Ὁ Πλατωνικός
συμβιβασμός
(Σημειώσεις γιά «τό» βιβλίο: Θ’)
ΠΑΝΤΙΑΣ
ΣΚΑΡΑΜΑΓΚΑΣ
Ὁ Πλάτων εἶναι γνωστός σάν
φιλόσοφος. Δέν φαίνεται ὁμως ποτέ νά μπόρεσε νά ξεπεράσει τήν ἀγάπη
του γιά τήν πόλη, τούς θεσμούς της, καί τήν πολιτική. Οἱ θεωρίες του, οἱ
ἐπιστολές του καί οἱ πράξεις του δείχνουν πώς κατά βάθος θά προτιμοῦσε
νά εἶχε γίνει νομοθέτης, ἤ πολιτικός. Αὐτό δέν πρέπει νά τό ξεχνᾶμε
ὁταν προσπαθοῦμε νά ξεδιπλώσομε τά νήματα τῆς φιλοσοφίας του. Ἡ
στάση του ἀπέναντι στή φιλοσοφία καί τήν ἀλήθεια, προσδιορίζεται
σέ μεγάλο βαθμό ἀπ’ αὐτή του τήν προσήλωση.
Παρ’ ὁλα τά ὁσα κολακευτικά
γράφει γιά τήν ἀλήθεια, ὁ Πλάτων ἦταν κρυψίνους καί ἠθελημένα
ἀσαφής. Πρός αὐτή τήν κατεύθυνση τόν ὁδηγοῦσε καί ἡ ἀριστοκρατική
του ἀντίληψη ὅτι ὅλες οἱ ἀλήθειες καί οἱ γνώσεις, δέν εἶναι καλές γιά
ὅλους τούς ἀνθρώπούς, ὅλων τῶν ἐπιπέδων καί σ’ ὅλες τίς περιστάσεις.
Πρέπει ὅμως, γιά νά εἴμαστε
δίκαιοι, νά τοῦ ἀναγνωρίσομε πώς συχνότατα, ὅταν καθ’ ὁδόν πρός τούς
πολιτικούς ἤ ἴσως ἄλλους στόχους του διέκρινε κάτι τό σημαντικό,
ἔστω κι ἄν αὐτό φαινόταν ἤ ἦταν ἀντίθετο πρός τίς θέσεις του, πολύ
συχνά τό ἀνεγνώριζε καί τό ἀνέφερε καί παρέμενε ἀνοιχτός στήν ἀκοή
του χωρίς νά προσπαθεῖ νά τό συγκαλύψει.
Ὡς πρός πολλά σημαντικά, ὁ
Πλάτων ἦταν πιστός φιλόσοφος. Ἕνα πρᾶγμα ὁμως θεωρῶ πῶς εἶναι τό
κύριο καί μονιμότερο χαρακτηριστικό του, ἐκεῖνο πού μᾶς δίνει τό
κλειδί τῆς σκέψης του (ἐάν τέτοιο ὑπάρχει): ὁ Πλάτων πάντα ἤ σχεδόν
πάντα, καμιά φορά καί ἄθελά του, ἔκανε ἤ προσπαθοῦσε νά κάνει
συνδυασμούς καί ἐναρμονίσεις. Ἡ ἀγάπη του πρός τά πολιτικά, ἀσφαλῶς
τόν ὁδηγοῦσε καί αὐτή σέ μιά τέτοια λύση. Ὄντας ἐρωτευμένος μέ τήν
πολιτική προσπαθοῦσε νά συνδυάσει κι ἐναρμονίσει τό ἰδεῶδες μέ τό
ἐφικτό. Ἡ πολιτική δέν εἶναι ἄλλο, ὅπως κι ὁ ἴδιος ἐκ πείρας ἤξερε,
παρά ἕνας συμβιβασμός.
Ἄλλος λόγος πού φαίνεται νά τόν
ὤθησε πρός τά ἐκεῖ, εἶναι τό ἑλληνικό πνεῦμα, τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς
του καί τῆς πατρίδας του. Ἡ Ἑλλάδα ὁλόκληρη (ὄχι μόνο ἡ φιλοσοφική)
ἄν θά μποροῦσε νά ἐκφραστεῖ μέ μιά μόνο φράση, αὐτή ἀσφαλῶς θά ἦταν
τό «μηδέν ἄγαν» τῶν Ἀθηναίων καί τῶν Δελφῶν, αὐτό πού
ἀργότερα ὁ Ἀριστοτέλης ὀνόμασε «μεσότης τίς». Τί ὁμως
σημαίνει τό «τίποτε ὑπερβολικά» παρά ἀποφυγή τῶν ἄκρων;
Προσπάθεια ἐναρμόνισης, χαρακτηριστικό της Ἑλλάδας σ’ ὅλες της τίς
ἐκδηλώσεις. Τό πόσο ὁ Πλάτων συνέβαλε στό δυνάμωμα καί τήν
ἑδραίωση τοῦ «μηδέν ἄγαν», τό πόσο αὐτό δημιούργησε τόν
Πλάτωνα, τό πόσο ἡ πολιτική ἐἔφτιαξε τό «μηδέν ἄγαν» ἤ
αὐτό τήν ἠθική, καί φυσική καί μεταφυσική καί τήν ἴδια τήν
πολιτική, εἶναι θέματα σημαντικότατα ἄλλα ὄχί τῆς στιγμῆς. Τό
ποιοί ἄλλοι παράγοντες καί πόσοι, καί σέ ποιό σημεῖο καί πόσο
συνέβαλαν στό νά κατευθύνουν τόν Πλάτωνα στήν προσπάθεια
ἐναρμόνισης, καί αὐτο τό σπουδαιότατο δέν εἶναι τῆς στιγμῆς.
Ἔκεϊνο πού ἐδῶ ἐπείγει, εἶναι ν’ ἀναγνωριστεῖ ὅτι ὁ Πλάτων ἤθελε
καί ἐπεδίωκε καί πραγματοποιοῦσε ἐναρμονίσεις καί συνδυασμούς.
Οἱ συνδυασμοί του καμιά φορᾶ
πετύχαιναν, καί τότε μποροῦμε ἄφοβα νά τούς ἀποκαλοῦμε
ἐναρμονίσεις, καί καμιά φορά ὄχι, ὁπότε τους ταιριάζει καλύτερα τό
ὄνομα συμβιβασμοί. Τούς συμβιβασμούς του δυστυχῶς καλούμαστε νά
πληρόσομε ἐμεῖς, δυτικός καινούργιος κόσμος μέγας.
Γι’ αὐτήν τήν κατάσταση δέν
φταίει βέβαια μόνον ὁ Πλάτων, ἀλλά κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Δεχτήκαμε
βλέπεις σχεδόν ὑποσυνείδητα καί ἐν πάσει περιπτώσει ἀβασάνιστα, ὡς
πρός τήν «οὐσία» τους καί τόν τύπο τους καί τή βάση τους καί τήν ἐπίδρασή
τους πάνω μας καί πάνω στόν «πολιτισμό» μας, τούς πλατωνικούς
συνδυασμούς σχεδόν ἀτόφιους, παρ’ ὅλο πού τούς ἀναλύομε μέ
σχολαστικότητα ὡς πρός τήν φιλοσοφική καί φιλολογικό-φιλοσοφική
ἐξωτερική ἐμφάνισή τους. Τί τό ὄφελος;
Οἱ ἀρχικοί συνδυασμοί, ἰδίως
οἱ πλατωνικοί, ἔχουν τή δύναμη νά δημιουργοῦν σχήματα, νοητικές
καί διανοητικές συνήθειες καί σχεδόν αὐτόματες
στάσεις-συμπεριφορές ποῦ ξεχνᾶμε νά ἐλέγξομε τίς πηγές τους, τήν
ἰσχύ τους καί τήν ἐπιίδρασή τούς στό πνεῦμα μας καί πάνω στίς ρίζες τοῦ
δυτικοῦ μας κόσμου.
Τά σχήματα αὐτά καί οἱ
νοητικοί αὐτοματισμοί μᾶς δημιουργοῦν μέ τή σειρά τους, ἄλλες
δευτερογενεῖς «βάσεις», «πηγές». «ρίζες». καί συνήθειες καί τό πράγμα
πάει λέγοντας ἀνεξέλεγκτα. Ἔτσι οἰκοδομήθηκε ὁ κόσμος μας. Ὁ
κόσμος διάκοσμος, περιβάλλον, σκηνικό καί ὀθόνη πάνω στήν ὁποια
προβάλλεται ἡ ζωή μας. Κόσμος μέσα στόν ὁποῖο ζοῦμε καί ὑπάρχομε καί
τόν ὁποῖο προσπαθοῦμε νά ἐπιβάλλομε καί στούς ἄλλους, τούς
ἀνατολικούς, πού γιά κακή τους τύχη δέν ὀνειρεύονται παρά πῶς νά τόν
ἐνστερνιστοῦν κι ἀκολουθήσουν.
Ἀναρίθμητα εἶναι τά σχήματα
καί οἱ δυνατοί συνδυασμοί τῆς σκέψης τοῦ Πλάτωνα, αὐτοί πού
κληρονόμησε ἀπ’ τούς προηγούμενούς του καί αὐτοί πού ὁ ἴδιος
ἔφτιαξε. Μόνον ἴσως ἕνας ἠλεκτρονικός ἐγκέφαλος θά μπορέσει μιά
μέρα νά τούς ξεδιαλύνει καί νά δώσει στό κάθε στοιχεῖο ὡς πρός κάθε
σημεῖο, κάθε στιγμή (στιγμή εἶναι τό σημεῖο ταύτισης χώρου, χρόνου
καί σημαντικότητας), καί ἀπό κάθε ὀπτικό γωνία, τήν ἀπόλυτη καί
σχετική ἀξία τους. Πάω στοίχημα πώς ὁ Πλάτων θά εἶναι ὁ πρῶτος
φιλόσοφος καί στοχαστής πού θά προσπαθήσομε νά προσεγγίσομε
ἠλεκτρονικά. Προσφέρεται περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον καί ἡ
ἀνάλυσή του καί ἀνασύνθεσή του, μᾶς εἶναι ἐπειγόντως ἀπαραίτητες.
Ἀπόδειξη, ἡ τεράστια παγκόσμια ἐνασχόληση μαζί του σ’ ὅλα τά
πνευματικά κέντρα τῆς Δύσης.
Αὐτά δυστυχῶς δέν σημαίνουν
πώς οἱ σημερινοί μαθηματικοί καί λογικοί φιλόσοφοι προετοιμάζουν
τήν τροφή καί τόν προγραμματισμό αὐτοῦ τοῦ ὑπολογισμοῦ. Ἀντίθετα,
προσπαθοῦν, ὄχι μέ τό γενικό ἤ εἰδικό, ἀλλά μέ τό μερικότατο καί
εἰδικότατο, νά συλλάβουν τώρα ἐδῶ κι ἀπό μόνοι τους τό καθολικό, τό
αἰώνιο καί ἄπειρο, ξεκινώντας ἀπό τριτογενεῖς (γιατί
προηγήθηκαν ὁ Ἀριστοτέλης καί ἄλλοι) συνδυασμούς, βγάζοντας εἰδικά
καί «γενικά» συμπεράσματα ἀπ’ αὐτή τή (συνδυαστική) «βάση», πάντα
προσποιούμενοι πώς ἀκολουθοῦν τά ἴδια τά πράγματα καί τούς νόμους τῆς
φύσης καί λογικῆς, σάν τά δύο αὐτά ὅπως καί τά ἄλλα πού συνδυάστηκαν
ἀπ’ τόν Πλάτωνα, νά ἦταν ἀπό κάθε ἄποψη ἀπαράλλακτα πραγματικά,
λογικά καί ἀντικειμενικά.
Ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα καί
ἐντωμεταξύ, μέχρι δηλαδή νά ἀναλυθεῖ κι ἀνασυντεθεῖ ὁ Πλάτων
ἠλεκτρονικά, ἐπεῖγον εἶναι νά δοῦμε ἀπό πιό κοντά καί στοχαστικά ἤ
ἔστω καί πρόχειρα, ἄλλα κριτικά γιά μας καί τόν κόσμο μας, μερικούς
ἀπ’ τούς πιό σημαντικούς συνδυασμούς του. Τό ἐντωμεταξύ αὐτό παίζει
ρόλο γιατί ἐντωμεταξύ, μπορεῖ νά μήν ὑπάρχομε. Κυρίως ἄν ἀφήσομε
τήν μή στοχαστική ἐπιστημονική φιλοσοφία καί σκέψη νά μᾶς ὁδηγεῖ,
ἀπό πρόοδο σέ πρόοδο, πείραμα σέ πείραμα, πράξη σέ πράξη, ὄχι μη -
λογική ἀλλά ἀλόγιστη.
Ἡ ἀδυναμία καί δύναμη τοῦ
πρώτου φιλοσόφου, (συχνά ταυτίζω Σωκράτη καί Πλάτωνα), βρίσκεται
ὄχι τόσο στό ὅτι τελικά δέν μπόρεσε νά δεχτεῖ νά θυσιάσει ἐκεῖνα πού
καθ’ ὁδόν τοῦ φαίνονταν νά ἔχουν κάποια ἀξία, σημασία καί
σημαντικότητα στόν τελικό σκοπό του, (τόν στόχο του πού πάντα εἶχε στό
κέντρο τῆς σκέψης του καί πάντα ἔψαχνε) καί στήν πολιτική του (ἐάν αὐτή
ἦταν ὁ τελικός του στόχος), ἀλλά κυρίως στό ὅτι προσπάθησε νά
συνδυάσει καί συνθέσει ἁρμονικά πολλά πράγματα, πολλές ἀρχές, ἀξίες
κι δυνάμεις πού ἴσως συνδυάζονται ἤ ἴσως ἔναρμονιζονται, ἴσως ὅμως
καί νά μήν συνδυάζονται ἤ νά μήν ἐναρμονίζονται ἤ νά μήν
ἐναρμονίζονται ἔτσι ἅρμονικά, ὅταν μένει κανείς ἀνοιχτός στήν ἀκοή
τῶν ὄντων στά ἴδια τά πράγματα.
Σάν πρώτη προσπάθειά του
ἐναρμόνισης, θά πρέπει ν’ ἀναφερθεῖ ἡ ἀπόπειρα συνδυασμοῦ σκέψης
καί πράξης, θεωρίας καί δράσης, πράξης καί θεωρίας. Κοινό
χαρακτηριστικό τῶν μεγάλων στοχαστῶν καί τῶν μεγάλων πρακτικῶν
εἶναι ἡ προσπάθεια αὐτή, πού βέβαια γιά νά σταθεῖ ὁδηγεῖ σέ ἄλλες
ἀπόπειρες ἄλλων συνδυασμῶν, πρακτικῶν καί θεωρητικῶν καί
πρακτικοθεωρητικῶν, μιᾶς καί ἡ ἴδια ἡ ἀρχική διαφοροποίση δέν
στηρίζεται παρά στόν ἴδιο της τόν ἑαυτό, ὄντας βάση ἤ μιά ἀπ’ τίς
βάσεις τῆς (κάθε) διαφοροποίσης. Ἡ μέρα καί ἡ νύχτα, τό κρύο καί ἡ
ζέστη, τό ἀρσενικό καί θηλυκό, ἡ ζωή καί ὁ θάνατος κ.α. εἶναι ἴσως πιό
παλιές συνθετικές διαφοροποιήσεις. Μήπως θά ἔπρεπε νά
εἰδοποιηθεῖ καί ὁ Πλάτων καί οἱ ἄλλοι ὅτι πάει χαμένος ὁ κόπος τους
(πρακτικά) καί ἄδικα χάνουν τόν καιρό τους (θεωρητικά);
Ὅταν ἔτσι διατυπώνομε τό
δίλημμα, στήν ἄκρα θεωρητική (καί πρακτική) του τοποθέτηση, ἴσως
ναί. Ἐάν ὅμως κι ἐμεῖς ὅπως καί ὁ Πλάτων καί ἀρκετοί ἄλλοι, προσπαθήσομε
νά συμβιβαστοῦμε, κι ὀνομάσομε τήν πράξη πολιτική (σάν νά ἦταν
μόνον πράξη καί τή φιλοσοφία θεωρία (σάν ὁ φιλοσοφικός βίος νά μήν
ἦταν ἡ οὐσία τῆς φιλοσοφίας), τότε τό παραπάνω δίλημμα γίνεται πιό
ζωντανό καί κατανοητό καί καθημερινά ἀνθρώπινο καί τότε μποροῦμε
νά ποῦμε ὅτι: ὁ Πλάτων κατ’ ἀρχήν προσπάθησε νά συνδυάσει την
πολιτική καί τήν φιλοσοφία. Τό ὅτι καί αὐτά τά δύο (ἔστω κι ἔτσι
διατυπωμένα ) δέν συνδυάζονται, τό δείχνει ἡ ζωή τοῦ Πλάτωνα καί τά
παθήματά του στίς Συρακοῦσες, ἀλλά καί ὁ πρακτικός καί θεωρητικός
μας κόσμος, κάθε φορᾶ πού προσπαθοῦσε νά δικαιολογήσομε τίς
πολιτικές μας πράξεις φιλοσοφικά. Ἡ φιλοσοφία καί ἡ πολιτική
εἶναι δύο διάφοροι καί διαφορετικοί κόσμοι καί δέν συνδυάζονται
ἔτσι ἁπλοϊκά. Μέχρι νά βρεθεῖ κάποιος ἄλλος συνδυαστικός τρόπος μιά
ἄλλη συνθετική σκέψη (ἐάν ποτέ βρεθεῖ), ὁ ἕνας τους θά κυριαρχεῖ καί
θά ὑποτάσσει τόν ἄλλο, ἀνάλογα μέ τίς γύρω συνθῆκες. Μέ τό νά ποΰμε
πώς οἱ φιλόσοφοι πρέπει νά γίνουν πολιτικοί καί οἱ πολιτικοί
φιλόσοφοι, δέν σώζονται τά πράγματα, ἁπλῶς μεταθέτομε τό δίλημμα πού
ἑξακολουθεΐ στή βάση του νά παραμένει. Ἀκόμα καί μέ τή μορφή: τί
εἴδους φιλόσοφοι καί τί εἴδους πολιτικοί;
Ὅταν καί αὐτό τό τελευταῖο
ἐρώτημα προσπαθεῖ νά μᾶς τό ἀναλύσει (σχεδόν στήν πράξη), ὁ Πλάτων
ἀναγκάζεται νά κάνει τόσους ἄλλους μερικότερους ἀνεπιτυχεΐς
συνδυασμούς, πού δέν μᾶς μένει ἀμφιβολία πώς τό σύστημά του εἶναι
οὐτοπικό.
Καί ὡς πρός αὐτό τό δίλημμα
ἑπομένως, πρέπει νά μείνομε: ἕν ἀναμονῇ, μέχρις ἴσως κάτι ἄλλο νά
φανεῖ.
Ὡς δεύτερη προσπάθεια
ἐναρμόνισης ἤ ἴσως πρώτη, θά πρέπει νά ἀναφερθεῖ ἡ ἀπόπειρα τοῦ
Πλάτωνα νά συνδυάσει ὅλες τίς θεωρίες, ὅλα τά συστήματα καί τά
ρεύματα, ὅλες τίς τάσεις τῆς ἐποχῆς του καί τῶν προηγουμένων του
ἐποχῶν, σ’ ἕνα ἑνιαῖο καί περιληπτικό πλατωνικό σύστημα.
Ὅλοι μας μέσα στό μυαλό μας
ἀναγκαστικά συμπεριλαμβάνομε καί κατά κάποιο τρόπο συνδυάζομε,
ὅλα ὅσα μάθαμε καί πολλά ἀπ’ αὐτά πού δέν μαθαίνονται, καί κάποιου
εἴδους τάξη καί συγκατάταξη δημιουργοῦμε. Κάποιου εἴδους σύστημα,
ἔστω καί ἁπλῶς χρονικό, ἤ σκέτα τοπικό, ἤ ἄλλο ἔχομε στά ράφια τοΰ
κεφαλιοῦ μας. Δέν πρόκειται ὅμως ἐδῶ γι’ αὐτό. Ἐκεῖνο πού ὁ Πλάτων
προσπάθησε νά κάνει, εἶναι νά συνενώσει θεωρητικά καί ἁρμονικά
καί λογικά καί σημαντικά ὅλες τίς ἄλλες γενικότερες καί
μερικότερες θεωρίες σ’ ἕνα ἑνιαῖο ἀντικειμενικό πρακτικό
(θεωρητικό) σύστημα. Τί σημαίνει σύστημα δέν τό ἐξηγῶ, ὡς
«ἀντικειμενικό» ὅμως ἐδῶ ἐννοῶ ἕνα σύστημα πού ὅποιος τό βλέπει νά
μήν ἔχει ἀμφιβολία ὅτι ἰσχύει καί εἶναι καλοδεμένο καί στέκεται
στά πόδια του καί εἶναι καί λογικό καί αἰσθητικό καί διαισθητικό καί
«θεωρητικό» καί πρακτικό.
Τό ὅτι ἕνα τέτοιο σύστημα,
σύγχρονα πανπεριληπτικό καί ἀντικειμενικό δέν μπορεῖ νά
δημιουργηθεῖ ἤ γίνει ἤ ὑπάρξει, ἤ κι ἄν ὑπάρχει δέν μπορεῖ νά
ἐκφραστεῖ (στή φιλοσοφική ἀπολυτότητα ἤ μεταφυσική ἤ καθαρά
λογική— λογῳ καί τῆς φύσης τῆς λογικῆς καί τῆς λογικῆς της φύσης), δέν
χρειάζεται νά εἶσαι φιλόσοφος γιά νά τό καταλάβεις. Γί αὐτό ἄλλωστε
καί οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, σήμερα περισσότερο ἴσως ἀπό
παλαιά, βαριοῦνται τή φιλοσοφία καί τή θεωροῦν χασομέρι πού δέν
ὁδήγησε ἐπί τόσους αἰῶνες ἤ ὁδηγεῖ καί τώρα πουθενά. Συνεπῶς καί ὁ
Πλάτων, πού ἦταν ἐπιπλέον φιλόσοφος τό ἤξερε αὐτό καλά. Ἤξερε ὅτι
τά ἀρχικά καί βασικά συστήματα καί θεωρήματα πού ἤδη
περιλαμβάνουν τόσα πολλά στοιχεῖα καί πού εἶναι καί ἐξ αὐτοῦ καί ἀπό
τή φύση τους ἀντιφατικά, δέν μποροῦμε νά ἐπιχειρήσομε νά τά
ἑνοποιήσομε καί μεταξύ τους παρά μόνον μέ κάτι πού στέκεται
σημαντικά ψηλότερά τους· καί ὅτι εἴτε αὐτό τό ὀνομάσομε θεό, εἴτε
Ἕν ἤ ὅτι ἄλλο, Αὐτό εἶναι τόσο γενικό καί πανπεριληπτικό, καί ἐνέχει
συνδυαστικά, θεωρία καί πράξη καί σκέψη καί δράση καί φιλοσοφία
καί πολιτική καί τήν ἴδια τή διάκριση, πού δέν μπορεῖ νά εἶναι ἤ νά
ἀποκαλεῖται σύστημα, παρά μόνο μέ κάποιο σύ βιβασμό.
Τί εἴδους ἀντικειμενικό ἤ
ἀντικειμενικῆς ἰσχύος σύστημα νά κάνομε ὅταν μέσα σ’ αὐτό μαζί μέ
ὅλα τ’ ἄλλα περιλαμβανόμαστε κι ἐμεῖς;
Ὁ Πλάτων ὅμως ἦταν ἀρχαῖος καί
ἕλληνας κι αἰσιόδοξος καί ἐβρισκε πώς ἡ προσπάθεια, ἔστω καί μόνη
προσπάθεια ἄξιζε τόν κόπο. Ἄλλωστε αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ προσπάθειες
φέρουν τήν ἀνταμοιβή τους μέσα τους. Ἔστω καί λίγο ἤ μερικό πλησίασμα
πρός κάτι τό ὑπαρκτό καί ἁρμονικό ἐάν μπορεῖ νά πραγματοποιηθεῖ,
ἀξίζει νά ἐπιχειρηθεῖ. Ἔτσι σκέφτηκε, ταυτίζοντας σάν καλός ἕλληνας
στό μυαλό του, ὑπαρκτό φυσικό καί ἁρμονικό. Καί τό φιλοσοφικό
ταξείδι καί ἡ φιλοσοφική ζωή ἔχει τίς ἀρετές της ὅπως καί ἡ
ἐνασχόληση μέ τά πολιτικά τίς ἱκανοποιήσεις της. Καί ὅ,τι ὑπάρχει
καί εἶναι ἐδῶ μπορεῖ κάπως ν’ ἀντιμετωπιστεῖ μέ τό νοῦ φτάνει νά
θέλομε νά συμβιβαστοῦν Ἔτσι τόν εἶχαν διδάξει καί οἱ δάσκαλοί του οἱ
«φυσικοί», προσωκρατικοί φιλόσοφοι.
Ἐπιχείρησε ἑπομένως τόν
συνδυασμό καί τήν ἑναρμόνιση καί τή δημιουργία ἕνος
πανπεριληπτικοΰ συστήματος, ὄχι μόνο γνωρίζοντας τίς δυσκολίες
του ἀλλά καί τό ἀδύνατό του. Ἔτσι ὀππορτουνίστικα καί στήν τύχη,
ἐλπίζοντας ὅτι κάτι τελικά θά βγεῖ, πάντα ἀποβλέποντας στούς ἄλλους
(πολιτικούς;) σκοπούς του. Καί τό ἀδύνατο βλέπεις φιλοσοφικά, καί τό
ἀνύπαρκτο (λόγῳ ἀνυπαρξίας), στήν ἀνώτατη λογική καί μή λογική
σφαίρα, εἶναι ἀδύνατο ν’ ἀποδειχτεῖ καί μόνο εἰκάζεται. Γι’ αὐτό καί
ὁ Πλάτων ἐπιχείρησε τό σύστημά του γνωρίζοντας ὅτι ὑπάρχει ἕνας
δρόμος κ ἕνας τρόπος, ἀλλά μόνον ἕνας πού τελικά ὁδηγεῖ πρός αὐτό, ὁ
δρόμος τοῦ συμβιβασμοῦ. Ὅταν δεχόμαστε νά συμβιβαστοῦμε, ὅλα ἤ
σχεδόν ὅλα εἶναι δυνατά. Καί ὁ μεγάλος συνδυασμός ἑπομένως τῶν τόσων
πολλῶν καί διαφόρων καί ἀντιφατικῶν δέν εἶναι ἀδύνατος καί μπορεῖ νά
γίνει διά τοῦ συμβιβασμοῦ.
Ἀφοῦ λοιπόν μᾶς εἰδοποίησε
γιά τό ἀδύνατο τῆς διατύπωσης τῶν αἰώνιων, ἄπειρων (καί συνεπῶς
πάνπεριληπτικῶν) καί ὄντων καί ὑπαρχόντων, μέ τά πρόσκαιρα, τά μερικά
καί μερικῶς ὄντα καί πεπερασμένα καί ἀτελῶς ὑπάρχοντα, πῆρε τήν
ἀπόφαση κι ἔκανε τή βουτιά.
Ἔτσι φτιάχτηκε τό πλατωνικό
καί πανπεριληπτικό σύστημα, τό συνδυαστικό καί ἐναρμονιστικό,
ἄσχετα ἄν ὁ ἴδιος ὁ Πλάτων δέν ὁμολόγησε ποτέ πώς δημιουργεῖ
σύστημα, οὔτε πώς ἐπιχειρεῖ μ’ αὐτον τόν τρόπο νά ἐκφράσει τό αἰώνιο
καί ἄπειρο.
Αὐτό εἶναι πού ὀνομάζω
πλατωνικό συμβιβασμό (γιά νά μήν μεταχειριστῶ τό «ἀντίφαση»), ἤ
καλύτερα μεγάλο πλατωνικό συμβιβασμό, γιατί ἔκανε κι ἕνα σωρό
μικρότερους.
Στούς τέτοιου εἴδους μεγάλους
συμβιβασμούς, καμιά φορά καί χωρίς νά τό πολυσκεφτοῦμε, δίνομε καί
ἀρκετά ἄλλα καί διαφορετικά ὀνόματα, ἀνάλογα μέ τήν πίστη μας καί
τοποθέτησή μας. Γι’ αὐτό κι ἐγώ, συμβιβασμό ἐδῶ καλῶ τήν τάση γιά τό
ὑπερβατικό, τή μεταφυσική ἀγωνία, τήν ὑπερφυσική φύση τοῦ
ἀνθρώπου, τόν ἄνθρωπο.
Ὡς τρίτη καί ἐπίσης σημαντική
προσπάθεια πλατωνικῆς ἐναρμόνισης πού συνδέεται ριζικά καί μέ τίς
δύο ἄλλες, θ’ ἀναφέρω ἐδῶ ἕνα σχῆμα σύνθεσης τῆς πόλης, τῆς φύσης,
καί τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Στόν Μένωνα καί ἀλλοῦ, τά τρία αὐτά
φαίνονται σάν ἐφαπτόμενες ὁμοειδεῖς καί ἀντικαθρεφτιζόμενες
σφαῖρες, πού περικλείονται (μαζί μέ τ’ ἄλλα π.χ. τούς θεούς), μέσα σέ
μιά μεγαλύτερη σφαίρα πού λέγεται καί εἶναι, Εἶναι, Ὄν ἤ Πᾶν. Ὅ,τι
μπορεῖ νά συμβεῖ στή μιά ἀπ’ αὐτές μπορεῖ νά συμβεῖ καί στήν ἄλλη, ὅ,τι
συμβαίνει στή μιά, συμβαίνει καί στήν ἄλλη. Ἡ φύση τους, ἡ δομή τους καί
ἡ ψυχή τους εἶναι ταυτόσημη καί ἴδια (καί ἡ φύση καί ἡ πόλη φαίνεται
νά ἔχουν κάποιου εἴδους ψυχή). Δέχεται ἀκόμα ὁ Πλάτων ἐδῶ, αὐτο πού
σήμερα θά ὀνομάζαμε Ἁγία Τριάδα, δηλαδή ὅτι τά τρία αὐτά σύνολα, οἱ
τρεῖς αὐτοί κόσμοι, εἶναι ὁμοούσιοι καί ἀδιαίρετοι κι ὅτι ὁ ἕνας
μπορεῖ νά ἐκφράζει κι ἐκπροσωπεῖ ἐπαξίως καί ἀδιαιρέτως τόν ἄλλο
(δηλαδή τή μαγική Ἀρχή). Καί ὅτι κάθε φορά πού μιλᾶμε γιά τόν ἕνα καί
προσπαθοῦμε νά τόν προσεγγίσομε, (ἤ ἀναλύσομε), σύγχρονα
ἐκφράζομε καί τά παθήματα καί τίς καταστάσεις καί τῶν δύο ἄλλων
(κοντινῶν καί ὁμοειδῶν πρός αὐτόν). Ὅταν ἀναφέρομε ἤ
ἐπικαλούμεθα τό ἕνα ἀπό αὐτά τά σύνολα, πάντα τά δύο ἄλλα
ὑπονοοῦνται καί βρίσκονται ἐδῶ τώρα παρόντα μπροστά μας.
Ἡ προσπάθειά του αὐτή, τῆς
ἐναρμόνισης, φαίνεται δυστυχῶς φαινομενικά τουλάχιστον νά
πέτυχε, γιατί ἀκόμα καί σήμερα ἡ φύση μας εἶναι καί παραμένει ὅπως
ἦταν ἐξ ἀρχῆς καί πρίν κι ἀπ’ τόν Πλάτωνα, ἀνθρωπομορφική καί τά κράτη
μας μᾶς φαίνονται φυσικά καί φυσικά φαίνεται νά θέλομε τήν
διατηρησή τους. Καί ἡ ὀργάνωση τους μᾶς φαίνεται φυσική καί σύμφωνη
μέ τήν ψυχή καί τή φύση τοῦ ἀνθρώπου. Καί ὁ ἄνθρωπος ἑξακολουθεῖ νά
εἶναι «ὄν κοινωνι- κόν» καί ἡ κοινωνία ἀκόμη καί μέ τήν σημερινή της
μορφή νά φαίνεται ἀνθρώπινη καί ἀνθρωπιστική κ.λ.π.
Ὁ Πλάτων ἀπό κάποια στιγμή καί
πέρα αὐτό φαίνεται καθαρά στήν Πολιτεία του (ἤ καί ἐξ ἀρχῆς),
θεώρησε πώς κάθε μιά ἀπ’ αὐτές τίς ἀντικαθρεφτιζόμενες σφαῖρες,
(φύση, πόλη, ψυχή ἀνθρώπου) δέν εἶναι πραγματική σφαῖρα μέ
σφαιρικότητα, ἀλλά ὅτι ἔχει σχῆμα τριγωνικό, πυραμιδικό καί
συμμετέχει καί ἐγκλείεται καί σχηματίζει τή μεγάλη πυραμίδα τοῦ
παντός, πού στήν κορυφή της ἔχει τό Ἕν καί στή βάση της τά πολλά, μέσα σέ
μιά ἁρμονική ἱεραρχική σύνθεση.
Τό ὅτι τά τρία αὐτά δέν εἶναι
στό ἐσωτερικό τους τό καθένα — ἀλλά καί τίς σχέσεις τους μεταξύ τους
ἀπό τή φύση τους ἁρμονικά, (τή φύση πού τούς ἔδωσαν σάν οἱ Ἕλληνες καί ὁ
Πλάτων) καί ἁρμονικά συνδυαζόμενα, σήμερα πιά δέν ὑπάρχει καμιά
δυσκολία να το δοῦμε.
Ἡ φύση μας εἶναι ἕνα ἄγριο καί
κρύο καί κοχλάζων πρᾶγμα που ἀναταράσσεται καί ἐκρήγνυται καί
αὐτο-συγκρούεται μέ ἄπειρη ταχύτητα, σέ ἄπειρες ἐκτάσεις, σέ
καταπληκτικές θερμικές διαφορές, μεταπηδώντας ἀπ’ τό ἀπόλυτο
μηδέν στήν ἀπόλυτα μεταποιητική θερμότητα, κι ἀπό μεταστροφή σέ
καταστροφή, κι ἀπό καταστροφή σέ σύγκρουση. Δυνάμεις ἀκτίνες, -όνια,
μάζες, ταχύτητες, χρόνοι, χῶροι και χωρόχρονοι καί ἄλλα πολλά καί
ἄγνωστα καί εἰκαζόμενα, ὑπάρχοντα καί ἀνύπαρκτα καί ὑποτιθέμενα
(χάριν τῆς ἐπιστήμης), ἔχοντας θεωρητικά ἴσως χάρις στόν Πλάτωνα)
γίνει Ἕνα (ἀλλά ὑφαίστιο) μέσα στό μυαλό μας κι ἔξω ἀπ’ αὐτό,
πολεμιοῦνται μεταξύ τους ἀπηνῶς καί συνεχῶς μέχρι διάλυσης τοῦΰ
Σύμπαντος
Ποῦ ἡ ἁρμονική Πλατωνική
φύση;
Ὁ ἄνθρωπός μας πάλι,
σχιζοφρενής, παρανοϊκός κομπλεξικός, ἄφρων καί παράφρων, θρησκομανής
καί ἱερόσυλος, στενοκέφαλος, δικέφαλος, τρικέφαλος, ἀναιδής,
προκλητικός κι ἐπικίνδυνος καί γιά τόν ἑαυτό του καί γιά τή φύση, καί
τόσα ἄλλα κακά ψυχρά κι ἀνάποδα, δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τόν
ἁρμονικό καί φυσικό ἄνθρωπο τοῦ Πλάτωνα.
Ὅσο γιά τό κράτος μας, τήν πρώην
ἁρμονική πόλη, τί καί πόσα νά πεῖ κανείς;
Θά ἀρκεστῶ στό ὅτι ἀναβίωσε
καί πραγματοποιεῖ τόν ἑλληνικό προπλατωνικό μῦθο τοῦΰ πατέρα τρώει
τά παιδιά του γιά νά μήν τοῦΰ πάρουν τήν ἐξουσία. Ἔχοντας ἀποκτήσει
τέτοια φύση, ἡ φύση, ὁ ἄνθρωπος καί ἡ κοινωνία καί τό κράτος, δέν
μποροῦν φυσικά παρά νά βρίσκονται σέ συνεχῆ καί ἀπηνῆ πόλεμο καί στίς
μεταξύ τους σχέσεις. Παραλείπω βέβαια ἐδῶ τίς λεπτομέρειες τῶν
πολέμων, τῶν κρατῶν, ἐθνῶν, τῶν ἐγχρώμων καί τῶν χρωμάτων, τῶν
κοινωνικῶν στρωμάτων, τῶν μειονοτήτων, τῶν πλειοψηφιῶν, τῶν ὁμάδων
πιέσεως, τῶν ὁμάδων καταπιέσεως κ.λπ., πού ἀποτελοῦν τήν ἱστορία
τοῦ ἀνθρώπου καί ταῆς κοινωνίας του.
Ἐν τούτοις, χάρις κυρίως στόν
Πλάτωνα (καί φυσικά τήν τυφλότητά μας), οἱ θεωρίες μας οἱ φυσικέςι
πολιτικές καί κοινωνικές καί ἀνθρώπινες καί ἀνθρωπολογικές,
ἐξακολουθοῦν νά βαδίζουν σύμφωνα με το ἁρμονικό καί συνδυαστικό
του πρότυπο. Οἱ ἐπιστήμονές μας θαυμάζουν τή σοφία καί ἁρμονία καί
σύνθεση τῆς φύσης. Οἱ ποιητές μας ὑμνοῦν τό κάλλος τοῦ ἀνθρωπισμοῦ καί
τήν ἀνθρωπιά τοῦ ἀνθρώπου (ποιοῦ ἀνθρώπου. Τοῦ φανταστικοῦ; Μά καί
τέτοιος ἀκόμα ἔπαψε νά εἶναι ). Καί οἱ κοινωνιολόγοι μας καί
κοινωνικοποιοί μας νά φτιάνουν ἁρμονικά, ἰδεατά καί ἰδεολογικά
συστήματα.
Μέσα σέ μιά τέτοια ψεύτικη
συνείδηση, ζώντας ὁ ἄνθρωπος καί ὑπάρχοντας ἡ φύση, καί κυβερνώντας
τό κράτος καί κοινωνόντας ἡ «κοινωνική» κοινωνία, δέν ἀποτελοῦν
παρά πλήρη καί παντελῆ συμπαντιακή σχιζοφρένεια. Δέν εἶναι δυνατόν
ὁ «κόσμος» αὐτός, (κόσμος ἑλληνικός ἴσον διάκοσμος....ἁρμονία), νά
ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει γιά πολύ καιρό ἀκόμα ἀτιμωρητί, μέσα σέ δύο
κόσμους τόσο ἀντίθετους, ἕναν θεωρητικό ἁρμονικό πλατωνικό, καί
ἕνα δῆθεν πραγματικό (ἐξ ἴσου ἤ καί περισσότερο ἀπόγονο τοῦ
Πλάτωνα), τόσο βίαιο, τόσο ἀπάνθρωπο. Κάτι θά πρέπει νά βρεθεῖ,
κάτι νά γίνει.
Λάθος λοιπόν μοῦ φαίνεται καί
ἡ «ἐναρμόνιση» αὐτή καί λάθος ἀρχικό, δηλαδή μεγάλο καί τρανό.
Ἄλλη προσπάθεια ἐναρμόνισης,
ἴσως ἀπόρροια τῶν προηγουμένων ἤ καί βάση τους, εἶναι ἡ θεωρία τοῦ
Πλάτωνα τῆς σύμπτωσης τῆς εὐημερίας τῆς πόλης καί εὐτυχίας τοῦ
ἀτόμου.
Αὐτή ἡ θεωρία πιστεύω πώς
πολλά ὀφείλει στόν Σωκράτη καί τήν ἐπίδρασή του, ἐνῶ σύγχρονα
ἐκφράζει καί μιά ἄλλη θεωρητική ἀντίληψη τοῦ Πλάτωνα καί τῶν
Ἑλλήνων γιά τίς σχέσεις γενικοῦ καί εἰδικοῦ, μερῶν καί συνόλου. Συχνά
λέει ὁ Πλάτων — ἀλλά ἀκόμη συχνότερα ὑπονοεῖ καί ὑπαινίσσεται ὅτι:
Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει εὐτυχισμένο ἄτομο σέ δυστυχισμένη ἤ
ἀκατάστατη ἤ ἀκυβέρνητη πόλη. Αὐτή τή σύντομη καί φαινομενικά
ἁπλή φράση (θεωρία) τήν πῆραν καί τήν ἐπεξεργάστηκαν καί τή
διάνθισαν καί τή διεύρυναν οἱ κατοπινοί του. καί τήν ἔκαναν
κοινωνιολογική θεωρία πού πάνω της βάσισαν τήν κοινωνιολογία. Τή
δεχόμαστε κι ἐμεῖς τώρα λαμβάνοντας την ἀμεσότερα ἀπ’ τούς
σχετικά πρόσφατους διαδόχους του, Γάλλους, Ἄγγλους, Γερμανούς,
ἀκόμα κι Ἀμερικανούς ρομαντικούς φιλοσόφους καί κοινωνιολόγους.
Ἔτσι καταλήξαμε νά
μπερδεύομε συχνά θεωρητικά καί συχνότατα πρακτικά, ὀργάνωση καί
εὐημερία, διατήρηση κι ἐπιβίωση καί εὐτυχία, καί συμφέρον
κοινωνικό καί ἀτομικό. Καί κάθε μορφῆς ὀργάνωση καί κάθε
διατήρηση καί κάθε συμφέρον. Καί ἔτσι ἔγινε κανών ὅτι κάθε ἄτομο,
γιά νά εἶναι ὑγιές καί ἀνεκτό καί εὐπρόσδεκτο στήν κοινωνία, πρέπει
νά προσαρμόζεται στήν ἑκάστοτε ἐπικρατοῦσα καί κυριαρχοῦσα
ὁμάδα, στό group, ὅποιο κι ἄν εἶναι αὐτό καί κυρίως βέβαια στό κράτος.
Πουθενά δέν εἶδα τόν Πλάτωνα νά μᾶς λέει σαφῶς τό ἀντίθετο. Ὅτι
δηλαδή ἡ εὐτυχισμένη καί εὐημεροῦσα πόλη εἶναι εὐτυχισμένη
γιατί τά ἄτομά της εἶναι χαρούμενα καί κολυμπᾶνε μέ ἄνεση μέσα σ’
αὐτήν. Πάντα γιά τόν Πλάτωνα προέχουσα θέση ἔχει ἡ πόλη καί ἡ
διατήρησή της καί ἡ ἀσφάλειά της καί δευτερεύουσα τό ἄτομο καί ἡ
εὐτυχία του.
Οἱ Ἄγγλοι, πονηροί καί
ὑποκριτές καί συμφεροντολόγοι, πιό κρυψίνοες (καί συμβιβαστικοί) κι
ἀπ’τόν Πλάτωνα πού προσπάθησαν στά κρυφά νά ἀνατρέψουν, ἀντέστρεψαν
σιγά-σιγά καί ἀθόρυβα (βοηθούμενοι κι ἀπ’ τό Laissez faire, Laissez
passer, le monde
va de
Lui meme, τῶν Γάλλων ἀστόχαστων τεμπέληδων αὐτή τή θεωρία,
καταλήγοντας σ’ ἕναν ἄλλο σύμβιβασμό καί σ’ ἕνα ἄλλο ἀξίωμα ἐξ ἴσου
αὐθαίρετο πλατωνικά. Ἐάν πράγματι θέλομε, εἶπαν, τό καλό τοῦ κράτους
καί τῆς κοινωνίας, τό καλύτερο πού ἔχομε νά κάνομε εἶναι νά
φροντίζομε τό ἀτομικό μας συμφέρον. Ὅταν ὅλοι προσπαθοῦν καί
ἀκολουθοῦν κι ἐπιτυγχάνουν τό ἀτομικό τους συμφέρον, τό κράτος
εὐημερεῖ. Ὄχι μόνο γιατί εὐτυχοῦν τά ἄτομα, οἱ μονάδες πού τό
ἀποτελοῦν, ἀλλά καί γιατί αὐτός ὁ μηχανισμός ἐπιδιώξης τοῦ
πλούτου, ὁ ἴδιος ὁ κοινωνικός μηχανισμός εὐνοεῖΐ τήν κρατική
εὐημερία πού ταυτιζόταν στό μυαλό τους μέ τόν πλοῦτο. Βλέπεις, οἱ
Ἄγγλοι αἰσθάνονταν ἀσφαλεῖϊς καί ἀπόρθητοι στό νησί τους. Ἔξαλλος κι
ἀγανακτισμένος καί θέλοντας νά καταπολεμίσει τήν ἄδικη καί
καταπιεστική αὐτή γιά τούς φτωχούς πού ἔμεναν στό ἔλεος τῶν
πλουσίων, σ’ ἕνα τός περιοριζόμενο στό ρόλο τοῦ ἀστυνόμου, ὁ
ρομαντικός ἀπόγονος τῶν ραββίνων, σνόμπ, ἀρριβίστας πρώην
δημοσιογράφος, ἀφελής καί ἔντιμος γερμανοε βραῖος (Οἱ Γερμανοί
πάντα κρατήθηκαν μέ τή μεριά τοῦ κράτους πού ἐπί τόσους αἰῶνες τούς
ἔλειψε) Μάρξ, ὑπνωτισμένος ἀπ’ τή θεωρία τοῦ κράτους και ταῆς τῆς
δῆθεν τελειωτικῆς ἔκφρασης τῆς Ἰδέας τοῦ φιλόδοξου Hegel (οἱ
Γερμανοί πάντα ἦταν ὑπερφιλόδοξοι), ἐπάανῆλθε στόν Πλάτωνα χωρίς νά
τό λέει καί μᾶς ταλαιπώρησε τελικά περισσότερο ἀπ’ ὅτι και ὁ ἴδιος
ἐπιθυμοῦσε, μέ ἄλλες χειρότερες καί χονδροειδέστερες ταυτίσεις.
Πίστεψε βλέπεις ἀφελῶς στην ἐπιστήμη καί πώς κάποιος καί μάλιστα ὁ
ἴδιος, μπορεῖ να πεῖ τήν τελική λέξη γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν κοινωνία.
Ἄδικα λοιπόν ἔγινε, ἤ, ἐν
πάσῃ περιπτώσει, κακά (μισοθεωρητικά καί μισοπρακτικά) κατέληξε
και ἡ προσπάθεια αὐτή ἐναρμόνισης πόλης καί ἀτομικῆς εὐτυχίας.
Ὁ Πλάτων προσπάθησε ἀκόμη (ἤ
ἀπ’ ἐκεῖ ἄρχισε τήν προσπάθειά του), νά ἐναρμονίσει τούς δύο δασκάλους»
του, τόν 'Ἠράκλειτο καί τόν Παρμενίδη. Ὁ ἕνας ὅμως ἔλεγε ὅτι τά πάντα
κινοῦνται κι ὁ ἄλλος ὅτι τό ὄν εἶναι ἀκίνητο καί ἀμετάβλητο.
Δυστυχῶς ὁ Πλάτων δέν ἀρκέστηκε στό νά προσπαθήσει νά ἐναρμονίσει
μόνο τίς γενικότατες θεωρήσεις τους, πού ἐπί τέλους θά ἦταν ἴσως πιό
κατορθωτό, ἀλλά ἀποπειράθηκε νά συνδυάσει καί τίς μερικότερες καί
εἰδικότερες θεωρίες τους, πού φαίνεται πίστεψε πώς ἀποτελοῦσαν
ἀδιάσπαστο σύνολο μέ τήν καθολική θεώρηση τοῦ καθενός τους. Ἡ
προσπάθειά του αὐτή τόν ὁδήγησε τελικά μακρυά ἀπ’ τή λεωφόρο, σέ
ἀπόμακρα σκοτεινά κι ἐπικίνδυνα μονοπάτια.
Ἔτσι στόν Μένωνα ἀναγκάζεται,
προκειμένου νά ὁρίσει τίς ἀρετές ἤ τήν Ἀρετή πού τελικά δέν
ὁρίζεται παρά σάν δῶρο τῶν θεῶν, νά συνδυάσει καί σχεδόν ταυτίσει,
γνώση καί δόξα καί ζωή καί μνήμη καί ἀθανασία τῆς ψυχῆς καί
αἰωνιότητα (καί ροή καί στάση), καί Ἄδη, πράγματα κραυγαλέα
ἄσχετα μεταξύ τους. Κυρίως ὁταν ἡ σύνθεση αὐτή γίνεται βιαστικά καί
παρεπιμπτόντως ὅπως τήν ἀναφέρει στό Μένωνα ὁ Πλάτων. Στίς σχέσεις
Ἠράκλειτου καί Παρμενίδη ἐλπίζω νά ἐπανέλθω ἀλλοῦ.
Ἀλλά, πού προσπάθησε νά
ἐναρμονίσει, εἶναι ἡ πόλη, ὄχ πιά μέ τήν εὐτυχία τῶν ἀτόμων ἤ τή
φύση, ἀλλά μέ τή γνώση (ὅταν θά φτάσομε στήν Πολιτεία του θά φανεῖ
αὐτό ξεκάθαρα). Δύσκολη ὁμως εἶναι καί ἡ ἐναρμόνιση αὐτή. Μπορεΐ
κανείς ὁταν θέλει νά διακρίνει (ἀλλά κανείς δέν φαίνεται νά τό θέλει,
γιατί πάνω καί σ’ αὐτη τήν ἑνότητα στηρίζονται τά σημερινά κράτη
μας), πώς ἡ πόλη καί ἡ γνώση, οἱ δύο αὐτοί πόλοι, οἱ δύο αὐτές ἀρχές,
δέν εἶναι ἀπό τή φύση τους (οὐσία;), ἀναγκαστικά καί πάντα
συνδυάσιμοι καί ὅτι συχνά ὁ ἕνας ἀντιστρατεύεται τόν ἄλλο.
Μιά μόνο ματιά σ’ αὐτα πού
ἀναγκάζεται νά πεῖ στήν ἴδια τήν Πολιτεία του λίγο ἀργότερα ὁ
Πλάτων γιά τόν Ὅμηρο καί τόν Ἡσίοδο καί τούς ἄλλους ποιητές, δείχνει
καθαρά πώς ἀκόμη καί στήν ἐποχή του, ἡ ἐναρμόνιση τους ἦταν ἀσταθής.
Τήν διδαχήέ καί τή γνώση τῶν ποιητῶν, τῶν δραματουργῶν και τῶν Μύθων,
εἶναι ἀναγκασμένος νά τήν δεχτεῖ μόνον κατόπιν λογοκρισίας. Τί ἄλλο
ὅμως σημαίνει ἡ λογοκρισία ἀπό τή θυσία τῆς γνώσης (καί ὡς γνώμης
ἀκόμα) στήν ἰδέα καί θεωρία καί πράξη τῆς πόλης;
Παρ’ ὅλα ταῦτα, νομίζω πώς ὁ
Πλάτων, ἴσως λόγῳ τῆς βασικῆς ἐντιμότητάς του πού ἀνάφερα παραπάνω
δέν θέλησε, ἤ τελικά δέν μπόρεσε νά θυσιάσει πραγματικά τή γνώση στήν
πόλη. Καί μᾶς ἄφησε καί στον Ἀριστοτέλη καί σ’ ἐμᾶς τό πεδίο καί τό
ἐρώτημα, ἴσως τό σημαντικότερό της ἐποχῆς μας, ἀνοιχτά. Γι’ αὐτό
καί σήμερα, πότε ἡ γνώση (μεταμφιεσμένη πιστήμη) παίρνει τήν πάνω
βόλτα καί πάει νά καταλύσει τό κράτος καί τά κράτη καί πότε ἡ πόλη
κάταδιώκει τήν ἐπιστήμη καί τή στέλνει (στή νέα Σιβηρία) στό
τρελλοκομεῖο, τό πιό ἐπιστημονικό κατάλυμμα τῆς ἐπιστήμης. Ἤ
ἀκόμη καί τῆς δίνει τό Νόμπελ νά τήν ἀποδυναμώσει καί ἀνταμοίψει
γιά τή νομιμοφροσύνη της.
Ἴσως ἐδῶ νά πρέπει νά
σημειώσω ὅτι τά ὅσα γράφω σάν κριτική τῶν συμβιβασμῶν τοῦ Πλάτωνα
ἐλάχιστα κακοφτιαγμένα σκίτσα τῆς τεράστιας τοιχογραφίας πού θά
ἦταν μιά πραγματική κριτική τῶν ἑνοποιητικῶν θεωριῶν του. Τέτοια
τοιχογραφία δέν βλέπω δυστυχῶς νά ἔχει ἀρχίσει ἀπό κανέναν.
Δημοσιεύθηκε στο
περιοδικό «ΕΠΟΠΤΕΙΑ» 55/1981