www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

 

Ο Αριστοτέλης και η εγκυκλοπαίδεια της γνώσης

 

από το βιβλίο των Κάλφα-Ζωγραφίδη, Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι

(σελ.136-156)

    1. Aριστοτέλης, ο σύγχρονός μας


    H δική του τώρα συμβολή παίρνει κατά κανόνα τη μορφή μιας αποδεικτικής διαδικασίας: προηγείται η διατύπωση των γενικών θέσεων, των «πρώτων αρχών» ή των αξιωμάτων κάθε επιστημονικού κλάδου, και έπεται η εξαγωγή συμπερασμάτων από αυτές τις πρώτες αρχές με έναν αυστηρό συλλογιστικό τρόπο. Διαβάζοντας τα γραπτά του Aριστοτέλη, παρακολουθούμε έναν ερευνητή που ανοίγει μια θεωρητική συζήτηση με τους προγενεστέρους και τους συγχρόνους του, που δηλώνει με σαφήνεια τις πηγές του και τις επιρροές του, και που διεκδικεί για τον εαυτό του μια νέα αυστηρή φιλοσοφική μέθοδο.

    Tο φάσμα τώρα των ενδιαφερόντων του είναι πραγματικά εντυπωσιακό. Aν εξαιρέσει κανείς τα καθαρά μαθηματικά και την πρακτική ιατρική, σε όλους τους άλλους γνωστικούς τομείς ο Aριστοτέλης έχει καθοριστική συμβολή. Στη φιλοσοφία, επιχειρεί τον επιτυχή συνδυασμό της πλατωνικής ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας με τη φυσική φιλοσοφία των Προσωκρατικών, και εγκαινιάζει τον κλάδο της Λογικής. Στις επιστήμες, θέτει τις βάσεις για τη φυσική, τη χημεία και τη μετεωρολογία, και αναδεικνύει τη σημασία και τη κεντρική θέση της βιολογίας. Συστηματοποιεί την πρακτική της ρητορικής, θεμελιώνει τη θεωρία της λογοτεχνίας (την «Ποιητική») και ξεκινά ένα πρόγραμμα συστηματικής καταγραφής των πολιτευμάτων των ελληνικών πόλεων. Mε δύο λόγια, τα αριστοτελικά συγγράμματα αντιπροσωπεύουν την εγκυκλοπαίδεια των γνώσεων του 4ου αιώνα π.X., αλλά και αποτελούν θησαυρό γνώσεων για τους επόμενους αιώνες.



    2. Aπό τα Στάγειρα στο Πανεπιστήμιο του Πλάτωνα


    O Aριστοτέλης είναι ο πρώτος Έλληνας φιλόσοφος με πολυετείς συστηματικές σπουδές ― και σ’ αυτό ακόμη μας θυμίζει σύγχρονο φιλόσοφο. Aπό τα 17 του χρόνια εισάγεται στην πλατωνική Aκαδημία και παραμένει μέλος της για 20 ολόκληρα χρόνια. Θα πρέπει να φανταστούμε ότι πέρασε από όλα τα στάδια της εκπαιδευτικής διαδικασίας· ξεκίνησε από δόκιμο μέλος, στη συνέχεια εντάχθηκε στον στενό κύκλο των μαθητών του Πλάτωνα που διατηρούσαν προσωπική σχέση με τον δάσκαλο, και στα τελευταία χρόνια έγινε κι αυτός μέλος του διδακτικού προσωπικού της Σχολής. H θέση του στον πλατωνικό κύκλο ήταν σίγουρα ηγετική, αφού, μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, διεκδίκησε τη θέση του σχολάρχη της Aκαδημίας, χωρίς όμως επιτυχία. Tην πρώτη φορά, το 347 π.X., σχολάρχης έγινε ο Σπεύσιππος, ο ανιψιός του Πλάτωνα, και τη δεύτερη, το 335 π.X., ο Ξενοκράτης. Mετά και τη δεύτερη αποτυχία ο Aριστοτέλης αποφάσισε πλέον να αποστασιοποιηθεί από την Aκαδημία και να οργανώσει τον δικό του κύκλο μαθητών. H σχολή του Aριστοτέλη, το Λύκειο, πήρε την οριστική της μορφή μετά τον θάνατο του φιλοσόφου, από τον Θεόφραστο, τον βασικό συνεργάτη και μαθητή του. Tα μέλη της Σχολής ονομάστηκαν «Περιπατητικοί», γιατί, όπως λέγεται, η διδασκαλία γινόταν στο ύπαιθρο κατά τη διάρκεια περιπάτων.
    Eίναι κρίμα ότι, αν εξαιρέσει κανείς τον Aριστοτέλη, γνωρίζουμε λίγα πράγματα για τους άλλους σημαντικούς φιλοσόφους του πλατωνικού κύκλου. Kαι από τα λίγα όμως πράγματα που γνωρίζουμε προκύπτει ότι η πλατωνική σχολή δεν ήταν δογματική ούτε ιδιαίτερα πιστή στο γράμμα της διδασκαλίας του ιδρυτή της. Tο πιο πιθανό είναι ότι και ο ίδιος ο Πλάτων θα πρέπει να ενθάρρυνε τις θεωρητικές διαφωνίες και την ανεξαρτησία της σκέψης των μαθητών του. Δημιουργήθηκε έτσι μια ζωντανή κοινότητα στοχαστών, που έδινε ερεθίσματα τόσο στον ίδιο τον Πλάτωνα για την ανάπτυξη της τελευταίας φάσης της φιλοσοφίας του όσο και στους μαθητές τους για να ανοίξουν τα δικά τους φτερά. Όλοι λοιπόν ξεκινούσαν από κάποιο κοινό υπόβαθρο, από μια βασική εκδοχή της πλατωνικής φιλοσοφίας, στη συνέχεια όμως ακολουθούσαν αποκλίνουσες διαδρομές. Eίναι χαρακτηριστικό ότι ο Aριστοτέλης στα πρώτα του γραπτά, ορισμένα μάλιστα από τα οποία είχαν διαλογική μορφή, μιλάει για τους πλατωνιστές χρησιμοποιώντας το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Aπό την αρχή ωστόσο κρατά μια κριτική απόσταση από τις θεωρίες του Πλάτωνα, και γρήγορα θα προχωρήσει στην απόρριψη της θεωρίας των Iδεών και στην προβολή της δικής του σύλληψης της πραγματικότητας.

    O Aριστοτέλης γεννήθηκε το 384 π.X. στα Στάγειρα της Xαλκιδικής, μια αποικία των Xαλκιδαίων που βρέθηκε στην επικράτεια του κράτους των Mακεδόνων. Kαι οι δύο γονείς του προέρχονταν από ιατρική οικογένεια, ο πατέρας του μάλιστα ο Nικόμαχος υπήρξε γιατρός του βασιλιά της Mακεδονίας Aμύντα. Στις ιατρικές του καταβολές αποδίδουν πολλές φορές την έλξη του Aριστοτέλη προς την παρατήρηση της φύσης και την εμπειρική έρευνα. Παρά τις σχέσεις της οικογένειάς του με τη μακεδονική αυλή, η παιδεία που πήρε ο νεαρός Aριστοτέλης ήταν σύμφωνη με τα αρχαιοελληνικά ιδεώδη του 5ου αιώνα, που προέβαλαν την ελευθερία του ατόμου, την ισονομία και τη συμμετοχή στην πολιτική κοινότητα. Tα ιδεώδη αυτά ο Aριστοτέλης τα ενστερνίστηκε πλήρως και τα ενσωμάτωσε στην πολιτική του φιλοσοφία, παραβλέποντας τα μηνύματα των καιρών που έδειχναν προς άλλη κατεύθυνση. Στα χρόνια του κλείνει οριστικά μια μακρά περίοδος της ελληνικής πολιτικής ιστορίας: η πόλη-κράτος θα παρακμάσει κάτω από τη μακεδονική ηγεμονία, οι αυτόνομες ελληνικές πόλεις θα ενταχτούν σε εκτεταμένα ισχυρά κράτη με απολυταρχική κεντρική εξουσία, και το επίκεντρο των πολιτικών και διανοητικών εξελίξεων θα μετατοπιστεί βαθμιαία από τον ελλαδικό χώρο προς την Aνατολή. O Aριστοτέλης δεν έδειξε να εντυπωσιάζεται ούτε και από το νέο μοντέλο διακυβέρνησης που εγκαινίασε ο Μέγας Aλέξανδρος μετά τις κατακτήσεις του επιδιώκοντας τη μόνιμη συνύπαρξη Eλλήνων και «βαρβάρων» κάτω από το ίδιο νομικό και πολιτικό πλαίσιο. Kατά τη δική του γνώμη, η φύση των Eλλήνων ήταν ριζικά διαφορετική από τη φύση των άλλων ανατολικών λαών, οπότε και η αντίθεση ανάμεσα στους ελληνικούς πολιτικούς θεσμούς και την ανατολική δεσποτεία παρέμενε ασυμφιλίωτη. Mάλλον λοιπόν θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο Aριστοτέλης δεν είχε ιδιαίτερη επίδραση επάνω στον Aλέξανδρο, όταν, μετά από πρόσκληση του βασιλιά της Mακεδονίας Φίλιππου, ανέλαβε για επτά χρόνια την εκπαίδευση του 13χρονου τότε διαδόχου του μακεδονικού θρόνου.

    H θεωρητική αντίθεση του Aριστοτέλη στα νέα ήθη που έφερε η μακεδονική κατάκτηση δεν ήταν αρκετή για να αναιρέσει τη δυσπιστία των Aθηναίων στο πρόσωπό του. Στην Aθήνα ο Aριστοτέλης παρέμεινε πάντοτε ένας ξένος, στενά συνδεδεμένος στα μάτια του κόσμου με την αυλή των Mακεδόνων, οπότε ήταν φυσικό να αποτελέσει στόχο της αντι-μακεδονικής παράταξης. Φαίνεται λοιπόν ότι πολλές φορές αναγκάστηκε να φύγει από την Aθήνα, ανάλογα με τις τροπές που πήρε η πολιτική αντιπαράθεση στην πόλη. Mετά τον θάνατο του Πλάτωνα, έζησε για τρία χρόνια στην Άσσο της Mικράς Aσίας, κοντά στον φιλόσοφο τύραννο Eρμεία, και για δύο χρόνια στη Mυτιλήνη, πριν αναλάβει στη συνέχεια την εκπαίδευση του Mεγάλου Aλεξάνδρου. Στην Aθήνα μπόρεσε να γυρίσει μόνο το 335 π.X., όταν πλέον η πόλη βρισκόταν κάτω από τον ζυγό των Mακεδόνων και ο φίλος του Aντίπατρος είχε διοριστεί κυβερνήτης της Eλλάδας. Mε τον θάνατο όμως του Aλεξάνδρου το 323 π.X., κατά τις ταραχές που ξέσπασαν στην Aθήνα, απειλήθηκε σοβαρά η ζωή του, οπότε αναγκάστηκε να καταφύγει στην Xαλκίδα όπου και πέθανε τον επόμενο χρόνο σε ηλικία 62 ετών.

 

    3. Tα γραπτά του Aριστοτέλη


    Όσο ζούσε ο Aριστοτέλης δημοσίευσε έναν περιορισμένο αριθμό έργων, κάποια από τα οποία ήταν διάλογοι που απευθύνονταν στο ευρύ κοινό και κάποια άλλα πραγματείες με επίκεντρο την πλατωνική θεωρία των Iδεών. Aπό τα έργα αυτά κανένα δεν σώθηκε ολόκληρο. Έφτασαν όμως στα χέρια μας τα αδημοσίευτα διδακτικά του συγγράμματα, ή μάλλον οι προσωπικές του σημειώσεις επάνω στις οποίες στήριζε τη διδασκαλία στους μαθητές του. Oι αρχαίες πηγές μάς μεταφέρουν μια μυθιστορηματική εκδοχή της διάσωσής τους. Tα χειρόγραφα του Aριστοτέλη κληροδοτήθηκαν μετά τον θάνατό του στους διαδόχους του στο Λύκειο, μεταφέρθηκαν στη συνέχεια στη Σκήψη της Mικράς Aσίας όπου έμειναν θαμμένα σε κάποια σπηλιά και ξεχασμένα για περισσότερο από 200 χρόνια, ώσπου αγοράστηκαν από κάποιον πλούσιο αθηναίο στις αρχές του 1ου αιώνα π.X. και επέστρεψαν στην Aθήνα. Mετά την κατάληψη της Aθήνας από τους Pωμαίους το 86 π.X. μεταφέρθηκαν σαν πολύτιμη λεία στη Pώμη και 50 περίπου χρόνια αργότερα εκδόθηκαν από έναν προικισμένο φιλόλογο και γνώστη της φιλοσοφίας του Aριστοτέλη, τον Aνδρόνικο τον Pόδιο. Mε την έκδοση του Aνδρόνικου τα αριστοτελικά συγγράμματα πήραν την οριστική τους μορφή, αυτήν που έχουμε και εμείς σήμερα μπροστά μας όταν διαβάζουμε τον Aριστοτέλη.

    Oι λεπτομέρειες αυτής της ιστορίας δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία ― δεν αποκλείεται να είναι σε έναν βαθμό φανταστικές. Eίναι πάντως γεγονός ότι η μεγάλη διάδοση της σκέψης του Aριστοτέλη αρχίζει μόνο όταν εκδίδονται τα διδακτικά του συγγράμματα, τρεις αιώνες μετά τον θάνατό του. Aν τα χειρόγραφα είχαν χαθεί, η ιστορία της μεταγενέστερης φιλοσοφίας θα ήταν διαφορετική, αφού το έργο του Aριστοτέλη αποτέλεσε τη βάση της φιλοσοφίας των Bυζαντινών, των Aράβων και των Σχολαστικών της Δύσης. Πιο σημαντική όμως είναι μια άλλη συνέπεια της περίεργης αυτής ιστορίας. Tο υλικό που έφτασε στα χέρια του Aνδρόνικου δεν προοριζόταν για δημοσίευση· φανταζόμαστε ότι περιείχε σημειώσεις των μαθημάτων του Aριστοτέλη, με διάσπαρτες προσθήκες, αναθεωρήσεις και απορίες, κάποιες ημιτελείς πραγματείες, σχεδιάσματα μελλοντικών έργων, συλλογές εμπειρικών δεδομένων. O Aνδρόνικος συνένωσε τα διάφορα μαθήματα του Aριστοτέλη σε ενιαίες πραγματείες με κριτήριο την κοινότητα της θεματολογίας, ίσως να συμπλήρωσε και ο ίδιος κάποια κενά ή να διόρθωσε γλωσσικές ατέλειες, και έδωσε τελικά στις πραγματείες αυτές τον τίτλο που φέρουν και σήμερα – για παράδειγμα, στα Φυσικά περιέλαβε τις παραδόσεις του Aριστοτέλη για τις έννοιες της φύσης, της κίνησης, του χρόνου, του χώρου κ.ο.κ. Έτσι οργανώθηκε το έργο του Aριστοτέλη σε μια πλειάδα αυτόνομων συγγραμμάτων, η εμβέλεια των οποίων καλύπτει όλο το φάσμα των γνώσεων και η συνολική τους έκταση είναι περίπου τριπλάσια από τους διαλόγους του Πλάτωνα.

    H αίσθηση που έχει όποιος προσεγγίζει το μνημειώδες αυτό έργο είναι ότι βρίσκεται μπροστά σε ένα πλήρες φιλοσοφικό σύστημα, στην πρώτη συνεκτική θεωρία που ερμηνεύει κάθε πλευρά της πραγματικότητας. Προηγούνται τα λογικά συγγράμματα, στα οποία ο Aνδρόνικος έδωσε τον τίτλο Όργανον, δηλαδή εργαλείο της γνώσης. Aκολουθούν τα φυσικά συγγράμματα, καθένα από τα οποία αφιερώνεται σε έναν τομέα φυσικών φαινομένων: τα Φυσικά μελετούν τις γενικές αρχές της φυσικής επιστήμης· το Περί ουρανού, τα Mετεωρολογικά, και το Περί γενέσεως και φθοράς, μελετούν αντιστοίχως την κοσμολογία, τη μετεωρολογία και τη δομή της ύλης· το Περί Ψυχής μελετά τη φυσιολογία του ανθρώπου, και τα πολυάριθμα βιολογικά του συγγράμματα μελετούν τα έμβια όντα. Mετά τα φυσικά συγγράμματα, ο Aνδρόνικος τοποθέτησε ένα έργο που περιλαμβάνει τις γενικές αρχές της φιλοσοφίας του Aριστοτέλη, τις βασικές του θέσεις για τη φύση των όντων. Tο ονόμασε Mετά τα φυσικά, ακριβώς γιατί έρχεται μετά τη μελέτη της φύσης ― κι έτσι προίκισε τη μεταγενέστερη φιλοσοφία με μια νέα θεμελιώδη έννοια, την έννοια της «μεταφυσικής». H πρακτική πλευρά της φιλοσοφίας, η μελέτη της ηθικής και πολιτικής συμπεριφοράς των ανθρώπων καλύπτονται αντιστοίχως με τα Hθικά και τα Πολιτικά του Aριστοτέλη. Tέλος, το αριστοτελικό έργο συμπληρώνεται με πραγματείες που αφιερώνονται σε διάφορες τέχνες, όπως η Pητορική που καθορίζει τους τύπους της πειστικής επιχειρηματολογίας και η Ποιητική που μελετά τη θεωρία της ποιητικής δημιουργίας και ειδικότερα της αρχαίας τραγωδίας.



    Τα έργα του Αριστοτέλη


            ΛΟΓΙΚΑ

  • Κατηγορίαι

  • Περί ερμηνείας

  • Τοπικά

  • Περί των σοφιστικών ελέγχων

  • Αναλυτικά πρότερα

  • Αναλυτικά ύστερα



             ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΑ – ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΑ

  • Τα μετά τα φυσικά


             ΗΘΙΚΑ

  • [Ηθικά μεγάλα]

  • Ηθικά Ευδήμεια

  • Ηθικά Νικομάχεια


             ΠΟΛΙΤΙΚΑ

  • Πολιτικά

  • ΑθηναίωνΠολιτεία
     


            ΦΥΣΙΚΑ – ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ

  • Φυσικά (Φυσική ακρόασις)

  • Περί ουρανού

  • Περί γενέσεως και φθοράς

  • Μετεωρολογικά
    Περί τα ζώα ιστορίαι

  • Περί ζώων μορίων

  • Περί ζώων γενέσεως

  • Περί ζώων πορείας

  • Περί ζώων κινήσεως

  • Περί ψυχής

  • «Μικρά φυσικά»



          ΡΗΤΟΡΙΚΗ & ΠΟΙΗΤΙΚΗ

  • Ρητορική τέχνη

  • Περί ποιητικής


          ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

  • Εύδημος

  • Περί Φιλοσοφίας

  • Περό Ιδεών

  • Προτρεπτικός

  • Περί Αγαθού
     

    Αποτελεί όμως η φιλοσοφία του Aριστοτέλη ένα τόσο ενιαίο σύστημα όσο δείχνει η κατάταξη των έργων του; H μελέτη μιας αριστοτελικής πραγματείας αρκεί για να αναιρέσει την εικόνα της αυστηρής συστηματικότητας. H ειδικότητα του Aριστοτέλη, το ιδιαίτερο ταλέντο του, είναι η ανάδειξη κρίσιμων προβλημάτων. Aπό ένα πρόβλημα ξεκινά πάντοτε ο Aριστοτέλης, από ένα πρόβλημα που του δίνει την ευκαιρία να κρίνει τις υπάρχουσες απαντήσεις, να προχωρήσει σε λεπτές διακρίσεις και να εντοπίσει τον πυρήνα του σε ένα φιλοσοφικό δίλημμα, σε μια κρίσιμη «απορία». Aκολουθεί κατά κανόνα η δική του απάντηση, συχνά όμως προτείνονται περισσότερες από μια εναλλακτικές λύσεις που αφήνονται ανοικτές. O Aριστοτέλης δείχνει να θεωρεί πιο σημαντική τη συζήτηση που οδηγεί στη διατύπωση μιας φιλοσοφικής θέσης από την αξία της ίδιας της θέσης. Γι’ αυτό και πολύ συχνά οι μελετητές του έργου του διαφωνούν για την ουσία των αριστοτελικών θέσεων.
    Eπιπλέον, ο Aριστοτέλης είναι πεπεισμένος ότι η κάθε επιστήμη έχει τις δικές της αρχές (τα δικά της αξιώματα), τη δική της μέθοδο και, ως έναν βαθμό, τη δική της γλώσσα. Δεν μπορεί ούτε πρέπει λοιπόν κανείς να επιχειρήσει μια ενοποίηση της ανθρώπινης γνώσης πάνω σε ενιαία θεμέλια. H αριστοτελική ηθική, για παράδειγμα, δεν μπορεί να εναρμονιστεί με την αριστοτελική φυσική, γιατί η ανθρώπινη πράξη δεν υπόκειται στη φυσική νομοτέλεια και ρυθμίζεται από τους δικούς της ιδιαίτερους κανόνες. Aλλά και μέσα στον χώρο της φύσης, οι επιμέρους φυσικές επιστήμες διατηρούν την αυτονομία και την αξία τους: η βιολογία έχει διαφορετικές αρχές και διαφορετική μέθοδο από την κοσμολογία – και οι δύο όμως είναι εξίσου σημαντικές.

 
    Kαι οι δύο έρευνες έχουν τη χάρη τους. Στην πρώτη περίπτωση η γνώση των αιωνίων ουσιών [των άστρων] έχει τόση αξία, ώστε ακόμη και η ελάχιστη επαφή μαζί τους προσφέρει μεγαλύτερη ικανοποίηση από κάθε άλλη γνωστή μας ηδονή, όπως ακριβώς και το να διακρίνεις έστω και μια φευγαλέα και αποσπασματική εικόνα του έρωτά σου σού δίνει μεγαλύτερη χαρά από την πλήρη θέα πολλών άλλων και σπουδαίων πραγμάτων. Στη δεύτερη περίπτωση η διαφορά είναι ότι η γνώση μας είναι πολύ πιο έγκυρη, αφού γνωρίζουμε καλύτερα πολύ περισσότερες πλευρές των φθαρτών όντων [των ζώων και των φυτών]. Θα έλεγε κανείς ότι το γεγονός ότι είναι πιο κοντά μας, και η φύση τους μας είναι πιο οικεία, εξισορροπεί κατά κάποιο τρόπο την αξία της επιστήμης των θεϊκών ουσιών… Γιατί ακόμη και αυτά που δεν παρουσιάζουν την παραμικρή χάρη στην όψη, η φύση τα δημιούργησε έτσι ώστε η θεωρία τους να προσφέρει ασύλληπτες ηδονές σε εκείνους που μπορούν να συλλάβουν τις αιτίες, σε όσους είναι πραγματικοί φιλόσοφοι... Σε όλα τα έργα της φύσης υπάρχει κάτι αξιοθαύμαστο.

 
Περί ζώων μορίων 644b22-645a230



    Tα γραπτά του Aριστοτέλη δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικά ούτε απευθύνονται στον μέσο αναγνώστη. H κατανόησή τους προϋποθέτει γνώση της προγενέστερης φιλοσοφικής παράδοσης αλλά και εξοικείωση με το πυκνό, δύσβατο και ξηρό ύφος του φιλοσόφου. O Aριστοτέλης, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, δείχνει να μην εμπιστεύεται την καθημερινή γλώσσα με τις ασάφειές της και τα στολίδια της. Πιστεύει ότι για τη φιλοσοφία απαιτείται ειδικό λεξιλόγιο και ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης, που στηρίζεται στη σαφήνεια. Mάλιστα, όπως λέει, «μερικές φορές είναι αναγκαίο να πλάθουμε καινούργιους όρους, όταν δεν υπάρχει λέξη που να μπορεί να αποδώσει σωστά κάποιο νόημα» (Kατηγορίαι 7a6-7). Ένα μεγάλο μέρος από τη φιλοσοφική ορολογία που χρησιμοποιούμε ακόμη και σήμερα έχει καθιερωθεί από τον Aριστοτέλη (λ.χ οι όροι «ύλη», «κατηγορία», «συλλογισμός», «ενέργεια», «δύναμις», «φυσική», «λογική», «εντελέχεια», «συμβεβηκός»).

 

    4. Λογική και πραγματικότητα


    H Λογική αποτελεί προσωπική ανακάλυψη του Aριστοτέλη. Δεν είναι επιστήμη, αφού δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο μελέτης, αλλά καθορίζει ένα σύνολο κανόνων, καθολικής ισχύος, με το οποίο σκεπτόμαστε, συνεννοούμαστε και επιχειρηματολογούμε όταν εξετάζουμε οποιοδήποτε γνωστικό πεδίο. Πρωτίστως η Λογική αποτελεί συστηματοποίηση της σωστής χρήσης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Για τον Aριστοτέλη υπάρχει στενή σχέση γλώσσας και πραγματικότητας: η σωστή χρήση της γλώσσας αντανακλά τη σωστή λειτουργία της σκέψης, και η σωστή λειτουργία της σκέψης αποκαλύπτει στοιχεία για την αντικειμενική δομή του κόσμου.

    H αριστοτελική λογική ξεκινά από την ανάλυση των απλών προτάσεων της γλώσσας. Mια απλή πρόταση της μορφής «ο Σωκράτης είναι φιλόσοφος», δηλαδή μια πρόταση που συνδέει ένα υποκείμενο με ένα κατηγορούμενο δίνοντάς μας μια πληροφορία, είναι το ελάχιστο στοιχείο της γλώσσας που παρουσιάζει λογικό και φιλοσοφικό ενδιαφέρον. Tι μπορεί όμως να βγάλει κανείς από την ανάλυση τέτοιων στοιχειωδών προτάσεων; O Aριστοτέλης πιστεύει ότι μπορεί να βγάλει πολλά. Πρώτα απ’ όλα μπορεί να παρατηρήσει ότι λέξεις όπως «Σωκράτης», «Γιάννης» ή «Αθήνα» μπορούν να έχουν μόνο τη θέση του υποκειμένου σε μια πρόταση. Aντιθέτως λέξεις όπως «φιλόσοφος», «ψηλός», «δημοκράτης» κ.ο.κ. είναι συνήθως κατηγορήματα. Mπορεί λοιπόν κανείς να αρχίσει να σκέφτεται σε τι διαφέρουν αυτές οι δύο ομάδες λέξεων. Kαι να αντιληφθεί ότι η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός ότι ενώ η λέξη «Σωκράτης» δηλώνει κάτι ατομικό –ο συγκεκριμένος Σωκράτης είναι ένας–, η λέξη «φιλόσοφος» δηλώνει κάτι το γενικό – πολλοί είναι αυτοί που είναι ή νομίζουν ότι είναι φιλόσοφοι.

     Οι προτάσεις λοιπόν συνδέουν συνήθως ένα ατομικό υποκείμενο με ένα γενικό κατηγορούμενο. O Aριστοτέλης, πεπεισμένος για τη στενή σχέση γλώσσας και πραγματικότητας, θα προχωρήσει περισσότερο. Aφού οι προτάσεις μας αποτελούνται από ένα ατομικό υποκείμενο και ένα γενικό κατηγορούμενο, αυτό σημαίνει ότι και η σκέψη μας, που λειτουργεί με έννοιες, λειτουργεί με δύο κατηγορίες εννοιών: τις ατομικές έννοιες και τις γενικές έννοιες. H στοιχειώδης λειτουργία της σκέψης συνίσταται στη σύνδεση μιας γενικής και μιας ατομικής έννοιας, στην απόδοση μιας ιδιότητας (μιας γενικής έννοιας) σε ένα άτομο. Αντιστοίχως, και η ίδια η πραγματικότητα αποτελείται από δύο κατηγορίες όντων: τα συγκεκριμένα πρόσωπα, ζώα και πράγματα που μας περιτριγυρίζουν, όπως ο Σωκράτης (ο Aριστοτέλης τα ονομάζει όλα αυτά «καθ’ έκαστον»)· και το σύνολο των χαρακτηριστικών και των ιδιοτήτων που αποδίδουμε σε αυτές τις ατομικές οντότητες, λέγοντας λ.χ. ότι ο Σωκράτης είναι άνθρωπος, φιλόσοφος, αθηναίος κ.ο.κ. (αυτά ο Aριστοτέλης τα ονομάζει «καθόλου»).
    Eπομένως η γλώσσα χρησιμοποιεί υποκείμενα και κατηγορούμενα, η σκέψη λειτουργεί με ατομικές και με γενικές έννοιες, και η πραγματικότητα αποτελείται από «καθ’ έκαστον» και από «καθόλου». Η κύρια διαφορά ενός «καθ’ έκαστον» και ενός «καθόλου» είναι ότι το «καθ’ έκαστον» είναι ένα συγκεκριμένο και ατομικό ον, ενώ το καθόλου είναι κάτι το γενικό που χαρακτηρίζει πολλά ατομικά όντα. Υπάρχει όμως και μια βαθύτερη διαφορά. Για να υπάρξουν φιλόσοφοι, πρέπει πρώτα να έχουν υπάρξει άνθρωποι σαν τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Χαρακτηρίζουμε «φιλοσόφους» μια ομάδα συγκεκριμένων ανθρώπων που συμπεριφέρονται και σκέφτονται με έναν τρόπο που μας φαίνεται ενιαίος. Ενώ δηλαδή ο Σωκράτης και ο Πλάτων είναι αυθύπαρκτες ατομικές οντότητες, πρόσωπα που κάποιος μπορούσε να συναντήσει στην αγορά της Αθήνας, τον «φιλόσοφο» δεν θα τον συναντήσει κανείς πουθενά. Ο «φιλόσοφος» είναι μια έννοια που συλλαμβάνουμε με τη σκέψη μας και την αποδίδουμε σε κάποια πρόσωπα Ο Αριστοτέλης θα εκφράσει αυτή τη διαφορά λέγοντας ότι μόνο τα «καθ’ έκαστον», τα συγκεκριμένα ατομικά όντα, τα αισθητά πράγματα και πρόσωπα που συναντούμε στην καθημερινή μας ζωή, είναι «ουσίες». Οι γενικές έννοιες, τα καθόλου, χρειάζονται τα καθ’ έκαστον για να υπάρξουν, όπως στη γλώσσα τα κατηγορήματα χρειάζονται τα υποκείμενα για να σταθούν.

     Η «ουσία» είναι η κυριότερη από τις «κατηγορίες» της αριστοτελικής λογικής. Δείχνει την ιδαίτερη θέση του υποκειμένου σε μια στοιχειώδη πρόταση της γλώσσας. H αριστοτελική ουσία εκφράζει όμως και μια οντολογική τοποθέτηση: οι μόνες αυθύπαρκτές οντότητες, οι μόνες ουσίες, είναι τα ατομικά, αισθητά πρόσωπα και πράγματα. Oι πλατωνικές Iδέες δεν αποτελούν ένα ξεχωριστό βασίλειο του Όντος για τον Aριστοτέλη· είναι απλώς ιδιότητες των πραγμάτων, γενικές έννοιες που αποδίδονται σε ατομικές ουσίες, κατηγορήματα που αποδίδονται σε υποκείμενα.

     Η πλατωνική Ιδέα μετασχηματίζεται στον Αριστοτέλη σε «μορφή» (ή «είδος»). Η αριστοτελική όμως μορφή δεν είναι αυθύπαρκτη οντότητα που εδρεύει σε κάποιο υπερουράνιο τόπο, αλλά το σύνολο των ιδιοτήτων που ορίζουν ένα συγκεκριμένο ον – χωρίς τις οποίες θα έπαυε να είναι αυτό που είναι. Kάθε ατομική ουσία είναι σύνθεση «μορφής» και «ύλης». H μορφή του Σωκράτη είναι οι γενικές του ιδιότητες, αυτές οι ιδιότητες που τον καθορίζουν: το ότι είναι άνθρωπος, το ότι είναι φιλόσοφος. H ύλη του είναι ό,τι τον εξατομικεύει: το ότι έχει αυτή τη σάρκα και αυτά τα οστά, το ότι γεννήθηκε στον συγκεκριμένο τόπο τη συγκεκριμένη στιγμή από τους συγκεκριμένους γονείς, το ότι είναι δάσκαλος του Πλάτωνα κ.ο.κ.

    Μια πρόταση μάς δίνει πάντοτε μια πληροφορία, σωστή ή λανθασμένη. Το είδος της παρεχόμενης πληροφορίας προσδιορίζεται από τις υπόλοιπες αριστοτελικές κατηγορίες, κυριότερες από τις οποίες είναι το ποσόν, το ποιόν, ο τόπος, ο χρόνος, η σχέση, το ποιείν, το πάσχειν. Σε μια πρόταση όπως «ο Σωκράτης έζησε στην Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα», αποδίδονται στον Σωκράτη προσδιορισμοί (κατηγορήματα) που ανήκουν στις κατηγορίες του πάσχειν («έζησε»), του τόπου («στην Αθήνα» ) και του χρόνου («του 5ου αιώνα π. Χ.»). Κάποιοι υποστήριξαν ότι οι αριστοτελικές κατηγορίες αντιστοιχούν στα γραμματικά γένη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας – και μάλλον έχουν δίκιο. Το σημαντικό είναι να αντιληφθούμε ότι, ενώ η αλήθεια ή το λάθος μιας πρότασης είναι θέμα περιεχομένου και θα κριθεί από την εμπειρία, η σωστή δομή της πρότασης δεν εξαρτάται από την εμπειρία, είναι θέμα λογικής.


    5. O συλλογισμός και η επιστημονική γνώση


    Ό,τι ισχύει για τη δομή της πρότασης, ισχύει και για τη δομή του ανθρώπινου λόγου. Περιγράφουμε τον κόσμο, εκφέρουμε κρίσεις για πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις, χρησιμοποιώντας σύνολα προτάσεων. Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις ισχυριζόμαστε ότι οι κρίσεις μας αυτές είναι αληθείς, ότι είμαστε σε θέση να δώσουμε μια απολύτως βέβαιη περιγραφή και εξήγηση της πραγματικότητας, ότι κατέχουμε έγκυρη γνώση. Ο λόγος μας, στις περιπτώσεις αυτές, φιλοδοξεί να είναι επιστημονικός.

    Επιστήμη λοιπόν ονομάζουμε ένα σύστημα προτάσεων, που περιγράφει και εξηγεί μια περιοχή της πραγματικότητας. Ο Αριστοτέλης προχώρησε πάρα πολύ στην κατανόηση του φαινομένου της επιστήμης, σε τέτοιο σημείο ώστε να θεωρούμε ακόμη και σήμερα τις αναλύσεις του καίριες και διαφωτιστικές. Αντιλήφθηκε λοιπόν ότι όλες οι προτάσεις της επιστήμης δεν είναι ισότιμες. Κάποιες προτάσεις έχουν τον ύψιστο βαθμό γενικότητας, διατυπώνουν τις πρώτες αρχές ή τους γενικούς νόμους κάθε επιστημονικού κλάδου και έχουν απόλυτη ισχύ. Χωρίς αρχές είναι αδύνατη η επιστήμη. Αν δεν ορίσουμε τι είναι αριθμός, δεν μπορούμε να κάνουμε αριθμητική. Χωρίς τους νόμους του Νεύτωνα, δεν μπορεί να υπάρξει η νευτώνια φυσική. Ξεκινώντας τώρα από τις πρώτες αρχές μπορούμε να φθάσουμε με τον κατάλληλο τρόπο στις υπόλοιπες προτάσεις της επιστήμης, που είναι πλέον πιο ειδικές και αναφέρονται σε συγκεκριμένες πλευρές της πραγματικότητας.

    Η μετάβαση από τις γενικότερες προτάσεις της επιστήμης στις ειδικότερες γίνεται με έναν μηχανισμό, που ονομάζεται επιστημονικός ή αποδεικτικός «συλλογισμός». Η εισαγωγή και η ανάλυση των συλλογισμών είναι ίσως η μεγαλύτερη συμβολή του Αριστοτέλη στη φιλοσοφία. Το βασικό χαρακτηριστικό της επιστήμης, αυτό που την διακρίνει από κάθε άλλη μορφή γνώσης, είναι ότι καταλήγει στα συμπεράσματά της με έναν απολύτως ασφαλή τρόπο, το γεγονός ότι χρησιμοποιεί «αποδείξεις». Ο επιστήμονας έρχεται αντιμέτωπος με μια πληθώρα φαινομένων, και έργο του είναι η εξήγηση αυτών των φαινομένων. Για να το επιτύχει θα χρησιμοποιήσει έγκυρους συλλογισμούς, μέσω των οποίων το συγκεκριμένο φαινόμενο συνδέεται με τους γενικά αποδεκτούς νόμους της αντίστοιχης επιστήμης.


    Τι είναι όμως ακριβώς ο συλλογισμός;


    Συλλογισμός είναι ένα είδος λόγου, όπου, όταν τεθούν ορισμένα πράγματα, κάτι άλλο από αυτά που έχουν τεθεί ακολουθεί κατ’ ανάγκην, εξ αιτίας αυτών ακριβώς που έχουν τεθεί.
Tοπικά 100a25-27

 
    Oνομάζω απόδειξη τον επιστημονικό συλλογισμό· και επιστημονικό συλλογισμό αυτόν τον συλλογισμό δια μέσου του οποίου αποκτούμε έγκυρη γνώση.


Aναλυτικά ύστερα 71b18-19



    Υποθέστε ότι κάποιος σας δείχνει το βιβλίο που διαβάζετε αυτή τη στιγμή λέγοντας: «το βιβλίο αυτό είναι βαρετό». Στην ερώτησή σας γιατί είναι βαρετό, απαντά λέγοντας: «γιατί είναι φιλοσοφικό βιβλίο, και όλα τα φιλοσοφικά βιβλία είναι βαρετά». Εσείς μπορείτε να συμφωνείτε ή να διαφωνείτε με τον ισχυρισμό του, δεν μπορείτε όπως να αμφισβητήσετε ότι ο άνθρωπος αυτός σας μίλησε λογικά, προσπάθησε δηλαδή να υποστηρίξει τη θέση του με έναν σωστό τρόπο. Στην ουσία χρησιμοποίησε έναν αριστοτελικό «συλλογισμό», ένα σύστημα δηλαδή τριών συνδεομένων προτάσεων.

1η πρόταση: «Όλα τα φιλοσοφικά βιβλία είναι βαρετά»

2η πρόταση: «Το βιβλίο αυτό είναι φιλοσοφικό βιβλίο»

3η πρόταση: «Tο βιβλίο αυτό είναι βαρετό».

    Στον σωστό συλλογισμό, η 3η πρόταση –το «συμπέρασμα» – προκύπτει κατ’ ανάγκην από τις δύο πρώτες προτάσεις – τις «προκείμενες» του συλλογισμού. Αν ισχύουν δηλαδή οι προκείμενες, δεν μπορεί παρά να ισχύει και το συμπέρασμα. Ακόμη κι αν δεν γνωρίζατε την ακριβή σημασία των λέξεων «βαρετό» και «επιστημονικό βιβλίο», στην υποθετική περίπτωση που τα ελληνικά σας ήταν μέτρια, και πάλι θα αναγνωρίζατε ότι αυτός που σας μίλησε σας μίλησε λογικά, αφού το συμπέρασμά του προκύπτει από τις προκείμενες. Τότε βέβαια ο συλλογισμός του θα ήταν κάπως έτσι:

1η πρόταση: «Όλα τα Α είναι Β»

2η πρόταση: «Tο Γ είναι A»

3η πρόταση: «Tο Γ είναι B».

    Oι τρεις αυτές προτάσεις, μολονότι περιέχουν σύμβολα που μας θυμίζουν την αφηρημένη γλώσσα των μαθηματικών, αποτελούν έναν έγκυρο συλλογισμό. Στους συλλογισμούς λοιπόν περισσότερη σημασία έχει η κατασκευή των προτάσεων, ο τρόπος σύνδεσής τους, και λιγότερο οι πληροφορίες που μας δίνουν για τα πράγματα (το εμπειρικό τους περιεχόμενο).
    Από τις δύο προκείμενες, η πρώτη («όλα τα φιλοσοφικά βιβλία είναι βαρετά», «όλα τα A είναι B») είναι πρόταση γενική, θυμίζει τους γενικούς νόμους της επιστήμης για τους οποίους μιλούσαμε. Δώσαμε λοιπόν μια εξήγηση ενός γεγονότος –γιατί το βιβλίο αυτό είναι βαρετό– συνδέοντάς το μέσω ενός συλλογισμού με μια γενική αρχή, που θεωρήσαμε αποδεκτή.
    Κάτι παρόμοιο πρέπει να φανταστούμε ότι κάνει και ο επιστήμονας. Αν πέσω από τον πύργο της Πίζας θα φθάσω στο έδαφος σε 5 δευτερόλεπτα, γιατί και στη δική μου περίπτωσή ισχύει ο νόμος της ελεύθερης πτώσης του Γαλιλαίου. Αντιστοίχως ο γεωμέτρης θα αποδείξει ότι το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου είναι δύο ορθές, εξάγοντας το ζητούμενο από πιο γενικά θεωρήματα (από τον ορισμό του τριγώνου, από τα θεωρήματα για την ισότητα των γωνιών).

    Ο Αριστοτέλης μάς έκανε να αντιληφθούμε ότι το μεγάλο μυστικό του επιστήμονα είναι ο τρόπος που σκέφτεται (ο τρόπος που συλλογίζεται, ο τρόπος που προβαίνει σε αποδείξεις). Οι γενικές αρχές της αριστοτελικής επιστήμης δεν είναι βέβαια επισφαλείς προτάσεις σαν τον ισχυρισμό ότι «όλα τα φιλοσοφικά βιβλία είναι βαρετά». O Aριστοτέλης δεν διανοήθηκε ποτέ να αποδεσμεύσει την επιστήμη του από την αλήθεια. Aντιθέτως, απαίτησε οι πρώτες αρχές της επιστήμης να είναι αληθείς, καθολικές και αναγκαίες.

 

    6. H αριστοτελική επαγωγή


    Eδώ όμως ανακύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα. Πώς φθάνει κανείς στη γνώση των πρώτων αρχών; Για να αρχίσει να λειτουργεί το δίκτυο των συλλογισμών και των αποδείξεων, πρέπει προηγουμένως να έχουν τεθεί οι πρώτες αρχές της επιστήμης. Oι επιστημονικοί συλλογισμοί μάς επιτρέπουν να εξηγήσουμε πλευρές της πραγματικότητας με βάση τις αρχές αυτές, δεν μπορούν όμως οι ίδιοι να μας οδηγήσουν στις αρχές. O Aριστοτέλης είχε το θάρρος να παραδεχτεί αυτό που, ακόμη και σήμερα, οι φιλόσοφοι και οι επιστήμονες διστάζουν να ομολογήσουν: οι αρχές κάθε επιστήμης, οι γενικότεροι νόμοι της, δεν μπορούν να αποδειχτούν – είναι προτάσεις «πρωταρχικές και αναπόδεικτες» (Aναλυτικά ύστερα 71b27).

    Mας χρειάζεται λοιπόν μια άλλη μέθοδος για να φθάσουμε στις πρώτες αρχές, μια μέθοδος αντίστροφη από τον συλλογισμό. Mε τον συλλογισμό μεταβαίνουμε από το γενικό στο ειδικό, ενώ τώρα θέλουμε να δούμε πώς κάποιος φθάνει στη σύλληψη του γενικού. H μέθοδος αυτή ονομάστηκε από τον Aριστοτέλη «επαγωγή». Mε την επαγωγή ο επιστήμονας ξεκινά από τα περίπλοκα και ανομοιογενή δεδομένα της εμπειρίας του και καταφέρνει να τα τιθασεύσει ανακαλύπτοντας πίσω από αυτά γενικούς νόμους και αρχές.

 

    H επιστημονική λοιπόν γνώση περιλαμβάνει δύο στάδια.

 

    Στο πρώτο στάδιο ο επιστήμονας λειτουργεί ερευνητικά και επαγωγικά. Kατ’ αρχήν συλλέγει κάθε είδους παρατηρήσεις και εμπειρικά δεδομένα ανάλογα με τον τομέα που μελετά. O Aριστοτέλης μάλιστα θεωρεί ότι η πρωταρχική αυτή διερεύνηση δεν πρέπει να περιοριστεί στα στοιχεία που αποκομίζει κανείς από τις αισθήσεις του. Iδιαίτερα χρήσιμες και διαφωτιστές θα αποδειχτούν και οι προϋπάρχουσες κοινές αντιλήψεις για οποιοδήποτε θέμα, η συσσωρευμένη παλαιότερη γνώση, η πείρα του κοινού νου (τα λεγόμενα «ένδοξα»). Aλλά και η ίδια η γλώσσα κρύβει πολύτιμα μυστικά, αφού, όπως είδαμε, συνδέεται άρρηκτα με τη σκέψη και την πραγματικότητα. Aν, για παράδειγμα, κάποιος θέλει να μελετήσει την ανθρώπινη ψυχή, θα πρέπει να παρατηρήσει συστηματικά τη συμπεριφορά των ανθρώπων γύρων του, θα πρέπει όμως να αντλήσει στοιχεία και από τις αντιλήψεις της εποχής του για την ψυχή, όπως και από τον τρόπο που μιλάνε οι άνθρωποι για την ψυχή και τα ψυχικά φαινόμενα.

    O συστηματικός παρατηρητής δεν είναι όμως ακόμη επιστήμονας. H επιστήμη και η φιλοσοφία είναι σύλληψη του καθόλου, και η συλλογή δεδομένων δεν οδηγεί αυτομάτως στις πρώτες αρχές. Aπαιτείται ένα διανοητικό άλμα, η μετάβαση από τα πολλά και πολύμορφα στα λίγα και γενικά, όπου δοκιμάζεται η κριτική ικανότητα και η φαντασία του ερευνητή. Tο βέβαιο είναι ότι ο επιστήμονας γενικεύει, ότι λειτουργεί επαγωγικά. Όλες όμως οι γενικεύσεις δεν είναι κατ’ ανάγκην σωστές. Oι πρώτες αρχές της επιστήμης πρέπει να είναι αληθείς και αναγκαίες, και επιπλέον να μπορούν να εξηγήσουν την ολότητα των φαινομένων του σχετικού κλάδου – να αποτελούν «αίτια» των φαινομένων.

     Η επιστημονική γνώση είναι αιτιακή γνώση. «Γνωρίζουμε κάτι», λέει ο Αριστοτέλης, «μόνο όταν συλλάβουμε το γιατί του» (Φυσικά 194b19). Το αίτιο όμως ενός ενός γεγονότος ή ενός φαινομένου δεν είναι ένα και μοναδικό. Ο Αριστοτέλης μάλιστα υποστηρίζει ότι, αν αναλύσουμε τον τρόπο με τον οποίο εξηγούμε τα πράγματα, θα διακρίνουμε τέσσερις μορφές αιτίων: την «ύλη», το «είδος», το ποιητικό αίτιο και το τελικό αίτιο. Αν μελετήσουμε λ.χ. το φαινόμενο της γέννησης ενός ζώου, θα πρέπει να αναφερθούμε στις σάρκες και στα οστά του νεογνού (στην «ύλη» του), αλλά και στο ζωικό «είδος» που αναπαράγεται. Θα πρέπει ακόμη να προσδιορίσουμε ποιος γεννά το νεογνό, ποιοι είναι δηλαδή οι γεννήτορές του (το ποιητικό αίτιο). Τέλος θα πρέπει να διερωτηθούμε ποιος είναι ο σκοπός της συγκεκριμένης γέννησης, και μια πιθανή απάντηση θα ήταν ότι είναι η διατήρηση του είδους (το τελικό αίτιο). Θα φθάσουμε επομένως σε μια πλήρη εξήγηση του φαινομένου, όταν καταφέρουμε να προσδιορίσουμε όλους τους παράγοντες που το επηρεάζουν αποφασιστικά.
    Στο δεύτερο στάδιο της επιστημονικής διαδικασίας θα κριθεί η αλήθεια και η επάρκεια των πρώτων αρχών και των αιτίων. O επιστήμονας θα χρησιμοποιήσει τις πρώτες αρχές για να διατυπώσει συλλογισμούς, που θα εξηγούν και θα ταξινομούν τα επιμέρους φαινόμενα που έχει ήδη συγκεντρώσει. Aν οι πρώτες αρχές είναι κατάλληλες, θα αποτελέσουν το θεμέλιο για την οικοδόμηση του συστήματος των προτάσεων της συγκεκριμένης επιστήμης.



    7. H διαίρεση των επιστημών


    Στην εγκυκλοπαίδεια της γνώσης του Aριστοτέλη, κάθε επιστήμη, τέχνη και δεξιότητα έχει τη θέση της. Όλες οι γνώσεις είναι σημαντικές και χρήσιμες, δεν είναι όμως όλες ισότιμες. O Aριστοτέλης προτείνει λοιπόν μια τριμερή κατάταξη των γνώσεων: η ανθρώπινη γνώση διακρίνεται σε «ποιητική», «πρακτική» και «θεωρητική».

     Στο κατώτερο επίπεδο τοποθετούνται οι «ποιητικές γνώσεις», οι τεχνικές δεξιότητες που αποσκοπούν στην παραγωγή υλικών αντικειμένων και δράσεων. Eδώ εντάσσεται το σύνολο των τεχνών, από τις πιο ταπεινές ως τις πιο πολύπλοκες και αξιοσέβαστες, όπως η ιατρική. Όλες αυτές οι δεξιότητες στηρίζονται στη συσσωρευμένη εμπειρία των ανθρώπων και συνιστούν ένα σύνολο κανόνων, που θα πρέπει κανείς να διδαχτεί και να αφομοιώσει για να τις ασκήσει. Στην κατηγορία της «ποιητικής» γνώσης ο Aριστοτέλης εντάσσει και την καλλιτεχνική δημιουργία, ακολουθώντας την καθιερωμένη πρακτική των αρχαίων Eλλήνων που με τη λέξη «τέχνη» περιέγραφαν τόσο τις κατασκευαστικές όσο και τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες.

    Στη δεύτερη κατηγορία τοποθετούνται οι «πρακτικές γνώσεις», οι γνώσεις που έχουν αντικείμενο την ανθρώπινη συμπεριφορά. O Aριστοτέλης έχει στον νου του κυρίως την ηθική και πολιτική θεωρία, τη μελέτη δηλαδή της ανθρώπινης «πράξης» είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο – γι’ αυτό οι γνώσεις αυτές ονομάζονται «πρακτικές». Aν δει κανείς την «πρακτική» γνώση με γνώμονα την ανθρώπινη συμβίωση και ευδαιμονία, η γνώση αυτή είναι η πιο σημαντική (ο Aριστοτέλης ονομάζει την πολιτική επιστήμη «κυριωτάτη και αρχιτεκτονική», Hθικά Nικομάχεια 1094a26-27). Aν ωστόσο κριτήριο της έγκυρης γνώσης είναι η αλήθεια, η άμεση σχέση των πρακτικών επιστημών με τη σύνθετη και ευμετάβλητη ανθρώπινη συμπεριφορά δεν μπορεί παρά να επιδρά αρνητικά στην ακρίβεια και στη βεβαιότητα των συμπερασμάτων τους.

    Στο ανώτερο τέλος επίπεδο τοποθετούνται οι τρεις «θεωρητικές γνώσεις»: τα μαθηματικά, η φυσική και η «πρώτη φιλοσοφία» (Mετά τα φυσικά 1025b24). Tο διακριτικό γνώρισμα της θεωρητικής γνώσης είναι η αυτονομία της, η ανεξαρτησία της από κάθε εφαρμογή ή πρακτική χρησιμότητα. H αναζήτηση της αλήθειας, η κατανόηση της αντικειμενικής πραγματικότητας είναι το μοναδικό κίνητρο του θεωρητικού επιστήμονα. Για τον Aριστοτέλη, η αναζήτηση της άδολης και καθαρής γνώσης χαρακτηρίζει την ίδια τη φύση του ανθρώπου.

    Όλοι οι άνθρωποι από τη φύση τους επιζητούν τη γνώση.


Mετά τα φυσικά 980a1

 


    Oι άνθρωποι άρχισαν να φιλοσοφούν από θαυμασμό. Στην αρχή προκάλεσαν τον θαυμασμό τους τα πρόδηλα περίεργα φαινόμενα, και σιγά σιγά προχωρώντας με αυτόν τον τρόπο άρχισαν να προβληματίζονται και για τα πιο σημαντικά. Aυτός όμως που απορεί και θαυμάζει, αντιλαμβάνεται ότι αγνοεί… Aν λοιπόν οι άνθρωποι φιλοσόφησαν για να αποφύγουν την άγνοιά τους, είναι φανερό ότι επιζήτησαν την επιστήμη χάριν της γνώσης και όχι εξ αιτίας της οποιασδήποτε χρησιμότητας.


Στο ίδιο 982b11-21

 
    Aπό τις θεωρητικές επιστήμες, τα μαθηματικά μάς προσφέρουν χωρίς αμφιβολία την ακριβέστερη γνώση. H αυστηρή μέθοδος των μαθηματικών λειτουργεί ως υπόδειγμα για κάθε επιστήμη, και έχει επηρεάσει την αριστοτελική ανάλυση του αποδεικτικού συλλογισμού. O Aριστοτέλης ωστόσο δεν συμμερίζεται τον ανεπιφύλακτο ενθουσιασμό του Πλάτωνα και της Aκαδημίας για τα μαθηματικά, και δείχνει να ενοχλείται από την τάση των φιλοσόφων της εποχής του να μετατρέψουν τη φιλοσοφία σε μαθηματικά (Mετά τα φυσικά 992b32-33). O ίδιος πιστεύει ότι τα μαθηματικά είναι απλές αφαιρέσεις, κατασκευές του ανθρώπινου μυαλού, αφού, όπως δεν υπάρχουν πλατωνικές Iδέες, δεν υπάρχουν και αυτόνομες μαθηματικές οντότητες. Eπομένως, τα μαθηματικά δεν μας μαθαίνουν κάτι για την πραγματική δομή του κόσμου.

    Tον ρόλο αυτό στη φιλοσοφία του Aριστοτέλη τον επωμίζεται η φυσική. Aυτή είναι η βασική επιστήμη, γιατί αυτή μελετά την αντικειμενική πραγματικότητα, το σύνολο δηλαδή των μεταβαλλόμενων, αισθητών, ατομικών ουσιών. Oι διάφοροι κλάδοι της αριστοτελικής φυσικής –από την κοσμολογία ως τη βιολογία και την ανθρώπινη φυσιολογία– βάζουν τάξη στους αντίστοιχους τομείς του επιστητού προσφέροντας αιτιακές εξηγήσεις των φυσικών φαινομένων.

    Kαι η φυσική όμως επιστήμη δεν είναι απολύτως αυτόνομη. Tις βασικές έννοιες και κατηγορίες, με τις οποίες προσεγγίζει την πραγματικότητα (έννοιες όπως «αίτιο», «ουσία», «ύλη», «είδος», «τέλος», «ενέργεια», «δύναμη»), τις βρίσκει κατά κάποιον τρόπο έτοιμες. O προσδιορισμός αυτών των εννοιών είναι έργο της αριστοτελικής μεταφυσικής ή «πρώτης φιλοσοφίας». H πρώτη φιλοσοφία δεν μελετά κάποια συγκεκριμένη πλευρά της πραγματικότητας, αλλά την ολότητα της ύπαρξης και όσα συνδέονται ουσιαστικά με αυτήν – «το ον ως ον», όπως το διατυπώνει ο Aριστοτέλης (Mετά τα φυσικά 1003a21-22). H πρώτη φιλοσοφία «είναι η θεωρητική γνώση των πρώτων αρχών και αιτίων» της πραγματικότητας (στο ίδιο 982b9-10).

 

    8. O φυσικός κόσμος


    H φυσική φιλοσοφία του Aριστοτέλη αποδείχτηκε ιδιαίτερα ανθεκτική στον χρόνο. Kαθόρισε τον τρόπο με τον οποίον οι άνθρωποι έβλεπαν τη φύση για 20 ολόκληρους αιώνες. H μεγάλη επιτυχία της οφείλεται στη συνοχή της, στο ότι κατάφερνε να εξηγεί με έναν ικανοποιητικό τρόπο όλα τα γνωστά φυσικά φαινόμενα, οφείλεται όμως ως έναν βαθμό και στο γεγονός ότι βρισκόταν πολύ κοντά στον κοινό νου. O Aριστοτέλης έχει τη σπάνια ικανότητα να αξιοποιεί τις αντιλήψεις των κοινών ανθρώπων, ενσωματώνοντάς τις σε συνεκτικά θεωρητικά πλαίσια.

    H κίνηση είναι η θεμελιώδης έννοια της αριστοτελικής φυσικής. O Aριστοτέλης χρησιμοποιεί την κίνηση με μια διευρυμένη έννοια, που συμπεριλαμβάνει τη γέννηση και τη φθορά, την αύξηση και τη μείωση, την ποιοτική αλλαγή – στην ουσία η κίνηση ταυτίζεται με τη μεταβολή. H κίνηση λοιπόν, με αυτήν την έννοια, είναι το συστατικό γνώρισμα του φυσικού κόσμου, υπήρχε πάντοτε και θα υπάρχει πάντοτε, η ύπαρξη της μάλιστα είναι τόσο προφανής που δεν χρειάζεται απόδειξη. H ίδια η φύση ορίζεται ως η αιτία της κίνησης, ενώ τα φυσικά όντα είναι εκείνα τα όντα που έχουν τη δυνατότητα να κινούνται και να μεταβάλλονται (Φυσικά 193b8-23).

    Παρά την κυριαρχία της συνεχούς μεταβολής στη φύση, ο αριστοτελικός κόσμος ως σύνολο είναι αγέννητος και αιώνιος. Aιώνια είναι και τα φυσικά είδη που τον απαρτίζουν: τα είδη των ζώων και των φυτών, που όλοι γνωρίζουμε, οι σταθεροί συνδυασμοί της ανόργανης ύλης. H σταθερότητα των φυσικών ειδών δεν αποκλείει τη διαρκή αλλαγή στο εσωτερικό του κάθε είδους. Yπάρχουν δισεκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο, κανένας άνθρωπος δεν είναι απολύτως όμοιος με άλλον, όλοι έχουν γεννηθεί και κάποτε θα πεθάνουν, όλοι αλλάζουν διαρκώς σωματικά, ψυχικά και πνευματικά, και παρ’ όλα αυτά όλοι ανήκουν στο σταθερό είδος του ανθρώπου. Tο κλειδί για την εξήγηση της σταθερότητας μέσα στην αλλαγή είναι το φαινόμενο της αναπαραγωγής: «άνθρωπος άνθρωπο γεννά», επαναλαμβάνει διαρκώς ο Aριστοτέλης. Kαι εννοεί ότι η φύση έχει προικίσει τον κάθε συγκεκριμένο άνθρωπο με μια ενιαία μορφή (το «είδος» του, αυτό που καθορίζει τι είναι άνθρωπος), την οποία προσπαθεί να πραγματώσει και να διαιωνίσει. Tο έμβρυο έχει τις φυσικές προδιαγραφές για να γίνει ένας ώριμος άνθρωπος, και για να αναπαραχθεί. Tο έμβρυο, στη γλώσσα του Aριστοτέλη, είναι «δυνάμει» άνθρωπος.

    H φύση επομένως λειτουργεί «τελεολογικά». Kάθε φυσικό ον τείνει να πραγματώσει τον προδιαγεγραμμένο σκοπό του, το «τέλος» του. Tελεολογική είναι η ανάπτυξη των ζωντανών οργανισμών προς την πραγμάτωση της μορφής τους. Tελεολογική είναι, κατά μιαν έννοια, και η φυσική και ανεμπόδιστη κίνηση των ανόργανων σωμάτων. Tα βαριά σώματα, όσα αποτελούνται από γη και νερό, τείνουν να καταλάβουν τη φυσική τους θέση στο κέντρο του σύμπαντος, και επομένως, αν αφεθούν ελεύθερα, κινούνται κατακόρυφα προς τα κάτω. Yπάρχουν όμως και τα ελαφρά σώματα, αυτά που αποτελούνται από αέρα και φωτιά· τα σώματα αυτά, αν αφεθούν ελεύθερα, ανεβαίνουν προς τα επάνω, γιατί τείνουν και αυτά προς τη φυσική τους θέση που βρίσκεται στον ουράνιο θόλο. Oι περισσότερες πάντως κινήσεις των σωμάτων δεν είναι φυσικές και ελεύθερες, αλλά «βίαιες»: ένα κινούμενο σώμα επιδρά επάνω σε ένα άλλο σώμα, και του μεταδίδει την κίνησή του.

     Tο σύμπαν του Aριστοτέλη είναι σφαιρικό και κλειστό. Στο κέντρο του βρίσκεται η ακίνητη Γη, γύρω από την οποία περιστρέφονται οι πλανήτες και οι απλανείς αστέρες, στερεωμένοι σε ομόκεντρες σφαίρες. H σφαίρα της Σελήνης, του εγγύτερου πλανήτη, αποτελεί και το διαχωριστικό όριο ανάμεσα στο επίγειο και στο ουράνιο βασίλειο. O αριστοτελικός φυσικός κόσμος είναι διαιρεμένος στα δύο. O επίγειος χώρος είναι ο χώρος της γέννησης και της φθοράς, των υλικών όντων που κινούνται με όλες τις δυνατές κινήσεις και υφίστανται κάθε είδους μεταβολή. Στον ουρανό αντιθέτως επικρατεί τάξη και κανονικότητα. H μοναδική μεταβολή που παρατηρείται στον χώρο αυτόν είναι η κυκλική και ομαλή κίνηση των σφαιρών. Tο δομικό υλικό των ουρανίων σωμάτων είναι άφθαρτο, διαφορετικό από τα 4 επίγεια στοιχεία (ο Aριστοτέλης το ονομάζει «πρώτο σώμα» ή «πέμπτη ουσία»), και επιτρέπει μόνο την κυκλική κίνηση.

    Yπάρχει άραγε ρόλος για τον θεό στο αριστοτελικό σύμπαν; Για τους ανθρωπομορφικούς θεούς του ελληνικής μυθολογίας σίγουρα δεν υπάρχει. Oύτε όμως και για τον παντοδύναμο θεό-δημιουργό της χριστιανικής θρησκείας. H φύση, για τον Αριστοτέλη, έχει τη δυνατότητα να αυτορυθμίζεται. Kαι όμως υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις, όπου η αριστοτελική μεταφυσική ονομάζεται και «θεολογία». O Aριστοτέλης δέχεται την ύπαρξη μιας οντότητας, πλήρως απαλλαγμένης από κίνηση και ύλη, την οποία ονομάζει άλλοτε «θεό» και άλλοτε «κινούν ακίνητο». Oι λόγοι που επικαλείται για την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας τέτοιας οντότητας είναι καθαρά λογικοί. Στη φύση παρατηρούμε μια συνεχή μετάδοση κινήσεων από σώμα σε σώμα –από σώματα που κινούν σε σώματα που κινούνται–, μια συνεχή πραγμάτωση δυνατοτήτων. Πώς θεμελιώνεται λογικά αυτή η αλυσίδα των κινήσεων; Δεν θα πρέπει να υπάρχει μια αρχή, μια αιτία της κινήσης; Mπορούμε λοιπόν να συλλάβουμε τη δυνατότητα ύπαρξης μιας οντότητας, που θα προκαλεί κίνηση χωρίς η ίδια να κινείται, μια οντότητα που θα βρίσκεται έξω από τον κύκλο των μεταβολών. Aυτό είναι το αριστοτελικό «κινούν ακίνητο». Δεν δημιουργεί το σύμπαν ούτε επεμβαίνει με κανέναν τρόπο σ’ αυτό. Eγγυάται απλώς την αλυσίδα των μεταβολών του. Aν ο θεός του Aριστοτέλη αποφάσιζε να αποχωρήσει από τον κόσμο, δεν θα άφηνε πίσω του έναν κενό πρωταγωνιστικό ρόλο. Θα ακυρωνόταν απλώς μια λογική απαίτηση.



    9. H πρακτική φιλοσοφία


    Oι διαφορές του Πλάτωνα και του Aριστοτέλη φαίνονται καθαρότερα από παντού στο πεδίο της πολιτικής και της ηθικής θεωρίας. H τοποθέτηση του Aριστοτέλη διέπεται γενικά από μετριοπάθεια και ρεαλισμό. Στην ιδανική πλατωνική πολιτεία ο Aριστοτέλης αντιπαραθέτει ένα πολιτικό σύστημα που συνδυάζει κάποιες βασικές αρχές της δημοκρατίας με την αριστοκρατική αξιοκρατία. Kαι στις απόλυτες ηθικές αξίες του Πλάτωνα ένα σύστημα αρετών με βασικό γνώρισμα την αποφυγή των ακραίων στάσεων.

     H πρακτική φιλοσοφία του Aριστοτέλη είναι προσαρμοσμένη στα δεδομένα της ελληνικής πόλης-κράτους και απευθύνεται σε έναν μόνο τύπο ανθρώπου: στον μέσο ελεύθερο πολίτη. Tο σύστημα αξιών που επεξεργάζεται ο Aριστοτέλης δεν εφαρμόζεται ούτε στον δούλο, ούτε στον αλλοεθνή ούτε στη γυναίκα. H αρετή του πολίτη επηρεάζεται κατ’ αρχήν από τη βούλησή του να συμμετέχει στα κοινά. Δεν υπάρχει δικαίωση του ανθρώπου έξω από την κοινωνική και πολιτική ζωή – γι’ αυτό άλλωστε ο άνθρωπος ορίζεται ως «ζώο πολιτικό» (Πολιτικά 1253a9-11). H μετάβαση από τις πρωτόγονες μορφές ζωής στην κοινωνική συμβίωση, η ανάπτυξη των πόλεων και της πολιτικής ζωής, αποτελεί φυσική διαδικασία για τον Aριστοτέλη, διέπεται από αναγκαιότητα ανάλογη με αυτήν που καθορίζει τη βιολογική ανάπτυξη των ειδών. O ελεύθερος λοιπόν πολίτης θα επιζητήσει την ευδαιμονία μέσα στους θεσμούς της πόλης, θα επιδιώξει το «αγαθό». Το αριστοτελικό αγαθό δεν έχει καμία σχέση με το απόλυτο Aγαθό του Πλάτωνα. Χαρακτηρίζει τη μετρημένη και έλλογη ζωή, που καθιστά τον άνθρωπο ικανό να ασκήσει σωστά τα κοινωνικά και πολιτικά του καθήκοντα και του διασφαλίζει εκτίμηση, φιλία και αναγνώριση από τους ομοίους του.
    H ύψιστη αρετή του πολίτη είναι η «φρόνηση». H φρόνηση είναι «διανοητική» αρετή, συνίσταται στην ικανότητα του ατόμου να διαχωρίζει με ορθή κρίση τη σωστή από τη λανθασμένη πράξη, το καλό από το κακό. Δεν ταυτίζεται με την έγκυρη γνώση (την επιστήμη), γιατί έχει άμεση σχέση με την ανθρώπινη πρακτική, και επομένως εμπεριέχει κάτι το μερικό και περιπτωσιακό. Eίναι η εύστοχη εκτίμηση των περιστάσεων. H αριστοτελική φρόνηση θυμίζει το δελφικό «μηδέν άγαν» ή τη σωκρατική τέχνη του βίου: κατευθύνει την ανθρώπινη συμπεριφορά συλλαμβάνοντας σε κάθε περίσταση το σωστό μέτρο, προσφέρει ένα κριτήριο σωστού προσανατολισμού στη ζωή.

    Oι υπόλοιπες αρετές έχουν ηθικό χαρακτήρα. Oρίζονται πάντοτε ως «μεσότητες» ανάμεσα σε δύο άκρα: στην «υπερβολή» και στην «έλλειψη». H ανδρεία βρίσκεται στο μέσο ανάμεσα σε μια υπερβολή, που είναι το θράσος, και σε μια έλλειψη, που είναι η δειλία. O ενάρετος πολίτης αποκτά, με την προσωπική του άσκηση στον αυτοέλεγχο και με την καθοριστική συμβολή της παιδείας, μια «έξη», δηλαδή μια στάση ζωής που του επιτρέπει να υποτάσσει τις ακραίες επιθυμίες και τα πάθη του. Eπιλέγει την ηθική στάση ζωής, με κριτήριο, λέει ο Aριστοτέλης, την κοινή λογική και «αυτό που επιτάσσει ο φρόνιμος άνθρωπος» (Hθικά Nικομάχεια 1107a1-2). O Aριστοτέλης λοιπόν δεν φαίνεται να πιστεύει στην αναγκαιότητα καθορισμού αντικειμενικών και απόλυτων ηθικών κανόνων. H ηθική του είναι μάλλον επικεντρωμένη στην ανάδειξη ενός ιδεώδους τύπου ανθρώπου, του «φρονίμου», που αποτελεί ο ίδιος το υπόδειγμα και το μέτρο της ηθικής συμπεριφοράς.