Ο
Αριστοτέλης και ο κόσμος της Φυσικής
Υπάρχει μια θαυμαστή
εννοιολογική συγγένεια ανάμεσα στην αριστοτελική φιλοσοφία και στη σύγχρονη
επιστημονική σκέψη, καθώς και βαθύτατες αναλογίες στη χρήση εξηγητικών σχημάτων
για τη σύλληψη και κατανόηση του κόσμου
ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΦΕΝΔΟΝΗ - ΜΕΝΤΖΟΥ
καθηγήτρια της Φιλοσοφίας της Επιστήμης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης.
Με το τέλος του 1997 ολοκληρώθηκε επίσημα ο κύκλος των εκδηλώσεων για τον
εορτασμό της Θεσσαλονίκης ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης. Με την
ευκαιρία της τιμητικής αυτής διάκρισης που της αποδόθηκε, η Θεσσαλονίκη
φιλοξένησε ένα πλήθος πολιτιστικών γεγονότων. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών κάλυπταν
οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις κάθε είδους.
Παράλληλα όμως με την πληθώρα των γεγονότων του τύπου αυτού πραγματοποιήθηκε,
ευτυχώς θα έλεγα, και μια άλλη κατηγορία εκδηλώσεων, οι οποίες είχαν τούτο το
κοινό χαρακτηριστικό: αποτέλεσαν προσπάθειες, η κάθε μια στον δικό της ιδιαίτερο
χώρο, να συμβάλουν με έναν τρόπο ουσιαστικό ώστε να αναδειχθεί η βαθύτερη και
σημαντικότερη διάσταση του θεσμού της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, που
συνδέεται με τη διαχρονική συμβολή της Θεσσαλονίκης και της χώρας μας κατά
συνέπεια στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Στη χορεία αυτών των
πρωτοβουλιών συγκαταλέγεται το Συνέδριο με τον τίτλο «Αριστοτέλης και Σύγχρονη
Επιστήμη», το οποίο πραγματοποιήθηκε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,
στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης και υπό την
αιγίδα των υπουργείων Μακεδονίας και Θράκης, Πολιτισμού, και Παιδείας.
Η συμβολή του
Συνεδρίου σηματοδοτείται από τα εξής δύο σημεία:
Ι.
Πρόσφερε την πρόκληση να συνδεθεί η αρχαία ελληνική και πιο συγκεκριμένα η
αριστοτελική φιλοσοφία με τη σύγχρονη επιστημονική σκέψη, δίνοντας έτσι την
ευκαιρία να εξετασθεί το έργο του σταγιρίτη φιλοσόφου όχι ως ένα έκθεμα
μουσειακό, ανεκτίμητης βεβαίως αξίας, αλλά ως κάτι απόλυτα ζωντανό και επίκαιρο.
Μέσα από αυτή την οπτική διερευνήθηκε και φωτίσθηκε η εσωτερική συγγένεια που
συνδέει την αριστοτελική φιλοσοφία (α) με τους πιο σύγχρονους κλάδους της
επιστήμης, όπως η Κβαντική Φυσική, η Μικροφυσική, η Κοσμολογία, η Αστρονομία, τα
Μαθηματικά, η Χημεία, η Βιολογία, η Ψυχολογία και η Λογική (β) με την
προβληματική που αναφέρεται στην επιστημονική μέθοδο, στον χαρακτήρα της
επιστημονικής γνώσης, στην αιτιότητα και τελεολογία, στον ρόλο των μαθηματικών,
στην κριτική του ατομισμού και μηχανιστικού ντετερμινισμού, καθώς και σε θέματα
κατανόησης βασικών οντολογικών κατηγοριών.
ΙΙ.
Πρόσφερε το πεδίο για να γεφυρωθεί το χάσμα που χώρισε και για πολλούς χωρίζει
ακόμη τον φιλοσοφικό στοχασμό από την επιστημονική σκέψη, ύστερα από τον
κατακερματισμό που υπέστη η γνώση στα νεότερα χρόνια, με τη ραγδαία ανάπτυξη των
θετικών επιστημών.
Η σκέψη και η
ύλη
Πώς όμως μπορεί η σκέψη ενός φιλοσόφου που έζησε πριν από 2.500 χρόνια να
συνδεθεί με το έργο των θετικών επιστημών στο στάδιο της τρομακτικής εξέλιξης
όπου βρίσκονται σήμερα, καθώς ετοιμαζόμαστε να διαβούμε το κατώφλι του 21ου
αιώνα; Επειδή δεν υπάρχει το περιθώριο εδώ να αναπτυχθούν τα βασικά πορίσματα
των ανακοινώσεων, ώστε να σχηματίσει ο αναγνώστης μια σαφή απάντηση, θα αναφερθώ
ενδεικτικά και εν συντομία στη σχέση της αριστοτελικής σκέψης με τον χώρο των
φυσικών επιστημών, κάτι άλλωστε που απετέλεσε και το έναυσμα για τη διοργάνωση
του Συνεδρίου και κάλυψε το μεγαλύτερο μέρος των ομιλιών.
Όπως ήδη αναφέραμε εισαγωγικά, η αξία της Αριστοτελικής Φυσικής Φιλοσοφίας, σε
αντίθεση προς τη Λογική και Μεταφυσική του, υποβαθμίστηκε για πολλούς αιώνες
σχεδόν ως τις ημέρες μας. Στη στάση αυτή συνέβαλε το γεγονός ότι ο σταγιρίτης
φιλόσοφος προσεγγίσθηκε μέσα από το πνεύμα και τις ιδέες που προέκυψαν από την
ανάπτυξη των εμπειρικών - πειραματικών επιστημών από την Αναγέννηση και μετά,
κυρίως όμως μετά την επικράτηση της Νευτώνειας Μηχανικής, του Μηχανιστικού
Ντετερμινισμού και της Ατομικής Θεωρίας της Ύλης.
Με την ανάπτυξη ωστόσο της Κβαντικής Φυσικής και στη συνέχεια της Φυσικής των
Στοιχειωδών Σωματίων η εικόνα για την ύλη και τους νόμους που τη διέπουν
μεταμορφώθηκε ριζικά. Η παλιά άποψη ότι ο μικροσκοπικός κόσμος των ατόμων είναι
απλώς μια εκδοχή σε μικρότερη κλίμακα του καθημερινού κόσμου της εμπειρίας
φάνηκε ότι έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Στην κλίμακα του υποατομικού κόσμου δεν
μπορούμε πλέον να μιλούμε για τις ιδιότητες των σωματιδίων με τον ίδιο τρόπο που
μιλούμε για τα οικεία σε εμάς αντικείμενα της κλίμακας, στην οποία κινούμαστε
στον κόσμο της καθημερινής μας εμπειρίας.
Επιστέγασμα όλων των παρατηρήσεων που τόνισαν την ασυμφωνία μεταξύ της
Νευτώνειας και της Κβαντικής Φυσικής απετέλεσε η διατύπωση της «αρχής της
απροσδιοριστίας» του Heisenberg, με την οποία έγινε φανερό ότι η πλήρης
περιγραφή ενός μικροσωματίου, όπως λ.χ. του ηλεκτρονίου, μπορεί να δοθεί μόνο με
πιθανότητες και όχι με τους κλασικούς αιτιοκρατικούς νόμους, όπως ίσχυαν στο
πλαίσιο του μηχανιστικού ντετερμινιστικού μοντέλου. Φάνηκε ακόμη ότι στο
υποατομικό επίπεδο το ηλεκτρόνιο αναδεικνύει κάθε φορά, ανάλογα με τις συνθήκες
της πειραματικής διάταξης, άλλοτε έναν σωματιδιακό και άλλοτε έναν κυματικό
χαρακτήρα.
Η έρευνα λοιπόν της συμπεριφοράς των μικροσωματίων στον κβαντικό τομέα
δημιούργησε δύο βασικές κατηγορίες προβλημάτων, τα οποία σύντομα υπερέβησαν τα
όρια του προβληματισμού της φυσικής επιστήμης για να επεκταθούν σε μια σφαίρα
ανώτερου θεωρητικού ενδιαφέροντος με αναπόφευκτες φιλοσοφικές προεκτάσεις. Η
πρώτη κατηγορία αναφέρεται στην ιδέα της απροσδιοριστίας σε αντιπαράθεση προς
την έννοια της αιτιότητας, όπως αυτή ίσχυε στο πλαίσιο της Κλασικής Φυσικής. Η
δεύτερη, στον χαρακτήρα της πραγματικότητας του κόσμου που ερευνούν οι
επιστήμονες στο επίπεδο της μικροσκοπικής κλίμακας.
Μια άλλη κατηγορία ερωτημάτων φυσικού και φιλοσοφικού συνάμα περιεχομένου
συνδέθηκε με το θεμελιώδες πρόβλημα της σύστασης και δημιουργίας του φυσικού
κόσμου. Ήδη από τα πρώτα μοντέλα του ατόμου, που προτάθηκαν στο τέλος του 19ου
και στις αρχές του αιώνα μας, έγινε η διαπίστωση ότι το άτομο δεν είναι το
άτμητο, έσχατο σωματίδιο της ύλης, όπως θεωρούνταν στο πλαίσιο της ατομικής
θεωρίας της ύλης, αλλά έχει κάποια δομή, αποτελείται δηλαδή από τον πυρήνα και
από ένα ηλεκτρόνιο (ή ηλεκτρόνια), που διαγράφει τροχιές γύρω από αυτόν. Στις
δεκαετίες που ακολούθησαν ανακαλύφθηκαν στη συνέχεια πολλές δεκάδες
μικροσωματίων και των αντισωματίων τους, την ύπαρξη των οποίων κανείς δεν είχε
ως τότε υποπτευθεί. Αποκαλύφθηκε έτσι στο εσωτερικό της σύστασης της ύλης ένας
κόσμος με μια θαυμαστή ποιοτική ποικιλία και έναν ανεξάντλητο πλούτο δυνάμεων
και αλληλεπιδράσεων, που οδηγούσαν στους μετασχηματισμούς ύλης σε ενέργεια και
αντίστροφα. Με τις ανακαλύψεις αυτές άρχισε να πραγματοποιείται μια ριζική
μεταβολή στον τρόπο με τον οποίο οι επιστήμονες αντιμετωπίζουν τον φυσικό κόσμο,
έτσι ώστε όλα να οδηγούν στη δημιουργία ενός νέου μοντέλου πραγματικότητας, με
την έννοια του γενικού πλαισίου σκέψης ή του εννοιολογικού σχήματος γύρω από το
οποίο στη συνέχεια πλέκονται τα δεδομένα της εμπειρίας.
Ποια είναι όμως η σχέση του μοντέλου εξήγησης του φυσικού κόσμου που
διαμορφώνεται στη νέα Φυσική με την αριστοτελική φιλοσοφία;
Βαθιές
αναλογίες
Όπως προκύπτει, πιστεύω, από όσα εν συντομία παρουσίασα και όπως φάνηκε από τις
εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ανακοινώσεις που παρουσιάσθηκαν στο Συνέδριο, τόσο από
φιλοσόφους όσο και από φυσικούς επιστήμονες, το μοντέλο που διαμορφώνεται σήμερα
στη Φυσική παρουσιάζει, από πολλές απόψεις, βαθιές αναλογίες με το αριστοτελικό,
εφόσον οδηγεί σε μια δυναμική εικόνα του φυσικού κόσμου. Αυτό αποτελεί μια νέα
αντίληψη για την Αριστοτελική Φυσική Φιλοσοφία.
Εκείνο λοιπόν που έδειξαν με τρόπο εντυπωσιακό οι 82 ανακοινώσεις των ελλήνων
και ξένων συνέδρων είναι ότι υπάρχει μια θαυμαστή εννοιολογική συγγένεια ανάμεσα
στην αριστοτελική φιλοσοφία και στη σύγχρονη επιστημονική σκέψη, καθώς και
βαθύτατες αναλογίες στη χρήση εξηγητικών σχημάτων για τη σύλληψη και κατανόηση
του κόσμου σε σχεδόν όλους τους σύγχρονους επιστημονικούς κλάδους, γεγονός που
καθιστά απόλυτα επίκαιρο και διαχρονικό το έργο του σταγιρίτη φιλοσόφου.
Παράλληλα όμως στη συμβολή του Συνεδρίου θα πρέπει να καταγραφεί το γεγονός ότι
έκανε ένα μεγάλο άνοιγμα όχι μόνο για τα ελληνικά αλλά και για τα διεθνή
δεδομένα, ώστε να αρχίσει ένας γόνιμος διάλογος και μια διεπιστημονική
συνεργασια ανάμεσα σε φιλοσόφους και θετικούς επιστήμονες, αποκαθιστώντας έτσι
το χαμένο για πολλούς αιώνες βασικό χαρακτηριστικό της γνώσης, όπως ξεκίνησε από
το λίκνο του αρχαίου ελληνικού στοχασμού. Φάνηκε λοιπόν ανάγλυφα ότι η
αριστοτελική φιλοσοφία και η φιλοσοφική σκέψη ευρύτερα μπορούν να προσφέρουν τις
εννοιολογικές γέφυρες που είναι απαραίτητες για να επιτευχθεί η ενότητα της
γνώσης, επιτακτική ανάγκη της εποχής μας, όχι μόνο ανάμεσα στους διάφορους
κλάδους των θετικών επιστημών αλλά και ανάμεσα στις θετικές επιστήμες και στις
επιστήμες του ανθρώπου.
ΤΟ ΒΗΜΑ,
18-01-1998