε στον ίδιο τον Θουκυδίδη την πληροφορία ότι άρχισε να «συγγράφει» τον «πόλεμον τῶν Πελοποννησίων καί Ἀθηναίων» από την πρώτη κιόλας στιγμή που ξέσπασε αυτός ο πόλεμος στον ίδιο χρωστούμε και την δικαιολογία γι’ αυτή του την πράξη: ἐλπίσας μέγαν τε ἔσεαθαι καί ἀξιολογώτατον τῶν προγεγενημένων. Τι να σημαίνει άραγε η φράση αυτή;

Το ρήμα ελπίζω είναι ένα συνηθισμένο ρήμα στον Θουκυδίδη. Ένας έλεγχος των σχετικών χωρίων κάνει φανερό ότι ο Θουκυδίδης χρησιμοποιούσε συνήθως το ρήμα αυτό με τον τρόπο που το χρησιμοποιούσαν και οι υπόλοιποι Έλληνες: είχε και γι' αυτόν το ρ. ελπίζω ένα χρώμα, θα λέγαμε, συναισθηματικό δήλωνε πράγματι με αυτό ό Θουκυδίδης - όπως και οι άλλοι Έλληνες - «τις ελπίδες από τις οποίες αφήνεται να παρασυρθεί - λόγω των επιθυμιών του - ο άνθρωπος σε σημείο που να περιφρονεί την λογική». Είχε όμως το ρ. ελπίζω και μιαν άλλη χρήση στον Θουκυδίδη:

Στο Ε βιβλίο §7 ο Κλέων, που ως τότε «ἡσύχαζε περιμένων ἐν τῇ Ἠιόνι», βρίσκεται αναγκασμένος να προχωρήσει με τον στρατό του προς την Αμφίπολη αν τελικά αποφασίζει -κάτω από την πίεση των γεγονότων- να κάνει την κίνηση αυτή, είναι γιατί έχει τουλάχιστον την βεβαιότητα ότι οι εχθροί δεν θα βγουν να τον συναντήσουν: ἐς μάχην μέν γάρ οὐδέ ἤλπισέν οἱ ἐπεξιέναι οὐδενα· την βεβαιότητα του αυτή ο Κλέων την στηρίζει στην πείρα που απέκτησε στο παρελθόν: είχε και άλλοτε χρησιμοποιήσει παρόμοια τακτική και είχε πετύχει («ἐχρήσατο ταῷ τρόπῳ ᾦπερ καί ἐς τήν Πύλον ἐντυχήσας ἐπίστευσέ τι φρονεῖν»).

Στό Β βιβλίο § 11 ο Αρχίδαμος, αρχηγός του συμμαχικού στρατεύματος που είναι έτοιμο να εισβάλει στην Αττική, δίνει τις τελευταίες οδηγίες στους στρατηγούς και «τούς μαλιστα εν τελεί»· ανάμεσα στα άλλα τους θυμίζει ότι πηγαίνουν να χτυπήσουν μια πόλη που είναι «τοῖς πᾶσιν ἄριστα παρεσκευασμένη»· μπορούν λοιπόν να έχουν την βεβαιότητα ότι οι κάτοικοι της πόλης αυτής δεν θα μείνουν απαθείς θεατές, αλλά θα βγουν να τους αντιμετωπίσουν σε μάχη: χρή καί πάνυ ἐλπίζειν διά μάχης ἰέναι αὐτούς. Την βεβαιότητά του αυτή ο Αρχίδαμος την στηρίζει α) στο ότι έτσι ακριβώς αντιδρούν οι άνθρωποι κάθε φορά πού βλέπουν να καταστρέφεται η περιουσία τους («πᾶσι γάρ ἐν τοῖς ὅμμασι καί ἐν τῷ παραυτίκα ὁρᾶν πάσχοντάς τι ἄηθες ὀργή προσπίπτει»), β) στο ότι οι Αθηναίοι ήταν ως τώρα συνηθισμένοι να πατούν οι ίδιοι τις χώρες των άλλων παρά να βλέπουν την δική τους χώρα να δέχεται επιθέσεις («Ἀθηναίους δέ καί πλέον τι τῶν άλλων εἰκός τοῦτο δρᾶσαι, οἵ ἄρχειν τε τῶν ἄλλων ἀξιοῦσι καί ἐπιόντες τήν τῶν πέλας δῃοῦν μᾶλλον ἤ τήν αὐτῶν ὁρᾶν»).

Στο ίδιο βιβλίο § 59 οι Αθηναίοι, κάτω από την πίεση της «δευτέρας ἐσβολής» των Πελοποννησίων, του λοιμού και του πολέμου, «ἠλλοίωντο τάς γνώμας καί τόν Περικλέα ἐν αἰτίᾳ εἶχον»· ο Περικλής δεν βρέθηκε, στην πραγματικότητα, απροετοίμαστος απέναντι σε όλα αυτά: γνωρίζοντας καλά τους Αθηναίους και βλέποντας τα διάφορα «αιφνίδια και απροσδόκητα» που έπεσαν επάνω τους τον τελευταίο καιρό ήταν απόλυτα βέβαιος ότι δεν θα αργούσε η στιγμή που οι συμπατριώτες του θα του εξεδήλωναν με κάθε τρόπο την απαρέσκεια και την αγανάκτησή τους - και δεν γελάστηκε- τώρα τους έβλεπε, πράγματι, πάντα ποιοῦντας ἅπερ αὐτός ἤλπιζε.

Ένα ακόμη παράδειγμα: Στο Δ βιβλίο § 9 ο Δημοσθένης, ο στρατηγός των Αθηναίων, περιμένοντας επίθεση των αντιπάλων, προσπαθεί να ενισχύσει το σημείο που θα διάλεγαν, κατά την γνώμη του, για την επί­θεσή τους οι εχθροί, μια και εκεί το οχύρωμα ήταν πολύ αδύνατο: ήταν το μέρος στο οποίο οι Αθηναίοι δεν είχαν φροντίσει να κατασκευάσουν ισχυρό τείχος, γιατί ακριβώς ήταν πάντοτε βέβαιοι ότι από την πλευρά της θάλασσας δεν θα διέτρεχαν ποτέ κίνδυνο· ποιος θα μπορούσε να παραβγεί μαζί τους στην θάλασσα; (οὔτε γάρ αὐτοί ἐλπίζοντές ποτέ ναυσί κρατήσεσθαι οὐκ ἰσχυρόν ἐτείχιζον).

Σε όλα αυτά τα παραδείγματα το ρ. ελπίζω δεν έχει πια το συναισθηματικό χρώμα με το οποίο το πρωτοσυναντήσαμε και στον Θουκυδίδη: το ρήμα έχει τώρα ένα χρώμα καθαρά νοητικό. Σε όλες πράγματι αυτές τις περιπτώσεις το ρ. ελπίζω δηλώνει κάτι που το υποκείμενο το περιμένει να συμβεί με έναν ορισμένο τρόπο· το υποκείμενο δεν αμφιβάλλει ουτε για μια στιγμή ότι το πράγμα θα συμβεί όπως αυτό το προβλέπει: την βεβαιότητα του την δίνει το παρελθόν, αφού από αυτό μπορεί να αντλήσει το δίδαγμα ότι παρόμοιες με την σημερινή καταστάσεις οδήγησαν πάντοτε σε μια κατάσταση παρόμοια με αυτήν πού προβλέπει και περιμένει. Με άλλα λόγια: το υποκείμενο βασισμένο στις γνώσεις του μπορεί να κάνει σωστούς υπολογισμούς τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν θα αποδείξουν απλώς αληθινούς τους υπολογισμούς του.

Ανάλογη βέβαια χρήση του ρ. ελπίζω έχουμε μαρτυρημένη και σε άλλους, παλαιότερους ή και σύγχρονους με τον Θουκυδίδη, συγγραφείς, βλ. π.χ.:

 

Αριστοφ. Ορνιθες 956 τουτί μά Δί' ἐγώ το κακόν οὐδέποτ' ἤλπισα

Αριστοφ. Λυσιστράτη 259 ἐπεί τίς ἄν ποτ' ἤλπισ' ὦ Στρυμόδωρ' ἀκοῦσαι

Σοφ. Αίας 798 τήνδε δ' ἔξοδον ὀλεθρίαν Αἴαντος ἐλπίζει φέρειν

Σοφ. Τραχίνιαι 110 κακάν δύστανον ἐλπίζουοαν αἶσαν

Ευριπ. Ίων 348 Θῆράς σφε τόν δύστηνον ἐλπίζει κτανεῖν

Ηρόδ. Θ 12,2 οἱ δέ στρατιῶται οἱ ταύτῃ ἀκούοντες ταῦτα ἐς φόβον κατιστέατο, ἐλπίζοντες πάγχυ ἀπολέεσθαι ἐς οἷα κακά ἧκον

Ηρόδ. A 77,4 οὐδαμά ἐλπίσας μή κοτε ἄρα ἀγωνισάμενος οὕτω παραπλησίως Κῦρος ἐλάςῃ ἐπί Σαρδις

Ηρόδ. Θ 53,1 τῇ δη οὔτε τις ἐφύλασσε οὔτ' ἄν ἤλπισε μή κοτέ τις κατά ταῦτα ἀναβαίη ἀνθρώπων

 

φαίνεται όμως ότι η χρήση αυτή ήταν - πριν από τον Θουκυδίδη - περιορισμένη κατά κύριο Λόγο στους ποιητές (ο Ηρόδοτος συχνά χρησιμοποιεί λέξεις συνηθισμένες στους ποιητές): το ρ. ελπίζω είχε στις περισσότερες από τις περιπτώσεις αυτές την σημασία «φοβούμαι» (το υποκείμενο πρόβλεπε και περίμενε πάντοτε κάτι κακό: ότι θα ρθει το κακό δεν ήταν σε θέση να το αποδείξη - απλώς το «φοβόταν»).

Προκαλεί γιαυτό εντύπωση όχι μόνο ο αισθητά μεγάλος αριθμός παραδειγμάτων τέτοιας χρήσης του ρ. ελπίζω στον Θουκυδίδη, αλλά και το ότι το ρ. ελπίζω δεν χρησιμοποιείται στον Θουκυδίδη - με αυτή την σημασία - μόνο όταν πρόκειται να δηλωθεί ότι το προβλεπόμενο και αναμενόμενο θα είναι κακό· μπορεί -στον Θουκυδίδη- αυτό να είναι και καλό.

Πρωτοτύπησε άραγε στο σημείο αυτό ό Θουκυδίδης η μήπως ακλούθησε κάποιο παράδειγμα; Προσωπικά, είμαι προθυμότερος να δεχτώ ότι ο Θουκυδίδης χρησιμοποίησε στην περίπτωση αυτή ενσυνείδητα έναν, καθιερωμένο αλλού, terminus technicus. Πιστεύω δηλαδή ότι ο Θουκυδίδης χρησιμοποίησε εδώ την λ. ελπίζω με το περιεχόμενο που η λέξη αυτή είχε πάρει σε έναν ειδικό κύκλο. Εννοώ τον κύκλο των γιατρών, και μάλιστα αυτών που ανήκαν στην ίδια με τον Ιπποκράτη σχολή.

Στον αναγνώστη της Ιπποκρατικής συλλογής προκαλεί πράγματι ιδιαίτερη εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται εκεί το ρ. ελπίζω (καθώς επίσης και το ούσ. ελπίς). Ιδού τα σχετικά παραδείγματα:

Στο κεφ. 18 του Προγνωστικού ο λόγος είναι περί των «έπιγιγνομένων τοις περιπνευμονικοῖς ἀποστάσεων»: «Αν ύστερα από πνευμονικές παθήσεις σχηματισθούν στα αυτιά αποστήματα που πυορροούν ή στις κάτω περιοχές αποστήματα που καταλήγουν σε συρίγγιο, ο άρρωστος γίνεται καλά. Περιπτώσεις όπως αυτές θα πρέπει να τις κρίνουμε ως εξής: Αν ο πυρετός δεν υποχωρεί, αν ο πόνος δεν έχει σταματήσει και τα πτύελα δεν αποβάλλονται κανονικά· αν τα κόπρανα δεν είναι χολώδη ή μαλακά στην σύστασή τους και αναμειγμένα στις σωστές αναλογίες και τα ούρα δεν είναι υπερβολικά πολλά ούτε το ίζημά τους άφθονο τέλος αν όλα τα υπόλοιπα σημάδια συντρέχουν στην καλυτέρευση της υγείας του αρρώστου, θα πρέπει να περιμένουμε ότι ο άρρωστος αυτός θα παρουσιάσει αποστήματα αυτού του είδους». Η τελευταία φράση έχει στο αρχαίο κείμενο την ακόλουθη μορφή: τούτοισι χρή τάς τοιαύτας ἀποστασίας ἐλπίζειν ἔσεσθαι.

Είναι φανερό ότι ο ιπποκρατικός γιατρός, βασισμένος στις γνώσεις του (στην σημερινή μας γλώσσα θα λέγαμε: βασισμένος στην επιστήμη του), μπορεί να έχει την βεβαιότητα ότι η πάθηση του ασθενούς που παρουσιάζει αυτά τα συγκεκριμένα συμπτώματα θα ακολουθήσει τέτοια πορεία ώστε να καταλήξει - δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς - στην ἀπόστασιν. Την ἀπόστασιν την π ε ρ ι μ έ ν ε ι ο γιατρός. Ούτε για μια στιγμή ο ιπποκρατικός γιατρός δεν κατέχεται από τον φόβο ότι μπορεί να γελαστεί: δεν αμφιβάλλει για την πρόβλεψή του. Όταν λοιπόν μιλάει για την ἀπόστασιν, δεν αισθάνεται ούτε για μια στιγμή προφήτης: από την ἀπόστασιν τον χωρίζει απλώς ο χρόνος που πρέπει να διανυθεί ώσπου ό άρρωστος να οδηγηθεί σ’ αυτήν.

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η λ. ἐλπίζω έχει στην περίπτωση αυτή μιαν εντελώς καινούργια σημασία: λείπει από την λέξη το συναισθηματικό χρώμα που την συνοδεύει στην συνήθη της χρήση· η λέξη έχει τώρα ένα χρώμα καθαρά νοητικό.

Με τον ίδιο τρόπο βρίσκουμε την λέξη να χρησιμοποιείται και σε άλλα χωρία της Ιπποκρατικής συλλογής. Στο Περί ἀγμῶν π.χ.:

III 532,3 Littre: ἤν μέν οὖν ἐμβάλῃς τά ὀστέα ἐς τήν ἑωυτῶν χώρην, γεγράφαται ἤδη οἵ τρόποι οἵως χρή ἰητρεύειν, ἤν τε ἐλπίζῃς ὀστέα ἀποστήσεσθαι ἤν τε μή.

531,17 L.: ἐπήν δέ ἑπτά ἡμέραι παρελθῶσιν ἤ ὀλίγῳ πλείους, ἤν ἀπύρετος ᾖ, καί μή φλεγμαίνῃ τό ἕλκος, τότε ἧσσον κωλύει πειρῆσθαι ἐμβάλλειν, ἤν ἐλπίζης κρατήσειν.

538,5 L.: ἐν τοῖσιν οὖν τοιούτοισι τρώμασι τούς μέν κινδύνους οὐ χρή λή- θειν ὁκοῖοι τινές εἰσι, καί προλέγειν χρή πρός τούς καιρούς, εἰ δε ἀναγκάζ,οιο μέν ἐμβάλλειν, ἐλπίζοις δε ἐμβαλεῖν, ...ἡ μόχλευσις καί τούτοισι μετά τῆς κατατάσιος εὖ ἄν ξυλλαμβανοιτο.

Πολύ ενδιαφέροντα είναι και τα παραδείγματα με το ουσιαστικό ελπίς. Ιδού παραδείγματα από το Προγνωστικον:

II 126,6 L.: ἤν γάρ αἱ ὄψιες πυκνά κινέωνται, μανῆναι τούτους ἐλπίς

34,1 L.: τό νούσημα ἐς ἀπόστασιν τραπῆναι ἐλπίς

148,7 L.: ἐλπίς δέ τόν τά τοιαῦτα πτύοντα ἀποθανεῖσθαι τεσσαρεσκαιδεκαταῖον

164,10 L..: ἔμπυον ἔσεσθαι τοῦτον πολλαί ἐλπίδες

168, 2 L.: ἐν τῇσι πρώτῃσι περιόδοισι τοῦ νουσήματος ἐλπίς τόν ἀλγέοντα ἀπολέσθαι

Σε όλα αυτά τα παραδείγματα το ουσ. ἐλπίς βρίσκεται σε φράσεις στις οποίες το αναμενόμενο να συμβεί δεν είναι σε καμιά περίπτωση ευκταίο, επιθυμητό. Έτσι γίνεται φανερό ότι με το ουσ. ἐλπίς δηλώνεται στις φράσεις αυτές απλά και μόνο αυτό για το οποίο ο γιατρός έχει την βεβαιότητα ότι θα συμβεί, σαν αναγκαίο επακόλουθο μίας ορισμένης κατάστασης: η Λέξη δεν έχει πλέον καμιά συναισθηματική χροιά.

Θα μπορούσαμε όμως πράγματι να δεχτούμε ότι ο ιστορικός του Πελοποννησιακού πολέμου έκανε ενσυνείδητη χρήση των όρων ἐλπίζω/ἐλπίς όπως αυτοί είχε καθιερωθεί να χρησιμοποιούνται στους κύκλους των γιατρών της εποχής του; Νομίζω ότι η απάντηση μας θα πρέπει να είναι καταφατική, αν διαπιστώσουμε ότι ο Θουκυδίδης κινείται μέσα στα βασικά σχήματα της Ιπποκρατικής πρόγνωσης· προπάντων, αν διαπιστώσουμε ότι χρησιμοποιεί -γενικότερα- την ορολογία της ιπποκρατικής πρόγνωσης.

1. Ο συγγραφέας του Προγνωστικού συνοψίζοντας στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου του τις επιμέρους διδασκαλίες του θυμίζει σ’ αυτόν που επιθυμεί «ὀρθῶς προγινώσκειν τούς τε περιεσομένους καί ἀποθανουμένους οἷσί τε ἄν μέλλῃ πλείονας ἡμέρας παραμένειν το νόσημα καί οἷσι ἄν ἐλάσσους» ότι έχει μια βασική υποχρέωση, που είναι και η βασική προϋπόθεση για την επιτυχία του σκοπού του: χρή τά σημεῖα ἐκμανθάνοντα πάντα κρίνειν ἐκλογιζόμενον τάς δυνάμιας αὐτῶν πρός ἀλλήλας· και ακόμη: εὖ χρή εἰδέναι περί τε τῶν τεκμηρίων καί τῶν ἄλλων σημείων ότι ἐν παντί ἔτει καί πάςῃ ὥρῃ τά τε κακά κακόν τι σημαίνει καί τά χρηστά ἀγαθόν.

Σημεῖα, τεκμήρια, ἐκμανθάνειν, κρίνειν, ἐκλογίζεσθαι, σημαίνειν είναι οι λέξεις-κλειδιά με τις οποίες ο συγγραφέας του Προγνωστικού - το ίδιο και οι συγγράφεις και άλλων ιπποκρατικών πραγματειών - δηλώνει την ανάγκη να θεμελιώνει ο γιατρός την πρόγνωσή του πάνω σε όσο το δυνατόν ασφαλέστερα στοιχεία. Το ενδιαφέρον είναι ότι τις σημαντικότερες από τις λέξεις αυτές τις συναντούμε, με ανάλογο τρόπο χρησιμοποιημένες, και στον Θουκυδίδη:

α) Η επιθυμία του Θουκυδίδη να ανευρίσκει πάντοτε -ας είναι και με κοπιαστικήν σητησιν - την αλήθεια, αυτό θα πει: η επιθυμία του να αποκτά πάντοτε για το καθετί την ακριβή γνώση (σαφῶς εὑρεῖν), είναι γνωστή σε κάθε αναγνώστη του έργου του. Στην προσπάθειά του αυτή ο Θουκυδίδης εξετάζει εξονυχιστικά όλα τα τεκμήρια και όλα τα σημεία που μπορούν να τον βοηθήσουν, και ύστερα - «ἐκλογιζόμένος τάς δυνάμι­ας αὐτῶν πρός ἀλλήλας» προσπαθεί να προσδιορίσει ποια από αυτά έχουν την μεγαλύτερη δηλωτική σημασία (επιφανέστατα): σε αυτά είναι που ο Θουκυδίδης θα χαρίσει τελικά την πίστιν του· βασισμένος σε αυτά μπορεί πλέον να σχηματίζει την οριστική του γνώμη, με την βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να οδηγηθεί σε σφάλμα: ἐκ δε τῶν εἰρημένων τεκμηρίων ὅμως τοιαῦτα ἄν τις νομίζων μάλιστα ἅ διῆλθον οὐχ ἁμαρτάνοι:

Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο θα οδηγηθεί ο Θουκυδίδης και στην ελπίδα ότι ο πόλεμος που ξέσπασε στα 431 π.Χ. θα αποβεί «μέγας καί ἀξιολογώτατος τῶν προγεγενημένων»: τεκμαίρομενος ότι...

β) Μιλώντας στους Λακεδαιμονίους ο «ξυνετός» βασιλιάς τους Αρχίδαμος (Α 80) τους θυμίζει, πριν από οτιδήποτε άλλο, ότι ο πόλεμος στον οποίο προσπαθούν να τους εξωθήσουν οι σύμμαχοί τους θα είναι ένας από τους μεγαλύτερους πολέμους τους: οὐκ ἄν ἐλάχιστον γενόμενον (= μέγαν τε ἔσεσθαι καί ἀξιολογώτατον)· η πρόβλεψη αυτή δεν είναι καθόλου δύσκολη, βεβαιώνει ο Αρχίδαμος· ο καθένας από τους συμπατριώτες του θα μπορούσε να την κάνει, εἰ σωφρόνως τις αὐτόν ἐκλογίζοιτο - ο ίδιος ο Αρχίδαμος θα αναφέρει ένα ένα όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - τα τεκμήρια - για να τους βοηθήσει- το συμπέρασμα δεν μπορεί να είναι άλλο: ο πόλεμος θα αποβεί μακροχρονιότατος (δέδοικα μή καί τοῖς παισίν αὐτόν ὑπολίπωμεν).

Είναι φανερό ότι η πρόβλεψη του μέλλοντος είναι το αποτέλεσμα σειράς συλλογισμών-υπολογισμών γιαυτό και δεν μένει κανένα περιθώριο - έστω και κατά την κρίση του συγγραφέα μόνο - για λάθος.

2. Ό αναγνώστης της Ιπποκρατικής συλλογής ξέρει ότι στα έργα που έχουν έκδηλα προγνωστικό χαρακτήρα χρησιμοποιήθηκε πολύ - τόσο ώστε να γίνει όρος - η λ. προσδέχομαι. Ας αρκεσθούμε εδώ στα παραδείγματα από το Προγνωστικον (έκδ. Littre, τομ. II):

128,3 μάλλον δε τοῖσι νεωτέροισι πέντε καί τριήκοντα ἐτέων τοῦ αἵματος τήν ρῆξιν προσδέχεσθαι

142,5 τουτέοισιν ἀπόστασιν δεῖ προσδέχεσθαι ἐς τά κάτω τῶν φρένων χωρία.

Βλ. και: 152.5,154.13, 172.10, 180.6,180.11, 182.1,186.3.

Πβλ. και:

132,11 εἰ δε πρός τῷ βάρει καί οἱ ὄνυχες και οἱ δάκτυλοι πελιδνοί γίγνο- νται, προσδόκιμος ὁ θάνατος παραυτίκα

186.2 αἷμα διά ρινῶν τουτέοισι ρυῆναι προσδόκιμον ἀντί τοῦ ἐμετοῦ.

Και αυτή την φορά ο ιπποκρατικός γιατρός ξεκινάει από τα δεδομένα που του προσφέρει η παρατήρηση: τα επιμέρους συμπτώματα (σημεία) θα οδηγήσουν την σκέψη του στην πρόβλεψη της πορείας που θα ακολουθήσει από δω και πέρα η αρρώστια· ξέρει πώς ο άρρωστος οδηγήθηκε στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται τώρα, και είναι σε θέση, «ἐκμανθάνων τά σημεῖα», να καθορίσει την εξέλιξη που θα παρουσιάσει η κατάσταση του αρρώστου από αυτό το σημείο και ύστερα: η πρόβλεψή του θα είναι, στην πραγματικότητα, το αποτέλεσμα υπολογισμών (ἐκλογίζεσθαι) που θα βασισθούν στην αποτίμηση των επιμέρους συμπτωμάτων μπορεί λοιπόν να περιμένει ότι η αρρώστια θα τελειώσει με τον τρόπο που αυτός προβλέπει, βέβαιος ότι δεν θα γελαστεί στην πρό­βλεψή του, μια και αυτή στηρίζεται στην ορθή γνώση: Είναι φανερό ότι το ρ. προσδέχομαι έχει στην γλώσσα που χρησιμοποιεί ο ιπποκρατικός γιατρός μια σαφώς ορισμένη σημασία. Η σημασία όμως αυτή κάνει στην πραγματικότητα το ρ. προσδέχομαι συνώνυμο με το ρ. ελπίζω όπως το συναντήσαμε στην ιπποκρατική πάλι ορολογία. Στο συμπέρασμα αυτό μας οδηγούν α) τα παραδείγματα που αναφέραμε πιο πάνω β) ο Γαληνός, ο γνωστός υπομνηματιστής πολλών από τα έργα της Ιπποκρατικής συλλογής, ο οποίος πολύ συχνά χρησιμοποιεί τα δύο ρήματα ως συνώνυμα - έτσι π.χ. στο Υπόμνημα του στο Προγνωστικοί’, ερμηνεύοντας το πρώτο από τα παραδείγματα που δώσαμε αμέσως πιο πάνω, γράφει: μᾶλλον γάρ ἐλπίζειν ἔσεσθαι χρή τήν αἱμορραγίαν ἐπί τῶν νεωτέρων πέντε καί τριάκοντα ἐτῶν.

'Ελπίζω και προσδέχομαι λοιπόν, δυο λέξεις που απέκτησαν ένα ορισμένο σημασιολογικό περιεχόμενο στα πλαίσια της ιπποκρατικής πρόγνωσης και έγιναν, χάρη σε αυτό, συνώνυμες. Το ενδιαφέρον είναι ότι το ρ. προσδέχομαι παρουσιάζεται με ανάλογο σημασιολογικό περιεχόμενο και στον Θουκυδίδη· αποτέλεσμα: τα ρήματα ελπίζω και προσδέχομαι είναι - στις περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται με αυτό το σημασιολογικό περιεχόμενο- συνώνυμα και στον Θουκυδίδη:

α) Στο Δ βιβλίο § 9 ο στρατηγός Δημοσθένης διαλέγει «ἑξήκοντα ὁπλίτας καί τοξότας ὀλίγους» καί πηγαίνει να τους τοποθέτησει «ἔξω τοῦ τείχους ἐπί τήν θάλασσαν»· διαλέγει το μέρος αυτό γιατί εκεί «μάλιστα ἐκείνους προσεδέχετο πειράσειν ἀποβαίνειν», και δεν κάνει λάθος : (ο ναύαρχος των Λακεδαιμονίων) προσέβαλλε ᾖπερ ὁ Δημοσθένης προσεδέχετο (§11).

β) Στο Ε βιβλίο § 6 ο Βρασίδας, για να μπορεί να παρακολουθεί τις κινήσεις του Κλέωνα, παίρνει θέση «ἐπί τῷ Κερδυλίῳ», γιατί προσεδέχετο αὐτόν (ενν. τον Κλέωνα) ἐπί τήν Ἀμφίπολιν ... τῇ παρούςῃ στρατιᾷ ἀναβήσεσθαι, και δεν γελάστηκε, γιατί ο Κλέων έεως μέν ἡσύχαζεν, ἔπειτα ἠναγκάσθη ποιῆσαι ὅπερ ό Βρασίδας προσεδέχετο.

γ) Στο Α βιβλίο § 120 οι Κορίνθιοι απευθύνονται στους συμμάχους - μέλη της Πελοποννησιακής συμμαχίας που ζουν εις «τήν μεσόγειον μᾶλλον καί μή ἐν πόρῳ»: έχουν και αυτοί την υποχρέωση να σκεφτούν και να νοιαστούν εγκαίρως -ας είναι αυτί] την στιγμή ο λόγος για όσους ζουν εις «τα κατω»-, γιατί εἰ τά κάτω πρόοιντο, χρή προσδέχεσθαι κἄν μέχρι σφῶν τό δεῖνον προελθεῖν.

δ) Στο Β βιβλίο § 60 ο Περικλής απευθύνεται στους οργισμένους μαζί του Αθηναίους· τους έχει ο ίδιος συγκαλέσει σε συνέλευση μήπως και πετύχει, μιλώντας τους, να αλλάξει τα αισθήματά τους απέναντι του - το πρώτο που τους δηλώνει είναι ότι η οργή τους δεν τον ξάφνιασε: προσδεχομένω μοι τά τῆς ὀργῆς ὑμῶν ἐς με γεγένηται. Το ενδιαφέρον είναι ότι στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο ο Θουκυδίδης βεβαιώνει ότι ο Περικλής αποφάσισε να συγκαλέσει «ξύλλογον» των Αθηναίων γιατί τους έβλεπε «πρός τά παρόντα χαλεπαίνοντας καί πάντα ποιοῦντας ἅπερ αὐτός ἤλπιζε». Έλπιζε η λέξη που χρησιμοποιεί ο Θουκυδίδης, προσδεχομένῳ η λέξη που βάζει ο ίδιος στο στόμα του Περικλή: οι δύο λέξεις έχουν το ίδιο ακριβώς σημασιολογικό περιεχόμενο.

ε) Στον ίδιο λόγο του ο Περικλής θα ζητήσει να απαλλάξει τον εαυτό του από την ευθύνη που του αποδίδουν οι Αθηναίοι θυμίζοντάς τους ότι, πέρα από όσα μπορούμε οι άνθρωποι να προβλέψουμε, υπάρχουν και πράγματα που ξεφεύγουν από τους υπολογισμούς μας: ἐπιγεγένηταί τε πέρα ὧν προσεδεχόμεθα ἡ νόσος ἥδε. Το ενδιαφέρον είναι ότι αμέσως μετά τη φράση αυτή ο Περικλής (ο Θουκυδίδης!) θα υποστηρίξει για την αρρώστια (!) - και θα λέει, θαρρείς, με άλλα λόγια την ίδια, την προηγούμενη φράση του - ότι ήταν πρᾶγμα μόνον δη τῶν πάντων ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον.

Όλα αυτά τα παραδείγματα δείχνουν φανερά ότι το ρ. προσδέχομαι χρησιμοποιείται συχνά από τον Θουκυδίδη με τον τρόπο που το είδαμε να χρησιμοποιείται στα πλαίσια της ιπποκρατικής πρόγνωσης: για να δηλωθούν οι κάθε λογής υπολογισμοί που κάνουμε με το μυαλό μας για το μέλλον, και που, ακριβώς γιατί βασίζονται στα πράγματα, βγαίνουν ύ­στερα - από τα ίδια τα γεγονότα - αληθινοί.

3. α) Στα 431 π.Χ. ο πόλεμος των Πελοποννησίων και Αθηναίων έχει πλέον ξεσπάσει, ο πόλεμος που δεν θα αργήσει να απλωθεί πρώτα μεταξύ και των υπόλοιπων Ελλήνων και ύστερα και μεταξύ των βαρβάρων: ένας πόλεμος-αρρώστια που προορίζεται να προσβάλει το «πλείστον» των ανθρώπων. Ποιος είναι στην πραγματικότητα ο ιδιαίτερος χαρακτήρας αυτής της «αρρώστιας»; Ιδού το ερώτημα στο οποίο θέλει πρώτα να απαντήσει -για λογαριασμό του και για λογαριασμό των αναγνωστών του - ο άνθρωπος που αναλαμβάνει να γράψει την ιστορία αυτού του πολέμου. Την απάντηση θα την ευκολύνει η σύγκριση του πολέμου αυτού με άλλους πολέμους, πολέμους παλαιότερους, που είχαν και εκείνοι σαν αρρώστια προσβάλει τους ίδιους αυτούς τόπους: όταν θα τον έχει εντάξει σωστά μεταξύ των άλλων πολέμων, θα τον καταλάβει - θα τον καταλάβουν και οι αναγνώστες του- καλύτερα. Το παρελθόν λοιπόν θα βοηθήσει να χαρακτηρισθεί σωστότερα το παρόν. Μια αναδρομή στο παρελθόν είναι πράγματι η «Αρχαιολογία», τα δεκαοχτώ κεφάλαια του Α βιβλίου που έρχονται αμέσως μετά από το προοίμιο, και έχει αυτόν ακριβώς τον σκοπό: να δικαιολογήσει την γνώμη που έχει για τον πόλεμο αυτό, για τον παρόντα πόλεμο, ο Θουκυδίδης.

β) Στην § 88 του Α βιβλίου των Ιστοριών του ο Θουκυδίδης κλείνει μιαν ενότητα που άνοιξε στην § 67. Ό λόγος σε όλη αυτή την ενότητα είναι για το συνέδριο της Σπάρτης, όπου οι σύμμαχοι - μέλη της Πελοποννησιακής συμμαχίας αγωνίζονται - πρώτοι από όλους oι Κορίνθιοι- να πείσουν τους δυσκίνητους Σπαρτιάτες να θεωρήσουν λυμένες στην πραγματικότητα τις τριακοντούτεις σπονδές και απαραίτητο τον πόλεμο με τους Αθηναίους. Η απόφαση -τέτοια που την ήθελαν οι Κορίνθιοι και οι άλλοι σύμμαχοι· έχει στο τέλος ληφθεί: ο πόλεμος θα γίνει. Η ενότητα κλείνει με την μικρή παράγραφο 88, όπου ο Θουκυδίδης πετυχαίνει, με μιαν εκπληκτική εκφραστική βραχυλογία, να μας αποκαλύψει την ψυχή των Λακεδαιμονίων: δεν ήταν τόσο oι λόγοι των συμμάχων που έπεισαν τους Λακεδαιμονίους όσο ο φόβος μήπως οι Αθηναίοι «ἐπί μεῖζον δυνηθῶσιν». Και φυσικά ο φόβος των Λακεδαιμονίων δεν είναι αδικαιολόγητος: όλοι τους βλέπουν ότι τα πιο πολλά μέρη της Ελλάδας είναι ήδη «υποχείρια» στους Αθηναίους.

Ως εδώ οι Λακεδαιμόνιοι. Ο Θουκυδίδης όμως ξέρει επιπλέον να πει ότι η σημερινή ισχύς των Αθηναίων δεν είναι παρά η Λογική συνέπεια μιας σειράς γεγονότων, που - όλα μαζί - δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν στην σημερινή πραγματικότητα: τα κεφ. 89-118, η γνωστή «Πεντηκονταετία», δεν είναι παρά μια αναδρομή στο παρελθόν, που γίνεται γι' αυτόν κυρίως το λόγο: για να ερμηνευθεί το παρόν («έγραψα δε αὐτά καί τήν ἐκβολήν τοῦ λόγου ἐποιησάμην διά τάδε, ὅτι...τῆς ἀρχῆς ἀπόδειξιν ἔχει τῆς τῶν Ἀθηναίων έν οἵῳ τρόπῳ κατέστη», §97). Η πρόβλεψη του μέλλοντος βασίζεται λοιπόν στο παρόν, και αυτό πάλι βρίσκει την εξήγησή του στο παρελθόν.

«Αρχαιολογία» και «Πεντηκονταετία»: δυο μεγάλες ενότητες στο πρώτο βιβλίο των Ιστοριών του Θουκυδίδη που θα έλειπαν, σκέφτομαι, από το έργο αυτό, αν ο ιστορικός δεν είχε κάνει δικό του το συλλογιστικό σχήμα που, όσο ξέρω, ήταν στην εποχή του τρεχούμενο μόνο μεταξύ των ιπποκρατικών γιατρών: το παρόν μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να προδικάσει το μέλλον, τόσο ώστε να μπορούμε να κάνουμε -χωρίς τον κίνδυνο να κάνουμε λάθος- προβλέψεις για το μέλλον την καλύτερη απόδειξη γι' αυτό την προσφέρει το γεγονός ότι το παρόν θα μπορούσε κάποτε -στο παρελθόν- και αυτό να προβλεφθεί, γιατί και το παρόν είναι -τις πιο πολλές φορές- η λογική συνέπεια μιας σειράς συγκεκριμένων γεγονότων, που το καθένα τους έχει μιαν ορισμένη συνέπεια· φυσικά, και στην περίπτωση της πορείας των ασθενειών και στην περίπτωση της ανθρώπινης δραστηριότητας σπουδαίο ρόλο μπορεί να παίξει «το παρά λό­γον», το απρόβλεπτο γεγονός, αυτό όμως μόνο περιθωριακή σημασία μπορεί να έχει και δεν είναι πάντοτε σε θέση να αλλάξει ουσιαστικά την γενική πορεία: ο ρους γίνεται μέσα στην ήδη καθορισμένη κοίτη, και αυτή οδηγεί σε μια συγκεκριμένη εκβολή· μόνο βίαιες αλλαγές της κοίτης μπορούν να οδηγήσουν προς νέες κατευθύνσεις, αυτές όμως συμβαίνουν σπάνια, και οπωσδήποτε είναι - αν συμβούν - ολότελα αφύσικες.

Η «Αρχαιολογία» και η «Πεντηκονταετία» δεν είναι βέβαια τα μόνα παραδείγματα που θα μπορούσε να φέρει κανείς από το έργο του Θουκυδίδη για να δείξει ότι ο ιστορικός του Πελοποννησιακού πολέμου είχε κάνει δικό του το συλλογιστικό αυτό σχήμα, ελπίζω όμως ότι καταντάει περιττό να κάνουμε εδώ ιδιαίτερο λόγο για άλλα παραδείγματα· τούτο μόνο αξίζει ίσως να θυμηθούμε, ότι άλλο ένα «παράδειγμα» είναι στην ουσία ολόκληρο το Α βιβλίο των Ιστοριών, αφού ολόκληρο αυτό το βιβλίο δεν είναι στην πραγματικότητα παρά μια προσπάθεια να καταδειχθεί ότι η κατάσταση που επικρατεί μιαν ορισμένη στιγμή, το εκάστοτε παρόν, είναι το λογικό αποτέλεσμα μιας σειράς γεγονότων που, με την σειρά που έγιναν, δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν σ' αυτήν την κατάσταση, και επομένως μια ανάλογη πορεία οποτεδήποτε στο μέλλον δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε ανάλογη - άρα προβλεπτή - κατάσταση.

Γνωρίσαμε στο εισαγωγικό μέρος της παρούσας μελέτης την ιπποκρατική πρόγνωση και το περιεχόμενό της· είδαμε το συλλογιστικό σχήμα που βρίσκεται στην βάση αυτής της ιατρικής θεωρίας συναντήσαμε το ίδιο- βασικά- συλλογιστικό σχήμα σε δύο μεγάλες ενότητες του Α βιβλίου των Ιστοριών του Θουκυδίδη: θα μπορούσαμε πράγματι να αμφιβάλλουμε για την σχέση του σχήματος αυτού όπως το συναντούμε στον Θουκυδίδη με το σχήμα που αποτελεί την βάση της ιπποκρατικής πρόγνωσης;

Το πρόβλημα της σχέσης της πολιτικής πρόγνωσης του Θουκυδίδη με την πρόγνωση που ασκούσε η ιατρική σχολή της Κω έχει, όπως είδαμε, πολλήν ιστορία. Από τους ερευνητές που ασχολήθηκαν με αυτό άλλοι υποστήριξαν με ενθουσιασμό την σχέση αυτή, ενώ άλλοι την αρνήθηκαν. Από τους υποστηρικτές της δεύτερης γνώμης άλλοι μίλησαν για παντελή απουσία οποιασδήποτε προγνωστικής πρόθεσης από το έργο του Θουκυδίδη, άλλοι βεβαίωσαν ότι ανάμεσα στην πρόγνωση του Θουκυδίδη και στην πρόγνωση των ιπποκρατικών γιατρών υπάρχει στην πραγματικότητα τεράστια διαφορά, ενώ άλλοι ισχυρίσθηκαν ότι η υπογράμμιση της σχέσης αυτής μειώνει, στο τέλος τέλος, την προσωπικότητα του Θουκυδίδη, αφού τον μεταβάλλει σε μαθητή του Ιπποκράτη.

Στην παρούσα μελέτη προσπάθησα να πλησιάσω το θέμα από έναν καινούργιο δρόμο: Αν ή πρόγνωση του Θουκυδίδη είναι ή όχι ίδια με την Ιπποκρατική πρόγνωση είναι ένα θέμα ένα άλλο όμως θέμα, ολότελα διαφορετικό, είναι αν η σχετική με την πρόγνωση ορολογία του Θουκυδίδη είναι ή όχι ίδια με εκείνην που χρησιμοποιούσε η ιπποκρατική ιατρική: ο Θουκυδίδης μπορεί να μην ακολουθούσε την ιπποκρατική θεωρία περί προγνώσεως, μπορούσε όμως κάλλιστα να ακολουθεί τα βασικά ιπποκρατικά συλλογιστικά σχήματα και να χρησιμοποιεί την σχετική ιπποκρατική ορολογία: το δεύτερο υποδηλώνει, κατά την γνώμη μου, πολύ πιο άμεσα την σχέση του Θουκυδίδη με την ιπποκρατική ιατρική. Ακριβώς η παρούσα μελέτη θέλησε να υποδείξει από αυτήν την άποψη ορισμένα σημεία επαφής του θεμελιωτή της επιστημονικής ιστοριογραφίας με τους ανθρώπους που θεμελίωσαν την επιστημονική ιατρική.

Μένει να απαντήσουμε σε μιαν ενδεχόμενη απορία: Παρακολουθήσαμε την «μαθητεία» του Θουκυδίδη στην ορολογία και την σκέψη των γιατρών - συγγραφέων διαφόρων έργων που μας σώθηκαν στα πλαίσια της Ιπποκρατικής συλλογής· μερικά από τα έργα αυτά- το Προγνωστικόν π.χ.- έχουν χρονολογηθεί - με βάσιμους λόγους- από διάφορους ερευνητές προς τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. ή και χαμηλότερα θα πρέπει λοιπόν να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι ό άνθρωπος που κάνει στο έργο του τόσο ευρεία χρήση της ορολογίας που περιέχεται στα έργα αυτά έγραψε το έργο του προς το τέλος και αυτός του 5ου αι. π.Χ. ή, έστω, ότι έδωσε τότε σ' αυτό την οριστική του μορφή; Νομίζω ότι ή απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα είναι αδύνατη για έναν απλό λόγο: μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι στα έργα της Ιπποκρατικής συλλογής έχουμε απλώς το είδωλο της ειδικής γλώσσας που είχε καθιερώσει να χρησιμοποιεί στην καθημερινή πράξη η ιατρική που αντιπροσωπεύεται σε αυτή την συλλογή, και η ειδική αυτή γλώσσα θα μπορούσε πράγματι να είναι παλαιότερη από τα έργα αυτά.

 

 

 

Από το «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΑ, ΙΠΠΟΚΡΑΤΙΚΑ, ΘΟΥΚΥΔΙΔΕΙΑ…ΚΑΙ ΑΛΛΑ»

(Ομιλίες – Άρθρα – Μελετήματα)