www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

 

Ὁ Πλατωνικός συμβιβασμός

 (Σημειώσεις γιά «τό» βιβλίο: Θ’)

 ΠΑΝΤΙΑΣ ΣΚΑΡΑΜΑΓΚΑΣ

 

Ὁ Πλά­των εἶ­ναι γνω­στός σάν φι­λό­σο­φος. Δέν φαί­νε­ται ὁμως πο­τέ νά μπό­ρε­σε νά ξε­πε­ρά­σει τήν ἀ­γά­πη του γιά τήν πό­λη, τούς θε­σμούς της, καί τήν πο­λι­τι­κή. Οἱ θε­ω­ρί­ες του, οἱ ἐ­πι­στο­λές του καί οἱ πρά­ξεις του δεί­χνουν πώς κα­τά βά­θος θά προ­τι­μοῦ­σε νά εἶ­χε γί­νει νο­μο­θέ­της, ἤ πο­λι­τι­κός. Αὐ­τό δέν πρέ­πει νά τό ξε­χνᾶ­με ὁταν προ­σπα­θοῦ­με νά ξε­δι­πλώ­σο­με τά νή­μα­τα τῆς φι­λο­σο­φί­ας του. Ἡ στά­ση του ἀ­πέ­ναν­τι στή φι­λο­σο­φί­α καί τήν ἀ­λή­θεια, προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται σέ με­γά­λο βαθ­μό ἀ­π’ αὐ­τή του τήν προ­σή­λω­ση.

Πα­ρ’ ὁλα τά ὁσα κο­λα­κευ­τι­κά γρά­φει γιά τήν ἀ­λήθει­α, ὁ Πλά­των ἦ­ταν κρυ­ψί­νους καί ἠ­θε­λη­μέ­να ἀ­σα­φής. Πρός αὐ­τή τήν κα­τεύ­θυν­ση τόν ὁ­δη­γο­ῦ­σε καί ἡ ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κή του ἀν­τί­λη­ψη ὅτι ὅλες οἱ ἀ­λή­θει­ες καί οἱ γνώ­σεις, δέν εἶ­ναι κα­λές γιά ὅλους τούς ἀν­θρώπούς, ὅλων τῶν ἐ­πι­πέ­δων καί σ’ ὅλες τίς πε­ρι­στά­σεις.

Πρέ­πει ὅμως, γιά νά εἴ­μα­στε δί­και­οι, νά τοῦ ἀ­ναγνω­ρί­σο­με πώς συ­χνό­τα­τα, ὅταν κα­θ’ ὁδόν πρός τούς πο­λι­τι­κούς ἤ ἴ­σως ἄλ­λους στό­χους του δι­έ­κρι­νε κά­τι τό ση­μαν­τι­κό, ἔ­στω κι ἄν αὐ­τό φαι­νό­ταν ἤ ἦ­ταν ἀν­τίθε­το πρός τίς θέ­σεις του, πο­λύ συ­χνά τό ἀ­νε­γνώ­ρι­ζε καί τό ἀ­νέ­φε­ρε καί πα­ρέ­με­νε ἀνοι­χτός στήν ἀ­κο­ή του χω­ρίς νά προ­σπα­θεῖ νά τό συγ­κα­λύ­ψει.

Ὡς πρός πολ­λά ση­μαν­τι­κά, ὁ Πλά­των ἦ­ταν πι­στός φι­λό­σο­φος. Ἕ­να πρᾶγ­μα ὁμως θε­ω­ρῶ πῶς εἶ­ναι τό κύ­ριο καί μο­νι­μό­τε­ρο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του, ἐκεῖ­νο πού μᾶς δί­νει τό κλει­δί τῆς σκέ­ψης του (ἐ­άν τέ­τοι­ο ὑ­πάρ­χει): ὁ Πλά­των πάν­τα ἤ σχε­δόν πάν­τα, κα­μιά φο­ρά καί ἄ­θε­λά του, ἔ­κα­νε ἤ προ­σπα­θοῦ­σε νά κά­νει συν­δυα­σμούς καί ἐ­ναρ­μο­νί­σεις. Ἡ ἀ­γά­πη του πρός τά πο­λι­τι­κά, ἀ­σφα­λῶς τόν ὁ­δη­γο­ῦ­σε καί αὐ­τή σέ μιά τέ­τοι­α λύ­ση. Ὄν­τας ἐ­ρω­τευ­μέ­νος μέ τήν πο­λι­τι­κή προ­σπα­θοῦ­σε νά συν­δυά­σει κι ἐ­ναρ­μο­νί­σει τό ἰ­δε­ῶ­δες μέ τό ἐ­φι­κτό. Ἡ πο­λι­τι­κή δέν εἶ­ναι ἄλ­λο, ὅπως κι ὁ ἴ­διος ἐκ πεί­ρας ἤ­ξε­ρε, πα­ρά ἕ­νας συμ­βι­βα­σμός.

Ἄλλος λό­γος πού φαί­νε­ται νά τόν ὤ­θη­σε πρός τά ἐ­κεῖ, εἶ­ναι τό ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα, τό πνεῦ­μα τῆς ἐ­πο­χῆς του καί τῆς πα­τρί­δας του. Ἡ Ἑλ­λά­δα ὁ­λό­κλη­ρη (ὄχι μό­νο ἡ φι­λο­σο­φι­κή) ἄν θά μπο­ροῦ­σε νά ἐκ­φρα­στε­ῖ μέ μιά μό­νο φρά­ση, αὐ­τή ἀ­σφα­λῶς θά ἦ­ταν τό «μη­δέν ἄ­γαν» τῶν Ἀθηναίων καί τῶν Δελ­φῶν, αὐ­τό πού ἀρ­γότε­ρα ὁ Ἀριστοτέλης ὀ­νό­μα­σε «με­σό­της τίς». Τί ὁμως ση­μαί­νει τό «τί­πο­τε ὑ­περ­βο­λι­κά» πα­ρά ἀ­πο­φυ­γή τῶν ἄ­κρων; Προ­σπά­θεια ἐ­ναρ­μό­νι­σης, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της Ἑλ­λά­δας σ’ ὅλες της τίς ἐκ­δη­λώ­σεις. Τό πό­σο ὁ Πλά­των συ­νέ­βα­λε στό δυ­νά­μω­μα καί τήν ἑ­δραί­ω­ση τοῦ «μη­δέν ἄ­γαν», τό πό­σο αὐ­τό δη­μι­ούρ­γη­σε τόν Πλά­τω­να, τό πό­σο ἡ πο­λι­τι­κή ἐἔφτι­α­ξε τό «μη­δέν ἄ­γαν» ἤ αὐ­τό τήν ἠ­θι­κή, καί φυ­σι­κή καί με­τα­φυ­σι­κή καί τήν ἴ­δια τήν πο­λι­τι­κή, εἶ­ναι θέ­μα­τα ση­μαν­τι­κό­τα­τα ἄλ­λα ὄχί τῆς στιγ­μῆς. Τό ποι­οί ἄλ­λοι πα­ρά­γον­τες καί πό­σοι, καί σέ ποι­ό ση­μεῖ­ο καί πό­σο συ­νέ­βα­λαν στό νά κα­τευ­θύ­νουν τόν Πλά­τω­να στήν προ­σπά­θεια ἐ­ναρ­μό­νι­σης, καί αὐ­το τό σπου­δαι­ό­τα­το δέν εἶ­ναι τῆς στιγ­μῆς. Ἔ­κε­ϊ­νο πού ἐ­δῶ ἐπείγει, εἶ­ναι ν’ ἀ­να­γνω­ρι­στε­ῖ ὅτι ὁ Πλά­των ἤ­θε­λε καί ἐ­πε­δί­ω­κε καί πραγ­μα­το­ποι­οῦ­σε ἐ­ναρ­μο­νί­σεις καί συν­δυα­σμούς.

Οἱ συν­δυα­σμοί του κα­μιά φο­ρᾶ πε­τύ­χαι­ναν, καί τό­τε μπο­ροῦ­με ἄ­φο­βα νά τούς ἀ­πο­κα­λοῦ­με ἐ­ναρ­μο­νίσεις, καί κα­μιά φο­ρά ὄχι, ὁ­πό­τε τους ται­ριά­ζει κα­λύ­τε­ρα τό ὄνο­μα συμ­βι­βα­σμοί. Τούς συμ­βι­βα­σμούς του δυ­στυ­χῶς κα­λού­μα­στε νά πλη­ρό­σο­με ἐ­μεῖς, δυ­τι­κός και­νούρ­γιος κό­σμος μέ­γας.

Γι’ αὐ­τήν τήν κα­τά­στα­ση δέν φταί­ει βέ­βαι­α μό­νον ὁ Πλά­των, ἀλ­λά κι ἐ­μεῖς οἱ ἴ­διοι. Δε­χτή­κα­με βλέ­πεις σχε­δόν ὑ­πο­συ­νεί­δη­τα καί ἐν πά­σει πε­ρι­πτώ­σει ἀ­βα­σάνι­στα, ὡς πρός τήν «οὐ­σία» τους καί τόν τύ­πο τους καί τή βά­ση τους καί τήν ἐ­πί­δρα­σή τους πά­νω μας καί πά­νω στόν «πο­λι­τι­σμό» μας, τούς πλα­τω­νι­κούς συν­δυα­σμούς σχε­δόν ἀ­τό­φιους, πα­ρ’ ὅλο πού τούς ἀνα­λύ­ο­με μέ σχο­λα­στι­κό­τη­τα ὡς πρός τήν φι­λο­σο­φι­κή καί φι­λο­λο­γι­κό-φι­λο­σο­φι­κή ἐ­ξω­τε­ρι­κή ἐμ­φά­νι­σή τους. Τί τό ὄφε­λος;

Οἱ ἀρ­χι­κοί συν­δυα­σμοί, ἰ­δί­ως οἱ πλα­τω­νι­κοί, ἔ­χουν τή δύ­να­μη νά δη­μι­ουρ­γοῦν σχή­μα­τα, νο­η­τι­κές καί δι­α­νο­η­τι­κές συ­νή­θει­ες καί σχε­δόν αὐ­τό­μα­τες στά­σεις-συμ­πε­ρι­φο­ρές ποῦ ξε­χνᾶ­με νά ἐ­λέγ­ξο­με τίς πη­γές τους, τήν ἰ­σχύ τους καί τήν ἐ­πιίδρα­σή τούς στό πνεῦ­μα μας καί πά­νω στίς ρί­ζες τοῦ δυ­τι­κοῦ μας κό­σμου.

Τά σχή­μα­τα αὐ­τά καί οἱ νο­η­τι­κοί αὐ­το­μα­τι­σμοί μᾶς δη­μι­ουρ­γοῦν μέ τή σει­ρά τους, ἄλ­λες δευ­τε­ρο­γε­νεῖς «βά­σεις», «πη­γές». «ρίζ­ες». καί συ­νή­θει­ες καί τό πράγ­μα πά­ει λέ­γον­τας ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτα. Ἔ­τσι οἰ­κο­δο­μή­θη­κε ὁ κό­σμος μας. Ὁ κό­σμος δι­ά­κο­σμος, πε­ρι­βάλ­λον, σκη­νι­κό καί ὀ­θό­νη πά­νω στήν ὁ­ποι­α προ­βάλ­λε­ται ἡ ζωή μας. Κό­σμος μέ­σα στόν ὁ­ποῖ­ο ζοῦ­με καί ὑ­πάρ­χο­με καί τόν ὁ­ποῖ­ο προ­σπα­θοῦ­με νά ἐ­πι­βάλ­λο­με καί στούς ἄλ­λους, τούς ἀ­να­το­λι­κούς, πού γιά κα­κή τους τύ­χη δέν ὀ­νει­ρεύ­ον­ται πα­ρά πῶς νά τόν ἐν­στερ­νι­στο­ῦν κι ἀ­κο­λου­θή­σουν.

Ἀ­να­ρίθ­μη­τα εἶ­ναι τά σχή­μα­τα καί οἱ δυ­να­τοί συν­δυα­σμοί τῆς σκέ­ψης το­ῦ Πλά­τω­να, αὐ­τοί πού κλη­ρο­νό­μη­σε ἀ­π’ τούς προ­η­γού­με­νούς του καί αὐ­τοί πού ὁ ἴ­διος ἔφτι­α­ξε. Μό­νον ἴ­σως ἕ­νας ἠ­λε­κτρο­νι­κός ἐγ­κέ­φα­λος θά μπο­ρέ­σει μιά μέ­ρα νά τούς ξε­δι­α­λύ­νει καί νά δώ­σει στό κά­θε στοι­χεῖ­ο ὡς πρός κά­θε ση­μεῖ­ο, κά­θε στιγ­μή (στιγ­μή εἶ­ναι τό ση­μεῖ­ο ταύ­τι­σης χώ­ρου, χρό­νου καί ση­μαν­τι­κό­τη­τας), καί ἀ­πό κά­θε ὀπτι­κό γω­νί­α, τήν ἀ­πό­λυ­τη καί σχε­τι­κή ἀ­ξία τους. Πά­ω στοί­χη­μα πώς ὁ Πλά­των θά εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος φι­λό­σο­φος καί στο­χα­στής πού θά προ­σπα­θή­σο­με νά προ­σεγ­γί­σο­με ἠ­λε­κτρο­νι­κά. Προ­σφέ­ρε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό κά­θε ἄλ­λον καί ἡ ἀ­νά­λυ­σή του καί ἀ­να­σύν­θε­σή του, μᾶς εἶ­ναι ἐπει­γόν­τως ἀ­πα­ραί­τη­τες. Ἀπόδειξη, ἡ τε­ρά­στια παγ­κό­σμια ἐ­να­σχό­λη­ση μα­ζί του σ’ ὅλα τά πνευ­μα­τι­κά κέν­τρα τῆς Δύ­σης.

Αὐ­τά δυ­στυ­χῶς δέν ση­μαί­νουν πώς οἱ ση­με­ρι­νοί μα­θη­μα­τι­κοί καί λο­γι­κοί φι­λό­σο­φοι προ­ε­τοι­μά­ζουν τήν τρο­φή καί τόν προ­γραμ­μα­τι­σμό αὐ­το­ῦ το­ῦ ὑ­πο­λογι­σμοῦ. Ἀντίθετα, προ­σπα­θοῦν, ὄχι μέ τό γε­νι­κό ἤ εἰ­δι­κό, ἀλ­λά μέ τό με­ρι­κό­τα­το καί εἰ­δι­κό­τα­το, νά συλ­λά­βουν τώ­ρα ἐ­δῶ κι ἀ­πό μό­νοι τους τό κα­θο­λι­κό, τό αἰ­ώ­νιο καί ἄ­πει­ρο, ξε­κι­νών­τας ἀ­πό τρι­το­γε­νε­ῖς (για­τί προ­η­γή­θη­καν ὁ Ἀριστοτέλης καί ἄλ­λοι) συν­δυα­σμούς, βγά­ζον­τας εἰ­δι­κά καί «γε­νι­κά» συμ­πε­ρά­σμα­τα ἀ­π’ αὐ­τή τή (συν­δυ­α­στι­κή) «βά­ση», πάν­τα προ­σποι­ού­με­νοι πώς ἀ­κο­λου­θοῦν τά ἴδια τά πράγ­μα­τα καί τούς νό­μους τῆς φύ­σης καί λο­γι­κῆς, σάν τά δύ­ο αὐ­τά ὅπως καί τά ἄλ­λα πού συν­δυ­ά­στη­καν ἀ­π’ τόν Πλά­τω­να, νά ἦ­ταν ἀ­πό κά­θε ἄ­πο­ψη ἀ­πα­ράλ­λα­κτα πραγ­μα­τι­κά, λο­γι­κά καί ἀν­τι­κει­με­νι­κά.

Ὅ­πως κι ἄν ἔ­χει τό πράγ­μα καί ἐν­τω­με­τα­ξύ, μέ­χρι δη­λα­δή νά ἀ­να­λυ­θεῖ κι ἀ­να­συν­τε­θεῖ ὁ Πλά­των ἠ­λεκτρο­νι­κά, ἐ­πε­ῖ­γον εἶ­ναι νά δοῦ­με ἀ­πό πιό κον­τά καί στο­χα­στι­κά ἤ ἔ­στω καί πρό­χει­ρα, ἄλ­λα κρι­τι­κά γιά μας καί τόν κό­σμο μας, με­ρι­κούς ἀ­π’ τούς πιό ση­μαν­τι­κούς συν­δυα­σμούς του. Τό ἐν­τω­με­τα­ξύ αὐ­τό παί­ζει ρό­λο για­τί ἐν­τω­με­τα­ξύ, μπο­ρε­ῖ νά μήν ὑ­πάρ­χο­με. Κυ­ρί­ως ἄν ἀ­φή­σο­με τήν μή στο­χα­στι­κή ἐ­πι­στη­μο­νι­κή φι­λο­σο­φί­α καί σκέ­ψη νά μᾶς ὁ­δη­γεῖ, ἀ­πό πρό­ο­δο σέ πρό­ο­δο, πεί­ρα­μα σέ πεί­ρα­μα, πρά­ξη σέ πρά­ξη, ὄ­χι μη - λο­γι­κή ἀλ­λά ἀ­λό­γι­στη.

Ἡ ἀ­δυ­να­μί­α καί δύ­να­μη το­ῦ πρώ­του φι­λο­σό­φου, (συ­χνά ταυ­τί­ζω Σω­κρά­τη καί Πλά­τω­να), βρί­σκε­ται ὄ­χι τό­σο στό ὅτι τε­λι­κά δέν μπό­ρε­σε νά δε­χτεῖ νά θυ­σιάσει ἐ­κεῖ­να πού κα­θ’ ὁδόν τοῦ φαί­νον­ταν νά ἔ­χουν κάποι­α ἀ­ξία, ση­μα­σί­α καί ση­μαν­τι­κό­τη­τα στόν τε­λικό σκο­πό του, (τόν στό­χο του πού πάν­τα εἶ­χε στό κέν­τρο τῆς σκέ­ψης του καί πάν­τα ἔ­ψα­χνε) καί στήν πο­λι­τική του (ἐ­άν αὐ­τή ἦ­ταν ὁ τε­λι­κός του στό­χος), ἀλ­λά κυρί­ως στό ὅτι προ­σπά­θη­σε νά συν­δυά­σει καί συν­θέσει ἁρ­μο­νι­κά πολ­λά πράγ­μα­τα, πολ­λές ἀρ­χές, ἀ­ξί­ες κι δυ­νά­μεις πού ἴ­σως συν­δυ­ά­ζον­ται ἤ ἴ­σως ἔ­ναρ­μο­νι­ζονται, ἴ­σως ὅμως καί νά μήν συν­δυ­ά­ζον­ται ἤ νά μήν ἐναρ­μο­νί­ζον­ται ἤ νά μήν ἐ­ναρ­μο­νί­ζον­ται ἔ­τσι ἅρ­μονικά, ὅταν μέ­νει κα­νείς ἀνοι­χτός στήν ἀ­κοή τῶν ὄν­των στά ἴδια τά πράγ­μα­τα.

Σάν πρώ­τη προ­σπά­θειά του ἐ­ναρ­μό­νι­σης, θά πρέπει ν’ ἀ­να­φερ­θε­ῖ ἡ ἀ­πό­πει­ρα συν­δυ­α­σμο­ῦ σκέ­ψης καί πρά­ξης, θε­ω­ρί­ας καί δρά­σης, πρά­ξης καί θε­ω­ρί­ας. Κοινό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῶν με­γά­λων στο­χα­στῶν καί τῶν μεγά­λων πρα­κτι­κῶν εἶ­ναι ἡ προ­σπά­θεια αὐ­τή, πού βέβαι­α γιά νά στα­θεῖ ὁ­δη­γεῖ σέ ἄλ­λες ἀ­πό­πει­ρες ἄλ­λων συν­δυα­σμῶν, πρα­κτι­κῶν καί θε­ω­ρη­τι­κῶν καί πρα­κτικο­θε­ω­ρη­τι­κῶν, μιᾶς καί ἡ ἴ­δια ἡ ἀρ­χι­κή δι­α­φο­ρο­ποίση δέν στη­ρί­ζε­ται πα­ρά στόν ἴ­διο της τόν ἑ­αυ­τό, ὄντας βά­ση ἤ μιά ἀ­π’ τίς βά­σεις τῆς (κά­θε) δι­α­φο­ρο­ποίσης. Ἡ μέ­ρα καί ἡ νύ­χτα, τό κρύ­ο καί ἡ ζέ­στη, τό ἀρσε­νι­κό καί θη­λυ­κό, ἡ ζω­ή καί ὁ θά­να­τος κ.α. εἶ­ναι ἴσως πιό πα­λι­ές συν­θε­τι­κές δι­α­φο­ρο­ποι­ή­σεις. Μή­πως θά ἔ­πρε­πε νά εἰ­δο­ποι­η­θεῖ καί ὁ Πλά­των καί οἱ ἄλ­λοι ὅτι πά­ει χα­μέ­νος ὁ κό­πος τους (πρα­κτι­κά) καί ἄ­δικα χά­νουν τόν και­ρό τους (θε­ω­ρη­τι­κά);

Ὅ­ταν ἔ­τσι δι­α­τυ­πώ­νο­με τό δί­λημ­μα, στήν ἄ­κρα θε­ω­ρη­τι­κή (καί πρα­κτι­κή) του το­πο­θέ­τη­ση, ἴ­σως ναί. Ἐ­άν ὅμως κι ἐμεῖς ὅπως καί ὁ Πλά­των καί ἀρ­κετοί ἄλ­λοι, προ­σπα­θή­σο­με νά συμ­βι­βα­στοῦ­με, κι ὀ­νο­μά­σο­με τήν πρά­ξη πο­λι­τι­κή (σάν νά ἦ­ταν μό­νον πρά­ξη καί τή φι­λο­σο­φί­α θε­ω­ρί­α (σάν ὁ φι­λο­σο­φι­κός βί­ος νά μήν ἦ­ταν ἡ οὐ­σία τῆς φι­λο­σο­φί­ας), τό­τε τό πα­ρα­πάνω δί­λημ­μα γί­νε­ται πιό ζων­τα­νό καί κα­τα­νο­η­τό καί κα­θημε­ρι­νά ἀν­θρώ­πι­νο καί τό­τε μπο­ροῦ­με νά πο­ῦ­με ὅτι: ὁ Πλά­των κα­τ’ ἀρ­χήν προ­σπά­θη­σε νά συν­δυά­σει την πο­λι­τι­κή καί τήν φι­λο­σο­φί­α. Τό ὅτι καί αὐ­τά τά δύο (ἔ­στω κι ἔ­τσι δι­α­τυ­πω­μέ­να ) δέν συν­δυ­ά­ζον­ται, τό δεί­χνει ἡ ζω­ή τοῦ Πλά­τω­να καί τά πα­θή­μα­τά του στίς Συ­ρα­κοῦ­σες, ἀλ­λά καί ὁ πρα­κτι­κός καί θε­ω­ρη­τικός μας κό­σμος, κά­θε φο­ρᾶ πού προ­σπα­θοῦ­σε νά δι­και­ο­λογή­σο­με τίς πο­λι­τι­κές μας πρά­ξεις φι­λο­σο­φι­κά. Ἡ φιλο­σο­φί­α καί ἡ πο­λι­τι­κή εἶ­ναι δύ­ο δι­ά­φο­ροι καί δι­α­φο­ρε­τι­κοί κό­σμοι καί δέν συν­δυ­ά­ζον­ται ἔ­τσι ἁ­πλο­ϊκά. Μέ­χρι νά βρε­θεῖ κά­ποι­ος ἄλ­λος συν­δυ­α­στι­κός τρό­πος μιά ἄλ­λη συν­θε­τι­κή σκέ­ψη (ἐ­άν πο­τέ βρε­θεῖ), ὁ ἕνας τους θά κυ­ρια­ρχεῖ καί θά ὑ­πο­τάσ­σει τόν ἄλ­λο, ἀ­νά­λο­γα μέ τίς γύ­ρω συν­θῆ­κες. Μέ τό νά πο­ΰ­με πώς οἱ φι­λό­σο­φοι πρέ­πει νά γί­νουν πο­λι­τι­κοί καί οἱ πο­λι­τι­κοί φι­λό­σο­φοι, δέν σώ­ζον­ται τά πράγ­μα­τα, ἁ­πλῶς με­ταθέτο­με τό δί­λημ­μα πού ἑ­ξα­κο­λου­θε­ΐ στή βά­ση του νά πα­ρα­μέ­νει. Ἀκόμα καί μέ τή μορ­φή: τί εἴ­δους φι­λό­σο­φοι καί τί εἴ­δους πο­λι­τι­κοί;

Ὅ­ταν καί αὐ­τό τό τε­λευ­ταῖ­ο ἐ­ρώ­τη­μα προ­σπα­θεῖ νά μᾶς τό ἀ­να­λύ­σει (σχε­δόν στήν πρά­ξη), ὁ Πλά­των ἀ­ναγ­κά­ζε­ται νά κά­νει τό­σους ἄλ­λους με­ρι­κό­τε­ρους ἀ­νε­πι­τυ­χε­ΐς συν­δυα­σμούς, πού δέν μᾶς μέ­νει ἀμ­φι­βο­λί­α πώς τό σύ­στη­μά του εἶ­ναι οὐ­το­πι­κό.

Καί ὡς πρός αὐ­τό τό δί­λημ­μα ἑ­πο­μέ­νως, πρέ­πει νά μεί­νο­με: ἕν ἀ­να­μο­νῇ, μέ­χρις ἴ­σως κά­τι ἄλ­λο νά φα­νεῖ.

Ὡς δεύ­τε­ρη προ­σπά­θεια ἐ­ναρ­μό­νι­σης ἤ ἴ­σως πρώ­τη, θά πρέ­πει νά ἀ­να­φερ­θε­ῖ ἡ ἀ­πό­πει­ρα το­ῦ Πλά­τω­να νά συν­δυά­σει ὅλες τίς θε­ω­ρί­ες, ὅλα τά συ­στή­μα­τα καί τά ρεύ­μα­τα, ὅλες τίς τά­σεις τῆς ἐπο­χῆς του καί τῶν προ­η­γου­μέ­νων του ἐ­πο­χῶν, σ’ ἕ­να ἑ­νια­ῖο καί πε­ρι­λη­πτι­κό πλα­τω­νι­κό σύ­στη­μα.

Ὅ­λοι μας μέ­σα στό μυα­λό μας ἀ­ναγ­κα­στι­κά συμ­περι­λαμ­βά­νο­με καί κα­τά κά­ποι­ο τρό­πο συν­δυ­ά­ζο­με, ὅ­λα ὅ­σα μά­θα­με καί πολ­λά ἀ­π’ αὐ­τά πού δέν μα­θαί­νον­ται, καί κά­ποι­ου εἴ­δους τά­ξη καί συγ­κα­τά­τα­ξη δη­μι­ουρ­γοῦ­με. Κά­ποι­ου εἴ­δους σύ­στη­μα, ἔ­στω καί ἁ­πλῶς χρο­νι­κό, ἤ σκέ­τα το­πι­κό, ἤ ἄλ­λο ἔ­χο­με στά ρά­φια το­ΰ κε­φα­λιοῦ μας. Δέν πρόκ­ει­ται ὅμως ἐ­δῶ γι’ αὐ­τό. Ἐκεῖνο πού ὁ Πλά­των προ­σπά­θη­σε νά κά­νει, εἶ­ναι νά συ­νε­νώ­σει θε­ω­ρη­τι­κά καί ἁρ­μο­νι­κά καί λο­γι­κά καί ση­μαν­τι­κά ὅλες τίς ἄλ­λες γε­νι­κό­τε­ρες καί με­ρι­κό­τε­ρες θε­ω­ρί­ες σ’ ἕ­να ἑ­νια­ῖο ἀν­τι­κει­με­νι­κό πρα­κτι­κό (θε­ω­ρη­τι­κό) σύ­στη­μα. Τί ση­μαί­νει σύ­στη­μα δέν τό ἐ­ξη­γῶ, ὡς «ἀν­τι­κει­με­νι­κό» ὅμως ἐ­δῶ ἐν­νο­ῶ ἕ­να σύ­στη­μα πού ὅ­ποι­ος τό βλέ­πει νά μήν ἔ­χει ἀμ­φι­βο­λί­α ὅτι ἰ­σχύ­ει καί εἶ­ναι κα­λο­δε­μέ­νο καί στέ­κε­ται στά πό­δια του καί εἶ­ναι καί λο­γι­κό καί αἰ­σθη­τι­κό καί δι­αι­σθη­τι­κό καί «θε­ω­ρη­τι­κό» καί πρα­κτι­κό.

Τό ὅτι ἕ­να τέ­τοι­ο σύ­στη­μα, σύγ­χρο­να παν­πε­ρι­λη­πτι­κό καί ἀν­τι­κει­με­νι­κό δέν μπο­ρεῖ νά δη­μι­ουρ­γη­θεῖ ἤ γί­νει ἤ ὑ­πάρ­ξει, ἤ κι ἄν ὑ­πάρ­χει δέν μπο­ρεῖ νά ἐκ­φρα­στεῖ (στή φι­λο­σο­φι­κή ἀ­πο­λυ­τό­τη­τα ἤ με­τα­φυ­σι­κή ἤ κα­θα­ρά λο­γι­κή— λο­γῳ καί τῆς φύ­σης τῆς λο­γι­κῆς καί τῆς λο­γι­κῆς της φύ­σης), δέν χρει­ά­ζε­ται νά εἶ­σαι φι­λό­σο­φος γιά νά τό κα­τα­λά­βεις. Γί αὐ­τό ἄλ­λω­στε καί οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἄν­θρω­ποι, σή­με­ρα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἴ­σως ἀ­πό πα­λαι­ά, βα­ρι­οῦν­ται τή φι­λο­σο­φί­α καί τή θε­ω­ροῦν χα­σο­μέ­ρι πού δέν ὁ­δή­γη­σε ἐ­πί τό­σους αἰ­ῶ­νες ἤ ὁ­δη­γεῖ καί τώ­ρα που­θε­νά. Συ­νε­πῶς καί ὁ Πλά­των, πού ἦ­ταν ἐ­πι­πλέ­ον φι­λό­σο­φος τό ἤ­ξε­ρε αὐ­τό κα­λά. Ἤ­ξε­ρε ὅτι τά ἀρ­χι­κά καί βα­σι­κά συ­στή­μα­τα καί θε­ω­ρή­μα­τα πού ἤ­δη πε­ρι­λαμ­βά­νουν τό­σα πολ­λά στοι­χεῖ­α καί πού εἶ­ναι καί ἐξ αὐ­τοῦ καί ἀ­πό τή φύ­ση τους ἀν­τι­φα­τι­κά, δέν μπο­ροῦ­με νά ἐ­πι­χει­ρή­σο­με νά τά ἑ­νο­ποι­ή­σο­με καί με­τα­ξύ τους πα­ρά μό­νον μέ κά­τι πού στέ­κε­ται ση­μαν­τι­κά ψη­λό­τε­ρά τους· καί ὅτι εἴ­τε αὐ­τό τό ὀ­νο­μά­σο­με θε­ό, εἴ­τε Ἕν ἤ ὅτι ἄλ­λο, Αὐ­τό εἶ­ναι τό­σο γε­νι­κό καί παν­πε­ρι­λη­πτι­κό, καί ἐνέ­χει συν­δυ­α­στι­κά, θε­ω­ρί­α καί πρά­ξη καί σκέ­ψη καί δρά­ση καί φι­λο­σο­φί­α καί πο­λι­τι­κή καί τήν ἴ­δια τή δι­ά­κρι­ση, πού δέν μπο­ρεῖ νά εἶναι ἤ νά ἀ­πο­κα­λε­ῖ­ται σύ­στη­μα, πα­ρά μό­νο μέ κά­ποι­ο σύ βι­βα­σμό.

Τί εἴ­δους ἀν­τι­κει­με­νι­κό ἤ ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος σύστη­μα νά κά­νο­με ὅταν μέ­σα σ’ αὐ­τό μα­ζί μέ ὅλα τ’ ἄλ­λα πε­ρι­λαμ­βα­νό­μα­στε κι ἐ­μεῖς;

Ὁ Πλά­των ὅμως ἦ­ταν ἀρ­χαῖ­ος καί ἕλ­λη­νας κι αἰσι­ό­δο­ξος καί ἐ­βρι­σκε πώς ἡ προ­σπά­θεια, ἔ­στω καί μόνη προ­σπά­θεια ἄ­ξι­ζε τόν κό­πο. Ἄλ­λω­στε αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους οἱ προ­σπά­θει­ες φέ­ρουν τήν ἀν­τα­μοι­βή τους μέσα τους. Ἔ­στω καί λί­γο ἤ με­ρι­κό πλη­σί­α­σμα πρός κάτι τό ὑ­παρ­κτό καί ἁρ­μο­νι­κό ἐ­άν μπο­ρεῖ νά πραγ­ματοποι­η­θεῖ, ἀ­ξί­ζει νά ἐ­πι­χει­ρη­θεῖ. Ἔ­τσι σκέ­φτη­κε, ταυτίζον­τας σάν κα­λός ἕλ­λη­νας στό μυα­λό του, ὑ­παρκτό φυ­σι­κό καί ἁρ­μο­νι­κό. Καί τό φι­λο­σο­φι­κό τα­ξεί­δι καί ἡ φι­λο­σο­φι­κή ζω­ή ἔ­χει τίς ἀ­ρε­τές της ὅπως καί ἡ ἐνασχό­λη­ση μέ τά πο­λι­τι­κά τίς ἱ­κα­νο­ποι­ή­σεις της. Καί ὅ,τι ὑ­πάρ­χει καί εἶ­ναι ἐ­δῶ μπο­ρεῖ κά­πως ν’ ἀν­τι­με­τωπιστεῖ μέ τό νοῦ φτά­νει νά θέ­λο­με νά συμ­βι­βα­στοῦν Ἔ­τσι τόν εἶ­χαν δι­δά­ξει καί οἱ δά­σκα­λοί του οἱ «φυσικοί», προ­σω­κρα­τι­κοί φι­λό­σο­φοι.

Ἐ­πι­χεί­ρη­σε ἑ­πο­μέ­νως τόν συν­δυα­σμό καί τήν ἑ­ναρμό­νι­ση καί τή δη­μι­ουρ­γί­α ἕ­νος παν­πε­ρι­λη­πτι­κο­ΰ συστή­μα­τος, ὄχι μό­νο γνω­ρί­ζον­τας τίς δυ­σκο­λί­ες του ἀλ­λά καί τό ἀ­δύ­να­τό του. Ἔ­τσι ὀπ­πορ­του­νί­στι­κα καί στήν τύ­χη, ἐλ­πί­ζον­τας ὅτι κά­τι τε­λι­κά θά βγεῖ, πάντα ἀ­πο­βλέ­πον­τας στούς ἄλ­λους (πο­λι­τι­κούς;) σκο­πούς του. Καί τό ἀ­δύ­να­το βλέ­πεις φι­λο­σο­φι­κά, καί τό ἀνύπαρ­κτο (λόγῳ ἀ­νυ­παρ­ξί­ας), στήν ἀ­νώ­τα­τη λο­γι­κή καί μή λο­γι­κή σφαί­ρα, εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το ν’ ἀ­πο­δει­χτεῖ καί μόνο εἰ­κά­ζε­ται. Γι’ αὐ­τό καί ὁ Πλά­των ἐ­πι­χεί­ρη­σε τό σύστη­μά του γνω­ρί­ζον­τας ὅτι ὑπάρ­χει ἕ­νας δρό­μος κ ἕ­νας τρό­πος, ἀλ­λά μό­νον ἕ­νας πού τε­λι­κά ὁ­δη­γεῖ πρός αὐ­τό, ὁ δρό­μος το­ῦ συμ­βι­βα­σμοῦ. Ὅ­ταν δε­χό­μαστε νά συμ­βι­βα­στοῦ­με, ὅλα ἤ σχε­δόν ὅλα εἶ­ναι δυ­νατά. Καί ὁ με­γά­λος συν­δυα­σμός ἑ­πο­μέ­νως τῶν τό­σων πολλῶν καί δι­α­φό­ρων καί ἀν­τι­φα­τι­κῶν δέν εἶ­ναι ἀ­δύ­νατος καί μπο­ρεῖ νά γί­νει διά τοῦ συμ­βι­βα­σμοῦ.

Ἀ­φοῦ λοι­πόν μᾶς εἰ­δο­ποί­η­σε γιά τό ἀ­δύ­να­το τῆς δι­α­τύ­πω­σης τῶν αἰ­ώ­νι­ων, ἄ­πει­ρων (καί συ­νε­πῶς πάνπε­ρι­λη­πτι­κῶν) καί ὄντων καί ὑ­παρ­χόν­των, μέ τά πρό­σκαι­ρα, τά με­ρι­κά καί με­ρι­κῶς ὄντα καί πε­πε­ρα­σμέ­να καί ἀ­τε­λῶς ὑ­πάρ­χον­τα, πῆ­ρε τήν ἀ­πό­φα­ση κι ἔκανε τή βου­τιά.

Ἔ­τσι φτι­ά­χτη­κε τό πλα­τω­νι­κό καί παν­πε­ρι­λη­πτικό σύ­στη­μα, τό συν­δυ­α­στι­κό καί ἐ­ναρ­μο­νι­στι­κό, ἄ­σχετα ἄν ὁ ἴ­διος ὁ Πλά­των δέν ὁ­μο­λό­γη­σε πο­τέ πώς δημι­ουρ­γεῖ σύ­στη­μα, οὔ­τε πώς ἐ­πι­χει­ρεῖ μ’ αὐ­τον τόν τρό­πο νά ἐκ­φρά­σει τό αἰ­ώ­νιο καί ἄ­πει­ρο.

Αὐ­τό εἶ­ναι πού ὀνο­μά­ζω πλα­τω­νι­κό συμ­βι­βα­σμό (γιά νά μήν με­τα­χει­ρι­στῶ τό «ἀν­τί­φα­ση»), ἤ κα­λύ­τε­ρα με­γά­λο πλα­τω­νι­κό συμ­βι­βα­σμό, για­τί ἔ­κα­νε κι ἕ­να σω­ρό μι­κρό­τε­ρους.

Στούς τέ­τοι­ου εἴ­δους με­γά­λους συμ­βι­βα­σμούς, κα­μιά φο­ρά καί χω­ρίς νά τό πο­λυ­σκε­φτο­ῦ­με, δί­νο­με καί ἀρ­κε­τά ἄλλα καί δι­α­φο­ρε­τι­κά ὀνό­μα­τα, ἀ­νά­λο­γα μέ τήν πί­στη μας καί το­πο­θέ­τη­σή μας. Γι’ αὐ­τό κι ἐ­γώ, συμ­βι­βα­σμό ἐ­δῶ κα­λῶ τήν τά­ση γιά τό ὑ­περ­βα­τι­κό, τή με­τα­φυ­σι­κή ἀ­γω­νί­α, τήν ὑ­περ­φυ­σι­κή φύ­ση τοῦ ἀνθρώ­που, τόν ἄν­θρω­πο.

Ὡς τρί­τη καί ἐ­πί­σης ση­μαν­τι­κή προ­σπά­θεια πλα­τω­νι­κῆς ἐ­ναρ­μό­νι­σης πού συν­δέ­ε­ται ρι­ζι­κά καί μέ τίς δύ­ο ἄλ­λες, θ’ ἀ­να­φέ­ρω ἐ­δῶ ἕ­να σχῆ­μα σύν­θε­σης τῆς πό­λης, τῆς φύ­σης, καί τῆς ψυ­χῆς το­ῦ ἀν­θρώ­που. Στόν Μέ­νω­να καί ἀλ­λοῦ, τά τρί­α αὐ­τά φαί­νον­ται σάν ἐ­φαπτό­με­νες ὁ­μο­ει­δε­ῖς καί ἀν­τι­κα­θρε­φτι­ζό­με­νες σφαῖ­ρες, πού πε­ρι­κλεί­ον­ται (μα­ζί μέ τ’ ἄλλα π.χ. τούς θε­ούς), μέ­σα σέ μιά με­γα­λύ­τε­ρη σφαί­ρα πού λέ­γε­ται καί εἶ­ναι, Εἶ­ναι, Ὄν ἤ Πᾶν. Ὅ,τι μπο­ρεῖ νά συμ­βεῖ στή μιά ἀ­π’ αὐ­τές μπο­ρεῖ νά συμ­βε­ῖ καί στήν ἄλ­λη, ὅ,τι συμ­βαί­νει στή μιά, συμ­βαί­νει καί στήν ἄλ­λη. Ἡ φύ­ση τους, ἡ δο­μή τους καί ἡ ψυ­χή τους εἶ­ναι ταυ­τό­ση­μη καί ἴ­δια (καί ἡ φύ­ση καί ἡ πό­λη φαί­νε­ται νά ἔ­χουν κά­ποι­ου εἴ­δους ψυ­χή). Δέ­χε­ται ἀ­κό­μα ὁ Πλά­των ἐ­δῶ, αὐ­το πού σή­με­ρα θά ὀ­νο­μά­ζα­με Ἁγία Τριά­δα, δη­λα­δή ὅτι τά τρί­α αὐ­τά σύ­νο­λα, οἱ τρεῖς αὐ­τοί κό­σμοι, εἶ­ναι ὁ­μο­ού­σιοι καί ἀ­δι­αί­ρε­τοι κι ὅτι ὁ ἕ­νας μπο­ρε­ῖ νά ἐκφρά­ζει κι ἐκ­προ­σω­πε­ῖ ἐ­πα­ξί­ως καί ἀ­δι­αι­ρέ­τως τόν ἄλ­λο (δη­λα­δή τή μα­γι­κή Ἀρ­χή). Καί ὅτι κά­θε φο­ρά πού μι­λᾶ­με γιά τόν ἕ­να καί προ­σπα­θοῦ­με νά τόν προ­σεγ­γί­σο­με, (ἤ ἀ­να­λύ­σο­με), σύγ­χρο­να ἐκ­φρά­ζο­με καί τά πα­θή­μα­τα καί τίς κα­τα­στά­σεις καί τῶν δύ­ο ἄλ­λων (κον­τι­νῶν καί ὁ­μο­ει­δῶν πρός αὐ­τόν). Ὅ­ταν ἀ­να­φέ­ρο­με ἤ ἐ­πι­κα­λού­με­θα τό ἕ­να ἀ­πό αὐ­τά τά σύ­νο­λα, πάν­τα τά δύ­ο ἄλ­λα ὑ­πο­νο­ο­ῦν­ται καί βρί­σκον­ται ἐ­δῶ τώ­ρα πα­ρόν­τα μπρο­στά μας.

Ἡ προ­σπά­θειά του αὐ­τή, τῆς ἐ­ναρ­μό­νι­σης, φαί­νε­ται δυ­στυ­χῶς φαι­νο­με­νι­κά του­λά­χι­στον νά πέ­τυ­χε, για­τί ἀ­κό­μα καί σή­με­ρα ἡ φύ­ση μας εἶ­ναι καί πα­ρα­μέ­νει ὅ­πως ἦ­ταν ἐξ ἀρ­χῆς καί πρίν κι ἀ­π’ τόν Πλά­τω­να, ἀνθρω­πο­μορ­φι­κή καί τά κρά­τη μας μᾶς φαί­νον­ται φυ­σι­κά καί φυ­σι­κά φαί­νε­ται νά θέ­λο­με τήν δι­α­τη­ρη­σή τους. Καί ἡ ὀρ­γά­νω­ση τους μᾶς φαί­νε­ται φυ­σι­κή καί σύμ­φω­νη μέ τήν ψυ­χή καί τή φύ­ση το­ῦ ἀν­θρώ­που. Καί ὁ ἄν­θρω­πος ἑ­ξα­κο­λου­θε­ῖ νά εἶ­ναι «ὄν κοι­νω­νι- κόν» καί ἡ κοι­νω­νί­α ἀ­κό­μη καί μέ τήν ση­με­ρι­νή της μορ­φή νά φαί­νε­ται ἀν­θρώ­πι­νη καί ἀν­θρω­πι­στι­κή κ.λ.π.

Ὁ Πλά­των ἀ­πό κά­ποι­α στιγ­μή καί πέ­ρα αὐ­τό φαί­νε­ται κα­θα­ρά στήν Πο­λι­τεί­α του (ἤ καί ἐξ ἀρ­χῆς), θε­ώ­ρη­σε πώς κά­θε μιά ἀ­π’ αὐ­τές τίς ἀν­τι­κα­θρε­φτι­ζό­με­νες σφαῖ­ρες, (φύ­ση, πό­λη, ψυ­χή ἀν­θρώ­που) δέν εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κή σφαῖ­ρα μέ σφαι­ρι­κό­τη­τα, ἀλ­λά ὅτι ἔ­χει σχῆ­μα τρι­γω­νι­κό, πυ­ρα­μι­δι­κό καί συμ­με­τέ­χει καί ἐγκλεί­ε­ται καί σχη­μα­τί­ζει τή με­γά­λη πυ­ρα­μί­δα το­ῦ παν­τός, πού στήν κο­ρυ­φή της ἔ­χει τό Ἕν καί στή βά­ση της τά πολ­λά, μέ­σα σέ μιά ἁρ­μο­νι­κή ἱ­ε­ραρ­χι­κή σύν­θε­ση.

Τό ὅτι τά τρί­α αὐ­τά δέν εἶ­ναι στό ἐ­σω­τε­ρι­κό τους τό κα­θέ­να — ἀλ­λά καί τίς σχέ­σεις τους με­τα­ξύ τους ἀπό τή φύ­ση τους ἁρ­μο­νι­κά, (τή φύ­ση πού τούς ἔδωσαν σάν οἱ Ἕλ­λη­νες καί ὁ Πλά­των) καί ἁρ­μο­νι­κά συνδυαζό­με­να, σή­με­ρα πιά δέν ὑ­πάρ­χει κα­μιά δυ­σκο­λί­α να το δοῦ­με.

Ἡ φύ­ση μας εἶ­ναι ἕ­να ἄ­γριο καί κρύ­ο καί κοχλάζων πρᾶγ­μα που ἀ­να­τα­ράσ­σε­ται καί ἐ­κρή­γνυται καί αὐ­το-συγ­κρού­ε­ται μέ ἄ­πει­ρη τα­χύ­τη­τα, σέ ἄ­πει­ρες ἐκτά­σεις, σέ κα­τα­πλη­κτι­κές θερ­μι­κές δι­α­φο­ρές, μεταπηδών­τας ἀ­π’ τό ἀ­πό­λυ­το μη­δέν στήν ἀ­πό­λυ­τα μεταποι­η­τι­κή θερ­μό­τη­τα, κι ἀ­πό με­τα­στρο­φή σέ κα­ταστροφή, κι ἀ­πό κα­τα­στρο­φή σέ σύγ­κρου­ση. Δυ­νά­μει­ς ἀκτί­νες, -ό­νια, μά­ζες, τα­χύ­τη­τες, χρό­νοι, χῶ­ροι και χωρό­χρο­νοι καί ἄλ­λα πολ­λά καί ἄ­γνω­στα καί εἰκαζόμενα, ὑ­πάρ­χον­τα καί ἀ­νύ­παρ­κτα καί ὑ­πο­τι­θέ­με­να (χάριν τῆς ἐ­πι­στή­μης), ἔ­χον­τας θε­ω­ρη­τι­κά ἴσως χά­ρις στόν Πλά­τω­να) γί­νει Ἕ­να (ἀλ­λά ὑ­φαί­στιο) μέ­σα στό μυαλό μας κι ἔ­ξω ἀ­π’ αὐ­τό, πο­λε­μι­ο­ῦν­ται με­τα­ξύ τους ἀπηνῶς καί συ­νε­χῶς μέ­χρι δι­ά­λυ­σης τοῦΰ Σύμ­παν­τος

Ποῦ ἡ ἁρ­μο­νι­κή Πλα­τω­νι­κή φύ­ση;

Ὁ ἄν­θρω­πός μας πά­λι, σχι­ζο­φρε­νής, παρανοϊκός κομ­πλε­ξι­κός, ἄ­φρων καί πα­ρά­φρων, θρη­σκο­μα­νής καί ἱ­ε­ρό­συ­λος, στε­νο­κέ­φα­λος, δι­κέ­φα­λος, τρι­κέ­φα­λος, ἀναι­δής, προ­κλη­τι­κός κι ἐ­πι­κίν­δυ­νος καί γιά τόν ἑ­αυ­τό του καί γιά τή φύ­ση, καί τό­σα ἄλ­λα κα­κά ψυ­χρά κι ἀ­νά­πο­δα, δέν ἔ­χει κα­μιά σχέ­ση μέ τόν ἁρ­μο­νι­κό καί φυ­σι­κό ἄν­θρω­πο το­ῦ Πλά­τω­να.

Ὅ­σο γιά τό κρά­τος μας, τήν πρώ­ην ἁρ­μο­νι­κή πό­λη, τί καί πό­σα νά πεῖ κα­νείς;

Θά ἀρ­κε­στῶ στό ὅτι ἀ­να­βί­ω­σε καί πραγ­μα­τοποιεῖ τόν ἑλ­λη­νι­κό προ­πλα­τω­νι­κό μῦ­θο τοῦΰ πα­τέ­ρα τρώ­ει τά παι­διά του γιά νά μήν τοῦΰ πά­ρουν τήν ἐξουσί­α. Ἔ­χον­τας ἀ­πο­κτή­σει τέ­τοι­α φύ­ση, ἡ φύ­ση, ὁ ἄνθρω­πος καί ἡ κοι­νω­νί­α καί τό κρά­τος, δέν μποροῦν φυ­σι­κά πα­ρά νά βρί­σκον­ται σέ συ­νε­χῆ καί ἀ­πη­νῆ πόλε­μο καί στίς με­τα­ξύ τους σχέ­σεις. Πα­ρα­λεί­πω βέβαια ἐ­δῶ τίς λε­πτο­μέ­ρει­ες τῶν πο­λέ­μων, τῶν κρα­τῶν, ἐ­θνῶν, τῶν ἐγ­χρώ­μων καί τῶν χρω­μά­των, τῶν κοινωνι­κῶν στρω­μά­των, τῶν μει­ο­νο­τή­των, τῶν πλειοψηφι­ῶν, τῶν ὁ­μά­δων πι­έ­σε­ως, τῶν ὁ­μά­δων κα­τα­πι­έσεως κ.λπ., πού ἀ­πο­τε­λοῦν τήν ἱ­στο­ρί­α το­ῦ ἀν­θρώ­που καί ταῆς κοι­νω­νί­ας του.

Ἐν τού­τοις, χά­ρις κυ­ρί­ως στόν Πλά­τω­να (καί φυσικά τήν τυ­φλό­τη­τά μας), οἱ θε­ω­ρί­ες μας οἱ φυ­σι­κέςι πο­λι­τι­κές καί κοι­νω­νι­κές καί ἀν­θρώ­πι­νες καί ἀνθρωπο­λο­γι­κές, ἐξα­κο­λου­θο­ῦν νά βα­δί­ζουν σύμ­φω­να με το ἁρ­μο­νι­κό καί συν­δυ­α­στι­κό του πρό­τυ­πο. Οἱ ἐ­πι­στήμονές μας θαυ­μά­ζουν τή σο­φί­α καί ἁρ­μο­νί­α καί σύνθεση τῆς φύ­σης. Οἱ ποι­η­τές μας ὑμνοῦν τό κάλ­λος τοῦ ἀν­θρω­πι­σμο­ῦ καί τήν ἀν­θρω­πιά τοῦ ἀν­θρώ­που (ποι­οῦ ἀν­θρώ­που. Τοῦ φαν­τα­στι­κοῦ; Μά καί τέ­τοι­ος ἀ­κό­μα ἔ­πα­ψε νά εἶ­ναι ). Καί οἱ κοι­νω­νι­ο­λό­γοι μας καί κοι­νωνι­κο­ποι­οί μας νά φτιά­νουν ἁρ­μο­νι­κά, ἰ­δε­α­τά καί ἰ­δε­ο­λο­γι­κά συ­στή­μα­τα.

Μέ­σα σέ μιά τέ­τοι­α ψεύ­τι­κη συ­νεί­δη­ση, ζών­τας ὁ ἄν­θρω­πος καί ὑ­πάρ­χον­τας ἡ φύ­ση, καί κυ­βερ­νών­τας τό κρά­τος καί κοι­νω­νόν­τας ἡ «κοι­νω­νι­κή» κοι­νω­νί­α, δέν ἀ­πο­τε­λο­ῦν πα­ρά πλή­ρη καί παν­τε­λῆ συμ­παν­τια­κή σχι­ζο­φρέ­νεια. Δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν ὁ «κό­σμος» αὐ­τός, (κό­σμος ἑλ­λη­νι­κός ἴ­σον δι­ά­κο­σμος....ἁρ­μο­νί­α), νά ἐξακο­λου­θεῖ νά ὑ­πάρ­χει γιά πο­λύ και­ρό ἀ­κό­μα ἀ­τι­μω­ρητί, μέ­σα σέ δύ­ο κό­σμους τό­σο ἀν­τί­θε­τους, ἕ­ναν θε­ω­ρη­τι­κό ἁρ­μο­νι­κό πλα­τω­νι­κό, καί ἕ­να δῆ­θεν πραγ­μα­τι­κό (ἐξ ἴ­σου ἤ καί πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό­γο­νο τοῦ Πλά­τω­να), τό­σο βί­αι­ο, τό­σο ἀ­πάν­θρω­πο. Κά­τι θά πρέ­πει νά βρε­θεῖ, κά­τι νά γί­νει.

Λά­θος λοι­πόν μο­ῦ φαί­νε­ται καί ἡ «ἐ­ναρ­μό­νι­ση» αὐτή καί λά­θος ἀρ­χι­κό, δη­λα­δή με­γά­λο καί τρα­νό.

Ἄλ­λη προ­σπά­θεια ἐ­ναρ­μό­νι­σης, ἴσως ἀ­πόρ­ροι­α τῶν προ­η­γου­μέ­νων ἤ καί βά­ση τους, εἶ­ναι ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Πλά­τω­να τῆς σύμ­πτω­σης τῆς εὐ­η­με­ρί­ας τῆς πό­λης καί εὐ­τυ­χί­ας τοῦ ἀ­τό­μου.

Αὐ­τή ἡ θε­ω­ρί­α πι­στεύ­ω πώς πολ­λά ὀ­φεί­λει στόν Σω­κρά­τη καί τήν ἐ­πί­δρα­σή του, ἐ­νῶ σύγ­χρο­να ἐκ­φράζει καί μιά ἄλ­λη θε­ω­ρη­τι­κή ἀν­τί­λη­ψη τοῦ Πλά­τω­να καί τῶν Ἑλ­λή­νων γιά τίς σχέ­σεις γε­νι­κοῦ καί εἰ­δι­κοῦ, με­ρῶν καί συ­νό­λου. Συ­χνά λέ­ει ὁ Πλά­των — ἀλ­λά ἀκό­μη συ­χνό­τε­ρα ὑ­πο­νο­εῖ καί ὑ­παι­νίσ­σε­ται ὅτι: Δέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­χει εὐ­τυ­χι­σμέ­νο ἄ­το­μο σέ δυ­στυ­χι­σμέ­νη ἤ ἀ­κα­τά­στα­τη ἤ ἀ­κυ­βέρ­νη­τη πό­λη. Αὐ­τή τή σύν­το­μη καί φαι­νο­με­νι­κά ἁ­πλή φρά­ση (θε­ω­ρί­α) τήν πῆ­ραν καί τήν ἐ­πε­ξερ­γά­στη­καν καί τή δι­άν­θι­σαν καί τή δι­εύ­ρυ­ναν οἱ κα­το­πι­νοί του. καί τήν ἔ­κα­ναν κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κή θε­ω­ρί­α πού πά­νω της βά­σι­σαν τήν κοι­νω­νιολο­γί­α. Τή δε­χό­μα­στε κι ἐ­μεῖς τώ­ρα λαμ­βά­νον­τας την ἀ­με­σό­τε­ρα ἀ­π’ τούς σχε­τι­κά πρό­σφα­τους δι­α­δό­χους του, Γάλ­λους, Ἄγ­γλους, Γερ­μα­νούς, ἀ­κό­μα κι Ἀμερικανούς ρο­μαν­τι­κούς φι­λο­σό­φους καί κοι­νω­νι­ο­λό­γους.

Ἔ­τσι κα­τα­λή­ξα­με νά μπερ­δεύ­ο­με συ­χνά θε­ω­ρη­τι­κά καί συ­χνό­τα­τα πρα­κτι­κά, ὀρ­γά­νω­ση καί εὐ­η­με­ρί­α, δι­α­τή­ρη­ση κι ἐ­πι­βίω­ση καί εὐ­τυ­χί­α, καί συμ­φέ­ρον κοι­νω­νι­κό καί ἀ­το­μι­κό. Καί κά­θε μορ­φῆς ὀρ­γά­νω­ση καί κά­θε δι­α­τή­ρη­ση καί κά­θε συμ­φέ­ρον. Καί ἔ­τσι ἔ­γι­νε κα­νών ὅτι κά­θε ἄ­το­μο, γιά νά εἶ­ναι ὑ­γιές καί ἀ­νε­κτό καί εὐ­πρόσ­δε­κτο στήν κοι­νω­νί­α, πρέ­πει νά προ­σαρ­μό­ζε­ται στήν ἑ­κά­στο­τε ἐ­πι­κρα­το­ῦ­σα καί κυ­ρι­αρ­χοῦ­σα ὁ­μά­δα, στό group, ὅποι­ο κι ἄν εἶ­ναι αὐ­τό καί κυ­ρί­ως βέ­βαι­α στό κρά­τος. Που­θε­νά δέν εἶ­δα τόν Πλά­τω­να νά μᾶς λέ­ει σα­φῶς τό ἀν­τί­θε­το. Ὅ­τι δη­λα­δή ἡ εὐ­τυ­χι­σμέ­νη καί εὐ­η­με­ροῦ­σα πό­λη εἶ­ναι εὐ­τυ­χι­σμέ­νη για­τί τά ἄ­το­μά της εἶ­ναι χα­ρού­με­να καί κο­λυμ­πᾶ­νε μέ ἄ­νε­ση μέ­σα σ’ αὐ­τήν. Πάν­τα γιά τόν Πλά­τω­να προ­έ­χου­σα θέ­ση ἔ­χει ἡ πό­λη καί ἡ δι­α­τή­ρη­σή της καί ἡ ἀ­σφά­λειά της καί δευ­τε­ρεύ­ου­σα τό ἄ­το­μο καί ἡ εὐ­τυ­χί­α του.

Οἱ Ἄγ­γλοι, πο­νη­ροί καί ὑ­πο­κρι­τές καί συμ­φεροντολό­γοι, πιό κρυ­ψί­νο­ες (καί συμ­βι­βα­στι­κοί) κι ἀπ’τόν Πλά­τω­να πού προ­σπά­θη­σαν στά κρυ­φά νά ἀνατρέψουν, ἀν­τέ­στρε­ψαν σι­γά-σι­γά καί ἀ­θό­ρυ­βα (βο­ηθούμενοι κι ἀ­π’ τό Laissez faire, Laissez passer, le monde va de Lui meme, τῶν Γάλ­λων ἀ­στό­χα­στων τεμ­πέληδων αὐ­τή τή θε­ω­ρί­α, κα­τα­λή­γον­τας σ’ ἕ­ναν ἄλ­λο σύμβιβασμό καί σ’ ἕ­να ἄλ­λο ἀ­ξί­ω­μα ἐξ ἴσου αὐ­θαί­ρε­το πλα­τω­νι­κά. Ἐάν πράγ­μα­τι θέ­λο­με, εἶ­παν, τό καλό τοῦ κρά­τους καί τῆς κοι­νω­νί­ας, τό κα­λύ­τε­ρο πού ἔχομε νά κά­νο­με εἶ­ναι νά φρον­τί­ζο­με τό ἀ­το­μι­κό μας συμφέρον. Ὅ­ταν ὅλοι προ­σπα­θοῦν καί ἀ­κο­λου­θοῦν κι ἐ­πιτυγχάνουν τό ἀ­το­μι­κό τους συμ­φέ­ρον, τό κρά­τος εὐημερεῖ. Ὄ­χι μό­νο για­τί εὐ­τυ­χοῦν τά ἄ­το­μα, οἱ μο­νά­δες πού τό ἀ­πο­τε­λοῦν, ἀλ­λά καί για­τί αὐ­τός ὁ μη­χα­νι­σμός ἐ­πι­δι­ώ­ξης τοῦ πλού­του, ὁ ἴδιος ὁ κοι­νω­νι­κός μηχανισμός εὐ­νο­εῖΐ τήν κρα­τι­κή εὐ­η­με­ρί­α πού ταυ­τι­ζό­ταν στό μυα­λό τους μέ τόν πλοῦ­το. Βλέ­πεις, οἱ Ἄγ­γλοι αἰσθάνον­ταν ἀ­σφα­λεῖϊς καί ἀ­πόρ­θη­τοι στό νη­σί τους. Ἔξαλλος κι ἀ­γα­να­κτι­σμέ­νος καί θέ­λον­τας νά κα­τα­πολεμίσει τήν ἄ­δι­κη καί κα­τα­πι­ε­στι­κή αὐ­τή γιά τούς φτωχούς πού ἔ­με­ναν στό ἔ­λε­ος τῶν πλου­σί­ων, σ’ ἕνα τός πε­ρι­ο­ρι­ζό­με­νο στό ρό­λο τοῦ ἀ­στυ­νό­μου, ὁ ρομαντι­κός ἀ­πό­γο­νος τῶν ραβ­βί­νων, σνόμπ, ἀρ­ριβίστας πρώ­ην δη­μο­σι­ο­γρά­φος, ἀ­φε­λής καί ἔν­τι­μος γε­ρμανοε βραῖ­ος (Οἱ Γερ­μα­νοί πάν­τα κρα­τή­θη­καν μέ τή μεριά τοῦ κρά­τους πού ἐ­πί τό­σους αἰ­ῶ­νες τούς ἔλειψε) Μάρξ, ὑ­πνω­τι­σμέ­νος ἀ­π’ τή θε­ω­ρί­α τοῦ κρά­τους και ταῆς τῆς δῆ­θεν τε­λει­ω­τι­κῆς ἔκ­φρα­σης τῆς Ἰδέας τοῦ φι­λό­δο­ξου Hegel (οἱ Γερ­μα­νοί πάν­τα ἦ­ταν ὑ­περφιλόδο­ξοι), ἐ­πάανῆλ­θε στόν Πλά­τω­να χω­ρίς νά τό λέει καί μᾶς τα­λαι­πώ­ρη­σε τε­λι­κά πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ ὅτι και ὁ ἴδιος ἐ­πι­θυ­μο­ῦ­σε, μέ ἄλ­λες χει­ρό­τε­ρες καί χον­δροειδέστε­ρες ταυ­τί­σεις. Πί­στε­ψε βλέ­πεις ἀ­φε­λῶς στην ἐπιστή­μη καί πώς κά­ποι­ος καί μά­λι­στα ὁ ἴδιος, μπορεῖ να πεῖ τήν τε­λι­κή λέ­ξη γιά τόν ἄν­θρω­πο καί τήν κοι­νω­νί­α.

Ἄ­δι­κα λοι­πόν ἔ­γι­νε, ἤ, ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει, κακά (μι­σο­θε­ω­ρη­τι­κά καί μι­σο­πρα­κτι­κά) κα­τέ­λη­ξε και ἡ προ­σπά­θεια αὐ­τή ἐ­ναρ­μό­νι­σης πό­λης καί ἀ­το­μι­κῆς εὐτυ­χί­ας.

Ὁ Πλά­των προ­σπά­θη­σε ἀ­κό­μη (ἤ ἀ­π’ ἐ­κεῖ ἄρχισε τήν προ­σπά­θειά του), νά ἐ­ναρ­μο­νί­σει τούς δύ­ο δασκά­λους» του, τόν 'Ἠράκλειτο καί τόν Παρ­με­νίδη. Ὁ ἕ­νας ὅμως ἔ­λε­γε ὅτι τά πάν­τα κι­νοῦν­ται κι ὁ ἄλλος ὅτι τό ὄν εἶ­ναι ἀ­κί­νη­το καί ἀ­με­τά­βλη­το. Δυ­στυ­χῶς ὁ Πλά­των δέν ἀρ­κέ­στη­κε στό νά προ­σπα­θή­σει νά ἐναρμο­νί­σει μό­νο τίς γε­νι­κό­τα­τες θε­ω­ρή­σεις τους, πού ἐπί τέ­λους θά ἦ­ταν ἴσως πιό κα­τορ­θω­τό, ἀλ­λά ἀ­ποπειράθη­κε νά συν­δυά­σει καί τίς με­ρι­κό­τε­ρες καί εἰ­δι­κότερες θε­ω­ρί­ες τους, πού φαί­νε­ται πί­στε­ψε πώς ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν ἀ­δι­ά­σπα­στο σύ­νο­λο μέ τήν κα­θο­λι­κή θε­ώ­ρη­ση τοῦ κα­θε­νός τους. Ἡ προ­σπά­θειά του αὐ­τή τόν ὁ­δή­γη­σε τε­λι­κά μα­κρυ­ά ἀ­π’ τή λε­ω­φό­ρο, σέ ἀ­πό­μα­κρα σκο­τει­νά κι ἐ­πι­κίν­δυ­να μο­νο­πά­τια.

Ἔ­τσι στόν Μέ­νωνα ἀ­ναγ­κά­ζε­ται, προ­κει­μέ­νου νά ὁρί­σει τίς ἀ­ρε­τές ἤ τήν Ἀ­ρε­τή πού τε­λι­κά δέν ὁ­ρί­ζε­ται πα­ρά σάν δῶ­ρο τῶν θε­ῶν, νά συν­δυά­σει καί σχε­δόν ταυ­τί­σει, γνώ­ση καί δό­ξα καί ζω­ή καί μνή­μη καί ἀ­θα­να­σί­α τῆς ψυ­χῆς καί αἰ­ω­νι­ό­τη­τα (καί ρο­ή καί στά­ση), καί Ἄ­δη, πράγ­μα­τα κραυ­γα­λέ­α ἄ­σχε­τα με­τα­ξύ τους. Κυ­ρί­ως ὁταν ἡ σύν­θε­ση αὐτή γί­νε­ται βι­α­στι­κά καί παρε­πιμ­πτόν­τως ὅπως τήν ἀ­να­φέ­ρει στό Μέ­νω­να ὁ Πλά­των. Στίς σχέ­σεις Ἠράκλειτου καί Παρ­με­νί­δη ἐλ­πί­ζω νά ἐ­πα­νέλ­θω ἀλ­λοῦ.

Ἀλ­λά, πού προ­σπά­θη­σε νά ἐ­ναρ­μο­νί­σει, εἶ­ναι ἡ πό­λη, ὄχ πιά μέ τήν εὐ­τυ­χί­α τῶν ἀ­τό­μων ἤ τή φύ­ση, ἀλ­λά μέ τή γνώ­ση (ὅταν θά φτά­σο­με στήν Πο­λι­τεί­α του θά φα­νεῖ αὐ­τό ξε­κά­θα­ρα). Δύ­σκο­λη ὁμως εἶ­ναι καί ἡ ἐ­ναρ­μό­νι­ση αὐ­τή. Μπο­ρε­ΐ κα­νείς ὁταν θέ­λει νά δι­α­κρί­νει (ἀλ­λά κα­νείς δέν φαί­νε­ται νά τό θέ­λει, για­τί πά­νω καί σ’ αὐ­τη τήν ἑ­νό­τη­τα στη­ρί­ζον­ται τά ση­με­ρι­νά κρά­τη μας), πώς ἡ πό­λη καί ἡ γνώ­ση, οἱ δύ­ο αὐ­τοί πό­λοι, οἱ δύ­ο αὐ­τές ἀρ­χές, δέν εἶ­ναι ἀ­πό τή φύ­ση τους (οὐ­σία;), ἀ­ναγ­κα­στι­κά καί πάν­τα συν­δυ­ά­σι­μοι καί ὅτι συ­χνά ὁ ἕ­νας ἀν­τι­στρα­τεύ­ε­ται τόν ἄλ­λο.

Μιά μό­νο μα­τιά σ’ αὐ­τα πού ἀ­ναγ­κά­ζε­ται νά πεῖ στήν ἴ­δια τήν Πο­λι­τεί­α του λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Πλά­των γιά τόν Ὅ­μη­ρο καί τόν Ἡ­σί­ο­δο καί τούς ἄλλους ποι­η­τές, δεί­χνει κα­θα­ρά πώς ἀ­κό­μη καί στήν ἐποχή του, ἡ ἐ­ναρ­μό­νι­ση τους ἦ­ταν ἀ­στα­θής. Τήν διδαχήέ καί τή γνώ­ση τῶν ποι­η­τῶν, τῶν δρα­μα­τουρ­γῶν και τῶν Μύ­θων, εἶ­ναι ἀ­ναγ­κα­σμέ­νος νά τήν δε­χτεῖ μόνον κα­τό­πιν λο­γο­κρι­σί­ας. Τί ἄλ­λο ὅμως ση­μαί­νει ἡ λογο­κρι­σί­α ἀ­πό τή θυ­σί­α τῆς γνώ­σης (καί ὡς γνώμης ἀκό­μα) στήν ἰδέ­α καί θε­ω­ρί­α καί πρά­ξη τῆς πό­λης;

Πα­ρ’ ὅλα τα­ῦ­τα, νο­μί­ζω πώς ὁ Πλά­των, ἴ­σως λόγῳ τῆς βα­σι­κῆς ἐν­τι­μό­τη­τάς του πού ἀ­νά­φε­ρα πα­ραπάνω δέν θέ­λη­σε, ἤ τε­λι­κά δέν μπό­ρε­σε νά θυ­σιά­σει πραγμα­τι­κά τή γνώ­ση στήν πό­λη. Καί μᾶς ἄ­φη­σε καί στον Ἀριστοτέλη καί σ’ ἐ­μᾶς τό πε­δί­ο καί τό ἐ­ρώ­τημα,  ἴσως τό ση­μαν­τι­κό­τε­ρό της ἐ­πο­χῆς μας, ἀ­νοι­χτά. Γι’ αὐ­τό καί σή­με­ρα, πό­τε ἡ γνώ­ση (με­ταμ­φι­ε­σμέ­νη πι­στή­μη) παίρ­νει τήν πά­νω βόλ­τα καί πά­ει νά καταλύσει τό κρά­τος καί τά κρά­τη καί πό­τε ἡ πό­λη κά­ταδιώκει τήν ἐ­πι­στή­μη καί τή στέλ­νει (στή νέ­α Σιβηρία) στό τρελ­λο­κο­μεῖ­ο, τό πιό ἐ­πι­στη­μο­νι­κό κα­τάλυμμα τῆς ἐ­πι­στή­μης. Ἤ ἀ­κό­μη καί τῆς δί­νει τό Νόμ­πελ  νά τήν ἀ­πο­δυ­να­μώ­σει καί ἀν­τα­μοί­ψει γιά τή νομιμοφρο­σύ­νη της.

Ἴ­σως ἐ­δῶ νά πρέ­πει νά ση­μει­ώ­σω ὅτι τά ὅσα γράφω σάν κρι­τι­κή τῶν συμ­βι­βα­σμῶν τοῦ Πλά­τω­να ἐ­λά­χι­στα κα­κο­φτι­αγ­μέ­να σκί­τσα τῆς τε­ρά­στιας τοιχογρα­φί­ας πού θά ἦ­ταν μιά πραγ­μα­τι­κή κρι­τι­κή τῶν ἑνο­ποι­η­τι­κῶν θε­ω­ρι­ῶν του. Τέ­τοι­α τοι­χο­γρα­φί­α δέν βλέ­πω δυ­στυ­χῶς νά ἔ­χει ἀρ­χί­σει ἀ­πό κα­νέ­ναν.

  

 

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΕΠΟΠΤΕΙΑ» 55/1981