ΜΕΛΙΣΣΟΣ
David Sedley
Χρονολογικά μπορούμε με ασφάλεια να τοποθετήσουμε τον Μέλισσο στα μέσα ή
στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. Σε γενικές γραμμές, υποστήριζε στην πραγματεία
του πως ό, τι υπάρχει είναι 1) χρονικά άπειρο 2) χωρικά άπειρο (ἀρχήν
οὐκ ἔχει οὐδέ τελευτήν, ἀλλ’
ἄπειρόν ἐστιν) 3) Ένα (Ἕν)
4) ομοιογενές (ὅμοιον)
5) αμετάβλητο, δηλαδή δεν αναδιατάσσεται (οὔτ'
ἄν.,.μετακοσμέοιτο, DK30B7),
δεν νιώθει πόνο (οὔτε
ἀλγεῖ), δεν νιώθει λύπη (οὔτε
ἀνιᾶται), δεν κινείται (οὐδέ
κινεῖται) 6) είναι, επίσης, αδιαίρετο και 7) ασώματο (ἀσώματον
εἶναι βούλεται τό ὄν, απ. Β9).
Η μεθοδική αυτή υπεράσπιση μιας εκδοχής του Ελεατικού μονισμού
διατυπώθηκε σε λιτό ιωνικό πεζό λόγο και στους αντίποδες του υψηλού και
σκοτεινού ποιητικού λόγου του Παρμενίδη. Οι διατυπώσεις του Μέλισσου,
χάρη στον σχετικά απλό χαρακτήρα του έργου του, αποτελούν απηχήσεις
παλαιότερα διατυπωμένων απόψεων του Ελεατισμού και όχι του ίδιου του
Παρμενίδη. Ενώ σε γενικές γραμμές τα συμπεράσματα του Μέλισσου
ταυτίζονται με τα συμπεράσματα του Παρμενίδη, δεν συμβαίνει, ωστόσο, το
ίδιο με τους αποδεικτικούς του συλλογισμούς. Διακρίνουμε ελάχιστα ίχνη
της πλέον θεμελιώδους παρμενίδειας αρχής, της απόρριψης του μη είναι.
Επιπλέον, ενώ, όπως είδαμε, ο Παρμενίδης συνάγει ως επί το πλείστον κάθε
γνώρισμα του είναι ακλουθώντας ανεξάρτητο αποδεικτικό συλλογισμό για το
καθένα, σχεδόν όλοι οι αποδεικτικοί συλλογισμοί του Μέλισσου
διατυπώνονται σε αλυσιδωτή ακολουθία, κατά την οποία το κάθε γνώρισμα
προκύπτει άμεσα από το προηγούμενο.
Ο Μέλισσος δεν επιδιώκει την άκρως εκλεπτυσμένη διερεύνηση στην οποία
επιδίδεται ο Παρμενίδης εφαρμόζοντας μια λογική που βασίζεται στις
έννοιες του ἐόντος
και του μή ἐόντος.
Θεωρώ ότι ο Μέλισσος συγγράφει το έργο του ως Ίωνας φυσικός φιλόσοφος
απευθυνόμενος σε ομόδοξους ακροατές του και εκθέτει το ελεατικό "Εν με
επιχειρήματα που εναρμονίζονται με την κοσμολογία των Ιώνων. Ο τίτλος
της πραγματείας του (κατά πάσα πιθανότητα γνήσιος παρά τις επιφυλάξεις
ορισμένων μελετητών), Περί φύσεως
ἤ
Περί τοῦ ὄντος, σε τελική ανάλυση προσδίδει στην έκθεσή του
τον χαρακτήρα μιας ελεατικής φυσικής πραγματείας. Οι αποκλίσεις του από
τον Παρμενίδη, που συνίστανται στην υιοθέτηση της καθημερινής γλώσσας
της εποχής του και στην παραδοχή ενός χωρικά άπειρου όντος, αποτελούν
συμπτώματα του προγράμματος του παρά της πνευματικής του ανεξαρτησίας.
Για τους δύο πρώτους αποδεικτικούς συλλογισμούς του βιβλίου του το
κείμενο που διαθέτουμε είναι πιθανώς πλήρες. Έχω, ωστόσο, την πεποίθηση
ότι οι μελετητές δεν κατόρθωσαν να διαχωρίσουν σωστά το πρώτο επιχείρημα
του στοχαστή που αφορά το χρονικό άπειρο από το δεύτερο επιχείρημά του
που αφορά το χωρικό άπειρο.
(i) «Το
ὄν άπειρο στον
χρόνο»
(DK30B1)
ἀεί ἦν ὅ,τι ἦν καί
ἀείἔεσται. Εἰ γάρ ἐγένετο, ἀναγκαῖόν ἐστι πρίν γενέσθαι εἶναι μηδέν·
εἰ τοίνυν μηδέν ἦν, οὐδαμά ἄν γένοιτο οὐδέν ἐκ μηδενός· ὅτε τοίνυν οὐκ
ἐγένετο, ἔστι τε καί ἀεί ἦν καί ἀεί ἔσται
[«Ό,τι και αν ήταν
πάντοτε υπήρχε και πάντα θα υπάρχει. Γιατί αν γεννήθηκε, είναι ανάγκη
να μην ήταν τίποτε πριν γεννηθεί (ή: είναι ανάγκη, πριν αυτό γεννηθεί να
μην υπήρχε τίποτε). Αν όμως αυτό δεν ήταν τίποτε (ή: αν δεν υπήρχε
τίποτε), τότε δεν θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να γεννηθεί κάτι από το
μηδέν (αρχή του αποσπάσματος Β2). Εφόσον, λοιπόν, δεν γεννήθηκε, τότε
και είναι και πάντοτε ήταν και πάντα θα είναι»].
Ενώ ο Παρμενίδης είχε ως αφετηρία του μια εξαιρετικά παράδοξη αρχή, την
απόρριψη του μή ἐόντος,
η αφετηριακή αρχή του Μέλισσου, η αιτιακή θέση του ότι «τίποτε δεν θα
μπορούσε να γεννηθεί από το μηδέν», είναι σχεδόν απίθανο να προκαλούσε
εντύπωση στους ακροατές του. Μια τέτοια αρχή ή υπόθεση είχε ήδη τις
ρίζες της σε μια καθολική αξιωματική αρχή της προσωκρατικής φιλοσοφίας
που πρέσβευε την ύπαρξη μιας αιώνιας αρχέγονης πρώτης ύλης του
σύμπαντος. Η αρχή αυτή, η οποία σπάνια αμφισβητήθηκε στην αρχαιότητα,
θεωρούνταν γενικά αδιαφιλονίκητη. Σε σύγκριση με τον Παρμενίδη, ο
Μέλισσος μας επιτρέπει να συμπληρώσουμε την αντίστροφη αρχή «Τίποτε δεν
θα μπορούσε να μηδενισθεί ολοκληρωτικά» ως προϋπόθεση της μελλοντικής
θεωρίας περί αφθαρσίας της ύλης.
Δεν θα έπρεπε, επίσης, να προκαλεί έκπληξη, ιδιαίτερα στο πνευματικό
περιβάλλον της Ιωνίας,
η απόπειρα του Μέλισσου να εκφράσει αυτήν την αναλλοίωτη υπόσταση του
όντος ορίζοντάς το ως άπειρο στον χρόνο, ενώ ο Παρμενίδης είχε επιλέξει
να συγχωνεύσει το παρελθόν και το μέλλον στο παρόν. Δεν είναι ανάγκη να
συμπεράνουμε ότι πρόκειται για καίρια φιλοσοφική διαφωνία. Ίσως ο
Μέλισσος θεωρεί ότι ο ρόλος του ως στοχαστή εξαντλείται στο να
παρουσιάσει τη σκέψη του Παρμενίδη με το φιλοσοφικό ιδιόλεκτο που
κατανοούν οι ακροατές του.
(ii) «Το όν άπειρο στον χώρο»
(συνέχεια του αποσπάσματος
DK30B2)
καί ἀρχήν οὐκ ἔχει οὐδέ
τελευτήν, ἀλλ' ἄπειρον ἔστιν. εἰ μέν γάρ ἐγένετο, ἀρχην ἄν εἶχεν (ἤρξατο
γάρ ἄν πότε γινόμενον) καί τελευτήν (ἐτελευτησε γάρ ἄν πότε γινόμενον)·
ὅτε δέ μήτε ἤρξατο μήτε ἐτελεύτησεν, ἀεί τέ ἦν καί ἀεί ἔσται, οὐκ ἔχει
ἀρχην οὐδέ τελευτήν [«και δεν έχει καμία αρχή (στον χώρο)
ούτε τέλος, αλλά είναι άπειρο. Γιατί αν είχε γεννηθεί, θα είχε μια αρχή
(στον χώρο)-γιατί κάποια στιγμή θα είχε αρχίσει η διαδικασία γένεσής
του-και ένα τέλος-γιατί κάποια στιγμή θα έπαυε η διαδικασία γένεσής
του). Αφού, όμως, ούτε άρχισε ούτε τελείωσε (η διαδικασία), και αφού
υπήρχε πάντοτε και πάντα θα υπάρχει, τότε δεν έχει καμία αρχή (στον
χώρο) ούτε τέλος»].
Από τον Αριστοτέλη και ύστερα, οι μελετητές εντοπίζουν στο σημείο αυτό
τον εξής εσφαλμένο συλλογισμό: «όταν είναι χ, ψ και όεν ισχύει το χ,
τότε δεν ισχύει και το ψ». Ίσως πρόκειται για άδικη εκτίμηση.
Evo'j
τα
επιχειρήματα του Παρμενίδη προφανώς απευθύνονταν σε ακροατές
εξοικειωμένους με τη σύλληψη ενός πεπερασμένου σύμπαντος, ο Μέλισσος
υποθέτει το αντίθετο, όπως ίσως θα υποθέταμε και εμείς, ότι το σύμπαν
είναι άπειρο εκτός αν υπάρχει η δυνατότητα να αποδειχθεί κάτι
διαφορετικό. Το γεγονός και πάλι αντικατοπτρίζει την παιδεία των
ακροατών του στον χώρο της ιώνιας φυσικής φιλοσοφίας· η ιδέα περί
απείρου σύμπαντος, η οποία στα χρόνια του Αναξίμανδρου είχε ήδη αρχίσει
να διαμορφώνεται, συνιστούσε στην εποχή του Μέλισσου γνώρισμα της
κοσμολογίας του Αναξαγόρα και στη συνέχεια θα αποτελούσε πρωτεύουσα
αρχή της Ατομικής θεωρίας.
Ο Μέλισσος θέτει το εξής ερώτημα: Τι μπορεί να οριοθετήσει το ον, Αν
τίποτε δεν είναι σε θέση να το οριοθετήσει, τότε το ον είναι
άπειρο. Το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να καταστήσει το ον
πεπερασμένο θα ήταν μια διαδικασία γένεσης, η οποία, καθώς θα ήταν
πεπερασμένη χρονικά, το μόνο που θα γεννούσε θα ήταν ένα πεπερασμένο
στον χώρο ον. Όσο είναι σε θέση κανείς να κατασκευάσει έναν δρόμο
που να εκτείνεται στο άπειρο, άλλο τόσο είναι σε θέση να δημιουργήσει
μια οντότητα άπειρης έκτασης- αρκεί μόνο να λάβουμε υπόψη ότι κάθε
διαδικασία αυτού του τύπου πρέπει να αρχίζει κάποια στιγμή (επομένως και
από κάποιο σημείο στον χώρο) και κάποιοι στιγμή (άρα και σε κάποιο
σημείο του χώρου) να παύει. Κατά συνέπεια, εφόσον το επιχείρημα (ί) ήδη
κατέδειξε ότι το ον ποτέ δεν γεννήθηκε, δεν υπάρχει τίποτε που να
το περιορίζει στον χοίρο με αποτέλεσμα να γίνεται άπειρο από έλλειψη
ορίων.
Επιπλέον, ο Μέλισσος, αν και με κάποια ασάφεια, εξηγεί πως το χωρικό
άπειρο που υποδεικνύει το επιχείρημα (ίί) εξαρτάται από λογική άποψη
αλλά και είναι παράλληλο προς το χρονικό άπειρο που υποδεικνύει το
επιχείρημα (ί). Τα αποσπάσματα Β2-4 ίσως αποτελούν μια ενότητα:
(κατακλείδα αποσπάσματος Β2) ον γάρ άεί είναι άνυστόν, δ,τι μη παν
εστι [«γιατί κάτι που δεν είναι ολόκληρο δεν μπορεί να
υπάρχει πάντα»]· (Β3) όλλ’ ώσπερ εστιν άεί, οϋτω καί τό μέγεθος
άπειρον άεί χρή είναι [«Αλλά όπως ακριβώς υπάρχει πάντα, έτσι πρέπει
πάντα να είναι και άπειρο στο μέγεθος»]· (Β4) άρχήν τε καί τέλος έχον
ούδέν ούτε άίδιον οντε άπειρόν έστιν [«όταν κάτι έχει αρχή και τέλος
δεν είναι ούτε αιώνιο ούτε άπειρο»].
Στη συνέχεια, ο Μέλισσος μεταβαίνει από το χωρικό άπειρο στην ενότητα
του όντος (iii):
εἰ
γάρ <ἄπειρον>
εἴη,
ἕν
εἴη
ἄν·
εἰ
γάρ δύο
εἴη,
οὐκ
ἄν
δύναιτο ἄπειρα
εἶναι,
ἀλλ’ ἔχοι
ἄν
πείρατα πρός ἄλληλα
(Β6) [«γιατί αν ήταν <άπειρο> θα ήταν ένα.· γιατί αν ήταν δύο, δεν θα
ήταν δυνατόν να είναι άπειρα, αλλά το ένα θα έθετε περιορισμούς στο
άλλο», (μτφρ. Δ.Κ.)]· Το γνώρισμα αυτό δίνει στην οντότητα που
περιγράφει ο Μέλισσος το όνομά της:
Ἕν. Από την
ενότητα του όντος (iii) ο στοχαστής συνάγει
την ομοιογένεια του (iν):
ἕν δέ ὄν ὅμοιον εἶναι
πάντη · εἰ γάρ ἀνόμοιον, πλείω ὄντα οὐκ ἄν ἔτι ἕν εἶναι, ἀλλά πολλά
[«καθώς είναι ένα, είναι όμοιο παντού· γιατί αν ήταν ανόμοιο, θα ήταν
πολλαπλό και δεν θα ήταν πλέον ένα, αλλά πολλά» (μτφρ. Δ.Κ.)]· αν κάτι
είναι ετερογενές είναι και πολλαπλό (θα ήταν αναπόφευκτα και πολλαπλό).
Αντίθετα απ’ ὅ, τι συμβαίνει στον Παρμενίδη, η επιφανειακή σημασία των
δύο παραπάνω διαδοχικών συμπερασμάτων δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση.
Ανοιχτό παραμένει ακόμη το ζήτημα σχετικά με την ποιότητα των
επιχειρημάτων του Μέλισσου. Ίσως ο περιπατητικός Εύδημος είχε άδικο
όταν προέβαλε την ένσταση πως η μετάβαση από το γνώρισμα (ii)
στο γνώρισμα (iii) ισχύει μόνο για πράγματα
άπειρα προς πάσα κατεύθυνση, εφόσον είναι σαφές ότι ο Μέλισσος έχει
υπόψη του αυτή τη μορφή απείρου στο (ii)
επιχείρημά του. Από την άλλη πλευρά, η μοναδική μορφή ενότητας που
μπορεί το συμπέρασμα εύλογα να υπονοεί είναι ο ενιαίος χαρακτήρας·
αυτό, βέβαια, δεν συνεπάγεται ότι ο ενιαίος χαρακτήρας του όντος δεν
μπορεί να συμβαδίζει με μια ετερογενή πολ- λαπλότητά του (οι
περισσότεροι, για παράδειγμα, πιστεύουμε ότι το σύμπαν φέρει και τις δύο
ιδιότητες).
Ύστερα από μια επιγραμματική σύνοψη των έως τώρα συμπερασμάτων [οὕτως
οὖν ἀΐδιόν ἐστι καί ἄπειρον καί ἕν καί ὅμοιον πᾶν (Β7.1 )|,
ακολουθεί ένα γενικό επιχείρημα για τον προσδιορισμό του επόμενου
γνωρίσματος:
(v) «το ον είναι αμετάβλητο»
καί οὔτ’ ἄν ἀπολλύοι τί
οὔτε μεῖζον γίνοιτο οὔτε μετακοσμέοιτο οὔτε ἄλγεϊ οὔτε ἀνιᾶται· εἰ γάρ
τί τούτων πάσχοι, οὐκ ἄν ἔτι ἐν εἴη. Εἰ γάρ ἑτεροιοῦται, ἀνάγκη τό ἐόν
μή ὅμοιον εἶναι, ἀλλά ἀπόλλυσθαι τό πρόσθεν ἐόν, τό δέ οὐκ ἐόν γίνεσθαι.
Εἰ τοίνυν τριχί μιῇ μνρίοις ἔτεσιν ἑτεροῖον γίνοιτο, ὀλεῖται πᾶν ἐν τῷ
παντί χρόνῳ (Β7.2) [«Και δεν μπορεί να χάσει τίποτε ούτε να
γίνει μεγαλύτερο ούτε να αναδιαταχθεί, και δεν νιώθει ούτε πόνο ούτε
λύπη· γιατί αν πάθαινε κάτι από αυτά, δεν θα ήταν πια ένα. Γιατί αν
μεταβάλλεται, τότε είναι ανάγκη το έόν να μην είναι όμοιο, αλλά αυτό που
προϋπήρχε να χάνεται και αυτό που δεν υπήρχε να γεννιέται. Αν
μεταβαλλόταν έστω και κατά μια τρίχα σε διάστημα δέκα χιλιάδων χρόνων,
θα χανόταν ολοσχερώς στο σύνολο του χρόνου»].
Η παραπάνω διατύπωση, υπό κανονικούς όρους και με δεδομένη τη σχέση
αιτίου-αιτιατού ατην οποία υπακούει η επιχειρηματολογία του Μέλισσου,
θεωρείται ότι αποτελεί ένα νέο συμπέρασμα που απορρέει από το γνώρισμα
της ομοιογένειας (iv) μολονότι η αιτιακή
σύνδεση είναι στην καλύτερη περίπτωση αδύναμη. Αν υποθέταμε ότι το ον
μεταβάλλεται, θα μπορούσε μια τέτοια υπόθεση να ακυρώσει τα γνωρίσματα
του όμοιου και ενός, με τη σημασία που αυτά έχουν στο τέταρτο και στο
τρίτο επιχείρημα αντίστοιχα; Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα είναι η πρόσθετη
αιτιολόγηση του αμετάβλητου χαρακτήρα του όντος, η οποία απορρέει από το
γνώρισμα του χρονικού απείρου (i): κάθε
μεταβολή συνεπάγεται σε κάποιο βαθμό φθορά και, αν λάβουμε υπόψη το
χρονικό άπειρο, όταν αφανίζονται τα μέρη ενός πράγματος, τότε και αυτί)
αφανίζεται συνολικά. Αν το καθένα από τα μέρη ενός πράγματος είναι
φθαρτό, τότε ενδέχεται να αφανισθούν όλα μαζί και (πρόκειται για έμμεση
προεξαγγελία της αρχής της πληρότητας;) όταν κάτι είναι πιθανό να
πραγματοποιηθεί δεν μπορεί να παραμένει απραγματοποίητο στο διηνεκές.
Στη συνέχεια, παρατίθενται τέσσερα επιχειρήματα για την αναίρεση
ισάριθμων συγκεκριμένων μορφών μεταβολής (Β7.3-10). Τα τρία πρώτα
στρέφονται κατά α) της αναδιάταξης β) του πόνου και γ) της λύπης και σε
μεγάλο βαθμό συνι- στούν μια εκ νέου εφαρμογή του γενικού επιχειρήματος
ότι η μεταβολή θα καταργούσε τα μόνιμα γνωρίσματα του χρονικού απείρου
(i) και της ομοιογένειας (iv).
Όσον αφορά όμως τον πόνο (β), ο Μέλισσος σπεύδει να διευκρινίσει ότι, αν
το 'Έναισθανόταν πόνο, αυτό θα σήμαινε ότι εξασθενεί η «δύναμή» του. Η
παρατήρηση αυτή δεν εμπίπτει στην αλυσιόοιτή ακολουθία των συλλογισμών
του αλλά υποβάλλει τη σημαντική ιδέα ότι το
Ἕν εξομοιώνεται
με θεότητα.
Η εξίσωση του πρωταρχικού όντος με θεο αποδεικνύεται, για μια ακόμη
φορά, ότι δεν προκα- λούσε καμία έκπληξη σε ακροατές εξοικειωμένους με
το έργο του Αναξίμανδρου, του Αναξιμένη και του Ηράκλειτου, ώστε να.
χρειάζεται ιδιαίτερα επιχειρήματα. Αποτελεί, ωστόσο, και σημείο επαφής
με τον Παρμενίδη, ο οποίος, όπως διαπιστώσαμε, τηρούσε την ίδια ακριβώς
παράδοση, όταν ταύτιζε τη νόηση με το όν.
Το πιο καταλυτικό επιχείρημα εναντίον μιας ορισμένης μορφής μεταβολής
είναι αυτό που στρέφεται κατά της κίνησης (Β7.7-10) και μπορεί να
υποδιαιρεθεί ως εξής:
(vi) «Το ον είναι ακίνητο»
-
οὐδέ κέν ἐόν ἔστιν
οὐδέν τό γάρ κενεόν οὖδεν ἔστιν οὐκ ἄν οὖν εἴη τό γέ μηδέν
[«Και τίποτε δεν υπάρχει που να είναι κενό- γιατί το κενό δεν είναι
τίποτε· συνεπώς, αυτό που δεν είναι τίποτε, δεν μπορεί να υπάρχει»].
2.
οὐδέ κινεῖται·
ὑποχωρήσω γάρ οὔκ ἔχει οὐδαμῇ. ἀλλά πλέον ἔστιν. εἰ μέν γάρ κενεόν ἦν,
ὑπεχώρει ἄν εἰς τό κενόν·
κενοῦ δέ μή ἐόντος οὐκ ἔχει ὅκῃ ὑποχωρήσει. (πνκνόν δέ καί ἀραιόν οὔκ ἄν
εἴη. τό γάρ ἄραιον ὄνκ ἀνυστόν πλέον εἶναι, ὁμοίως τῷ πνκνῷ. ἄλλ' ἤδη τό
ἀραιον γέ κενεώτερον γίνεται τοῦ πνκνοῦ. κρίσιν δέ ταύτην χρή ποιήσασθαι
τοῦ πλέω καί τοῦ μή πλέω· εἰ μέν οὖν χωρεῖ τί ἤ εἰσδέχεται, οὐ πλέων·
εἰ δέ μήτε χωρεῖ μήτε εἰσδέχεται, πλέων.) [«Ούτε κινείται.
Διότι δεν μπορεί να υποχοιρήσει αε καμία κατεύθυνση, αλλά είναι πλήρες.
Γιατί αν υπήρχε κενό, θα κινούνταν μέσα στο κενό· εφόσον, όμως, όεν
υπάρχει κενό, δεν έχει που να κινηθεί. (Λεν μπορούν να υπάρχουν το πυκνό
και το αραιό. Γιατί το αραιό δεν μπορεί να είναι, εξίσου πλήρες με το
πυκνό, αλλά το αραιό ήδη έχει μεγαλύτερο κενό απ’ ό.τι το πυκνό. Και το
κριτήριο για να διακρίνουμε το πλήρες από το κενό είναι το εξής: αν κάτι
κινείται ή είναι απορροφητικό δεν είναι πλήρες, ενιό αν δεν κινείται
ούτε είναι απορροφητικό, τότε είναι πλήρες)»]
3.
ἀνάγκη τοίνυν πλέων
εἶναι, εἰ κενόν μή ἔστιν. εἰ τοίνυν πλέων ἔστιν, οὐ κινεῖται.
Σύνοψη: [«Συνεπώς, πρέπει να είναι πλήρες, αν δεν υπάρχει κενό- αν
όμως είναι πλήρες, δεν κινείται»].
Πρόκειται για το πρώτο μαρτυρημένο επιχείρημα, το οποίο παρουσιάζει την
κίνηση να εξαρτάται από το κενό (παρά το γεγονός ότι η απόρριψη της
κίνησης από τον Παρμενίδη ίσως έμμεσα εξυπακούει ήδη την απουσία κενού).
Η απόρριψη του κενού από τον Μέλισσο, με το επιχείρημα ότι αυτό δεν
είναι, τίποτε και ως εκ τούτου όεν υπάρχει, αποτελεί την πλησιέστερη
θέση του προς τη συλλογιστική του Παρμενίδη, ο οποίος εφαρμόζει μια
λογική που βασίζεται στις έννοιες του έόντος και του μή έόντος. Ο
Μέλισσος δεν αρνείται την ύπαρξη ενός εξωτερικού κενού εντός του οποίου
το Ένθα μπορούσε να κινηθεί. Αυτό είναι ελάχιστα αναγκαίο αν λάβουμε
τυτόψη ότι το "Εν είναι άπειρο προς όλες τις κατευθύνσεις. Απορρίπτει
κάθε ανάμειξη του κενού με άλλα στοιχεία η οποία θα περιόριζε την
πυκνότητά του και έτσι θα επιτρεπόταν η κίνηση λόγιο της επακόλουθης
πίεσης ή ανακατανομής· αυτή είναι η σημασία της παρενθετικής διατύπωσης
του δεύτερου αποσπάσματος (Β7.8-9).
Απομένει η μετάβαση από την «ακινησία» (v)
στην «αόιαιρετότητα» (vi) του όντος (απ. Β10).
Η διαίρεση θεωρείται διαδικασία που συνεπάγεται την κίνηση των τμημάτων
τα οποία διαχωρίζονται (εἰ
γάρ διῄρηται τό ἐόν κινεῖται κινούμενον δέ οὐκ ἄν εἴη).
Καταλήγουμε στο συμπέρασμα του απ. Β9 το οποίο δεν εναρμονίζεται απόλυτα
με την αλυσιδωτή ακολουθία των υπόλοιπων επιχειρημάτων, καθώς αποτελεί
στην ουσία ένα επιπλέον εξαγόμενο του τρίτοτι γνωρίσματος (της
ενότητας):
(vii) «Το ον είναι ασώματο».
ἕν δ’ ἐόν δεῖ αὐτό σῶμα μή
ἔχειν. εἰ δέ ἔχει πάχος, ἔχοι ἄν μόρια, καί οὐκέτι ἕν εἴη
(Β9). [«Και καβοκ είναι ένα δεν πρέπει να έχει σώμα. Αν όμως είχε όγκο
θα είχε μέρη και επομένως δεν θα ήταν πια ένα»].
Είναι παράδοξο που το εν, ενώ αποδείχθηκε ότι είναι απολύτως πυκνό και
συνεπώς ακίνητο, πρέπει τώρα να αποδειχθεί ότι είναι ασώματο. Σε γενικές
γραμμές φαίνεται πιο πιθανό πως ο Μέλισσος στο χωρίο αυτό αρνείται ότι
το ενέχει κάποιο σώμα με οργανικά μέρη και ως εκ τούτου απορρίπτει την
ανθρωπομορφική σύλληψη της θεότητας. Πρέπει να παραδεχθούμε, ωστόσο, ότι
η αναφορά στον όγκο υποδηλώνει πως στόχος της απορριπτικής επίθεσης του
Μέλισσου ήταν η σωματική υπόσταση του όντος.
Όπως ο Παρμενίδης (Ε)Κ28Β6) απέρριπτε την αξιοπιστία της αισθητηριακής
αντίληψης προφανιος σε μια ξεχωριστή ενότητα της πραγματείας του, έτσι
και ο Μέλισσος έστρεφε τα οντολογικά του συμπεράσματα εναντίον των
αισθήσεων (DK30B8):
μέγιστον μέν οὖν σημεῖον
οὗτος ὁ λόγος, ὅτι ἕν μόνον ἔστιν ἀτάρ καί τάδε σημεῖα, εἰ γάρ ἦν πολλά,
τοιαῦτα χρή αὐτά εἶναι, οἶον πέρ ἔγω φημι τό ἕν εἶναι, εἰ γάρ ἔστι γῆ
καί ὕδωρ καί ἀήρ καί πῦρ καί σίδηρος καί χρυσός, καί τό μέν ζῶον τό δέ
τεθνηκός, καί μέλαν καί λευκόν καί τά ἄλλα, ὅσα φασίν οἱ ἄνθρωποι εἶναι
ἀληθῆ, εἰ δή ταῦτα ἔστι, καί ἠμεῖς ὀρθῶς ὁρῶμεν καί ἀκούομεν, εἶναι χρή
ἕκαστον τοιοῦτον, οἶον πέρ τό πρῶτον ἔδοξεν ἡμῖν καί μή μεταπίπτειν μηδέ
γίνεσθαι ἑτεροῖον, ἀλλά ἀεί εἶναι ἕκαστον, οἷον πέρ ἐστιν. Νῦν δέ φαμεν
ὀρθῶς ὁρᾶν καί ἀκούειν καί συνιέναι·
δοκεῖ δέ ἡμῖν τό τέ θερμόν ψυχρόν γίνεσθαι καί τό ψυχρόν θερμόν καί τό
σκληρόν μαλθακόν καί τό μαλθακόν σκληρόν καί τό ζῶον ἀποθνήσκειν καί ἐκ
μή ζῶντος γίνεσθαι, καί ταῦτα πάντα ἑτεροιοῦσθαι, καί ὅ,τι ἦν τέ καί ὁ
νῦν οὐδέν ὁμοῖον εἶναι, ἀλλ' ὁ τέ σίδηρος σκληρός ἐών τῷ δακτύλῳ
κατατρίβεσθαι ὁμουρέων, καί χρυσός καί λίθος καί ἄλλο ὅ,τι ἰσχυρόν δοκεῖ
εἶναι πᾶν, ἐξ ὕδατός τέ γῆ καί λίθος γίνεσθαι· ὥστε συμβαίνει μήτε ὁρᾶν
μήτε τά ὄντα γινώσκειν. Οὐ τοίνυν ταῦτα ἀλλήλοις ὁμολογεῖ, φαμένοις γάρ
εἶναι πολλά καί ἀίδια καί εἴδη τέ καί ἰσχύν ἔχοντα, πάντα ἑτεροιοῦσθαι
ἡμῖν δοκεῖ καί μεταπίπτειν ἐκ τοῦ ἑκάστοτε ὁρωμένου. δῆλον τοίνυν, ὅτι
οὐκ ὀρθῶς ἑωρῶμεν οὐδέ ἐκεῖνα πολλά ὀρθῶς δοκεῖ εἶναι· οὐ γάρ ἄν
μετέπιπτεν, εἰ ἀληθῆ ἦν·
ἀλλ’ ἦν οἶον πέρ ἐδόκει ἕκαστον τοιοῦτον. Τοῦ γάρ ἐόντος ἄληθινοῦ
κρεῖσσον οὐδέν. ἤν δέ μεταπέςῃ, τό μέν ἐόν ἀπώλετο, τό δέ οὐκ ἐόν
γέγονεν.Οὕτως οῦν, εἰ πολλά εἴη, τοιαῦτα χρή εἶναι, οἶον πέρ τό ἕν.
[«Αυτό το επιχείρημα λοιπόν είναι η ισχυρότερη απόδειξη για το ότι
υπάρχει μόνο ένα- όσα, όμως, ακολουθούν συνιστούν περαιτέρω
αποδείξεις. Αν υπήρχαν πολλά, θα έπρεπε να είναι έτσι όπως ακριβώς εγώ
υποστηρίζω ότι είναι το Ένα. Γιατί αν υπάρχουν η γη, το νερό, ο αέρας, η
φωτιά, ο σίδηρος και ο χρυσός, και αν άλλα πλάσματα είναι ζωντανά ενώ
άλλα νεκρά, και αν υπάρχει μαύρο και άσπρο και όλα τα άλλα που θεωρούν
οι άνθρωποι ότι είναι αληθινά, αν λοιπόν υπάρχουν αυτά και αν εμείς
βλέπουμε και ακούμε σωστά, τότε ίο καθένα από αυτά πρέπει να είναι έτσι
ακριβώς όπως μας φάνηκε την πρώτη φορά ότι είναι και να μην μεταβάλλεται
ή να γίνεται διαφορετικό αλλά το καθένα να είναι όπως ακριβώς είναι.
Υποστηρίζουμε, ωστόσο, ότι βλέπουμε και ακούμε και καταλαβαίνουμε
σωστά. Και όμως, έχουμε την εντύπωση ότι το θερμό γίνεται ψυχρό και το
ψυχρό θερμό, ότι το σκληρό γίνεται μαλακό και το μαλακό σκληρό, ότι τα
ζωντανά πλάσματα πεθαίνουν και γεννιούνται από αυτά που δεν είναι
ζωντανά· έχουμε την εντύπωση ότι όλα αυτά μεταβάλλονται και πως αυτό
που ήταν δεν είναι διόλου όμοιο με αυτό που είναι τώρα: ο σίδηρος,
μολονότι σκληρός, θρυμματίζεται όταν τον τρίβουμε με τα δάχτυλα και το
ίδιο συμβαίνει με τον χρυσό και με τον λίθο και με ό,τι άλλο μας
φαίνεται ότι είναι σκληρό· η γη και οι λίθοι προέρχονται από το νερό.
Επομένως, ούτε βλέπουμε ούτε κατανοούμε τα όντα.
Όλα αυτά, όμως, δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Διότι, ενώ υποστηρίξαμε ότι
υπάρχουν πολλά και αιώνια που έχουν μορφή και δύναμη, μας φαίνεται
εντούτοις ότι όλα αλλάζουν και διαφοροποιούνται από την κατάσταση στην
οποία τα βλέπουμε κάθε φορά. Επομένως, είναι φανερό ότι δεν βλέπουμε
σωστά και ότι είναι λάθος να πιστεύουμε ότι όλα αυτά που μας φαίνονται
πολλά υπάρχουν. Γιατί αν ήταν αληθινά δεν θα είχαν μεταπτώσεις αλλά το
καθετί θα ήταν όπως ακριβώς φαινόταν ότι είναι. Γιατί τίποτε δεν είναι
ανώτερο από το αληθινό. Αν όμως συμβαίνουν μεταπτώσεις, τότε αφανίζεται
το έόν και γεννιέται το μη έόν. Κατά συνέπεια, αν υπήρχαν πολλά, θα
έπρεπε να είναι όπως ακριβώς είναι το Ένα»].
Το
ἐόν πρέπει
να είναι αμετάβλητο (πέμπτο γνώρισμα του όντος). Αν τα αισθητά
αντικείμενα υπήρχαν, θα έπρεπε να είναι αμετάβλητα. Οι ίδιες οι
αισθήσεις, ωστόσο, μας τα παρουσιάζουν μεταβαλλόμενα. Επομένως, τα
αντικείμενα που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις αποτελούν
ψευδαισθήσεις.
Ανασκόπηση
Η πρώιμη κοσμολογική παράδοση ερεύνησε τη σύσταση του σύμπαντος με
εμπειρικά κατά κύριο λόγο μέσα, επιδιώκοντας να εντοπίσει μια προνομιακή
πρώτη ύλη στον κύκλο του μετασχηματισμού των στοιχείων και να ερμηνεύσει
τους κανόνες της συμπεριφοράς της παραβάλλοντάς την με οικεία πρότυπα
τάξης από τον χώρο της βιολογίας, της μηχανικής ή της πολιτικής. Ούτε ο
Παρμενίδης αλλά ούτε και ο Μέλισσος επιχειρούν να δράσουν τελείως
ανεξάρτητα από τον τομέα της κοσμολογίας. Παραμένουν εντός των ορίων της
και αμφισβητούν τα εμπειρικά κριτήρια που αυτή εφαρμόζει, τα οποία,
επειδή υποδείκνυαν πολλές και ανταγωνιστικές απαντήσεις, δεν ενέπνεαν
πλέον εμπιστοσύνη. Ως εκ τούτου και οι δύο στοχαστές προτείνουν μια νέα
αφετηρία: επικαλούνται αρχές εκ των προτέρων θεσπισμένες για να
διαπιστώσουν σε ποιόν βαθμό είναι αυτές ικανές να περιορίσουν τις
πιθανές απαντήσεις στα ερωτήματα των κοσμολόγων. Το αποτέλεσμα είναι
συνταρακτικό· το σύμπαν, εξαι- τίας της τέλειας ομοιογένειας που
εμφανίζει στον χώρο και στον χρόνο, ίσως δεν παρουσιάζει κανένα από τα
διακριτικά γνωρίσματα, των οποίων την εξήγηση θεωρούσαν έως τότε οι
κοσμολόγοι επιβεβλημένη.
Έως εδώ, δεν παρατηρείται καμία άλλη διαφορά μεταξύ του Παρμενίδη και
του Μέλισσου, εκτός από τις τυπικές υφολογικές διαφορές που διαχωρίζουν
τον πεζό από τον έμμετρο λόγο. Εμφανίζουν ένα επιπλέον κοινό
χαρακτηριστικό, φυσική συνέπεια των εκ των προτέρων θεσπισμένων αρχών
που εφαρμόζουν στην προσέγγισή τους: το έντονο ενδιαφέρον για τη
συλλογιστική τους μέθοδο, μολονότι ο Μέλισσος εδώ υπερτερεί, καθώς
επιβάλλει στους αποδεικτικούς του συλλογισμούς ένα σαφέστερο συνολικό
αρχιτεκτονικό σχέδιο. Ακόμη και οι προκείμενες που οι στοχαστές
προϋποθέτουν και τις οποίες επικαλούνται, ενδέχεται σε κάποιο βαθμό να
επικαλύπτονται, όπως, για παράδειγμα, σι προβληματισμοί τους για το πώς
ο διαθέσιμος χώρος μπορεί να περιορίζει την κίνηση. Ωστόσο, ακριβώς στο
σημείο αυτό μπορούμε να εντοπίσουμε τις πιο χαρακτηριστικές διαφορές
τους. Οι αφετηριακές αρχές της παρμενίδειας θεωρίας δεν εμπίπτουν στην
παράδοση της φυσικής φιλοσοφίας· εννοούμε τις αρχές της αναφορικής
λειτουργίας και της άρνησης, τους όρους της νόησης, και τη λογική
συμπεριφορά του ρήματος είναι. Οι αρχές που εκ των προτέρων θέτει ο
Μέλισσος, η αδυναμία γένεσης εκ του μηδενός και ο άπειρος χώρος και
χρόνος, αντιπροσωπεύουν εκείνο το είδος αρχών οι οποίες δεν προκαλούσαν
πλέον καμία αμηχανία σε ακροατές εξοικειωμένους με την κοσμολογική
παράδοση. Μπορούμε, συνεπώς, να παραβάλουμε τον Μέλισσο με τον Ζήνωνα.
Ανέλαβαν, ο καθένας με τον τρόπο του, να υπερασπισθούν ενώπιον ενός
δύσπιστου κοινού την κοσμοαντίληψη του Παρμενίδη, προωθώντας την με
όρους που το κοινό αυτό κατανοούσε. Ο Ζήνωνας το επιτυγχάνει
επικαλούμενος με διαλεκτικό τρόπο τις κοινόχρηστες υποθέσεις των
ακροατών του αναφορικά με τον χώρο και τον χρόνο. Ο Μέλισσος επιδιώκει
τον ίδιο στόχο επικαλούμενος ως φυσικός φιλόσοφος τις αρχές που διέπουν
την επιστημονική σκέψη του καιρού του.
Το
επιχείρημα (απ. Β1):
ἀεί ἦν ὅ,τι ἦν καί ἀεί ἔσται. εἰ γάρ ἐγένετο, ἀναγκαῖόν ἐστι
πρίν γενέσθαι εἶναι μηδέν εἰ τοίνυν μηδέν ἦν, οὐδαμά ἄν γένοιτο
οὐδέν ἐκ μηδενός.
(αρχή αποσπάσματος Β2)
ὅτε τοίνυν οὐκ ἐγένετο, ἔστι τε καί ἀεί ἦν καί ἀεί ἔσται.
2ο επιχείρημα (συνέχεια αποσπάσματος Β2)
καί ἄρχην οὐκ ἔχει οὐδέ τελευτήν, ἄλλ ’ ἄπειρόν ἐστιν. Εἰ μέν
γάρ ἐγένετο, ἀρχήν ἄν εἶχεν (ἤρξατο γάρ ἄν πότε γινόμενον) καί
τελευτήν (ἐτελεύτησε γάρ ἄν πότε γινόμενον), ὅτέ δέ μήτε ἤρξατο
μήτε ἐτελεύτησεν, ἀεί τέ ἦν καί ἀεί ἔσται, οὐκ ἔχει ἀρχήν οὐδέ
τελευτήν. [Για τη
νεοελληνική απόδοση των χωρίων βλ. παρακάτω σσ. 201], Στο απ. Β2
δεν υπάρχει λόγος, όπως πιστεύουν οι
Diels-Kranz
και άλλοι μελετητές, να
προστεθεί ο σύνδεσμος καί πριν από τη φράση
οὐκ ἔχει ἀρχήν·
αρκεί να θεωρήσουμε ότι το προηγούμενο τε συνδέει παρατακτικά
τις δύο προτάσεις και όχι τους ρηματικούς τύπους
ἦν / ἔσται. Στην
αγγλόφωνη βιβλιογραφία για τον Μέλισσο δεν γίνεται ομόφωνα
αποδεκτό ότι το δεύτερο επιχείρημα υποδηλώνει το χωρικό άπειρο
(βλ. ειδικότερα
Reale
[277])· βλ. ωστόσο μια
αξιοσημείωτη διαφορετική εκδοχή στους
KRS,
393-95 (ελληνική μτφρ. σσ.
396-98).