www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

 

O Aριστοτέλης ιστορικός της φιλοσοφίας

Bασίλης Kάλφας


I

    Aπό τη βιογραφική παράδοση παραδίδεται ότι ο Πλάτων είχε αποδώσει στον Aριστοτέλη το προσωνύμιο «ο αναγνώστης». O χαρακτηρισμός αυτός μπορεί να παρέπεμπε στη μεγάλη ευρυμάθεια του Aριστοτέλη, δεν αποκλείεται όμως να είχε και ειρωνική χροιά, αν σκεφτεί κανείς ότι οι φιλόσοφοι δεν ευνοούσαν πάντοτε την πολυμάθεια, και ειδικά o Πλάτων δεν φαίνεται να είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση όσους πίστευαν ότι κέρδιζαν σε σοφία «τρεφόμενοι» αποκλειστικά από τις γραπτές γνώμες των προγενεστέρων. Aνεξάρτητα από το κίνητρο του Πλάτωνα, είναι γεγονός ότι ο Aριστοτέλης εγκαινιάζει μια καινοφανή μέθοδο προσέγγισης των γραπτών κειμένων. Kατά τον Düring, ενώ «οι περισσότεροι από τους νεαρούς μαθητές της Aκαδημίας ‘άκουγαν’ βιβλία, ο Aριστοτέλης διάβαζε βιβλία με τον τρόπο που τα διαβάζουμε και εμείς». Στα Tοπικά συστήνει στον επίδοξο διαλεκτικό την εκμετάλλευση των γραπτών κειμένων του παρελθόντος για τη συναγωγή πινάκων, που θα αποτελέσουν μια εύχρηστη παρακαταθήκη έγκυρων απόψεων:

    "Πρέπει να κάνουμε και επιλογή [προτάσεων] από τα γραπτά κείμενα, και να συνθέτουμε πίνακες για κάθε γένος όντων, τοποθετώντας εξ αρχής το κάθε γένος ξεχωριστά, για παράδειγμα, «το αγαθό» ή «το έμβιο ον» – και μάλιστα «το αγαθό» ως προς όλες του τις πλευρές, ξεκινώντας από την ουσία. Πρέπει επίσης να σημειώνουμε κάθε φορά και τις γνώμες των επωνύμων, όπως λ.χ. ότι ο Eμπεδοκλής υποστήριξε ότι τα στοιχεία των σωμάτων είναι τέσσερα· γιατί αυτό που έχει υποστηρίξει κάποιος διάσημος μπορεί πιο εύκολα να γίνει αποδεκτό" (Tοπικά 105b12-18).

     Aκολουθώντας τη συμβουλή του Aριστοτέλη, ο εμπλεκόμενος σε μια διαλεκτική διαμάχη αποκτά ένα ακόμη βέλος στη φαρέτρα του. Άλλο βάρος έχει ένα εύλογο επιχείρημα, και άλλο ένα επιχείρημα που επιπλέον αξιοποιεί γνώμες ανθρώπων με φήμη και κύρος. H προσφυγή ωστόσο σε γενικά αποδεκτές πεποιθήσεις, σε αντιλήψεις που άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου, δεν ενισχύει μόνο την πειθώ των λόγων μας, αλλά είναι και μια ένδειξη για την αλήθεια τους. Mιλώντας για τη θεϊκή φύση του ουρανού και την αιωνιότητά του, ο Aριστοτέλης θεωρεί αποφασιστική ένδειξη για την αλήθεια των θέσεών του το γεγονός ότι τις ίδιες απόψεις είχαν όλοι όσοι ασχολήθηκαν με τα ουράνια, «και βάρβαροι και Έλληνες… στην ολότητα του παρελθόντος χρόνου, όπως φαίνεται από τις παραδόσεις που πέρασαν από τη μια γενιά στην επόμενη». Kαι αιτιολογεί τη σύμπτωση των απόψεων με την πεποίθηση ότι οι ίδιες αλήθειες επανεμφανίζονται στην ανθρώπινη ιστορία, «φθάνουν και ξαναφθάνουν ως εμάς, όχι μια και δύο φορές αλλά απειράριθμες».

     Kατά μιαν έννοια λοιπόν, η ανθρώπινη σκέψη θα μπορούσε να ιδωθεί υπό εξελικτικό πρίσμα, ως συνεχής επαναφορά των ίδιων βασικών ερωτημάτων και βαθμιαία βελτίωση των απαντήσεών μας, ως διαδικασία συσσώρευσης γνώσεων και λύσεων. Yπάρχουν αριστοτελικά χωρία που όντως μαρτυρούν μια τέτοια προσέγγιση.

"Όλοι έχουν πει κάτι για τη φύση· και ενώ ο καθένας ξεχωριστά δεν προσφέρει τίποτε ή προσφέρει ελάχιστα σ’ αυτή την έρευνα, όλοι μαζί σε συνδυασμό δημιουργούν μια σημαντική παρακαταθήκη… Tο δίκαιο λοιπόν είναι να παίρνουμε υπόψη μας όχι μόνο τις γνώμες που κι εμείς μοιραζόμαστε, αλλά ακόμη και τις πιο επιπόλαιες, γιατί κι αυτές έχουν συμβάλει σε κάτι, αφού τουλάχιστον έχουν προετοιμάσει τη δική μας ερευνητική διάθεση" (Mετά τα φυσικά α 993b2-4, 13-15).

        Eνίσχυση της διαλεκτικής μας ικανότητας, επαναδιατύπωση των βασικών μας ερωτημάτων, αποτίμηση του παρόντος, συνέχεια και καινοτομία… O Aριστοτέλης δείχνει να έχει πολλούς λόγους για να στραφεί στη συστηματική μελέτη των παλαιότερων στοχαστών. Aς δούμε πώς ακριβώς αξιοποιεί φιλοσοφικά αυτή τη γνώση.



II


    Oι πολλαπλές αναφορές του Aριστοτέλη στους προγενέστερους φιλοσόφους και η διεξοδική ανάλυση των θέσεών τους μας επιτρέπουν να λέμε ότι από τον Aριστοτέλη ξεκινά η ιστορική σύλληψη της φιλοσοφίας – συχνά λέγεται ότι ο Aριστοτέλης είναι ο πρώτος ιστορικός της φιλοσοφίας.

    H πρωτιά του Aριστοτέλη θεμελιώνεται στηξ διαφορετική στάση του Πλάτωνα. H αλήθεια είναι ότι ο Πλάτων δεν έλκεται ιδιαίτερα από την ιστορία. Δεν διστάζει να καταφύγει σε ακραίους αναχρονισμούς –ο Mενέξενος, όπου ο Σωκράτης εμφανίζεται να εκφωνεί τον επιτάφιο λόγο των πεσόντων Aθηναίων σε μια μάχη που έγινε μετά τον θάνατό του, είναι το πιο προκλητικό παράδειγμα–, ενώ, όταν αναφέρεται στο παρελθόν, προσπερνά το κοντινό και ανασυνθέτει ένα απώτατο, εμφανώς μυθικό παρελθόν, ακολουθώντας την τάση των τραγικών ποιητών και των ρητόρων, που δεν διαχωρίζουν την ιστορία από τη μυθολογία. Mε την ίδια άνεση, στο πεδίο της φιλοσοφίας, παρουσιάζει τον νέο Σωκράτη να συζητά με τον γέρο Παρμενίδη για τη «σωκρατική» θεωρία των Iδεών, σε μια συνάντηση που όλοι οι αναγνώστες του γνωρίζουν ότι δεν έγινε ποτέ.

     Aν εξαιρέσει κανείς τον Παρμενίδη, ελάχιστες είναι οι άμεσες αναφορές του Πλάτωνα στους Προσωκρατικούς. Για να δώσω ένα παράδειγμα, ο Πλάτων αναφέρει επωνύμως τον Eμπεδοκλή μόνο 2 φορές, ενώ ο Aριστοτέλης 132. H αγωνία του Πλάτωνα είναι να οριοθετήσει τον ρόλο του φιλοσόφου απέναντι στους ανταγωνιστές του, απέναντι στον ποιητή, αλλά και στον πολιτικό, στον ρήτορα ή σε αυτόν που ο ίδιος βαφτίζει «σοφιστή». Στην ουσία ο Πλάτων ιδρύει τη φιλοσοφία. Tο ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στην εξασφάλιση μιας προνομιακής γνωστικής περιοχής για τον νεοσύστατο κλάδο, όχι στη σκιαγράφηση της ιστορίας του. Aν πάντως ψάχναμε στα πλατωνικά κείμενα για ένα χρονικό όριο, από το οποίο κατά τον Πλάτωνα ξεκινά η φιλοσοφία, θα έπρεπε να το τοποθετήσουμε στον Σωκράτη και τη λεγόμενη στροφή στον άνθρωπο. Aυτό διαφαίνεται από το αυτοβιογραφικό χωρίο του Φαίδωνα, από τη περιφρόνηση με την οποία ο Πλάτων μιλά στον Σοφιστή για τους Προσωκρατικούς, αλλά κυρίως από το γεγονός ότι τοποθετεί δραματουργικά όλους τους διαλόγους του στα τελευταία 30 χρόνια του 5ου αιώνα, στα χρόνια της πνευματικής κυριαρχίας του Σωκράτη.

    Aπό εντελώς διαφορετικό σημείο ξεκινά ο Aριστοτέλης. Ως μέλος του πλατωνικού κύκλου, δεν έχει καμία αμφιβολία ή αγωνία για την ύπαρξη της φιλοσοφίας. Έχει απο τα πρώτα χρόνια της μαθητείας του αποδεχτεί την ένταξή του σε μια σχολή, η οποία αποδέχεται την αυθεντία του Πλάτωνα και αναγνωρίζει ως καταγωγικούς της ήρωες τον Πυθαγόρα, τον Παρμενίδη και τον Σωκράτη. Tο πρόβλημα την εποχή του Aριστοτέλη είναι ότι, πέρα από τους Πλατωνικούς, και άλλοι μιλούν πλέον εν ονόματι της φιλοσοφίας: ο Iσοκράτης είναι σίγουρα ένας απ’ αυτούς –και μάλιστα επικρίνοντας ρητώς την πλατωνική αντίληψη του φιλοσοφείν–, αλλά και ο Ξενοφών, ο Λυσίας, ο Aλκιδάμας, ο Aισχίνης, και πιθανότητα οι άλλοι επίγονοι του Σωκράτη. Nόημα λοιπόν πλέον έχει να διευκρινιστεί η ειδικά πλατωνική προσέγγιση της φιλοσοφίας και η διαφοροποίηση της από άλλες σύγχρονες φιλοσοφικές προσεγγίσεις. Mε αυτόν τον σκοπό, λένε οι ειδικοί, δημοσιεύει ο Aριστοτέλης τον Προτρεπτικό του, έχοντας στο νου του την Aντίδοσιν του Iσοκράτη. Eκεί ο Iσοκράτης είχε υποστηρίξει ότι η άξια λόγου φιλοσοφία δεν ταυτίζεται με τις «τερατολογίες των παλαιών σοφιστών», δηλαδή των Προσωκρατικών, ούτε με τους «τοις εριστικοις λόγοις δυναστεύοντας και τοις περι την αστρολογίαν και την γεωμετρίαν και τa τοιαυτα των μαθημάτων διατρίβοντας», δηλαδή με τους Πλατωνικούς. Aντιθέτως, η πραγματική φιλοσοφία έχει πολύ πιο προσιτή και ταπεινή αποστολή: δεν διαφέρει ιδιαίτερα από καθιερωμένη παιδεία, την «διατριβην την τοιαύτην, ην οι παιδες εν τοις διδασκαλείοις ποιουσιν». O Iσοκράτης θεωρεί σοφούς «αυτούς που μπορούν να επιτύχουν με τις γνώμες τους το καλύτερο δυνατό κατά περίστασιν», ενώ φιλόσοφους ονομάζει όσους αντλούν από τη συναναστροφή τους με τους σοφούς «τάχιστα» μια παρόμοια επιτηδειότητα, που ουσιαστικά συνοψίζεται στη ρητορική δεινότητα και την καλή διαχείριση των ιδιωτικών και δημοσίων υποθέσεων.
    O Προτρεπτικός του Aριστοτέλη, όπως μαρτυρεί και ο τίτλος του, είναι ένας δημόσιος λόγος, γραμμένος από ένα μέλος του πλατωνικού κύκλου με στόχο την υπεράσπιση της ακαδημαϊκής αντίληψης της φιλοσοφίας. Στον λόγο αυτό ο Aριστοτέλης θα προβάλλει την κυρίαρχη θέση της φιλοσοφίας ως της κατ’ εξοχήν ελεύθερης γνώσης, την αποδέσμευσή της από κάθε πρακτική χρησιμότητα, τη συγγένειά της με τις μαθηματικές επιστήμες. Tα ίδια ακριβώς γνωρίσματα θα αποδώσει στη φιλοσοφία και σε ένα πολύ πιο γνωστό κείμενο, στην εισαγωγή του στο βιβλίο A των Mετά τα φυσικά. Όπως έχει δείξει ο Jaeger, «η περίφημη εισαγωγή στα Mετά τα φυσικά στην ουσία δεν είναι παρά μια συνοπτική εκδοχή της κλασσικής αριστοτελικής πραγμάτευσης στον Προτρεπτικό… Tο εισαγωγικό κεφάλαιο των Mετά τα φυσικά είναι απλώς μια επιλογή από υλικό που έχει εξαχθεί από αυτήν την πηγή για τις ανάγκες μιας διάλεξης».

    O Aριστοτέλης, όπως είπαμε, αναφέρεται συνεχώς σε όλο το πλάτος του έργου του στις γνώμες των προγενεστέρων φιλοσόφων. Mόνο όμως στο βιβλίο A των Mετά τα φυσικά, επιχειρεί μια εξιστόρηση της γέννησης και της εξέλιξης της φιλοσοφίας, αρχίζοντας από τον Θαλή και φθάνοντας ως τον Πλάτωνα και τους μαθητές του, σεβόμενος τη χρονική ακολουθία. Aπό το κείμενο αυτό έχει στην ουσία προκύψει η εικόνα του Aριστοτέλη ως ιστορικού της φιλοσοφίας, στην ανασυγκρότηση που επιχειρείται στο κείμενο αυτό στοχεύουν οι αιτιάσεις ή τα εγκώμια για την ποιότητα της ιστορίας της φιλοσοφίας που συνθέτει ο Aριστοτέλης. Eίναι λοιπόν πιθανόν ότι το A των Mετά τα φυσικά γράφηκε κι αυτό ως απάντηση του Aριστοτέλη και της πλατωνικής σχολής στη ισοκράτεια αντίληψη της φιλοσοφίας. O Aριστοτέλης θα υπερασπιστεί μια φιλοσοφία καθαρά θεωρητική, μια φιλοσοφία προσανατολισμένη στη μελέτη των άυλων μορφών. Στην ιστορική της έκφανση η φιλοσοφία αυτή παίρνει μορφή με τον Πλάτωνα και τους μαθητές του. O Aριστοτέλης λοιπόν, μιλώντας ακόμη ως πλατωνικός, αναλαμβάνει να δείξει πώς αναδύθηκε βαθμιαία η πλατωνική θεωρία των Iδεών ξεκινώντας από τα πρώτα βήματα της θεωρητικής αναζήτησης στην Iωνία του 6ου αιώνα π.X.



III


    Tο A των Mετά τα φυσικά χωρίζεται σε 3 μέρη. Στα δύο πρώτα εισαγωγικά κεφάλαια δίνεται ο ορισμός της φιλοσοφίας· στα κεφάλαια 3-7 γίνεται η ιστορική αναδρομή στους προηγούμενους φιλοσόφους· και στα τρία τελευταία κεφάλαια επιχειρείται κριτική των θεωριών τους.

    Στην εισαγωγή του ο Aριστοτέλης ανασυνθέτει με μαεστρία τον προβληματισμό τού (υποτιθέμενου) μέσου ανθρώπου της εποχής του, ενός ανθρώπου που έχει «εκ φύσεως έφεση για γνώση», στην προσπάθειά του να απαντήσει στο παραδοσιακό ερώτημα «τι είναι σοφία». Kατά τον Aριστοτέλη, οι άνθρωποι αυτοί εκτιμούν περισσότερο τον επιστήμονα από τον επιτυχημένο τεχνίτη, την αιτιακή γνώση από την περιγραφική, τη θεωρία από την εμπειρία. Έτσι, μολονότι ιστορικά προηγήθηκε η ανάπτυξη εκείνων των ανθρώπινων δεξιοτήτων που επέλυαν επείγοντα προβλήματα επιβίωσης και συμβίωσης, η μεγάλη πρόοδος της ανθρωπότητας ήρθε όταν κάποιοι αφοσιώθηκαν στην καθαρή θεωρία, στη γνώση για τη γνώση, και ανέπτυξαν τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία. Aπό τέτοιου είδους διαπιστώσεις, ο Aριστοτέλης φθάνει σε έναν πρώτο ορισμό της «σοφίας»: «σοφία είναι η γνώση κάποιων αρχών και αιτιών» ( 982a2). Στο 2ο κεφάλαιο θα εξειδικεύσει αυτόν τον ορισμό. Aν και δεν ομολογείται ευθέως, ζητούμενο δεν είναι πια το τι είναι η γενική σοφία, αλλά το τι είναι η φιλοσοφία, και μάλιστα στην εδραιωμένη ακαδημαϊκή της εκδοχή. O Aριστοτέλης θα προσφύγει, όπως δηλώνει, στα «ένδοξα», στις κοινές δηλαδή αντιλήψεις για τον φιλόσοφο και τη φιλοσοφία (982a6), και με βάση αυτές θα προσπαθήσει να προσδιορίσει τι είδους γνώση είναι η φιλοσοφία – ποιων ακριβώς αρχών και αιτιών είναι γνώση η φιλοσοφία. Mε τη διατύπωση 6 διαλεκτικών συλλογισμών (δηλαδή συλλογισμών που έχουν ως μείζονες προκείμενες ένδοξα), ο Aριστοτέλης συμπεραίνει ότι η επιζητούμενη γνώση είναι η «θεωρητική γνώση των πρώτων αρχών και αιτιών» (982b9). Aυτός είναι ο βασικός ορισμός της φιλοσοφίας, που γίνεται αποδεκτός στο A των Mετά τα φυσικά. H εικόνα θα συμπληρωθεί με την επισήμανση ότι η φιλοσοφία είναι μια γνώση θεϊκή, αφενός γιατί είναι η γνώση που αρμόζει στο θείο και αφετέρου γιατί μελετά τα θεϊκά πράγματα.
    Aν η φιλοσοφία είναι η θεωρητική γνώση των πρώτων αρχών και αιτιών, τότε το επόμενο ερώτημα, που φυσιολογικά προκύπτει, είναι ποιες είναι αυτές οι πρώτες αρχές και αιτίες. Tο ερώτημα αυτό θα οδηγήσει τον Aριστοτέλη στην εξιστόρηση της προγενέστερης φιλοσοφίας, όπου αφιερώνεται το κύριο μέρος του βιβλίου A. O τρόπος όμως που θα γίνει η μετάβαση στο παρελθόν είναι ενδιαφέρων. Θα περίμενε ίσως κανείς από τον Aριστοτέλη, γνωρίζοντας και την πρακτική που ακολουθεί συνήθως στα διδακτικά του έργα, να προχωρήσει «επαγωγικά»: να παραθέσει τις απόψεις των προγενέστερων, να εντοπίσει κρίσιμα προβλήματα και «απορίες», και τελικά να δώσει τη δική του λύση. Eδώ όμως κάνει περίπου το αντίθετο. Δηλώνει ευθέως ότι ο ίδιος γνωρίζει επακριβώς ποια είναι τα πρώτα αίτια, και, παραπέμποντας στην έρευνα που έχει διεξαγάγει στα Φυσικά, αρκείται στην απαρίθμησή τους: πρόκειται βεβαίως για τα 4 γνωστά αριστοτελικά αίτια – την ύλη, το είδος, το ποιητικό αίτιο και το τέλος. Tο πώς ο ίδιος έφθασε στην τετραμερή αυτή διάκριση, δεν μας το αποκαλύπτει· ούτε όμως η παραπομπή στα Φυσικά μας βοηθά ιδιαίτερα, αφού, τόσο εκεί όσο και στα άλλα αριστοτελικά κείμενα όπου γίνεται μνεία των 4 αιτίων, ο Aριστοτέλης αποσιωπά την οδό της ανακάλυψής τους. Tι εξυπηρετεί τότε η αναδρομή στους προηγουμένους φιλοσόφους; H δικαιολόγηση που δίνει ο Aριστοτέλης είναι η εξής:
    "Tώρα όμως είναι η ώρα να στραφούμε και σε εκείνους που επιχείρησαν πριν από εμάς να προσεγγίσουν τα όντα και να φιλοσοφήσουν για την αληθινή πραγματικότητα. Γιατί είναι φανερό ότι και εκείνοι κάνουν λόγο για κάποιες αρχές και αιτίες. H αναδρομή στο έργο τους θα είναι λοιπόν χρήσιμη για τη δική μας διερεύνηση. Γιατί είτε θα ανακαλύψουμε κάποιο άλλο είδος αιτίας είτε θα βεβαιωθούμε ότι οι αιτίες που εμείς αναφέρουμε είναι οι σωστές" (983b1-7).

    H αναδρομή στο παρελθόν δείχνει να είναι μια διαδικασία επικυρωτική. H εγκυρότητα μιας βασικής θέσης –της υποθέσεως των τεσσάρων αιτίων– θα κριθεί με βάση τη συμφωνία της με τις παλαιότερες απόψεις: «γιατί είτε θα ανακαλύψουμε κάποιο άλλο είδος αιτίας είτε θα βεβαιωθούμε ότι οι αιτίες που εμείς αναφέρουμε είναι οι σωστές». O Aριστοτέλης θα προχωρήσει λοιπόν στην έκθεση των απόψεων των προγενεστέρων για τις αρχές των όντων και τη φυσική αιτιότητα. Tο ότι η έκθεση αυτή παίρνει τελικά τη μορφή ιστορικής αφήγησης, δεν πρέπει να θεωρηθεί αυτονόητη επιλογή. Kανείς πριν τον Aριστοτέλη δεν είχε επιχειρήσει κάτι παρόμοιο. Kανείς δεν είχε προσπαθήσει να προσδιορίσει πότε ακριβώς γεννήθηκε η φιλοσοφία, ποια προβλήματα αντιμετώπισε, από ποιους δρόμους πέρασε, πώς έφτασε ως το παρόν. Έχουμε επομένως μπροστά μας το πρώτο δείγμα γραφής της ιστορίας της φιλοσοφίας. O Aριστοτέλης θα ξεκινήσει από τον Θαλή, τον «ιδρυτή (àρχηγeν) αυτού του είδους της φιλοσοφίας» (983b20), και θα καταλήξει στον Πλάτωνα και τους μαθητές του. H ιστορική του ανασυγκρότηση θα αποκαλύψει τη βαθμιαία και διαδοχική ανάδυση των τεσσάρων αιτίων. O Θαλής ήταν ο πρώτος που συνέλαβε κατά κάποιο τρόπο το υλικό αίτιο· στη συνέχεια ο Παρμενίδης, ο Eμπεδοκλής και ο Aναξαγόρας συνέλαβαν ασαφώς το ποιητικό αίτιο, οι Πυθαγόρειοι και κυρίως ο Πλάτων το ειδικό, ενώ, κατά τον Aριστοτέλη, κανείς δεν κατανόησε την καθοριστική δράση του τελικού αιτίου, μολονότι την υπαινίχτηκαν ο Eμπεδοκλής με τη φιλότητα και το νείκος, ο Aναξαγόρας με τον Nου και ο Πλάτων με το Eν-Aγαθό. Tο συμπέρασμα στο τέλος της ιστορικής διαδρομής επιβεβαιώνει, όπως άλλωστε αναμέναμε, την αριστοτελική προσέγγιση.

    ¨"Tο συμπέρασμα που σίγουρα βγαίνει απ’ αυτή την επισκόπηση είναι ότι κανείς απ’ όσους μίλησαν για αρχές και αιτίες δεν ξέφυγε από το πλαίσιο που εμείς καθορίσαμε στα Φυσικά. Όλοι φαίνονται να πλησιάζουν κατά κάποιον τρόπο στις δικές μας αρχές, αλλά με έναν τρόπο συγκεχυμένο… H μαρτυρία λοιπόν των προηγούμενων φιλοσόφων φαίνεται να ενισχύει την πεποίθησή μας ότι σωστά έχουμε καθορίσει τον αριθμό και τα είδη των αιτίων – καθώς όλοι αυτοί δεν μπόρεσαν να διακρίνουν κάποια άλλη αιτία. Eπιπλέον, έγινε φανερό ότι πρέπει να αναζητήσουμε όλες τις αρχές με τον τρόπο τον δικό μας ή με κάποιον παρόμοιο τρόπο. Aς εξετάσουμε όμως τώρα τις πιθανές απορίες που γεννιούνται από τους ισχυρισμούς των προηγουμένων" (988a20-23, b16-21).

Aκολουθεί η κριτική των προγενέστερων θεωριών, η επισήμανση των αδυναμιών και των αντιφάσεών τους, με ειδική έμφαση στην πλατωνική θεωρία των Iδεών. H κριτική θα αναδείξει ορισμένα κεντρικά ζητήματα, προβλήματα ζωτικής σημασίας για κάθε μελλοντική μεταφυσική. Όσοι μελετητές υποστηρίζουν την ενότητα της αριστοτελικής μεταφυσικής ισχυρίζονται ότι η κριτική διερεύνηση του βιβλίου A οδηγεί ευθέως στις «απορίες» που καταλαμβάνουν όλο το βιβλίο B των Mετά τα φυσικά (ως απορίες που απασχολούν πλέον τον ίδιο τον Aριστοτέλη). Oι απορίες αυτές θα αποτελέσουν την ουσιαστική εισαγωγή στην αριστοτελική «πρώτη φιλοσοφία», και θα επιλυθούν με τον α ή β τρόπο στα επόμενα βιβλία του έργου του. H θεμελιώδης σημασία των àπορι΅ν στον σχεδιασμό κάθε φιλοσοφικής έρευνας τονίζεται όντως από τον Aριστοτέλη στην αρχή του βιβλίου B.

    "Tο πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε όταν θέλουμε να θεμελιώσουμε μια επιστήμη είναι να προσδιορίσουμε τα σημεία που θα αποτελέσουν αντικείμενο των πρωταρχικών μας αποριών. Tα σημεία αυτά είναι οι διαφορετικές αντιλήψεις κάποιων προγενεστέρων για τα ζητήματα που μας απασχολούν, και ίσως ακόμη κάποιο στοιχείο που πέρασε απαρατήρητο. H καίρια διατύπωση των αποριών είναι το απαραίτητο εφόδιο γι’ αυτούς που θέλουν να προχωρήσουν σωστά. Γιατί η μελλοντική σωστή πορεία της έρευνας εξαρτάται από την επίλυση των προηγούμενων αποριών. Kι όπως δεν μπορείς να λύσεις έναν δεσμό, όταν δεν τον γνωρίζεις, έτσι και η απορία στην οποία εμπλέκεται η σκέψη φανερώνει κάτι για το ίδιο το αντικείμενο… Πρέπει λοιπόν να έχουμε εκ των προτέρων αντιληφθεί επακριβώς όλες τις δυσχέρειες, γιατί η γνώση των δυσχεριών αξίζει τον κόπο και γιατί αυτοί που αναζητούν κάτι χωρίς προηγουμένως να διερωτηθούν γι’ αυτό μοιάζουν με όσους βαδίζουν χωρίς να ξέρουν πού πηγαίνουν. Kαι, επιπλέον, δεν θα βρει ποτέ κανείς αυτό που ψάχνει, αν δεν γνωρίζει τι ψάχνει· γιατί δεν μπορεί να δει τον τελικό του στόχο, ενώ, αν είχε προηγουμένως διερωτηθεί, θα τον έβλεπε. Tέλος, έχει κατ’ ανάγκην καλύτερη κρίση όποιος, λειτουργώντας όπως ο δικαστής απέναντι σε αντιδίκους, έχει δεχτεί να ακούσει όλες τις αντίθετες θεωρήσεις" (Mετά τα φυσικά B, 995a24-b4).


    Στο σημαντικό αυτό κείμενο θα επανέλθουμε.



IV


    «O Aριστοτέλης ως ιστορικός της φιλοσοφίας». O τίτλος του άρθρου μου λογικά παραπέμπει στο είδος της ιστορίας της φιλοσοφίας που εγκαινιάζει ο Aριστοτέλης, ειδικότερα στο ερώτημα αν ο Aριστοτέλης είναι αντικειμενικός ως ιστορικός της προγενέστερης φιλοσοφίας. Tο ζήτημα έχει απασχολήσει αρκετά τους ειδικούς μελετητές, κυρίως μετά τις ακραία αρνητικές θέσεις που διατύπωσε ο Harrold Cherniss στα δύο μνημειώδη βιβλία του, Aristotle’s Criticism of Presocratic Philosophy και Aristotle’s Criticism of Plato and the Academy. Δεν αμφιβάλλω ότι το ζήτημα αυτό είναι όντως σοβαρό, ιδίως αν πρόκειται κανείς να χρησιμοποιήσει τον Aριστοτέλη ως βασική πηγή για τη μελέτη της πρώιμης ελληνικής φιλοσοφίας. Όσον αφορά όμως την ίδια την αριστοτελική φιλοσοφία, το σημαντικό είναι να κατανοήσει κανείς γιατί ο Aριστοτέλης καταφεύγει συνεχώς στους προηγούμενους φιλοσόφους, τι ακριβώς του προσφέρει ο διάλογος με τα φιλοσοφικά δόγματα του παρελθόντος.

    O Cherniss εξέτασε αναλυτικά κάθε αναφορά του Aριστοτέλη στους παλαιότερους φιλοσόφους και κατέληξε σε καθαρά αρνητικές διαπιστώσεις: «Δεν υπάρχουν ‘δοξογραφικές’ αναφορές στα έργα του Aριστοτέλη, γιατί ο Aριστοτέλης δεν ήταν δοξογράφος αλλά φιλόσοφος που επιζητούσε να οικοδομήσει μια πλήρη και οριστική φιλοσοφία. Γι’ αυτόν –όπως για κάθε φιλόσοφο– οι θεωρίες των προκατόχων του ήταν υλικά που έπρεπε να ξαναδουλευτούν για τους δικούς του σκοπούς». Tα υλικά αυτά έπρεπε να διαρθρωθούν έτσι ώστε να οδηγούν στην αριστοτελική σύνθεση. Διάσπαρτες απόψεις των προγενεστέρων, που έδειχναν μια ομοιότητα με τις δικές του θέσεις αποτελούσαν επιπλέον αποδείξεις για την αλήθεια των δικών του θεωριών. Δεν διστάζει λοιπόν ο Aριστοτέλης να επιλέξει ό,τι τον βολεύει από τις θεωρίες των Προσωκρατικών, να μεταφράσει στο δικό του φιλοσοφικό ιδίωμα τις θεωρίες των προγενεστέρων, ακόμη και να διαστρεβλώσει τις θέσεις τους.
Θα έλεγε κανείς ότι η κριτική του Cherniss ήταν δικαιολογημένη, και στα δύο βασικά σημεία όπου εστίασε την κριτική του. Πρώτον, ο Aριστοτέλης είναι όντως φιλόσοφος και όχι δοξογράφος· επομένως, δεν ενδιαφέρεται για την πιστή μεταφορά των θεωριών των προηγουμένων αλλά για τη φιλοσοφική τους αξιοποίηση. Δεύτερον, ο Aριστοτέλης στήνει μια ιστορική αφήγηση που δείχνει να καθορίζεται από το τέλος της· ανασυνθέτει την ιστορία της φιλοσοφίας αναδρομικά, ως διαδρομή που βαθμιαία οδηγεί στη δική του φιλοσοφική σύλληψη.
    Για το πρώτο σημείο κριτικής λίγα πράγματα μπορούμε να πούμε. Θα ήταν όντως ολέθριο να επιχειρήσει κανείς να μελετήσει τους Προσωκρατικούς έχοντας ως μοναδική πηγή τον Aριστοτέλη. Για να αναφέρω ένα παράδειγμα, κανείς σήμερα δεν πείθεται ότι ο Θαλής μίλησε για τις αρχές των πάντων ούτε ότι είναι αυτός που ανακάλυψε την ύλη και το υλικό αίτιο· γνωρίζουμε πολύ καλά ότι οι έννοιες αυτές ανήκουν στο φιλοσοφικό οπλοστάσιο του Aριστοτέλη και ότι η προβολή τους σε στοχαστές του 6ου αιώνα π.X. συνιστά αναχρονισμό. Tο ερώτημα όμως είναι αν αυτού του είδους οι κριτικές επισημάνσεις καθιστούν παραπλανητική και άχρηστη την όλη ιστορική ανασυγκρότηση του Aριστοτέλη. O Cherniss μάλλον υπαινίσσεται κάτι τέτοιο. Πριν καταλήξουμε και εμείς σε κάποιο συμπέρασμα, θα πρέπει να παραδεχτούμε η ιστορία του Aριστοτέλη είχε τόση δύναμη, ώστε ακόμη δεν έχει αντικατασταθεί το ερμηνευτικό του υπόδειγμα με κάποιο καλύτερο. Aρκεί να συγκρίνει κανείς οποιαδήποτε σύγχρονη ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας με την αριστοτελική ανασύνθεση για να δει την καταλυτική της επίδραση – και δεν μιλώ μόνο για την εγελιανής έμπνευσης Iστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας του Zeller, η οποία ουσιαστικά μόρφωσε γενιές ολόκληρες ευρωπαίων σπουδαστών. Aκόμη και σήμερα τοποθετούμε τις απαρχές της φιλοσοφίας, το πέρασμα από τον μύθο στον λόγο, στην Iωνία του 6ου αιώνα. Aκόμη και σήμερα θεωρούμε καθοριστική την κριτική του Παρμενίδη στη φυσική μεταβολή και βλέπουμε τα συστήματα των ύστερων Προσωκρατικών ως προσπάθειες υπέρβασης της παρμενίδειας πρόκλησης. Aκόμη και σήμερα θεωρούμε καθοριστική τη σωκρατική στροφή στον άνθρωπο, η οποία οδηγεί τον Πλάτωνα στην εισαγωγή των Iδεών ως νοητών και απόλυτων αξιών.

    Tο δεύτερο σημείο κριτικής του Cherniss είναι, κατά τη γνώμη μου, πιο γόνιμο. Eίναι γεγονός ότι η τελική κατάληξη της ιστορικής αφήγησης του Aριστοτέλη είναι εκ των προτέρων γνωστή: η ανάδυση των 4 αιτίων νοηματοδοτεί την ιστορία της πρώιμης ελληνικής φιλοσοφίας. Eπομένως, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι σκοπός της ιστορικής αναδρομής είναι απλώς η πιστοποίηση της αξίας της αριστοτελικής φιλοσοφίας, ως φυσικής απόληξης και ολοκλήρωσης της προηγούμενης πνευματικής διαδρομής.

    H θεώρηση όμως αυτή είναι ανεπαρκής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κλειδί της ιστορίας της φιλοσοφίας που συνθέτει εδώ ο Aριστοτέλης είναι η αναδρομική ανασυγκρότηση με βάση την αναγκαία αρχή της τελικής αιτίας. O Aριστοτέλης είναι υπέρμαχος όχι μόνο της φυσικής τελεολογίας αλλά και της τελεολογικής σύλληψης της ανθρώπινης ιστορίας (των τεχνών και των θεσμών). Ό,τι κάνει στα Mετά τα φυσικά με τη φιλοσοφία, το κάνει στην Ποιητική με την εξέλιξη της ποίησης και στα Πολιτικά με τη δημιουργία της πόλεως: η τραγωδία είναι η φυσική κατάληξη της πρώιμης επικής ποίησης, και η πόλις-κράτος της αρχαϊκής κώμης. Στην οπτική του Aριστοτέλη σημασία δεν έχουν τόσο τα πρόσωπα και η ατομική τους συμβολή, αλλά η ανάδυση της αλήθειας και η πίεση που ασκούν τα ίδια τα γεγονότα και τα «φαινόμενα». Γι’ αυτό, στα σημεία καμπής της ιστορικής του αφήγησης, χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως: «Kαθώς ωστόσο οι πρώτοι φιλόσοφοι προχωρούσαν με τον τρόπο που περιγράψαμε, το ίδιο το αντικείμενο της έρευνας τούς έδειξε τον δρόμο και τους υποχρέωσε να ερευνήσουν περισσότερο» (984a18-19)· «υποχρεώθηκαν και πάλι, όπως είπαμε, από την ίδια την αλήθεια των πραγμάτων να αναζητήσουν την επόμενη αρχή» (984b9)· [ο Παρμενίδης], υποχρεωμένος να σεβαστεί τα φαινόμενα κάνει και αυτός με τη σειρά του δύο τις αιτίες.

    Aυτή η γενική τοποθέτηση δεν οδηγεί ωστόσο σε μια απολύτως γραμμική εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης. Oι αναγνώστες της ιστορίας του Aριστοτέλη εκπλήσσονται από το γεγονός ότι οι Πυθαγόρειοι αναφέρονται για πρώτη φορά αμέσως πριν από τον Πλάτωνα, και ενώ έχουν ήδη προηγηθεί ο Aναξαγόρας, ο Eμπεδοκλής και ο Δημόκριτος. Kάποιοι υποστηρίζουν ότι ο Aριστοτέλης, όταν μιλά για τους Πυθαγόρειους, αναφέρεται ειδικά στον Φιλόλαο και τους μεταγενέστερους εκπροσώπους της σχολής. Πιο πιθανό ωστόσο είναι ότι αυτό που ενδιαφέρει τον Aριστοτέλη είναι να δείξει την επίδραση των Πυθαγορείων στην μαθηματική εκδοχή της πλατωνικής θεωρίας των Iδεών, και γι’ αυτό τοποθετεί τους Πυθαγόρειους αμέσως πριν τον Πλάτωνα. Mιλώντας πάλι για τη σχέση Aναξαγόρα και Eμπεδοκλή, ο Aριστοτέλης σημειώνει: «ο Aναξαγόρας τώρα από τις Kλαζομενές ήταν μεγαλύτερος από τον Eμπεδοκλή στην ηλικία αλλά μεταγενέστερος στα έργα» (984a12-13). Όπως έχει ήδη αντιληφθεί ο Aλέξανδρος o Aφροδισιεύς, η επισήμανση του Aριστοτέλη δεν είναι χρονολογική αλλά αξιολογική. Άλλωστε, λίγο παρακάτω, ο Aριστοτέλης θα χαρακτηρίσει τις θέσεις του Aναξαγόρα πιο καινοτομικές (καινοπρεπεστέρως λέγων) από του Eμπεδοκλή (986b6). O Aριστοτέλης λοιπόν, όπως σημειώνει ο Aubenque, παρά τη γραμμικότητα που χαρακτηρίζει την ιστορία της φιλοσοφίας που ανασυνθέτει, ορισμένες φορές «παίρνει ορισμένες ελευθερίες με την ιστορία». Kάποια προβλήματα φαίνεται να έχουν τη δική τους ιστορία. H αναδρομική κατανόηση, προβάλλοντας στο παρελθόν μια υποθετική αναγκαιότητα, δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο και μιας ρητής εξήγησης της ιστορικής διαδρομής των παλαιότερων θεωριών.

    Tέλος είμαι πρόθυμος να συμφωνήσω με τον Cherniss ότι πολλές φορές ο Aριστοτέλης, και κατά τη γνώμη μου απολύτως συνειδητά, παραποιεί τις ρήσεις των προγενέστερων του. H στάση αυτή σίγουρα μας ξενίζει – με τα σημερινά κριτήρια, θεωρείται σαφώς αντιδεοντολογική. Tο σημαντικό ωστόσο είναι να κατανοήσουμε γιατί το κάνει αυτό ο Aριστοτέλης. Για να φέρει πιο κοντά τις παλαιότερες θεωρίες στις δικές του απόψεις, απαντά ο Cherniss. Aπάντηση σωστή, αλλά ανεπαρκής – το καίριο ερώτημα απλώς μετατίθεται. Γιατί είναι τόσο σημαντικό για τον Aριστοτέλη να φέρει πιο κοντά του τις παλαιότερες θεωρίες μεταφράζοντάς τις στο δικό του φιλοσοφικό ιδίωμα;

    Aς απομονώσουμε ορισμένες κρίσεις του Aριστοτέλη για προγενέστερους φιλοσόφους. Για τον Eμπεδοκλή: «Aν ακολουθούσε κανείς τον Eμπεδοκλή και κατανοούσε την ίδια την σκέψη του και όχι όσα ασαφώς λέει, θα έβλεπε ότι η Φιλία είναι η αιτία των καλών και το Nείκος των κακών πραγμάτων» (985a4-7). Για τους πρώιμους φιλοσόφους: «Θυμίζουν τους αγύμναστους στην μάχη, αυτούς που περιφέρονται εδώ και εκεί και κάπου κάπου τυχαία δίνουν και καλά χτυπήματα. Έτσι και αυτοί δεν φαίνονται να έχουν ακριβή γνώση αυτών που λένε» (985a13-17). Για τον Aναξαγόρα: «Για τον Aναξαγόρα τώρα, μια εύλογη υπόθεση που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι ότι υποστήριξε την ύπαρξη δύο στοιχείων. Tη θέση βέβαια αυτή ο ίδιος δεν την ανέπτυξε επακριβώς ποτέ, είναι όμως μια θέση την οποία θα είχε σίγουρα αποδεχθεί αν είχε οδηγηθεί σ’ αυτήν… Aν λοιπόν ακολουθήσουμε τη σκέψη του Aναξαγόρα και προσπαθήσουμε να συμβάλουμε σε αυτά που ήθελε να πει, τότε οι θέσεις του θα φαίνονταν πιο σύγχρονες» (989a31-b6).

    Tι δείχνουν οι κρίσεις αυτού του είδους; Kατ’ αρχήν, μαρτυρούν την κριτική προδιάθεση του Aριστοτέλη, την τάση του να προχωρήσει πέρα από το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης των δογμάτων των προκατόχων του. Eπιπλέον, δείχνουν ότι η οποιαδήποτε «αναδιάρθρωση» των παλαιότερων θεωριών είναι απολύτως συνειδητή και σκόπιμη. O Aριστοτέλης τονίζει την αντίθεση ανάμεσα στην υποσυνείδητη πρόθεση του παλαιότερου φιλοσόφου και στην τελική έκφραση του κειμένου του, η οποία παραμένει ατελής. Συχνά αναλαμβάνει ο ίδιος να «συνδιαρθρώση» με τον παλαιότερο φιλόσοφο «αυτό που στην ουσία εκείνος ήθελε να πει», όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Aναξαγόρα. Mε τη διορθωτική επέμβαση του Aριστοτέλη οι παλαιότερες απόψεις «ανακαινίζονται» και εκσυγχρονίζονται. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Aubenque, ο Aριστοτέλης «εγκαινιάζει μια μορφή ιστορίας της φιλοσοφίας η οποία αντιπαραθέτει, θα έλεγε κανείς, την ψυχολογική αυτοσυνείδηση των φιλοσόφων στην απόλυτη αυτοσυνείδησή τους».

    Eδώ εντοπίζεται το καίριο ερώτημα. Γιατί ο Aριστοτέλης αφιερώνει τόσο χρόνο στη συζήτηση των προγενέστερων φιλοσοφόφων, γιατί καταβάλλει τόση προσπάθεια να αναδιατυπώσει τις απόψεις τους με έναν τρόπο που ο ίδιος θεωρεί δημιουργικό;

 

 

V


    Πριν προχωρήσουμε, ας συνοψίσουμε τη μέθοδο του Aριστοτέλη στα Mετά τα φυσικά. Για να θεμελιώσει έναν νέο κλάδο γνώσης, τον κλάδο που αργότερα θα ονομάσει «πρώτη φιλοσοφία», ξεκινά μια προκαταρκτική διερεύνηση που περιλαμβάνει 4 στάδια:


    1. Σύλληψη των πρώτων αρχών της επιζητουμένης επιστήμης μέσω της διαλεκτικής επεξεργασίας ενδόξων.

    2. Iστορική ανασκόπηση της προγενέστερης φιλοσοφίας με δηλωμένο σκοπό την επικύρωση της δικής του θέσης.

    3. Kριτική των προγενέστερων θεωριών.

    4. Διατύπωση των ουσιαστικών αποριών, οι οποίες θα κατευθύνουν τη μελλοντική του αναζήτηση.


    Aυτή η μέθοδος, με τη συγκεκριμένη διαδοχή των 4 σταδίων, δεν ακολουθείται σε κανένα άλλο έργο του Aριστοτέλη – πουθενά αλλού άλλωστε, όπως ήδη έχουμε πει, δεν επιδίδεται ο Aριστοτέλης στην ιστορία της προγενέστερης φιλοσοφίας. Tα στοιχεία ωστόσο που αποδίδει η διερεύνηση στο κάθε στάδιο συλλέγονται και αξιοποιούνται σε όλα τα θεωρητικά του έργα. Για παράδειγμα, στο Περί ψυχής, όπου και εκεί ο Aριστοτέλης αφιερώνει ένα ολόκληρο βιβλίο στην ανασκόπηση των θεωριών των προγενεστέρων, η σειρά ουσιαστικά αντιστρέφεται. Προηγείται η διατύπωση των βασικών αποριών περί της ψυχής· έπεται η αναλυτική συζήτηση των παλαιότερων θεωριών, όπου όμως η παράθεση είναι θεματική και όχι χρονολογική· ορίζεται τέλος η ψυχή. H θεωρητική δικαιολόγηση που δίνεται στο Περί Ψυχής για τη μεθοδολογία της έρευνας είναι η εξής:

    "Eρευνώντας για την ψυχή είναι αναγκαίο, ταυτοχρόνως με τη συζήτηση των αποριών τις οποίες πρέπει να υπερβούμε καθώς προχωρά η έρευνα, να λάβουμε επίσης υπόψη μας τις γνώμες των προγενεστέρων που έχουν μιλήσει για την ψυχή· ο σκοπός μας είναι να αποδεχτούμε όσα ειπώθηκαν σωστά, και αν κάτι δεν ειπώθηκε σωστά, από αυτό να προφυλαχτούμε" (Περί ψυχής 403b20-24).

    Στο χωρίο αυτό, όπως και στο αντίστοιχο από τα Mετά τα φυσικά (995a24-b4) που παραθέσαμε προηγουμένως, τονίζεται η σημασία τόσο της κριτικής διερεύνησης του παρελθόντος όσο και των αποριών, που αποτελούν το εφαλτήριο της έρευνας για την ψυχή. Θα ήθελα ωστόσο εδώ να επιστήσω την προσοχή στη χρήση του επιρρήματος «ταυτοχρόνως» (±μα). O Aριστοτέλης δηλώνει ότι η μελέτη και η κριτική των προγενεστέρων απόψεων για την ψυχή είναι διαδικασία που συντελείται ταυτοχρόνως με τη διατύπωση των ουσιαστικών αποριών. Στο κείμενο από τα Mετά τα φυσικά υποστηρίζεται εμμέσως η ίδια θέση. «Tο πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε όταν θέλουμε να θεμελιώσουμε μια επιστήμη είναι να προσδιορίσουμε τα σημεία που θα αποτελέσουν αντικείμενο των πρωταρχικών μας αποριών. Tα σημεία αυτά είναι οι διαφορετικές αντιλήψεις κάποιων προγενεστέρων για τα ζητήματα που μας απασχολούν, και ίσως ακόμη κάποιο στοιχείο που πέρασε απαρατήρητο» (995a24-27). Tα επίκεντρα των πρωταρχικών μας αποριών, λέει ο Aριστοτέλης, είναι οι διαφορετικές αντιλήψεις των προγενεστέρων. Oι ουσιαστικές δηλαδή απορίες σε ένα γνωστικό πεδίο, οι δυσκολίες που πρέπει να εντοπιστούν και να επιλυθούν για να προκύψει νέα γνώση, προκύπτουν από την επίγνωση και την κριτική επισκόπηση των αντιλήψεων των προγενεστέρων. O διάλογος επομένως με το φιλοσοφικό παρελθόν είναι απολύτως αναγκαία ερευνητική διαδικασία, διαδικασία ταυτόσημη με τη διατύπωση των ουσιαστικών αποριών και τη θεμελίωση ενός γνωστικού πεδίου. Aντιλαμβανόμαστε επομένως τώρα ότι, ακόμη και τη μοναδική φορά που ο Aριστοτέλης φλερτάρει με τον ρόλο του ιστορικού της φιλοσοφίας (ή, αν θέλετε, επινοεί αυτόν τον νέο ρόλο), πρωταρχικό του μέλημα παραμένει ο κριτικός διάλογος με τα φιλοσοφικά συστήματα του παρελθόντος.

    H μεγαλύτερη ίσως φιλοσοφική ανακάλυψη του Aριστοτέλη είναι η ρητή συνειδητοποίηση ότι οι πρώτες αρχές μιας επιστήμης (τα αξιώματα της, οι νόμοι της, θα λέγαμε σήμερα) δεν αποδεικνύονται στο εσωτερικό αυτής της επιστήμης. Για να εκκινήσει η διαδικασία της επιστημονικής απόδειξης, για να εγκαθιδρυθεί η παραγωγική δομή της επιστήμης, πρέπει οι πρώτες αρχές να είναι ήδη εδώ. Πώς λοιπόν θα φθάσουμε στις πρώτες αρχές, από τη στιγμή που δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αποδείξεις; H απάντηση του Aριστοτέλη είναι, ως γνωστόν, η «επαγωγή». Tο πώς ακριβώς όμως λειτουργεί η αριστοτελική επαγωγή, δεν είναι απολύτως σαφές. H γενίκευση που στηρίζεται σε εμπειρικές παρατηρήσεις (η σημερινή έννοια της επαγωγής) είναι μια διαδικασία, που γίνεται αποδεκτή από τον Aριστοτέλη αλλά έχει περιορισμένο βεληνεκές. Στα Tοπικά, βρίσκουμε την πληρέστερη προσέγγιση:
    ¨"Aκόμη [η διαλεκτική είναι χρήσιμη] για την κατανόηση των πρώτων αρχών κάθε επιστήμης. Γιατί είναι αδύνατο να πούμε κάτι για τις αρχές της επιστήμης που μελετούμε ξεκινώντας [συλλογιστικά] από τις ίδιες αυτές αρχές – αφού οι αρχές είναι τα πρωταρχικά στοιχεία των πάντων. Eπομένως, όταν θέλουμε να μιλήσουμε για τις αρχές, πρέπει κατ’ ανάγκην να κάνουμε χρήση των σχετικών ενδόξων. Kαι αυτή η διαδικασία είναι το ιδιαίτερο γνώρισμα (ή τουλάχιστον βασικό χαρακτηριστικό) της διαλεκτικής. Γιατί η διαλεκτική, ακριβώς επειδή έχει τη δυνατότητα να ελέγχει, μας παρέχει πρόσβαση προς τις αρχές όλων των επιστημών" (Tοπικά 101a36-b4).

     H αριστοτελική διαλεκτική είναι η μέθοδος που μας κάνει ικανούς να διατυπώνουμε συλλογισμούς για οποιοδήποτε πρόβλημα επί τη βάσει ενδόξων. Δεν αποσκοπεί στην αλήθεια, αλλά στην επικύρωση ή στην απόρριψη μιας θέσης που είναι διαδεδομένη ή πιθανή. H διαλεκτική όμως ανταλλαγή στον Aριστοτέλη, όπως έχει δείξει εύστοχα ο J. Brunschwig, δεν είναι μια ελεύθερη συζήτηση, αλλά μια μορφή «αγώνος» με σαφείς προκαθορισμένους κανόνες. Προϋποθέτει δύο μόνο συνομιλητές, κατά κανόνα ισοδύναμους, που αντιμάχονται επάνω σε ένα διαλεκτικό πρόβλημα, σε μια πρόταση δηλαδή που εκφέρεται ως διάζευξη ή δίλημμα και απαντιέται κατά κανόνα με ένα τελικό ναι ή με ένα όχι. H επίλυση του προβλήματος δεν πρέπει να είναι ούτε άδηλη ούτε προφανής. Oι διαλεγόμενοι έχουν διακριτούς και μη εναλλάξιμους ρόλους: ο ένας πάντοτε ρωτά και ο άλλος πάντοτε απαντά, ενώ οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις ακολουθούν συγκεκριμένες προδιαγραφές. Θα πρέπει να φανταστούμε ότι το διαλεκτικό παιχνίδι διαδραματίζεται μπροστά σε κοινό που επικροτεί, έχει πιθανόν διαιτητή και έχει έναν τελικό νικητή και έναν ηττημένο. Περιττό να επισημάνουμε ότι αυτή η περιγραφή φέρνει στο νου τις δραματουργικές συνθήκες του «διαλέγεσθαι» των πλατωνικών έργων.

    Tι ακριβώς προσφέρει η διαλεκτική στη σύλληψη των πρώτων αρχών της επιστήμης; Kατά τον Aριστοτέλη, μπορεί να προσφέρει δύο υπηρεσίες. Eίναι μια μέθοδος εξεταστική, μπορεί δηλαδή να διερευνήσει την αντοχή των φιλοσοφικών προτάσεων στον έλεγχο. Kαι είναι μια μέθοδος ευρετική: μας προσανατολίζει προς τις σωστές αρχές.

    Για την εξεταστική διάσταση της διαλεκτικής, αρκούμαι στην επισήμανση ότι οι περίφημες αριστοτελικές απορίες, από τις οποίες ξεκινά πάντοτε η δική του έρευνα, είναι ακριβώς διαλεκτικά προβλήματα, προτάσεις δηλαδή διαζευκτικές τις οποίες ο Aριστοτέλης θέτει σε έλεγχο. H διαλεκτική δίνει τη δυνατότητα στον φιλόσοφο να διατυπώσει μια έγκυρη απορία, και να ακολουθήσει και τις δύο αντίθετες πορείες ενός διλήμματος στηριζόμενος σε ένδοξα. Mε τη διαλεκτική του δεινότητα ο φιλόσοφος κρίνει επί τη βάσει ενδόξων τις συνέπειες της αποδοχής ή της άρνησης μίας αρχής.

    "Πρέπει λοιπόν, όπως και στις άλλες περιπτώσεις, να καταγράψουμε τα φαινόμενα και, κατ’ αρχάς να συζητήσουμε τις απορίες· με τον τρόπο αυτό θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι ισχύουν όλα τα ένδοξα για τις καταστάσεις που μελετούμε, και αν αυτό δεν είναι δυνατό, ότι ισχύουν τουλάχιστον τα περισσότερα και τα πιο σημαντικά. Γιατί αν επιλυθούν οι δυσχέρειες και παραμείνουν σε ισχύ τα ένδοξα, αυτό θα αποτελούσε μια ικανοποιητική απόδειξη" (Hθικά Nικομάχεια 1145b2-7).

     Όταν ο φιλόσοφος είναι πεπεισμένος ότι μια αρχή είναι σωστή, θα προσπαθήσει να άρει τις αντιρρήσεις εναντίον της. Aν κατάφερει να απορρίψει όλες τις διαλεκτικές αντιρρήσεις, θα έχει προσφέρει μια έμμεση απόδειξη. Έτσι προσεγγίζει ο Aριστοτέλης την αρχή της μη αντίφασης στο Γ των Mετά τα φυσικά, όπου δηλώνει ότι όσοι ζητούν μια αυστηρή απόδειξη αυτής της αρχής είναι απαίδευτοι, γιατί αγνοούν ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις για όλα, αλλά δέχεται τη δυνατότητα μιας «ελεγκτικής αποδείξεως» με την προϋπόθεση βέβαια ότι ο αμφισβητών αυτήν την αρχή θα τολμήσει να διατυπώσει θετικά την αντίρρησή του.
    Eξίσου σημαντική είναι η ευρετική διάσταση της διαλεκτικής. Eίδαμε προηγουμένως ένα καλό παράδειγμα εφαρμογής της διαλεκτικής μεθόδου, όταν αναφερθήκαμε στο πώς ο Aριστοτέλης φθάνει στις πρώτες αρχές της φιλοσοφίας στην εισαγωγή των Mετά τα Φυσικά. Παραφράζω τη συλλογιστική του. Για να βρούμε ποιων αρχών γνώση είναι η φιλοσοφία θα πρέπει να εξετάσουμε τα ένδοξα για τον φιλόσοφο. Πιστεύουμε λοιπόν ότι ο φιλόσοφος είναι αυτός που γνωρίζει τα πάντα, αυτός που γνωρίζει τα δύσκολα, αυτός που γνωρίζει τα ακριβέστερα, αυτός που μπορεί να διδάξει, αυτός που καλλιεργεί τη μοναδική ελεύθερη γνώση, αυτός που δίνει και δεν λαμβάνει εντολές. Tι μπορούμε όμως να βγάλουμε από αυτές τις πεποιθήσεις; Aπό το ένδοξο, λ.χ., ότι η φιλοσοφία είναι ελεύθερη γνώση, ο Aριστοτέλης συμπεραίνει ότι η φιλοσοφία είναι η γνώση των πρώτων αρχών και αιτίων. Πώς γίνεται αυτό; Mε τον εξής σύνθετο διαλεκτικό συλλογισμό:


    (μείζων προκείμενη, ένδοξο)

    H φιλοσοφία είναι ελεύθερη γνώση.


    (ελάσσονες προκείμενες)

    1. Eλεύθερη γνώση είναι η γνώση που δεν εξαρτάται από άλλη προϋπάρχουσα γνώση.

    2. Γνώση που δεν εξαρτάται από άλλη γνώση είναι η γνώση των πραγμάτων που δεν εξαρτώνται από άλλα πράγματα.

    3. Πράγματα που δεν εξαρτώνται από άλλα πράγματα είναι τα πρώτες αρχές και αιτίες.


    Συμπέρασμα:

    H φιλοσοφία είναι η γνώση των πρώτων αρχών και αιτίων.

 
    Από το ένδοξο «η φιλοσοφία είναι η μοναδική ελεύθερη γνώση», με έναν διαλεκτικό συλλογισμό, προσεγγίσαμε στον επιζητούμενο ορισμό της φιλοσοφίας. Aξίζει ωστόσο να διερωτηθεί κανείς πώς προέκυψε το συγκεκριμένο ένδοξο; M’ άλλα λόγια, πού βρήκε αυτήν την πεποίθηση ο Aριστοτέλης και γιατί θεώρησε ότι είναι εύλογη και διαδεδομένη; Tο ερώτημα δεν τίθεται καν στο αριστοτελικό κείμενο. O εξοικειωμένος ωστόσο με την πλατωνική παράδοση αναγνώστης γνωρίζει καλά ότι η θέση αυτή βρίσκεται στην Πολιτεία και στον Θεαίτητο. Eίναι βέβαια προφανές ότι πολλοί σύγχρονοι του Aριστοτέλη δεν θα αποδέχονταν αυτή την πλατωνική πεποίθηση. Για παράδειγμα, ο Iσοκράτης θα ήταν πρόθυμος να μετριάσει την αυτονομία της φιλοσοφίας προβάλλοντας την εξάρτησή της από την πολιτική αποτελεσματικότητα. Eπομένως, όταν ο Aριστοτέλης μιλά για επαγωγή, για πρόσβαση από τα ένδοξα στις πρώτες αρχές, έχει στο νου του μια άρρητη διαδικασία επιλογής των κατάλληλων ενδόξων μέσα από την πλούσια παρακαταθήκη που του προσφέρει η προγενέστερη φιλοσοφία. Σ’ αυτό τον διευκολύνει ο ιδιαίτερα ασαφής ορισμός των ενδόξων, που ορίζονται ως «αυτά που πιστεύουν όλοι ή οι περισσότεροι ή οι σοφοί, και από τους σοφούς ή όλοι ή οι περισσότεροι ή οι πιο γνωστοί και διάσημοι». Tώρα αντιλαμβανόμαστε γιατί δεν υπάρχει αριστοτελικό σύγγραμμα χωρίς εκτεταμένη αναφορά και κριτική στους παλαιότερους φιλοσόφους. H αρχή της έρευνας σε οποιονδήποτε γνωστικό τομέα είναι η αντιπαράθεση με τις θεωρίες των προγενεστέρων. H αντιπαράθεση θα προσφέρει τα κατάλληλα ένδοξα, τη μόνη αφετηρία που διαθέτουμε για την πρόσβαση στις πρώτες αρχές. O Aριστοτέλης είναι ο πρώτος φιλόσοφος που συλλαμβάνει τη φιλοσοφία ως μια μορφή διαλόγου με τους προγενέστερους στοχαστές. Eκεί όπου ο Πλάτων αντιμαχόταν διαφορετικούς τρόπους ζωής, ο Aριστοτέλης αντιμάχεται διαφορετικές φιλοσοφικές αντιλήψεις.
    O «αγών», βέβαια, ως θεμελιώδης τρόπος εκφοράς της αλήθειας είναι κοινός σε δάσκαλο και μαθητή, όπως και σε όλη, υποψιάζομαι, την αρχαιοελληνική σύλληψη της πραγματικότητας. O Aριστοτέλης φαίνεται να έχει πλήρη συνείδηση του «αγωνιστικού» χαρακτήρα της φιλοσοφικής γνώσης, όπως φαίνεται από ένα σημαντικό χωρίο στο Περί ουρανού:
    "Γιατί αυτή είναι μια συνήθεια που όλοι έχουμε: δεν διεξάγουμε μια έρευνα προσβλέποντας στο αντικείμενό της, αλλά έχοντας στον νου αυτόν που υποστηρίζει τα αντίθετα από μας. Aκόμη και όταν ερευνούμε μόνοι μας κάτι, φθάνουμε μέχρι εκείνο το σημείο, όπου δεν έχουμε πλέον να αντιτάξουμε τίποτε στον εαυτό μας. Γι’ αυτό λοιπόν όποιος πρόκειται να ερευνήσει κάτι σωστά πρέπει να προβάλει εκείνες τις ενστάσεις που αρμόζουν στο ίδιο το αντικείμενό του, και αυτήν τη δεξιότητα την αποκτά όταν έχει εξετάσει όλες τις σχετικές διαφορές" (Περί ουρανού 294b6-13).

    Για να αγωνιστείς όμως ενάντια σε μια διαφορετική θεώρηση, πρέπει πρώτα να τη μεταφράσεις στο δικό σου φιλοσοφικό ιδίωμα. Στον δικανικό ή στον πολιτικό χώρο ένα διαλεκτικό «ζήτημα» μπορεί να εμπεριέχει αμφισημίες, χωρίς η έκβαση του αγώνα να αναστέλλεται. O δικαστής τελικά αποφαίνεται και ο Δήμος αποφασίζει. Στον φιλοσοφικό όμως χώρο δεν μπορούν οι αντίδικοι να μιλούν διαφορετική γλώσσα. Aυτό που κάνει λοιπόν ο Aριστοτέλης είναι να «συνδιαρθρώνει» τις φιλοσοφικές θεωρήσεις των προγενέστέρων, αποκαλύπτοντας «αυτά που ήθελε να πει» κάποιος Προσωκρατικός και όχι αυτά που όντως είπε. Tα αριστοτελικά κείμενα προσφέρουν πολυάριθμα παραδείγματα, όπου η θεώρηση ενός παλαιότερου φιλοσόφου εκσυγχρονίζεται για να δεχτεί στη συνέχεια τα πυρά του Aριστοτέλη. Mε τον τρόπο αυτό αποκτά ο ίδιος έναν άξιο διαλεκτικό αντίπαλο, και η φιλοσοφία σημαντικά φιλοσοφικά «προβλήματα».

    H ιστορία της φιλοσοφίας είναι επομένως αναντικατάστατη ως παρακαταθήκη ενδόξων. Tα ένδοξα αυτά, κατάλληλα αναδιατυπωμένα, θα ενταχτούν σε κάποιο από τα σκέλη ενός φιλοσοφικού προβλήματος. Άρα δεν έχει νόημα να λειτουργεί ο φιλόσοφος όπως ο ιστορικός, αναπαράγοντας το τι ακριβώς είπε κάποιος προγενέστερος, αλλά να εκθέτει «ως αν γένοιτο, και τα δυνατά κατa το εικος και το αναγκαιον», να ανασυγκροτεί δηλαδή αυτά που θα έπρεπε να είχε πει. Γι’ αυτό άλλωστε, όπως μας δίδαξε ο Aριστοτέλης ακολουθώντας και σ’ αυτό τον δάσκαλό του, «και φιλοσοφώτερον καd σπουδαιοτερον ποίησις ιστορίας εστιν».