Ο ΣΑΠΦΙΚΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
Απόσπασμα από το έργο
της
Marion
Giebel
«ΣΑΠΦΩ»
Στην περιγραφή του πάθους στο ποίημα «Όμοια θεού μου
φαίνεται η θωριά του» υποφώσκει από πάντα το ερώτημα αν
ο σαπφικός έρωτας έβρισκε ή όχι σωματική εκπλήρωση,
ζήτημα εντελώς υποδεέστερης σημασίας για την παρουσίαση
της ζωής και του ποιητικού έργου της Σαπφώς. Αν τώρα στο
ερώτημα αυτό δοθεί καταφατική απάντηση, αυτό γίνεται
κατ’ αναλογία προς την παιδεραστία, όπου η σωματική
προσφορά είναι τεκμηριωμένη. Από τα εκφραζόμενα από την
Σαπφώ στα ποιήματά της - κι αυτό ας ξεκαθαριστεί μια για
πάντα - δεν μπορεί να υπάρξει οριστική διαπίστωση ως
προς το θέμα. Η υψηλή συναισθηματική ένταση που
εκδηλώνεται με σωματικά συμπτώματα, έτσι όπως
περιγράφονται στο ποίημα της Σαπφώς, είναι ακριβώς
χαρακτηριστική του ανεκπλήρωτου, «ιπποτικού έρωτα» της
εποχής των τροβαδούρων. Ο νους μας πάει στον Δάντη και
τον Πετράρχη· αλλά και στους μυστικιστές της δύσης που
περιέγραψαν τις έντονες συγκινήσεις που τους προκάλεσαν
διάφορα θεϊκά οράματα - κάθε φορά αναδύονται τα ίδια
ψυχοσωματικά συμπτώματα. Ακόμα λοιπόν κι αν θελήσουμε να
δούμε τις σχέσεις της Σαπφώς προς τα κορίτσια της μέσα
από το πρίσμα της ομοφυλοφιλίας, επιστρατεύοντας
σύγχρονους ψυχολογικούς ορισμούς, αυτό δε σημαίνει πως
θάχουμε μια οριστική, μονοσήμαντη απάντηση.
«Ομοφυλοφιλία... είναι μια συναισθηματική τάση, που
οδηγεί σε μια στενή, οικεία επαφή ανάμεσα σε άτομα του
ίδιου φύλου και που μπορεί να προκαλέσει, όχι όμως
απαραίτητα, την εκδήλωση μιας σεξουαλικής συμπεριφοράς»,
γράφει η Charlotte Wolff. Από
δω θα ήταν άκρως ευνόητο να περάσει κανείς από μια
έντονη, ίσως μάλιστα υπερτονισμένη συναισθηματικότητα
της Σαπφώς σε μια ανεκπλήρωτη σωματική σχέση. Η εισαγωγή
πάντως της έννοιας της ομοφυλοφιλίας ή λεσβιακής αγάπης
όπως αλλιώς λέγεται, εμφανίζεται άκρως προβληματική. Η
έννοια αυτή δεν είναι σωστό να περιοριστεί μονάχα στη
Σαπφώ, θα πρέπει κατά συνέπεια να επεκταθεί και στις
άλλες διευθύντριες κύκλων νεανίδων. Και τι γίνεται με
τον Αρχίλοχο και τον Αλκαίο που ήσαν παιδεραστές; Πώς
είναι δυνατό να θεωρείται μονάχα η Σαπφώ «λεσβία», άρα
ομοφυλόφιλη - μήπως η ελληνική κοινωνία δεν ήταν σε
γενικές γραμμές ομοφυλοφιλική, τη στιγμή που η
παιδεραστία ήταν κάτι το καθιερωμένο; Η ομοφυλοφιλία
αποτελεί εξ ορισμού μια λίγο ως πολύ αποκλειστική
προσήλωση στο ίδιο φύλο που συνδέεται με την απόρριψη
ατόμων του άλλου ως σεξουαλικών συντρόφων. Δεν μπορεί να
γίνει λόγος για κάτι τέτοιο στην ελληνική κοινωνία. Ο
Σόλων τονίζει τον παροδικό χαρακτήρα της παιδεραστίας,
όταν μιλάει για τις απολαύσεις του άντρα στη ζωή:
Πρώτα να 'ναι
παιδί κι όταν σημάνει η ώρα, τις ηδονές θα μάθει
απ' τη
γυναίκα,
κι όταν σε
ηλικία φτάσει, μόνος του θα τη βρει τη λύση.
(Προς Φιλόκυπρον 33 f)
Η Σαπφώ προετοίμαζε τα κορίτσια της για το γάμο κι όχι
μονάχα έγραφε επιθαλάμια αλλά τα εκτελούσε δοκιμαστικά
πριν τα παρουσιάσει’ ένας αρχαίος συγγραφέας αναφέρει
ότι της είχαν επιπλέον αναθέσει την ετοιμασία του
νυφικού κοιτώνα και την εκτέλεση του τυπικού
τελετουργικού μέρους κατά την υποδοχή της νύφης. Ο γάμος
κι η δημιουργία οικογένειας είναι αυτονόητος σκοπός της
κοπέλας και του νέου άντρα. Η παιδεραστία κι ο λεσβιακός
έρωτας συνδέονται, την εποχή της επικράτησης του
αριστοκρατικού ιδεώδους, με την παιδαγωγική λειτουργία.
Από ψυχολογική άποψη το είδος αυτό του έρωτα θα πρέπει
να το αντιμετωπίσουμε σαν ένα φαινόμενο, που λαμβάνει
υπ' όψη του ένα φυσιολογικό στάδιο ανάπτυξης του
ανθρώπου: κάθε άνθρωπος περνάει μια ομοφυλοφιλική φάση,
αφού η ανακάλυψη του εγώ του νέου ανθρώπου περνάει μέσα
από την ταύτισή του μ’ έναν ερωτικό σύντροφο του ίδιου
φύλου. Μέρος της ταύτισης αυτής αποτελεί η ερωτική έξαψη
η οποία μπορεί να οδηγήσει στην ερωτική επαφή, όχι όμως
υποχρεωτικά. «Η ομοφυλοφιλία τόσο στα κορίτσια όσο και
στ’ αγόρια, ανήκει στη φυσιολογική διαδικασία της
ερωτικής εκμάθησης».
Ας ξαναγυρίσουμε στο αρχικό σημείο απ' όπου ξεκινήσαμε:
στο ποίημα της Σαπφώς με την περιγραφή του πάθους. Μας
ενημερώνει για ένα σημαντικό γεγονός: η Σαπφώ μπορούσε
να μιλάει έτσι ανοιχτά για τον έρωτά της, γιατί ο
παιδαγωγικός έρωτας της παιδεραστίας τύχαινε γενικής
έγκρισης από την κοινωνία. Αξίωσε για τον εαυτό της το
ίδιο δικαίωμα με τους άντρες, να μιλήσει δηλαδή για τον
έρωτα, που ζωογονούσε και γονιμοποιούσε την επιρροή της
ως παιδαγωγού στα κορίτσια του κύκλου της. Εκθειάζοντας
το Κάλλος, τον Έρωτα και την Αρετή βρέθηκε σύμφωνη με
τις αξιοκρατικές αντιλήψεις του ανδρικού κόσμου. Το
δικαίωμα εξάλλου που αξίωσε για τον εαυτό της, της είχε
παραχωρηθεί. Αυτό αποδεικνύει την υψηλή εκτίμηση της
οποίας έχαιρε ως «η ποιήτρια». Ο ομότεχνός της την
εκθειάζει σαν τη «μαυρομαλλούσα, αγνή Σαπφώ,
γλυκοχαμογελούσα» (63 D)
[μετ.:Παναγής Λεκατσάς], Αγνή, πότνια ονομάζει ο Όμηρος
την παρθενική θεά Άρτεμη. Το άγαλμα της Σαπφώς ήταν
στημένο στην αίθουσα του δημαρχείου των Συρακουσών, ο
τάφος της γινόταν αντικείμενο των ίδιων τιμών που
απέδιδαν στους ήρωες, η μορφή της είχε κοπεί σε
νομίσματα - έτσι τιμούσαν την ποιήτρια και παιδαγωγό που
βίωσε κι εξύμνησε τον έρωτα σαν ηθικοπλαστική δύναμη και
ως μια απ’ τις θεμελιακές δυνάμεις της ανθρώπινης
ύπαρξης.
Στη διάρκεια του 5ου π.Χ. αιώνα το φαινόμενο παιδεραστία
αρχίζει να φθίνει, αφού δεν υπάρχουν πια οι κοινωνικές
και πολιτιστικές προϋποθέσεις της αριστοκρατικής
κουλτούρας. Με την αθηναϊκή δημοκρατία η εκπαίδευση
παύει ν’ αποτελεί προνόμιο των αριστοκρατικών
οικογενειών και παρέχεται σε όλους τους πολίτες. Αυτό
οδήγησε στη δημιουργία σχολείων με πληρωμένους
δασκάλους. Η ιδιωτική εκπαίδευση φθίνει, ο
παιδαγωγικο-ερωτικός σύνδεσμος των μεγαλυτέρων με τους
νεώτερους χάνει τη βάση του. Στον κύκλο του Σωκράτη
συναντάμε άλλη μια φορά την εξιδανίκευση της
παιδεραστίας· όμως η αττική κωμωδία ασκεί έντονη
κριτική: τους σταθερούς δεσμούς αντικαθιστούν τώρα οι
σχέσεις με «μειράκια της ηδονής» - αυτό σημαίνει την
παρακμή της παιδεραστίας ως θεσμού. Η κριτική που
στηλίτευσε την παρακμή, αργότερα αντιτάχθηκε, όταν πια
δεν υπήρχαν παρά μονάχα τα σημάδια της παρακμής, στη
Σαπφώ και την ερωτική κουλτούρα που προωθούσε. Μια
γυναίκα που δεν ζούσε στο περιθώριο, όπως γινόταν με τις
γυναίκες την εποχή του Περικλή και που μιλούσε τόσο
ελεύθερα για τον έρωτα, οπωσδήποτε έδινε αφορμή για
παρεξηγήσεις.
Ο έρωτας της Σαπφώς, ενσωματωμένος στο
κοινωνικο-πολιτιστικό πλαίσιο, θα βιωθεί παρόλ’ αυτά και
θα διαμορφωθεί από την ίδια την ποιήτρια με τον δικό της
τρόπο. Αποτελεί μια από τις αρχαϊκές υπαρξιακές
δυνάμεις, που προσδιορίζουν τη ζωή και ιδιαίτερα τη ζωή
της Σαπφώς:
ο Έρως μού
συντάραξε το νου
σαν άνεμος
στα δρυά που πέφτει του βουνού.
(50
D)
ο Έρως που τα
μέλη ξελιγώνει
πάλι το
σερπετό με συνταράζει
γλυκόπικρο κι
αμάχητο:
(137 D)
[μετ.:
Παναγής Λεκατσάς]
Λυσιτελής είναι στον Όμηρο ο ύπνος, που τυλίγει τον
κουρασμένο και του αποδιώχνει όλες τις έγνοιες (Ωδ. 20,
56 f· 23, 343). Ο Ησίοδος
μεταφέρει τη λέξη στον Έρωτα: ο Έρωτας είναι ο
ωραιότερος ανάμεσα στους αθάνατους θεούς, ο λυσιμελής.
Όμως «και των θεών και των ανθρώπων όλων την ψυχή λυγάει
μέσα στα στήθη τους και σβήνει την περίσκεψη απ’ το νου
τους». (Θεογ. 120) [μετ.:Παναγής Λεκατσάς], Η ιδιότητα
αυτή του Έρωτα να «λυγάει την ψυχή μέσα στα στήθη» κάνει
την άλλη ιδιότητα του «λυσιμελούς» να χάνει το ευχάριστο
νόημα που έχει στην Οδύσσεια, όπου η Αθηνά συμπονώντας
τον πολύμοχθο Οδυσσέα τού χύνει ανάλαφρο ύπνο στα μάτια.
Λυσιμελής είναι ο Έρωτας γιατί κάνει τους ανθρώπους
ανίκανους γι’ αντίσταση, όπως ο Απόλλωνας παρέλυσε τον
Πάτροκλο και του ’λυσε τα μέλη προτού πεθάνει (Ιλ. 16,
805). Εδώ ταιριάζει το επίθετο της Σαπφώς αμάχανον -
κάτι που δεν τα βγάζει κανείς πέρα μαζί του, γιατί δεν
υπάρχει καμιά μηχανή, κανένας τρόπος αντίστασης. Εδώ
αναδύεται μία από τις έννοιες που είναι ενδεικτικές της
αντίληψης της αρχαϊκής εποχής και της πρώιμης λυρικής
ποίησης:
ἀμηχανίη,
(ανημποριά), το να βρίσκεσαι εκτεθειμένος και
παραδομένος στις θεϊκές-δαιμονικές δυνάμεις, στα
σκαμπανεβάσματα της ζωής, έτσι όπως το ’νοιωσαν
ιδιαίτερα ο Αρχίλοχος κι ο Αλκαίος, εκφράζοντάς το με
ποιητικό τρόπο. Το άτομο νοιώθει σαν «ένα δυναμικό
πεδίο» (Frankel), δεν
παραμένει όμως ανήμπορο, αλλ’ αποκτά μέσα από την
επίγνωση των εναλλαγών της ανθρώπινης ζωής Τλημοσύνη, τη
δύναμη να τις υπομένει. Ο ποιητής είναι εξάλλου ικανός
να εκφράσει τα βιώματά του και να τα εξαντικειμενικεύσει
στο έργο τέχνης. Ένα στοιχείο αυτής της
αντικειμενοποίησης είναι η βαθιά επίγνωση της φύσης του
έρωτα σαν απαράβατης μοίρας. «Πάλι» σπρώχνει τη Σαπφώ ο
Έρωτας· τι υπομένει «πάλι», γιατί «πάλι» την καλεί,
ρωτάει η θεά στην Ωδή στην Αφροδίτη. Κι άλλοι αρχαϊκοί
ποιητές μιλάνε για τον Έρωτα κάτω απ’ το πρίσμα του
«διηνεκούς», όπως ο Ίβυκος:
Πάλι τι
μηχανές του στήνει ο Έρωτας, με βλέμμα λιγωμένο
κάτω από
στιλπνά μαύρα ματόκλαδα
μ' όλες τις
μαγικές του τέχνες στης Αφροδίτης
το απέραντο
το δίχτυ να με ρίξει.
(fr. 7)
Όμοια κι ο Ανακρέων:
Όπως βαράει ο
χαλκιάς
ο Έρωτας με
χτύπησε ξανά
μ' ένα
πελώριο πέλεκυ.
Κι ύστερα μ’
έλουσε βροχή
σε μια
χαράδρα παγερή.
(fr. 45)
[μετ.:Νίκος Μουλακάκης]
Παράλληλα με τη σφοδρότητα και το διηνεκές της
επιστροφής. παρουσιάζεται εδώ κι η πολικότητα της φύσης
του Έρωτα, που η Σαπφώ αποδίδει με το οξύμωρο «γλυκύπικρον».
Η λέξη είναι χαρακτηριστική της ποιήτριας, στο μεταξύ
όμως τόσο παραποιημένη απ' τη χρήση, που δεν την
αντιλαμβανόμαστε πλέον καθόλου στην αρχαϊκή της μορφή.
Οι άνθρωποι των πρώιμων ελληνικών χρόνων αισθάνονται και
σκέπτονται μέσα από τις αντιφάσεις που συνυπάρχοντας
ασύνδετες, αποτελούν την κατά κύριο λόγο ουσία του
πράγματος. Ο τρόπος αυτός σκέψης κορυφώνεται στον
προσωκρατικό, των αντιφάσεων και αντιθέσεων, στην
φιλοσοφική φράση του Ηράκλειτου για την κρυμμένη αρμονία
των αντιθέσεων.
Ήδη στον Ησίοδο ο Έρωτας δεν έχει ακόμα σταθερή μορφή.
Θεϊκή αρχέγονη δύναμη, ξεπρόβαλε μαζί με το Χάος και τη
Γη (Θεογ. 117 f)· θεόμορφο
πάντως τον σκέφτονται, αυτόν που συνόδεψε την Αφροδίτη
μόλις γεννήθηκε μέσα απ’ τη θάλασσα στα λημέρια των
αθάνατων θεών (Θεογ. 201). Η διττή αυτή αντίληψη θα
διατηρηθεί τόσο απ’ τους λυρικούς όσο κι απ’ τη Σαπφώ.
Μεταγενέστεροι συγγραφείς που κατέταξαν τους θεούς σε
σταθερές γενεαλογίες, καταλόγισαν στη Σαπφώ ότι «πολλά
αντιφατικά είπε για τον Έρωτα» (όπως ο Παυσανίας 9, 27,
3). Τη μια φορά τον λέει παιδί της Αφροδίτης και τ’
Ουρανού, την άλλη τ’ Ουρανού και της Γης. Ο Έρωτας που
την ταρακούνησε όπως η θύελλα τη βαλανιδιά - είναι
κάποιος άλλος απ’ αυτόν που προφανώς είδε κάποτε:
σαν ήρθε από
τον ουρανό με πορφυρή χλαμύδα ντυμένος
(56
D)
[μετ.:Παναγής Λεκατσάς]
σαν ένα νέο με κοντό στρατιωτικό χιτώνιο; Στη Σαπφώ όπως
και στους υπόλοιπους λυρικούς, στον Μίμνερμο, στον
Ίβυκο, στον Ανακρέοντα δεν συναντάμε κανέναν αυστηρό
διαχωρισμό ανάμεσα στον Έρωτα σαν αρχέγονη δύναμη και
στην ανθρωπόμορφη παρουσία του. Τόσο έντονα αισθητή
γίνεται η δύναμή του, αυτή που φέρνει την ευτυχία και
συνάμα φοβερή, πάντα όμως δαιμονική, ώστε να μη μπορεί
να αναχθεί σε προσωπικό θεό. Η παλαιότερη λατρεία του
Έρωτα πιστοποιείται στις Θεσπιές, όπου αποδίδονται τιμές
σ’ έναν ακατέργαστο λίθο κι επιπλέον οργανώνονται και
μουσικοί αγώνες.
Δεν υπάρχει αξιωματικός διαχωρισμός Αφροδίτης και Έρωτα
στους εκπρόσωπους της πρώιμης λυρικής ποίησης, ενώ η
στενή σχέση που υπάρχει στη Σαπφώ με μια
«εξανθρωπισμένη» με την ομηρική έννοια Αφροδίτη, οδηγεί
στο να προβάλλονται τα δαιμονικά-άλλογα στοιχεία της
αγάπης στον Έρωτα και να γίνεται επίκληση της Αφροδίτης
σαν εκείνης που βοηθάει και γιατρεύει. Αυτή είναι η
προστάτιδα των κοριτσιών της Σαπφώς κι όταν εκείνη,
ερωτοχτυπημένη μαζί τους, νοιώθει να κλονίζεται και να
συντρίβεται, πιστεύει πως δεν είναι παρά ένα εργαλείο
στα χέρια της θεάς, απ’ την οποία άγεται και μέσα απ’
την οποία ζει.