Ο
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ
ΔΟΥΛΕΙΑΣ
- ἄλλο
φυσικὴ κι’ ἄλλο βίαιη κυριαρχία -
Γεράσιμος Καζάνας
(Οἰκονομολόγος)
«ΔΑΥΛΟΣ», τεύχ. 279, Ἀπρίλιος
2005
Αὐτὴ τὴ στιγμὴ ποὺ
γράφεται τὸ δοκίμιο αὐτό, σχεδὸν πάντες, Ἕλληνες καὶ ξένοι, καθ' ὅσον
γνωρίζω, πιστεύουν πὼς ὁ Ἀριστοτέλης τῆς ἐλευθερίας, τοῦ ὀρθοῦ λόγου
καί πατέρας πολλῶν ἐπιστημῶν, αὐτὸ τὸ καθολικὸ πνεῦμα τῆς ἀρχαιότητας,
ὑποστήριζε τὴν κατὰ φύση δουλεία. Καὶ αὐτὸ καταγράφεται ὡς τὸ «μελανὸ
σημεῖο τῆς φιλοσοφίας του». Ἀναληθέστατο! Καὶ ὁ ἁρμοδιότερος ὅλων νὰ
δώςῃ ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἀριστοτέλης. Ὁ φιλόσοφος
χωρίζει τὸ θέμα τῆς δουλείας: α) στὴν κατὰ φύση δουλεία τῆς ἀνισότητας,
ποὺ δὲν κληρονομεῖται καὶ β) στὴν κατὰ νόμο δουλεία τῆς βίας, ποὺ καὶ
κληρονομεῖται. «Δίχως (διττῶς) γὰρ λέγεται τὸ δουλεύειν καὶ ὁ δοῦλος.»
(«Πολιτικά» Ἅ, 1255α, 6.)
Ο Η ΚΑΤΑ ΦΥΣΗ
ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑΣ
1. «Κατὰ τὴ φύση δὲ
ἄρχον καὶ ἀρχόμενον συνυπάρχουν γιὰ τὴν κοινὴ σωτηρία. Γιατί τὸ μὲν
δυνάμενο μὲ τὴ διάνοια νὰ προβλέπῃ ἄρχει κατὰ φύση καὶ δεσπόζει κατὰ
φύση, τὸ δὲ δυνάμενο νὰ καταπονῆται σωματικὰ ἄρχεται καὶ εἶναι κατὰ φύση
δοῦλος. Γι’ αὐτὸ ὁ δεσπότης καὶ ὁ δοῦλος ἔχουν τὸ ἴδιο συμφέρον.»
(«Πολιτικά» Ἅ, 1252α, 2.)
2. «Ἐπιστήμη θὰ
μποροῦσε νὰ εἶναι καὶ ἡ δεσποτικὴ καὶ ἡ δουλική. Δουλική, εἶναι αὐτή ποὺ
κάποιος δίδασκε στὶς Συρακοῦσες. Γιατί ἐκεῖ, λαμβάνοντας κάποιος μισθόν,
δίδασκε τὶς καθημερινὲς ἐργασίες στὰ παιδιά. Θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ
παρασχεθῇ καὶ ἐπὶ πλέον μάθηση, ὅπως ἡ μαγειρικὴ καὶ ἄλλα πράγματα
ἀναγκαῖα τῆς διακονίας. Γιατί ὑπάρχουν διαφορετικά, ἄλλα μὲν πιὸ
πολύτιμα, ἄλλα δὲ πιὸ ἀναγκαῖα κατὰ τὴν παροιμία:
"δοῦλος πρὸ
δούλου, δεσπότης πρὸ δεσπότου". Αὐτὲς λοιπὸν εἶναι ὅλες οἱ
τέτοιες δουλικὲς ἐπιστήμες. Δεσποτικὴ δὲ εἶναι ἡ χρηστικὴ τῶν δούλων.
Γιατί ὁ δεσπότης δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ ἀποκτᾷ δούλους, ἀλλά νὰ τοὺς
χρησιμοποιῇ. Αὐτὴ δὲ εἶναι ἡ ἐπιστήμη, ποὺ δὲν ἔχει τίποτε τὸ σπουδαῖο
καὶ τὸ ἄξιο προσοχῆς. Γιατί ἐκεῖνα, ποὺ ὁ δοῦλος γνωρίζοντας, πρέπει νὰ
κάνῃ, αὐτὰ ὁ δεσπότης γνωρίζοντας, πρέπει νὰ ἐπιτάσσῃ. Γι’ αὐτὸ ὅσοι
εἶχαν δυνατότητα νὰ μὴ κουράζωνται, ἀνέθεταν σὲ κάποιον ἐπίτροπο αὐτὸ τὸ
ἔργο, αὐτοὶ πολιτεύονταν ἤ φιλοσοφοῦσαν. Ἡ κτητικὴ εἶναι διαφορετικὴ
ἀμφοτέρων. Καί, γιὰ νὰ εἶναι δίκαιη, εἶναι σὰν τὴ στρατηγική τῆς
πολεμικῆς ἤ τῆς θηρευτικῆς τέχνης.» («Πολιτικά» Ἅ, 1255β, 7.)
Ὁ Ἀριστοτέλης μὲ τὶς
ἀπόψεις αὐτὲς τῆς φυσικῆς ἀνισότητας τῶν ἀνθρώπων (ἀρχῶν καὶ ἀρχόμενος)
ἀναδεικνύεται στὸν πλέον σύγχρονο διανοούμενο. Ἀναφέρεται ἰδιαίτερα
στὶς ἐργασιακὲς σχέσεις, ὅπου ὑπάρχει κοινὸ συμφέρον ἐργοδότη καὶ
ἐργαζόμενου. Καί μάλιστα, ὅταν σήμερα ὁ ἐργαζόμενος ἐπιδιώκῃ καὶ τὴν
μονιμότητα. Προχωρεῖ ὁ Ἀριστοτέλης στὴν ἀνάγκη στρατολόγησης, ἐπιλογῆς
καὶ ἐκπαίδευσης τῶν ἐργαζομένων. Καὶ καθορίζει τὴν ἱεραρχία στὶς
ἐργασιακὲς σχέσεις. Ἔτσι ἀναδεικνύεται πατέρας τῶν συγχρόνων ἐπιστημῶν
Διοίκησης καὶ Ἐκπαίδευσης τῶν ἐργαζομένων. Ἡ πρόσληψη τῶν ὑπαλλήλων
γίνεται σήμερα στὸ Δημόσιο συνήθως μὲ ἐξετάσεις καὶ στὸν Ἰδιωτικὸ Τομέα
μὲ διαδικασία ἐπιλογῆς.
Ἡ ὁρολογία περὶ
δουλείας τοῦ ἀρχόμενου χρησιμοποιεῖται καὶ σήμερα μὲ συνήθεις ἐκφράσεις:
«νὰ ἀνοίξουν νέες δουλεῖες, γιὰ νὰ δούλεψη ὃ κόσμος καὶ νὰ μειωθῆ ἡ
ἀνεργία». «Ποῦ δουλεύεις;». «Ἔχεις καλὴ δουλειά;».
Ο Η ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ
ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΗΣ ΒΙΑΣ
1. «…καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ
ἰσχυρίζονται τὰ ἀντίθετα, τρόπον τινὰ λένε ὀρθὰ καὶ δὲν εἶναι δύσκολο νὰ
δοῦμε, γιατί λέγονται οἱ λέξεις δουλεύειν καὶ δοῦλος μὲ διπλὴ ἔννοια..
Γιατί εἶναι κάποιος κατὰ νόμον δοῦλος καὶ δουλεύει. Γιατί ὁ νόμος εἶναι
κάποια σύμβαση, ὅπου λέει πὼς εἶναι τῶν νικητῶν κατὰ τὸν πόλεμο ἐκεῖνα
ποὺ ἀποκτήθηκαν» («Πολιτικά» Ἅ, 1255α, 6.)
2. «Ἰσχυρίζονται
δηλαδὴ αὐτοί, πὼς γεννιέται ἄνθρωπος ἀπὸ ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ θηρία θηρίο καὶ
ἔτσι γεννιώνται ἀπὸ ἄξιους ἄξιοι. Ἡ φύση ὅμως πολλὲς φορὲς θέλει νὰ κάνῃ
αὐτό, ἄλλα δὲν τὸ μπορεῖ πάντοτε. Ὅτι ἔχει κάποιο λόγο ἡ ἀμφισβήτηση
καὶ δὲν εἶναι οἱ μὲν κατὰ φύση δοῦλοι, οἱ δὲ ἐλεύθεροι, εἶναι φανερὸ καὶ
πὼς ἕνας τέτοιος διαχωρισμός, ποὺ συμφέρει στὸν μὲν νὰ δουλεύῃ, στὸν δὲ
νὰ δεσπόζῃ (καὶ δίκαιο εἶναι) καὶ πρέπει τὸ μὲν νὰ ἄρχεται, τὸ δὲ νὰ
ἄρχῃ, ἔτσι καὶ νὰ δεσπόζῃ. Ἀλλὰ τὸ "κακῶς νὰ δεσπόζῃ" εἶναι ἀσύμφορο σὲ
ἀμφότερους (γιατί ἔχουν τὸ αὐτὸ συμφέρον καὶ στὸ μέρος καὶ στὸ ὅλον καὶ
στὸ σῶμα καὶ στὴ ψυχή). Ὁ δὲ δοῦλος εἶναι μέρος τοῦ δεσπότη, σὰν κάτι
ἔμψυχό του σώματος, ποὺ εἶναι ξεχωριστὸ μέρος. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι πρὸς
τὸ συμφέρον ἡ φιλία μεταξὺ δούλου καὶ δεσπότη, ποὺ εἶναι κατὰ φύση ἄξιος,
ἐνῷ σὲ ἐκείνους ποὺ δὲν ὑπάρχει σχέση μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀλλὰ κατὰ νόμο
καὶ λόγω βίας, συμβαίνει τὸ ἀντίθετο.» («Πολιτικά» Ἅ, 1255β.)
Προχωρεῖ ἐδῶ ὁ
φιλόσοφος στὴ διαπίστωση, πὼς ἡ φυσικὴ ἀνισότητα τῶν ἀνθρώπων δὲν
διαιωνίζεται κληρονομικά, ὥστε τὸ δοῦλον καὶ ἀρχόμενον μπορεῖ νὰ
μεταβάλλεται κληρονομικὰ σὲ ἄρχον καὶ δεσπόζον. Καί, γιὰ νὰ εἶναι
συμφέρουσα ἡ σχέση, πρέπει νὰ ὑπάρχῃ ψυχικὴ συνάφεια, ποὺ εἶναι φυσικὴ
μεταξὺ ἐργοδοσίας καὶ ὑπαλλήλου. Ἐνῷ συμβαίνει τὸ ἀντίθετο, εἶναι
συγκρουσιακὴ ἡ κατὰ νόμον καὶ βίαιη δουλικὴ σχέση. Τὸ δουλοκτητικὸ
καθεστὼς εἶναι ἡ κατὰ νόμον καὶ μετὰ βίας δουλεία, τὴν ὁποία ὁ
Ἀριστοτέλης ἀπορρίπτει σὲ μία εὐνομούμενη πολιτεία καὶ σὲ καμμία
περίπτωση ἡ κατὰ φύση ἀνισότητα, ὀποῦ «δὲν εἶναι οἱ μὲν κατὰ φύση δοῦλοι,
οἱ δὲ ἐλεύθεροι».
Ὁ Ἀριστοτέλης
προσπαθεῖ νὰ οἰκοδομήςῃ μία ἀστασίαστη πολιτεία ἐλευθέρων καὶ ἴσων
ἀνθρώπων. Τὴν κατὰ φύση νὰ ἐξισορρόπηση μὲ τὴν κατὰ νόμο ἰσότητα τῶν
εὐκαιριῶν. Γι’ αὐτὸ προχωρεῖ ἐπαγωγικὰ στὴ συγκρότητη τῆς ἀρίστης
πολιτείας. Ξεκινᾷ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἄνευ οὐδεμίας διάκρισης, δούλου καὶ
ἐλευθέρου, θεωρώντας πώς: «ὁ ἄνθρωπος εἶναι φύσει πολιτικὸν ζῷον... Ὁ
λόγος δὲ φανερώνει, ποιὸ εἶναι τὸ συμφέρον καὶ ποιὸ τὸ βλαβερόν, ὥστε νὰ
γνωρίζῃ τὸ δίκαιο κά\ τὸ ἄδικο, γιατί αὐτὸ εἶναι τὸ κύριο γνώρισμα τοῦ
ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ ζῷα... Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος ἤ μὴ ἔχων κανενὸς ἀνάγκη (λόγω
τῆς αὐτάρκειάς του) νὰ συμμετέχῃ σὲ κανένα μέρος τῆς πόλης εἴτε εἶναι
θηρίο εἴτε θεός» («Πολιτικά» Δ, 1253α, 2). Συνεχίζει μὲ τὴν κατὰ φύση
ἀνισότητα καὶ διαφορετικότητα τῶν ἀνθρώπων, πιστεύοντας πὼς ἢ πολιτεία
τῶν ἀνθρώπων: «δὲν εἶναι μόνον ἄθροισμα περισσότερων ἀνθρώπων, ἄλλα καὶ
ποιοτικὰ διαφορετικῶν, γιατί δὲν γίνεται πολιτεία ἀπὸ ὁμοίους»
(«Πολιτικά» Β, 1261α, 2.) Καὶ «οἱ ἄνθρωποι ἀγαθοὶ καὶ σπουδαῖοι γίνονται
διὰ τριῶν. Τὰ δὲ τρία εἶναι ἢ φύση, ἔθος, λόγος» («Πολιτικά» Ζ, 1332α,
13).
Μὲ μοναδικὸ ὑλικὸ τὸν
ἄνθρωπο, πολιτικὸ ζφὸ τοΰ λόγου, τῆς φυσικῆς ἀνισότητας καὶ τῆς
πολΰμορφης διαφορετικότητας, προσπαθεῖ νὰ τὸν ἔνταξη σὲ μία ἀρίστη
πολιτεία ἐλευθερίας καί, Ἰσότητας τῶν εὐκαιριῶν, γιατί, «τῆς ἐλευθερίας
μετέχουσι πάντες» («Πολιτικά» Γ, 1280α)· «πανταχοῦ γὰρ διὰ τὸ ἄνισον
στάσις» («Πολιτικά» Ἔ, 1301β).
Ἔτσι ὁ Ἀριστοτέλης
ἀναδεικνύεται μέγας φιλόσοφος τῆς ἀνατομίας τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ
μέγας πολιτειολόγος, ποὺ κανένας διανοούμενος, καθ’ ὅσον γνωρίζω,
μπόρεσε νὰ τὸν ξεπεράση οὔτε τὰ κράτη, δυστυχῶς, μπόρεσαν νὰ
θεσμοθετήσουν συνταγματικὰ ὠλοκληρωμένη τὴν ἀριστοτέλεια διάκριση τῶν
ἐξουσιῶν.