ΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ, ΘΕΙΟΤΗΤΑ, ΕΥΤΥΧΙΑ,
ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ
(αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του
Anthony A.
Long
«ΝΟΥΣ, ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΣΩΜΑ στον αρχαίο ελληνικό
στοχασμό)
Ο Πλάτων ονομάζει το διανοητικό και υπολογιστικό μέρος της
ψυχής θεϊκό. Ο Αριστοτέλης αποδίδει στην ανθρώπινη νόηση (νοῦς)
εξίσου υψηλή θέση. Τι σημαίνει αυτή η απόδοση θειότητας; Για να
θέσουμε διαφορετικά το ερώτημα, τι σχέση έχει ο θεός, σύμφωνα
με τις αρχαιοελληνικές φιλοσοφικές έννοιες του θείου, με τον
λόγο, την αυτοκυριαρχία και την επίτευξη της ευτυχίας; Ως
σύγχρονοι άνθρωποι, με ή χωρίς θρησκευτικές πεποιθήσεις ή
δεσμεύσεις, σίγουρα απορούμε με αυτή την προσφυγή στη θειότητα
στο πλαίσιο της ηθικής ψυχολογίας. Πώς θα μπορούσε οποιαδήποτε
έννοια θειότητας να μας βοηθήσει να ελέγξουμε τα πάθη μας και να
καλλιεργήσουμε τον θεωρητικό βίο; Οι επιπτώσεις και οι
προεκτάσεις αυτού του ερωτήματος για την αρχαία φιλοσοφία είναι
τεράστιες. Όχι μόνον ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης αλλά ακόμη και
μεταγενέστεροι φιλόσοφοι, κυρίως οι στωικοί, απέδωσαν στην
ανθρώπινη διάνοια θεϊκή καταγωγή και ουσία. Η αποδοχή από τον
άνθρωπο της εσωτερικής θεϊκής του φύσης, η επιδίωξη της
ομοίωσης με τον θεό, η τελείωση των οικογενειακών και
κοινωνικών σχέσεων και η αυτονόμηση από την τύχη ή τη μοίρα —
όλες αυτές οι σπουδαίες ιδέες συνδυάζονται στο στωικό ηθικό
σχέδιο της ζωής «σε συμφωνία με τη φύση» (ὁμολογουμένως
τῇ φύσει ζῆν).
Αυτή η έκφραση σηματοδοτεί έναν τρόπο ζωής και μια νοητική στάση
πλήρως εναρμονισμένα με τους κανόνες του λόγου, που σημαίνει
συμμόρφωση προς τη θειότητα. Η άλλη σπουδαία ελληνιστική σχολή,
ο Κήπος του Επίκουρου, διέφερε από τον στωικισμό στο ότι
απέρριπτε τη θεϊκή δημιουργικότητα και το θεϊκό ενδιαφέρον για
την ανθρωπότητα. Ωστόσο, οι επικούρειοι συμμερίζονταν με τους
στωικούς την αντίληψη ότι η θειότητα είναι υπόδειγμα
μακαριότητας, ότι μια αληθινά ευτυχισμένη ζωή προϋποθέτει
αδιατάραχτη γαλήνη και ότι η τελειοποίηση της λογικότητας
καθιστά τους ανθρώπους ικανούς να γίνουν θεϊκοί και σοφοί.
Για να διερευνήσουμε τη θεολογική διάσταση της ηθικής
ψυχολογίας των αρχαίων Ελλήνων πρέπει να αφήσου- με κατά μέρος
τις μονοθεϊστικές συνεκδοχές ενός θεού με Θ κεφαλαίο ως ονόματος
που σωστά χρησιμοποιείται για να αποδώσει το υπέρτατο ον του
ιουδαϊσμού, του χριστιανισμού και του ισλάμ. Οι αρχαίοι Έλληνες
φιλόσοφοι πράγματι μιλούν κάποιες φορές για τον θεό στον ενικό
ως κάτι ξεχωριστό από τους πολλούς θεούς οι οποίοι λατρεύονταν
στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Ο Πλάτων προϋποθέτει, όπως έχουμε
δει, έναν θείο κατασκευαστή του κόσμου, τον Δημιουργό· ο
Αριστοτέλης συλλαμβάνει έναν και μοναδικό θείο νου, τον οποίο
αποκαλεί το Πρώτο Κινούν Ακίνητο, ως αιώνια πρώτη αιτία του
κόσμου· και ο στωικισμός χρησιμοποιεί το ιερό όνομα του Δία για
να περιγράψει την ενοποιητική, ενεργοποιό δύναμη που μορφοποιεί
και διαπερνά την υλική ουσία του κόσμου. Αυτοί οι ξεχωριστοί
θεοί, όμως, δεν αποκλείουν την παρουσία άλλων θείων οντοτήτων
στο πλατωνικό, αριστοτελικό ή στωικό σύμπαν.
Αυτός ο συνδυασμός ενός και πολλών θεών δεν θα πρέπει, να μας
εκπλήσσει, αν αναλογιστούμε το γεγονός ότι οι αρχαίοι Έλληνες
φιλόσοφοι είχαν γαλουχηθεί στη θρησκευτική κουλτούρα που μας
είναι οικεία από τον Όμηρο και τους τραγωδούς, στο έργο των
οποίων υπάρχει πληθώρα θεών, εκ των οποίων μόνον ένας, ο Δίας,
έχει ύψιστη δύναμη και αυθεντία. Οι φιλόσοφοι θεώρησαν ότι τα
μυθολογικά γνωρίσματα αυτών των ανθρωπόμορφων θεοτήτων δεν
δικαιολογούσαν ούτε την απόδοση λατρείας προς αυτούς ούτε τη
λειτουργία τους ως προτύπων, αλλά δεν είδαν κανένα λόγο να
περιορίσουν την έκταση της θειότητας σε ένα μοναδικό ον.
Απεναντίας, θεώρησαν τη θειότητα, αποκαθαρμένη από τις
απαράδεκτες γι’ αυτήν ιδιότητες και ιστορίες, ως τον βέλτιστο
τύπο ύπαρξης, είτε αυτή υποστασιοποιείται από ένα ή από πολλά
όντα, και είτε έχει κατανεμηθεί ή μπορεί να κατανεμηθεί σε ένα
φάσμα δυνάμεων, λειτουργιών και πεδίων.
...
(Λήψη
ολόκληρου του αρχείου)
Και στα τρία φιλοσοφικά συστήματα τα ουράνια σώματα,
χάρη στη μακροβιότητα και τις αρμονικές τους κινήσεις,
θεωρούνται θεϊκά.
Η θειότητα θα μπορούσε να αποδοθεί ακόμη και σε άψυχα
αντικείμενα. Έτσι, ο Πλάτων αποκαλεί τις Ιδέες —τα
τέλεια, αμετάβλητα, αιώνια πρότυπα της δικαιοσύνης, της
ομορφιάς και ούτω καθεξής— θείες (Φαίδων 80a).