Ο
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ
ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Λήψη
του αρχείου
Πελοποννησιακός πόλεμος και Θουκυδίδης
Είπαμε ότι ο Ηρόδοτος έγραψε για τους Μηδικούς Πολέμους οι
οποίοι τόνωσαν το ηθικό των Ελλήνων, και κυρίως το φρόνημα των
Αθηναίων που είχαν καταφέρει μιαν απίστευτη νίκη επί των Περσών
στην Σαλαμίνα. Όμως ο Θουκυδίδης έγραψε για έναν άλλο πόλεμο,
τον Πελοποννησιακό, δηλαδή για τις συρράξεις μεταξύ Αθηναίων και
Πελοποννησίων κατά το χρονικό διάστημα 431 - 404 π.Χ. Από τον
πόλεμο αυτό όλες οι ελληνικές πόλεις-κράτη βγήκαν τελικά
καταβεβλημένες, και πολύ περισσότερο η Αθήνα. Πράγματι, αυτή
ήταν η μεγάλη χαμένη της σχεδόν τριακονταετούς σύγκρουσης, η
οποία επέφερε και την τελική κατάρρευση του δημοκρατικού
πολιτεύματος της πόλης. Και η τραγική ειρωνεία ήταν ότι τον
μεγάλο αυτό πόλεμο τον είχε προκαλέσει και συντηρήσει με μένος η
ίδια η αθηναϊκή δημοκρατία.
Τα γεγονότα που οδήγησαν στην έκρηξη του Πελοποννησιακού Πολέμου
είναι γνωστά. Μας τα δίνει ο Θουκυδίδης στην λεγάμενη
πεντηκονταετία που προηγείται της αναφοράς στον ίδιο τον
Πελοποννησιακό Πόλεμο. Μετά την νικηφόρα ναυμαχία εναντίον του
Ξέρξη στην Σαλαμίνα, της οποίας είχε ηγηθεί ο Αθηναίος στρατηγός
Θεμιστοκλής, η δύναμη των Αθηναίων άρχισε να αυξάνεται
εντυπωσιακά. Καταρχάς, αναστήλωσαν την πόλη τους, που είχε
ισοπεδωθεί κατά την περσική εισβολή, και την οχύρωσαν με ογκώδη
πέτρινα τείχη γύρω από την Ακρόπολη. Σε αυτό το μεγάλο έργο, που
μόνο στην Αθήνα επιτελέστηκε, έπαιξε σημαντικό ρόλο το
δημοκρατικό πολίτευμα. Γιατί όλος ο δήμος, ακόμη και οι γυναίκες
και τα παιδιά, εργάστηκαν γΓ αυτό τον σκοπό ο οποίος
ολοκληρώθηκε μέσα στον χρόνο ρεκόρ του ενός μήνα. Από εκεί και
πέρα, οι Αθηναίοι άρχισαν να προσφέρουν προστασία στις
περισσότερες νησιωτικές και παράλιες ελληνικές πόλεις, τις
οποίες είχε ρημάξει στο πέρασμά του ο περσικός στόλος.
Δημιούργησαν, λοιπόν, την λεγάμενη Δηλιακή Συμμαχία που
διατηρούσε κοινό ταμείο στον ναό του Απόλλωνα στην Δήλο, δηλαδή
σε έδαφος ουδέτερο, και που τελούσε υπό τις εγγυήσεις ενός κοινά
αποδεκτού ιερατείου. Σε αυτό το ταμείο κατέθεταν τις εισφορές
τους όλες οι συμμαχικές πόλεις των οποίων οι ανάγκες και τα
συμφέροντα διασταυρώνονταν στους δρόμους της θάλασσας. Οι
Πελοποννήσιοι δεν συμμετείχαν σε αυτόν τον πολιτικό σχηματισμό,
επειδή, όπως υποστήριζαν οι Αθηναίοι, δεν είχαν άμεσα πληγεί από
τους Πέρσες. Εξάλλου, εκείνοι ήταν ήδη συνασπισμένοι στην
λεγόμενη Πελοποννησιακή Συμμαχία, με συμφέροντα που χοντρικά
κάλυπταν όλη την ηπειρωτική χώρα κάτω από το ύψος του Ισθμού.
Επιταγή της Δηλιακής Συμμαχίας ήταν, με τα χρήματα των εισφορών,
να κατασκευάζει η Αθήνα τριήρεις, δηλαδή πολεμικά καράβια, που
θα εξυπηρετούσαν τις αμυντικές ανάγκες των συμμάχων στην
περίπτωση που οι Πέρσες θα αποφάσιζαν να επαναλάβουν τις
επιθετικές κινήσεις τους εναντίον των ιωνικών πόλεων της Μικράς
Ασίας, της Κύπρου και του Αιγαίου. Οι σύγχρονοι μελετητές
υπολογίζουν ότι, με τα έσοδα από τις συμμαχικές εισφορές, οι
Αθηναίοι ναυπηγούσαν γύρω στις τριάντα τριήρεις τον χρόνο,
αριθμός που δεν ήταν ευκαταφρόνητος εκείνη την εποχή. Αυξανόταν,
λοιπόν, δραματικά σε όγκο ο ήδη μεγάλος στόλος τους, τον οποίο
είχαν δημιουργήσει το 482 π.Χ., όταν πρωτοάρχισαν να
εκμεταλλεύονται συστηματικά τα μεταλλεία ασημιού στο Λαύριο. Και
τελικά το 454 π.Χ., δηλαδή σε κάτι λιγότερο από τριάντα χρόνια
μετά την ίδρυση της Δηλιακής Συμμαχίας, συντελέστηκε το πιο
αποφασιστικό βήμα, που αποδείκνυε τρανταχτά την μετατροπή του
θεσμού σε Αθηναϊκή Συμμαχία, ή μάλλον σε Αθηναϊκή Ηγεμονία.
Επειδή το συμμαχικό ταμείο του Δηλιακού ιερού του Απόλλωνα ήταν
δήθεν εκτεθειμένο σε κινδύνους, μεταφέρθηκε για λόγους ασφαλείας
στον μόνο ναό που ήταν οχυρωμένος, δηλαδή στην Αθήνα. Εν
ολίγοις, τα λεφτά κατέληξαν στην Ακρόπολη.
Οταν εμείς την κοιτάμε σήμερα, δεν αντιλαμβανόμαστε σε τι
ακριβώς αντιστοιχούσε. Η Ακρόπολη αποτελούσε το μεγαλύτερο
θησαυροφυλάκιο της εποχής, στο οποίο τηρούνταν λεπτομερείς
κατάλογοι με τους φόρους που κατέβαλλαν οι σύμμαχοι - τέτοια
κιτάπια εκτίθενται σήμερα στο Επιγραφικό Μουσείο Αθηνών.
Σύγχρονοι ερευνητές εκτιμούν ότι ο πλούτος που βρέθηκε
συγκεντρωμένος στον Παρθενώνα, λόγω των συμμαχικών εισφορών,
ήταν μεγαλύτερος από εκείνον που είχε σπαταληθεί στην Αίγυπτο
για την κατασκευή της πυραμίδας του Χέοπα! Μάλιστα, ένα μέρος
από το συμμαχικό χρυσάφι οι Αθηναίοι το έλιωσαν αργότερα για να
φτιάξει ο Φειδίας το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς.
Ε, λοιπόν, αν κάποιος ενδεχομένως ήθελε να πάρει την εισφορά του
πίσω, θά ‘πρεπε μάλλον να προβεί στο ανοσιούργημα του να ζητήσει
να κοπούν τα νύχια από το άγαλμα της θεάς! Βεβαίως, οι Αθηναίοι
αυτό δεν θα το επέτρεπαν. Έτσι, οι συμμαχικές της Αθήνας πόλεις
μετατρέπονταν σταδιακά σε κτήσεις και, πολύ σύντομα, κανένας
σύμμαχος δεν θα μπορούσε να αποχωρήσει αμα τί από τον πολιτικό
σχηματισμό τον οποίο αυτή η πόλη καθηγεμόνευε.
Στο μεταξύ, είχε γίνει στρατηγός στην Αθήνα ο Περικλής, ηγέτης
της δη κρατικής παράταξης. Αυτός ανέλαβε μια σειρά από ακόμη πιο
τολμηρές πρωτοβουλίες στην προοπτική μιας επιθετικής εξωτερικής
πολιτικής, για την επιβίωση μιας πραγματικής θαλασσοκρατίας,
ενός πρώιμου σταδίου ιμπεριαλισμού.
Καταρχάς, έκανε την πόλη να λειτουργεί ως διαιτητής για την
επίλυση π βλημάτων των «άλλων», γεγονός που αντανακλάτο και στο
θέατρο όπως είδαμε στην προηγούμενή μας συνάντηση. Και βεβαίως,
η διαιτησία κατέληγε πάντα προς όφελος των αθηναϊκών
συμφερόντων. Μέσα από μια τέτοια διαδικασία Αθήνα κατάφερε, το
433 π.Χ„ να εμπλουτίσει την λίστα των συμμάχων τη( την
προσχώρηση της Κέρκυρας, παρ’ όλο που το νησί αυτό βρισκόταν π
μακρυά από τον επίμαχο χώρο του Αιγαίου. Όμως η Κέρκυρα
ενδιέφερε Αθήνα για πολλούς λόγους. Πρώτον, ως Κορινθιακή
αποικία βρισκόταν μι τότε στην σφαίρα επιρροής των
Πελοποννησίων. Δεύτερον, είχε μεγάλο στόλο. Τρίτον, θα μπορούσε
να λειτουργήσει ως σταθμός ανεφοδιασμού σε μια μελλοντική
ναυτική εκστρατεία με προορισμό ένα ενδιαφέρον γεωγραφικό τόξο
ξεκινούσε από την Σικελία και περνούσε από την Κυρηναϊκή της
Λιβύης γι< καταλήξει στην Καρχηδόνα. Τέτοιας κλίμακας ήταν οι
επιθετικές φαντασιώσεις του αθηναϊκού δήμου που άρχιζαν σιγά
σιγά να παίρνουν υλική υπόσταση Περικλή.
Ταυτόχρονα, όμως, η πόλις εξασφάλιζε και την δύναμη του κέντρου
της, αφετηρίας για την θαλασσοκρατία. Γι’ αυτό και ήδη είχε
προχωρήσει στην επέκταση της τειχοποιίας από την Ακρόπολη μέχρι
τον Πειραιά, ώστε να είνα το λιμάνι οχυρωμένο. Είχαν χτιστεί τα
Μακρά Τείχη, που όμοιά τους δεν ξαναδεί ο ελληνόφωνος κόσμος.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η Αθήνα προετοιμαζόταν μεθοδικά για
τον πόλεμο που αργά ή γρήγορα θα ξεσπούσε. Ο Περικλής προχώρησε
σε ακόμη πιο αυθάδεις και ανοιχτές προκλήσεις εναντίον αντίπαλων
ελληνικών πόλεων. Το 432 π.Χ. κατάφερε να περάσει στην εκκλησία
του δήμου το περίφημο Μεγαρικό Ψήφισμα, που επέβαλε απόλυτο
οικονομικό εμπάργκο εναντίον των Μεγάρων, πόλης που ανήκε στην
Πελοποννησιακή συμμαχία. Στο εξής, απαγορευόταν στα πλοία των
Μεγαρέων να προσεγγίζου λιμάνια όχι μόνο του Πειραιά αλλά και
όλων των συμμαχικών της Αθήνας π ων, οπότε αποκλείονταν τα αγαθά
των Μεγάρων από όλες τις αγορές στο Αιγαίο. Η μέχρι τότε ισχυρή,
στον εμπορικό τομέα Κόρινθος, υποψιαζόταν ότι θα η επόμενη πόλη
που θα οδηγείτο σε οικονομικό μαρασμό εξαιτίας της αθηναϊκής
πολιτικής. Ζήτησε, λοιπόν, από τους Λακεδαιμονίους άμεση
επέμβαση για να χτυπηθεί έγκαιρα το ανίερον αθηναϊκόν δαμόνιον,
δηλαδή ο ανόσιος και δαιμονικός επεκτατισμός των Αθηναίων, για
τους οποίους ένας Κορίνθιος διπλωμάτης έλεγε ότι ποτέ δεν ήταν
ικανοποιημένοι με όσα κέρδιζαν, αλλά, μόλις εξασφάλιζαν μια νέα
αγορά, ένιωθαν δυστυχείς που δεν είχαν κερδίσει κι άλλες δέκα!
Όμως παρ’ όλες τις δικαιολογημένες αιτιάσεις των Κορινθίων, ο
Σπαρτιάτης βασιλιάς Αγησίλαος, άνθρωπος θεοσεβής και προσκολλη
μένος στις θρησκευτικές παραδόσεις, δίσταζε να προβεί σε
απειλητική ενέργεια εναντίον της πόλης του Περικλή, με τον οποίο
τον είχε συνδέσει στο παρελθόν η ιερή σχέση της φιλοξενίας. Ο
Περικλής φανταζόταν τις επιφυλάξεις του Αγησιλάου και έπαιζε
μαζί του όπως η γάτα με το ποντίκι. Κάποια στιγμή, βεβαίως, ο
Αγησίλαος είδε κι απόειδε και συγκέντρωσε όλες τις
πελοποννησιακές δυνάμεις στον Ισθμό. Έκανε, όμως, μια τελευταία
προσπάθεια να αποφύγει την εισβολή στην Αττική. Έστειλε στην
Αθήνα έναν εκλεκτό πρεσβευτή, έναν ευγενή Σπαρτιάτη οπλίτη, για
να απευθύνει ύστατη έκκληση αποτροπής του πολέμου. Προς έκπληξιν
όλων, οι Αθηναίοι, υπερψηφίζοντας προηγούμενη πρόταση του
Περικλή, δεν επέτρεψαν στον Σπαρτιάτη απεσταλμένο να μιλήσει
στην εκκλησία του δήμου, αλλά τον διαολόστειλαν, πηγαίνοντάς τον
“καροτσάκι” μέχρι τα σύνορα της Αττικής στα Μέγαρα.
Ξέσπασε, λοιπόν, ο μεγάλος πόλεμος, με τον στρατό των
Λακεδαιμονίων να εισβάλλει κάθε τόσο, πυρπολώντας κτήματα με
πλούσιες επαύλεις, ελαιώνες κι αμπέλια, από το Αιγάλεω μέχρι το
Μενίδι. Οι Αθηναίοι παρακολουθούσαν τις λεηλασίες από μακρυά,
ασφαλείς οι ίδιοι πίσω από τα ογκώδη τείχη τους. Για να
απαντήσουν, ξαμολούσαν τις τριήρεις τους λεηλατώντας τα παράλια
της Πελοποννήσου. Ωστόσο, ο συνωστισμός πίσω απ’ τα Μακρά Τείχη
απέβη στην διάρκεια του δεύτερου έτους του πολέμου
καταστροφικός. Επέτρεψε την εκδήλωση και την ραγδαία εξάπλωση
μιας λοιμώδους αρρώστειας - μιας μορφής πανούκλας - που θέρισε
τον πληθυσμό κι οδήγησε στον θάνατο και τον ίδιο τον Περικλή.
Αυτός, πριν πεθάνει, συμβούλευσε τους συμπολίτες του να
καλοπιάνουν - κατά το δυνατόν - τους συμμάχους με παροχές,
προσφέροντάς τους, για παράδειγμα, την πρωτοκαθεδρία στην
παρακολούθηση των δραματικών αγώνων - γιατί οι σύμμαχοι έφερναν
τους φόρους κάθε χρόνο στην Αθήνα κατά την περίοδο των Μεγάλων
Διονυσίων, όταν τελούνταν οι θεατρικές παραστάσεις. Οι επίγονοι
του Περικλή τελικά ακολούθησαν μια εντελώς διαφορετική πολιτική,
όπως ήταν αναμενόμενο. Γιατί η Αθήνα είχε αρχίσει πλέον να
ζορίζεται πολύ με τον πόλεμο και, ως εκ τούτου, αύξανε διαρκώς
τις απαιτήσεις της από τους συμμάχους, επιβάλλοντας τους
έκτακτες εισφορές. Άρχισε, λοιπόν, να γενικεύεται μεταξύ των
ελληνικών πόλεων η αντιαθηναϊκή δυσφορία, την οποία
εκμεταλλεύτηκαν οι Λακεδαιμόνιοι. Αυτοί άρχισαν να εμφανίζονται
ως ελευθερωτές, προσεγγίζοντας τους συμμάχους των Αθηναίων,
κυρίως στην Βόρεια Ελλάδα. Τους καλούσαν να αντισταθούν στο
οικονομικό τους ξεζούμισμα και να αποστατή- σουν από την
Αθηναϊκή Συμμαχία. Φυσικά οι σύμμαχοι ήταν πολύ διστακτικοί.
Φοβούνταν τις ταχύτατες αθηναϊκές τριήρεις που επόπτευαν όλο το
Αιγαίο επεμβαίνοντας άμεσα στις περιπτώσεις που εμφανιζόταν
οπουδήποτε κάποια εστία αναταραχής. Η κατάσταση άρχισε να
γίνεται όλο και πιο κρίσιμη, γεγονός που έφερε ως αποτέλεσμα την
διαρκή επιφυλακή του αθηναϊκού στόλου. Αυτός άρχισε πλέον να
επεμβαίνει ωμά ακόμη και εναντίον πόλεων που μέχρι τότε είχαν
τηρήσει στάση ουδετερότητας στην γενικευμένη σύρραξη.
Χαρακτηριστικό ήταν το παράδειγμα της Μήλου.
Ο πληθυσμός σ’ αυτό το νησί είχε την ατυχία να κατάγεται από
Δωριείς και ξεχώριζε σαν την μύγα μες στο γάλα μεταξύ των
Κυκλαδιτών που αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από Ίωνες,
συνασπισμένους με τους Αθηναίους. Λόγω της ιδιαίτερης συνθήκης
στην οποία βρισκόταν, λοιπόν, η Μήλος δεν μπορούσε να
προσχωρήσει ούτε στην Αθηναϊκή αλλά ούτε και στην Πελοποννησιακή
Συμμαχία. Και εκεί που πήγαινε “να κάνει το κουνέλι”, η Μήλος
βρέθηκε μια ωραία μέρα ζωσμένη από τις αθηναϊκές τριήρεις. Οι
Αθηναίοι πρέσβεις επέδωσαν στους Μηλίους τελεσίγραφο. Ή θα
αποδέχονταν επί τόπου την αθηναϊκή ηγεμονία ή, το επόμενο πρωί,
θα έβλεπαν το νησί τους να γίνεται ταψί. Έγινε το δεύτερο. Η
Μήλος καταστράφηκε ολοσχερώς. Όλοι οι άντρες σκοτώθηκαν, ενώ τα
γυναικόπαιδα εξανδραποδίσθηκαν, δηλαδή πουλήθηκαν στα
σκλαβοπάζαρα.
Η μεγάλη τους έπαρση, επιβεβαιωμένη από διάσπαρτες επιτυχίες
στον χώρο του Αιγαίου, έκανε τώρα τους Αθηναίους να στρέψουν με
μεγαλύτερη ενεργητικότητα το ενδιαφέρον τους και προς άλλες
κατευθύνσεις. Έχουμε ήδη πει ότι καλόβλεπαν από καιρό την
Σικελία. Μάλιστα, είχαν και παλαιότερα προσπαθήσει να παρέμβουν
στις εσωτερικές υποθέσεις των εκεί ελληνικών αποικιών. Όμως, το
415 π.Χ. τούς δόθηκε μια καταπληκτική ευκαιρία, όταν πρέσβεις
από την Έγεστα έφθασαν στην Αθήνα για να ζητήσουν την βοήθειά
της εναντίον της ισχυρότερης ελληνικής πόλης στην Σικελία, των
Συρακουσών, που ήταν δωρική αποικία. Το επεισόδιο είχε ξεκινήσει
από τσακωμούς για κάτι χωράφια και θα μπορούσε να θεωρηθεί
αμελητέο. Έδινε όμως την δυνατότητα στους Αθηναίους να πατήσουν
πόδι στα σικελικά πράγματα. Έτσι, μετά από μαραθώνιο συζητήσεων
στην εκκλησία του δήμου, στην οποία κατατέθηκαν οι πλέον
ετερόκλητες απόψεις επί του θέματος, ο νεαρός ευγενής Αλκιβιάδης
- διαβόητος για το πάθος του με τις κραιπάλες, τις ιπποδρομίες
και τον τζόγο - έπεισε τελικά τους συμπολίτες του ότι ο
ασφαλέστερος δρόμος για να στεριώσουν την ηγεμονία τους και να
αποκομίσουν περισσότερα πλούτη θα ήταν αυτός της ναυτικής
εκστρατείας προς την Δύση.
Η επιχείρηση ξεκίνησε μέσα σε κλίμα γενικευμένου ενθουσιασμού,
που συγκάλυπτε ποικίλες δικαιολογημένα διατυπωμένες επιφυλάξεις,
σαν αυτές του γηραιού στρατηγού Νικία, ο οποίος ωστόσο
αναγκάστηκε να ηγηθεί της εκστρατείας μαζί με τον Αλκιβιάδη και
τον Λάμαχο. Γνωρίζουμε όλοι την κατάληξη του εγχειρήματος. Ο
Αλκιβιάδης, με το που ξανοίχτηκε ο στόλος στο Ιόνιο, αυτομόλησε
και βρέθηκε να δίνει πολύτιμες συμβουλές στους Λακεδαιμονίους.
Και μέσα σε ένα χρόνο περίπου από την στιγμή της αναχώρησής
τους, τα αθηναϊκά αγήματα είχαν ηττηθεί ολοσχερώς, καθώς
βρέθηκαν σε τεράστια απόσταση από τις βάσεις ανεφοδιασμού τους,
απέναντι σε αντιπάλους που ενισχύθηκαν από τις δυνάμεις της
Πελοποννησιακής Συμμαχίας. Το εκστρατευτικό σώμα των Αθηναίων
έχασε τα πλοία του σε μια κρίσιμη ναυμαχία που δόθηκε στο λιμάνι
των Συρακουσών και, στην συνέχεια, προσπάθησε να διαπεραιωθεί
στην ιταλική χερσόνησο για να επιστρέφει στην Αθήνα περπατώντας!
Βέβαια, οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους δεν πρόλαβαν να
προχωρήσουν πολύ. Τους πρόλαβαν στον δρόμο οι αντίπαλοι και τους
κατέσφαξαν ή τους έπιασαν αιχμαλώτους, ρίχνοντάς τους στα
λατομεία των Συρακουσών. Από τους 42.000 Αθηναίους και συμμάχους
που συμμετείχαν στην εκστρατεία μετρημένοι στα δάχτυλα ήταν
αυτοί που κατάφεραν να επιστρέφουν κάποτε σπίτι τους.
Περισσότεροι από το 1/3 των αυτοχθόνων Αθηναίων οπλιτών είχαν
χαθεί και κάθε αθηναϊκή οικογένεια θρηνούσε τουλάχιστον ένα
νεκρό.
Την ίδια στιγμή, ο Λακεδαιμόνιος βασιλιάς Άγις, ακολουθώντας τις
συμβουλές του Αλκιβιάδη, είχε μονίμως εγκατασταθεί στις Αχαρνές,
δηλαδή στο Μενίδι, πολιορκώντας από εκεί την Αθήνα και
καταστρέφοντας τις σοδειές της. Και οι σύμμαχοι των Αθηναίων,
ενθαρρυμένοι από την αποτυχία της μεγάλης δύναμης στην Σικελική
εκστρατεία, άρχισαν να αποσκιρτούν ο ένας μετά τον άλλο. Έτσι,
ό, τι είχε μείνει από τον αθηναϊκό στόλο περιφερόταν στις ακτές
της Θράκης, της Μικράς Ασίας και του Ελλησπόντου, με δύο
σκοπούς. Ο ένας ήταν να διατηρούνται με την βία στον συνασπισμό
της αθηναϊκής ηγεμονίας όσες πόλεις ήταν δυνατόν - και αυτές
ήταν πια οι πλέον ανίσχυρες. Ο δεύτερος σκοπός ήταν το
πλιάτσικο, γιατί ο στόλος έπρεπε τώρα να εξασφαλίζει τρόφιμα για
την πολιορκημένη του μητρόπολη. Τα πράγματα επιδεινώνονταν,
καθώς οι Λακεδαιμόνιοι, πληρωμένοι πλέον με περσικό χρυσάφι,
ενίσχυαν τον κλοιό τους γύρω από την Αθήνα για να την οδηγήσουν
στην απόλυτη καταστροφή. Αυτή η κατάσταση κράτησε καμμιά δεκαριά
χρονάκια, μέχρι που το 404 π.Χ. οι Αθηναίοι, αποθαρρυμένοι από
τις στρατιωτικές τους αποτυχίες στο Βορειοανατολικό Αιγαίο,
εξαντλημένοι από την πείνα και εξαπατημένοι από τις δολοπλοκίες
της ολιγαρχικής παράταξης που δραστηριοποιείτο έντονα για να
ανατρέψει το δημοκρατικό πολίτευμα, παραδόθηκαν στους
Λακεδαιμονίους με τους ακόλουθους ατιμωτικούς όρους. Διέλυσαν
και τυπικά την Συμμαχία τους, παρέδωσαν το μεγαλύτερο μέρος των
τριήρων που τους είχαν απομείνει, κατεδάφισαν τα Μακρά Τείχη και
εγκαθίδρυσαν στην πόλη ολιγαρχικό καθεστώς. Η δυναμική περίοδος
των 100 περίπου χρόνων δημοκρατίας και ηγεμονίας είχε οριστικά
λήξει.
Γνήσιο τέκνο του αθηναϊκού δυναμισμού, που στο τέλος πλήρωσε τα
καμώματά του ακριβά, ήταν κι ο Θουκυδίδης που αφηγείται το
μεγαλύτερο μέρος αυτών των γεγονότων. Ήταν γόνος αριστοκρατικής
αθηναϊκής οικογένειας από το πλούσιο προάστιο του Αλίμου στην
παραλία της Ανατολικής Αττικής. Ας δούμε πώς κατέληξε να
ασχοληθεί με τον Πελοποννησιακό Πόλεμο σε επίπεδο ιστορικής
συγγραφής. Όπως ο ίδιος δηλώνει στο πολύ λιτό προοίμιο του έργου
του - αναφερόμενος στον εαυτό του σε τρίτο ενικό πρόσωπο που
δείχνει αποστασιοποίηση από τα πάθη των γεγονότων:
«Ο Θουκυδίδης ο Αθηναίος, έγραψε για τον πόλεμο των
Πελοποννησίων και των Αθηναίων, αρχίζοντας να κρατά σημειώσεις
αμέσως μόλις ο πόλεμος ξέσπασε. Γιατί εκτιμούσε ότι αυτός θα
ήταν ο πιο μεγάλος σε σύγκριση με όλους τους άλλους που είχαν
προηγηθεί Και γιατί έβλεπε ότι και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές
κατέβαιναν σ’ αυτή την σύρραξη με όλες τους τις δυνάμεις
συντεταγμένες. Και επειδή σ’ αυτό τον πόλεμο ενεπλάκησαν τελικά
όχι μόνο οι δύο συγκεκριμένες παρατάξεις, δηλαδή η Αθήνα και η
Πελοπόννησος, αλλά και όλος ο ελληνικός κόσμος και ένα μέρος των
βαρβάρων».
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι ο Θουκυδίδης έγραψε για τον
συγκεκριμένο πόλεμο από την θέση ενός ανθρώπου που παρακολούθησε
τα πράγματα από κοντά. Πρώτα απ’ όλα, αυτό συνέβη γιατί είχε
υπάρξει φίλος του Περικλή, υπό την στρατηγία του οποίου ξεκίνησε
ο μεγάλος πόλεμος. Ο Θουκυδίδης όμως είχε καλή γνώση της
κατάστασης γιατί και ο ίδιος είχε υπάρξει στρατηγός των Αθηναίων
το 424 π.Χ., κατά την κρίσιμη πολιορκία μιας αθηναϊκής κτήσης
στην Αμφίπολη της Μακεδονίας που είχε ξαφνικά βρεθεί στα χέρια
των Λακεδαιμονίων. Η περιοχή ήταν στρατηγικής σημασίας.
Γειτόνευε με το Παγγαίο Όρος όπου υπήρχαν μεταλλεία χρυσού.
Επίσης, εξασφάλιζε ξυλεία απαραίτητη για την ναυπήγηση τριήρων.
Λόγω της αποτυχίας του να ανακτήσει τον έλεγχο της Αμφίπολης, ο
Θουκυδίδης εξορίστηκε από την Αθήνα με απόφαση της εκκλησίας του
δήμου. Κατέληξε στα πλούσια κτήματα που διατηρούσε η οικογένειά
του στην Σκαπτή Ύλη, στις θρακικές ακτές απέναντι από την Θάσο,
ζώντας από τα έσοδα που του απέδιδαν τα εκεί ορυχεία. Έμεινε
εξόριστος για είκοσι χρόνια. Ωστόσο, εξακολουθούσε να
παρακολουθεί τις εξελίξεις του πολέμου, κρατώντας εκτενείς
σημειώσεις, αφού μάλιστα τώρα πια είχε ένα επιπλέον πλεονέκτημα.
Βρισκόταν πολύ κοντά σε θέσεις που κατείχαν οι Λακεδαιμόνιοι και
μπορούσε να ακούει εκτιμήσεις και από την δική τους πλευρά.
Είναι μάλιστα πιθανόν να ταξίδευε κάθε τόσο για να συλλέγει
πληροφορίες, αφού αναφέρει στην εισαγωγή του έργου του ότι είχε
προσωπικά μιλήσει με αυτόπτες μάρτυρες σημαντικών επεισοδίων του
Πελοποννησιακού Πολέμου, από διάφορες ελληνικές πόλεις. Η τελική
συγγραφή της Ιστορίας του μάλλον πραγματοποιήθηκε όταν ο
Θουκυδίδης επέστρεψε στην Αθήνα το 404 π.Χ., με το τέλος του
Πελοποννησιακού Πολέμου και με την ανατροπή του δημοκρατικού
πολιτεύματος, οπότε δόθηκε αμνηστία σε όσους είχαν εξοριστεί από
την Αθήνα επί δημοκρατίας. Δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει την
συγγραφή. Το έργο του, το οποίο οι μεταγενέστεροι φιλόλογοι
χώρισαν σε οκτώ βιβλία, φθάνει μέχρι την εξιστόρηση των
γεγονότων του 411 π.Χ.
Έτσι, για την τελική φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου, δηλαδή
για την μεταφορά του θεάτρου των επιχειρήσεων στο
Βορειοανατολικό Αιγαίο και για την τελική κατάρρευση της Αθήνας,
αντλούμε πληροφορίες από έναν μεταγενέστερο ιστορικό, επίσης
Αθηναίο, τον Ξενοφώντα. Αυτός, στα Ελληνικά του, θέλησε να
ολοκληρώσει το έργο που άφησε ημιτελές ο θάνατος του Θουκυδίδη.
Η επιδίωξη της ακρίβειας και της αντικειμενικότητας
Ο Ξενοφώντας μπορεί να θέλησε να συνεχίσει την δουλειά του
Θουκυδίδη, οπωσδήποτε όμως δεν μπόρεσε να συναγωνιστεί την
μεθοδολογία του. Ας περάσουμε τώρα λοιπόν σε αυτό το θέμα.
Να ξεκινήσουμε από τα απλούστερα. Ένα χαρακτηριστικό της
μεθοδολογίας του Θουκυδίδη ήταν η αξίωσή του για ακρίβεια μέσα
σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον που διακρινόταν για τις
ιδιαιτερότητές του. Πραγματικά, κάθε ελληνική πόλη-κράτος είχε
τους ιδιαίτερους θεσμούς της, τους οποίους δεν κατανοούσαν
πλήρως οι κάτοικοι των άλλων πόλεων. Έτσι, για τον Θουκυδίδη
αποτελούσε στοίχημα το να τον αντιλαμβάνεται απολύτως ο
αναγνώστης, ανεξαρτήτως της πόλης από την οποία προερχόταν. Ο
ιστορικός έπρεπε να αφηγηθεί τα γεγονότα ενός σχεδόν
τριακονταετούς πολέμου, και μάλιστα εφαρμόζοντας την τακτική που
ήταν παραδεδομένη στην λογογραφία από την εποχή του Ελάνικου του
Μυτιληναίου, δηλαδή να μη χωρίζεται η αφήγηση σε θεματικές
ενότητες, αλλά να εκτυλίσσεται με σαφή χρονολογική σειρά.
Επιθυμούσε επίσης να διαβαστεί το έργο του από πολλές
διαφορετικές πλευρές και όχι μόνο από Αθηναίους. Ένα πρόβλημα
λοιπόν που του προέκυπτε ήταν αυτό της χρονολόγησης, καθώς την
εποχή εκείνη οι ελληνικές πόλεις-κράτη δεν διέθεταν ενιαίο
χρονολογικό σύστημα. Οι μεν Αθηναίοι όριζαν κάθε έτος με βάση το
όνομα ενός συγκεκριμένου άρχοντα της πόλης με ετήσια θητεία ή
μπορούσαν να χρονολογήσουν με κριτήριο το όνομα ενός στρατηγού.
Οι Λακεδαιμόνιοι χρονολογούσαν με το όνομα του πρώτου και
γηραιότερου των εφόρων που ασκούσαν συντονιστικό ρόλο στα
πολιτικά πράγματα της Σπάρτης. Στο Άργος χρονολογούσαν με βάση
την θητεία της εκάστοτε ιέρειας της Ήρας. Θέλω να πω ότι υπήρχαν
μεγάλα προβλήματα με την χρονολόγηση κι αυτό ο Θουκυδίδης το
αντιλήφθηκε έγκαιρα. Για αυτόν το λόγο επέλεξε, σε διάφορα
κρίσιμα σημεία της εξιστόρησης των γεγονότων, να ονομάζει τις
χρονιές χρησιμοποιώντας παράλληλα τα χρονολογικά συστήματα
διαφορετικών πόλεων. Έτσι, ο αναγνώστης μπορούσε ευκολότερα να
τοποθετείται στον χρόνο.
Η επιθυμία για ακρίβεια στην συστηματική σκέψη συμπορεύεται
συνήθως και με επιδίωξη αυστηρότητας και αντικειμενικότητας.
Αυτό στον Θουκυδίδη γίνεται ξεκάθαρο από την αρχή του έργου του.
Η αυστηρότητα στην μεθοδολογία προσδιορίζεται από την αρχή, κατά
τρόπο τον οποίο αντιγράφουν οι σύγχρονες ακαδημαϊκές εργασίες
υψηλών απαιτήσεων όπου οφείλει κανείς, στο πρώτο κεφάλαιο, να
εξηγήσει την μέθοδο που πρόκειται να εφαρμόσει στην συνέχεια.
Όντως, ο Θουκυδίδης αναφέρει στην αρχή της Ιστορίας του ότι,
πριν ξεκινήσει την συγγραφή, έχει προσπαθήσει βασανιστικά να
συλλέξει τις περισσότερες δυνατές πληροφορίες για το θέμα του,
και από τις περισσότερες δυνατές πηγές, όχι μόνο από την
αθηναϊκή πλευρά αλλά κι από την πλευρά των αντιπάλων, ώστε να
είναι αυστηρός και αντικειμενικός στην περιγραφή των ιστορικών
γεγονότων. Δηλώνει ότι, προκειμένου να το επιτύχει αυτό,
συζήτησε με πολλούς ανθρώπους, πολίτες διαφορετικών πόλεων, που
είχαν προσωπική πείρα των πραγμάτων. Όπως ήταν φυσικό, οι
απόψεις που κατέγραφε, μέσα από αυτή την διαδικασία, ήταν συχνά
αντικρουόμενες, οπότε έπρεπε ο ίδιος να προσπαθεί να
διασταυρώνει τις πηγές του για να καταλήξει σε συγκεκριμένες
υποθέσεις για το πώς είχαν μάλλον γίνει τα πράγματα. Αυτό έχει
σημασία γιατί, όταν για ένα θέμα δεν είναι σίγουρος, δεν
προσπαθεί να μας παραπλανήσει. Συχνά δίνει με εντιμότητα τις
διαφορετικές εκδοχές, καταλήγοντας στην συνέχεια στην δική του
ερμηνεία και τονίζοντας το στοιχείο της προσωπικής του
εκτίμησης, με διατυπώσεις της μορφής «κατά τη γνώμη μου» ή «όπως
είναι πιθανό». Ποτέ δεν θέλει να εμφανίσει μιαν εντύπωση που ο
ίδιος έχει αποκομίσει ως ευρέως αποδεκτή, ως αναμφίβολη αλήθεια.
Συμβαίνει, λοιπόν, σε αυτόν που υπήρξε ο κατεξοχήν θιασώτης της
αντικειμενικής προσέγγισης στην ιστορία να μην υποβαθμίζει
διόλου το στοιχείο της υποκειμενικότητας.
Αυτό το σέβεται και το αναγνωρίζει στο έργο του. Και μας
μαθαίνει κι εμάς να βλέπουμε έτσι την αλήθεια. Να βλέπουμε ότι
το ίδιο γεγονός μπορεί να εξεταστεί από διαφορετικές οπτικές
γωνίες. Σ’ αυτό βέβαια δεν πρωτοτυπεί ο Θουκυδίδης, καθώς είναι
σαφές ότι θήτευσε κοντά στους σοφιστές που είχαν επηρεάσει όλη
την διανόηση και την πνευματική κίνηση στην Αθήνα του 5ου αιώνα
π.Χ.
Σοφιστικής επίδρασης είναι λοιπόν η βαθύτερη πεποίθησή του ότι
δεν υπάρχει μια και μοναδική αλήθεια για κάθε πράγμα, αλλά ότι,
αντίθετα, υπάρχουν τουλάχιστον δύο εκφορές λόγων αντιθετικών, οι
λεγόμενοι δισσοί λόγοι, που μπορούν να φωτίσουν μια κατάσταση.
Αυτή η στάση του γίνεται περισσότερο αντιληπτή στις λεγάμενες
αντιλογίες με τις οποίες οργανώνει τις δημηγορίες του, για τις
οποίες θα μιλήσουμε αργότερα. Προς το παρόν, ας κρατάμε αυτό στο
μυαλό μας. Ο Θουκυδίδης, υπηρετώντας την αντικειμενικότητα, ζητά
από εμάς να έχουμε την κατά το δυνατόν πληρέστερη εικόνα των
πραγμάτων, εξετάζοντας τις διαφορετικές και συνήθως
ποικιλόμορφες εκφάνσεις της αλήθειας. Κατ’ αυτό τον τρόπο μας
μαθαίνει να απομακρυνόμαστε από την έννοια της αυθεντίας στην
ιστορική ερμηνεία, και να καταλαβαίνουμε ότι ένα ζήτημα μπορεί
να ειδωθεί από διαφορετικές πλευρές.
Η αναζήτηση του καθολικού, των ιστορικών δομών και νόμων
Αφού αναφερθήκαμε στους δύο πρωτογενείς στόχους της ιστορικής
συγγραφής του Θουκυδίδη, την ακρίβεια και την αντικειμενικότητα,
θα περάσουμε τώρα στα ουσιωδέστερα χαρακτηριστικά της
μεθοδολογίας του. Το περισσότερο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της
μεθόδου του Θουκυδίδη είναι η αξίωση της καθολικότητας. Θα δούμε
αμέσως πώς αντιλαμβανόταν ο ίδιος ο ιστορικός αυτόν τον σκοπό,
δίνοντας τα στοιχεία που τον σκιαγραφούσαν.
Όπως είδαμε προηγουμένως, ο Θουκυδίδης αναφέρει στο προοίμιό του
ότι ασχολήθηκε με την συγγραφή του Πελοποννησιακού Πολέμου γιατί
αυτός ήταν, κατά την γνώμη του, ο σημαντικότερος και πλέον
αξιομνημόνευτος σε σύγκριση με όλους τους άλλους που ο ελληνικός
κόσμος είχε μέχρι τότε γνωρίσει: τον Τρωικό, τον οποίο είχε
τραγουδήσει ο Όμηρος, και τα Μηδικά, τα οποία είχε καταγράψει ο
Ηρόδοτος. Τόσο ο μύθος όσο και η προηγούμενη ιστοριογραφία είχαν
δημιουργήσει, λοιπόν, μια πλασματική εικόνα για την φύση του
πολέμου. Του προσέδιδαν ηρωική και επική διάσταση, τον
παρουσίαζαν γεμάτο ανδραγαθήματα, τονώνοντας κατά τον τρόπο αυτό
τις ιδεολογικές προκαταλήψεις των ελληνικών πόλεων. Ωστόσο, η
εμπειρία του Πελοποννησιακού έθεσε τα πράγματα σε ρεαλιστικότερη
βάση, δείχνοντας στον Θουκυδίδη την πραγματική φύση του πολέμου.
Ο πόλεμος, κάθε πόλεμος, δεν έχει καμία σχέση με την ανάδειξη
της ανδρείας και των κατορθωμάτων. Δεν ανήκει στην περιοχή του
ηρωικού ήθους, ούτε και υπηρετεί ανώτερες πολιτιστικές αξίες.
Όταν ο πόλεμος ξεσπά, εξαπλώνεται κατά τρόπο απρόβλεπτο,
ρίχνοντας ανθρώπους και κοινωνίες ολόκληρες στην κτηνωδία και
στην απελπισία. Γιατί, κατά τον Θουκυδίδη, ο πόλεμος υπάγεται
αποκλειστικά στην σφαίρα της ωμότητας των συμφερόντων των
ισχυρών και της πολιτικής σκοπιμότητας, γι’ αυτό και δεν
καταλαβαίνει από αξίες και ιδανικά. Σε κάποιο σημείο της
Ιστορίας, ρωτώνται ορισμένοι Λακεδαιμόνιοι οπλίτες, οι οποίοι
είχαν συλληφθεί κατά την πολιορκία της Σφακτηρίας στην Πύλο, πού
πήγε η περιβόητη ανδρεία τους και η σπαρτιάτικη περηφάνεια που,
κατά παράδοσιν, προτιμούσε τον θάνατο από την ατίμωση της
αιχμαλωσίας.
Και κάποιος ανάμεσα τους απαντά ότι δεν τίθεται ζήτημα συνέπειας
στις ηρωικές παραδόσεις όταν κανείς προσπαθεί να σώσει την ζωή
του μέσα σε μια βροχή από βέλη. Επίσης, στο σημείο όπου
περιγράφεται η πολιορκία της Μήλου, καταρρίπτονται όλες οι
παραδεδομένες αντιλήψεις για την υποτιθέμενη ηθική ανωτερότητα
της αθηναϊκής δημοκρατίας στην πρακτική του πολέμου. Οι Μήλιοι,
προσπαθώντας να αποφύγουν την σφαγή τους, επικαλούνται το
δημοκρατικό ήθος και την συνεπακόλουθη ανθρωπιά των Αθηναίων.
Και οι Αθηναίοι τονίζουν κυνικά και απροκάλυπτα ότι, στον
πόλεμο, τα περί δημοκρατίας και ανθρωπιάς είναι ανοησίες, καθώς
το μόνο που μετράει είναι η πολιτική και στρατιωτική υπεροχή.
Πιστεύω ότι έχει ήδη φανεί μια άλλη βασική παράμετρος της
μεθοδολογίας του Θουκυδίδη και του ενδιαφέροντος του για το
καθολικό και το γενικό. Μιλάω για την τάση του να αναζητεί τι
κρύβεται πραγματικά πίσω από τα γεγονότα. Είναι, πράγματι, ο
πρώτος διανοητής που το κάνει αυτό και μας μαθαίνει κι εμάς να
κάνουμε το ίδιο. Παρατηρεί, για παράδειγμα, ότι μέχρι και την
εποχή του οι άνθρωποι συνήθιζαν να θεωρούν ότι επιμέρους
περιστατικά αποτελούσαν τις αιτίες κοινωνικών και πολιτικών
φαινομένων. Και μάλιστα συχνά θεωρούσαν τα μεμονωμένα επεισόδια
ως εκδηλώσεις της κακής τους μοίρας ή της δύστροπης βούλησης των
θεών. Αυτός όμως δεν ακολουθεί τον ίδιο δρόμο. Γιατί είχε
βεβαίως έντονα επηρεαστεί από το ρεύμα της σοφιστικής και του
λεγόμενου Πρώτου Διαφωτισμού, για το οποίο μιλήσαμε διεξοδικά
στην προηγούμενή μας συνάντηση. Θα θυμάστε, λοιπόν, ότι οι
σοφιστές, που δίδασκαν στην Αθήνα κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα,
επηρεάζοντας την πολιτική ζωή, την επιστημονική σκέψη, τον
πρωτοεμφανιζόμενο στον ελληνικό χώρο κλάδο της ιατρικής και την
καλλιτεχνική δημιουργία, αμφισβητούσαν την ύπαρξη της μοίρας και
του θεϊκού παράγοντα. Διακήρυσσαν ότι η θρησκεία αποτελεί θεσμό,
επινόηση των κοινωνιών. Πίστευαν όμως πως στην ζωή πολλές φορές
συμβαίνουν απρόβλεπτα και τυχαία περιστατικά που μπορεί να
επιφέρουν είτε οδυνηρές ανατροπές είτε ευνοϊκές επιταχύνσεις στα
ανθρώπινα σχέδια. Για τους σοφιστές ήταν σημαντική η έννοια του
καιρού, της ευκαιρίας, που κάθε πολίτης όφειλε να εκμεταλλεύεται
με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Στα χνάρια αυτής της σκέψης βάδιζε και ο Θουκυδίδης. Έτσι, η
Ιστορία του δεν αφήνει χώρο σε ιερείς και μάντεις. Η πίστη στους
χρησμούς και την μεταφυσική απουσιάζει σε τέτοιο βαθμό ώστε,
διαβάζοντας Θουκυδίδη σήμερα, μπορεί κανείς να μείνει με την
εσφαλμένη εντύπωση ότι οι άνθρωποι της εποχής του είχαν εντελώς
απαλλαγεί από την θρησκοληψία. Όπως είδαμε και την προηγούμενη
φορά που συναντηθήκαμε, τα πράγματα δεν ήταν καθόλου έτσι. Αυτού
του τύπου η προσέγγιση ήταν του συγκεκριμένου ιστορικού, που
ανοιχτά ειρωνευόταν την απλοϊκή και δεισιδαίμονα σκέψη πολλών
συγχρόνων του. Ο δε παράγοντας του καιρού και της τύχης έπαιζε
έναν ρόλο στην Ιστορία του Θουκυδίδη, όμως σαφώς οριοθετημένο.
Να αναφέρω ένα παράδειγμα.
Σε κάποια φάση κρίσιμη για την έκβαση της αθηναϊκής εκστρατείας
στην Σικελία, ο γηραιός στρατηγός Νικίας κατέθεσε με επιστολή
του αίτημα προς την πόλη να ανακληθεί, με πρόσχημα ότι έπασχε
από τα νεφρά του, και επίσης ζητούσε για τον στρατό άμεσες
ενισχύσεις. Ο δήμος δεν επέτρεψε, βέβαια, στον Νικία να
επιστρέψει στην πόλη. Επιπλέον, χρονοτριβούσε στην αποστολή
ενισχύσεων, κατηγορώντας τον Νικία ότι, με δική του ευθύνη και
εξαιτίας της προσωπικής του αμέλειας, δεν είχαν ακόμη πέσει οι
Συρακούσες. Κατ’ ουσίαν, ο δήμος αναλογιζόταν τα επιπλέον έξοδα
που θα έπρεπε να καλύψει για την εκ νέου αποστολή στην Σικελία
ενός μεγάλου αγήματος. Με τούτα και με τ’ άλλα, οι Αθηναίοι
αποφάσισαν τελικά να στείλουν ένα πρόσθετο άγημα, με τον
στρατηγό Δημοσθένη επικεφαλής. Όμως, οι ναυτικές μοίρες του
Δημοσθένη έπεσαν σε κακοκαιρία στο Ιόνιο πέλαγος και άργησαν να
φτάσουν στον προορισμό τους, ενώ είχαν ήδη έγκαιρα φτάσει στους
Συρακούσιους ενισχύσεις των Πελοποννησίων υπό την καθοδήγηση του
δραστήριου Σπαρτιάτη στρατηγού Γύλιππου. Μια επιφανειακή
ανάγνωση της υπόθεσης θα οδηγούσε ίσως στο συμπέρασμα ότι η
τραγική κατάληξη των Αθηναίων στην Σικελία οφειλόταν είτε στην
κακοτυχία τους είτε σε κακή εκτίμηση του καιρού είτε στα
μειωμένα ρεφλέξ του Νικία, του Δημοσθένη ή του αθηναϊκού δήμου
απέναντι στις ευκαιρίες, τις οποίες βεβαίως πρόλαβαν να αδράξουν
οι Συρακούσιοι και ο Γύλιππος. Ο παράγοντας της τύχης έπαιξε
όντως κάποιο ρόλο στην όλη υπόθεση, όπως συμβαίνει συχνά στους
πολέμους. Κρίθηκε όμως από την τύχη η καταστροφή της Αθήνας;
Ο Θουκυδίδης πιστεύει πως όχι. Γιατί η αποστολή του στρατού σε
τόσο μεγάλη απόσταση από την βάση του ήταν μια πολυέξοδη και
ανέφικτη επιχείρηση, στρατηγικά καταδικασμένη σε αποτυχία, την
στιγμή που στον γεωγραφικό χώρο της κυρίως Ελλάδας υπήρχε ήδη
για τους Αθηναίους ανοιχτό μέτωπο εναντίον των Πελοποννησίων,
ενώ άλλα μέτωπα μπορούσαν εύκολα να ανοίξουν. Κι αυτό έγινε.
Καταρχάς εξεγέρθηκαν οι δούλοι στα ορυχεία αργύρου του Λαυρίου,
καταλαμβάνοντας την μισή Αττική, παρωθημένοι από τις συμβουλές
των Λακεδαιμονίων που πολιορκούσαν την Αθήνα για μια ακόμη φορά.
Και ο πιο μεγάλος μπελάς δεν θα αργούσε να ξεσπάσει: οι
αποστασίες των συμμαχικών πόλεων στον χώρο του Αιγαίου, που
μέχρι τότε εξαναγκάζονταν με την βία να υπακούουν στην Αθήνα.
Ο Θουκυδίδης, λοιπόν, αντιλαμβάνεται ότι χρέος του ιστορικού
είναι πάνω απ’ όλα να ανακαλύπτει τις βαθύτερες σχέσεις μεταξύ
των γεγονότων, προκειμένου να συνθέτει ένα ερμηνευτικό σχήμα που
να φωτίζει και τα τυχαία ή επιμέρους περιστατικά. Εξάλλου, ο
Θουκυδίδης ήταν ο πρώτος διανοητής που αντιλήφθη- κε και όρισε
την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στις πραγματικές αιτίες και τις
τυχαίες αφορμές των γεγονότων. Κατά τις εκτιμήσεις του, οι
αιτίες στην ιστορία δεν μπορούν παρά να είναι μόνο πολιτικές.
Εκδηλώνονται με ρυθμό ενδεχομένως αργό και κατά τρόπο αρχικά
ανεπαίσθητο. Παίρνουν όμως τον χαρακτήρα βαθύτερων μεταβολών σε
μια προηγούμενη σταθερή δομή, μεταβολών τις οποίες κάθε
ιστορικός οφείλει να διερευνά. Οι βαθύτερες αιτίες κάποια στιγμή
- ίσως και με την μεσολάβηση τυχαίων παραγόντων - οδηγούν σε
αψιμαχίες ή και γενικευμένες πολεμικές συγκρούσεις. Όμως τα
τυχαία επεισόδια αποτελούν μόνον αφορμές, μεμονωμένες εκδηλώσεις
φαινομένων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αργά ή γρήγορα, θα
ξεσπούσαν. Με άλλα λόγια, ο Θουκυδίδης είναι ένας πρώτος, και
απολύτως πεπεισμένος για την ορθότητα της προσέγγισής του,
ντετερμινιστής. Έτσι, αφήνει να καταλάβουμε ότι η σύγκρουση
Κορίνθου και Κέρκυρας ή το Μεγαρικό Ψήφισμα ήταν απλές αφορμές
για το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού Πολέμου. Επιπλέον, είναι ο
πρώτος μεταξύ των συγχρόνων του που αντιλαμβάνεται τα επιμέρους
επεισόδια του Πελοποννησιακού Πολέμου ως πράξεις ενός ενιαίου
δράματος. Πράγματι, οι σύγχρονοι του Θουκυδίδη μιλούσαν για τα
Κερκυραϊκά, τα γεγονότα της Πύλου, την Σικελική εκστρατεία ή τις
ναυμαχίες στο Βορειοανατολικό Αιγαίο σαν να επρόκειτο για
διαδοχικούς πολέμους, άσχετους μεταξύ τους. Ο Θουκυδίδης ενέταξε
για πρώτη φορά αυτά τα επεισόδια σε μια μακρόχρονη και ευρύτερη
ιστορικοπολιτική ενότητα, μιλώντας για ένα πόλεμο, τον
Πελοποννησιακό. Γιατί πίσω από όλες τις επιμέρους συγκρούσεις, ο
Θουκυδίδης αναγνώριζε την ίδια βαθύτερη απαρχή μιας δομής που
ήθελε μεν να είναι σταθερή, αλλά δεν θα μπορούσε να αντέξει για
πολύ. Αναγνώριζε και υπογράμμιζε το αδιέξοδο που προκλήθηκε όταν
μια πόλη-κρά- τος, η Αθήνα, αύξησε επιπόλαια την ισχύ της,
μετατρέποντας την Συμμαχία της σε μισητή και δαπανηρή Ηγεμονία.
Και κατηγορηματικά δηλώνει - πράγμα που δεν μας το τονίζουν όσο
θα έπρεπε στο σχολείο - ότι αυτή ήταν η πραγματική αιτία τόσο
του πολέμου, όσο και της αναπόφευκτης τελικής πτώσης της Αθήνας.
Τέτοιου είδους αναφορές, στις οποίες συχνά πυκνά επανέρχεται ο
Θουκυδίδης, είναι που δίνουν μια πραγματικά καθολική διάσταση
στο έργο του. Δείχνουν την τάση του να αντλεί γενικότερα
συμπεράσματα από αποσπασματικά περιστατικά. Έτσι, οι
παρατηρήσεις του παίρνουν την μορφή ιστορικών νόμων. Ο
Θουκυδίδης απευθύνεται στον κριτικά σκεπτόμενο αναγνώστη και τον
παρωθεί να νοιάζεται περισσότερο για αυτό που ισχύει ευρύτερα
παρά για τα επιμέρους φαινόμενα. Για παράδειγμα, είναι βέβαιο
ότι συνέγραψε την Ιστορία του για να παραδειγματίσει τις
νεώτερες γενιές των συμπολιτών του, που γνώρισαν την διάλυση της
Αθηναϊκής Συμμαχίας και τον κλονισμό της δημοκρατίας το 404 π.Χ.
Ήταν οι γενιές που δεν ήξεραν πώς ακριβώς είχε δημιουργηθεί η
ηγεμονία της πόλης επί Περικλή και που δυσκολεύονταν να
καταλάβουν την διαδικασία μέσω της οποίας η Αθήνα κατάρρευσε. Ο
Θουκυδίδης τούς επιτρέπει να ανασυνθέσουν το παρελθόν. Τους
δείχνει ότι η αύξηση της ισχύος και η παρεπόμενη αλαζονεία του
αθηναϊκού δήμου οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια στην
καταστροφή, μια καταστροφή για την οποία, μάλιστα, ήταν
αξιοπερίεργο πώς άργησε τόσο. Η Αθήνα μέσα σε πολύ σύντομο
χρονικό διάστημα είχε καταλήξει να γίνει η ωριμότερη πόλη-κράτος
της εποχής της, τόσο ώριμη ώστε να αμφισβητήσει στην συνέχεια
έμπρακτα την δομή που μέχρι τότε την συγκροτούσε, δηλαδή τον
θεσμό της πόλεως-κράτους, επιζητώντας να γίνει αυτοκρατορία.
Ήταν η πόλη που έσπρωξε την ανάπτυξη στα όρια της, και μάλιστα
προσπάθησε με αυτοπεποίθηση να υπερβεί τα όρια της δομής της -
όρια γεωγραφικά, οικονομικά και πολιτικά.
Λοιπόν, όπως είπαμε, ο Θουκυδίδης είναι γνήσιο τέκνο αυτής της
απεριόριστης αυτοπεποίθησης. Δεν είναι μόνο ότι είχε και ο ίδιος
υπηρετήσει ως στρατηγός την εξαιρετικά φιλόδοξη ηγεμονία που
έχτιζε ο αθηναϊκός δήμος. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι, ως
συγγραφέας, φανταζόταν το κοινό του να μην περιορίζεται ούτε από
σύνορα ούτε από εποχές. Είναι ο μόνος ιστορικός από όσους έχουν
μέχρι σήμερα υπάρξει που σημειώνει στην εισαγωγή του έργου του
ότι το αφήνει κτήμα ες αεί, δηλαδή για πάντα και για όλη την
ανθρωπότητα. Αν την καλοσκεφτούμε, η διατύπωση ες αεί βρίσκεται
ούτως ή άλλως έξω από κάθε μέτρο. Ποια θηριώδης αυτοεκτίμηση
οδήγησε αυτόν τον συγγραφέα - και μόνον αυτόν στα παγκόσμια
χρονικά - στην βεβαιότητα ότι όσα έγραφε προορίζονταν για την
αιωνιότητα, καθώς θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμα εκατό, χίλια,
δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα; Εδώ έχουμε όντως μιαν έκφραση της
αθηναϊκής αλαζονείας στο ιδεολογικό επίπεδο. Και όμως, οι
αξιώσεις καθολικότητας του Θουκυδίδη, η πεποίθησή του ότι η
Ιστορία του έφερε τις προδιαγραφές της αιωνιότητας επειδή είχε
διεισδύσει στην ουσία των ανθρώπινων πραγμάτων, διαρκώς
επαληθευόταν και διαρκώς επαληθεύεται. Μπορεί οι ιστορικοί που
τον διαδέχτηκαν να κατάλαβαν ελάχιστα από όσα εκείνος ήθελε να
επισημάνει: ότι ο πόλεμος αποτελεί μιαν ακραία εκδήλωση της
ανθρώπινης φύσης, κατά την οποία βγαίνουν στην φόρα όλα τα
αρνητικά φαινόμενα, όπως η εξαπάτηση, η καθηγεμόνευση και η βία,
δηλαδή συμπεριφορές που όντως δεν έχουν πατρίδα. Μπορεί επίσης -
και δυστυχώς - μεταγενέστεροι ιστοριογράφοι, σαν τον Ξενοφώντα ή
τους αυλοκόλακες του Αλεξάνδρου και των ελληνιστικών βασιλείων,
να βρέθηκαν χιλιόμετρα μακρυά από αυτή την αντίληψη. Εκείνοι
έγραψαν ιστορία επεισοδιακή και εν πολλοίς επικών τόνων -
πράγματα με τα οποία ο Θουκυδίδης θα γινόταν έξω φρενών. Ωστόσο,
από την Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου κάτι έπιασε ο
Ιούλιος Καίσαρας στο έργο του Περί Εμφυλίου, και κάτι
περισσότερο ο Μακιαβέλλι στον Ηγεμόνα του. Ασφαλώς πολλά
καταλάβαινε ο Νίτσε όταν μιλούσε για την κυκλικότητα της
ιστορίας κι ακόμη περισσότερα ο Μάρξ, οι Γάλλοι
στρουκτουραλιστές και οι σιτουασιονιστές, όταν αναφέρονταν στις
έννοιες των ιστορικών νόμων και της ιστορικής δομής. Κάτι
καταλαβαίνουν επίσης και πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί που μας
προτρέπουν να διαβάσουμε Θουκυδίδη για να αντιληφθούμε τι
συμβαίνει σήμερα με τις παγκόσμιες γεωπολιτικές ανακατατάξεις.
Μας καλούν, για παράδειγμα, να φανταστούμε τις δυσμενείς
προοπτικές των Η.Π.Α., κρίνοντας από την τελική φάση οικονομικής
και στρατιωτικής αδυναμίας στην οποία περιήλθε η Αθήνα του 5ου
π.Χ. αιώνα λόγω της παρατεταμένης διασποράς των δυνάμεών της
στην θάλασσα για την διατήρηση της ηγεμονίας της.
Γιατί, όπως έδειξε ο Θουκυδίδης, η ηγεμονία είναι βέβαια γλυκιά,
αλλά έχει τεράστιο κόστος και πολύ γρήγορα μετατρέπεται σε
αγκάθι που πονάει.
Ουσιαστικοποίηση και πύκνωση, η κοινωνική παθολογία του
πολέμου
Μιλήσαμε για την τάση του Θουκυδίδη να καθολικοποιεί, να
γενικεύει, να προχωρεί από το συγκεκριμένο στο περισσότερο
αφηρημένο. Τώρα πρέπει να δούμε και άλλες παραμέτρους αυτής της
στάσης.
Μια πρώτη παράμετρος είναι η γλώσσα και οι συντάξεις του. Η
γλώσσα που χρησιμοποιούσε φαινόταν ήδη στην εποχή του πολύ
αρχαΐζουσα. Η γραφή του ήταν δύστροπη στη σύνταξη, με έμφαση
στην ουσιαστικοποίηση. Αυτό ήταν ασυνήθιστο για έλληνα
συγγραφέα. Η ελληνική γλώσσα είναι κυρίως γλώσσα του ρήματος,
που κατεξοχήν αποδίδει το ενεργείν, με άλλα λόγια το ενεργητικό
ταμπεραμέντο της Μεσογείου. Ο Θουκυδίδης αντιθέτως διαρκώς
ουσιαστικοποιεί, υποβαθμίζοντας την χρήση του ρήματος (το οποίο
μάλιστα συχνά το εξαφανίζει ως ευκόλως εννοούμενο από την
σύνταξη), γιατί η σκέψη του είναι πάρα πολύ θεωρητική. Για τους
ίδιους λόγους, εμφανίζει σε ευρύτατη χρήση το ουδέτερο γένος
επιθέτου, ειδικά όταν αναφέρεται σε αφηρημένες έννοιες.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι μια γραφή πολύ πυκνή, που αντανακλά
πυκνή σκέψη.
Η πύκνωση αποτελεί εξάλλου γενικότερο χαρακτηριστικό της
αφήγησής του Θουκυδίδη. Γιατί αυτός ο ιστορικός από ένα συμβάν,
από ένα περιστατικό, προσπαθεί πάντα να αποσπάσει το πιο
ουσιώδες. Δεν τον ενδιαφέρουν τα ανεκδοτολογικά στοιχεία που
γοήτευαν τον Ηρόδοτο. Ο Θουκυδίδης κυριολεκτικά λειτουργεί
αφαιρετικά. Αυτή του την στάση οι μεταγενέστεροι την ξέχασαν
εντελώς.
Για παράδειγμα, ο Ξενοφώντας, που ήταν ο αμέσως επόμενος
ιστορικός που έγραψε για τον Πελοποννησιακό πόλεμο, εφάρμοσε μια
εντελώς διαφορετική τακτική. Με πολύ σύντομες προτάσεις και
χρησιμοποιώντας γλώσσα βατή και χαριτωμένη, εξαντλείτο σε μια
ιστορική συγγραφή επεισοδιακού και μυθιστορηματικού χαρακτήρα. Ο
Ξενοφώντας επέμενε ιδιαίτερα στις κινηματογραφικού τύπου
λεπτομέρειες, ακόμη και στις πλέον ασήμαντες, τις οποίες όμως
συνήθως άρεσε στους ανθρώπους να διαβάζουν. Για παράδειγμα, πριν
περιγράψει μια ναυμαχία, μας λέει δυο τρεις φορές ότι το
στράτευμα έκατσε και έφαγε. Επιπλέον, ο Ξενοφώντας έτεινε να
συνδέει τα ιστορικά γεγονότα με τον ρόλο σημαινουσών
προσωπικοτήτων, των οποίων τον χαρακτήρα αναδείκνυε με
παρατηρήσεις που μάλλον εμπίπτουν στο πεδίο της ατομικής
ψυχολογίας. Γι’ αυτό και το έργο του έχει έντονα χαρακτηρολογική
χροιά.
Ο Θουκυδίδης αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι τις λεπτομερείς
και ανούσιες περιγραφές αυτού του είδους. Δίνει αναλυτικότερες
πληροφορίες μόνο όταν είναι πραγματικά χρήσιμες για την
κατανόηση της συνθετότητας μιας κατάστασης. Για παράδειγμα,
δίνει πλήρη στοιχεία τοπογραφίας για μάχες στις οποίες ο
περιβάλλων χώρος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην έκβασή τους.
Επιπρόσθετα, ενδιαφέρεται για την ψυχολογία, όμως όχι την
ατομική. Επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στην κοινωνική
ψυχολογία, στο ευμετάβλητο της κοινής γνώμης, στα χαρακτηριστικά
της ανθρώπινης φύσης, στις μαζικές αντιδράσεις, με άλλα λόγια
στην κοινωνική παθολογία που συνυφαίνεται με την φαινομενολογία
του πολέμου. Γι’ αυτό και μια αγαπημένη του διατύπωση είναι
«όπερ φιλεί όμιλος ποιείν», δηλαδή «όπως συνηθίζει να κάνει το
πλήθος».
Να δώσω κάποια παραδείγματα που θα διευκρινίσουν το θέμα.
Καταρχάς, ο Περικλής και οι Αθηναίοι αποτελούν ένα καταπληκτικό
δίπολο στην Ιστορία του Θουκυδίδη ο οποίος είχε υπάρξει φίλος
και υποστηρικτής του Περικλή. Παρουσιάζει, λοιπόν, έναν Περικλή
που διαρκώς προσπαθεί να πείσει τον δήμο για την αναγκαιότητα
του πολέμου. Οι Αθηναίοι, όσο πάνε καλά τα πράγματα, συμφωνούν
μαζί του και τον επαινούν. Όμως, στην πρώτη κακοτοπιά, τον
βρίζουν και, στην συνέχεια, του στερούν τα πολιτικά του
δικαιώματα. Κατόπιν, πάνε για διαπραγματεύσεις με τους
Λακεδαιμόνιους, όπου διαπιστώνουν ότι δεν έχουν να κερδίσουν και
πολλά από την ειρήνη, οπότε ξαναδίνουν στον Περικλή πλήρη
πολιτικά δικαιώματα για να συνεχίσει τον πόλεμο. Και μάλιστα,
τον εκλέγουν στρατηγό όχι για έναν χρόνο, όπως όριζε ο
δημοκρατικός νόμος, αλλά εφ’ όρου ζωής, προσφέροντάς του απόλυτη
δικαιοδοσία στις αποφάσεις, ανακηρύσσοντάς τον, εμμέσως πλην
σαφώς, δικτατορίσκο. «Και το πολίτευμα ήταν τυπικά μόνο
δημοκρατία, ενώ στην πράξη μετατράπηκε σε εξουσία του
δυνατότερου άνδρα», λέει ο Θουκυδίδης. Ωστόσο, η συνδιαλλαγή
δήμου και στρατηγού είναι διαρκής και το θυμικό των Αθηναίων
πολύ ρευστό. «Όταν οι πολίτες επέστρεφαν στο σπίτι τους από την
αγορά», συνεχίζει ο Θουκυδίδης, «τον έβριζαν. Οι μεν πλούσιοι
επειδή έβλεπαν να πυρπολούνται από τους Λακεδαιμόνιους οι
πολυτελείς και όμορφα επιπλωμένες βίλες τους, οι κήποι και
ελαιώνες τους, οι δε φτωχοί επειδή ένιωθαν ότι απειλούνταν κι
αυτά τα λίγα που είχαν. Αλλά όταν ξαναπήγαιναν στην εκκλησία του
δήμου το επόμενο
πρωί, ο Περικλής τούς υπενθύμιζε ότι τον είχαν εκλέξει ακριβώς
για να τους οδηγήσει στον πόλεμο κι ότι αυτή δεν αποτελούσε τόσο
δική του απόφαση, όσο δική τους. Κι εκείνοι σιωπούσαν κι
ανέχονταν να τους μαλώνει, σκύβοντας το κεφάλι σαν μικρά
παιδιά».
Ένα άλλο ενδεικτικό παράδειγμα της έμφασης του Θουκυδίδη στην
κοινωνική ψυχολογία αφορά στην δράση των δύο αντίπαλων πολιτικών
κομμάτων, των δημοκρατικών και των ολιγαρχικών, στην Κέρκυρα,
που υποστήριζαν τα συμφέροντα των Αθηναίων και των Πελοποννησίων
αντίστοιχα, οδηγώντας την πόλη σε αιματηρή αναστάτωση και σε
σχεδόν οργουελιανές καταστάσεις - σκόπιμα αναφέρω τον όρο
οργουελιανές, γιατί στο απόσπασμα που ακολουθεί γίνεται λόγος
για διαστροφή των εννοιών και της σημασίας των λέξεων. Παραθέτω
το σχετικό χωρίο:
«Σ’ αυτές τις ακρότητες έφτασε ο στασιασμός και προκάλεσε μεγάλη
εντύπωση, γιατί ήταν ο πρώτος που έγινε. Αργότερα, μπορεί κανείς
να πει ότι ολόκληρος ο ελληνισμός συνταράχτηκε, γιατί παντού
σημειώθηκαν στάσεις. Οι δημοκρατικοί καλούσαν τους Αθηναίους για
βοήθεια και οι ολιγαρχικοί τους Λακεδαιμόνιους, πράγμα που δεν
έκαναν όσο διαρκούσε η ειρήνη. Με τον πόλεμο, όμως, καθεμιά από
τις αντίπαλες παρατάξεις εύκολα έβρισκε ευκαιρία για να
καταστρέψει τους αντιπάλους της, για να ενισχυθεί η ίδια και να
ανατρέψει το πολίτευμα.
Οι στασιασμοί έφεραν μεγάλες κι αμέτρητες συμφορές που γίνονται
και θα γίνονται πάντα όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου,
συμφορές που μπορεί να είναι βαρύτερες ή ελαφρότερες κι έχουν
διαφορετική μορφή, ανάλογα με τις περιστάσεις. Σε καιρό ειρήνης
και ευημερίας, οι άνθρωποι είναι ήρεμοι γιατί δεν τους πιέζουν
ανάγκες φοβερές. Αλλά, όταν έρθει ο πόλεμος, που φέρνει στους
ανθρώπους την καθημερινή στέρηση, γίνεται δάσκαλος της βίας κι
ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους ανάλογα με τις καταστάσεις που
δημιουργεί. 0 στασιασμός, λοιπόν, μεταδόθηκε από πόλη σε πόλη.
Κι όσες πόλεις έμειναν τελευταίες, έχοντας μάθει τι είχε γίνει
αλλού, προσπαθούσαν να υπερβάλουν σε επινοητικότητα, σε ύπουλα
μέσα και ανήκουστες αντεκδικήσεις.
Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους, οι άνθρωποι άλλαζαν ακόμη
και την σημασία των λέξεων. Η παράλογη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία
και αφοσίωση στο κόμμα, η αυτοσυγκράτηση θεωρήθηκε δειλία που
προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από προφάσεις, και η σωφροσύνη
θεωρήθηκε προσωπείο της ανανδρείας. Η παραφορά θεωρήθηκε ανδρική
αρετή, ενώ η τάση να εξετάζονται προσεκτικά όλες οι όψεις ενός
ζητήματος θεωρήθηκε υπεκφυγή. Όποιος γινόταν εύκολα έξαλλος,
αποκτούσε φήμη, ενώ όποιος εξέφραζε επιφυλάξεις, θεωρείτο
ύποπτος. Όποιον δολοπλοκούσε αποτελεσματικά, τον πίστευαν για
σπουδαίο, κι όποιον προλάβαινε να υποψιαστεί έγκαιρα και να
φανερώσει τα σχέδια των αντιπάλων, τον θεωρούσαν ακόμη πιο
σπουδαίο. Για όποιον ήταν αρκετά προνοητικός ώστε να μην
χρησιμοποιεί τέτοια μέσα, πίστευαν ότι διαλύει το κόμμα, επειδή
δήθεν φοβόταν την αντίπαλη παράταξη. Με μια λέξη, όποιος
πρόφταινε να κάνει κακό πριν απ’ τον άλλον, ήταν άξιος επαίνου,
καθώς κι εκείνος που παρακινούσε στο κακό όποιον δεν είχε
σκεφτεί να το κάνει. Ακόμη κι η συγγένεια θεωρήθηκε χαλαρότερος
δεσμός από την κομματική αλληλεγγύη, γιατί οι ομοϊδεάτες ήταν
έτοιμοι να επιχειρήσουν οτιδήποτε, χωρίς δισταγμό.
Αυτό συνέβαινε επειδή τα κόμματα δεν σχηματίστηκαν για να
επιδιώξουν την κοινή ωφέλεια με θεμιτά μέσα, αλλά για να
ικανοποιηθεί η πλεονεξία ορισμένων μέσω της καταστρατήγησης κάθε
έννοιας δικαίου. Και η αλληλεγγύη μεταξύ των κομματικών μελών
βασιζόταν περισσότερο στην συνενοχή παρά στους όρκους που
δίνονταν στο όνομα των θεών. Τις εύλογες προτάσεις ίων αντιπάλων
τις δέχονταν με υστεροβουλία, για να φυλαχτούν από τον κίνδυνο
αν οι αντίπαλοι ήταν πιο δυνατοί. Προτιμούσαν να εκδικηθούν για
κάποιο κακό, αντί να προσπαθήσουν να μην το πάθουν. Όταν έδιναν
όρκους συμφιλίωσης, τους κρατούσαν μόνο όταν δεν είχαν την
δυνατότητα να τους καταπατήσουν και εφόσον δεν περίμεναν βοήθεια
από κανέναν άλλον. Αλλά μόλις παρουσιαζόταν ευκαιρία,
ξαναέβρισκαν την αναίδειά τους και, αν έβλεπαν ότι οι αντίπαλοι
ήταν αφύλαχτοι, με χαρά τούς χτυπούσαν ύπουλα και όχι ανοιχτά.
Θεωρούσαν τον τρόπο αυτό ασφαλή και βραβείο σε αγώνα δόλου.
Γενικά, είναι ευκολότερο να φαίνονται επιδέξιοι οι κακούργοι
παρά να θεωρούνται τίμιοι όσοι δεν είναι δόλιοι. Οι περισσότεροι
άνθρωποι προτιμούν να κάνουν το κακό και να θεωρούνται έξυπνοι,
παρά να είναι ενάρετοι και να τους λένε κουτούς. Αιτία όλων
αυτών ήταν η φιλαρχία που οφειλόταν στην πλεονεξία και την
φιλοδοξία, έτσι ώστε τα κόμματα αγωνίζονταν με λύσσα. Οι αρχηγοί
των κομμάτων σε διάφορες πόλεις πρόβαλλαν ωραία συνθήματα. Οι
δημοκρατικοί μιλούσαν για ισότητα των πολιτών, ενώ οι
ολιγαρχικοί μιλούσαν για την σωφροσύνη της αριστοκρατικής
διοίκησης. Προσποιούνταν ότι υπηρετούν την πολιτεία, ενώ στην
πραγματικότητα προσπαθούσαν να υπηρετήσουν τα ατομικά τους
συμφέροντα νικώντας τους αντιπάλους τους. Αυτό τούς οδηγούσε στα
φοβερότερα εγκλήματα και αντεκδικήσεις, στις αγριότερες πράξεις,
κι όχι στην δικαιοσύνη και στο δημόσιο συμφέρον. Επέφεραν
καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον των αντιπάλων ή άρπαζαν με την
βία την εξουσία, έτοιμοι να κορέσουν το μίσος τους. Σε κανένα
κόμμα δεν υπήρχαν ηθικοί φραγμοί κι εκτιμώνταν περισσότερο όσοι
έκρυβαν τις φοβερές τους πράξεις πίσω από ωραία λόγια. Οι
μετριοπαθείς πολίτες θανατώνονταν από την μια ή την άλλη
παράταξη, είτε επειδή είχαν αρνηθεί να συμμετάσχουν στον
στασιασμό, είτε επειδή η ιδέα και μόνο όχι μπορούσαν να
επιζήσουν προκαλούσε φθόνο εναντίον τους.»
Οι δημηγορίες και η πολιτική διάσταση του πολέμου
Κατά τρόπο που αντέβαινε και εξακολουθεί να αντιβαίνει στην
συνήθη πρακτική των ιστοριογράφων, τόσο των παλαιών όσο και των
σύγχρονων, θα μπορούσαμε να πούμε με ασφάλεια ότι ο Θουκυδίδης
περιόριζε στο έργο του, όσο του ήταν δυνατόν, την περιγραφή των
μαχών. Ήταν κι αυτό μια συνιστώσα της τάσης του να πυκνώνει, να
γενικεύει, να καθολικοποιεί. Τον ενδιέφερε η ουσία των πραγμάτων
και όχι η επιφάνειά τους. Πόλεμος για τον Θουκυδίδη σήμαινε
κυρίως πολιτική και λιγότερο μάχες. Ήθελε να αποδώσει την
πολιτική διάσταση των γεγονότων, για να αποκαλύψει τις βαθύτερες
αιτίες τους.
Έτσι, από την μία πλευρά έχουμε πολύ συνοπτικές περιγραφές μαχών
και από την άλλη πλευρά, πριν από κάθε μάχη, έχουμε
αναλυτικότατη απόδοση των δημηγοριών, των λόγων δηλαδή που
εκφωνούσαν στρατηγοί, πολιτικοί ή πρεσβευτές ενώπιον πολιτών ή
στρατιωτών. Αυτές οι δημηγορίες δεν αποδίδονται με τριτοπρόσωπη
αφήγηση. Αναπαρίστανται. Αναπαρίστανται οι συζητήσεις που
πραγματοποιούνται είτε στην αθηναϊκή εκκλησία του δήμου, είτε
στο περιβάλλον της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, μέσα από
αντικρουόμενα επιχειρήματα, αντιλογίες, δισσούς λόγους. Έτσι,
φωτίζεται η συνθετότητα των πολιτικών κινήτρων και συμφερόντων
που βρίσκονταν πίσω από τα γεγονότα. Για παράδειγμα, προκειμένου
να αφηγηθεί τα Κερκυραϊκά, ο Θουκυδίδης θα μπορούσε να δηλώσει
εκ προοιμίου ότι οι Αθηναίοι ήθελαν την Κέρκυρα και την πήραν,
αλλά αυτό ενόχλησε τους Κορίνθιους. Θα ξεμπέρδευε γρήγορα με μια
τέτοια ιστοριογραφική τακτική. Εκείνος όμως κάνει το αντίθετο.
Παραθέτει αναλυτικά τις βασικές δημηγορίες: τα λεγόμενα των
Κερκυραίων πρεσβευτών με τα οποία δελεάζουν τον αθηναϊκό δήμο,
καθώς και τις αυστηρές προειδοποιήσεις των Κορινθίων για το
ενδεχόμενο ενός πολέμου. Και αφιερώνονται σελίδες επί σελίδων σε
αυτά τα κείμενα. Θα λέγαμε ότι ο Θουκυδίδης, όσο τσιγκούνης
είναι στην περιγραφή των μαχών, τόσο εξαιρετικά γενναιόδωρος
γίνεται απέναντι στον αναγνώστη όταν πρόκειται να φωτίσει το
πολιτικό σκηνικό.
Η απόφασή του να χρησιμοποιήσει τις δημηγορίες σε μεγάλη κλίμακα
έφερε βέβαια τον Θουκυδίδη ενώπιον ενός σοβαρού πρακτικού
προβλήματος. Η συγγραφή του έργου του ξεκίνησε σχεδόν τριάντα
χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου, δηλαδή τριάντα χρόνια μετά
την στιγμή κατά την οποία ο ίδιος ο ιστορικός πρωτοάρχισε να
κρατά σημειώσεις. Πώς, λοιπόν, θα θυμόταν τι είχε όντως πει σε
κάποια δεδομένη φάση ο Περικλής, ο Κλέωνας, ο Νικίας, ο
Αλκιβιάδης ή ο όποιος άλλος πολιτικός ή στρατηγός είχε μιλήσει
στην εκκλησία του αθηναϊκού δήμου; Και πολύ περισσότερο, με ποιο
βαθμό ακρίβειας θα μπορούσαν να αποδοθούν οι δημηγορίες προσώπων
που είχαν μιλήσει στο αντίπαλο στρατόπεδο ή ακόμη και στον ίδιο
τον αθηναϊκό δήμο κατά την περίοδο που ο Θουκυδίδης βρισκόταν σε
εξορία στην Θράκη; Ο Θουκυδίδης γνώριζε ότι ο αναγνώστης του θα
μπορούσε να αμφιβάλλει για την αξιοπιστία του κειμένου στις
περιπτώσεις των δημηγοριών. ΓΓ αυτό, δήλωνε εξαρχής ότι δεν του
ήταν δυνατό να αναπαραστήσει με απόλυτη ακρίβεια όσα είχαν
ειπωθεί. Ξεκαθάριζε όμως ότι ο ίδιος είχε προσπαθήσει,
διασταυρώνοντας πληροφορίες από αυτήκοους μάρτυρες, να
ανασυνθέσει τους αυθεντικούς λόγους στην βάση ενός σημαντικού
όγκου στοιχείων και σημειώσεων.
Ξαναέπλασε, λοιπόν, τις δημηγορίες, πλαισιώνοντάς τις με
λεπτομέρειες που του φαίνονταν εύλογες και που ζωντάνευαν το
κείμενο, σε μια παράλληλη προσπάθεια να διατηρεί και να μένει
πιστός στο γενικό πνεύμα κάθε ομιλητή, δηλαδή στην βασική θέση
την οποία εκείνος είχε αναπτύξει. Το εγχείρημα ήταν δύσκολο και
θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να δυναμιτίσει το δόγμα της
αντικειμενικότητας στην συγγραφή, το οποίο υπερασπιζόταν ο
ιστορικός. Σ’ εμάς, που ανήκουμε στον κόσμο των φωτογραφικών ή
ηχογραφημένων ντοκουμέντων και των απομαγνητοφωνήσεων, φαίνεται
ασύλληπτο. Ωστόσο, δεν είναι τυχαίο ότι, μέχρι και σήμερα,
κανείς δεν έχει αμφισβητήσει την αντικειμενικότητα του
Θουκυδίδη, ακόμη και στις δημηγορίες του.
Η πολιτική ως τραγωδία
Σκιαγραφήσαμε μέχρι εδώ τα βασικά χαρακτηριστικά της
θουκυδιδικής μεθοδολογίας: ακρίβεια, αντικειμενικότητα,
αυστηρότητα και αρχαϊσμό στην γραφή, πύκνωση και αφαιρετικότητα,
αναγωγή του συγκεκριμένου σε καθολικό, διάκριση της αφορμής από
την αιτία, συγγραφή μιας ιστορίας που πάνω απ’ όλα είναι
πολιτική. Παραθέτοντας όλα αυτά τα στοιχεία, δίνω ίσως την
εντύπωση ότι το κείμενο του Θουκυδίδη είναι αποστεωμένο, βαρετό,
αποστερημένο από την δύναμη της ποιητικότητας. Αυτό δεν είναι
αλήθεια. Το κείμενο είναι μεν βαρύ, όχι όμως αδιάφορο. Όπως
μάλιστα έχει παρατηρήσει η σύγχρονη φιλολογική κριτική, ο
Θουκυδίδης ξέρει να προσελκύει το ενδιαφέρον του αναγνώστη του
χρησιμοποιώντας έντονα το σασπένς, την περιπέτεια, την αιφνίδια
ανατροπή των δεδομένων. Μόνο που πρόκειται για ένα σασπένς
απαλλαγμένο από περιττά και ευκολοχώνευτα φτιασίδια. Τα πράγματα
στην Ιστορία του Θουκυδίδη φαίνονται διαρκώς σε εκκρεμότητα, σαν
να υπόκεινται σε ένα απρόβλεπτο και αμείλικτο γίγνεσθαι που δεν
συγχωρεί λάθη. Η πλοκή εμπεριέχει την συνθετότητα της ίδιας της
ανθρώπινης ζωής, πολύ περισσότερο της ίδιας της πολιτικής. Και,
πάνω απ’ όλα, ο ιστορικός ξέρει να αξιοποιεί την πολυπλοκότητα
της πολιτικής οργανώνοντας την αφήγησή του πάνω σε άξονες
αντιθέσεων. Γι’ αυτό, η Jacqueline de Romilly
στο έργο της Ιστορία και Λόγος στον Θουκυδίδη (εκδ.
Μ.Ι.Ε.Τ.), σωστά παρατηρεί ότι αυτός ο ιστορικός έγραψε με
πρότυπο το θέατρο, και μάλιστα με πρότυπο την τραγωδία των
καιρών του, εφόσον το δράμα της κλασσικής εποχής βασιζόταν στην
λειτουργία των αντιθέσεων. Να αναφέρω κάποια παραδείγματα που
αποδεικνύουν την δραματική, και συγκεκριμένα την τραγική,
διάσταση που συνυφαίνεται με το πολιτικό υπόβαθρο της Ιστορίας
του Θουκυδίδη.
Το πιο γνωστό ίσως κομμάτι της Ιστορίας είναι ο περίφημος
Επιτάφιος Λόγος, δηλαδή ο λόγος που εκφωνήθηκε από τον Περικλή
προς τιμήν των πρώτων νεκρών Αθηναίων στρατιωτών κατά την
διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Εκεί συνοψίζεται όλη η
υπερηφάνεια της Αθηναϊκής ηγεμονίας, η αυτοπεποίθηση και το
υψηλό φρόνημα της αθηναϊκής πόλης, δηλαδή τα στοιχεία που
στάθηκαν οι αιτίες για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ο Περικλής
ξεκινά με μιαν απρόσμενη ανατροπή του παραδεδομένου σχήματος με
το οποίο συνήθως ξεκινούσαν οι λόγοι αυτού του είδους. Σύμφωνα
με εκείνο, επαινούνταν ως πλέον ηρωικοί και ικανοί οι μακρυνοί
πρόγονοι μιας πόλης, στην συνέχεια αναγνωριζόταν ως αρκετά
ηρωική και ικανή η αμέσως προηγούμενη γενιά από αυτήν του ρήτορα
και τελικά ο ομιλητής παραδεχόταν ότι και η δική του γενιά
προσπαθούσε να φανεί αντάξια των μεγάλων κατορθωμάτων των
πατέρων της. Αντιθέτως όμως, και κατά τρόπο που θα μπορούσε να
εκληφθεί ως ύβρις απέναντι στην παράδοση, ο Περικλής δηλώνει:
«Οι μακρυνοί πρόγονοί [δηλαδή όσοι πολέμησαν στους Μηδικούς
πολέμους] ήταν καλοί. Γιατί προστάτευαν την πόλη από εξωτερικούς
κινδύνους και της εξασφάλισαν την ελευθερία που σήμερα
απολαμβάνει. Οι πατέρες [δηλαδή αυτοί που οργάνωσαν το Δηλιακό
Ταμείο] ήταν ακόμη καλύτεροι. Διότι αξιοποίησαν την ελευθερία
που είχαν κληρονομήσει και κληροδότησαν στους επόμενους μια γερή
Συμμαχία. Η τωρινή όμως γενιά είναι η καλύτερη όλων. Διότι αυτή
την Συμμαχία κατάφερε να την κάνει Ηγεμονία».
Στην συνέχεια, ο Περικλής προχωρεί αναπτύσσοντας ένα νέο σχήμα
αντιθέσεων. Λέει ότι οι Λακεδαιμόνιοι καταλήγουν να
υπερασπίζονται την πόλη τους παραμένοντας διαρκώς εντός των
ορίων της και ακολουθώντας μιαν μακρόχρονη διαδικασία εκγύμνασης
και αγωγής, η οποία ωστόσο καταντά εξαντλητική και υποτιμητική
για το ανθρώπινο πνεύμα. Όμως οι Αθηναίοι δεν χρειάζεται καθόλου
να κοπιάσουν για να γίνουν άξιοι υπερασπιστές της πόλης τους.
Γιατί πολύ απλά είναι ερωτευμένοι μ’ αυτήν. Και για τον ίδιο
λόγο δεν χρειάζεται να παραμένουν διαρκώς στην Αθήνα. Ταξιδεύουν
συνεχώς, μεταφέροντάς την στην καρδιά τους, όπως θα έκαναν και
με την σκέψη της ερωμένης τους. Και όσο πιο μακρυά πηγαίνουν,
όσο πιο πολύ επεκτείνουν την σφαίρα των δραστηριοτήτων τους,
τόσο διασπείρουν τις αθηναϊκές αξίες, κάνοντας Αθήνα ολόκληρο
τον κόσμο - και εδώ αναφέρεται το περίφημο «ανδρών επιφανών πάσα
γη τάφος».
Τελειώνει, λοιπόν, ο Επιτάφιος Λόγος, έχοντας συμπυκνώσει τις
βασικές αρχές της αθηναϊκής ιδεολογίας, τις αρχές που
αποτελούσαν κινητήριες δυνάμεις στα σχέδια του αθηναϊκού
επεκτατισμού. Ο αναγνώστης έχει ανέβει στον ουρανό, έχει νομίσει
για λίγο ότι έγινε κοινωνός ακλόνητων δυνάμεων, έχει αισθανθεί
κι ο ίδιος μέτοχος του αθηναϊκού θαύματος που μοιάζει αιώνιο.
Επειδή όμως ο Θουκυδίδης αγαπά τις δραματικές ανατροπές και τα
δραματικά απρόοπτα, φέρνει απότομη προσγείωση. Η λαμπρότητα του
Επιταφίου Λόγου αποδεικνύεται τραγική ειρωνεία, καθώς
ακολουθείται από την περιγραφή του λοιμού που έπληξε
την Αθήνα μετά το πρώτο έτος των πελοποννησιακών εισβολών στην
Αττική, όταν πια οι Αθηναίοι είχαν βρεθεί για μεγάλο χρονικό
διάστημα κλεισμένοι πίσω από τα τείχη τους. Έτσι, δίνεται μια
πρόγευση της τραγικής κατάληξης που προοιωνιζόταν για την Αθήνα.
Για τους μυη μένους στην τραγωδία, υπάρχει εδώ έντονη αντίστιξη
μεταξύ των υμνητικών τόνων του Επιταφίου και της αξιοθρήνητης
εικόνας που συνθέτει η περιγραφή της πανούκλας. Και η αντίστιξη
αυτή φέρνει στον νου την θεατρική έννοια της ύβρεως και των
συνεπειών της. Στην τραγωδία, όταν κανείς ξεπερνά τα όρια,
προκαλεί τον φθόνο θεών και ανθρώπων και οδηγείται σε πτώση. Ο
Θουκυδίδης, βέβαια, δεν είναι τραγικός ποιητής, παρά απλώς
αξιοποιεί θεατρικές τεχνικές για να προσδώσει δραματικότητα στο
κείμενό του. Έτσι, δεν αποδίδει τον λοιμό στην θεϊκή παρέμβαση
ή στην εκδίκηση της μοίρας. Αντιμετωπίζει με επιστημονικό
ενδιαφέρον την ασθένεια, από την οποία και ο ίδιος είχε πληγεί
αλλά ανάρρωσε κατά τρόπο ανεξήγητο όπως αναφέρει. Βλέπει τα
πράγματα σαν γιατρός - εξάλλου ήταν στενός φίλος του κύκλου των
ιπποκρατικών που δίδασκαν τότε στην Αθήνα - και καταγράφει την
συμπτωματολογία της πανούκλας με λεπτομέρειες. Επιπλέον, δείχνει
έντονο ενδιαφέρον για τον λοιμό γιατί πιστεύει ότι οι επιδημίες
αποτελούν βασική συνιστώσα των παρατεταμένων πολιορκιών και
κρίσιμη παράμετρο σε όλους τους πολέμους, έτσι ώστε είναι
χρήσιμο στους ανθρώπους να έχουν έγκαιρα ενημερωθεί πάνω σε
αυτές. Όπως θα δούμε, η περιγραφή της επέλασης του λοιμού δίνει
για μια ακόμη φορά στον Θουκυδίδη την ευκαιρία να αναδείξει το
ταλέντο του στην μελέτη της κοινωνικής ψυχολογίας. Σκιαγραφεί
τις κοινωνικές αντιδράσεις και συγκεκριμένα την μαζική υστερία
που κατέλαβε τον πληθυσμό όταν η επιδημία συνέπεσε με τον
πόλεμο. Με τον τρόπο αυτό, διευρύνει την έννοια της νόσου,
εισάγοντάς την στην πολιτική σκέψη. Γιατί μια νόσος σωματική,
όταν εξαπλώνεται, μεταφέρεται και σε άλλα επίπεδα. Γίνεται νόσος
ηθική, πολιτική και πολιτισμική. Στο εξής, για τον Θουκυδίδη,
νόσημα της πόλης θα είναι οποιαδήποτε συμπεριφορά στερείται
ανθρωπιάς και ενδιαφέροντος για το δημόσιο συμφέρον. Αφήνω το
ίδιο το κείμενο να εξηγήσει τα πράγματα. Είναι μεν εκτενές, αλλά
εξαιρετικά διαφωτιστικό:
«Έτσι, λοιπόν, πραγματοποιήθηκε εκείνη η τελετή ενταφιασμού [που
συνοδεύτηκε από τον Επιτάφιο Λόγο]. Και τελείωνε το πρώτο έτος
αυτού του πολέμου. Μόλις μπήκε το καλοκαίρι, οι Πελοποννήσιοι
και οι σύμμαχοί τους, σε αναλογία δύο προς ένα, εισέβαλαν όπως
και παλαιότερα στην Αττική, υπό την ηγεσία του Αρχιδάμου, γιου
του Ζευξιδάμου και βασιλιά των Λακεδαιμονίων. Αφού
στρατοπέδευσαν, άρχισαν να λεηλατούν την χώρα. Και ενώ δεν είχαν
περάσει πολλές μέρες από την στιγμή της εισβολής, άρχισε να
εκδηλώνεται για πρώτη φορά στους Αθηναίους η νόσος, για την
οποία λεγόταν και πιο πριν σε διάφορα μέρη ότι είχε ενσκήψει και
στην Λήμνο και σε άλλες περιοχές, αν και πουθενά αλλού δεν
αναφερόταν να έχει πάρει τέτοια έκταση ο λοιμός και το θανατικό.
Στην αρχή, λοιπόν, ούτε οι γιατροί μπορούσαν να προσφέρουν
θεραπεία, λόγω της αγνοίας τους - μάλιστα αυτοί κατεξοχήν
πέθαιναν ο ένας μετά τον άλλον, καθώς έρχονταν σε άμεση επαφή με
τους ασθενείς - ούτε οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη τεχνική μπορούσε
να βοηθήσει. Και όσοι προσέπιπταν ως ικέτες στα ιερά ή
κατέφευγαν στα μαντεία, διαπίστωναν ότι όλες αυτές οι πρακτικές
ήταν ανώφελες, και στο τέλος τις σταμάτησαν, καθώς το κακό
διαρκώς εξαπλωνόταν.
Αυτό, όπως λέγεται, ξεκίνησε από την Αιθιοπία στην Άνω Αίγυπτο,
κατέβηκε στην Αίγυπτο και στην Λιβύη και, από εκεί, πέρασε στο
μεγαλύτερο μέρος της χώρας του Πέρση βασιλιά. Όμως έπεσε ξαφνικά
στην πόλη των Αθηναίων και αρχικά προσέβαλε τους κατοίκους του
Πειραιά, ώστε κάποιοι νόμισαν ότι οι Πελοποννήσιοι είχαν ρίξει
κρυφά δηλητήριο στα πηγάδια τους. Όμως εκεί δεν υπήρχαν κρήνες.
Έπειτα το κακό έφτασε στην άνω πόλη [γύρω από την Ακρόπολη] και
οι άνθρωποι πέθαιναν ήδη μαζικά. Ας πει λοιπόν ο καθένας γι’
αυτό το θέμα όσα ξέρει, είτε έχει γνώσεις ιατρικής είτε όχι,
ποια νομίζει ότι ήταν η αιτία της επιδημίας και τι πράγμα, τέλος
πάντων, μπορούσε να επιδράσει τόσο καταλυτικά στην ανθρώπινη
υγεία. Όμως εγώ από την πλευρά μου θα περιγράφω τα συμπτώματα
της ασθένειας, ώστε, αν ποτέ ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο, να ξέρουν
οι άνθρωποι τι έχουν να αντιμετωπίσουν. Αυτά θα τα πω επειδή και
ο ίδιος νόσησα και βρέθηκα μαζί με πολλούς άλλους που υπέφεραν.
[Μεσολαβεί εκτενής περιγραφή της συμπτωματολογίας ...]
Αυτά ήταν σε γενικές γραμμές τα χαρακτηριστικά της επιδημίας, αν
και παρέλειψα ορισμένα ακραία περιστατικά ή ιδιομορφίες που
εκδηλώθηκαν σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Κανένα άλλο νόσημα, από
τα συνηθισμένα, δεν ενδιέφερε τους ανθρώπους εκείνο το διάστημα.
Κι αν τυχόν κανείς έπασχε από συνηθισμένη αρρώστεια, όλοι έλεγαν
ότι τελικά πέθανε απ’ τον λοιμό. Αλλοι πέθαναν επειδή δεν έτυχαν
καμιάς μορφής θεραπείας κι άλλοι παρ’ όλο που είχαν από δίπλα
ανθρώπους να τους φροντίζουν. Όμως σε καμία περίπτωση δεν υπήρξε
μια θεραπεία που να μπορούσε με ασφάλεια να προταθεί σε όλους,
γιατί αυτό που ωφελούσε τους μεν έβλαπτε τους δε, και άνθρωποι
με γερούς οργανισμούς δεν μπόρεσαν να προβάλουν
αποτελεσματικότερη αντίσταση στην ασθένεια από άλλους
περισσότερο αδύναμους. Παρά όλοι καταβάλλονταν με την ίδια
ευκολία, ακόμη και αν ακολουθούσαν την πιο συστηματική θεραπεία
και δίαιτα. Το πιο φοβερό πράγμα ήταν η δυστυχία που έπιανε τους
ασθενείς όταν συνειδητοποιούσαν ότι νοσούσαν, γιατί έχαναν
αμέσως κάθε ελπίδα, εγκαταλείπονταν στην αρρώστεια και δεν ήταν
διατεθειμένοι να την αντιπαλεύσουν, και εξίσου φοβερές ήταν οι
περιπτώσεις ανθρώπων που αρρώσταιναν και πέθαιναν σαν τα πρόβατα
επειδή είχαν ασχοληθεί με την θεραπεία άλλων. Αυτό πραγματικά
έδωσε μεγάλη εξάπλωση στο θανατικό. Άλλοι πάλι, που απ’ τον φόβο
τους δεν πλησίαζαν κανέναν, και πάλι δεν γλύτωσαν και, επιπλέον,
βρέθηκαν στην απελπιστική θέση να μην έχουν κανέναν κοντά τους
στις τελευταίες τους στιγμές. Πάρα πολλές οικογένειες
ξεκληρίστηκαν ολόκληρες, χωρίς να έχουν ούτε έναν επισκέπτη να
ενδιαφερθεί γι’ αυτές. Κι αν, από την άλλη πλευρά, κάποιοι το
θεωρούσαν ζήτημα ηθικής τάξης και ανθρωπιάς το να πλησιάζουν
τους ασθενείς και να τους βοηθούν, πέθαιναν. Γιατί πράγματι
υπήρξαν και ορισμένοι που πίστευαν ότι είναι ντροπή να
ενδιαφέρονται μόνο για τους εαυτούς τους και, έτσι,
επισκέπτονταν τα σπίτια νοσούντων φίλων τους, την στιγμή που
ακόμη και οι συγγενείς είχαν σε τέτοιο βαθμό καταβληθεί στο
τέλος από την συμφορά, ώστε ούτε καν τηρούσαν το έθιμο του
θρήνου για τους νεκρούς τους. Ακόμη πιο δύσφορα ένιωθαν όσοι
αντιμετώπιζαν το ελεεινό θέαμα των ετοιμοθάνατων, ενώ είχαν οι
ίδιοι θεραπευτεί από την ασθένεια, καθώς είχαν επιτυχώς βγει από
την εμπειρία της επιδημίας και δεν κινδύνευαν πλέον. Γιατί, από
την στιγμή που κάποιος είχε νοσήσει και θεραπευτεί, δεν μπορούσε
να ξανακολλήσει, ή, αν ίσως συνέβαινε κι αυτό, η δεύτερη
εκδήλωση της ασθένειας δεν ήταν ποτέ θανατηφόρα. Αυτούς τους
μακάριζαν όλοι και οι ίδιοι αισθάνονταν τόσο ευνοημένοι από την
τύχη, ώστε και στην υπόλοιπη ζωή τους έτρεφαν την μάταιη ελπίδα
πως δεν θα πεθάνουν από αρρώστεια.
Ένας παράγοντας που δυσκόλευε ακόμη περισσότερο την κατάσταση
ήταν η συσσώρευση του αγροτικού πληθυσμού στην πόλη, γεγονός που
είχε ολέθριες επιπτώσεις κυρίως σε αυτούς τους ανθρώπους. Γιατί
δεν υπήρχαν σπίτια γι’ αυτούς, παρά στοιβάζονταν σε αυτοσχέδιες
και πνιγηρές παράγκες, την πιο θερμή εποχή του έτους. Αυτοί,
λοιπόν, πέθαιναν μέσα στις χειρότερες συνθήκες. Τα πτώματά τους
ρίχνονταν το ένα πάνω στο άλλο και ορισμένοι, σχεδόν ημιθανείς,
κυλιούνταν στους δρόμους και δίπλα στις κρήνες, επιθυμώντας,
μέσα στον πυρετό τους, να πιουν νερό. Και τα ιερά στα οποία
κατασκήνωναν γέμισαν πολύ γρήγορα με νεκρούς που πέθαιναν επί
τόπου.
Καθώς, λοιπόν, το κακό έπαιρνε τεράστιες διαστάσεις, οι
άνθρωποι, που δεν ήξεραν τι να κάνουν, άρχισαν να αδιαφορούν για
την θρησκεία και για κάθε έννοια τάξης. Όλα τα έθιμα ταφής, τα
οποία παλαιότερα τηρούνταν με συνέπεια, τώρα παρέλυαν κι ο
καθένας έθαβε τους νεκρούς του με υποτυπώδεις τρόπους.
Ορισμένοι, που είχαν ήδη κηδεύσει πολλούς συγγενείς και δεν
διέθεταν πλέον τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για να
αναλάβουν μια νέα κηδεία, κατέφευγαν σε ατιμωτικές λύσεις.
Βιάζονταν να φτάσουν πρώτοι στα σημεία όπου άλλοι είχαν σωρεύσει
ξύλα για τις νεκρικές πυρές των οικείων τους, τοποθετούσαν πάνω
τους δικούς τους, νεκρούς και άναβαν φωτιά. Ή, την στιγμή που
είχε ανάψει μια νεκρική πυρά, έριχναν βιαστικά το σώμα του δικού
τους νεκρού πάνω στο άλλο που ήδη καιγόταν και μετά το ‘βαζαν
στα πόδια.
Από κάθε άποψη, λοιπόν, ο λοιμός έφερε στην Αθήνα για πρώτη φορά
το νόσημα της ανομίας. Βλέποντας πόσο απρόβλεπτες ήταν οι
μεταστροφές της τύχης, καθώς πολλοί πλούσιοι πέθαιναν ξαφνικά
και άλλοι, προηγουμένως πάμπτωχοι, πλούτιζαν εν μια νυκτί
κληρονομώντας τις περιουσίες τους, οι πολίτες άρχισαν να
επιδίδονται ανοιχτά σε ακολασίες, φανερώνοντας συνήθειες που
παλαιότερα προσπαθούσαν επιμελώς να κρύψουν. Έτσι, ξόδευαν εν
ριπή οφθαλμού τα χρήματά τους σε απολαύσεις, γιατί πίστευαν ότι
τόσο τα λεφτά όσο και η ζωή ήταν εξίσου εφήμερα πράγματα. Και
σχετικά με αυτά που παλαιότερα θεωρούνταν ανώτερες αξίες, κανείς
τώρα δεν ήθελε να ζει εφαρμόζοντάς τις, γιατί κανείς δεν ήξερε
αν θα ήταν την επόμενη μέρα ζωντανός για να χαίρεται με τιμές
και επαίνους. Κανείς πια δεν φοβόταν τους θεούς, επειδή δεν είχε
καμία σημασία αν τους τιμούσε ή όχι, αφού και οι θεοσεβείς και
οι άθεοι χάνονταν εξίσου. Αλλά και τον ανθρώπινο νόμο δεν τον
φοβόταν κανείς, εφόσον δεν περίμενε να ζήσει τόσο ώστε να
προλάβει την δίκη που θα τον τιμωρούσε. Αντιθέτως, όλοι
αισθάνονταν ότι η πιο βαριά τιμωρία κρεμόταν κιόλας πάνω απ' το
κεφάλι τους. Γι’ αυτό, πριν τους πετύχει ο θάνατος, προσπαθούσαν
κάτι να απολαύσουν.
Τέτοια ήταν η συμφορά που έπεσε τότε στην Αθήνα, καθώς οι
άνθρωποι πέθαιναν μέσα στο άστυ και τα περίχωρα λεηλατούνταν.
Όπως ήταν αναμενόμενο, μέσα στην δίνη της δυστυχίας διάφοροι
θυμήθηκαν έναν παλιό χρησμό που έλεγε ότι θα έρθει κάποτε ένας
Δωρικός πόλεμος και μαζί του καταστροφή. Κι άρχισαν να
λογομαχούν μεταξύ τους, καθώς ορισμένοι υποστήριζαν ότι η
καταστροφή στην οποία ο χρησμός αναφερόταν ήταν λοιμός
[επιδημία], ενώ άλλοι θεωρούσαν ότι η Πυθία είχε μιλήσει για
λιμό [πείνα]. Φυσικά, επικράτησε η άποψη ότι ο χρησμός εννοούσε
την επιδημία. Γιατί οι άνθρωποι πάντοτε συνηθίζουν να
συμμορφώνουν την μνήμη τους στις συνθήκες του παρόντος. Και
νομίζω ότι, αν κάποτε στο μέλλον, ξανασυμβεί ένας άλλος Δωρικός
πόλεμος που να συνοδευτεί από πείνα, τότε θα λένε ότι ο παλαιός
χρησμός είχε μιλήσει ξεκάθαρα για λιμό. Υπήρχε κι ένας άλλος
δελφικός χρησμός που είχε δοθεί στους Σπαρτιάτες και ορισμένοι
αναφέρονταν και σ’ αυτόν. Ότι, αν οι Λακεδαιμόνιοι κήρυσσαν τον
πόλεμο, τότε θα νικούσαν κατά κράτος γιατί ο ίδιος ο θεός θα
στεκόταν στο πλευρό τους. Αυτό που εκείνη την στιγμή συνέβαινε
φαινόταν να επαληθεύει τα λόγια της Πυθίας. Οπωσδήποτε, λίγο
μετά την λακεδαιμονιακή εισβολή είχε ξεσπάσει ο λοιμός [για τον
οποίο οι θρησκόληπτοι πίστευαν ότι είχε ως φορέα τον Απόλλωνα],
Επιπλέον, δεν απείλησε ποτέ σοβαρά την Πελοπόννησο, αλλά
ενέσκηψε με μένος αρχικά στην Αθήνα και, από εκεί, εξαπλώθηκε
και σε άλλες πυκνοκατοικημένες περιοχές. Αυτά ήταν τα γεγονότα
του λοιμού».
Όπως είναι αναμενόμενο, η φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου που
επενδύεται με μεγαλύτερη τραγικότητα, .στον Θουκυδίδη, είναι
αυτή της σικελικής εκστρατείας, μέσω της οποίας επιχειρήθηκε να
υλοποιηθούν τα πλέον απογειωμένα σχέδια επέκτασης της αθηναϊκής
ισχύος. Σε αυτήν την εκστρατεία αφιερώνονται το έκτο και το
έβδομο βιβλίο της Ιστορίας. Εδώ η τραγικότητα δεν οφείλεται μόνο
στο δραματικό στήσιμο των εκτενέστατων αντιλογιών μέσω των
οποίων αποδίδονται οι πολιτικές διαβουλεύσεις σχετικά με την
Σικελία, με τις επιφυλάξεις, τους φόβους, αλλά και τις
προσδοκίες τους. Το αίσθημα του τραγικού τονίζεται πολύ
περισσότερο από την δυσοίωνη αντιφατικότητα των συναισθημάτων
και των σκέψεων με τις οποίες περιγράφεται το ξεπροβόδισμα του
αθηναϊκού στόλου από συγγενείς, φίλους, οικιακούς δούλους και
περίεργους επισκέπτες από άλλες πόλεις, όταν τα αγήματα
αναχωρούσαν για την μεγαλύτερη και λαμπρότερη πολεμική
επιχείρηση που είχε μέχρι τότε, σε όλο τον γνωστό κόσμο,
πραγματοποιηθεί:
«Πορεύονταν με ελπίδες, αλλά ταυτόχρονα και με θρήνους. Με
ελπίδες ότι θα κατακτούσαν την Σικελία. Με θρήνους απ’ τον φόβο
πως μπορεί να μην ξαναέβλεπαν τους δικούς τους, επειδή
αναλογίζονταν πόσο μακρυά απ’ την πόλη τους στέλνονταν. Και την
στιγμή εκείνη, καθώς πια θα άφηναν ο ένας τον άλλον, και με τον
κίνδυνο να τους απειλεί, πιο πολύ έρχονταν στο μυαλό τους τα
δεινά παρά όταν αποφάσιζαν την εκστρατεία. Έπαιρναν όμως
κουράγιο την ώρα τούτη από το μέγεθος των δυνάμεων τους και από
το πλήθος όλων αυτών που έβλεπαν με τα ίδια τους τα μάτια. Οι
ξένοι και το υπόλοιπο πλήθος είχαν έρθει για το θέαμα και με την
σκέψη ότι την απίστευτη αυτή επιχείρηση άξιζε να την
παρακολουθήσει κανείς.
Πραγματικά, η εκστρατεία αυτή, που για πρώτη φορά ξεκινούσε από
μια μονάχα πόλη και με δυνάμεις αποκλειστικά ελληνικές, ήταν η
πιο πολυέξοδη και η πιο λαμπρή από όσες υπερπόντιες είχαν γίνει
μέχρι τότε. [...] Ο στόλος είχε ετοιμαστεί με μεγάλη φροντίδα
και με τεράστια έξοδα της πολιτείας και των τριηράρχων. Το
δημόσιο έδινε εξαιρετική ημερήσια αμοιβή σε κάθε ναύτη και
επιπλέον προμήθευε εξήντα πολεμικά καράβια και σαράντα
οπλιταγωγά, τοποθετώντας σε αυτά διαλεχτούς αξιωματικούς και
τεχνικούς. Οι τριήραρχοι, στις αμοιβές που έδινε το δημόσιο,
πρόσθεσαν δικές τους συμπληρωματικές, κυρίως στους κωπηλάτες της
πάνω σειράς, στους αξιωματικούς και στους τεχνικούς, ενώ
παράλληλα είχαν εφοδιάσει τα καράβια με πολυτελείς ανέσεις και
έπιπλα. Καθένας έβαζε όλα του τα δυνατά, ώστε το καράβι του να
ξεχωρίζει σε ομορφιά και ταχύτητα. Στο πεζικό, οι άνδρες
διαλέχτηκαν από τους καλύτερους καταλόγους και ήταν μεγάλη η
άμιλλα μεταξύ τους για to ποιος θα
έχει τα καλύτερα όπλα και τα περισσότερα προσωπικά εφόδια. Κι
έφτασε έτσι να συναγωνίζονται μεταξύ τους, όπου είχε ο καθένας
ταχθεί, ώστε η όλη επιχείρηση έμοιαζε μάλλον επίδειξη δύναμης
και πλούτου προς τους άλλους Έλληνες παρά στρατιωτική
προετοιμασία εναντίον εχθρού. Γιατί, αν λογάριαζε κανείς τις
δαπάνες της πόλης από το δημόσιο ταμείο, δηλαδή τα χρήματα που
είχε ήδη πληρώσει η πολιτεία για τις προετοιμασίες και τα έξοδα
που επρόκειτο στο μέλλον να καλύψει, συν τα έξοδα που προσωπικά
αναλάμβαναν όσοι μετείχαν στην εκστρατεία, δηλαδή όσα χρήματα
είχαν ήδη ξοδεύσει οι ιδιώτες, απλοί ναύτες και τριήραρχοι, για
τον εαυτό τους και για το καράβι τους, συν όσα ακόμη επρόκειτο ο
καθένας στο άμεσο μέλλον να ξοδεύσει, συν όσες προμήθειες
έπαιρναν μαζί τους όλοι αυτοί για να τις ανταλλάξουν ή να τις
πουλήσουν στην Σικελία, θα έβρισκε ότι συνολικά ένα τεράστιο
ποσό χρημάτων και αγαθών έβγαινε από την πόλη.
Όμως, η εκστρατεία φημίστηκε παντού όχι μονάχα για την παράδοξη
τόλμη της και την θαυμαστή λαμπρότητά της, αλλά και για την
συντριπτική υπεροχή της απέναντι στους αντιπάλους της, κι επίσης
γιατί ήταν το πιο μακρυνό ταξίδι που έγινε ποτέ απ’ την Αθήνα κι
επιχειρήθηκε με τις πιο μεγάλες ελπίδες για κατακτήσεις
μελλοντικές που θα ήταν σημαντικότερες σε σύγκριση με τα όσα
είχαν μέχρι τότε αποκτήσει οι Αθηναίοι. Όταν πληρώματα και αγαθά
φορτώθηκαν στα καράβια, πριν ξανοιχτούν στην θάλασσα, δόθηκε με
την σάλπιγγα παράγγελμα για σιωπή κι άρχισαν να κάνουν τις
καθιερωμένες πριν το ταξίδι ευχές, όχι όμως χωριστά σε κάθε
καράβι, αλλά όλοι μαζί, συνοδεύοντας έναν κήρυκα που τις
απήγγελλε. Υπήρχε κρασί για όλο το στράτευμα και αξιωματικοί κι
οπλίτες έκαναν σπονδές στους θεούς κρατώντας στο χέρι κούπες
χρυσές ή ασημένιες. Μαζί ευχόταν από την στεριά και το υπόλοιπο
πλήθος, οι πολίτες κι οι φίλοι τους. Κι αφού τραγούδησαν τον
παιάνα και τέλειωσαν τις σπονδές, βγήκαν στο πέλαγος, με το ένα
καράβι να αρμενίζει στην αρχή πίσω απ’ το άλλο, όπως έπρεπε, σε
νηοπομπή. Ύστερα όμως τα καράβια άρχισαν να κάνουν κόντρες
μεταξύ τους μέχρι την Αίγινα».
Τα επεισόδια τραγικού σασπένς στην Ιστορία συνεχίζονται, με τον
Θουκυδίδη να οργανώνει τις αντιπαραθέσεις στις πολιτικές και
πολεμικές στρατηγικές με όρους διαλεκτικής. Όπως είδαμε και πιο
πριν, με τα πολλά η Αθήνα στέλνει και ενισχύσεις στην Σικελία,
υπό τις διαταγές του στρατηγού Δημοσθένη. Ωστόσο, έχει ήδη
προφτάσει να φέρει βοήθεια στους Συρακουσίους ο Σπαρτιάτης
Γύλιππος, επικεφαλής πελοποννησιακών στρατευμάτων. Οι Αθηναίοι
χτίζουν πολιορκητικό τείχος γύρω από τις Συρακούσες για να
καταλάβουν την πόλη. Όμως οι Συρακούσιοι κι οι σύμμαχοί τους
χτίζουν αντιτείχισμα και εφαρμόζουν κάθε τακτική ανορθόδοξου
πολέμου της εποχής ώστε να εγκλωβίζουν στην ξηρά τον αντίπαλο.
Οι Αθηναίοι, όταν είχαν πρωτοέρθει στην Σικελία, φαίνονταν
τρομεροί ως εχθρός που τον έφερνε η θάλασσα. Τελικά, βρίσκονται
με τον χώρο ελλιμενισμού τους στο νησί αποκλεισμένο και την
έξοδό τους από εκεί δυσθεώρητη. Η διαλεκτική της ιστορίας - κατά
τρόπο που θυμίζει έντονα τραγική σύνθεση, και συγκεκριμένα την
Ορέστεια του Αισχύλου - μετατρέπει αιφνιδιαστικά τον κυνηγό σε
θήραμα, τον πολιορκητή σε πολιορκημένο, τον επιτιθέμενο σε
αμυνόμενο. Με λίγα λόγια, πολύ γρήγορα το αθηναϊκό εκστρατευτικό
σώμα συνειδητοποιεί ότι όχι μόνο δεν πρόκειται ποτέ να θέσει υπό
τον έλεγχό του την Σικελία, αλλά και ότι δύσκολα θα μπορέσει να
φύγει από εκεί. Ο Αθηναίος στρατηγός Νικίας θα προβεί σε μια
απελπισμένη απόπειρα να σπάσει τον αποκλεισμό του στόλου του. Θα
επιχειρήσει να φύγει από την Σικελία με ναυμαχία, την τελευταία
αυτής της εκστρατείας. Και ο Θουκυδίδης αναλαμβάνει να
παρουσιάσει την κρισιμότητα της κατάστασης αντιπαραθέτοντας τις
εκτενείς δημηγορίες με τις οποίες οι αντίπαλες παρατάξεις
εμψυχώθηκαν για μάχη. Επαναλαμβάνω ότι τους παραινετικούς αυτούς
λόγους ο ίδιος ο ιστορικός δεν τους άκουσε, καθώς τότε βρισκόταν
εξόριστος στην Θράκη. Ανασυνθέτει όμως τι θα ήταν λογικό να έχει
ειπωθεί. Παρουσιάζει, λοιπόν, τον Νικία να τονίζει στους ναύτες
του ότι πρέπει να πολεμήσουν γενναία όχι για να κατακτήσουν την
Σικελία, επεκτείνοντας την αθηναϊκή ηγεμονία, ή για να
πλουτίσουν περισσότερο. Εδώ κρίνεται η ίδια η ζωή τους, το αν θα
καταφέρουν να ξαναδούν το σπίτι τους. Η λογική του είναι: δεν
υπάρχει πίσω - ή τώρα ή ποτέ! Όμως την ίδια λογική φαίνεται ότι
έχει και ο Γύλιππος, που έχει αντιληφθεί τις προετοιμασίες των
Αθηναίων για αναχώρηση. Και παρουσιάζεται κι αυτός να μιλά στον
δικό στρατό, τονίζοντας ότι πρέπει να είναι ανυποχώρητος,
συντρίβοντας τους Αθηναίους ή τώρα ή ποτέ!
Η ναυμαχία πραγματοποιείται και ο Θουκυδίδης αναπαριστά
λεπτομερώς τον γδούπο που έκανε ο αθηναϊκός στόλος κατά την
συντριβή του. Προχωρώντας όμως πιο πέρα από την αναμενόμενη
καταγραφή των ναυτικών ελιγμών και των συγκρούσεων που
σημειώθηκαν στο επιχειρησιακό πεδίο, ο ιστορικός μας νοιάζεται
περισσότερο να αποδώσει την ψυχική ένταση που βρισκόταν πίσω από
την εξέλιξη του αγώνα. Εστιάζει στους πεζικάριους και των δύο
παρατάξεων, και κυρίως των Αθηναίων, που παρακολουθούσαν τα
δρώμενα από την ξηρά.
Εδώ, σύμφωνα με την προσφιλή του εμμονή με την ψυχολογία της
μάζας, ο Θουκυδίδης κάνει παρατηρήσεις πάνω στην μαζική αυταπάτη
που εύκολα μεταπίπτει σε μαζικό πανικό. Παράλληλα, βγάζει και
πάλι στο προσκήνιο την άποψή του ότι το ίδιο φαινόμενο μπορεί να
ειδωθεί από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Ο παράγοντας της
υποκειμενικής θεώρησης υπογραμμίζει εδώ την τραγική ειρωνεία που
κρύβεται πίσω από τα πράγματα όταν αυτά είναι ήδη ξεκάθαρα, αλλά
αρνείται κανείς να τα δει. Η τραγική ειρωνεία αφορά βεβαίως τους
Αθηναίους, κάποιοι από τους οποίους, ακόμη και λίγο πριν την
αναπόφευκτη ήττα, ελπίζουν ότι ο μεγαλειώδης στόλος τους θα
νικήσει. Πρόκειται όντως για τραγωδία, μια τραγωδία
στρατιωτικοπολιτική και ψυχολογική. Γι’ αυτό και τα πρόσωπα που
εδώ παρουσιάζονται θυμίζουν με τα επιφωνήματα και τις κινήσεις
τους τραγικό Χορό.
«Στην στεριά, το πεζικό και των δύο, όσο η ναυμαχία ήταν
ισόπαλη, αγωνιούσε και βρισκόταν σε σύγχυση, των μεν ντόπιων
[των Συρακουσίων] γιατί φιλοδοξούσαν να πετύχουν μια λαμπρότατη
νίκη, των δε επιδρομέων [των Αθηναίων] γιατί φοβούνταν συμφορές
μεγαλύτερες από όσες είχαν ήδη πάθει. Επειδή οι Αθηναίοι είχαν
πλέον εναποθέσει όλες τους τις ελπίδες στο ναυτικό τους, ο φόβος
τους για το μέλλον δεν μπορούσε να συγκριθεί με κανέναν
προηγούμενο. Και, εξαιτίας της ανώμαλης χωροταξίας της
ναυμαχίας, ανώμαλες ήταν κι οι εντυπώσεις όσων την
παρακολουθούσαν από την στεριά. Επειδή οι σκηνές ξετυλίγονταν σε
μικρή απόσταση από την στεριά, έτσι ώστε δεν υπήρχε προοπτική
βάθους, και επειδή δεν κοίταζαν όλοι ταυτόχρονα στο ίδιο σημείο,
αν έβλεπαν κάπου τους δικούς τους να νικούν, αναθαρρούσαν κι
άρχιζαν τις επικλήσεις προς τους θεούς να μην τους στερήσουν την
σωτηρία. Άλλοι, που σε άλλο σημείο έβλεπαν τους δικούς τους να
ηττώνται, θρηνούσαν γοερά, κι από την θέα των γεγονότων έχαναν
το ηθικό τους περισσότερο από εκείνους που πολεμούσαν. Τέλος,
άλλοι κοίταζαν κάπου όπου η ναυμαχία ήταν ισόπαλη, επειδή για
πολλή ώρα ο αγώνας παρέμενε σε εκκρεμότητα, και με τα σώματά
τους έκαναν κινήσεις ανάλογες με τα συναισθήματά τους, γεμάτοι
αγωνία, και περνούσαν τις δυσκολότερες στιγμές. Γιατί κάθε
στιγμή τούς φαινόταν ότι ή γλύτωναν ή χάνονταν. Και ήταν
δυνατόν, όσο η ναυμαχία δεν είχε ακόμη κριθεί, μέσα στον ίδιο
στρατό, στον στρατό των Αθηναίων, να ακούει κανείς Ταυτόχρονα τα
πιο ετερόκλητα πράγματα, θρήνους, ζητωκραυγές, «νικήσαμε»,
«χαθήκαμε», κι όσα άλλα ένας μεγάλος στρατός, σε ώρα μεγάλου
κινδύνου, κατ’ ανάγκην ξεστομίζει. Παραπλήσια ήταν κι η αγωνία
των Συρακουσίων και των συμμάχων τους μέχρι που αυτοί, ύστερα
από αγώνα που κράτησε πολύ, ανάγκασαν σε υποχώρηση τον αθηναϊκό
στόλο και πιέζοντάς τον αδιάκοπα, με πολλές κραυγές και απειλές,
τον κυνήγησαν έως την στεριά».
Οι επιζώντες του αθηναϊκού εκστρατευτικού σώματος προσπάθησαν να
περάσουν, όπως είπαμε, στην κυρίως Ιταλία για να επιστρέφουν με
τα πόδια στην πόλη τους, αλλά οι Συρακούσιοι τούς έφτασαν πριν
προλάβουν να απομακρυνθούν πολύ. Έχει σημασία τι έγινε μετά.
Παραθέτω κάποιες από τις εικόνες της τελικής εξαθλίωσης των
Αθηναίων στην Σικελία, για να φανεί η δραματική μεταστροφή των
πραγμάτων που επεφύλασσε η ιστορία για εκείνο τον μεγάλο στόλο
που, κάποιους μήνες πιο πριν, έκανε επίδειξη χλιδής και κόντρες
με γκάζια απο- πλέοντας από τον Πειραιά.
«Οι Συρακούσιοι έριξαν στα λατομεία όσους Αθηναίους και
συμμάχους τους αιχμαλώτισαν, με την πεποίθηση ότι αυτή ήταν η
ασφαλέστερη φυλακή. Εκτέλεσαν μόνο τον Νικία και τον Δημοσθένη,
αντίθετα με την θέληση του Γύλιππου, ο οποίος θα το θεωρούσε
μεγάλο του κατόρθωμα, κοντά στα τόσα του άλλα, να φέρει δεμένους
στην Σπάρτη τους δύο στρατηγούς του εχθρού [...] Τους
αιχμαλώτους που έριξαν στα λατομεία οι Συρακούσιοι τον πρώτο
καιρό τούς μεταχειρίστηκαν σκληρά. Μαντρωμένοι όλοι μαζί σε τόπο
βαθύ και στενό, υπέφεραν, γιατί ήταν κι ασκέπαστος, στην αρχή
από τον ήλιο και την αποπνικτική ζέστη, κι αργότερα από τις
ψυχρές νύχτες του φθινοπώρου που προκάλεσαν αρρώστειες με την
απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας. Επιπλέον, εξαιτίας της
στενότητας του χώρου, ήταν αναγκασμένοι να το κάνουν όλα στο
ίδιο μέρος. Και τα πτώματα εκείνων που πέθαιναν από τα τραύματά
τους, την απότομη μεταβολή του καιρού και τις σχετικές αιτίες
σωριάζονταν το ένα πάνω στο άλλο κι η βρώμα ήταν ανυπόφορη.
Ταυτόχρονα, βασανίζονταν από την δίψα και την πείνα. Γιατί επί
οκτώ μήνες έδιναν κάθε μέρα στον καθένα μια κουπίτσα νερό και
δυο κουταλιές σιτάρι. Κι υπέφεραν όλα τα δεινά που ήταν επόμενο
να υπομένουν άνθρωποι ριγμένοι σε τέτοιο μέρος. Περίπου
εβδομήντα μέρες έζησαν έτσι στοιβαγμένοι. Έπειτα, οι Συρακούσιοι
συνέχισαν να κρατούν αιχμαλώτους τους Αθηναίους και τους
Σικελιώτες και Ιταλιώτες που τους είχαν βοηθήσει, ενώ τους
άλλους συμμάχους τούς πούλησαν δούλους. Είναι δύσκολο να
εκτιμήσει κανείς πόσοι αιχμαλωτίστηκαν. Πάντως ήταν τουλάχιστον
7.000. Το γεγονός αυτό αποδείχτηκε το πιο σημαντικό του πολέμου
τούτου, νομίζω μάλιστα και από όλα τα γεγονότα που έχουμε
ακουστά για την Ελλάδα. Αποτέλεσε το πιο λαμπρό κατόρθωμα για
τους νικητές και την πιο μεγάλη συμφορά για τους νικημένους.
Γιατί νικήθηκαν σε όλα τα επίπεδα και ολοκληρωτικά. Και καθένα
από τα παθήματά τους ήταν τεράστιο, με όποιο μέτρο κι αν το
έκρινε κανείς. Έπαθαν κυριολεκτική πανωλεθρία και έχασαν τα
πάντα και λίγοι από τους τόσους πολλούς επέστρεψαν στην πόλη
τους. Αυτά ήταν όσα έγιναν στην Σικελία».
Στο όγδοο και τελευταίο βιβλίο που έγραψε ο Θουκυδίδης, λέει ότι
την είδηση της καταστροφής την έφεραν στην Αθήνα οι ελάχιστοι
στρατιώτες που είχαν ζήσει τα γεγονότα, αλλά κατάφεραν να
αποδράσουν. Όμως η πόλη αρνιόταν να πιστέψει την αγριότητα των
περιγραφών τους, σκεπτόμενη ότι δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί να
έχει συμβεί το ολοσχερές ξεκλήρισμα ενός τόσο μεγάλου στρατού.
Κι όταν κάποια στιγμή συνειδητοποιήθηκε η αλήθεια, και καθώς
«όλα τα δάκρυα της πόλης δεν έφταναν για να θρηνήσουν την
συμφορά», οι Αθηναίοι καταλήφτηκαν από τρόμο: ότι οι συμμαχικές
τους πόλεις θα αρχίσουν να αποστατούν η μια μετά την άλλη, ότι
οι Πελοποννήσιοι θα τους πολιορκήσουν από στεριά και θάλασσα,
ότι θα ξυπνήσουν ένα πρωί με τα καράβια των Συρακουσίων να
σεργιανίζουν στον Πειραιά. Σε χρονικό διάστημα μικρότερο από μια
δεκαετία, όλοι αυτοί οι φόβοι, εκτός από τον τελευταίο, είχαν
επαληθευτεί. Και ο Θουκυδίδης, στο όγδοό του βιβλίο, ασχολήθηκε
με τα σχετικά γεγονότα, μόνο που ο θάνατος δεν τον άφησε να
ολοκληρώσει την αφήγηση της τελευταίας επιχειρησιακής φάσης του
Πελοποννησιακού Πολέμου, αυτής που χαρακτηρίστηκε από τα
πλιάτσικα του εναπομείναντος αθηναϊκού στόλου στο
Βορειοανατολικό Αιγαίο και από την τελειωτική ήττα της Αθήνας.
Το όγδοο βιβλίο της Ιστορίας παρέμεινε ημιτελές, όπως ημιτελώς
γράφτηκε και η τελευταία φράση του.
Ωστόσο, από το όγδοο βιβλίο δεν λείπουν οι ουσιωδέστερες
παρατηρήσεις τις οποίες συνήθιζε να κάνει ο ιστορικός όταν
έβλεπε μια σταθερή δομή να αλλάζει. Αυτές αφορούν και πάλι στην
ψυχολογία της μάζας που, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, ρυθμίζεται
από την πολιτική και την ρυθμίζει. Ο Θουκυδίδης τονίζει πως,
αμέσως με την είδηση της καταστροφής στην Σικελία, οι Αθηναίοι
επιδόθηκαν σε κατηγορίες εναντίον των ρητόρων που τους είχαν
ενθαρρύνει να αναμιχθούν στα σικελικά, αλλά και εναντίον των
μάντεων και των χρησμολόγων που επί καιρό τούς διαβεβαίωναν ότι
ήταν θέμα χρόνου η πτώση των Συρακουσών. «Λες και δεν είχαν οι
ίδιοι ψηφίσει για να αποφασιστεί η εκστρατεία» - παρατηρεί ο
ιστορικός. Άρχισαν, επίσης, να κάνουν εκπτώσεις στις πεποιθήσεις
τους περί του ορθού και δίκαιου πολιτεύματος, επιζητώντας την
επιβολή συνθήκης έκτακτης ανάγκης «όπως πολύ συχνά συμβαίνει σε
ανθρώπους που, πάνω στον πανικό τους, βάζουν στην άκρη τα περί
δημοκρατίας και επιθυμούν να επιβληθεί μια τάξη». Φαίνεται,
λοιπόν, ότι ο δημοκρατικός αθηναϊκός φιλελευθερισμός κρατούσε
όσο η ηγεμονία της πόλης μπορούσε να απογειώνεται, μεταφραζόμενη
σε φράγκα για όλους. Όμως δύσκολα μπορούσε να αντέξει το
γενικευμένο πένθος, την φτώχεια, την πείνα και τα συνεπακόλουθα
δεινά.
Οι Αθηναίοι, με την θέλησή τους, παραιτήθηκαν από το βασικότερο
δικαίωμα της δημοκρατικής τους πολιτείας: να παίρνουν όλοι, με
πνεύμα ισονομίας στην εκκλησία του δήμου και στα δικαστήρια, τις
αποφάσεις για την διαχείριση των πραγμάτων της πόλης,
ανεξαρτήτως των εισοδημάτων τους ή της κοινωνικής τους
καταγωγής. Το 411 π.Χ. αυτές οι αρμοδιότητες μεταφέρθηκαν, από
την εκκλησία του δήμου και τα λαϊκά δικαστήρια, σε μια βουλή
τετρακοσίων μελών που προέρχονταν μόνο από τις ανώτερες
κοινωνικές τάξεις. Έτσι, ξαναπήρε κεφάλι η ολιγαρχική παράταξη.
Κι αυτή, τελικά, το 404 π.Χ., με την πτώση της Αθήνας και την
λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, έφερε στην εξουσία τους
τριάντα τυράννους που προέβησαν σε μαζικές προγραφές των
δημοκρατικών, με συνοπτικές δίκες, εξορίες, εκτελέσεις και
κατάχρηση περιουσιών. Η επιπολαιότητα με την οποία οι
δημοκρατικοί άρχισαν να σκάβουν τον λάκκο τους το 411 π.Χ.
επαληθεύει την περιβόητη φράση του Θουκυδίδη ότι η δημοκρατία
ήταν μόνο στα λόγια κι ότι εύκολα μπορούσε να αλωθεί από τους
ισχυρότερους άνδρες. Θυμόμαστε ότι αυτά τα είχε πει για την
πρώιμη φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου, αναφορικά με την σχέση
του αθηναϊκού δήμου με τον Περικλή. Η ανεύθυνη στάση του δήμου
δημιουργεί, λοιπόν, ένα πλήρες σχήμα κύκλου στην διάρκεια του
Πελοποννησιακού Πολέμου, σηματοδοτώντας την αρχή, την εξέλιξη
και τέλος του. Η κατάρρευση της δημοκρατίας ήταν ασφαλώς το
τραγικότερο επεισόδιο της μακρόχρονης σύρραξης Αθηναίων και
Πελοποννησίων. Αποδεικνύει την αμφίδρομη σχέση μεταξύ εξωτερικών
και εσωτερικών πολιτικών παραγόντων. Αποδεικνύει επίσης ότι ο
φιλελευθερισμός και η ισονομία προϋποθέτουν πολίτες που μπορούν
όντως να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους, ειδικά στα ζόρια. Με
απώτερη απεύθυνση στους ανθρώπους αυτούς, στους υπεύθυνους
πολίτες, έγραψε την Ιστορία του ο Θουκυδίδης, αυτό το γνήσιο
τέκνο της αθηναϊκής πόλης της εποχής της ακμής.
(Απόσπασμα από τη μελέτη
«ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ – Ο Θουκυδίδης ως πολιτικός ιστορικός
του Πελοποννησιακού πολέμου»)
- ΛΕΣΧΗ ΚΑΤΑΣΚΟΠΩΝ ΤΟΥ 21ου
ΑΙΩΝΑ -