Λόγος και παράλογο στην ιστορία
(αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του
Pierre
Vidal-Naquet
«ΟΙ
ΕΛΛΗΝΕΣ, ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ, Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ»
-Η μεγάλη απόκλιση-
(η μελέτη του ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ
μέσα από τις αναγνώσεις που
έγιναν στη σύγχρονη εποχή)
Ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ εξιστόρησε τον πόλεμο των Αθηναίων και
των Πελοποννησίων, πώς επολέμησαν μεταξύ τους· και άρχισε ευθύς
αμέσως μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, γιατί περίμενε πως θα ήταν πολύ
μεγάλος και ο πιο άξιος να ιστορηθεί απ’ όλους τους πρωτύτερους.
Το συμπέρανε αυτό από το ότι και τα δυο μέρη μπήκαν στον πόλεμο
εφοδιασμένα με όλα τα υλικά μέσ α, και βλέποντας πως όλες οι
άλλες ελληνικές πολιτείες πήγαν με το ένα μέρος ή το άλλο,
μερικές από μιας αρχής και οι άλλες το συλλογίζονταν και το
είχαν σκοπό. Γιατί αυτή η αναταραχή στάθηκε η πιο μεγάλη ανάμεσα
στους Έλληνες και συμπαρέσυρε κι ένα μέρος των βαρβάρων, και μ’
ένα λόγο ξαπλώθηκε στους περισσότερους ανθρώπους.
Έτσι αρχίζει
ό,τι εμείς ονομάζουμε Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου.
Υπάρχει στις λίγες αυτές φράσεις κάτι το παραδοσιακό αλλά και
νέο-
τολμώ ακόμη να πω, κάτι το σκανδαλώδες· χωρίς κανένα δισταγμό, ο
Θουκυδίδης προσπαθεί να σκανδαλίσει.
Στο αρχαιοελληνικό κείμενο αρχίζει με το όνομά του: Θουκυδίδης
Αθηναίος». Είναι μια κλασική αρχή. Ασφαλώς όχι από πολύ καιρό. Ο
πρώτος Έλληνας ιστορικός, ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, που γεννήθηκε
ίσως περί το 540 π.Χ., δηλαδή ογδόντα χρόνια πριν από το
Θουκυδίδη, άρχιζε έτσι τις Γενεαλογίες του, τις οποίες
γνωρίζουμε μόνο κατά πολύ αποσπασματικό τρόπο: «Ο Εκαταίος ο
Μιλήσιος αφηγείται εδώ αυτό που θεωρεί ότι είναι αλήθεια, διότι
τα λόγια {λόγοι) των Ελλήνων είναι, κατά τη γνώμη μου,
πολυάριθμα και γελοία». Είναι μια θριαμβευτική αρχή για μια
αναζήτηση της αλήθειας, η οποία πιθανόν θα μας απογοήτευε αν
διαθέταμε το κείμενο.
Ο διάδοχός του, ο Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσέας, που έγινε, κατά την
εποχή του Περικλή, πολίτης των Θουρίων στην Κάτω Ιταλία, αρχίζει
και αυτός επίσης με τυμπανοκρουσίες:
Ο Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσεύς3
παρουσιάζει την έρευνα του αυτή (ἱστορίη) για να μη
λησμονηθούν με τον καιρό τα έργα των ανθρώπων και να μη μείνουν
αμνημόνευτα τα
μεγάλα
και θαυμαστά κατορθώματα των Ελλήνων και των βαρβάρων ούτε,
ειδικότερα, τα αίτια4
για τα οποία πολέμησαν μεταξύ τους.
Ο Ηρόδοτος δεν παραλείπει να ασκήσει συνοπτική κριτική, και
μάλιστα να γελοιοποιήσει τον προκάτοχό του. Ο Θουκυδίδης θα
κάνει το ίδιο με τους δικούς του —που είναι πολλοί—, είτε τους
κατονομάζει, όπως τον Ελλάνικο το Λέσβιο (πβ. 1, 97), είτε
καταφέρεται εναντίον τους χωρίς να τους κατονομάζει, όπως είναι
η περίπτωση του Ηρόδοτου (1,20).
Στο κέντρο της ιστορίας υπάρχει βεβαίως μια σύγκρουση που
ονομάζουμε «Μηδικούς πολέμους», αλλά ο Ηρόδοτος ενσωματώνει τη
διήγησή του σε ένα «φανταστικό θέατρο» (Ρεμπό), όπου παρελαύνουν
όλοι οι γνωστοί του κόσμοι: από την Ινδία μέχρι τα Πυρηναία, από
το Δούναβη μέχρι τις πηγές του Νείλου. Οι άνθρωποι, βάρβαροι ή
Έλληνες, δεν είναι οι μόνοι που καταλαμβάνουν το πεδίο, αλλά το
μοιράζονται, κυρίως στις μακρινές άκρες, με μυθικές υπάρξεις —
για παράδειγμα, μυρμήγκια, «μεγαλύτερα από αλεπούδες, αλλά λίγο
μικρότερα από σκύλους», που επιτρέπουν στους Ινδούς να
προμηθεύονται χρυσό (3, 101 - 103)…