ΛΟΓΙΚΗ
(ἀντίστοιχο κεφάλαιο στό ἔργο τοῦ
W.D. Ross
«ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ»)
Δείτε
σχετικά
Οἱ ἐπιστῆμες διακρίνονται κατά τόν Ἀριστοτέλη1 σέ
θεωρητικές, πρακτικές καί ποιητικές. Ἄμεσος σκοπός
κάθε ὁμάδας εἶναι τό εἰδέναι, ἀλλά ἀπώτεροι σκοποί τους εἶναι
ἀντίστοιχα ἡ γνώση, ἡ συμπεριφορά καί ἡ κατασκευή χρήσιμων ἤ
ὡραίων ἀντικειμένων. Ἡ λογική, ἄν κατατασσόταν σύμφωνα μέ αὐτή
τήν ταξινόμηση, θά ἔπρεπε νά συμπεριληφθεῖ στίς θεωρητικές
ἐπιστῆμες. Ἀλλά οἱ μόνες θεωρητικές ἐπιστῆμες πού κατονομάζονται
εἶναι τά μαθηματικά, ἡ φυσική καί ἡ θεολογία ἡ μεταφυσική,2
καί ἡ λογική σέ καμιά ἀπό αὐτές δέν μπορεῖ νά ὑπαχθεῖ. Στήν
πραγματικότητα ἡ λογική, σύμφωνα μέ τόν Ἀριστοτέλη, δέν εἶναι
αὐθύπαρκτη ἐπιστήμη,3 ἀλλά μέρος μιᾶς γενικῆς
παιδείας, ἀπαραίτητης σέ κάθε ἄτομο πού προτίθεται νά μελετήσει
ὁποιαδήποτε ἐπιστήμη· μόνο αὐτή θά τοῦ ἐπιτρέψει νά γνωρίζει
ποιῶν προτάσεων πρέπει νά ζητᾶ τήν ἀπόδειξη καί τί εἴδους
ἀπόδειξη νά ζητά.4 Σέ παρόμοια ἀντίληψη ὀφείλεται ἡ
χρήση τῆς λέξης
Ὄργανον
(τῆς έπιστήμης) γιά νά δηλωθεῖ ἡ λογική θεωρία5
καί τελικά6 ἡ συλλογή τῶν λογικῶν ἔργων τοῦ
Ἀριστοτέλη.
Ὁ ὅρος
λογική
εἶναι ἄγνωστος στόν Ἀριστοτέλη καί δέν ἀπαντᾶ πρίν
ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Κικέρωνα. Ἀκόμη καί τότε,
logica
δέν σημαίνει τόσο λογική ὅσο διαλεκτική, καί ὁ Ἀλέξανδρος
Άφροδισιεύς εἶναι ὁ πρῶτος συγγραφέας πού χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο
λογική
μέ τή σημερινή τοῦ σημασία. Ἡ ὀνομασία πού δίνει ὁ
ἴδιος ὁ Ἀριστοτέλης σέ αὐτό τόν κλάδο τῆς γνώσης, ἤ τουλάχιστον
στή μελέτη τοῦ συμπερασμοῦ, εἶναι Ἀναλυτικά. Αὐτή ἡ λέξη
άναφέρεται κατά βάση στήν ἀνάλυση τοῦ συμπερασμοῦ στά σχήματα
τοῦ συλλογισμοῦ,7 ἀλλά μποροῦμε ἴσως νά ἐπεκτείνουμε
τή σημασία της ὥστε νά συμπεριλάβει τήν ἀνάλυση τοῦ συλλογισμοῦ
σέ προτάσεις καί τῆς πρότασης σέ ὅρους.
Οἱ λογικές πραγματεῖες τοῦ Ἀριστοτέλη χωρίζονται σέ τρία κύρια
μέρη: (1) Στά Ἀναλυτικά
πρότερα,
ὅπου σκοπός του εἶναι νά ἀποκαλύψει τή δομή πού θεωρεῖ κοινή σέ
κάθε μορφή συμπερασμοῦ —τό συλλογισμό— καί νά ἐκθέσει τίς
τυπικές παραλλαγές της, ἀνεξάρτητα ἀπό τή φύση τοῦ θέματος πού
πραγματεύεται. Αὐτή ἡ διαδικασία μπορεῖ δικαιολογημένα νά
ὀνομαστεῖ τυπική λογική ἤ λογική τῆς συνεκτικότητας. (2) Στά
Ἀναλυτικά ὕστερα, ὅπου έξετάζει τά ἐπιπλέον χαρακτηριστικά πού
πρέπει νά ἔχει ὁ συμπερασμός γιά νά εἶναι ὄχι ἁπλῶς λογικά
συνεπής πρός τόν ἑαυτό του ἀλλά καί ἐπιστημονικός —μέ τήν πλήρη
σημασία τοῦ ὅρου. Έδῶ πρόκειται σαφῶς γιά μιά λογική πού
ἐνδιαφέρεται ὄχι ἁπλῶς γιά τή συνέπεια, ἀλλά γιά τήν ἀλήθεια.
(3) Στά Τοπικά καί στούς
Σοφιστικούς
ἐλέγχους, ὅπου μελετᾶ ἐκείνους τούς τρόπους
συμπερασμοῦ πού ἐνῶ εἶναι συλλογιστικά ὀρθοἱ, δέν πληροῦν μία ἤ
καί περισσότερες προϋποθέσεις τῆς ἐπιστημονικῆς σκέψης. Τά ἔργα
Κατηγορίαι
καί
Περί
ἑρμηνείας, ὅπου σέ γενικές γραμμές ἐξετάζονται
ἀντίστοιχα ὁ ὅρος καί ἡ πρόταση, μπορεῖ νά θεωρηθοῦν
προεισαγωγικά.
Ὁ Ἀριστοτέλης, μολονότι πουθενά δέν ἀναφέρεται ρητά στό θέμα,
ἔχει σαφή εἰκόνα τῆς διαφορᾶς ἀνάμεσα στή λογική καί σέ ἄλλους
κλάδους μέ τούς ὁποἱους συχνά ταυτίζεται ἤ συγχέεται ἡ λογική —στή
γραμματική, τήν ψυχολογία καί τή μεταφυσική. Ἡ λογική γι' αὐτόν
δέν «εἶναι μελέτη τῶν λέξεων, ἀλλά τῆς σκέψης, τῆς ὁποἱας σημεῖα
ἀποτελούν οἱ λέξεις· τῆς σκέψης πού δέν νοείται ὡς ὄργανο γιά
τή συγκρότηση τῆς φύσης τῶν πραγμάτων, ἀλλά γιά τήν κατανόησή
της.
Ὅροι
Τό ἔργο
Κατηγορίαι
ἀρχίζει, ὅπως πρέπει ἴσως νά ἀρχίζει κάθε λογική
πραγματεία, μέ τήν ἐξέταση ὁρισμένων γλωσσικῶν δεδομένων
διακρίνει «αὐτά πού λέγονται χωρίς σύνδεση μεταξύ τους» (τά
ἄνευ
συμπλοκῆς
λεγόμενα) ἀπό «αὐτά πού λέγονται σέ σύνδεση
μεταξύ τους» (τά
κατά συμπλοκήν λεγόμενα),8
δηλαδή διακρίνει λέξεις καί φράσεις ὅπως «ἄνθρωπος», «τρέχει»,
«στό Λύκειο», ἀπό προτάσεις ὅπως «ἄνθρωπος τρέχει». Οἱ «ἀσύνδετες
λέξεις» μπορεῖ νά δηλώνουν ἕνα ἀπό τά ἀκόλουθα:-
Οὐσία (π.χ. «ἄνθρωπος»)
Ποσότητα (πόσον, π.χ. «δίπηχυ»)
Ποιότητα (ποιόν, π.χ. «λευκό»)
Σχέση
(πρός
τί, π.χ. «διπλάσιο»)
Τόπο (πού, π.χ. «στό Λύκειο»)
Χρόνο (ποτέ,
π.χ. «χθές»)
Τοποθέτηση (κεῖσθαι, π.χ. «κάθεται»)
Κατάσταση (ἔχειν, π.χ. «φορᾶ παπούτσια»)
Ἐνέργεια (ποιεῖν, π.χ. «κόβει»)
Πάθος (πάσχειν, π.χ. «κόβεται»).
Αὐτές οἱ κατηγορίες ἀπαντοῦν —μερικές ἤ καί ὁλες— σέ ὅλα σχεδόν
τά ἀριστοτελικά ἔργα, καί παντοῦ ἡ θεωρία τῶν κατηγοριών
ἀναφέρεται ὡς κάτι πού ἔχει ἤδη ἀποδειχθεῖ. Σχετικά μέ τόν
ἀριθμό τῶν κατηγοριῶν ὁ Ἀριστοτέλης δέν κάνει καμιά προσπάθεια
νά φανεῖ συνεπής. Οἱ κατηγορίες τῆς τοποθέτησης καί τῆς
κατάστασης ἀπαντοῦν μόνο ἄλλη μία φορά, σ' ἕνα δεύτερο μᾶλλον
πρώιμο ἔργο,10 ἐνῶ σέ ἄλλο ἔργο οἱ ὑπόλοιπες ὀκτώ
ἀπαριθμοῦνται σάν νά εἶναι πλήρης κατάλογος.11 Ἔτσι
μπορεῖ κανείς νά ὑποθέσει πὡς ἀργότερα ὁ Ἀριστοτέλης κατέληξε
στό συμπέρασμα ὅτι ἡ τοποθέτηση καί ἡ κατάσταση δέν ἀπότελοῦν
ἔσχατες καί μή ἀναλύσιμες ἔννοιες,
Γιά τό νόημα αὐτῆς τῆς θεωρίας ἔχει γίνει πολλή συζήτηση, κυρίως
ἐπειδή σέ κανένα σημεῖο τοῦ άριστοτελικοῦ ἔργου δέν
παρακολουθοῦμε τή γένεσή της. Ὁ
Trendelenburg
ὑποστηρίζει ὅτι οἱ διακρίσεις ἀνάμεσα στίς κατηγορίες παράγονται
ἀπό γραμματικές διακρίσεις. Εἶναι φανερό ὅτι ἡ μελέτη τῶν
γλωσσικῶν μορφῶν ὑπῆρξε γιά τόν Ἀριστοτέλη βασικός
κατευθυντήριος ἄξονας στή διατύπωση αὐτῆς τῆς θεωρίας· λ.χ. οἱ
συσχετικοί ὅροι διακρίνονται ἀπό ἄλλους ὅρους ἀπό τό γεγονός ὅτι
συντάσσονται μέ λέξεις στή γενική ἤ στή δοτική.12
Ὡστόσο δέν διέθετε κατάλογο τῶν μερῶν τοῦ λόγου στόν ὁποῖο νά
μπορεῖ νά βασίσει ἕναν κατάλογο τῶν κατηγοριῶν· τά μόνα μέρη τοῦ
λόγου πού ἀναγνω- ρίζει εἶναι τό ὄνομα καί τό ρῆμα.13
Ἄλλωστε ἡ θεωρία τῶν κατηγοριῶν συσχετίζει ὅρους πού ἡ
γραμματική τούς διαχωρίζει14 καί, ἀντίστροφα,
διαχωρίζει ὅρους πού ἡ γραμματική τούς συσχετίζει.
Ἀκόμη ἔχει ὑποστηριχθεῖ15 ὅτι ἡ θεωρία τῶν κατηγοριῶν
εἶχε διαμορφωθεῖ στό πλαίσιο τῆς Ἀκαδημίας καί ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης
ἁπλῶς τήν υἱοθέτησε. Τίποτε στ' ἀλήθεια δέν ἀποδεικνύει αὐτή τήν
ὑπόθεση. Οἱ κατηγορίες δέν φαίνεται νά ἔχουν πολλά κοινά σημεῖα
οὔτε μέ τά
μέγιστα
γένη τοῦ
Σοφιστῆ16
—ὄν, ταυτότητα, ἑτερότητα, στάση, κίνηση—
οὔτε μέ τά
κοινά περί
πάντων τοῦ
θεαίτητου17
—ὁμοιότητα καί ἀνομοιότητα, εἶναι καί μή εἶναι, ταυτότητα καί
διαφορά, ἄρτιο καί περιττό, μονάδα καί ἀριθμός. Ἐκεῖνο πού ὁ
Ἀριστοτέλης ὀφείλει πραγματικά στόν Πλάτωνα εἶναι μᾶλλον ἡ
άναγνώριση τῶν άφηρημένων ἐννοιῶν τῆς οὐσίας, τῆς ποιότητας, τῆς
ποσότητας, τῆς σχέσης, τῆς ἐνεργητικότητας καί τῆς
παθητικότητας. Βέβαια ὁ Πλάτων μόνο περιστασιακά ἀναφέρεται σέ
αὐτές τίς ἔννοιες καί ποτέ δέν τίς συνδέει συστηματικά. Ἀλλά καί
μόνο τό γεγονός ὅτι τίς άναγνωρίζει ὡς γενικές ἀπόψεις τῆς
πραγματικότητας πρέπει νά βοήθησε ἀρκετά τή σκέψη τοῦ Ἀριστοτέλη.
Εἶναι πολύ πιθανό ὅτι ἡ θεωρία ξεκίνησε ὡς μιά προσπάθεια
ἐπίλυσης ὁρισμένων προβλημάτων σχετικῶν μέ τήν κατηγόρηση, πού
εἶχαν ἀπασχολήσει τή μεγαρική σχολή καί ἄλλους παλαιότερους
στοχαστές.18 Σκοπός τοῦ Ἀριστοτέλη φαίνεται ὅτι ἦταν
νά διαλευκάνει τό ζήτημα, διακρίνοντας τούς βασικούς τύπους
νοήματος τῶν λέξεων καί τῶν φράσεων πού μποροῦν νά συνδεθοῦν
γιά νά σχηματίσουν μιά πρόταση. Μέ αὐτό τόν τρόπο κατέληξε στήν
παλαιότερη — ἀπ' ὅσες γνωρίζουμε- ταξινόμηση τῶν βασικών μορφῶν
ὀντότητας πού ἐμπεριέχονται στή δομή τῆς πραγματικότητας.
Γιατί ὅμως ὀνομάζονται κατηγορίες; Ἡ λέξη κατηγορία σημαίνει
συνήθως «κατηγορούμενο», ἀλλά ἡ πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει ὡς
πρωταρχικά μέλη της ἀτομικές οὐσίες, οἱ ὁποῖες, σύμφωνα μέ τή
θεωρία τοῦ Ἀριστοτέλη, δέν εἶναι ποτέ σωστά κατηγορούμενα, ἀλλά
πάντοτε ὑποκείμενα. Γι' αὐτό ὁρισμένοι πίστεψαν ὅτι οἱ πρῶτες
οὐσίες δέν ταιριάζουν ἀπόλυτα μέ τή θεωρία τῶν κατηγοριῶν. Αὐτό
ὅμως δέν άληθεύει. Γιατί, σύμφωνα μέ τίς ἀριστοτελικές ἀρχές, ὁ
«Σωκράτης» πράγματι δέν εἶναι σωστό κατηγορούμενο· ἄν ὅμως
θέσουμε τό ἐρώτημα: «τί εἶναι ὁ Σωκράτης», ἡ ἔσχατη, δηλαδή ἡ
πιό γενική, ἀπάντηση εἶναι: «μιά οὐσία», ὅπως ἀκριβῶς ἄν θέσουμε
τό ἐρώτημα: «τί είναι κόκκινο», ἡ ἔσχατη άπάντηση εἶναι: «μιά
ποιότητα». Οἱ κατηγορίες ἀποτελοῦν ἕναν κατάλογο τῶν εὐρύτερων
κατηγορουμένων πού εἶναι δυνατόν νά κατηγορηθοῦν οὐσιαστικά
στίς διάφορες κατονομάσιμες ὀντότητες, δηλαδή πού μᾶς λένε τί
εἴδους ὀντότητες εἶναι αὐτές, σέ τελική ἀνάλυση.
Πρώτη κατηγορία εἶναι ἡ οὐσία, τό ὑπόβαθρο πού προϋποθέτουν
ὅλες οἱ ἄλλες. Στό ἐσωτερικό τῆς οὐσίας ὁ Ἀριστοτέλης διακρίνει:19
(1) τήν πρώτη οὐσία, ἡ ὁποία «οὔτε λέγεται γιά ἕνα ὑποκείμενο
οὔτε ὑπάρχει σ' ἕνα ὑποκείμενο», ὅπως οἱ έπιμέρους ἄνθρωποι ἤ
ἵπποι· καί (2) τίς δεύτερες οὐσίες, δηλαδή τά εἴδη καί τά γένη,
στά ὁποῖα ἐμπεριέχονται οἱ πρῶτες οὐσίες· Οἱ δεύτερες οὐσίες «λέγονται
γιά ἕνα ὑποκείμενο, ἀλλά δέν ὑπάρχουν σ' ἕνα ὑποκείμενο». Ἡ
φράση «λέγονται γιά ἕνα ὑποκείμενο» ἀναφέρεται ἐδῶ στή σχέση
καθολικοῦ καί ἐπιμέρους, ἐνῶ ἡ φράση «ὑπάρχουν σ' ἕνα ὑποκείμενο»
ἀναφέρεται στή σχέση ἑνός χαρακτηριστικοῦ πρός τόν κάτοχό του.
Ὅλες οἱ κατηγορίες ἐκτός ἀπό τήν οὐσία «ὑπάρχουν σ' ἕνα
ὑποκείμενο»· ὁρισμένα ἀπό τά πράγματα πού περιλαμβάνουν, λ.χ. ἡ
γνώση, «λέγονται γιά ἕνα υποκείμενο»· ἄλλα πάλι, ὅπως ἕνα
συγκεκριμένο τμῆμα γραμματικής γνώσης, δέν λέγονται γιά ἕνα
ὑποκείμενο.20 Ἔτσι ἡ διάκριση «πρώτου» καί «δεύτερου»
(δηλαδή ἀτομικοῦ καί καθολικοῦ) θά μποροῦσε νά ἰσχύσει ἐξίσου
καί γιά τίς ἄλλες κατηγορίες· ἀλλά ὁ Ἀριστοτέλης —ρητά
τουλάχιστον— τήν περιορίζει στήν κατηγορία τῆς οὐσίας.
Ἡ πρωτοκαθεδρία τῆς ἀτομικῆς οὐσίας εἶναι ἀπό τά πιό σταθερά
σημεῖα τῆς ἀριστοτελικῆς σκέψης —τό σημεῖο πού τόν διαφοροποιεῖ
μέ τόν πιό σαφή τρόπο ἀπό τήν πλατωνική θεωρία. Ὡστόσο ἐνῶ ἡ
πρώτη οὐσία εἶναι γι' αὐτόν τό πιό πραγματικό ὄν, ἡ δεύτερη
οὐσία, καί συγκεκριμένα τό εἰδικότατο εἶδος (infima
species),
ἀποτελεῖ τό κεντρικό σημεῖο τῆς λογικῆς του. Γιατί ἡ λογική
εἶναι μελέτη τῆς σκέψης· ἐκεῖνο ὅμως πού περιέχει τό ἄτομο πέρα
ἀπό τήν εἰδητική του φύση ὀφείλεται στήν ἰδιαίτερη ὕλη στήν
ὁποία εἶναι ἐνσωματωμένο, καί ἑπομένως ξεφεύγει ἀπό τή σκέψη. Τά
μέλη ἑνός εἰδικότατου εἴδους, ὅσο μποροῦμε νά τά γνωρίσουμε,
εἶναι ταυτόσημα, καί μόνο οἱ ἰδιότητες πού ἀπορρέουν ἀπό τήν
εἰδητική φύση τους εἶναι προσιτές στήν ἐπιστήμη.
Στό ὑπόλοιπο ἀναμφισβήτητα γνήσιο τμῆμα τῶν
Κατηγοριών,21 ὁ Ἀριστοτέλης προσπαθεῖ
νά ἀναδείξει συγκριτικά τά χαρακτηριστικά τῆς οὐσίας καί τῶν
βασικότερων ἄλλων κατηγοριῶν. Τά κύρια χαρακτηριστικά τῆς
οὐσίας εἶναι τά ἀκόλουθα: (1) ὅτι δέν «ὑπάρχει σ' ἕνα ὑποκείμενο»·
(2) ὅτι κατηγορεῖται χωρίς ἀμφισημία (αὐτό ἰσχύει μόνο γιά τή
δεύτερη οὐσία)· (3) ὅτι εἶναι ἀτομική (αὐτό ἰσχύει μόνο γιά τήν
πρώτη οὐσία)· (4) ὅτι δέν ἔχει ἀντίθετο οὔτε διαβαθμίσεις· (5)
ὅτι ἐπιδέχεται ἀντίθετους χαρακτηρισμούς. Οἱ ἄλλες κατηγορίες
έξετάζονται μέ βάση αὐτά τά χαρακτηριστικά· μόνο τό τελευταῖο
χαρακτηριστικό ἀπόδεικνύεται ὅτι ἰσχύει γιά ὅλες τίς οὐσίες καί
γιά καμιά ἄλλη κατηγορία.
Ἄς έξετάσουμε τώρα τό ἑξῆς ἐρώτημα: Τί λέει ὁ Ἀριστοτέλης γιά τό
ἐνέργημα χάρη στό ὁποῖο ὁ νοῦς ἔχει ἐνώπιόν του τά νοήματα «ἀσυνδύαστων
λέξεων»,22 γιά τήν
apprehensio simplex
τῆς νεότερης λογικῆς. Τό ἐνέργημα αὐτό ὁ Ἀριστοτέλης τό
διακρίνει σαφῶς ἀπό τήν κρίση· εἶναι ἕνα εἶδος ἐπαφῆς μέ τό
ἀντικείμενο.23 Αὐτή ἡ σύγκριση μᾶς παραπέμπει στήν
ἀριστοτελική ψυχολογία τῆς ἀντίληψης. Ὁ Ἀριστοτέλης διακρίνει
(1) τή σύλληψη τῶν αἰσθητῶν ἰδιοτήτων πού προσιδιάζουν σέ κάθε
αἴσθηση —χρῶμα, ἦχος κτλ.,, καί (2) τή σύλληψη τῶν «κοινῶν
αἰσθητῶν», ὅπως εἶναι τό μέγεθος καί τό σχῆμα, καί τῶν
συνακόλουθων στοιχείων (ὅπως ὅταν ἡ ὅραση ἑνός ἀντικειμένου
ὑποδηλώνει τίς ἰδιότητες ἁφῆς). Τό πρῶτο εἶδος σύλληψης εἶναι
ἀλάθητο, ἐνῶ τό δεύτερο δέν εἶναι. Ἡ σύλληψη τοῦ νοήματος τῶν
ὅρων, ὅπως καί τό πρῶτο εἶδος ἀντίληψης, εἶναι ἀλάθητη· δέν
εἶναι οὔτε ἀληθής οὔτε ψευδής ἤ, μέ τήν εὐρύτερη σημασία τῆς
ἔννοιας «ἀληθής», εἶναι πάντοτε ἀληθής.25 Πολλές
φορές ὁ Ἀριστοτέλης μοιάζει νά ὑπονοεῖ ὅτι ἡ σύλληψη ὅλων τῶν
ὀντοτήτων σέ ἀντιδιαστολή πρός τήν κρίση πού τίς συνενώνει,
ἀνήκει σέ αὐτό τό ἁπλό καί ἄμεσο εἶδος.26 Ἀλλοῦ πάλι
μιλάει γιά τή σύλληψη τῶν «ἁπλῶν ὀντοτήτων», ἀποδίδοντάς τους
τό ἴδιο χαρακτηριστικό.27 Ὡστόσο στίς ἁπλές
ὀντότητες μπορεῖ νά ὑπάρχει μία ἀπό τίς ἑξῆς δύο διαβαθμίσεις
ἁπλότητας: (1) μπορεῖ νά μήν ἐπιδέχονται ἀνάλυση σέ ὕλη καί
μορφή (ὅπως λ.χ. τό «κοῖλος» δέν ἐπιδέχεται ἀνάλυση, ἐνῶ τό «σιμός»
ἐπιδέχεται ἀνάλυση, γιατί προϋποθέτει ἕνα ἰδιαίτερο εἶδος ὕλης —μιά
μύτη)·28 ἤ (2) μπορεῖ νά μήν ἐπιδέχονται ἀνάλυση οὔτε
κάν σ' ἕνα στοιχεῖο γένους καί σ' ἕνα στοιχεῖο εἰδοποιοῦ
διαφοράς. Μόνο ἡ οὐσία, ἡ ποιότητα καί οἱ ἄλλες κατηγορίες ἤ τά
μέγιστα γένη (summa
genera),
καί μόνο αὐτά, εἶναι ἁπλά μέ αὐτή τήν πληρέστερη σημασία.29
Ἄν πάρουμε κατά γράμμα τά λεγόμενα τοῦ Ἀριστοτέλη, δηλαδή ὅτι
ἁπλή σύλληψη εἶναι ἡ σύλληψη ἁπλῶν ὀντοτήτων, τότε ἡ σύλληψη
ὅλων τῶν ἄλλων ὀντοτήτων, ἐφόσον προϋποθέτει τήν ἀναγνώριση μιᾶς
συνένωσης ὕλης καί μορφῆς, ἤ τουλάχιστον γένους καί διαφορᾶς,
ἀποτελεῖ ἐνδιάθετη κρίση, ὅπως ἀκριβῶς ὁ αἰτιακός ὁρισμός ἑνός
ὅρου ἀποτελεῖ ἐνδιάθετο συλλογισμό.30 Ἀλλά αὐτή ἡ
θεωρία δέν ἀπαντᾶ στό Ὄργανον, ὅπου ἡ ἁπλή σύλληψη κάθε
ὀντότητας διακρίνεται ἀπό τήν κρίση.
Ἡ
πρόταση
Τό
Περί
ἑρμηνείας ἐκφράζει μιά καθαρά «ἀναπαραστατική»
θεωρία τῆς γνώσης. Τά παθήματα τῆς ψυχῆς εἶναι «ὁμοιώματα
πραγμάτων».31 Σύμφωνα μέ αὐτή τήν ἄποψη, ἡ κρίση
περιγράφεται ὄχι ὡς σύλληψη συνδέσεων πού ὑπάρχουν στήν
πραγματικότητα, ἀλλά ὡς δημιουργία συνδέσεων (ἤ, σέ περίπτωση
ἀποφατικῆς κρίσης, διαιρέσεων) ἀνάμεσα σ' αὐτά τά παθήματα τῆς
ψυχῆς, πού ὀνομάζονται ἐπίσης ἔννοιες (νοήματα).32
Καθὡς μάλιστα ὁ διαχωρισμός τοῦ Α ἀπό τό Β μπορεῖ νά θεωρηθεῖ
σύνδεση τοῦ
A
καί τοῦ μή Β, κάθε κρίση, εἴτε ἀποφατική εἴτε καταφατική,
περιγράφεται στό
Περί ψυχῆς33
ὡς «σύνδεση ἐννοιῶν σάν νά ἦταν μία» —δηλαδή σάν νά ἀποτελοῦσε ἡ
κρίση συσχέτιση ἐννοιῶν οἱ ὁποῖες προηγουμένως ἦταν ἀσύνδετες
στό νοῦ. Ὁ Ἀριστοτέλης διορθώνει αὐτή τή μονομερή περιγραφή
προσθέτοντας ὅτι ἡ κρίση μπορεῖ έπίσης νά ὀνομαστεῖ διαίρεση —ἀνάλυση
συγκεχυμένων συμπλεγμάτων,35 καί ἐπανασύνδεση, στή
μεθοδική ὁλότητα μιᾶς κρίσης, τῶν στοιχείων πού ἀνακαλύφθηκαν μέ
αὐτό τόν τρόπο. Ἐφόσον ὅμως ἡ κρίση περιγράφεται εἴτε ὡς
διάκριση εἴτε ὡς σύνθεση ἐννοιῶν, ἡ βασική ἀντίληψη τῆς
ἀλήθειας καί τοῦ ψεύδους εἶναι ὅτι ἡ κρίση εἶναι ἀληθής ὅταν
συνδέει δύο ἔννοιες Α' καί Β' πού μοιάζουν ἀντίστοιχα μέ δύο
συνδεδεμένα στοιχεῖα τῆς πραγματικότητας Α καί Β, ἤ ὅταν
διαχωρίζει δύο ἔννοιες πού μοιάζουν ἀντίστοιχα μέ δύο
ἀποσυνδεμένα στοιχεῖα τῆς πραγματικότητας· καί ὅτι εἶναι ψευδής
στίς δύο ἀντίθετες περιπτὡσεις. Ὡστόσο αὐτή ἡ χονδροειδής
ἀντίληψη τῆς ἀλήθειας ὡς ἀντιστοιχίας δέν άντιπροσωπεύει τήν
ὡριμότερη σκέψη τοῦ Ἀριστοτέλη γι' αὐτό τό ζήτημα. Σέ ἄλλο
σημεῖο, ἐγκαταλείποντας ἐντελῶς τήν ἰδέα τῶν «ἐννοιῶν» πού
παραμένουν στό νοῦ ὥσπου νά συσχετιστοῦν ἤ νά διαχωριστοῦν,
ἀναφέρει ὅτι ἡ σκέψη ἔρχεται σέ ἄμεση έπαφή μέ τήν
πραγματικότητα, καί λέει πολύ ἁπλά καί σωστά ὅτι ἡ κρίση εἶναι
ἀληθής, ὅταν δηλώνει ὅτι στοιχεῖα τῆς πραγματικότητας
πραγματικά συνενωμένα εἶναι συνενωμένα, ἤ ὅτι στοιχεῖα
πραγματικά διαιρεμένα εἶναι διαιρεμένα.36 Αὐτή ἡ
ἄποψη ἰσοδυναμεῖ, κατά μία ἔννοια, μέ μιάν ἀντίληψη τῆς άλήθειας
ὡς ἀντιστοιχίας, ἀλλά χωρίς τήν ἰδέα ὅτι ὑπάρχει μιά δομή τῆς
σκέψης πού ἀντιγράφει τή δομή τῆς πραγματικότητας.
Ὡς πρός τήν πρόταση ἤ, ἀλλιῶς, τήν ἔκφραση τῆς κρίσης μέ λέξεις,
ὁ Ἀριστοτέλης χρησιμοποιεῖ ὡς ἀφετηρία τήν πλατωνική ἀνάλυση
τῆς πρότασης σέ ὄνομα καί ρῆμα.37 Ἐν συνεχεία ὅμως
εἰσάγει δικούς του ὁρισμούς καί διακρίσεις. Τό ὄνομα εἶναι «ἦχος
πού ἔχει νόημα
κατά
συνθήκην, πού δέν δηλώνει χρόνο καί πού κανένα μέρος του,
ἄν ληφθεῖ χωριστά, δέν ἔχει νόημα».38 Τό ρῆμα εἶναι
αὐτό πού ὄχι μόνο ἔχει ὁρισμένο νόημα, ὅπως τό ὄνομα, ἀλλά
ἐπιπλέον δηλώνει χρόνο καί ὑποδεικνύει κάτι πού λέγεται
γιά
κάτι ἄλλο.
Ἐκτός ἀπό τό ὄνομα καί τό ρῆμα, ὁ Ἀριστοτέλης διακρίνει ἐπίσης
ἐκεῖνα πού, ἐλλείψει καλύτερης ὀνομασίας, τά ὀνομάζει «ἀόριστο
ὄνομα» καί «ἀόριστο ρῆμα» (π.χ.
μή ἄνθρωπος,
δέν ἀσθενεῖ)
— «ἀόριστα» ἐπειδή μποροῦν νά λεχθοῦν γιά ὁποιοδήποτε πράγμα,
ὑπαρκτό ἤ ἀνύπαρκτο.40 Στό
Περί
ἑρμηνείας, ὅπου ἀνιχνεύονται μέ ξεχωριστό
ἐνδιαφέρον οἱ πιθανές γλωσσικές παραλλαγές τῆς πρότασης,
γίνεται ἐκτεταμένη χρήση αὐτῶν τῶν μορφῶν. Ὡστόσο ὁ Ἀριστοτέλης
γνωρίζει πολύ καλά τόν ἀσήμαντο ρόλο τῆς ἁπλῆς ἄρνησης γιά τή
ζωή τοῦ νοῦ, καί γι' αὐτό στά ἄλλα λογικά του συγγράμματα αὐτές
οἱ μορφές ἀγνοοῦνται σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου.
Στό
Περί
ἑρμηνείας κύριο μέλημα τοῦ Ἀριστοτέλη εἶναι νά
καθορίσει τίς δυνατές ἀντιθέσεις ἀνάμεσα στίς προτάσεις. Ἡ
ὑπαρκτική κρίση ἀποτελεῖ γι' αὐτόν τόν πρωταρχικό τύπο. Οἱ
πιθανές παραλλαγές αὐτού τοῦ τύπου εἶναι οἱ άκόλουθες:
Ἕνας (δηλαδή κἀπόιος) ἄνθρωπος ὑπάρχει
(ἐστίν
ἄνθρωπος)
Ἕνας
ἄνθρωπος δέν ὑπάρχει
(οὐκ ἐστίν
ἄνθρωπος)
Ἕνας μή ἄνθρωπος ὑπάρχει
(ἐστίν οὐκ
ἄνθρωπος)
Ἕνας μή ἄνθρωπος δέν ὑπάρχει
(οὐκ ἐστίν
οὐκ ἄνθρωπος).41
(Σημειώνονται έπίσης οἱ περαιτέρω παραλλαγές πού προκύπτουν ἄν
στή θέση τοῦ «ἕνας» ἔχουμε «κάθε».) Κάθε ἁπλή πρόταση, πού
ἁπαρτίζεται ἀπό ὄνομα καί ρῆμα δίνει τίς ἴδιες παραλλαγές:
Ἕνας ἄνθρωπος βαδίζει
Ἕνας ἄνθρωπος δέν βαδίζει
Ἕνας μή ἄνθρωπος βαδίζει
Ἕνας μή ἄνθρωπος δέν βαδίζει.42 ,
Ὑπάρχει ὅμως καί ἕνας ἄλλος τύπος πρότασης43 πού
δίνει μεγαλύτερη ποικιλία μορφῶν:
Ἕνας ἄνθρωπος εἶναι δίκαιος
Ἕνας ἄνθρωπος δέν εἶναι δίκαιος
Ἕνας ἄνθρωπος εἶναι μή δίκαιος
Ἕνας ἄνθρωπος δέν εἶναι μή δίκαιος
Ἕνας μή ἄνθρωπος εἶναι δίκαιος
Ἕνας μή ἄνθρωπος δέν εἶναι δίκαιος
Ἕνας μή ἄνθρωπος εἶναι μή δίκαιος
Ἕνας μή ἄνθρωπος δέν εἶναι μή δίκαιος.
Οἱ προτάσεις τοῦ τύπου «ἕνας ἄνθρωπος εἶναι δίκαιος» εἶναι
προτάσεις στίς ὁποῖες «τό
εἶναι
εἶναι ἕνα τρίτο στοιχεῖο πού λέγεται ἐπιπλέον», «ἕνα
τρίτο ὄνομα ἤ ρῆμα πού προστίθεται στά ἄλλα δύο».
Ἄνθρωπος
καί
δίκαιος
εἶναι τά
ὑποκείμενα
πράγματα καί τό
εἶναι
εἶναι μιά
πρόσθεσις.44
Σέ αὐτό τό σημεῖο ὁ Ά- ριστοτέλης καταπιάνεται — ὄχι πολύ
εὔστοχα— μέ τίς δυσκολίες τῆς ἔννοιας τοῦ συνδετικοῦ:
ἀντιλαμβάνεται πολύ καλά τή διάκριση ἀνάμεσα στό ὑπαρκτικό καί
τό συνδετικό εἶναι,45 δέν ἔχει ὅμως ἀκόμη πολύ σαφή
εἰκόνα γιά τή σχέση τους. Ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ ἀνάλυση τῆς πρότασης
σέ ὄνομα καί ρῆμα δέν εἶναι
πάντοτε
ἐπαρκής, ἀλλά δέν ἐπιχειρεῖ νά ἀναλύσει ὅλες τίς
προτάσεις σέ ὑποκείμενο, κατηγορούμενο καί συνδετικό.
Ἀντιλαμβάνεται ὅτι τό συνδετικό δέν εἶναι στοιχεῖο τῆς πρότασης
ἀπολύτως ἀνάλογο μέ τό ὑποκείμενο καί τό κατηγορούμενο, ἀλλά δέν
ἐπισημαίνει ὅτι ἁπλῶς ἐκφράζει τό ἐνέργημα μέ τό ὁποῖο
καταφάσκουμε μιά σύνδεση, σέ ἀντιδιαστολή μέ τά στοιχεῖα τῆς
πραγματικότητας τῶν ὁποίων ἡ σύνδεση καταφάσκεται. Στά
Ἀναλυτικά
πρότερα, πού ἀντιπροσωπεύουν τή σκέψη τοῦ
Ἀριστοτέλη στήν ὡριμότερη ἐκδοχή της, τό συνδετικό
παρουσιάζεται (ὅπως πολύ εὔστοχα ἔχει διατυπωθεῖ) ἐντελῶς
ἀνεξάρτητα ἀπό τό κατηγορούμενο. Ὅταν οἱ προτάσεις θεωροῦνται
προκείμενες τοῦ συλλογισμοῦ —ὅπως στά
Ἀναλυτικά
πρότερα—, ἐπιβάλλεται ἡ ἀπομόνωση σέ κάθε πρόταση
ἑνός κατηγορουμένου πού μπορεῖ νά ἀποτελέσει τό ὑποκείμενο
ἄλλης πρότασης. Γι' αὐτό ἄλλωστε, σέ αὐτό τό ἔργο ὁ Ἀριστοτέλης
διατυπώνει ὅλες
τίς προτάσεις μέ τή μορφή: «τό Α εἶναι Β ἤ «τό
Β
ἀνήκει στό Α».46
Ἡ πρωταρχική τυπολογική διαίρεση τῶν κρίσεων εἶναι σέ
καταφατικές καί ἀποφατικές. Ἡ κατάφαση καί ἡ ἀπόφαση
ἀντιμετωπίζονται συνήθως ὡς σύστοιχες, ἀλλά σέ ὁρισμένες
περιπτώσεις ἡ κατάφαση περιγράφεται ὡς πρότερη σέ σχέση μέ τήν
ἀπόφαση.47 Ὁ Ἀριστοτέλης δέν ἐννοεῖ βέβαια ὅτι ἡ
κατάφαση προηγεῖται ἀπό ψυχολογική σκοπιά. Ἡ ἀπόφαση δέν εἶναι
ἀπόρ- ριψη μιᾶς προηγούμενης κατάφασης, ἀλλά ἀπόρριψη μιᾶς
προτεινόμενης σύνδεσης, ὅπως ἀκριβὡς ἡ κατάφαση εἶναι ἀποδοχή
μιᾶς προτεινόμενης σύνδεσης.48 Οἱ δύο αὐτές στάσεις
τοποθετοῦνται στό ἴδιο ἐπίπεδο, ὅπως ἀκριβῶς ἡ δίωξη καί ἡ φυγή.49
Ὡστόσο ὁ Ἀριστοτέλης ἔχει πιθανότατα τρεῖς λόγους νά θεωρεῖ τήν
κατάφαση πρότερη: (1) Ἡ κατάφαση ἔχει ἁπλούστερη γλωσσική
μορφή. (2) Ἕνα ἀποφατικό συμπέρασμα ἀπαιτεῖ μιά καταφατική
προκείμενη, ἐνῶ ἕνα καταφατικό συμπέρασμα οὔτε πρέπει οὔτε
μπορεῖ νά ἔχει ἀποφατική προκειμένη.50 (Μολαταῦτα ἡ
ἀπόφαση δέν μπορεῖ νά στηρίζεται σέ
καθαρά
καταφατική βάση, γιατί τό ἀποφατικό συμπέρασμα
πρέπει νά ἔχει καί ἀποφατική προκειμένη. Ἑπομένως ὑπάρχουν
ἔσχατες ἀναπόδεικτες ἀποφάσεις στόν ἴδιο βαθμό πού ὑπάρχουν
ἔσχατες ἀναπόδεικτες καταφάσεις, δηλαδή αὐτές πού ἐκφράζουν τόν
ἀμοιβαῖο ἀποκλεισμό τῶν
summa genera
ἤ κατηγοριῶν.51) (3) Ἡ κατάφαση προηγεῖται σέ ἀξία,
γιατί μᾶς παρέχει ἀκριβέστερες πληροφορίες γιά τό ὑποκείμενό της
ἀπ' ὅ,τι ἡ ἀπόφαση.
Ὁ Ἀριστοτέλης ἀπόφεύγει δύο σφάλματα πού ἀπαντοῦν συχνά σέ
μεταγενέστερους λογικούς. (1) Ἀπορρίπτει κάθε προσπάθεια
ἀναγωγῆς τοῦ ἀπόφατικοῦ στό καταφατικό, δηλαδή ἀπορρίπτει τήν
ἄποψη ὅτι «τό Α δέν εἶναι Β» σημαίνει στήν πραγματικότητα «τό Α
εἶναι μή Β» —σάν νά μπορούσαμε νά ἀποφύγουμε τήν ἀπόφαση
ἀρνούμενοι ἀρχικά καί ἐν συνεχεία βεβαιώνοντας ὅτι ἔχουμε
ἀρνηθεῖ».53 Καί (2) δέν ἀναγνωρίζει τήν ἀόριστη»
κρίση ὡς εἶδος, παράλληλα μέ τό καταφατικό καί τό ἀποφατικό. Ἡ
πρόταση «τό Α εἶναι μή Β» εἶναι, κατά τήν ἄποψή του, κατάφαση
μ' ἕνα ἰδιόρρυθμο ὅσο καί ἀσήμαντο εἶδος κατηγορουμένου.54
Ἡ διαίρεση τῶν κρίσεων ὡς πρός τήν ποσότητα εἶναι ἡ ἀκόλουθη:
(1) κρίσεις πού ἀναφέρονται σέ μιά καθολική ἔννοια καί εἶναι (α)
καθολικές — «κάθε ἄνθρωπος εἶναι λευκός»— ἤ (β) μή καθολικές — «ὑπάρχει
ἕνας λευκός ἄνθρωπος» ἤ «μερικοἱ ἄνθρωποι εἶναι λευκοἱ»· (2)
κρίσεις πού ἀναφέρονται σέ ἀτομικές ἔννοιες — «ὁ Σωκράτης εἶναι
λευκός».55 Οἱ τρεῖς αὐτοἱ τύποι δέν σχηματίζουν
φθίνουσα κλίμακα ὡς πρός τή γενικότητα· ἡ μή καθολική κρίση, πού
ἀναφέρεται σέ μιά καθολική ἔννοια, εἶναι ἀληθής ἀκόμη καί ἄν
ὑπάρχει, λ.χ., μόνο ἕνας λευκός ἄνθρωπος. Οἱ κρίσεις γιά
καθολικές ἔννοιες καί οἱ κρίσεις γιά ἀτομικές ἔννοιες
ἀναφέρονται σέ διαφορετικά εἴδη ὀντότητας.56 Αὐτό τό
σχῆμα ὑπονοεῖ ἤδη τή θεωρία πού ἀναπτύσσεται στά Ἀναλυτικά
ὕστερα, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ καθολική ἔννοια σχεδόν νοεῖται μέ
τρόπο καθαρά μή ποσοτικό. Ἐπιπλέον, ἡ κρίση νοεῖται ὡς κάτι πού
ἐκφράζει ὄχι τόν ἐγκλεισμό τοῦ ὑποκειμένου στό κατηγορούμενο,
ἀλλά περισσότερο τό χαρακτηρισμό τοῦ ὑποκειμένου ἀπό τό
κατηγορούμενο. Τό κατηγορούμενο δέν ἔχει ποτέ δείκτη ποσοῦ·
εἰδικότερα, ὅταν ὁ Ἀριστοτέλης προσπαθεῖ νά διατυπώσει καί νά
αἰτιολογήσει τούς κανόνες τῆς ἀντιστροφῆς,57 δέν
ἀναφέρεται καθόλου στόν καταμερισμό ἤ μή καταμερισμό τοῦ
κατηγορουμένου, ὅπως κάνει ἡ τυπική λογική. Μόνο ὅταν ἐξετάζει
τό συλλογισμό ἀναδεικνύεται ἡ ἐγκλειστική θεωρία τῆς κρίσης,58
καί, ὅταν ἀπό τό συλλογισμό περνᾶ στόν ὁρισμό, ἡ θεωρία αὐτή καί
πάλι ἀποσιωπᾶται.
Στά Ἀναλυτικά πρότερα59 συναντοῦμε μιά διαφορετική
ταξινόμηση τῶν κρίσεων ἀπό ποσοτική σκοπιά. Σέ αὐτό τό ἔργο οἱ
κρίσεις διαιροῦνται σέ καθολικές, μερικές καί ἀπροσδιόριστες·
ἀπροσδιόριστες εἶναι κρίσεις ὅπως «ἡ ἡδονή δέν εἶναι ἀγαθό». Ὁ
χαρακτηρισμός «ἀπροσδιόριστες» μπορεῖ νά θεωρηθεῖ μόνο
προσωρινή περιγραφή κρίσεων οἱ ὁποῖες, στήν οὐσία, εἶναι εἴτε
καθολικές εἴτε μερικές, ἀλλά δέν ἐκφράζονται σαφῶς μέ τή μία ἤ
μέ τήν ἄλλη μορφή. Ἕως ὅτου διαλυθεῖ ἡ ἀμφισημία, οἱ κρίσεις
αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ὡς προκείμενες συλλογισμοῦ, ἀξιολογοῦνται μόνο
ὡς μερικές κρίσεις· μέ αὐτόν ἀκριβῶς τόν τρόπο τίς
ἀντιμετωπίζουν τά Ἀναλυτικά
πρότερα,60
ὅπου διατηρεῖται ἀκέραιη ἡ συλλογιστική ἄποψη. Στήν
πραγματικότητα ὅμως μιά κρίση τοῦ εἴδους «ἡ ἡδονή δέν εἶναι
ἀγαθό» ἀποτελεῖ ἐπιστημονική κρίση ἀνάλογη μέ αὐτές πού
ἀναγνωρίζονται στά Ἀναλυτικά ὕστερα, ὅπου ἡ ποσοτική
πληρότητα τοῦ ὑποκειμένου, μολονότι ἀναγκαία, δέν ἀποτελεῖ τό
κύριο στοιχεῖο, καί ἡ σωστή διατύπωση δέν εἶναι «κάθε Α εἶναι
Β», ἀλλά «τό Α ὡς Α εἶναι Β».
Στά Ἀναλυτικά
πρότερα
παρατηροῦμε ὅτι ἡ ἑνική κρίση δέν ἀναγνωρίζεται ὡς
ξεχωριστό εἶδος. Στήν ἐξέταση τῶν σχημάτων τοῦ συλλογισμοῦ61
δέν ἀναφέρεται καμιά ἑνική κρίση οὔτε ὡς προκειμένη οὔτε ὡς
συμπέρασμα. Ἡ αἰτία τῆς παράλειψης τῆς ἑνικῆς κρίσης
ἀποκαλύπτεται σ' ἕνα χωρίο62 ὅπου ὁ Ἀριστοτέλης, ἀφοῦ
ἀναγνωρίσει τρία εἴδη ὀντότητας —τά ἄτομα
(καθ'ἕκαστα),
τά
summa genera
καί τίς τάξεις πού περιέχουν τά ἄτομα καί περιέχονται στά
summa genera—
προσθέτει ὅτι «οἱ συζητήσεις καί οἱ σκέψεις ἀφοροῦν κυρίως αὐτά
πού ἀνήκουν στήν τελευταία κατηγορία». Στό
Περί
ἑρμηνείας, ὅπου ἐξετάζεται ὁ συλλογισμός καθαυτόν,
ἡ ἑνική κρίση ἀναγνωρίζεται ὡς ξεχωριστό εἶδος· στά Ἀναλυτικά
πρότερα, ὅπου οἱ κρίσεις ἐξετάζονται ὡς πρός
τήν ἀξία τους στήν πρακτική τοῦ συμπερασμοῦ, λαμβάνεται ὑπόψη τό
γεγονός ὅτι τόσο ὁ ἐπιστημονικός ὅσο καί ὁ διαλεκτικός
συμπερασμός ἀφοροῦν κατά βάση τάξεις καί ὄχι ἀτομικές ἔννοιες.
Ἐκτός ἀπό τήν ποιότητα καί τήν ποσότητα, ὁ Ἀριστοτέλης
ἀναγνωρίζει καί τόν τρόπο τῶν κρίσεων. Ξεκινώντας, ὅπως
συνηθίζει, ὄχι ἀπό μεταφυσικές διακρίσεις, ἀλλά ἀπό διακρίσεις
πού εἶναι ἐμφανεῖς στήν κοινή χρήση τῆς γλὡςσας, ξεχωρίζει τίς
ἀκόλουθες χρήσεις: «τό Α εἶναι Β», «τό Α εἶναι κατανάγκην Β», «τό
Α δυνατόν νά εἶναι Β».63 Ἀλλά σύντομα ἀναγνωρίζει ὅτι
οἱ δύο τελευταῖοι τύποι ἀποτελοῦν κρίσεις τῆς δεύτερης
κατηγορίας, δηλαδή ἀνάγονται στίς μορφές: «Τό ὅτι Α εἶναι Β
εἶναι ἀναγκαῖο», «τό ὅτι Α εἶναι Β εἶναι δυνατόν», καί
συσχετίζονται πρός τή μορφή «τό ὅτι Α εἶναι Β εἶναι ἀληθές»64.
Ἡ ἔννοια τοῦ δυνατοῦ περιλαμβάνει δύο στοιχεῖα. Τό δυνατόν
πρέπει νά εἶναι κάτι πού δέν ἐμπεριέχει μιάν ἀδύνατη συνέπεια·
παράλληλα ὅμως πρέπει νά εἶναι κάτι πού τό
ἀντίθετό
του δέν εἶναι κατανάγκην ψευδές.65
Ἑπομένως, δέν εἶναι τό ἀντίθετο τοῦ ἀδυνάτου. Τό δυνατόν δέν
εἶναι οὔτε ἀδύνατο, οὔτε ἀναγκαῖο, καί ἄν ληφθεῖ ὑπόψη τό
τελευταῖο χαρακτηριστικό, ἡ κρίση «τό Α δυνατόν νά εἶναι Β»
μπορεῖ νά μετατραπεῖ στήν κρίση «τό Α δυνατόν νά μήν εἶναι Β».66
Ὁρισμένες δυσκολίες πού παρουσιάζει ἡ ἄποψη τοῦ Ἀριστοτέλη γιά
τό δυνατόν ὀφείλονται στό γεγονός ὅτι ὁ ἴδιος συχνά ἀγνοεῖ
ἐντελῶς τή δεύτερη ἐκδοχή. Ἔτσι λέει ὅτι εἶναι δυνατόν (1) τό
ἀναγκαῖο, (2) τό μή ἀναγκαῖο καί (3) τό δυνατόν νά ὑπάρξει.67
Ἀπό αὐτά ὅμως τό πρῶτο καλύπτει μόνο μία ἀπό τίς προϋποθέσεις
τοῦ δυνατοῦ: δέν εἶναι ἀδύνατο. Δέν καλύπτει τή δεύτερη
προϋπόθεση, καί γι' αὐτό λέγεται δυνατόν μόνο μέ μιά
δευτερεύουσα σημασία τῆς λέξης.68
Μέ τόν ἴδιο μή κυριολεκτικό τρόπο μπορεῖ καί τό ἐνεργείᾳ νά
θεωρηθεῖ δυνατόν.69 Ἄν στραφοῦμε πάλι στή διάκριση
ἀνάμεσα στό μή ἀναγκαῖο καί στό δυνατόν νά ὑπάρξει,
ἀνακαλύπτουμε ὅτι μέ τό δεύτερο ὁ Ἀριστοτέλης ἐννοεῖ ἐκεῖνες τίς
περιπτώσεις, στή σφαίρα τοῦ τυχαίου καί τῆς μεταβολῆς, στίς
ὁποῖες τό ὑποκείμενο κατέχει συνήθως, ἀλλά ὄχι ὁριστικά, μιά
ἰδιότητα· ἐνῶ μέ τό πρῶτο ἐννοεῖ τίς περιπτὡςεις στίς ὁποῖες
εἴτε δέν ὑπάρχει κανόνας πού νά ἐφαρμόζεται, ἔστω καί μέ σχετική
ἰσχύ, εἴτε αὐτός ὁ κανόνας παραβιάζεται κατ' ἐξαίρεση.70
Δέν εἶναι καθόλου εὔκολο νά ἀποφασίσει κανείς ἄν ὁ Ἀριστοτέλης
πιστεύει τελικά πώς ὑπάρχει στόν κόσμο μιά σφαίρα πραγματικῆς
τυχαιότητας.71 Πολλές φορές μοιάζει νά πιστεύει πώς ἡ
άναγκαιότητα κυριαρχεῖ στήν οὐράνια περιοχή καί ἡ τυχαιότητα
στήν ἐπίγεια. Ἀλλά ἀκόμη καί στόν ἐπίγειο κόσμο ὑπάρχουν
ἀναγκαῖες σχέσεις —οἱ σχέσεις ἀνάμεσα σ' ἕνα ὑποκείμενο καί στό
γένος, τήν εἰδοποιό διαφορά καί τίς ἰδιότητές του. Καί στήν
οὐράνια περιοχή ὑπάρχει τυχαιότητα· ἕνας πλανήτης πού εἶναι ἐδῶ,
εἶναι δυνατό νά ὑπάρξει ἐκεῖ. Ὡστόσο ἡ τυχαιότητα στά οὐράνια
σώματα περιορίζεται σέ μιά δυνατότητα κίνησης, ἐνῶ τά γήινα
πράγματα ἔχουν ἐπίσης τή δυνατότητα νά ἀλλάξουν ποιότητα, νά
αὐξηθοῦν καί νά ἐλαττωθοῦν, νά γεννηθοῦν καί νά πεθάνουν.
Μολονότι ὁ Ἀριστοτέλης ἀναφέρει στή λογική του αὐτές τίς
μεταφυσικές διακρίσεις, ὅταν ἐξετάζει στήν πράξη τούς τύπους τῶν
τροπικῶν κρίσεων ἐλάχιστα τίς λαμβάνει ὑπόψη. Ἀρκεῖται στήν
παρατήρηση ὅτι τά τρία εἴδη κρίσης ὑπάρχουν καί μελετᾶ τά
συμπεράσματα πού μπορεῖ νά συναχθοῦν ἀπό αὐτά μέ ἀντίθεση,72
ἀντιστροφή73 καί συλλογισμό.74
Ὁ Ἀριστοτέλης δέν θεωρεῖ ὅτι ἡ ὑποθετική καί ἡ διαζευκτική
κρίση ἀποτελοῦν χωριστά εἴδη σέ σχέση μέ τήν κατηγορική κρίση.
Κάνει ὅμως διάκριση ἀνάμεσα στήν ἁπλή καί στή σύνθετη πρόταση·75
σύνθετες προτάσεις ἐννοεῖ τούς τύπους «τό
A
καί τό Β εἶναι Γ», «τό Α εἶναι Β καί Γ» ἤ «τό Α εἶναι Β καί τό Γ
εἶναι Δ». Ἡ άριστοτελική θεωρία τῆς ὑπόθεσης θά ἐξεταστεῖ
διεξοδικότερα στό κεφάλαιο περί συλλογισμοῦ.
Συλλογισμός
Ἡ θεωρία τοῦ συλλογισμοῦ μπορεῖ δικαιολογημένα νά ἀποδοθεῖ ἐξ
ὁλοκλήρου στόν Ἀριστοτέλη. Ἡ λέξη
συλλογισμός
ἀπαντᾶ ἤδη στόν Πλάτωνα, ἀλλά δέν ἔχει τό νόημα
πού τῆς δίνει ὁ Ἀριστοτέλης· ἄλλωστε δέν εἶχε ἐπιχειρηθεῖ ὡς
τότε ἡ γενική περιγραφή τῆς διαδικασίας τῆς συνεπαγωγῆς.
Συγγενέστερη προσέγγιση ἦταν ἴσως ἡ διατύπωση τῆς λογικῆς
διαίρεσης ἀπό τόν Πλάτωνα, πού ὁ Ἀριστοτέλης τήν ὀνομάζει «ἀσθενή
συλλογισμό»·76 αὐτή ἡ διατύπωση ὅμως δέν ἀποτελοῦσε
κάν ἕνα πρῶτο σχεδίασμα τῆς ἐν γένει διαδικασίας τῆς συνεπαγωγῆς.
Ἄν τεθεῖ τό ἐρώτημα τί ἀκριβῶς ὁδήγησε τόν Ἀριστοτέλη νά
καταπιαστεῖ μέ αὐτό τό πρόβλημα, ἡ ἀπάντηση θά εἶναι πιθανότατα
ὅτι τόν ἐνδιέφερε πρωτίστως νά καθορίσει τίς προϋποθέσεις τῆς
ἐπιστημονικῆς γνώσης· στήν ἀρχή τοῦ ἔργου του Ἀναλυτικά
πρότερα
ἐξαγγέλλει ὡς στόχο του αὐτό ἀκριβῶς τό ἐγχείρημα,
σέ σχέση μέ τό ὁποῖο ἡ τυπολογική μελέτη τοῦ συλλογισμοῦ ἀποτε-
λεῖ τό πρῶτο βῆμα. Ὁ Ἀριστοτέλης φαίνεται ὅτι ὑποστήριζε πὡς ἡ
ἐπιστήμη, πέρα ἀπό ὁποιεσδήποτε ἄλλες προϋποθέσεις, πρέπει
τουλάχιστον νά διασφαλίζει τήν ἐγκυρότητα κάθε βήματος πού
πραγματοποιεῖ, καί αὐτό τῆς τό έγγυᾶται ἡ τήρηση τῶν κανόνων τοῦ
συλλογισμοῦ. Δέν μποροῦμε βέβαια νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀριστοτελική
μέθοδος εἶναι ἐξονυχιστική μελέτη τῆς πραγματικῆς ἐπιστημονικῆς
διεργασίας· γιατί σέ αὐτή τήν περίπτωση —δηλαδή ἄν ὁ Ἀριστοτέλης
εἶχε μελετήσει προσεκτικά τή μοναδική ἔστω θετική ἐπιστήμη πού
ἦταν τότε γνωστή (ἤ πού εἶναι γνωστή σ' ἐμᾶς)—, θά εἶχε γράψει
ἴσως μέ πολύ διαφορετικό τρόπο. Θά εἶχε περισσότερα νά πεῖ γιά
τήν ἀναλυτική μέθοδο καί θά ἦταν ὑποχρεωμένος νά ἀναγνωρίσει τήν
ὕπαρξη μή συλλογιστικών συνεπαγωγῶν ἐξίσου δεσμευτικῶν μέ τό
συλλογισμό —δηλαδή συνεπαγωγές κατά τίς ὁποῖες χρησιμοποιοῦμε τή
γνώση μας γιά τίς λογικές συνέπειες ὄχι πιά τῆς σχέσης
ὑποκειμένου καί κατηγορουμένου, ἀλλά σχέσεων ὅπως ἡ ἰσότητα, τό
«βρίσκεται στά δεξιά τοῦ...» καί ἄλλες παρόμοιες· γιατί τά
μαθηματικά βρίθουν ἀπό τέτοιες συνεπαγωγές σχέσεων. Ὁ
ἀριστοτελικός ὁρισμός τοῦ συλλογισμοῦ εἶναι ἀρκετά γενικός· ὁ
συλλογισμός εἶναι «ἐπιχείρημα κατά τό ὁποῖο, ὅταν τεθεῖ κάτι,
ἐπακολουθεῖ κάτι διαφορετικό, τό ὁποῖο προκύπτει ἀναγκαῖα ἀπό
τήν ἀλήθεια τοῦ πρώτου, χωρίς νά χρειάζεται κανένας ἐξωτερικός
ὅρος».77
Ὁ Ἀριστοτέλης δέχεται, χωρίς ὅμως ἐπαρκεῖς ἀπόδείξεις,78
ὅτι αὐτό ἰσχύει μόνο ὅταν μιά σχέση
ὑποκειμένου-κατηγορουμένου
ἀνάμεσα σέ δύο ὅρους συνάγεται ἀπό σχέσεις
ὑποκειμένου-κατηγορουμένου
ἀνάμεσα σέ αὐτές καί σ' ἕναν τρίτο ὁρο. Τό γεγονός
ὅτι ἀγνοοῦνται τά ἄλλα εἴδη συνεπαγωγῆς πού ἀναφέρθηκαν πιό πάνω
αἰτιολογεῖται —ἐφόσον βέβαια μπορεῖ νά αἰτιολογηθεῖ- ὡς ἑξῆς:
(1) αὐτά τά εἴδη συνεπαγωγῆς χρησιμοποιοῦν καί τή σχέση
ὑποκειμένου-κατηγορουμένου καί τήν εἰδική σχέση στήν ὁποία
βασίζονται. Ἡ σχέση ὑποκειμένου-κατηγορουμένου εἶναι ἡ κοινή
μορφή κάθε κρίσης καί κάθε συμπερασμοῦ, καί γι' αὐτό ἀποτελεῖ τό
πρωταρχικό ἀντικείμενο τῆς λογικῆς μελέτης. (2) Ἐνῶ οἱ
παραλλαγές τοῦ συλλογισμοῦ μπορεῖ νά διερευνηθοῦν πλήρως, καί οἱ
κανόνες τους μπορεῖ νά διατυπωθοῦν μέ ὁριστικό τρόπο, κάθε
προσπάθεια ἀπαρίθμησης ὅλων τῶν δυνατῶν παραλλαγῶν τῆς
συνεπαγωγῆς σχέσεων εἶναι καταδικασμένη σέ ἀποτυχία.
Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ὁρολογία τοῦ Ἀριστοτέλη σέ αὐτό τό
μέρος τοῦ ἔργου του ἔχει κατά βάση μαθηματική προέλευση
- σχῆμα,
διάστημα (πού δηλώνει τήν πρόταση),
ὅρος
(δηλαδή ὅριο). Εἰκάζεται μάλιστα ὅτι ἀναπαριστοῦσε κάθε
σχῆμα τοῦ συλλογισμοῦ μέ διαφορετικό γεωμετρικό σχῆμα: οἱ
γραμμές δήλωναν τίς προτάσεις καί τά σημεῖα δήλωναν τούς ὅρους.
Ὡστόσο ἡ ὁρολογία δέν πηγάζει ἀπό τή γεωμετρία γενικά, ἀλλά ἀπό
τή θεωρία τῶν ἀναλογιῶν. Ὄχι μόνο οἱ ὀνομασίες
σχῆμα,
διάστημα καί
ὅρος,
ἀλλά καί οἱ λέξεις
ἄκρον
καί
μέσον ἦταν
σέ αὐτή τή θεωρία τεχνικοἱ ὅροι, καί μποροῦμε νά
ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης θεωροῦσε πώς οἱ προκείμενες στά
διάφορα σχήματα τοῦ συλλογισμοῦ —«τό Α κατηγορεῖται στό Β, τό Β
κατηγορεῖται στό Γ» (πρῶτο σχῆμα), «τό Β κατηγορεῖται στό Α, τό
Β κατηγορεῖται στό Γ» (δεύτερο σχῆμα), «τό Α κατηγορεῖται στό Β,
τό Γ κατηγορεῖται στό Β» (τρίτο σχῆμα)— εἶναι κάτι ἀνάλογο μέ
τίς διάφορες ἀναλογίες (ἤ, ὅπως θά μπορούσαμε νά τίς ὀνομάσουμε,
τίς προόδους) «Α : Β = Β : Γ», «Α—Β = Β—Γ» κτλ.
Ἀπό ὁρισμένες ἀπόψεις, ἡ ἀριστοτελική ὁρολογία δημιουργεῖ
σύγχυση. Ὁ ὅρος πού γίνεται τό κατηγορούμενο τοῦ συμπεράσματος
εἶναι γνωστός σέ κάθε σχῆμα ὡς «πρῶτος» ὅρος, ἐκεῖνος πού
γίνεται τό ὑποκείμενο τοῦ συμπεράσματος ὡς «ἔσχατος» ὅρος. Τοῦτο
ὀφείλεται στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο διατυπώνει τό πρῶτο σχῆμα:
To
Α ἀληθεύει (ἤ δέν ἀληθεύει) γιά τό Β,
To
Β ἀληθεύει γιά τό Γ,
Ἄρα τό Α ἀληθεύει γιά τό Γ, ὅπου τό Α ἀναφέρεται πρῶτο καί τό Γ
τελευταῖο.
Στό δεύτερο σχῆμα ἡ διάταξη τῶν ὅρων εἶναι ἡ ἑξῆς:
To
Β ἀληθεύει (ἤ δέν ἀληθεύει) γιά τό Α,
To
Β δέν ἀληθεύει (ἤ ἀληθεύει) γιά τό Γ,
Ἄρα τό Α δέν ἀληθεύει γιά τό Γ.
Τό κατηγορούμενο τοῦ συμπεράσματος (Α) έξακολουθεί ὅμως νά
ὀνομάζεται πρῶτος ὄρος, γιατί αὐτή εἶναι ἡ θέση του στό πρῶτο ἤ
τέλειο σχῆμα.
Τό κατηγορούμενο τοῦ συμπεράσματος ὀνομάζεται
μεῖζον
ἄκρον, ἐνῶ τό ὑποκείμενο τοῦ συμπεράσματος
ἔλαττον
ἄκρον. Αὐτή ἡ ὁρολογία ταιριάζει ἀπόλυτα μόνο στόν
καθολικό καταφατικό τρόπο τοῦ πρώτου σχήματος:
To
Α άληθεύει γιά κάθε Β,
To
Β άληθεύει γιά κάθε Γ,
Ἄρα τό Α άληθεύει γιά κάθε Γ.
Σέ αὐτή τήν περίπτωση, τό Α πρέπει νά ἔχει τουλάχιστον τό ἴδιο
πλάτος μέ τό Γ, καί συνήθως ἔχει μεγαλύτερο. Στούς ἄλλους
τρόπους δέν προϋποτίθεται ὅτι τό κατηγορούμενο τοῦ
συμπεράσματος ἔχει μεγαλύτερο πλάτος ἀπό τό ὑποκείμενο, ἀλλά τό
συμπέρασμα θεωρεῖται ἀποτυχία (ὅταν εἶναι ἀρνητικό) ἤ μερική
ἐπιτυχία (ὅταν εἶναι μερικό) μιᾶς ἀπόπειρας ἐγκλεισμοῦ τοῦ
ὑποκειμένου στό κατηγορούμενο, καί γι' αὐτό τό κατηγορούμενο
ὀνομάζεται ἀκόμη
μεῖζον
ἄκρον.
Παρατηρεῖ κανείς ὅτι σέ αὐτό τό σημεῖο ἡ σκοπιά τοῦ Ἀριστοτέλη
εἶναι κατά βάση ποσοτική. Αὐτό φαίνεται πολύ καθαρά στή
διατύπωση τῆς ἀρχῆς τοῦ πρώτου σχήματος —«ὅταν τρεῖς ὅροι
βρίσκονται σέ τέτοια σχέση μεταξύ τους ὥστε ὁ ἔσχατος νά
ἐμπεριέχεται στόν μεσαῖο ὡς μέρος ἑνός ὅλου, καί ὁ μεσαῖος νά
ἐμπεριέχεται ἤ νά μήν ἐμπεριέχεται στόν πρῶτο ὡς μέρος ἑνός ὅλου,
παράγεται κατανάγκην συλλογισμός πού συνδέει τόν ἔσχατο καί τόν
πρῶτο ὅρο». Ἐδῶ καί οἱ τρεῖς ὅροι χρησιμοποιούνται φανερά κατά
πλάτος. Ἄς ὑπενθυμίσουμε ὅμως ὅτι αὐτή δέν εἶναι ἡ γενική θεωρία
τοῦ Ἀριστοτέλη γιά τήν κρίση, ἀλλά ἕνας ἰδιαίτερος τρόπος
ἀντιμετώπισης τῶν κρίσεων, πού τόν διευκολύνει ὅταν ἐξετάζει τί
μπορεῖ νά συναχθεῖ άπ' αὐτές.
Ἡ ἀρχή πού διατυπὡσαμε εἶναι γιά τόν Ἀριστοτέλη ἡ ἀρχή στήν
ὁποία βασίζεται κάθε συλλογισμός. Κατά τήν ἄποψή του, τά ἄλλα
δύο σχήματα δέν ἔχουν ἐγκυρότητα ἀνεξάρτητα ἀπό τό πρῶτο. Σέ
αὐτά τά σχήματα, τά συμπεράσματα πού συνάγονται δέν προκύπτουν
ἄμεσα ἀπό τίς προκείμενες, ἀλλά ἀπό προτάσεις πού προκύπτουν
ἄμεσα ἀπό αὐτές καί πού καλύπτουν τίς προϋποθέσεις τοῦ πρώτου
σχήματος, δηλαδή τό
λεγόμενον
περί παντός καί οὐδενός πού διατυπὡσαμε πιό πάνω.
Εἶναι συζητήσιμο κατά πόσο ὁ Ἀριστοτέλης ἔχει δίκιο ὅταν
ἀρνεῖται νά ἀναγνωρίσει τό πρῶτο καί τό δεύτερο σχῆμα ὡς
ἀνεξάρτητους τρόπους συμπερασμοῦ. Γενικά φαίνεται πὡς δέν ἔχει
δίκιο. Τό πρῶτο σχῆμα παρουσιάζεται ἀνώτερο ἀπό τά ἄλλα, ὄχι σέ
ἀμεσότητα, ἀλλά σέ φυσικότητα. Σέ αὐτό τό σχῆμα, ἡ σκέψη
ἀκολουθεῖ πάντα τήν ἴδια πορεία —ἀπό τόν ἐλάσσονα ὅρο στόν
μείζονα, διά τοῦ μέσου ὅρου. Στό δεύτερο σχῆμα, ἡ σκέψη
κατευθύνεται ἀπό κάθε ἄκρο πρός τόν μέσο ὅρο καί, μέ αὐτή τήν
ἔννοια, κανένα ἄκρο
δέν
ὕποδηλώνεται ὑποχρεωτικά ὡς τό ὑποκείμενο τοῦ
συμπεράσματος. Αὐτό ἰσχύει τουλάχιστον ὅταν καί οἱ δύο
προκείμενες εἶναι καθολικές κρίσεις. Ἀπό τίς κρίσεις «κανένα Α
δέν
εἶναι Β», «ὅλα τά Γ εἶναι Β», δέν προκύπτει ὑποχρεωτικά
τό συμπέρασμα ὅτι «κανένα Α δέν εἶναι Γ» οὔτε ὅτι «κανένα Γ δέν
εἶναι Α». Μιά ἀντίστοιχη παρατήρηση ἰσχύει γιά τούς
καταφατικούς τρόπους τοῦ τρίτου σχήματος. Ἤ, γιά
νά τό διατυπὡςουμε μέ ἄλλα λόγια, σέ αὐτά τά δύο σχήματα ὑπάρχει
κάτι τό σχετικά ἀφύσικο, ἀφοῦ ὡς πρός τόν ἕναν ὅρο, ὀφείλουμε νά
ἀλλάξουμε τή στάση μας καί νά θεωρήσουμε, στό συμπέρασμα,
κατηγορούμενο αὐτό πού στήν προκειμένη ἐμφανιζόταν ὡς
ὑποκείμενο, ἤ ὑποκείμενο αὐτό πού ἀρχικά ἐμφανιζόταν ὡς
κατηγορούμενο. Ἡ ἰδιοτυπία τοῦ τέταρτου σχήματος εἶναι ὅτι σέ
αὐτό συνδυάζουμε καί τίς δύο προηγούμενες ἀφύσικες κινήσεις τῆς
σκέψης καί, ἀκόμη χειρότερα, ὅτι τό κάνουμε μάταια. Στό δεύτερο
καί στό τρίτο σχῆμα
ὀφείλουμε
νά ἀντιστρέψουμε τή στάση μας σέ σχέση μέ τόν ἕναν ὅρο γιά νά
συναγάγουμε κάποιο συμπέρασμα· ἀλλά στούς περισσότερους τρόπους
τοῦ τέταρτου σχήματος80 ἡ ἴδια διεργασία γίνεται
ἄσκοπα, γιατί τό φυσικό συμπέρασμα ἀπό τίς ἴδιες προκείμενες
προσφέρεται ἤδη ἀπό τό πρῶτο σχῆμα.
Ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ Ἀριστοτέλης πραγματεύεται τίς
προκείμενες κατά πλάτος ἕπεται ἡ μή ἀναγνώριση τοῦ τέταρτου
σχήματος. Ἄν ἡ
βάση τῆς
διαίρεσης (fundamentum
divisionis)
τῶν σχημάτων ἦταν ἡ θέση τοῦ μέσου ὅρου, θά ἦταν ἀναγκασμένος
νά ἀναγνωρίσει ὡς τέταρτη δυνατότητα τήν περίπτωση στήν ὁποἱα ὁ
μέσος ὅρος εἶναι κατηγορούμενο τῆς μείζονος προκείμενης πρότασης
καί ὑποκείμενο τῆς ἐλάσσονος.
Βάση τῆς
διαίρεσης ὅμως γιά τόν Ἀριστοτέλη εἶναι τό
πόσο εὐρύς
εἶναι ὁ
μέσος ὅρος σέ σύγκριση μέ τά ἄκρα, καί σέ αὐτή τήν
περίπτωση ὑπάρχουν μόνο τρεῖς δυνατότητες: ὁ μέσος ὅρος μπορεῖ
νά εἶναι εὐρύτερος ἀπό τό ἕνα καί στενότερος ἀπό τό ἄλλο,
εὐρύτερος καί ἀπό τά δύο ἤ στενότερος καί ἀπό τά δύο.
Ὡστόσο ὁ Ἀριστοτέλης δέν ἀγνοεῖ ἐντελῶς τή δυνατότητα ὕπαρξης
τῶν συνεπαγωγῶν πού κατατάχθηκαν ἀργότερα στούς τρόπους τοῦ
τέταρτου σχήματος. Ὅταν έπισημαίνει ὅτι ἀπό τίς κρίσεις «κανένα
Γ δέν εἶναι Β» καί «ὅλα τά (ἤ μερικά) Β εἶναι Α» μπορεῖ, ἀφοῦ
ἀντιστρέψουμε τίς προκείμενες, νά συναχθεῖ τό συμπέρασμα ὅτι
«μερικά Α δέν εἶναι Γ»,81 ἀναγνωρίζει σιωπηρά τούς
τρόπους
Ἔπαθλον
καί
Σέλινον.
Ὅταν πάλι ἐπισημαίνει ὅτι, ἀπό τά συμπεράσματα τῶν τρόπων
Γράμματα,
Ἔγραψε
καί Γραφίδι
στό πρῶτο σχῆμα «ὅλα τά Γ εἶναι Α», «κανένα Γ
δέν εἶναι Α», «μερικά Γ εἶναι Α», μποροῦμε μέ ἀντιστροφή νά
συναγάγουμε ἀντίστοιχα τά συμπεράσματα «μερικά Α εἶναι Γ»,
«κανένα Α δέν εἶναι Γ», «μερικά Α εἶναι Γ», ἀναγνωρίζει σιωπηρά
τούς τρόπους
Ἅπασι,
Πάρεχε καί Ἰσάκις. Ὅ θεόφραστος προσθέτει
αὐτούς τούς πέντε τρόπους στό πρῶτο σχῆμα. Ἡ θέση τοῦ Γαληνοῦ
ὅτι πρόκειται γιά τρόπους τοῦ τέταρτου σχήματος ἀποτελεῖ μόνο
ἕνα μικρό βῆμα πιό πέρα. Αὐτό τό βῆμα ὅμως προϋποθέτει τήν
υἱοθέτηση μιᾶς νέας
βάσης
διαίρεσης τῶν σχημάτων.
Ὅταν ὁ Ἀριστοτέλης καταπιάνεται μέ τό πρῶτο σχῆμα,
ἀντιλαμβάνεται πὡς ἡ διάκριση ἀνάμεσα σέ ἔγκυρα καί μή ἔγκυρα
σχήματα εἶναι ζήτημα ἄμεσης ἐποπτείας —ἀντιλαμβανόμαστε ἄμεσα
πώς σέ ὁρισμένες περιπτὡσεις προκύπτει ἕνα συμπέρασμα καί σέ
ἄλλες δέν προκύπτει. Στά ἄλλα σχήματα, ἡ ἐγκυρότητα τῶν ἔγκυρων
τρόπων ἀπόδεικνύεται ἄλλοτε διά τῆς
ἀντιστροφῆς, ἄλλοτε διά τῆς
εἰς τό
ἀδύνατο ἀπαγωγῆς καί ἄλλοτε
τῇ ἐκθέσει.
Ἡ τελευταία αὐτή διεργασία ἔχει ὡς ἑξῆς: Ἔστω ὅτι
«ὅλα τά Σ εἶναι Π» καί «ὅλα τά Σ εἶναι Ρ»· ἄν ληφθεῖ ἕνα ἀπό τά
Σ, π.χ. τό Ν, τότε τό Ν θά εἶναι καί Π καί Ρ, ἔτσι ὥστε νά
ἐπιβεβαιώνεται τό συμπέρασμα ὅτι «μερικά Ρ εἶναι Π».83
Σ' αὐτή τήν περίπτωση, ὁ Ἀριστοτέλης δέν προσφεύγει στήν
πραγματική ἐμπειρία ἀλλά στή φαντασία· σέ αὐτό τό πλαίσιο
ἀναφορᾶς,84 ἡ διεργασία τῆς
ἐκθέσεως
δέν φαίνεται νά ἔχει μεγάλη ἀξία, καί ὁ
Ἀριστοτέλης τή χρησιμοποιεῖ μόνο γιά νά ἐπιβεβαιὡσει τήν
ἐγκυρότητα ὁρισμένων τρόπων πού μπορεῖ έπίσης νά ἀποδειχθοῦν
ἔγκυροι μέ ἀντιστροφή ἤ μέ
ἀπαγωγήν
εἰς τό ἀδύνατον.
Μετά τούς καθαρούς συλλογισμούς ἐξετάζονται οἱ τροπικοί
συλλογισμοί. Ὁ Ἀριστοτέλης μελετᾶ μέ ἀδιάσπαστη προσοχή τά
συμπεράσματα πού προκύπτουν ὅταν συνδυαστεῖ ἀποδεικτική
προκειμένη μέ ἀποδεικτική, ἀποδεικτική μέ βεβαιωτική,
προβληματική μέ προβληματική, προβληματική μέ βεβαιωτική καί
προβληματική μέ ἀποδεικτική.85 Στήν τυπική λογική
αὐτοῦ τοῦ τμήματος τοῦ ἔργου του ὑπάρχουν σφάλματα· ἡ θεωρία τῶν
τροπικῶν συλλογισμῶν ἁπλοποιήθηκε καί βελτιώθηκε σημαντικά ὅταν
ὁ Θεόφραστος υἱοθέτησε τήν ἀρχή ὅτι «τό συμπέρασμα ἀκολουθεῖ τήν
ἀσθενέστερη προκείμενη», δηλαδή ὅτι ὅπως, ὅταν μιά προκείμενη
εἶναι ἀποφατική, τό συμπέρασμα εἶναι ἀποφατικό καί, ὅταν μιά
προκείμενη εἶναι μερική, τό συμπέρασμα εἶναι μερικό, ἔτσι, ὅταν
καί οἱ δύο προκείμενες εἶναι βεβαιωτικές, δέν μπορεῖ νά συναχθεῖ
ἀποδεικτικό συμπέρασμα καί, ὅταν καί οἱ δύο προκείμενες εἶναι
προβληματικές, μπορεῖ νά συναχθεῖ μόνο προβληματικό συμπέρασμα.
Εἴδαμε πώς ὁ Ἀριστοτέλης δέν θεωρεῖ τήν ὑποθετική πρόταση
χωριστό εἶδος πρότασης. Γι' αὐτό δέν διαμόρφωσε κάποια θεωρία
τοῦ ὑποθετικοῦ συλλογισμοῦ ὡς τύπου ἀντίστοιχου πρός τόν
κατηγορικό. Ἀναγνωρίζει ὡστόσο τούς
συλλογισμούς ἐξ ὑποθέσεως, καί διακρίνει μάλιστα
δύο εἴδη.86 (1) Ἄς έξετάσουμε πρῶτα τήν
εἰς τό
ἀδύνατον ἀπαγωγήν. Αὐτή ἀναλύεται σέ δύο μέρη —
στό πρῶτο παράγεται μέ συλλογισμό ἕνα ψευδές συμπέρασμα καί στό
δεύτερο ἡ πρόταση πού πρέπει νά ἀποδειχθεῖ ἀποδεικνύεται
ἐξ
ύποθέσεως.87
Ἡ ὑπόθεση πού ἀναφέρεται ἐδῶ εἶναι ἐκείνη ἀπό τήν
ὁποία παράγεται τό ψευδές συμπέρασμα (δηλαδή τό ἀντίθετο ἀπό τήν
πρόταση πού πρέπει νά ἀποδειχθεῖ). Ὁ Ἀριστοτέλης πιστεύει πώς
δέν εἶναι συλλογιστική ἡ συνεπαγωγή ὅτι μιά πρόταση εἶναι ἀληθής,
ἐφόσον ἀπό τήν ἀντίθετή της προκύπτει συλλογιστικά κάτι ψευδές.
Ἡ ἀνάλυση εἶναι λοιπόν ἡ ἑξῆς:— Ὅταν ζητεῖται νά δειχθεῖ ὅτι ἀπό
τίς προκείμενες «μερικά Β δέν εἶναι Α» καί «ὅλα τά Β εἶναι Γ»
ἕπεται ὅτι «μερικά Γ δέν εἶναι Α», (α) θεωροῦμε δεδομένο ὅτι «ὅλα
τά Γ εἶναι Α» καί ἀπό αὐτή τήν κρίση, καθὡς καί ἀπό τήν κρίση «ὅλα
τά Β εἶναι Γ», ἕπεται συλλογιστικά ὅτι «ὅλα τά Β εἶναι Α» (τό
ὁποῖο γνωρίζουμε ὅτι εἶναι ψευδές) (β) μέ τήν ὑπόθεση (δηλαδή
βρίσκοντας πώς κάτι ψευδές ἕπεται ἀπό τήν ὑπόθεση) ὅτι «ὅλα τά Γ
εἶναι Α», συμπεραίνουμε (μή συλλογιστικά) ὅτι «μερικά Γ δέν
εἶναι Α».
(2) Ἡ κοινή ἀπόδειξη
ἐξ
ὕποθέσεως διαιρεῖται ἐπίσης σέ δύο μέρη. Ὅταν
ζητεῖται νά ἀποδειχθεῖ μιά ὁρισμένη πρόταση, «εἰσάγεται», ἤ
«ἀντικαθιστᾶ» αὐτή τήν πρόταση μιά ἄλλη πρόταση, πού μπορεῖ
εὐκολότερα νά ἀποδειχθεῖ. Τότε (α) ἡ εἰσαγόμενη πρόταση
ἀποδεικνύεται μέ συλλογισμό· (β) ἡ ἀρχική πρόταση ἑδραιώνεται
δι’ὁμολογίας ἤ τινος ἄλλης ὑποθέσεως,88
Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἀπόρροια τῆς ἀρχικῆς πρότασης ἀπό
τήν εἰσαγόμενη πρόταση εἴτε ἀποτελεῖ ζήτημα ἁπλῆς συμφωνίας
ἀνάμεσα στά διαλεγόμενα πρόσωπα εἴτε ἐξαρτᾶται ἀπό μιά πρόσθετη
ὑπόθεση. Ὁ Ἀριστοτέλης ἔχει κατά νοῦ κυρίως τήν πρώτη
δυνατότητα,89 καί
ἑπομένως
τό
ἐξ
ὑποθέσεως ἐπιχείρημα εἶναι γι' αὐτόν κατά βάση
διαλεκτικό καί ὄχι ἐπιστημονικό. Σέ περιπτὡςεις ὅμως ὅπου αὐτή ἡ
ἀπόρροια δέν εἶναι ζήτημα ἁπλῆς συμφωνίας, ἀλλά βασίζεται σέ
κάποια πραγματική σχέση, τό
ἐξ
ὑποθέσεως ἐπιχείρημα μπορεῖ νά προσεγγίσει τήν
πειστικότητα πού χαρακτηρίζει ἀπόλυτα ἕνα μόνο εἶδος του, τήν
εἰς
ἀδύνατον ἀπαγωγήν.
Ὅ Ἀριστοτέλης δέν ἀγνοεῖ τήν ἀντίρρηση πού προβάλλεται σέ σχέση
μέ τό συλλογισμό,90 ὅτι προϋποθέτει
λήψη τοῦ
ζητούμενου (petitio
principii).
Ἄν ὑποστηρίξω ὅτι «ὅλα τά Β εἶναι Α, ὅλα τά Γ εἶναι Β, ἄρα ὅλα
τά Γ εἶναι Α», μπορεῖ νά μοῦ ἀντιταχθεῖ τό ἐπιχείρημα πώς δέν
ἔχω τό δικαίωμα νά πῶ ὅτι «ὅλα τά Β εἶναι Α» παρά μόνο ἄν
γνωρίζω ἤδη ὅτι τό Γ (πού εἶναι ἕνα Β) είναι Α, καί πώς δέν ἔχω
τό δικαίωμα νά πῶ ὅτι «ὅλα τά Γ εἶναι Β» παρά μόνο ἄν γνωρίζω
ἤδη ὅτι τό Γ εἶναι Α (πού προϋποτίθεται ὅτι εἶναι Β). Ὡστόσο,
αὐτές οἱ ἀντιρρήσεις βασίζονται σέ ἐσφαλμένες ὑποθέσεις. (1) Ἡ
πρώτη βασίζεται στήν ὑπόθεση ὅτι ὁ μόνος τρόπος νά γνωρίζει
κανείς ὅτι «ὅλα τά Β εἶναι Α» εἶναι νά ἐξετάσει ὅλες τίς
περιπτὡςεις τοῦ Β. Ἀλλά ὁ Ἀριστοτέλης γνωρίζει ὅτι ὡς πρός
ὁρισμένα θέματα (λ.χ. στά μαθηματικά) μπορεῖ νά διαπιστωθεῖ μιά
καθολική ἀλήθεια, ἀκόμη καί μέ τήν ἐξέταση μιᾶς μοναδικῆς
περίπτωσης — δηλαδή, ὅτι ἡ καθολική γενίκευση εἶναι διαφορετική
ἀπό τή γενίκευση ἀπαρίθμησης. (2) Ἡ δεύτερη ἀντίρρηση βασίζεται
στήν ὑπόθεση ὅτι γιά νά γνωρίζει κανείς ὅτι «ὅλα τά Γ εἶναι Β»,
πρέπει νά γνωρίζει ὅτι τό Γ ἔχει ὅλες τίς ἰδιότητες πού
προϋποτίθενται γιά νά εἶναι Β. Αὐτή ἡ ἀντίρρηση ἀναιρεῖται
σιωπηρά μέ τή διάκριση
ἴδιου
καί
οὐσίας.
Ἀνάμεσα στίς ἰδιότητες πού ἐμπεριέχονται κατανάγκην στό Β ὁ
Ἀριστοτέλης διακρίνει ἕνα συγκεκριμένο σύνολο θεμελιακῶν
ἰδιοτήτων οἱ ὁποῖες εἶναι ἐπαρκεῖς καί ἀναγκαῖες γιά νά
διαχωριστεῖ τό Β ἀπό ὅτιδήποτε ἄλλο· θεωρεῖ μάλιστα ὅτι οἱ ἄλλες
ἀναγκαῖες ἰδιότητες τοῦ Β ἀπορρέουν καί μπορεῖ νά ἀποδειχθοῦν ἀπ'
αὐτές τίς θεμελιακές ἰδιότητες. Γιά νά γνωρίζει κανείς ὅτι τό Γ
εἶναι Β, ἀρκεῖ νά γνωρίζει ὅτι ἔχει τίς βασικές ἰδιότητες τοῦ Β
— τό γένος καί τήν εἰδοποιό διαφορά· δέν εἶναι ἀναγκαῖο νά
γνωρίζει ὅτι ἔχει ὅλες τίς ἰδιότητες τοῦ Β. Ἔτσι κάθε προκειμένη
μπορεῖ νά εἶναι γνωστή ἀνεξάρτητα ἀπό τό συμπέρασμα. Ἐπίσης, καί
οἱ δύο προκείμενες μπορεῖ νά εἶναι γνωστές, χωρίς νά εἶναι
γνωστό τό συμπέρασμα. Ἡ ἐξαγωγή τοῦ συμπεράσματος προύποθέτει
τή «συνδυασμένη θεώρηση» τῶν προκειμένων, καί, ἄν οἱ
προκείμενες δέν θεωρηθοῦν σέ συνδυασμό μεταξύ τους, μπορεῖ νά
ἀγνοοῦμε τό συμπέρασμα ἤ ἀκόμη νά πιστεύουμε τό ἀντίθετό του,
χωρίς νά παραβαίνουμε ρητά τό νόμο τῆς ἀντίφασης. Ἡ μετάβαση
ἀπό τίς προκείμενες στό συμπέρασμα ἀπότελεῖ γνήσια κίνηση τῆς
σκέψης, ἐξηγεῖ αὐτό πού ἦταν ἐνδιάθετο, ἐνεργοποιεῖ μιά γνώση
πού ὑπῆρχε μόνο δυνάμει.91 Ὁ συλλογισμός διακρίνεται
ἀπό τή
λήψη τοῦ
ζητούμενου κατά τό ἑξῆς: ἐνῶ στόν πρῶτο οἱ δύο
προκείμενες μαζί συνεπάγονται τό συμπέρασμα, στή δεύτερη τό
συμπέρασμα μπορεῖ νά συναχθεῖ ἀπό μιά μόνο προκειμένη.
Ἐπαγωγή, παράδειγμα} ἐνθύμημα,
ἀπαγωγή
Σέ πολλά σημεῖα τοῦ ἀριστοτελικοῦ ἔργου συναντοῦμε τήν ἀντίθεση
ἀνάμεσα στό συλλογισμό (ἤ παραγωγή) καί στήν ἐπαγωγή93
ὡς δύο θεμελιακά διαφορετικούς τρόπους κίνησης τῆς σκέψης —ἀπό
τό καθολικό στό ἐπιμέρους καί ἀπό τό ἐπιμέρους στό καθολικό. Ὁ
συλλογισμός εἶναι ἀπό τή φύση του
πρότερος
καί πιό κατανοητός,
γνωριμώτερος τρόπος, ἐνῶ ἡ ἐπαγωγή εἶναι
ἐναργέστερος [τρόπος], πιό πειστικός, πιό κατανοητός ὡς πρός
τήν αἴσθηση καί γενικότερης ἀπήχησης.94 Γι' αὐτό
φαίνεται κάπως παράδοξο ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης ἀναλαμβάνει νά δείξει
πώς ἡ ἐπαγωγή, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι τρόποι συμπερασμοῦ —
ἐπιστημονικοί, διαλεκτικοί ἤ ρητορικοί—, εἶναι κατά βάση
συλλογιστική. Χαρακτηριστικό τῆς ἐπαγωγῆς εἶναι ὅτι «συνδέει τό
ἕνα ἄκρο μέ τόν μέσο ὅρο διά τοῦ ἄλλου ἄκρου». Ὅ Ἀριστοτέλης
δίνει τό ἑξῆς παράδειγμα:
«Ὅ ἄνθρωπος, ὁ ἵππος, ὁ ἡμίονος (Γ) εἶναι μακρόβια (Α).
Ὅ ἄνθρωπος, ὁ ἵππος, ὁ ἡμίονος (Γ) εἶναι ἄχολα
(Β).
Ἄρα (ἄν τό Β δέν εἶναι εὐρύτερο ἀπό τό Γ) ὅλα τά ἄχολα ζῶα (Β)
εἶναι μακρόβια (Α)».
Αὐτό τό παράδειγμα, ὅπως παρατηροῦμε, εἶναι ἡ «τέλεια ἐπαγωγή»
τῆς σύγχρονης λογικῆς. Ὁ συλλογισμός εἶναι ἔγκυρος μόνο ἄν ἡ
ἐλάσσων προκειμένη ἐπιδέχεται ἁπλή ἀντιστροφή. Ἄν ὅμως
ἐπιδέχεται ἁπλή ἀντιστροφή, τό συμπέρασμα δέν εἶναι εὐρύτερο
ἀπό τίς προκείμενες. Τότε, μπορεῖ νά φανεῖ ἐκ πρώτης ὄψεως ὅτι
δέν ἔχουμε πραγματική συνεπαγωγή ἀπό τό ἐπιμέρους στό καθολικό·
αὐτό ὅμως ἀποτελεῖ ἐσφαλμένη κριτική. Ἡ καθολική ἔννοια «ὅλα τά
ἄχολα ζῶα» δέν εἶναι εὐρύτερη κατά τό πλάτος ἀπ' ὅ,τι «ὁ
ἄνθρωπος, ὁ ἵππος, ὁ ἡμίονος» (ἄν ὑποθέσουμε ὅτι εἶναι ὅλα ἄχολα
ζῶα), ἀλλά στή μετάβαση ἀπό τή μιά στήν ἄλλη ὑπάρχει γνήσια
πρόοδος στή σκέψη καί ὄχι ἁπλῶς στήν ἔκφραση· γιατί, ὅταν
μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὅλα τά ἄχολα ζῶα εἶναι μακρόβια, τείνουμε
νά συλλάβουμε μιά λογική σχέση. Μολονότι ὅμως ἡ τέλεια ἐπαγωγή
εἶναι περισσότερο ἔγκυρη ἀπ' ὅ,τι μερικές φορές παρουσιάζεται, ἡ
περιγραφή τῆς ἐπαγωγῆς, σέ αὐτό τό χωρίο, ὡς συμπερασμοῦ ὁ
ὁποῖος βασίζεται σέ ἐξαντλητική ἀπαρίθμηση96 δέν
συμβιβάζεται μέ τήν ἀριστοτελική ἰδέα τῆς ἐπαγωγῆς, ὅπως
ἀναπτύσσεται σέ ἄλλα σημεῖα. Σέ πολλούς συμπερασμούς πού
περιγράφονται ὡς ἐπαγωγικοί, τό συμπέρασμα βασίζεται σέ μία μόνο
περίπτωση ἤ σέ πολύ λίγες. 97 Ἄλλωστε, ἄν οἱ πρῶτες
ἀρχές τῶν ἐπιστημῶν, ὅπως γράφει ὁ Ἀριστοτέλης, συλλαμβάνονται
μέ ἐπαγωγικό τρόπο,98 εἶναι προφανές ὅτι προτάσεις
τόσο γενικές ὅσο οἱ πρῶτες ἀρχές δέν μπορεῖ νά στηρίζονται στήν
τέλεια ἐπαγωγή. Θά ἔλεγε λοιπόν κανείς ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης, γιά νά
στηρίξει τή θέση του ὅτι ὅλοι οἱ ἔγκυροι συμπερασμοί εἶναι
συλλογιστικοί,99 περιγράφει ἐδῶ τήν ἐπαγωγή μέ ὅρους
πού ἰσχύουν μόνο στήν περίπτωση ὅπου ὅλα τά ἐπιμέρους τά ὁποῖα
ὑπάγονται σ' ἕνα καθόλου ἐξετάζονται πρίν ἀκόμη συναχθεῖ κάποιο
συμπέρασμα σχετικά μέ τό καθόλου. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι τά ἐπιμέρους
δέν εἶναι ἄτομα, ἀλλά εἴδη —δέν εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος καί αὐτός
ὁ ἵππος, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος καί ὁ ἵππος· ὁ Ἀριστοτέλης θεωρεῖ
γενικά (ἄν καί ὄχι πάντοτε) ὅτι ἡ ἐπαγωγή ὁδηγεῖ ἀπό τό εἶδος
στό γένος.100 Αὐτό τό γεγονός τοῦ ἐπιτρέπει νά θεωρεῖ
τήν τέλεια ἐπαγωγή ὡς τό ἰδεῶδες πρός τό ὁποῖο τείνει κάθε
ἐπαγωγή. Γιατί (1) στή λογική καί στά μαθηματικά μπορεῖ νά
γίνουν διακρίσεις πού θεωροῦνται
a priori
ἐξαντλητικές, λ.χ. διακρίσεις τῶν τριγώνων σέ ἰσόπλευρα,
ἰσοσκελή καί σκαληνά. Ἑπομένως μιά ἰδιότητα τοῦ τριγώνου μπορεῖ
νά συναχθεῖ μέ τέλεια ἐπαγωγή, ἄν εἶναι γνωστό ὅτι ἰσχύει καί
γιά τά τρία εἴδη τριγώνου. Καί (2), περιορίζοντας τή θέση του σέ
μικρό ἀριθμό συγκεκριμένων βιολογικῶν εἰδῶν, ἦταν δυνατό νά
ἐξετάσει ὅλα τά εἴδη τῶν ἄχολων ζώων, ἐνῶ δέν ἦταν δυνατό νά
ἐξετάσει ὅλες τίς περιπτώσεις αὐτῶν τῶν εἰδῶν. Ἡ τέλεια ἐπαγωγή
ἀπό τό εἶδος στό γένος προϋποθέτει μιά ἀτελή ἐπαγωγή ἀπό τά
ἄτομα στά εἴδη.
Ἄν ἐξετάσουμε τούς συγκεκριμένους συμπερασμούς πού προτείνει
καί περιγράφει ὁ Ἀριστοτέλης ὡς ἐπαγωγικούς, παρατηροῦμε ὅτι
καλύπτουν τό φάσμα ἀπό τήν τέλεια ἐπαγωγή ὡς τούς συμπερασμούς
ὅπου ἕνας γενικός κανόνας στηρίζεται ἀποκλειστικά καί μόνο σέ
μία περίπτωση. Ἡ ἐπαγωγή φαίνεται ὅτι σημαίνει καταρχήν ὅτι
κάποιος «ὁδηγεῖ»101 κάποιον ἄλλο ἀπό τή μερική γνώση
στήν καθολική. Ἡ σχετική σαφήνεια τοῦ θέματος καθορίζει ἄν
χρειάζεται νά ἐξεταστεῖ μία περίπτωση ἤ λίγες ἤ πολλές ἤ καί
ὅλες οἱ περιπτὡσεις. Ὅταν λέει ὁ Ἀριστοτέλης ὅτι οἱ πρῶτες ἀρχές
τῆς ἐπιστήμης συλλαμβάνονται μέ τήν ἐπαγωγή ἤ μέ τήν κατ'
αἴσθησιν ἀντίληψη,102 δέν ἀναφέρεται σέ δύο θεμελιακά
διαφορετικές μεθόδους σύλληψης αὐτῶν τῶν ἀρχῶν. Σέ περιοχές ὅπου
ἡ σκέψη διαχωρίζει μέ εὐκολία τή μορφή ἀπό τήν ὕλη, ὅπως στά
μαθηματικά, ὁ νοῦς, ἀφοῦ ἀντιληφθεῖ τήν ἀλήθεια σέ μία μόνο
περίπτωση, μπορεῖ νά συλλάβει τή δυνατότητα ἐφαρμογῆς αὐτῆς τῆς
ἀλήθειας σέ ὅλες τίς περιπτὡςεις ἑνός εἴδους· ἐνῶ σέ περιοχές
ὅπου ὁ διαχωρισμός τῆς μορφῆς ἀπό τήν ὕλη εἶναι λιγότερο εὔκολος,
εἶναι ἀναγκαία ἡ ἐπαγωγή ἀπό περισσότερες περιπτὡςεις. Ὡστόσο,
καί στίς δύο περιπτὡςεις προϋποτίθεται ἡ ἴδια ἐνέργεια τῆς «νοήσεως».103
Σέ σχέση μέ αὐτή τήν ἐνέργεια ὁ Ἀριστοτέλης δέν εἶναι ἀπόλυτα
συνεπής πρός τόν ἑαυτό του. Ἄλλοτε παρουσιάζεται ὡς ἔργο ἑνός
νοῦ πού, ἐνῶ βρίσκεται στήν ψυχή, δέν προέρχεται ἀπό αὐτήν, ἀλλά
εἰσάγεται στήν ἐμβρυακή ψυχή ἔξωθεν.104 Ἄλλοτε πάλι
παρουσιάζεται ὡς τελική φάση μιᾶς συνεχοῦς ἀνάπτυξης, μέ
ἀφετηρία τήν αἴσθηση, διά τῆς μνήμης καί τῆς ἐμπειρίας.105
Ὡστόσο, καί ἡ ἴδια ἡ αἴσθηση πραγματεύεται τό καθόλου, δηλαδή
συλλαμβάνει τόν καθολικό χαρακτήρα τοῦ ἀντικειμένου της,
μολονότι δέν διαχωρίζει τό καθόλου ἀπό τήν ἐπιμέρους ἐκδήλωσή
του.106
Ἑπομένως, ὅταν ἐξετάζουμε τήν ἀριστοτελική θεωρία τῆς ἐπαγωγῆς,
δέν πρέπει νά στηριζόμαστε ἀποκλειστικά στά Ἀναλυτικά
πρότερα
Β 23, μολονότι εἶναι τό μοναδικό χωρίο ὅπου ὁ
Ἀριστοτέλης πραγματεύεται τήν ἐπαγωγή μέ πιό διεξοδικό τρόπο.
Οὐσιαστικά, ἡ ἐπαγωγή δέν εἶναι διαδικασία συμπερασμοῦ, ἀλλά
ἄμεσης ἐποπτείας, ἡ ὁποία στό ψυχολογικό έπίπεδο μεσολαβεῖται
ἀπό τήν ἐπισκόπηση ἐπιμέρους περιπτὡσεων. Ὡστόσο στά Ἀναλυτικά
πρότερα
τό ἐνδιαφέρον του γιά τή νέα του ἀνακάλυψη, τό
συλλογισμό, τόν ὁδηγεῖ νά θεωρήσει τήν ἐπαγωγή συλλογισμό, καί
ἑπομένως νά ἐπεξεργαστεῖ τή λιγότερο σημαντική μορφή της,
ἐκείνη στήν ὁποία ἡ ἐπισκόπηση τῶν ἐπιμέρους εἶναι ἐξαντλητική.
Γιά τούς ἄλλους τρόπους συμπερασμοῦ τούς ὁποίους ἀνάγει ὁ
Ἀριστοτέλης στή συλλογιστική μορφή,107
δέν χρειάζεται νά πούμε πολλά. Τό παράδειγμα καί τό ἐνθύμημα
εἶναι οἱ ρητορικές μορφές πού ἀντιστοιχοῦν στήν ἐπαγωγή καί στό
συλλογισμό.
108
Τό παράδειγμα διακρίνεται ἀπό τήν (τέλεια) ἐπαγωγή κατά τό ὅτι
(1) δέν ξεκινᾶ ἀπό ὅλες τίς περιπτωςεις καί (2) καταλήγει στήν
ἐφαρμογή τοῦ γενικοῦ συμπεράσματος σ' ἕνα νέο ἐπιμέρους.
109
Τό ἐνθύμημα διαφέρει ἀπό τό συλλογισμό (ἤ μᾶλλον ἀπό τόν
ἐπιστημονικό συλλογισμό, γιατί ἡ μορφή του εἶναι ἀρκετά
συλλογιστική) κατά τό ὅτι συνάγει συμπεράσματα (1) ἀπό ἁπλῶς
πιθανές προκείμενες ἤ (2) ἀπό σημεῖα —δηλαδή συνάγει αἴτια ἀπό
ἀποτελέσματα καί ὄχι ἀποτελέσματα ἀπό αἴτια110.
Ἡ ἀπαγωγή111
παρουσιάζει ἐνδιαφέρον γιατί ἀντιστοιχεῖ στήν ἀναλυτική μέθοδο
τῶν μαθηματικῶν, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ μαθηματικός, γιά νά
ἀποδείξει ἕνα θεώρημα, καταπιάνεται πρῶτα μέ ἕνα ἄλλο θεώρημα
πού ἀποδεικνύεται εὐκολότερα· ὁ Ἀριστοτέλης ὅμως δέν φαίνεται νά
κατανοεῖ ἐδῶ τή σπουδαιότητα αὐτῆς τῆς μεθόδου. Ἀντίθετα, σέ
ἄλλο χωρίο,112
δείχνει νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι πρόκειται γιά τήν τυπική μέθοδο
μαθηματικῆς ἀνακάλυψης.
Ἡ λογική τῆς
ἐπιστήμης
Ἐνῶ στά Ἀναλυτικά
πρότερα
ὁ Ἀριστοτέλης μελετᾶ τή μορφή πού εἶναι κοινή σέ
ὅλους τούς συμπερασμούς, στά Ἀναλυτικά
ὕστερα
ἐξετάζει τά γνωρίσματα πού διαχωρίζουν τόν
ἐπιστημονικό συμπερασμό ἀπό τόν διαλεκτικό ἤ, θά λέγαμε, τόν
ἐκλαϊκευμένο συμπερασμό. Ὡς πρός τό περιεχόμενο, τά Ἀναλυτικά
ὕστερα
μπορεῖ νά διαιρεθοῦν σέ πέντε κύρια μέρη.113
(1) Στό πρῶτο μέρος, ἀπό τό χαρακτήρα τῆς ἐπιστήμης ὁ
Ἀριστοτέλης συνάγει τούς ὄρους τούς ὁποίους πρέπει νά πληροῦν οἱ
προτάσεις πού θά ἀπότελέσουν τίς προκείμενες τοῦ ἐπιστημονικοῦ
διαλογισμού (Α 1-6). (2) Ἐν συνεχεία, ἀποδεικνύει τά
συνακόλουθα γνωρίσματα τῆς ἀπόδειξης πού ἀφοροῦν τό χαρακτήρα
της ὡς ἀπόδειξης, δηλαδή ὅτι ἀποσκοπεῖ στό νά δείξει γιατί οἱ
ἰδιότητες ἀνήκουν στά ὑποκείμενά τους (Α 7-34). (3) Ἔπειτα
ἐξετάζει τά χαρακτηριστικά τῆς ἀπόδειξης ὡς μέσου γιά τόν
ὁρισμό
τῶν ἰδιοτήτων (Β 1-10). (4) Στό ἑπόμενο τμῆμα
ἀσχολεῖται μέ διάφορα θέματα πού προηγουμένως τά εἶχε ἁπλῶς
ὑπαινιχθεῖ (Β 11-18). (5) Τέλος, συμπληρώνει τή μελέτη τῆς
ἀπόδειξης μέ μιά περιγραφή τῆς διαδικασίας μέ τήν ὁποία οἱ
ἄμεσες προτάσεις πού ἀποτελοῦν τά ἀφετηριακά της σημεῖα φτάνουν
νά γίνουν γνωστές (Β 19).
Ἀπόδειξη
Κάθε διδασκαλία καί κάθε μάθηση, ἐπισημαίνει ὁ Ἀριστοτέλης,
ἔχουν ἀφετηρία τους μιά προϋπάρχουσα γνώση. Αὐτή ἡ γνώση πού
προϋποθέτουν ἀφορᾶ δύο εἴδη γεγονότων: τό
ὅτι ἐστί
καί τό
τί τό
λεγόμενόν ἐστί. Γιά ὁρισμένα πράγματα, ἐπειδή τό
νόημα τῶν λέξεων εἶναι ἀπόλυτα σαφές, τό μόνο πού χρειάζεται νά
ὑποθέσουμε εἶναι ὅτι πράγματι ἔτσι ἔχουν· τοῦτο ἰσχύει, λ.χ.,
στήν περίπτωση τοῦ νόμου πού ὁρίζει ὅτι κάθε πράγμα δέν μπορεῖ
παρά εἴτε νά καταφάσκεται εἴτε νά ἀποφάσκεται. Γιά ἄλλα πράγματα
(λ.χ. τό τρίγωνο) ἀρκεῖ νά γνωρίζουμε σαφῶς τό νόημα τῆς λέξης·
σέ αὐτές τίς περιπτὡςεις, εἶναι ἀρκετά προφανές ὅτι τό δεδομένο
πράγμα ὑπάρχει καί, ἑπομένως, τοῦτο δέν χρειάζεται νά δηλωθεῖ
ρητά. Τέλος, σχετικά μέ ὁρισμένα πράγματα (λ.χ. τή μονάδα)114
πρέπει νά γνωρίζουμε σαφῶς
καί
τί σημαίνει ἡ λέξη καί ὅτι τό πράγμα ὑπάρχει.
Αὐτή ἡ παράγραφος πρέπει νά συσχετιστεῖ μέ τό χωρίο στό ὁποῖο ὁ
Ἀριστοτέλης ἐπισημαίνει τά πιθανά ἀντικείμενα τῆς επιστημονικής
διερεύνησης. Αὐτά εἶναι: τό ὅτι, τό διότι, τό
εἰ ἐστί
καί τό τί
έστιν.
Συνολικά, τά ἀντικείμενα τῆς γνώσης εἶναι πέντε — (1) τί
σημαίνει ἕνα ὄνομα, (2) ὅτι τό άντίστοιχο πράγμα ὑπάρχει, (3) τί
εἶναι, (4) ὅτι ἔχει ὁρισμένες ἰδιότητες, (5) γιατί ἔχει αὐτές
τίς ἰδιότητες. Τά ζητούμενα κατονομάζονται μέ τή φυσική σειρά
πού τά γνωρίζουμε. Τό
πρῶτο
ἀπό τά πέντε δέν ἀποτελεῖ ποτέ ἀντικείμενο
διερεύνησης, γιατί κάθε διερεύνηση ξεκινᾶ ἀπό μιά προϋποτιθέμενη
γνώση, καί σέ αὐτή τήν περίπτωση δέν ὑπάρχει προγενέστερη
γνώση. Τό
τελευταῖο
πάλι δέν ἀποτελεῖ ποτέ ἀποδεκτή βάση γιά παραπέρα
διερεύνηση, γιατί δέν ὑπάρχει τίποτε πέρα ἀπό αὐτό πού νά μπορεῖ
νά διερευνηθεῖ.
Γι' αὐτό, ὅταν ὁ Ἀριστοτέλης ἀπαριθμεῖ τά ἀντικείμενα τῆς
διερεύνησης, κατονομάζει μόνο τά τέσσερα τελευταῖα, καί ὅταν
ἀπαριθμεῖ τά ἀντικείμενα τῆς προϋπάρχουσας γνώσης, ἀναφέρεται
μόνο στά τέσσερα πρῶτα· ἀπό αὐτά, μόνο τά δύο πρῶτα
κατονομάζονται ρητά. Ἑπομένως, ἡ σύνολη διαδικασία τῆς
ἐπιστήμης μπορεῖ νά περιγράφει ὡς ἑξῆς: καταρχήν, ἡ ἐπιστήμη
θέτει ὡς ἀντικείμενο διερεύνησης ἕνα πράγμα τοῦ ὁποίου εἶναι
γνωστό τό ὄνομα. Ἐπειδή τά ὀνόματα εἶναι καθαρά συμβατικά
σύμβολα, τό νόημά τους δέν χρειάζεται νά διερευνηθεῖ· ἀρκεῖ μόνο
νά δηλωθεῖ. Τό πρῶτο ἐρώτημα ἔχει λοιπόν τή μορφή: «Ὑπάρχει
κάτι πού νά ἀντιστοιχεῖ σέ αὐτό τό ὄνομα;». Τοῦτο πρέπει νά
εἶναι τό πρῶτο ἐρώτημα, γιατί θά ἦταν παράλογο νά διερευνήσουμε
τί εἶναι ἕνα πράγμα, τί ἰδιότητες ἔχει ἤ γιατί τίς ἔχει, ἄν δέν
γνωρίζουμε πρῶτα ὅτι ὑπάρχει. Ἀντίστοιχα, πρέπει νά γνωρίζουμε
τί εἶναι, πρίν διερευνήσουμε τί ἰδιότητες ἔχει, ἀφοῦ οἱ
ἰδιότητές του ἀποδεικνύονται μέ βάση τή γνώση τοῦ ὁρισμοῦ του.
Τέλος, θά ἦταν παράλογο νά ἐξετάσουμε γιατί ἔχει ὁρισμένες
ἰδιότητες ἄν δέν γνωρίζουμε πρῶτα ὅτι τίς ἔχει.
Ἡ ἀπόδειξη εἶναι ἐπιστημονικός συλλογισμός, δηλαδή συλλογισμός
πού ἀποτελεῖ, ἀπό κάθε ἄποψη, γνώση καί ὄχι γνώμη. Γι' αὐτόν τό
λόγο, οἱ προκείμενες τῆς ἀπόδειξης (1) πρέπει νά είναι ἀληθείς,
ἐνῶ οἱ προκείμενες τοῦ συλλογισμοῦ ἐν γένει μπορεῖ νά εἶναι
ψευδεῖς. (2) Πρέπει νά εἶναι πρῶτες, μέ ἄλλα λόγια ἄμεσες ἤ
ἀναπόδεικτες· γιατί, ἄν ἦταν ἀποδεικτές, θά ἔπρεπε νά τίς
ἀποδείξουμε, καί ἑπομένως δέν θά μποροῦσαν νά εἶναι
πρῶτες
ἀρχές. (3) Πρέπει νά εἶναι γνωριμότερες (πιό
κατανοητές) καί προγενέστερες σέ σχέση μέ τά συμπεράσματα πού
συνάγονται ἀπό αὐτές - ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι νοητικά τίς
ἀντιλαμβανόμαστε πρωτύτερα, ἀλλά μέ τήν ἔννοια ὅτι, ὅταν τίς
κατανοοῦμε, διακρίνουμε πιό καθαρά τήν ἀλήθεια τους. (4) Πρέπει
νά εἶναι αἴτια τοῦ συμπεράσματος, δηλαδή πρέπει νά δηλώνουν
γεγονότα πού ἀποτελοῦν τά αἴτια τοῦ γεγονότος, τό ὁποῖο δηλώνει
τό συμπέρασμα, καί ταυτόχρονα ἡ γνώση μας γι' αὐτές πρέπει νά
εἶναι τό αἴτιο τῆς γνώσης τοῦ συμπεράσματος.116
Αὐτές οἱ ἔσχατες ἀρχές τῆς ἐπιστήμης εἶναι τριῶν εἰδῶν.
Περιλαμβάνουν (1) τά ἀξιώματα —τίς προτάσεις πού πρέπει κανείς
νά γνωρίζει γιά νά μάθει ὁτιδήποτε. Στά άξιώματα ὁ Ἀριστοτέλης
κατατάσσει, χωρίς διάκριση, ἀφενός ἀληθεῖς προτάσεις κάθε
περιεχομένου, ὅπως εἶναι οἱ νόμοι τῆς ἀντίφασης καί τοῦ
ἀποκλεισμοῦ τοῦ μέσου,117 καί ἀφετέρου προτάσεις
κοινές σέ περισσότερες ἐπιστῆμες, πού ἔχουν ὅμως σχετικά
περιορισμένο πεδίο ἐφαρμογῆς, ὅπως ἡ πρόταση ὅτι, ἄν ἀπό ἴσα
ἀφαιρεθοῦν ἴσα, ἡ ἰσότητα δέν μεταβάλλεται —πού ἔχει νόημα μόνο
ἄν ἐφαρμοστεῖ σέ ποσότητες. Σχετικά μέ ὅλα τά ἀξιώματα ὁ
Ἀριστοτέλης παρατηρεῖ ἄλλωστε ὅτι κάθε ἐπιστήμη τά θεωρεῖ
δεδομένα ὄχι στήν καθολική τους μορφή, ἀλλά μόνον ἐφόσον μποροῦν
νά ἐφαρμοστοῦν στά ἀντικείμενά τῆς· σχετικά μέ τούς νόμους τῆς
ἀντίφασης καί τοῦ ἀπόκλεισμοῦ τοῦ μέσου, παρατηρεῖ ὅτι δέν
ὑπάγονται κανονικά στίς προκείμενες τῆς ἀπόδειξης· μέ ἄλλα λόγια,
δέν διαλογιζόμαστε μέ βάση αὐτούς τούς νόμους, ἀλλά σύμφωνα μέ
αὐτούς.
Οἱ ἀρχές τῆς ἐπιστήμης περιλαμβάνουν (2) τίς «θέσεις» πού
προσιδιάζουν σέ κάθε ἐπιστήμη. Οἱ θέσεις ὑποδιαιροῦνται (α) σέ
«ὑποθέσεις», δηλαδή στίς προτάσεις πού ἀναφέρθηκαν προηγουμένως
καί πού δηλώνουν τό
εἶναι τί
ἤ τό μή
εἶναι τί
(ὅτι κάτι εἶναι ἤ δέν εἶναι), καί (β) σέ ὁρισμούς
πού δηλώνουν τό
τί
ἐστιν. Ἡ ἐπιστήμη θεωρεῖ δεδομένους τούς
ὁρισμούς ὅλων τῶν ὅρων της, ἀλλά θεωρεῖ δεδομένη μόνο τήν ὕπαρξη
τῶν πρώτων ἀντικειμένων της (λ.χ., ἡ ἀριθμητική τήν ὕπαρξη τῆς
μονάδας, ἡ γεωμετρία τήν ὕπαρξη τοῦ μεγέθους στό χῶρο) καί
ἀπὀδεικνύει τήν ὕπαρξη τῶν ὑπολοίπων. Ἔτσι ἡ ἐπιστήμη ἔχει τρία
ἀντικείμενα —τό γένος πού θεωρεῖται δεδομένο ὅτι ὑπάρχει, τά
κοινά ἀξιώματα πού προϋποτίθενται μέ τήν ἀπόδειξη, καί τίς
ἰδιότητες πού ἀποδεικνύεται ὅτι ἀνήκουν στό γένος διά τῶν
άξιωμάτων μέ ἄλλα λόγια, ἐκεῖνο σχετικά μέ τό ὁποῖο
ἀπόδεικνύουμε, ἐκεῖνο μέ βάση τό ὁποῖο ἀπόδεικνύουμε καί ἐκεῖνο
πού ἀποδεικνύουμε.119
Οἱ τρεῖς προτασιακοί τύποι πού προϋποθέτει ἡ ἐπιστήμη πρέπει νά
διαχωριστοῦν ἀπό ἕναν ἄλλο τύπο πού ὁ Ἀριστοτέλης δέν ἐπιτρέπει
νά τόν προϋποθέσουμε: τά
αἰτήματα,
τά ὁποία ἀποτελοῦν ὑποθέσεις ἀντίθετες πρός τή γνώμη τοῦ
μανθάνοντος (δηλαδή ὄχι γενικά ἀποδεκτές) ἤ προτάσεις πού θά
ἔπρεπε νά ἀποδεικνύονται ἀντί νά θεωροῦνται δεδομένες. Ἐπίσης,
πρέπει νά διαχωριστοῦν ἀπό ὑποθέσεις πού βοηθοῦν τόν μανθάνοντα
νά κατανοήσει πλήρως τήν ἀλήθεια τοῦ συμπεράσματος, ἀλλά πού ἡ
ἀλήθεια τους δέν ζητεῖται ἀπό τήν ἀπόδειξη, ὅπως λ.χ., ἡ
ὑπόθεση τοῦ γεωμέτρη ὅτι ἡ γραμμή πού σχεδιάζει εἶναι ποδιαία ἤ
εὐθεία.120
Αὐτή ἡ περιγραφή τῶν προϋποθέσεων τῆς ἐπιστήμης θά μποροῦσε νά
παραβληθεῖ μέ τίς προϋποθέσεις πού διατύπωσε ὁ Ευκλείδης. Ὅταν
ὁ Ἀριστοτέλης περιγράφει ὅτι ἡ ἐπιστήμη μεταβαίνει ἀπό τό
λιγότερο γνωστό, ἀλλά περισσότερο κατανοητό, στό περισσότερο
γνωστό, ἀλλά λιγότερο κατανοητό, ἔχει σαφῶς ὑπόψη του μιά
ἐπιστήμη πού δέν βρίσκεται πιά στό πρῶτο της στάδιο, στό στάδιο
τῆς διερεύνησης, ἀλλά ἔχει ἀναπτυχθεῖ σέ τέτοιο βαθμό ὥστε νά
μπορεῖ νά διατυπωθεῖ σέ συνεχή μορφή. Τό μόνο πρότυπο πού
ταίριαζε σέ μιά τέτοια ἐπιστήμη ἦταν τῶν μαθηματικῶν, καί
εἰδικότερα τῆς γεωμετρίας. Ὁ Ἐύκλείδης ἦταν μόνο κατά μία γενεά
πρεσβύτερος τοῦ Ἀριστοτέλη, καί ἤδη στήν ἐποχή τοῦ φιλοσόφου
ὑπῆρχαν
Στοιχεῖα
γεωμετρίας τά ὁποία ὁ Εὐκλείδης ἁπλῶς ἐμπλούτισε
καί ἀνασυνέταξε. Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι σχεδόν ὅλα τά
παραδείγματα προϋποθέσεων καί ἀποδείξεων πού περιέχουν τά
Ἀναλυτικά
ὕστερα στό πρῶτο τους βιβλίο, ἀντλοῦνται ἀπό τήν
περιοχή τῶν μαθηματικῶν.121 Στά
Μετά τά
φυσικά ὁ Ἀριστοτέλης δηλώνει ρητά ὅτι δανείζεται
τή λέξη
ἀξίωμα
ἀπό τά μαθηματικά.122 Τά ἀξιώματά του
ἀντιστοιχοῦν στίς «κοινές ἔννοιες» τοῦ Εὐκλείδη, καί τό
ἀγαπημένο του παράδειγμα ἀξιώματος («ἄν ἀπό ἴσα άφαιρεθοῦν ἴσα,
ἡ ἰσότητα δέν μεταβάλλεται») ἀποτελεῖ μιά ἀπό τίς τρεῖς κοινές
ἔννοιες πού χρονολογοῦνται ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Εὐκλείδη.123
Οἱ
ὁρισμοί
τοῦ Ἀριστοτέλη ἀντιστοιχοῦν στούς
ὅρους
τοῦ Εὐκλείδη. Τέλος, οἱ ἀριστοτελικές
ὑποθέσεις
ἀντιστοιχοῦν, ὡς ἕνα βαθμό, στά εὐκλείδεια
αἰτήματα,
γιατί ἀπό τά πέντε αἰτήματα τά δύο εἶναι στήν πραγματικότητα
ὑποθέσεις γιά τήν ὕπαρξη —τήν ὕπαρξη τῆς εὐθείας γραμμῆς καί τοῦ
κύκλου.124
Ὁ Ἀριστοτέλης ἐπισημαίνει δύο σφάλματα πού στηρίζονται σέ κοινή
βάση. Τό πρῶτο βρίσκεται στήν ὑπόθεση ὅτι ἡ γνώση προϋποθέτει
εἴτε μιά ἀναδρομή στό ἄπειρο ἀπό προκείμενη σέ προκείμενη, ἔτσι
ὥστε τίποτε νά μήν γίνεται δεκτό χωρίς ἀπόδειξη, εἴτε τήν
ἀποδοχή ἀναπόδεικτων καί ἑπομένως ἄγνωστων προτάσεων· καί ὅτι,
κατά συνέπεια, ἡ γνώση εἶναι ἀδύνατη. Τό δεύτερο βρίσκεται στήν
ὑπόθεση ὅτι ἡ γνώση εἶναι βέβαια δυνατή, ἀλλά προχωρεῖ
διαγράφοντας ἕναν κύκλο—ἡ ἀλήθεια, δηλαδή, ἀνάγεται στήν
ἀμοιβαία συνεπαγωγή προτάσεων, ἀπό τίς ὁποῖες καμία δέν γίνεται
γνωστή ὡς ἀληθής ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἄλλη. Κοινή βάση καί τῶν δύο
σφαλμάτων εἶναι ἡ ὑπόθεση ὅτι ἡ ἀπό- δειξη ἀποτελεῖ τή μόνη
μέθοδο γνώσης· γιά νά ἀντικρούσει αὐτές τίς δύο ἐσφαλμένες
ὑποθέσεις, ὁ Ἀριστοτέλης διατυπώνει τήν ἀρχή τοῦ ὅτι ὑπάρχουν
πρῶτες προκείμενες οἱ ὁποῖες οὔτε χρειάζονται ἀλλά οὔτε
ἐπιδέχονται ἀπόδειξη.125
Ὅταν γνωρίζουμε κάτι, γνωρίζουμε ἐπίσης ὅτι δέν μπορεῖ νά εἶναι
διαφορετικό ἀπ' ὅ,τι εἶναι· καί ἄν τά συμπεράσματά μας πρέπει νά
εἶναι ἀναγκαῖα, οἱ προκείμενές μας πρέπει ἐπίσης νά εἶναι
ἀναγκαῖες. Τοῦτο σημαίνει ὅτι (1) ἀληθεύουν γιά κάθε ἐπιμέρους
περίπτωση τοῦ ὑποκειμένου τους. Ἀλλά (2) ἡ σχέση πού δηλώνουν,
ἀνάμεσα στό ὑποκείμενο καί στό κατηγορούμενο, πρέπει νά εἶναι
μιά σχέση ἀνάμεσα σέ
καθ'αὑτά
ἤ μιά οὐσιαστική σχέση. Τέσσερις εἶναι οἱ
περιπτὡςεις τῶν καθ' αὑτά. (α) Στόν πρῶτο τύπο, ἕνας ὄρος
ἐμπεριέχεται στήν οὐσία τοῦ ἄλλου καί στόν ὁρισμό του· λ.χ., ἡ
γραμμή ἐμπεριέχεται στήν οὐσία καί στόν ὁρισμό τοῦ τριγώνου. Τό
κατηγορούμενο πού εἶναι μέ αὐτή τήν ἔννοια
καθ'αὑτό
στό ὑποκείμενό του εἶναι ὁ
ὁρισμός,
τό
γένος
ἤ ἡ
διαφορά
τοῦ ὑποκειμένου, (β) Στή δεύτερη περίπτωση, ἕνας
ὅρος εἶναι μιά ἰδιότητα τοῦ ἄλλου καί ἐμπεριέχει τόν ἄλλον στόν
ὁρισμό του· λ.χ. κάθε γραμμή εἶναι «εὐθεία ἤ τεθλασμένη», καί
τόσο τό «εὐθεία» ὅσο καί τό «τεθλασμένη» δέν μπορεῖ νά ὁριστοῦν
χωρίς ἀναφορά στή γραμμή. Τό κατηγορούμενο πού εἶναι μέ αὐτή τήν
ἔννοια
καθ'αὐτό
στό ὑποκείμενό του, εἶναι μιά
ἰδιότητα
(ἤ μιά διάζευξη πού δηλώνει ἐναλλακτικές
ἰδιότητες) τοῦ ὑποκειμένου. Οἱ ἰδιότητες πού δέν ἀνήκουν στά
ὑποκείμενά τους οὔτε κατά τόν (α) τρόπο οὔτε κατά τόν (β) τρόπο,
εἶναι ἁπλῶς
συμβεβηκότα
τῶν ὑποκειμένων, (γ) Μετά τίς κατηγορικές
προτάσεις, ὁ Ἀριστοτέλης ἐξετάζει τίς ὑπαρκτικές, καί σέ σχέση
μέ αὐτές ὀνομάζει καθ' αὑτά ἐκεῖνα τά πράγματα πού δέν
κατηγοροῦνται σέ ὑποκείμενο ἄλλο ἀπό τό ἑαυτό τους. Οἱ ὅροι
«λευκό» ἡ «βαδίζω» προϋποθέτουν ἕνα ἄλλο ὑποκείμενο ἀπό τόν
ἑαυτό τούς —κάτι πού εἶναι λευκό ἤ πού βαδίζει· ἀντίθετα, μιά
ἀτομική οὐσία δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ καθόλου ὡς
κατηγορούμενο, καί μιά ούσία γένους μπορεῖ νά εἶναι μόνο τό
κατηγορούμενο ἑνός ὑποκειμένου πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν ἴδια,
ἀλλά ἁπλῶς ἕνα εἶδος ἤ ἕνα ἀτομικό του στοιχεῖο, (δ)
Καθ’αὑτά
εἶναι ἐκεῖνες οἱ προτάσεις πού δέν δηλώνουν τήν
ἐνύπαρξη μιᾶς ἰδιότητας σ' ἕνα ὑποκείμενο, ἀλλά τή
σχέση
αἰτίου καί ἀποτελέσματος·
συμβεβηκότα
εἶναι ἐκεῖνες οἱ προτάσεις πού δηλώνουν ἁπλή
συνακολουθία ἀνάμεσα σέ δύο γεγονότα. Οἱ ἔννοιες (γ) καί (δ)
καθορίζονται ἀπό τόν Ἀριστοτέλη μόνο καί μόνο γιά νά δοθεῖ ἡ
πλήρης περιγραφή τοῦ νοήματος τῶν
καθ'αὑτά·
γιατί οἱ προκείμενες τῆς ἐπιστήμης εἶναι
καθ'αὑτά
εἴτε μέ τήν ἔννοια (α) εἴτε μέ τήν ἔννοια (β).
Γιά νά εἶναι ὅμως μιά πρόταση καθολική, μέ τήν αὐστηρή σημασία,
πρέπει (3) νά ἀληθεύει γιά τό ὑποκείμενό της
ᾖ αὐτό.
Τό κατηγορούμενο πρέπει νά ἀνήκει στό ὑποκείμενο
ὄχι μόνο κατανάγκην, ἀλλά μέ βάση τήν ἰδιαίτερη φύση τοῦ
ὑποκειμένου, κι ὄχι μέ βάση ἕνα χαρακτήρα γένους πού εἶναι
κοινός καί σέ ἄλλα εἴδη. Γιατί μόνο ἔτσι τό ὑποκείμενο δέν θά
περιέχει κανένα στοιχείο ἄσχετο πρός τό κατηγορούμενο. Άπό κάθε
προτεινόμενο ὑποκείμενο πρέπει νά ἀφαιροῦμε κάθε ἄσχετη
διαφορά, ἕως ὅτου καταλήξουμε σ' ἐκεῖνο τό ὑποκείμενο πού εἶναι
ἀπόλύτως σύμμετρο πρός τό κατηγορούμενο. Οἱ προκείμενες τῆς
ἐπιστήμης εἶναι ἀντιμεταθέσιμες ἤ ἁπλῶς ἀντιστρέψιμες δηλὡςεις
—μόνο αὐτές ἔχουν τήν κομψότητα πού ἀπαιτεῖ τό ἰδεῶδες τῆς
ἐπιστήμης.126
Μέ βάση αὐτές τίς προϋποθέσεις τίς ὁποῖες ὀφείλουν νά πληροῦν
οἱ προκείμενες τῆς ἐπιστήμης, συνάγονται ὁρισμένες ἰδιότητες
τῶν προκειμένων. Ἡ πρώτη ἰδιότητα εἶναι νά ταιριάζουν ἤ νά
προσιδιάζουν στό ἀντικείμενο τῆς ἐπιστήμης. Καταρχάς δέν πρέπει
νά προέρχονται ἀπό ἄλλην ἐπιστήμη. Γιατί, ἄν ὁ μέσος ὄρος εἶναι
καθολικό, δηλαδή σύμμετρο, κατηγορούμενο ἑνός γένους, δέν μπορεῖ
νά ἀποτελεῖ σύμμετρο κατηγορούμενο ἄλλου γένους. Ἔτσι, οἱ
γεωμετρικές προτάσεις δέν μπορεῖ νά ἀποδειχθοῦν μέ ἀριθμητικές
προκείμενες. Θά μποροῦσαν νά ἀποδειχθοῦν μέ αὐτό τόν τρόπο μόνο
ἄν τά μεγέθη στό χῶρο ἦταν ἀριθμοί. Τά ἄκρα καί οἱ μέσοι ὅροι
πρέπει νά ἀνήκουν στό ἴδιο γένος. Οἱ προκείμενες μιᾶς ἐπιστήμης
μπορεῖ νά χρησιμοποιηθοῦν σέ μιάν ἄλλη μόνο ἄν τό ἀντικείμενο
τῆς δεύτερης ὑπάγεται στό ἀντικείμενο τῆς πρώτης, ὅπως λ.χ. τά
ἀντικείμενα τῆς ὀπτικῆς καί τῆς ἁρμονικῆς ὑπάγονται ἀντίστοιχα
στά ἀντικείμενα τῆς γεωμετρίας καί τῆς ἀριθμητικῆς. Στήν
πραγματικότητα ὅμως, ἡ ὀπτική δέν εἶναι μιά ἐπιστήμη ἀνεξάρτητη
ἀπό τή γεωμετρία, οὔτε ἡ ἁρμονική ἀπό τήν ἀριθμητική· ἡ ὀπτική
καί ἡ ἁρμονική εἶναι ἁπλῶς ἐφαρμογές ἀντίστοιχα τῆς γεωμετρίας
καί τῆς ἀριθμητικῆς.127
Δεύτερο, καί γιά τόν ἴδιο λόγο, οἱ προτάσεις μιᾶς συγκεκριμένης
ἐπιστήμης δέν μπορεῖ νά ἀποδειχθοῦν μέ γενικές προκείμενες. Ἡ
προσπάθεια τοῦ Βρύσωνα νά τετραγωνίσει τόν κύκλο,
χρησιμοποιώντας τήν ἀρχή ὅτι «πράγματα, πού εἶναι ἀντίστοιχα
μεγαλύτερα καί μικρότερα ἀπό τά ἴδια πράγματα, εἶναι μεταξύ τούς
ἴσα» εἶναι ἐσφαλμένη, γιατί αὐτή ἡ ἀρχή ἰσχύει τόσο γιά τούς
ἀριθμούς ὅσο καί γιά τά μεγέθη στό χῶρο, καί δέν λογαριάζει τήν
ἰδιαίτερη φύση τοῦ ἀντικειμένου τῆς γεωμετρίας. Ἑπομένως, οἱ
πρῶτες ἀρχές πού ἀνήκουν μόνο σέ μιά ἐπιστήμη, δέν μπορεῖ νά
ἀποδειχθοῦν· γιατί ἡ μόνη δυνατή ἀπόδειξή τους θά στηριζόταν σέ
γενικές προκείμενες. Τοῦτο συνεπάγεται ἐπίσης ὅτι τά
ἀξιώματα
πού εἶναι κοινά σέ περισσότερες ἐπιστῆμες, δέν
ἀποτελοῦν προκείμενες τῶν ἐπιστημῶν, ἀλλά τίς ἀρχές μέ βάση τίς
ὁποῖες καταφαίνεται ὅτι τά συμπεράσματα ἕπονται ἀπό τίς
προκείμενες.128
Τό ἰδεῶδες τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης καθορίζεται ἀκόμη ἀπό τή
διάκριση πού γίνεται ἀνάμεσα στή γνώση τοῦ ὅτι ἤ τοῦ
γεγονότος, καί στή γνώση τοῦ διότι. Αὐτή ἡ διάκριση
μπορεῖ νά γίνει (1) στό πλαίσιο μιᾶς μόνο ἐπιστήμης. Ἔχουμε
γνώση τοῦ ὅτι καί ὄχι τοῦ διότι, πρῶτον ὅταν οἱ
προκείμενες δέν εἶναι ἄμεσες, ἀλλά χρειάζονται καί αὐτές
ἀπόδειξη, καί δεύτερον ὅταν συνάγουμε τό αἴτιο ἀπό τό
ἀποτέλεσμα, τό περισσότερο κατανοητό ἀπό τό περισσότερο γνωστό.
Μποροῦμε νά συναγάγουμε τήν ἐγγύτητα τῶν πλανητῶν ἀπό τή μή
ἀκτινοβολία τους, ἀλλά τότε ἀντιστρέφουμε τή σωστή λογική σειρά
- τό
αἴτιο τοῦ
εἶναι (causa
essendi)
πρέπει νά εἶναι ἐπίσης
αἴτιο τοῦ
γνωρίζειν (causa
cognoscendi).
Ὅταν ὁ μέσος καί ὁ μείζων ὅρος εἶναι ἀντιστρέψιμοι, ὅπως σέ αὐτή
τήν περίπτωση, τότε μποροῦμε νά ἀντικαταστήσουμε μιά συνεπαγωγή
πού προχωρεῖ ἀπό τό ἀποτέλεσμα στό αἴτιο ἀπό μιάν ἄλλη πού
προχωρεῖ ἀπό τό αἴτιο στό ἀποτέλεσμα· ὅταν ὅμως δέν εἶναι
ἀντιστρέψιμοι, αὐτή ἡ ἀντικατάσταση δέν εἶναι δυνατή καί
ἑπομένως περιοριζόμαστε στή γνώση τοῦ ὅτι. (2) Μιά
ἐπιστήμη μπορεῖ νά γνωρίζει τό ὅτι καί μιά ἄλλη νά
γνωρίζει τό διότι. Τά μαθηματικά παρέχουν τήν ἐξήγηση
γιά γεγονότα πού μελετοῦν ἡ ὀπτική, ἡ ἁρμονική καί ἡ ἀστρονομία,
καί ἀκόμη γιά ὁρισμένα γεγονότα πού μελετοῦν ἐπιστῆμες
ἀνεξάρτητες ἀπό τά μαθηματικά, ὅπως εἶναι ἡ ἰατρική. Ἔτσι,
κάποιος πού θά είναι καί γεωμέτρης καί γιατρός, θά μπορεῖ νά
ἐξηγήσει μέ γεωμετρικά στοιχεῖα γιατί τά ἕλκη τά
περιφερῆ
βραδύτερον ὑγιάζεται (γιατί τά στρογγυλά τραύματα
ἐπουλώνονται ἀργότερα ἀπό τά ἄλλα).129
θά δοῦμε ὅτι ἡ γνώση τοῦ
διότι
δέν εἶναι προσιτή ὅταν παραβιαστεῖ ἕνας ἀπό τούς
δύο κανόνες πού διατυπώσαμε προηγουμένως σέ σχέση μέ τίς
προκείμενες τῆς ἐπιστήμης —δηλαδή ὅτι πρέπει νά εἶναι ἄμεσες καί
περισσότερο κατανοητές ἀπό τό συμπέρασμα. Ἑπομένως, ἡ γνώση τοῦ
ὅτι
δέν ἀποτελεῖ σωστή ἐπιστήμη· σωστή ἐπιστήμη εἶναι ἕνα
σύστημα, στό ὁποῖο καθετί πού εἶναι γνωστό, ἐκτός ἀπό τίς ἴδιες
τίς πρῶτες ἀρχές, ἀπορρέει κατανάγκην ἀπό τίς πρῶτες ἀρχές.
Ἀφοῦ
οἱ
προκείμενες τῆς ἐπιστήμης πρέπει νά εἶναι ἄμεσες, ἡ
ἐπιστημονική ἀπόδειξη μπορεῖ νά παρουσιαστεῖ ὡς διαδικασία
καταπυκνώσεως,130 δηλαδή παρεμβολῆς τῶν ἀναγκαίων
μέσων ὅρων ἀνάμεσα σέ δύο ὅρους πού ἐπιθυμοῦμε νά τούς
συνδέσουμε ὡς ὑποκείμενο καί κατηγορούμενο. Ὅταν ὁ Ἀριστοτέλης
ἀναφέρεται σέ αὐτό τό σχῆμα, ἔχει ὑπόψη του τήν ἀναλυτική
διεργασία τῆς ἐπιστήμης, δηλαδή τή διεργασία κατά τήν ὁποία ἡ
ἐπιστήμη θέτει ἕνα θεώρημα πού πρέπει νά ἀποδειχθεῖ ἀληθές ἤ ἕνα
πρόβλημα κατασκευῆς πού πρέπει νά ἐκτελεστεῖ καί διερωτᾶται
ποιές εἶναι οἱ ζητούμενες προκείμενες, δηλαδή οἱ ὅροι τῆς
ἐπίλυσης. Περισσότερο ὅμως φαίνεται νά ἔχει κατά νοῦ τή
συνθετική διεργασία τῆς ἐπιστήμης, πού ἔχει ὡς ἀφετηρία της
ἄμεσες προκείμενες καί τίς διαπλέκει ἔτσι ὥστε νά καταλήξει σέ
ἔμμεσα συμπεράσματα. Στήν πραγματικότητα, ἡ πρώτη διεργασία
συνιστᾶ τή μέθοδο τῆς ἀνακάλυψης, ἐνῶ ἡ δεύτερη τή μέθοδο τῆς
ἔκθεσης· καί οἱ δύο μέθοδοι χρησιμοποιοῦνται στήν πραγματική
διεργασία τῆς ἐπιστήμης.
Μέ βάση αὐτή τή γενική ἀντίληψη γιά τή φύση τῆς ἐπιστήμης, ὁ
Ἀριστοτέλης εἶναι σέ θέση νά διατυπώσει131 τίς
προϋποθέσεις ὑπό τίς ὁποῖες μιά ἐπιστήμη εἶναι «ἀκριβέστερη καί
προγενέστερη ἀπό» μιάν ἄλλη. Αὐτό συμβαίνει (1) ὅταν ἡ μία
ἐπιστήμη γνωρίζει τόσο τό γεγονός ὅσο καί τήν αἰτία του, ἐνῶ ἡ
ἄλλη γνωρίζει μόνο τό γεγονός· ἔτσι, λ.χ., ἡ ἀστρονομία, πού
στηρίζεται τόσο στά μαθηματικά ὅσο καί στήν παρατήρηση,
προηγεῖται σέ σχέση μέ τήν ἀστρονομία πού στηρίζεται
ἀποκλειστικά στήν παρατήρηση. Αὐτό συμβαίνει (2) ὅταν ἡ μία
μελετᾶ χαρακτηριστικά, κάνοντας ἀφαίρεση ἀπό τό ὑποκείμενο (substratum),
ἐνῶ ἡ ἄλλη εἶναι συγκεκριμένη· ἔτσι λ.χ. ἡ ἀριθμητική
προηγεῖται σέ σχέση μέ τήν ἁρμονική. Αὐτό συμβαίνει (3) ὅταν ἡ
μία ἐμπεριέχει λιγότερες προϋποθέσεις· ἔτσι, λ.χ., ἡ ἀριθμητική
προηγεῖται σέ σχέση μέ τή γεωμετρία, γιατί ἡ μονάδα δέν ἔχει
θέση, ἐνῶ τό σημεῖο ἔχει θέση.
Ἐπειδή ἡ ἀντίληψη ἀφορᾶ μόνο ἐπιμέρους γεγονότα, δέν μπορεῖ
ποτέ νά ἀντικαταστήσει τήν ἀπόδειξη. Ἄν εἴχαμε βρεθεῖ στή σελήνη
καί βλέπαμε τή γῆ νά κρύβει τό φῶς τοῦ ἥλιου, πάλι δέν θά
γνωρίζαμε τό αἴτιο τῶν ἐκλείψεων τῆς σελήνης, θά εἴχαμε
ἀντιληφθεῖ τήν προσωρινή ἔλλειψη φωτός, ἀλλά δέν θά γνωρίζαμε
τό γενικό αἴτιο τοῦ φαινομένου. Μολονότι ὁ Ἀριστοτέλης
ὑπογραμμίζει τά ὅρια τῆς ἀντιληπτικῆς γνώσης, ἀσφαλῶς δέν
ὑποτιμᾶ τή σημασία της στήν ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης.132
Ὅταν λείπει μιά αἴσθηση, ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἐπίσης ἐλλιπής, γιατί
οἱ γενικές ἀλήθειες, στίς ὁποῖες βασίζεται, συνάγονται ἐπαγωγικά
ἀπό αἰσθητηριακές ἀντιλήψεις. Ἐνῶ, δηλαδή, δέν γνωρίζουμε μέ τήν
αἴσθηση τά αἴτια τῶν πραγμάτων, τά μαθαίνουμε μέ βάση τήν
αἰσθητηριακή ἐμπειρία. Ὅταν συμπληρωθεῖ ὁρισμένος ἀριθμός
ἐμπειριῶν σχετικά μ' ἕνα γεγονός, ἡ γενική ἐξήγηση φανερώνεται
στό νοΰ μας μ' ἕνα ἐποπτικό ἐνέργημα τοῦ Λόγου.133 Ὁ
Ἀριστοτέλης ἀναγνωρίζει σαφῶς τή σημασία τῆς ἐπιστημονικῆς
φαντασίας μέ τήν ὁποία «μαντεύουμε ἐν
ἀσκέπτῳ
χρόνῳ τόν μέσο ὅρο».
Πρός τό τέλος τοῦ πρώτου βιβλίου,135 ὁ Ἀριστοτέλης
στρέφει τήν προσοχή του στήν τόσο σημαντική, γιά τόν ἴδιο καί
γιά τόν Πλάτωνα, διάκριση ἀνάμεσα στή γνώση (ἐπιστήμη)
καί στή γνώμη (δόξα). Αὐτή ἡ διάκριση θεμελιώνεται
καταρχάς στή διαφορά ἀνάμεσα στά ἀντικείμενά τους. Ἡ γνώση
ἀναφέρεται στά ἀναγκαῖα, ἐνῶ ἡ γνώμη στά ἐνδεχόμενα, στά ἀληθή
πού μπορεῖ νά εἶναι ψευδή ἤ στά ψευδή πού μπορεῖ νά εἶναι ἀληθή.
Πράγματι, ἐπισημαίνει ὁ Ἀριστοτέλης, κανείς δέν θά ἔλεγε ὅτι
ἔχει
τή
γνώμη
πώς τό Α εἶναι Β, ὅταν πιστεύει πώς τό Α δέν
μπορεῖ νά εἶναι παρά μόνο Β· ἀντίθετα λέει ὅτι
γνωρίζει
πώς τό Α εἶναι Β. Ὡστόσο, εἶναι πιθανό γιά τίς
ἴδιες ἀκριβῶς προκείμενες δύο ἄνθρωποι νά ἔχουν ἀντίστοιχα γνώση
καί γνώμη, ὁ ἕνας νά γνωρίζει καί ὁ ἄλλος νά ἔχει τή γνώμη ὅτι
ἀπό αὐτές ἕπονται τά ἴδια συμπεράσματα. Σέ αὐτή τήν ἀντίρρηση ὁ
Ἀριστοτέλης ἀπαντᾶ πρῶτα ὅτι, ἀκόμη καί ἄν ἰσχύει, δέν ἀναιρεῖ
τή διάκριση ἀνάμεσα στή γνώση καί στή γνώμη. Γιατί ἀκόμη καί ἄν
τά ἀντικείμενά τους συμπίπτουν, ἡ νοητική στάση θά διαφέρει· ὁ
ἕνας θά ἀναγνωρίζει, λ.χ., ὅτι ἡ προκείμενή του δηλώνει τήν
οὐσία καί τόν ὁρισμό τοῦ ὑποκειμένου της, ὁ ἄλλος θά θεωρεῖ ὅτι
ἁπλῶς δηλώνει ἕνα γεγονός πού τυχαίνει νά ἀληθεύει σέ σχέση μέ
τό ὑποκείμενο. Ἀλλά, κατά δεύτερο λόγο, τά ἀντικείμενα τῆς
γνώσης καί τῆς γνώμης δέν συμπίπτουν, ὅπως δέν συμπίπτουν τά
ἀντικείμενα τῆς ἀληθοῦς καί τῆς ψευδοῦς γνώμης. Ἡ ἀληθής καί ἡ
ψευδής γνώμη εἶναι
τοῦ αὐτοῦ,
μόνο κατά τό ὅτι ἀναφέρονται στό ἴδιο ὑποκείμενο· ἀφοροῦν ὅμως
διαφορετικά πράγματα, στό μέτρο πού ἀπόδίδουν σέ αὐτό τό
ὑποκείμενο διαφορετικά κατηγορούμενα. Ἀντίστοιχα ἡ κρίση ὅτι ὁ
ἄνθρωπος εἶναι ζῶον, μπορεῖ νά εἶναι προϊόν τόσο τῆς γνώσης ὅσο
καί τῆς γνώμης, ἀλλά σύμφωνα μέ τήν πρώτη, ὁ ὅρος «ζῶον» ἀνήκει
στήν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ σύμφωνα μέ τή δεύτερη, ὁ ὅρος «ζῶον»
εἶναι μιά ἰδιότητα πού τυχαίνει νά χαρακτηρίζει τόν ἄνθρωπο.
Ὁρισμός
Στό δεύτερο βιβλίο, ὁ Ἀριστοτέλης ἐξετάζει τήν ἀπόδειξη ὡς τό
μέσο μέ τό ὁποῖο φτάνουμε στόν ὁρισμό. Οἱ τέσσερις μεγάλοι τύποι
προβλήματος, τό ὅτι, τό
διότι,
τό
εἰ ἔστι,
τό
τί
ἔστιν,136 ἀναφέρονται ὅλοι στόν μέσο
ὅρο. Τό ἐρώτημα ἄν τό
Α ὑπάρχει
ἡ ἄν τό
A
εἶναι Β,
ἰσοδυναμεῖ μέ τό ἐρώτημα ἄν ὑπάρχει ἕνας μέσος ὅρος πού νά
ἐξηγεῖ ὅτι τό Α ὑπάρχει ἤ ὅτι τό Α εἶναι Β· τό έρώτημα τί
εἶναι τό Α
ἤ
γιατί τό Α
εἶναι Β ἰσοδυναμεῖ μέ τό ἐρώτημα τί εἶναι αὐτός ὁ
μέσος ὅρος.137 Ἡ ἔννοια τοῦ μέσου ὅρου ἐφαρμόζεται
πιό εὔκολα στό ἐρώτημα ἄν (ἤ γιατί) τό Α εἶναι Β. Γιατί, σέ αὐτή
τήν περίπτωση, ζητοῦμε ἐκεῖνο τό στοιχεῖο στήν οὐσία τοῦ Α πού
ἐξηγεῖ γιατί ἔχει τήν ἰδιότητα Β. Ἀλλά πῶς
ἐννοεῖ
ὁ Ἀριστοτέλης τόν μέσο ὅρο πού ἐξηγεῖ ὅτι τό Α
ὑπάρχει ἁπλῶς; Δέν πρόκειται ἐδῶ γιά ἕναν συλλογιστικό μέσο ὅρο,
γιατί δέν ὑπάρχουν δύο ὅροι ἀνάμεσα
στούς
ὁποίους νά παρεμβάλλεται ὁ μέσος ὅρος· ὑπάρχει
μόνο ὁ ὅρος Α. Ἡ ἔκφραση «μέσος ὅρος» χρησιμοποιεῖται ἐδῶ μέ μιά
διεύρυνση τοῦ νοήματος γιά νά δηλωθεῖ τό «οὐσιαστικό αἴτιο». Ὁ
Ἀριστοτέλης
ἐννοεῖ
ὅτι τό ἐρώτημα ἄν τό Α ὑπάρχει ἰσοδυναμεῖ μέ τό
ἐρώτημα ἄν ὑπάρχει μιά νοητή οὐσία πού νά ἀντιστοιχεῖ σέ αὐτό τό
ὄνομα, καί ὅτι τό ἐρώτημα
τί
εἶναι τό Α ἰσοδυναμεῖ μέ μιά προσπάθεια διατύπωσης αὐτῆς
τῆς οὐσίας σ' ἕναν ὁρισμό. Ὡστόσο, ἡ συνολική ἐφαρμογή τοῦ
ἐρωτήματος «γιατί» καί τῆς ἔννοιας τοῦ μέσου ὅρου σέ οὐσίες
εἶναι κατά κάποιο τρόπο ἀφύσικη. Στήν πραγματικότητα, ὁ
Ἀριστοτέλης ἐνδιαφέρεται νά ὑποστηρίξει πώς ἡ ἀναζήτηση τοῦ
ὁρισμοῦ μιᾶς
ἰδιότητας
ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ἀναζήτηση ἑνός μέσου ὅρου πού νά
συνδέει τήν ἰδιότητα μ' ἕνα ὑποκείμενο, πού νά δείχνει γιατί
κάποιο ὑποκείμενο ἔχει αὐτή τήν ἰδιότητα. Ἄν ἡ σελήνη «ἐκλείπει»,
ἐπειδή τό φῶς τοῦ ἥλιου ἀποκόπτεται ἀπό τή σελήνη μέ τήν
παρεμβολή τῆς γῆς, ὁ ὁρισμός τῆς ἔκλειψης τῆς σελήνης εἶναι
στέρησις
φωτός ἀπό σελήνης ὑπό γῆς ἀντιφράξεως. Ὁ ἀληθινός
ὁρισμός μιᾶς ἰδιότητας, ὁ μόνος ὁρισμός πού εἶναι κάτι
περισσότερο ἀπό τήν ἁπλή ἐξήγηση τῆς χρήσης μιᾶς λέξης, εἶναι ὁ
ὁρισμός πού δηλώνει τό ποιητικό ἤ τό τελικό αἴτιο τῆς ὕπαρξης
αὐτῆς τῆς ἰδιότητας. Ἑπομένως, ἡ
ἀπόδειξη
τοῦ ὅτι μιά ἰδιότητα προκύπτει κατανάγκην ἀπό
κάποιο αἴτιο χρειάζεται μόνο λεκτική μεταλλαγή γιά νά δὡσει τόν
ὁρισμό
τῆς ἰδιότητας αὐτῆς.
Ὕστερα ἀπό μιά διαλεκτική διερεύνηση πού προορίζεται νά δείξει
ὅτι τό τί εἶναι ἕνα πράγμα δέν μπορεῖ νά ἀποδειχθεῖ οὔτε μέ
συλλογισμό, οὔτε μέ διαίρεση, οὔτε μέ ὁρισμό τοῦ πράγματος ἤ τοῦ
ἀντιθέτου, οὔτε μέ ἄλλο τρόπο,138 ὁ Ἀριστοτέλης
προχωρεῖ139 σέ μιά θετική περιγραφή τῆς σχέσης
ἀνάμεσα στήν ἀπόδειξη καί στόν ὁρισμό. Γιά νά φτάσουμε σ' ἕναν
ὁρισμό μέ τή βοήθεια τῆς ἀπόδειξης, πρέπει νά ἀρχίσουμε ἀπό τή
μερική γνώση τοῦ χαρακτήρα τοῦ
ὁριζομένου,
δηλαδή ἀπό τόν ὀνοματικό του ὁρισμό, ὅπως εἶναι ὁ ὁρισμός τῆς
ἔκλειψης ὡς στέρησης φωτός. Τό ἐρώτημα πού τίθεται τώρα εἶναι ἄν
ὑπάρχει ἕνας μέσος ὅρος μέ τόν ὁποῖο νά μποροῦμε νά ἀπόδείξουμε
ὅτι ἡ σελήνη πραγματικά στερεῖται τό φῶς. Αὐτός ὁ μέσος ὅρος
μπορεῖ νά βρεθεῖ ἐντελῶς τυχαῖα — τό
μή δύνασθαι
ποιεῖν σκιάν μηδενός μεταξύ ἡμῶν ὄντος: δηλαδή,
μποροῦμε νά συναγάγουμε τή στέρηση φωτός τῆς σελήνης ἀπό ἕνα
ἁπλό σύμπτωμα αὐτοῦ τοῦ φαινομένου. Τοῦτο δέν θά μᾶς βοηθήσει νά
βροῦμε τόν πραγματικό ὁρισμό τῆς ἔκλειψης.
Μπορεῖ
ὅμως νά βροῦμε τυχαῖα τόν μέσο ὅρο πού δηλώνει τό
αἴτιο τῆς ἔκλειψης· μπορεῖ νά διατυπὡσουμε τό συλλογισμό «καθετί
πού χωρίζεται ἀπό τήν πηγή τοῦ φωτός μέ τήν παρεμβολή ἑνός ἄλλου
σώματος στερεῖται τό φῶς. Ἡ σελήνη χωρίζεται ἀπό τήν πηγή τοῦ
φωτός της μέ τήν παρεμβολή ἑνός ἄλλου σώματος (τῆς γῆς). Ἄρα ἡ
σελήνη στερεῖται τό φῶς.» Αὐτή ἡ ἀπόδειξη γιά τήν ὕπαρξη τῆς
ἔκλειψης ἀπό τήν ὕπαρξη τοῦ αἰτίου της χρειάζεται μόνο
ἀναδιατύπωση, γιά νά δὡσει τόν ὁρισμό τῆς ἔκλειψης σέ ἀναφορά μέ
τό αἴτιό της —«ἔκλειψη εἶναι ἡ στέρηση φωτός τῆς σελήνης πού
ὀφείλεται στήν παρεμβολή τῆς γῆς». Ἔτσι, ἄν ἔχουμε τόν ὀνοματικό
ὁρισμό μιᾶς ἰδιότητας ἤ ἑνός γεγονότος κατά τό
γένος καί
τό ὑποκείμενο, μποροῦμε νά προχωρήσουμε σ' ἕναν
πραγματικό ὁρισμό τους κατά τό
γένος καί
τό ὑποκείμενο καί τό αἴτιο. Σέ αὐτή τήν περίπτωση
δέν ἔχουμε ἀποδείξει τόν ὁρισμό, ἀλλά φτάνουμε σέ αὐτόν μέ τή
βοήθεια τῆς ἀπόδειξης.
Μόνο ἰδιότητες καί γεγονότα μποροῦν ὅμως νά ὁριστοῦν ἔτσι. Γιατί
τά πρῶτα ἀντικείμενα τῆς ἐπιστήμης, ὅπως ἡ μονάδα στήν
ἀριθμητική, δέν ἔχουν ἄλλο αἴτιο ἀπό τόν ἑαυτό τους, καί μόνο ὁ
ὀνοματικός ὁρισμός τους εἶναι δυνατός. Αὐτός ὁ ὁρισμός πρέπει
ἁπλῶς νά ὑποτεθεῖ ἤ νά γίνει γνωστός μ' ἕναν τρόπο πού
περιγράφεται πιό κάτω.140 Ἑπομένως, ὑπάρχουν τρία
εἴδη ὁρισμοῦ: (1) ὁ ἀναπόδεικτος ὁρισμός ἑνός πρώτου ὅρου· (2) ὁ
πραγματικός ἤ αἰτιακός ὁρισμός μιᾶς ἰδιότητας ἤ ἑνός γεγονότος
πού συμπυκνώνει τό περιεχόμενο ἑνός συλλογισμοῦ σέ μία μόνο
πρόταση· καί (3) ὁ ὀνοματικός ὁρισμός μιᾶς ἰδιότητας ἤ ἑνός
γεγονότος πού ἀντιστοιχεῖ στό συμπέρασμα ἑνός συλλογισμοῦ χωρίς
τίς προκείμενες.141 Αὐτοί οἱ τρεῖς ὁρισμοί συνδέονται
μεταξύ τους, μπορεῖ νά πεῖ κανείς, ὅπως, κατά τόν
Mill,
συνδέονται μεταξύ τους οἱ νόμοι τῆς φύσης, οἱ παράγωγοι νόμοι
καί οἱ ἐμπειρικοί νόμοι.
Ἐν συνεχεία, ὁ Ἀριστοτέλης δείχνει142 ὅτι καθένα ἀπό
τά τέσσερα αἴτια —τό οὐσιαστικό, τό ὑλικό, τό ποιητικό ἤ τό
τελικό - μπορεῖ νά λειτουργεῖ ὡς μέσος ὅρος μέ τόν ὁποῖο
ἀποδεικνύεται ἡ ὕπαρξη ἐκείνου τοῦ πράγματος τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖ
τό αἴτιο. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι τό ὑλικό αἴτιο παρουσιάζεται σέ αὐτό
τό χωρίο (τό πρῶτο ἴσως στό ὁποῖο ἀπαντᾶ) μέ διαφορετική μορφή
ἀπ' ὅ,τι συνήθως. Περιγράφεται ὡς τό
τίνων ὄντων
ἀνάγκη τούτ'εἶναι (Οἱ προϋποθέσεις ἀπό τίς ὁποῖες
προκύπτει ὅτι τό δεδομένο πράγμα ὑπάρχει), καί αὐτές οἱ
προϋποθέσεις ταυτίζονται μέ τίς προκείμενες πού εἶναι ἀναγκαῖες
γιά τήν ἀπόδειξη ἑνός συμπεράσματος. Στόν
κλασικό
τόπο γιά τά τέσσερα αἴτια, «οἱ ὑποθέσεις (ἤ
προκείμενες) τοῦ συμπεράσματος» ἀπαντοῦν ὡς ἐπιμέρους περίπτωση
τοῦ ὑλικοῦ αίτίου143 μαζί μέ ἄλλες πιό κοινές
περιπτὡςεις - τόν ὀρείχαλκο τοῦ ἀγάλματος, τά γράμματα μιᾶς
συλλαβῆς κτλ. θά ἔλεγε κανείς ὅτι στά Ἀναλυτικά
ὕστερα ὁ Ἀριστοτέλης εἶχε μιά στενότερη
ἀντίληψη· ἀλλά μέ αὐτή τήν ἀφετηρία ἔφτασε ἀργότερα στήν ἔννοια
τοῦ ὑλικοῦ αἰτίου, ἀναγνωρίζοντας τήν ὕπαρξη μιᾶς ἀναλογίας
ἀνάμεσα στή σχέση προκειμένων καί συμπεράσματος καί στή σχέση
ὕλης καί διαμορφωμένου πράγματος. Αὐτό τό κεφάλαιο μοιάζει νά
εἶναι πρώιμο προϊόν τῆς ἀριστοτελικῆς σκέψης, γιατί προδίδει
ἀρκετή σύγχυση σχετικά μέ τό θέμα αὐτό.
Ἀφοῦ δείξει ὁ Ἀριστοτέλης πῶς γίνεται ἡ μετάβαση ἀπό τόν μή
αἰτιακό ὁρισμό στόν αἰτιακό, προχωρεῖ144 στή θεώρηση
τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ αἰτιακοῦ ὁρισμοῦ. Ἕνα εἰδικότατο
εἶδος ὁρίζεται ὅταν ἀπαριθμηθοῦν ὅλες οἱ
οὐσιαστικές του ἰδιότητες, οἱ ὁποῖες ἀτομικά ἐκτείνονται πέρα
ἀπό τό εἶδος, ἀλλά συλλογικά ἔχουν τό ἴδιο πλάτος μέ αὐτό. Ὡς
ἐδῶ ὁ Ἀριστοτέλης δέν υἱοθετεῖ τήν πλατωνική μέθοδο τοῦ ὁρισμοῦ
μέ διαίρεση· ἡ μέθοδός του ἔγκειται ἁπλῶς στή συγκέντρωση ὅλων
τῶν ἰδιοτήτων, ἕως ὅτου σχηματίσουν μιά συλλογή πού νά ἔχει τό
ἴδιο πλάτος μέ τό πράγμα πού πρέπει νά ὁριστεῖ. Ὅταν ὅμως ὁ
Ἀριστοτέλης ἐξετάζει πιό προσεκτικά τή μέθοδο τῶν ὁρισμῶν,145
τότε ἀποδίδει σχετική βαρύτητα στή διαίρεση. Βέβαια, ἡ διαίρεση
δέν ἀποδεικνύει τίποτε, ἀλλά (1) ἐξασφαλίζει ὅτι τά
χαρακτηριστικά λαμβάνονται μέ τή σωστή σειρά. Μποροῦμε νά
διαιρέσουμε τά ζῶα σέ ἥμερα καί σέ ἄγρια, ἀλλά δέν μποροῦμε νά
διαιρέσουμε τά ἥμερα πράγματα σέ ζῶα καί σέ κάτι ἄλλο, γιατί τά
ζῶα εἶναι τά μόνα πράγματα τά ὁποῖα μπορεῖ (μέ τήν αὐστηρή
σημασία) νά εἶναι ἥμερα. Γι' αὐτό, ὅταν χρησιμοποιοῦμε τή μέθοδο
τῆς διαίρεσης, πρέπει νά ἀποφεύγουμε νά δίνουμε τόν ὁρισμό τοῦ
ἀνθρώπου μέ ἀνορθολογική σειρά, λ.χ.
ἥμερον,
ζῶον,
δίπουν·
θά ἀναφέρουμε τά χαρακτηριστικά στή σωστή τους σειρά —ζῶον,
ἥμερον,
δίπουν.
(2) Ἡ διαίρεση παρουσιάζει καί ἕνα ἄλλο πλεονέκτημα· μᾶς
πληροφορεῖ πότε ὁ ὁρισμός τοῦ
εἰδικότατου
εἴδους εἶναι πλήρης. Ἄν στόν ὁρισμό προχωρήσουμε
ἀπό τό γένος σέ μιά διαφορά πού δέν εἶναι ἐγγύτατη πρός αὐτό,
ἀνακαλύπτουμε ὅτι τό ὅλο γένος δέν ἐξαντλεῖται σέ αὐτή τή
διαφορά καί στίς συντεταγμένες της· κάθε ζῶο δέν εἶναι ἤ
ὁλόπτερον
ἤ
σχιζόπτερον.
Ἄν ἔχουμε διαρκῶς στό νοῦ τό πρόβλημα τῆς διαίρεσης τοῦ γένους,
θά ἀπόφύγουμε τήν παράλειψη ἐνδιάμεσων διαφορῶν πού εἶναι
ἀναγκαῖες στόν ὁρισμό τοῦ εἴδους. Τά τρία στοιχεῖα πού πρέπει νά
συγκρατήσουμε εἶναι: (1) νά θεωροῦμε γνωρίσματα τοῦ εἴδους μόνο
τίς ἰδιότητες πού ἀνήκουν στήν οὐσία του· (2) νά τά τοποθετοῦμε
στή σωστή σειρά, προχωρώντας πάντα ἀπό τό προσδιορίσιμο στό
προσδιορισμένο· καί (3) νά ἐξαντλοῦμε ὅλα τά γνωρίσματα πού
ἀπαιτοῦνται γιά τό ξεχώρισμα τοῦ
ὁριζομένου
(definiendum)
ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο.
Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Ἀριστοτέλης καθορίσει ἀπό ποιές ἀπόψεις ἡ διαίρεση
μπορεῖ νά βοηθήσει στή διατύπωση τοῦ ὁρισμοῦ, ἐξετάζει146
ποιά ἄλλα στοιχεῖα εἶναι ἀναγκαῖα στόν ὁρισμό ἑνός γένους. Ἀφοῦ
διαιρεθεῖ τό γένος στά εἰδικότατα
εἴδη του καί ὁριστοῦν αὐτά τά εἰδικότατα εἴδη,
πρέπει νά ἀναζητήσουμε τά κοινά στοιχεῖα στούς ὁρισμούς τους,
ἀπορρίπτοντας ὡς ἄσχετα πρός τό γένος ὅλα τά στοιχεῖα πού δέν
εἶναι κοινά σέ ὅλα τά εἴδη. Αὐτή ἡ διαδικασία, ὅπως ἀντίστοιχα
καί ἡ διαδικασία τῆς διαίρεσης, δέν πρέπει νά πραγματοποιεῖται
δι' ἅλματος.
Πρέπει σέ κάθε στάδιο νά περιοριζόμαστε στήν ἀνεύρεση τοῦ γένους
πού εἶναι ἀμέσως ἀνώτερο ἀπό τό εἶδος ἐκεῖνο τοῦ ὁποίου ἔχουμε
ἐξακριβώσει τόν ὁρισμό, καί νά φτάνουμε στό ἀνώτατο
προσδιορίσιμο γένος μόνο ἀφοῦ ὁλοκληρωθεῖ ἡ διαδικασία τῆς
βαθμιαίας γενίκευσης. Ἐπίσης πρέπει νά εἴμαστε προετοιμασμένοι
νά ἀνακαλύψουμε μερικές φορές ὅτι ὁρισμένα εἴδη, τά ὁποία
πιστεύαμε ὅτι ἀνήκουν σ' ἕνα γένος, ἀνήκουν τελικά σέ
διαφορετικά γένη, καί τό γεγονός ὅτι ἔχουν τό ἴδιο ὄνομα
ἀποτελεῖ ἀμφισημία. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι θέλουμε νά ὁρίσουμε τή «μεγαλοψυχία».
Ἡ μεγαλοψυχία στίς περιπτὡσεις τοῦ Ἀλκιβιάδη, τοῦ Ἀχιλλέα καί
τοῦ Αἴαντα συνδηλώνει τή μή ἀνοχή τῆς προσβολῆς. Στίς
περιπτὡσεις ὅμως τοῦ Λυσάνδρου καί τοῦ Σωκράτη συνδηλώνει τήν
ἀδιαφορία γιά τήν τύχη. Ἑπομένως, ὁ ὅρος οὔτε μία σημασία ἔχει
οὔτε ἕναν ὁρισμό.
Σέ αὐτό τό κεφάλαιο, ὁ Ἀριστοτέλης περιγράφει πολύ ὡραία,
μολονότι τό νόημά του δέν εἶναι πάντα εὔληπτο, τή διαδικασία
συνδυασμοῦ τῆς διαίρεσης καί τῆς γενίκευσης, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ
στήν πραγματικότητα τήν αὐθεντική μέθοδο γιά νά ὁδηγηθοῦμε σέ
σωστούς, μή αἰτιακούς ὁρισμούς.
Στήν ἀρχή αὐτοῦ τοῦ ἔργου, ὑπογράμμιζε ὅτι, ἀφοῦ ἡ ἐπιστήμη
ἀποβλέπει σέ «καθολικές», δηλαδή ἀντιμεταθέσιμες προτάσεις,
στίς ὁποῖες τό ὑποκείμενο καί τό κατηγορούμενο ἔχουν τό ἴδιο
πλάτος, οἱ προκείμενές της πρέπει νά εἶναι ἐπίσης
ἀντιμεταθέσιμες προτάσεις. Έν συνεχεία λοιπόν θέτει τό ἐρώτημα
ἄν τό αἴτιο καί τό ἀποτέλεσμα ἔχουν κατανάγκην τό ἴδιο πλάτος.
Στή νέα ἐκδοχή του τό ἐρώτημα διατυπώνεται ὡς ἑξῆς: «μπορεῖ ἡ
ὕπαρξη τοῦ αἰτίου νά συναχθεῖ ἀπό τήν ὕπαρξη τοῦ αἰτιατοῦ, καί ἡ
ὕπαρξη τοῦ αἰτιατοῦ ἀπό τήν ὕπαρξη τοῦ αἰτίου;»,147 ἤ
(μέ ἄλλα λόγια): «μπορεῖ νά ὑπάρξουν περισσότερα αἴτια γιά τό
ἴδιο αἰτιατό;».148 Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀριστοτέλη εἶναι
πὡς ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τοῦ αἰτίου προϋποθέτει ὅτι ἡ ὕπαρξη τοῦ
αἰτίου μπορεῖ νά συναχθεῖ ἀπό τήν ὕπαρξη τοῦ αἰτιατοῦ. Ἄν ἕνα
αἰτιατό εἶναι παρόν, ἐνῶ ἀπουσιάζει τό ὑποτιθέμενο αἴτιό του,
τοῦτο ἀποδεικνύει ἁπλῶς ὅτι τό ὑποτιθέμενο αἴτιο δέν εἶναι τό
πραγματικό. Κάθε έπιστημονικό πρόβλημα εἶναι ἕνα καθολικό
πρόβλημα, ἕνα πρόβλημα τοῦ ὁποίου τό ὑποκείμενο καί τό
κατηγορούμενο ἔχουν τό ἴδιο πλάτος· ὅταν ἐρωτοῦμε: «γιατί τό
ὑποκείμενο Γ ἔχει τήν ἰδιότητα Α;», προϋποθέτουμε ὅτι ἀκριβῶς τό
Γ (ὄχι καί ἄλλα πράγματα) ἔχει τήν ἰδιότητα Α. Ἄς θεωρήσουμε
τώρα τό συλλογισμό:
Ὅλα τά Β εἶναι Α,
Ὅλα τά Γ εἶναι Β,
Ἄρα ὅλα τά Γ εἶναι Α.
Ἐδῶ τό Β εἶναι οὐσιαστική ἰδιότητα τοῦ Γ καί, συνάμα, τό αἴτιο
τῆς ἰδιότητας Α. Ἄν τό συμπέρασμα ἐπιδέχεται ἁπλή ἀντιμετάθεση,
εὔκολα συνάγεται ὅτι οἱ προκείμενες ἐπίσης ἐπιδέχονται ἁπλή
ἀντιμετάθεση, καί ἑπομένως τό αἴτιο Β ἔχει τό ἴδιο πλάτος μέ τό
αἰτιατό Α.
Αὐτή ἡ θεωρία, ὅπως θά δοῦμε, εἶναι σωστή ἄν διατυπωθεῖ, ὅπως
κάνει ὁ Ἀριστοτέλης, σέ ἀναφορά μέ τό ἰδεῶδες τῆς ἐπιστήμης.
Γιατί ἡ ἐπιστήμη ἀποβλέπει σέ ἀντιστρέψιμες προτάσεις καί δέν
μπορεῖ νά ἀρκεστεῖ σέ μιά πλειονότητα αἰτίων. Ὡς τώρα ὅμως ὁ
Ἀριστοτέλης δέν ἔχει λάβει ὑπόψη του τίς δυσκολίες πού
ἀντιμετωπίζει ἡ ἐπιστήμη στήν ἐξέλιξή της. Πραγματικά, σπάνια
μπορεῖ ἡ ἐπιστήμη νά προσδιορίσει ἐξ ὁλοκλήρου τό ὑποκείμενο
στό ὁποῖο ἀνήκει μιά ἰδιότητα· ἐντοπίζει βέβαια τήν ἰδιότητα
στό συγκεκριμένο ὑποκείμενο, ἀλλά δέν γνωρίζει σέ ποιά ἄλλα
ὑποκείμενα μπορεῖ νά ἀνήκει, καί ἀκόμη λιγότερο ποιό εἶναι τό
γένος πού τά περιλαμβάνει ὅλα. Ἔτσι ἀναγκάζεται νά θέσει τό
ἐρώτημα: «γιατί
αὐτό τό
ὑποκείμενο Γ ἔχει τήν ἰδιότητα Α», καί νά
περιοριστεῖ στήν ἐπαλληλία τοῦ Β ὄχι μέ ὅλα τά Α, ἄλλα μέ τό «Α
στό Γ». Καί τοῦτο θά εἶναι συχνά διαφορετικό ἀπό τό αἴτιο τοῦ «Α
στό Δ». Ἑπομένως, ἡ ὕπαρξη τοῦ Β δέν
μπορεῖ
σέ ὅλες τίς περιπτὡσεις νά συναχθεῖ ἀπό τήν ὕπαρξη
τοῦ Α, καί τό Α
θά ἔχει
περισσότερα αἴτια. Ὁ Ἀριστοτέλης ἐπισημαίνει
σαφέστατα αὐτή τή δυνατότητα ἀναγνώρισης μή ἀντιστρέψιμων
αἰτίων ἑνός αἰτιατοῦ, προτοῦ ἀκόμη ἀναγνωριστεῖ τό ἀντιστρέψιμο
αἴτο.
Ἡ σύλληψη τῶν πρώτων ἀρχῶν τῆς
ἐπιστήμης
Στά Ἀναλυτικά
ὕστερα
ὁ Ἀριστοτέλης ἀσχολεῖται βασικά μέ τήν ἀπόδειξη πού προϋποθέτει
τή γνώση τῶν πρώτων προκειμένων,οἱ ὁποῖες ὅμως δέν γίνονται
γνωστές μέ ἀπόδειξη. Στό τέλος αὐτοῦ τοῦ βιβλίου,150
ἐξετάζει τό πρόβλημα πῶς αὐτές οἱ προκείμενες γίνονται γνωστές.
Ποιά εἶναι ἡ
γνωρίζουσα
ἕξις, καί αὐτή ἡ γνώση ἀποκτᾶται ἤ μήπως λανθάνει
μέσα μας ἀπό τήν ἀρχή τῆς ζωῆς μας; Δύσκολα μπορεῖ κάνεις νά
δεχθεῖ ὅτι αὐτή ἡ γνώση, πού εἶναι ἡ ἀσφαλέστερη ἀπ' ὅλες,
ὑπάρχει μέσα μας ἐξαρχῆς χωρίς νά τό γνωρίζουμε· ἀλλά εἶναι
ἐξίσου δύσκολο νά κατανοήσει πῶς αὐτή ἡ γνώση μπορεῖ νά
ἀποκτηθεῖ, ἄν δέν εἶναι παροῦσα ἐξαρχῆς, ἀφοῦ (σέ ἀντίθεση μέ
τήν ἀποδεικτική γνώση) θά ἔπρεπε νά ἀποκτηθεῖ χωρίς τή συνδρομή
μιᾶς προϋπάρχουσας γνώσης. Γιά νά ἀποφύγουμε καί τίς δύο αὐτές
δυσκολίες, πρέπει νά ὑποθέσουμε ὅτι ἀρχικά διαθέτουμε μιά
ἁπλούστερη ἱκανότητα, μέ βάση τήν ὁποία μπορεῖ νά ἀναπτυχθεῖ
ἐκείνη ἡ γνώση. Αὐτή ἡ ἱκανότητα εἶναι, κατά τόν Ἀριστοτέλη, ἡ
αἴσθησις
(ἀντίληψη), ἡ διακριτική
δύναμις
πού εἶναι ἔμφυτη σέ ὅλα τά ζῶα. Τό πρῶτο στάδιο
τῆς ἐξέλιξης ἀπό τήν αἴσθηση στή γνώση εἶναι ἡ μνήμη, αὐτό πού
ἀπόμένει ἀπό τό αἰσθητό, ὅταν πιά περάσει ἡ στιγμή τῆς αἴσθησης.
Τό ἑπόμενο στάδιο εἶναι ἡ «ἐμπειρία» ἤ ἡ διαμόρφωση μιᾶς
ἀντίληψης μέ βάση ἐπαναλαμβανόμενες μνῆμες τοῦ ἴδιου πράγματος,
ὁ καθορισμός ἑνός
καθόλου.
Αὕτη εἶναι ἡ ἀρχή ἀπό τήν ὁποια ἀναπτύσσεται ἡ τέχνη, ἐφόσον
ἐνδιαφερόμαστε γιά τή γένεση, καί ἡ έπιστήμη, ἐφόσον
ἐνδιαφερόμαστε γιά τό ὄν. Ἡ μετάβαση ἀπό τά ἐπιμέρους στά
καθόλου μοιάζει μέ τήν ἀνασύνταξη ἑνός ἡττημένου στρατεύματος,
ὅταν παραταχθεῖ ὁ ἕνας ἄνδρας μετά τόν ἄλλο, ὥσπου νά ἐπανέλθει
στήν τάξη ὁλόκληρο τό στράτευμα. Αὐτή ἡ μετάβαση εἶναι δυνατή
ἐπειδή ἡ ἴδια ἡ ἀντίληψη ἐνέχει ἕνα στοιχεῖο τοῦ καθόλου· ὅταν
ἀντιλαμβανόμάστε ἕνα ἐπιμέρους πράγμα, ἐκεῖνο πού
ἀντιλαμβανόμαστε στήν πραγματικότητα εἶναι τά χαρακτηριστικά πού
ἔχει ἀπό κοινοῦ μέ ἄλλα πράγματα. Ἀπό αὐτό τό πρῶτο στοιχεῖο
καθολικότητας προχωροῦμε χωρίς διακοπή σέ ὁλοένα ἀνώτερες
βαθμίδες καθολικότητας, ἕως ὅτου καταλήξουμε στά ἀνώτατα, στά
μή ἀναλύσιμα καθόλου. Ἡ διαδικασία μετάβασης ἀπό τά ἐπιμέρους
στά καθόλου, τά ὁποία εἶναι ἐνδιάθετα στά πρῶτα, περιγράφεται
ὡς ἐπαγωγή· ἡ σύλληψη τῶν καθόλου πού θά ἀποτελέσουν τίς πρῶτες
προκείμενες τῆς ἐπιστήμης, λέει ὁ Ἀριστοτέλης, πρέπει νά εἶναι
ἔργο μιᾶς ἱκανότητας ἀνώτερης ἀπό τήν ἐπιστήμη, καί μιά τέτοια
ἱκανότητα διαθέτει μόνο ὁ ἐποπτικός Λόγος.
Σέ αὐτή τή θαυμάσια περιγραφή τῆς ἀδιάλειπτης προόδου ἀπό τήν
αἴσθηση στό Λόγο, ἕνα τουλάχιστον σημεῖο παραμένει σκοτεινό. Τί
εἶναι ἀκριβῶς αὐτά τά «πρῶτα πράγματα» πού γίνονται γνωστά μέ
τόν ἐποπτικό Λόγο; Σέ πολλά σημεῖα γίνεται συζήτηση γιά τή
σύλληψη ἐννοιῶν, καί ἑπομένως τά πρῶτα πράγματα θά πρέπει νά
εἶναι τά ἀνώτατα, μή ἀναλύσιμα ἀντικείμενα τῆς ἀντίληψης, οἱ
κατηγορίες. Ὡστόσο, ἡ γνώση τῶν κατηγοριῶν δέν εἶναι ἐπαρκής
βάση γιά τήν ἀποδεικτική σκέψη. Οἱ πρῶτες ἀρχές τῆς ἐπιστήμης
εἶναι τά ἀξιώματα, οἱ ὁρισμοί καί οἱ ὑποθέσεις γιά τήν ὕπαρξη
τῶν πρώτων ἀντικειμένων της.151 Μπορεῖ ὁ Ἀριστοτέλης
νά ἀναγνωρίζει ἐδῶ αὐτή τή διάκριση. Ἀφοῦ περιγράφει τή
μετάβαση ἀπό τά αἰσθητηριακά ἐπιμέρους στίς καθολικές ἔννοιες,
παρατηρεῖ:152 δῆλον
δή ὅτι ἡμῖν
τά
πρῶτα
ἐπαγωγῇ γνωρίζειν ἀναγκαῖον· καί
γάρ ἡ αἴσθησις οὕτω τό καθόλου ἐμποιεῖ (εἶναι
φανερό, λοιπόν, ὅτι τά πρῶτα ἀναγνωρίζονται κατανάγκην μέ «ἐπαγωγή»
[δηλαδή μέ γενίκευση ἀπό τά ἐπιμέρους]· γιατί μέ αὐτό τόν τρόπο
καί
ἡ αἴσθησις παράγει μέσα μας τό καθόλου). Μέ
ἄλλα λόγια, μοιάζει νά ἀναγνωρίζει ὄχι μόνο τήν πρόοδο ἀπό τήν
αἴσθηση τῶν ἐπιμέρους στήν ἀντίληψη τῶν καθόλου, ἀλλά καί τήν
πρόοδο ἀπό μερικές κρίσεις τοῦ τύπου «αὐτό τό πράγμα δέν μπορεῖ
νά ἔχει διαφορετικά χρώματα στό ἴδιο μέρος», σέ καθολικές
κρίσεις, ὅπως εἶναι ὁ νόμος τῆς ἀντίφασης καί οἱ ἄλλες πρῶτες
ἀρχές τῆς ἐπιστήμης.153
Τά τοπικά
Μέ τά
Τοπικά
θά ἀσχοληθοῦμε λιγότερο διεξοδικά. Τό ἔργο
μοιάζει νά χωρίζεται σέ δύο κύρια μέρη — (1) στά βιβλία Β-Ζ 2,
πού ἀποτελοῦν τήν ἀρχική πραγματεία, μιά συλλογή ἀπό
τόπους
ἡ κοινότοπα ἐπιχειρήματα τά ὁποῖα ἔχει δανειστεῖ ὁ
Ἀριστοτέλης σέ μεγάλο βαθμό ἀπό τήν Ἀκαδημία·154 αὐτό
τό μέρος εἰκάζεται ὅτι ἔχει γραφτεῖ πρίν ἀπό τήν ἀνακάλυψη τοῦ
συλλογισμοῦ·155 στά βιβλία
A,
Ζ 3-5, Η, μιά εἰσαγωγή καί ἕναν ἐπίλογο πού ἔχουν γραφτεῖ μετά
τήν ἀνακάλυψη τοῦ συλλογισμοῦ, ἀλλά πρίν ἀπό τή συγγραφή τῶν
Ἀναλυτικῶν. Οἱ
Σοφιστικοί
ἔλεγχοι ἔχουν γραφτεῖ πιθανότατα μετά τά Τοπικά,
ἀλλά πρίν ἀπό τά Ἀναλυτικά.
Σκοπός τῶν
Τοπικῶν
εἶναι
μέθοδον
εὑρείν ἀφ' ἧς δυνησόμεθα συλλογίζεσθαι περί παντός τοῦ
προτεθέντος προβλήματος ἐξ ἐνδοξων, καί αὐτοί λόγον ὑπέχοντες
μηδέν ἐροῦμεν ὑπεναντίον (νά βρεθεῖ μέθοδος μέ τήν
ὁποία νά μποροῦμε νά συλλογιστοῦμε γιά ὁποιοδήποτε προτεινόμενο
πρόβλημα, ξεκινώντας ἀπό πιθανές προκείμενες, καί ὅταν οἱ ἴδιοι
ὑποβληθοῦμε σέ ἔλεγχο νά μποροῦμε νά ἀποφυγουμε τίς ἀντιφάσεις).156
Μέ ἄλλα λόγια, νά μποροῦμε νά ὑποδυθοῦμε μέ ἐπιτυχία καί τούς
δύο ρόλους πού περιέχονται σέ κάθε διαλεκτική συζήτηση —τό ρόλο
τοῦ «ἐρωτῶντος» (τοῦ βασικοῦ ὁμιλητῆ πού θέτει ἐρωτήσεις στόν
ἀντί- παλό του καί ἐπιχειρηματολογεῖ μέ βάση τίς ἀπαντήσεις πού
δέχεται) ἤ τό ρόλο τοῦ «ἀποκρινομένου». Ἀντικείμενό μας εἶναι
ἑπομένως ἡ μελέτη τοῦ διαλεκτικοῦ συλλογισμοῦ. Ὁ διαλεκτικός
συλλογισμός διακρίνεται ἀπό τόν ἐπιστημονικό κατά τό ὅτι οἱ
προκείμενές του δέν εἶναι ἀληθεῖς καί ἄμεσες, ἀλλά ἁπλῶς
πιθανές, δηλαδή τέτοιες πού γίνονται ἀποδεκτές ἀπό ὅλους τούς
ἀνθρώπους, ἀπό τούς περισσότερους ἤ ἀπό τούς σοφούς. Διακρίνεται
ὅμως καί ἀπό τόν ἁπλό ἐριστικό συλλογισμό κατά τό ὅτι
συλλογίζεται ὀρθά μέ βάση προκείμενες πού εἶναι πραγματικά
πιθανές, ἐνῶ ὁ ἐριστικός συλλογισμός εἴτε στηρίζεται σέ
προκείμενες πού άπλὡς φαίνονται πιθανές, εἴτε συμπεραίνει
ἐσφαλμένα.157 Ἡ διαλεκτική δέν ἔχει βέβαια τήν
ὑπέρτατη ἀξία τῆς ἐπιστήμης, ἀλλά δέν ἀποτελεῖ σέ καμιά
περίπτωση ἄχρηστη ἐνασχόληση, ὅπως εἶναι τό ἐπιχείρημα χάριν τοῦ
ἐπιχειρήματος. Ἡ μελέτη της εἶναι χρήσιμη γιά τρεῖς βασικούς
σκοπούς: (1) Γιά τή νοητική ἄσκηση. (2) Γιά νά μποροῦμε νά
διαλεγόμαστε μέ ἀνθρώπους πού συναντοῦμε· ἄν εἴμαστε ἐκ τῶν
προτέρων ἐξοικειωμένοι μέ τίς ἀπόψεις τῶν πολλῶν καί μέ ὅσα
αὐτές οἱ ἀπόψεις συνεπάγονται, θά μποροῦμε νά συζητοῦμε μαζί
τους μέ ἀφετηρία τίς δικές τους προκείμενες. (3) Γιά τίς
ἐπιστῆμες. Αὐτή ἡ τελευταία χρήση είναι διττή: (α) Ἄν μποροῦμε
νά συζητοῦμε ἐρωτήσεις
ὑπέρ
καί
κατά,
θά μποροῦμε νά ἀναγνωρίσουμε καλύτερα τήν ἀλήθεια καί τό ψεῦδος
ὅταν τίς ἀντιμετωπίζουμε, καί (β) οἱ πρῶτες ἀρχές τῶν ἐπιστημῶν,
ἐφόσον δέν μποροῦν οἱ ἴδιες νά ἀπόδειχθοῦν ἐπιστημονικά,
προσεγγίζονται καλύτερα μέ μιά μελέτη τῶν κοινῶν ἀπόψεων, ὅπως
εἶναι ἡ μελέτη τῆς διαλεκτικῆς.158 Στά Τοπικά,
ἡ διαλεκτική έξετάζεται κυρίως ἀπό τίς δύο πρῶτες σκοπιές·159
ὁ Ἀριστοτέλης δέν άναλύει τή χρησιμότητα τῆς διαλεκτικῆς στή
μελέτη τῶν ἐπιστημῶν. Ἡ δήλωση ὅτι οἱ πρῶτες ἀρχές τῆς ἐπιστήμης
προσεγγίζονται μέ τή διαλεκτική, δέν συσχετίζεται πουθενά μέ τή
δήλωση ὅτι προσεγγίζονται μέ ἐπαγωγή· ὡστόσο, ἄς θυμηθοῦμε ὅτι ἡ
ἐπαγωγή εἶναι ἕνας ἀπό τούς δύο τρόπους συμπερασμοῦ πού
προσιδιάζουν στή διαλεκτική.160 (Τό καλύτερο
παράδειγμα ἑδραίωσης τῶν πρώτων ἀρχῶν μέ τή διαλεκτική εἶναι τό
ἐπιχείρημα στό βιβλίο Γ τῶν
Μετά τά
φυσικά σχετικά μέ τούς νόμους τῆς ἀντίφασης καί
τοῦ ἀποκλεισμοῦ τοῦ μέσου.)
Ὅ Ἀριστοτέλης ἀναφέρεται ἀρχικά στήν ποικιλία τῶν σχέσεων
ἀνάμεσα στό ὑποκείμενο καί στό κατηγορούμενο, πού μποροῦν νά
ἐκφραστοῦν στίς προκείμενες ἀπό τίς ὁποῖες ξεκινοῦν τά
ἐπιχειρήματα, ἤ στά προβλήματα πού προτείνονται γιά συζήτηση.
Τό κατηγορούμενο κάθε πρότασης εἴτε εἶναι ἀντιστρέψιμο μέ τό
ὑποκείμενο εἴτε δέν εἶναι. Ἄν εἶναι ἀντιστρέψιμο, εἴτε δηλώνει
τήν οὐσία τοῦ ὑποκειμένου, ὁπότε εἶναι ὁ
ὁρισμός
του, εἴτε δέν τή δηλώνει, ὁπότε εἶναι μιά
ἰδιότητα.
Ἄν δέν εἶναι ἀντιστρέψιμο, εἴτε ἀποτελεῖ ἕνα στοιχεῖο τοῦ
ὁρισμοῦ, ὁπότε εἶναι τό γένος τοῦ ὑποκείμενου161 εἴτε
δέν ἀποτελεῖ στοιχεῖο τοῦ ὁρισμοῦ, ὁπότε εἶναι ἕνα συμβεβηκός.162
Αὐτή εἶναι ἡ ἀριστοτελική ταξινόμηση τῶν κατηγορουμένων (praedicabilia),
πού ἀργότερα ὁ Πορφύριος τή συσκότισε χωρίς λόγο, προσθέτοντας
τό
εἶδος
ὡς πέμπτο κατηγορούμενο. Στήν περιγραφή τοῦ
Ἀριστοτέλη ἡ θέση τοῦ εἴδους δέν εἶναι ἀνάμεσα στά κατηγορούμενα,
ἀλλά στό ὑποκείμενο· γιατί (μέ μόνη ἐξαίρεση τήν περίπτωση τῶν
κρίσεων πού ἀποδίδουν ὡς ἰδιότητες συμβεβηκότα) ὁ φιλόσοφος
ἔχει ὑπόψη του κρίσεις πού ἀναφέρονται σέ εἴδη καί ὄχι σέ ἄτομα.
Ὅ ἴδιος ὁ Ἀριστοτέλης τροποποίησε ἀργότερα τή θεωρία τῶν
κατηγορουμένων σέ σχέση μ' ἕνα συγκεκριμένο στοιχεῖο. Στό χωρίο
πού ἐξετάζουμε, ἡ διάκριση ἀνάμεσα στό γένος καί στή διαφορά
εἶναι ἀσαφής. Ἡ διαφορά, ὅπως καί τό γένος, θεωρεῖται εὐρύτερη
ἀπό τό πράγμα τοῦ ὁποίου εἶναι διαφορά. Ἡ θεωρία πού ὑπολανθάνει
εἶναι ἐκείνη πού περιγράφεται ἐπίσης στά Ἀναλυτικά ὕστερα,163
δηλαδή ὅτι ὁ ὁρισμός σχηματίζεται ἀπό τή συλλογή ἰδιοτήτων πού
ἡ καθεμιά τους εἶναι εὐρύτερη ἀπό τόν ὅρο ὁ ὁποῖος πρόκειται νά
ὁριστεῖ, ἀλλά πού συλλογικά ἔχουν τό ἴδιο πλάτος μέ αὐτόν. Ἀπ'
τήν ἄλλη μεριά, στά Μετά τά φυσικά,164 ὁ
Ἀριστοτέλης δηλώνει ὅτι κάθε διαφορά πού ἐπισημαίνεται, πρέπει
νά διαφοροποιεῖται ἀπό τήν προηγούμενη, καί ὅτι ἡ τελευταία
διαφορά πρέπει νά ἔχει τό ἴδιο πλάτος μέ τό ὁριζόμενο.
Ἄλλωστε στά Ἀναλυτικά ὕστερα165 ὑπάρχουν
ἐνδείξεις ὅτι προσανατολίζεται σ' αὐτήν τή θεωρία.
Κάθε προκειμένη καί κάθε πρόβλημα ἔχει σχέση μέ κάποιο ἀπό αὐτά
τά κατηγορούμενα. Λ.χ., τά προβλήματα πού μπορεῖ νά τεθοῦν πρός
συζήτηση, εἶναι τοῦ τύπου: «ἄραγε πεζό,
δίποδο,
ζῶο, εἶναι ὁρισμός τοῦ άνθρώπου ἤ ὄχι;», «ἄραγε
ζῶο
εἶναι τό γένος τοῦ ἀνθρώπου ἤ ὄχι;»· καί οἱ ἐρωτήσεις πού
μπορεῖ νά θέσει ὁ ἐρωτῶν στόν ἀποκρινόμενο (υἱοθετώντας τίς
ἀπαντήσεις ὡς προκείμενές του) εἶναι τοῦ ἴδιου τύπου. Στά
προβλήματα καί στίς προτάσεις πού συσχετίζονται ἀπόλυτα μέ τά
κατηγορούμενα, προστίθενται ἄλλα πού δέν συνδέονται τόσο στενά
μέ αὐτά. Ἔτσι, μία μόνο λέξη δέν μπορεῖ ποτέ νά εἶναι ὁ ὁρισμός
μιᾶς ἄλλης λέξης, ἐνῶ μιά πρόταση, ὅπως τό καλόν ἐστι τό
πρέπον,
ἔχει σχέση μέ τό πρόβλημα ὁρισμοῦ τοῦ καλοῦ. Ἐπίσης ἐρωτήματα
πού ἀναφέρονται στήν ἀριθμητική ταυτότητα δύο πραγμάτων ἔχουν
σχέση μέ τόν ὁρισμό. Ἡ ἀριθμητική ταυτότητα δέν συνεπάγεται ὅτι
τό ἕνα πράγμα μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ γιά νά ὁριστεῖ τό
δεύτερο, ἀλλά ἡ ἀριθμητική διαφορά δείχνει ὅτι δέν μπορεῖ νά
χρησιμοποιηθεῖ γι' αὐτόν τό σκοπό.166 Ἑπομένως, ὅλα
τά προβλήματα εἶναι δυνατόν νά ὑπαχθοῦν σέ κάποιο ἀπό τά
κατηγορούμενα, καί τά κατηγορούμενα ἀποτελοῦν τήν ὑποδομή γιά
τήν ὅλη ἐπεξεργασία τῶν προβλημάτων καί τῶν κοινῶν τόπων πού
μπορεῖ νά συζητηθοῦν. Τά βιβλία Β καί Γ πραγματεύονται
προβλήματα τοῦ συμβεβηκότος, τά βιβλία Δ καί Ε ἀντίστοιχα
προβλήματα τοῦ γένους καί τῆς ἰδιότητας, τά βιβλία Ζ-Η 2
προβλήματα τοῦ ὁρισμοῦ.
Τρεῖς βασικοί ὅροι τῆς τεχνικῆς τῆς διαλεκτικῆς εἶναι οἱ ὅροι
πρότασις,
πρόβλημα καί
θέσις.
Ἡ διαλεκτική πρόταση εἶναι «μιά ἐρώτηση» (γιά τήν ἀκρίβεια,
βέβαια, μιά ἀπάντηση) «πού τή δέχονται ὡς εὔλογη εἴτε ὅλοι οἱ
ἄνθρωποι, εἴτε οἱ περισσότεροι, εἴτε οἱ σοφοί»
(ἐρώτησις
ἔνδοξος ἤ πᾶσιν ἤ τοῖς πλειόνοις ἤ τοῖς σοφοῖς).
Κάθε ἐρώτηση πού μπορεῖ νά προταθεῖ στόν ἀντίπαλο σέ μιά
συζήτηση δέν τίθεται κατανάγκην ὡς πρόβλημα πρός συζήτηση. Τό
πρόβλημα εἶναι μιά ἐρώτηση πού παρουσιάζει εἴτε πρακτικό εἴτε
θεωρητικό ἐνδιαφέρον, καί γιά τό ὁποῖο εἴτε δέν ὑπάρχει
καθιερωμένη ἄποψη, εἴτε ὑπάρχει διχογνωμία ἀνάμεσα στούς σοφούς.
Ἀντίστοιχα, κάθε πρόβλημα δέν ἀποτελεῖ κατανάγκην θέση· ἡ θέση
εἶναι «παράδοξος ἰσχυρισμός κάποιου περίφημου φιλοσόφου»
(ὑπόληψις
παράδοξος τῶν
γνωρίμων
τινός κατά φιλοσοφίαν), ἤ ἀλλιῶς μιά ἄποψη ἡ ὁποία,
μολονότι δέν ὑποστηρίζεται ἀπό κανέναν, μπορεῖ νά θεμελιωθεῖ μέ
ἐπιχειρήματα. Ὡστόσο, προσθέτει ὁ Ἀριστοτέλης μέ τή
χαρακτηριστική κοινή λογική του, δέν ἀξίζει νά συζητιοῦνται οὔτε
ὅλα τά προβλήματα οὔτε ὅλες οἱ θέσεις, ἀλλά μόνο ἐκεῖνα πού θά
μποροῦσαν νά προταθοῦν ἀπό ἀνθρώπους μέ σκοπό τήν
ἐπιχειρηματολογία καί ὄχι τήν τιμωρία ἤ τήν αἴσθηση ἔτσι, δέν θά
συζητήσουμε ἄν πρέπει νά τιμοῦμε τούς θεούς καί νά ἀγαποῦμε τούς
γονεῖς μας ἤ ἄν τό χιόνι εἶναι λευκό.
Δέν ἔχουμε οὔτε τό περιθώριο οὔτε τήν ἐπιθυμία νά ἀκολουθήσουμε
τόν Ἀριστοτέλη στήν ἐπίπονη διερεύνηση τῶν τόπων ἀπό τούς
ὁποίους ὁ διαλεκτικός διαλογισμός συνάγει τά ἐπιχειρήματά του.
Γιατί αὐτή ἡ συζήτηση ἀνήκει σ' ἕναν παρωχημένο τρόπο σκέψης·
ἀντιπροσωπεύει μιά ἀπό τίς τελευταῖες προσπάθειες μιᾶς
συγκεκριμένης τάσης τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ πνεύματος πού ζητᾶ νά
προσεγγίσει μιά γενική παιδεία, νά ἐπεξεργαστεῖ κάθε λογῆς
θέματα, χωρίς νά μελετᾶ τίς πρῶτες ἀρχές τους, καί πού εἶναι
γνωστή σ' ἐμᾶς ὡς σοφιστική. Ἐκεῖνο πού διακρίνει τόν Ἀριστοτέλη
ἀπό τούς σοφιστές, ὅπως τουλάχιστον περιγράφονται ἀπό τόν ἴδιο
καί τόν Πλάτωνα, εἶναι ὅτι ἐπιδιώκει νά βοηθήσει τούς ἀκροατές
καί τούς ἀναγνῶστες του ὄχι νά ἀποκομίσουν ὀφέλη ἤ δόξα μέ μιά
ἐπίφαση σοφίας, ἀλλά νά συζητοῦν ἐρωτήματα ὅσο λογικά μπορεῖ
κανείς νά τά συζητήσει, χωρίς νά ἔχει εἰδικές γνώσεις. Ἀλλά ὁ
ἴδιος ἔχει ὑποδείξει μιά καλύτερη μέθοδο, τή μέθοδο τῆς
ἐπιστήμης· ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῶν Ἀναλυτικῶν κατέστησε τά
Τοπικά
του ξεπερασμένο ἔργο.
Οἱ Σοφιστικοί
ἔλεγχοι
Οἱ
Σοφιστικοί
ἔλεγχοι ἀποτελοῦν ἕνα ἐνδιαφέρον συμπλήρωμα τῶν
Τοπικῶν.
Ὁ τίτλος σημαίνει ἀκριβῶς «σοφιστικές ἀνασκευές» καί προϋποθέτει
ὅτι ὁ σοφιστής ἀντιπροσωπεύει πρωτίστως τό ἀρνητικό πνεῦμα, πού
ἐπιδιώκει νά φέρει σέ ἀμηχανία τόν ἁπλό ἄνθρωπο μέ τή
φαινομενική ἀνασκευή τῶν προσφιλῶν τοῦ ἀπόψεων. Ἀλλά οἱ μέθοδοι
τῆς σοφιστικῆς ἀνασκευῆς συμπίπτουν μέ τίς μεθόδους πού θά
χρησιμοποιήσει ὁ σοφιστής γιά νά ἀποδείξει καί τίς δικές του
θέσεις· ἔτσι τό βιβλίο ἀποτελεῖ μιά γενικότερη μελέτη τῶν
παραλογισμῶν. Ἡ ἀριστοτελική ταξινόμηση τῶν παραλογισμῶν στήν
ὁποία βασίζονται ὅλες οἱ ἄλλες ταξινομήσεις τους, εἶναι ἡ
ἀκόλουθη: Οἱ παραλογισμοί χωρίζονται σέ δύο βασικά εἴδη, σ'
ἐκείνους πού ἐξαρτῶνται ἀπό τή χρήση τῆς γλὡσσας καί σ' ἐκείνους
πού εἶναι ἀνεξάρτητοι ἀπ' αὐτήν. Οἱ παραλογισμοί
παρά
τήν λέξιν168 εἶναι οἱ ἑξῆς:
(1)
Ἡ
ὁμωνυμία,
δηλαδή ἡ άμφισημία σέ μία μόνο λέξη.
(2)
Ἡ
ἀμφιβολία,
δηλαδή ἡ ἀμφισημία στή δομή μιᾶς πρότασης (πού ἐπεξηγεῖται
εὔκολα στά ἀρχαῖα ἑλληνικά, ὅπου ἡ σειρά τῶν λέξεων δέν ἀποτελεῖ
ἀσφαλή ἔνδειξη γιά τό ποιό εἶναι τό ὑποκείμενο καί ποιό τό
ἀντικείμενο τῆς πρότασης).
(3)
Ἡ
σύνθεσις,
πού ὀφείλεται στήν ἐσφαλμένη σύνδεση λέξεων μεταξύ τους. Λ.χ.
ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νά περπατήσει ἐνῶ κάθεται· τοῦτο ὅμως δέν
συνεπάγεται ὅτι μπορεῖ νά περπατήσει ἐνῶ κάθεται.
(4)
Ἡ
διαίρεσις,
πού ὀφείλεται στόν ἐσφαλμένο διαχωρισμό λέξεων. Λ.χ. πέντε εἶναι
δύο καί τρία· τοῦτο ὅμως δέν συνεπάγεται ὅτι πέντε εἶναι καί
δύο καί τρία.
(5)
Ἡ
προσῳδία,
δηλαδή ἡ παρερμηνεία γραπτοῦ λόγου πού ὀφείλεται στόν ἐσφαλμένο
τονισμό ἤ πνευματισμό μιᾶς λέξης.
(6)
Τό σχῆμα τῆς
λέξεως,
δηλαδή ὁ ἐσφαλμένος συμπερασμός πού στηρίζεται στό γραμματικό
σχῆμα. Λ.χ., ἡ ὑπόθεση ὅτι τό
ὑγιαίνειν
δηλώνει μιά πράξη, ἐπειδή ἔχει τήν ἴδια κλίση μέ
τό
τέμνειν
ἤ τό
οἰκοδομεῖν.
Οἱ παραλογισμοί
ἔξω τῆς
λεξεως169 εἶναι οἱ ἑξῆς:
(1) Τό
συμβεβηκός,
ἡ ὑπόθεση ὅτι καθετί πού ἰσχύει γιά ἕνα πράγμα ἰσχύει καί γιά τά
συμβεβηκότα του, ἤ τό ἀντίστροφο. Ἄν ὁ Κορίσκος εἶναι ἄλλος ἀπό
τόν Σωκράτη καί ὁ Σωκράτης εἶναι ἄνθρωπος, δέν συνεπάγεται ὅτι ὁ
Κορίσκος δέν εἶναι ἄνθρωπος.
(2)
Ὁ συλλογισμός
παρά τό
ἁπλῶς ἡ μή ἁπλῶς. Ἄν τό μή ὄν είναι ἀντικείμενο
τῆς γνώμης, δέν συνεπάγεται ὅτι τό μή ὄν ὑπάρχει. Ἐπίσης, ἄν
ἕνα πράγμα ἔχει σέ διαφορετικά μέρη του ἀντίθετες ἰδιότητες,
δέν σημαίνει ὅτι καί οἱ δύο ἰδιότητες μποροῦν νά κατηγορηθοῦν σέ
αὐτό μέ ἀπόλυτο τρόπο.
(3)
Ἡ
ἄγνοια
ἐλέγχου, πού ὀφείλεται στήν ἄγνοια τοῦ τί
συνεπάγεται ἡ ἀνασκευή· ἡ ἰδιότητα πού ἀπόδείχθηκε ὅτι δέν
ἀνήκει στό ὑποκείμενο, πρέπει νά εἶναι ἡ ἴδια ἰδιότητα πού εἶχε
ἀποδοθεῖ σέ αὐτό καί ὄχι μιά ἰδιότητα μέ τό ἴδιο ἤ μέ ἀμφίσημο
ὄνομα· πρέπει νά ἀποδειχθεῖ ὅτι δέν ἀνήκει στό ὑποκείμενο ἀπό
τήν ἴδια σκοπιά, μέ τήν ἴδια σχέση, μέ τόν ἴδιο τρόπο καί χρόνο
μέ τά ὁποῖα εἶχε ἀποδοθεῖ σέ αὐτό· ἡ ἀνασκευή πρέπει νά
ἀκολουθεῖ ὑποχρεωτικά τίς δεδομένες προκείμενες. Δέν
ἀποδεικνυουμε ὅτι τό δύο εἶναι καί διπλάσιο καί μή διπλάσιο, ἄν
ἐπισημάνουμε ὅτι εἶναι διπλάσιο τοῦ ἑνός, ἀλλά ὄχι διπλάσιο τοῦ
τρία.
(4)
Ἡ λήψη τοῦ ζητουμένου,
δηλαδή (α) νά ἀποδεικνύουμε μιά πρόταση, θεωρώντας δεδομένη τήν
ἴδια ἀκριβῶς πρόταση, ἤ (β) νά ἀποδεικνύουμε μιά πρόταση μέ βάση
ὁρισμένες προκείμενες οἱ ὁποῖες ἔπρεπε νά ἀποδειχθοῦν μέ αὐτή
τήν πρόταση, ὅπως ὅταν οἱ παράλληλοι κατασκευάζονται μέ μιά
μέθοδο ἡ ὁποία προϋποθέτει ἤδη τήν κατασκευή παραλλήλων. Οἱ
μορφικές παραλλαγές τόσο τῆς πραγματικῆς ὅσο καί τῆς
φαινομενικῆς λήψης τοῦ ζητουμένου ἐξηγοῦνται ἀπό τόν Ἀριστοτέλη
σέ ἄλλο σημεῖο.170
(5)
Ὁ
παρά τό
ἑπόμενον ἔλεγχος, δηλαδή ἡ ἁπλή ἀντιστροφή μιᾶς
πρότασης πού δέν ἐπιδέχεται ἁπλή ἁντιστροφή. Ὡς παράδειγμα
ἀναφέρονται οἱ ἐσφαλμένοι συμπερασμοί
ἐκ τῆς
αἰσθήσεως (ὅπως ὅταν μιά κίτρινη οὐσία, πού στήν
πραγματικότητα εἶναι χολή, θεωρηθεῖ μέλι, ἐπειδή τό μέλι εἶναι
κίτρινο), καί ἡ ἐσφαλμένη χρήση τῆς ἀπόδειξης πού στηρίζεται σέ
σημεῖα.
(6)
Ὅ
παρά τό μή
αἴτιον ὡς αἴτιον, ὅπου ἡ προφανής ἀνακρίβεια ἑνός
συμπεράσματος χρησιμοποιεῖται γιά νά ἀνασκευαστεῖ μιά πρόταση
πού στήν πραγματικότητα δέν ἀνήκει στίς προκείμενες ἀπό τίς
ὁποῖες συνάγεται τό συμπέρασμα. Λ.χ.: «Ἄν ἡ ψυχή καί ἡ ζωή εἶναι
τό ἴδιο πράγμα, τότε ἀφοῦ ἡ γένεση εἶναι ἀντίθετη πρός τή φθορά,
τό ἀντίθετο μιᾶς συγκεκριμένης φθορᾶς θά εἶναι μιά συγκεκριμένη
γένεση· ἀλλά ὁ θάνατος εἶναι φθορά καί τό ἀντιθετο τῆς ζωῆς· ἄρα
ἡ ζωή εἶναι γένεση. Τοῦτο ὅμως εἶναι ἀδύνατο· ἄρα ἡ ψυχή καί ἡ
ζωή δέν εἶναι τό ἴδιο πράγμα». Ἡ πρόταση πού ἔπρεπε νά
ἀποδειχθεῖ ὅτι εἶναι ψευδής δέν χρησιμοποιήθηκε ὡς προκειμένη,
καί γι' αὐτό δέν μποροῦσε νά ἀποδειχθεῖ ὅτι εἶναι ψευδής μέ βάση
τό ἐσφαλμένο ἀποτέλεσμα.
(7)
Πολλές ἐρωτήσεις, ὅπως «ὅλα αὐτά τά πράγματα εἶναι ἀγαθά ἤ μή
ἀγαθά;», ἐνῶ εἶναι προφανές ὅτι ὁρισμένα εἶναι ἀγαθά καί ἄλλα
δέν εἶναι.
Ἡ άριστοτελική θεωρία τῶν παραλογισμῶν δέν ἔχει ἀπό τήν ἀρχή ὡς
τό τέλος τήν ἴδια ἀξία. Ὁρισμένοι παραλογισμοί εἶναι ἁπλά
παιχνίδια μέ τίς λέξεις πού δέν θά ξεγελοῦσαν καί τόν πιό ἀφελή.
Ἄλλοι πάλι, ἄν καί περισσότερο παραπλανητικοί, εἶναι ἐντελῶς
ἐπίπλαστοι. Σέ ὁρισμένους ὅμως παραλογισμούς
—ὁμωνυμία,
παρά τό συμβεβηκός, παρά τό ἁπλῶς ἤ μή ἁπλῶς, ἄγνοια τοῦ ἐλέγχου,
λήψη τοῦ ζητουμένου, παρά τό ἑπόμενον, παρά τό μή αἴτιον ὡς
αἴτιον—, ὁ Ἀριστοτέλης πραγματεύεται τά
σημαντικότερα σοφίσματα, πού δέν χρησιμοποιοῦνται γιά νά
ἐξαπατηθεῖ ὁ ἀντίπαλος, ἀλλά παραπλανοῦν τούς ἴδιους τούς
ὁμιλητές·171 στήν ἀνάλυσή του λαμβάνει ὑπόψη τούς πιό
ἀδιόρατους κινδύνους στούς ὁποίους βρίσκεται ἐκτεθειμένος ὁ
συμπερασμός· καί σέ αὐτό τό θέμα, ὅπως καί σέ ὁλόκληρη τή λογική
του, εἶναι ἀναμφισβήτητα πρωτοπόρος.172
Ἡ ταξινόμηση δέν εἶναι σέ καμιά περίπτωση τέλεια. Ὁ ἴδιος ὁ
Ἀριστοτέλης παρατηρεῖ ὅτι ὁρισμένα ψευδή ἐπιχειρήματα μπορεῖ νά
ὑπαχθοῦν σέ ἀρκετούς παραλογισμούς του173 καί ὅτι
ὅλοι οἱ παραλογισμοί μπορεῖ νά θεωρηθοῦν παραλλαγές τῆς
ἄγνοιας τοῦ
ἐλέγχου.174 Ὡστόσο, πολλοί
μεταγενέστεροι στοχαστές θεώρησαν ἀναγκαῖο νά ἀκολουθήσουν τήν
ἀνάλυση του στίς βασικές γραμμές της, καί, στά σημεῖα ὅπου
ἐπέλεξαν διαφορετική πορεία, σπάνια κατέληξαν σέ καλύτερα
ἀποτελέσματα. Σέ πολλές περιπτὡσεις, ἄλλωστε, τό νόημα τῆς
ἀριστοτελικῆς ἀνάλυσης ἔχει παρερμηνευτεῖ καί σέ ἄλλες ἡ πρόθεσή
του συσκοτίστηκε ἀπό τή σκόπιμη ἐφαρμογή τῶν ὅρων του σέ ἐντελῶς
διαφορετικούς τύπους παραλογισμοῦ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.
Μετά τά φυσικά
1025
b
25.
2.
Ό.π.
1026 a
18.
3.
Μολονότι σ' ἕνα σημεῖο μιλᾶ γιά «ἀναλυτική
έπιστήμη» (Ρητορική 1359
b
10).
4.
Περί ζῴων μορίων
639
a
4· Μετά τά φυσικά 1005
b
3, 1006
a
6· Ἠθικά Λ/ίκομάχεια 1094
b
23.
5.
Ἀπό τόν Ἀλέξανδρο Άφροδισιέα (200 μ.Χ.).
6.
Κατά τόν 6ο αἰώνα.
7.
Ἀναλυτικά
πρότερα 47
a
4· Ἀναλυτικά ὕστερα 91
b
13 κτλ.
8.
la
16.
9.
lb25.
10.
Τοπικά
103 b
23.
11.
Ἀναλυτικά
ὕστερα 83
b
15. Πρβ. Φυσικά 225
b
5-9, 226
a
23-25.
12.
Κατηγορίαι
6b
6-11, 8a
17-28. Ἔτσι ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἕνα πρός τί,
ἐνῶ οἱ ἐπιμέρους ἐπιστῆμες δέν εἶναι, 11a
23-32· ἡ στάσις εἶναι ἕνα πρός τί,
ἐνῶ τό ἑστάναι δέν εἶναι, 6
b
11.
13.
Περί ἑρμηνείας
2, 3. Ποιητική 20· σέ αὐτό τό χωρίο, τοῦ
ὁποίου ἡ γνησιότητα ἀμφισβητεῖται, ὁ Ἀριστοτέλης προσθέτει τό
σύνδεσμο καί τό ἄρθρο.
14.
Λ.χ. τό ποσόν καί τό ποιόν περιλαμβάνουν ὁρισμένα
ὀνόματα, ἀλλά καί ὁρισμένα ἐπίθετα, 4
b
23, 9
a
29.
15.
Λ.χ.
ἀπό τόν
A. Gercke, Archiv fiir Geschichte der
Philosophic, 4,
σ.
424-441.
16.
251
κέ., ἰδιαίτερα
254 d.
17.
185.
18.
Αὐτή ἡ ἄποψη ἐκφράζεται στό ἔργο τοῦ Ο.
Apelt,
Beitrage zur Geschichte
der Griechischen Philosophic.
19.
2a 11.
20.
la
29, 23. Αὐτή ἡ ρητή διάκριση ἀνάμεσα σέ άτομικές ποιότητες,
ποσότητες κτλ. καί στίς γενικές ποιότητες, ποσότητες κτλ., τῶν
ὁποίων οἱ πρῶτες ἀποτελοῦν ἐπιμέρους περιπτὡςεις, δέν ἀπαντᾶ,
νομίζω, σέ κανένα ἄλλο σημεῖο τοῦ άριστοτελικού ἔργου. Ἡ γενική
τάση, τόσο στήν ἀριστοτελική θεωρία ὅσο καί στή μεταγενέστερη
φιλοσοφία, ἦταν νά μήν γίνεται διάκριση καθολικοῦ καί άτομικοῦ
παρά μόνο στήν κατηγορία τῆς οὐσίας. Ὡστόσο ὁ καθηγητής
Stout
(Proceedings
of the British Academy,
τ. 10) ὑποστήριξε πρόσφατα μιά παρόμοια διάκριση: «Ἕνα γνώρισμα
πού χαρακτηρίζει ἕνα συγκεκριμένο πράγμα ἤ ἄτομο εἶναι ἐξίσου
μερικό μέ τό πράγμα ἤ τό ἄτομο τό ὁποῖο χαρακτηρίζει. Ὅταν
ἔχουμε δύο μπάλες μπιλιάρδου, ἡ καθεμιά ἔχει τή δική της
ἐπιμέρους στρογγυλότητα, πού εἶναι χωριστή καί διαφορετική ἀπό
τή στρογγυλότητα τῆς ἄλλης, ὅπως ἀκριβῶς οἱ μπάλες τοῦ
μπιλιάρδου εἶναι χωριστές καί διαφορετικές ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη.»
21.
Κεφάλαια 5-9. Τά κεφάλαια 10-15 θεωροῦνται
συνήθως νόθα.
22.
Ἡ ἁπλή σύλληψη ὀνομάζεται νόησις, λ.χ. στό
Περί ψυχῆς Γ 6. Ἡ λεκτική ἔκφρασή της ὀνομάζεται φάσις,
Περί ἑρμηνείας 16
b
27, 17
a
17· Μετά τά φυσικά 1051
b
25. Ὡστόσο, ἡ φάσις ἄλλοτε χρησιμοποιεῖται
ὡς ἰσοδύναμο τῆς κατάφασης καί ἄλλοτε καλύπτει καί τήν ἔννοια
τῆς κατάφασης καί τήν ἔννοια τῆς ἀπόφασης.
23.
Μετά τά φυσικά
1051
b
24.
24.
1027
b
27· Περί ἑρμηνείας
16 a
10.
25.
Μετά τά φυσικά
1051
b
24, 1052
a
1· Περί ψυχῆς 430
b
28.
26.
Περί ἑρμηνείας
16 b
27,
17 a
17.
27.
Μετά τά φυσικά
1027
b
27, 1051
b
17.
28.
Περί ψυχῆς
429
a
14, 430
b
30, 431
b
13· Μετά τά φυσικά 1025
b
31, 1035
a
26.
29.
1045
a
36.
30.
Ἀναλυτικά ὕστερα
75
b
32, 94
a
2, 12.
31.
16a
7.
32.
Ό.ΤΓ. 9-14
33.
430
a
27.
34.
430b
3.
35.
Πρβ. Φυσικά 184
a 21-b
14.
36.
Μετά τά φυσκά
1051
b
3, πρβ. 1011
b
27.
37.
16a
17, 17
a
10, 19
b
10* πρβ. Πλάτων, Σοφιστής 261
e
κέ.
38.
16a
19 κέ.
39.
16 b
6-8, 19-21.
40.
16
a
30-33,
b
12-15.
41.
19b
14-19.
42.
20a3-15.
43.
Αὐτό πού οἱ μετ' ἔπειτα λογικοί ὀνόμασαν «πρόταση
τοῦ τρίτου παρακείμενου ἡ συνεχόμενου».
44.
19 b
19-20a
3, 21
b
26-33.
45.
21
a
24-33.
46.
To
στοιχεῖο αὐτό ὑπογραμμίζεται ἀπό τόν
Case,
11
Encyclopaedia Britannica,
2, σ. 512.
47.
Περί ἑρμηνείας
17a
8 κέ.· Ἀναλυτικά ὕστερα 86b
33-36· Μετά τά φυσικά 1008
a
16-18.
48.
Μετά τά φυσικά
1017
a
31-35.
49.
Ἠθικά Νιχομάχεια
1139
a
21 κέ.
50.
Ἀναλυτικά ὕστερα 86
b
37-39.
51.
Ἀναλυτικά ὑστέρα
A
15.
52.
Μετά τά φυσικά
996
b
14-16.
53.
Bradley,
1
Principles of Logic,
σ.
111.
54.
Περί ἑρμηνείας
19b 24-35, 20a 23-26*
Ἀναλυτικά πρότερα
25b 22
κέ.,
51b 31-35, 52a 24-26.
55.
Περί ἑρμηνείας
7.
56.
Περί ἑρμηνείας
17
a
38· Ἀναλυτικά πρότερα 43
a
25-32.
57.
Ἀναλυτικά πρότερα
25
a
14-26.
58.
Λ.χ. στίς φράσεις ὑπό τό Α εἶναι, ἐν ὅλῳ
τῷ Α εἶναι.
59.
24 a
17-22.
60.
26 a
28-33.
61.
Ἀναλυτικά πρότερα
Α 4-22.
62.
43
a
25-43.
63.
Περί ἑρμηνείας
21
a
34-37* πρβ. Ἀναλυτικά πρότερα 25a
1 κέ., 29b
29-32.
64.
Περί ἑρμηνείας
21b
26-33, 22
a
8-13.
65.
Ἀναλυτικά πρότερα
32
a
18-20· Μετά τά φυσικά 1019
b
28-30.
66.
Λ.χ. Περί ἑρμηνείας 21
b
35-37.
67.
Ἀναλυτικά πρότερα
25 a
37-39.
68.
32
a
20.
69.
Μετά τά φυσικά
1019
b
32· Περί ἑρμηνείας 23
a
6-18.
70.
Ἀναλυτικά πρότερα
25a37-bl8,
32
b
4-18· Περί ἑρμηνείας 19
a
7-22.
71.
Πρβ. σ. 113-117, 119 χέ., 233, 286.
72.
Περί ἑρμηνείας
12.
73.
Περί ἑρμηνείας
13.
74.
Ἀναλυτικά πρότερα
A
8-22.
75.
Περί ἑρμηνείας
17 a
20-22.
76.
Ἀναλυτικά πρότερα
46 a
33.
77.
Ἀναλυτικά πρότερα
24
b
18-22· πρβ. Τοπικά 100
a
25-27.
78.
Ἀναλυτικά πρότερα
A
23.
79.
Ἀναλυτικά πρότερα 25
b
32-35.
80.
Ἅπασι,
Πάρεχε, Ἰσάκις.
81.
Ἀναλυτικά πρότερα
29
a
19-26.
82.
53
a
3-12.
83.
28
a
22-26.
84.
Στή γεωμετρία, ἀντίθετα, ἡ ἔκθεσις
τῶν ἐπιμέρους δεδομένων εἶναι πολύ σημαντική.
85.
Ἀναλυτικά πρότερα
A
8-22.
86.
Ἀναλυτικά πρότερα
40
b
25 κέ., 41a
22-b
1.
87.
41
a
23-37, 50
a
29-32.
88.
41 a 37-b 1.
89.
50a 16-19.
90.
Σέξτος Ἐμπειρικός, Πυρρώνειοι ὑποτυπὡςεις
Β, 195 κέ. Πρβ.
Mill, System of Logicy
βιβλίο 2, κεφ.
3,
ἧπαρ.
2.
91.
Ἀναλυτικά πρότερα
67 a 12-b 11·
Ἀναλυτικά ὕστερα
71a 24-b 8, 86 a 22-29.
92.
Ἀναλυτικά πρότερα
65 a
10-25.
93.
Γιά τήν ἐπαγωγή στόν Ἀριστοτέλη, πρβ. Μ.
Consbruch, Archiv fur Geschichte der Philosophic, 5,
σ.
302-321·
P. Leuckfeld,
ό.π.,
8,
σ.
33-45·
G.E. Underhill, Classical Review, 28,
σ.
33-35.
94.
Ἀναλυτικά πρότερα
68 b 35·
Ἀναλυτικά ὑστέρα
72 b 29*
Τοπικά
105 a 16, 157a 18.
95.
Ἀναλυτικά πρότερα
Β 23.
96.
68
b
23, 27, 69
a
16· πρβ. Ἀναλυτικά ὑστέρα 92
a
37.
97.
Λ.χ. Τοπικά 105a
13-16, 113b
17 κέ., 29-36· Μετά τά φυσικά 1025
a
9-11, 1048
a
35-b
4.
98.
Ἀναλυτικά ὕστερα 100
b
3· Ἠθικά Νικομάχεια 1139
b
29-31.
99.
Ἀναλυτικά πρότερα
68
b
9-13.
100.
Λ.χ. Τοπικά 105
a
13-16· ἐνῶ ἀπό ἄτομα στό γένος, Τοπικά 103
b
3-6, 105
b
25-29, 156
a
4-7 Ρητορική 1398
a
32 κέ.
101.
Ὁ Πλάτων χρησιμοποιεῖ τά ρήματα ἐπάγειν
καί ἐπάγεσθαι γιά νά δηλὡσει τήν «παράθεση» μαρτυριῶν ἤ
παραδειγμάτων, λ.χ. Κρατύλος 420
d
2, Πολιτεία 364
c
6· ἔτσι χρησιμοποιοῦνται καί στά Περί ζῳων
μορίων 673
a
15 καί Μετά τά φυσικά 995
a
8. Ἀλλά στόν Ἀριστοτέλη τό ἀντικείμενο τοῦ
ρήματος εἶναι συνήθως τό ἄτομο πού «ὁδηγεῖται», Ἀναλυτικά
ὕστερα 71
a
21, 24, 81
b5·
Μετά τά φυσικά
989
a
33· πρβ. Πλάτων, Πολίτικος 278
a
5 καί τή χρήση τῆς λέξης ἐπαγωγός =
θελκτικός. Άπό ἐδῶ πρέπει νά προέρχεται ἡ χρήση τοῦ
ἐπάγειν χωρίς ἀντικείμενο = «κάνω μιά ἐπαγωγή», Τοπικά
156
a
4, 157
a
21, 34· καί ἀπό ἐδῶ πάλι προέρχεται ἡ χρήση:
τό καθόλου ἐπάγειν, δ.π. 108
b
10. Ἡ λέξη ἐπαγωγή χρησιμοποιεῖται ἀπό
ἄλλους συγγραφείς (λ.χ. Δημοσθένης 19, 322) μέ τή σημασία τῆς «ὁδήγησης»
(άπ' ὅ,τι φαίνεται ποτέ μέ τή σημασία τῆς «παράθεσης»)· Ὁ
Πλάτων χρησιμοποιεῖ τήν ἐπαγωγή μέ παραπλήσια σημασία,
Πολιτεία 532
c
5.
102.
Ἠθικά Νικομάχεια 1098
b
3· πρβ. Ἀναλυτικά ὕστερα 78
a
34.
103.
Ἀναλυτικά ὕστερα
88a
12-17,
100 b
3-15.
104.
Περί ζῳων γενέσεως
736
b
28.
105.
Ἀναλυτικά ὕστερα Β 19·
Μετά τά φυσικά
A
1.
106.
Ἀναλυτικά ὕστερα 87
b
28,
100 a
17.
107.
Ἀναλυτικά πρότερα Β 24-27.
108.
Ἀναλυτικά ὕστερα 71a
9-11· Ρητορική 1356
b
2-5.
109.
Ἀναλυτικά πρότερα 69
a
16-19.
110.
Ἀναλυτικά ὕστερα Β 27* Ρητορική
1357
a
32.
111.
Ἀναλυτικά πρότερα Β 25. Ἡ ἀπαγωγη
φαίνεται τελικά ὅτι ταυτίζεται μέ τό συλλογισμό ἐξ
ὑποθέσεως, μολονότι ὁ Ἀριστοτέλης δέν συσχετίζει ρητά τίς
δύο αὐτές διεργασίες. Ὡστόσο χρησιμοποιεῖ τήν εἰς τό ἀδύνατον
ἀπαγωγή ὡς εἰδική κατηγορία τοῦ διαλογισμοῦ
ἐξ ὑποθέσεως.
112.
Ἠθικά Νικομάχεια 1112b
20-24. Πρβ. πιδ κάτω σ. 283.
113 Ἡ διαίρεση εἶναι τοῦ
Zabarella.
114.
Ἀναλυτικά ὕστερα
A
1.
115.
Ό.π. Β 1.
116. Ο.π. 71
b
9-72a
7.
117. «Τό Α δέν μπορεῖ νά εἶναι ταυτόχρονα Β
καί μή Β», «τό Α πρέπει νά εἶναι ἡ Β ἡ μή Β».
118.
72
a
16-18, 76
a
38 -
b
2, 77
a 10-12, 22-25.
119.
72 a 14-16, 18-24, 76 a 32-36, b3-22.
120.
76 b 23-34, 39-77 a 3.
121.
Βλ.
7, 9, 10, 12,
27· πρβ.
71 a 3, 79 a 18.
122.
Μετά τά φυσικά
1005 a 20.
123.
Heath, History of Greek Mathematics, 1,
σ.
376.
124.
Ό.π., σ.
374.
125.
Ἀναλυτικά ὕστερα
A
3.
126.
A
4,
5.
127.
A 7.
Πρβ. σ.
106.
128.
A 9, 11, 77 a 10-12, 22
κέ.
129.
Ἀναλυτικά ὕστερα
A
13.
130.
79
a
30,
84 b 35.
131.
Ἀναλυτικά ὕστερα
A 27.
132.
Βλ. Περί ουρανού293
a
25-30, 306
a
5-17· Περί γενέσεως καί φθορᾶς 316a
5-10.
133.
Ἀναλυτικά ὕστερα
A
31.
134.
TOC \o "1-5" \h \z
A
34.
135.
A
33.
136.
Bl.
137.
B2.
138.
B 3-7.
139.
B 8.
140.
B
9· πρβ. πιό κάτω σ. 80 κέ.
141.
Β 10 πρβ.
75b31.
142.
Β 11.
143.
Φυσικά
195a
18.
144.
Ἀναλυτικά ὕστερα
Β 13.
145.
96b
15-97b6.
146.
97 b
7.
147.
TOC \o "1-5" \h \z Β 16.
148.
Β 17.
149.
98b
25-31,
99a 30-b 8.
150.
Β 19, βλ. Μετά τά φυσικά
A
1.
151.
A
10.
152.
100b
3.
153.
Βλ. Μετά τά φυσικά 981
a
7, ὅπου ὁ Ἀριστοτέλης ἀποδίδει στήν ἐμπειρία τό
σχηματισμό συλλογισμῶν τοῦ τύπου: ὅτι Καλλίᾳ κάμνοντι τηνδί
τήν νόσον τοδί συνήνεκχε καί
Σωκράτει καί
καθ' ἑκαστον οὕτω
πολλοῖς (ὅτι στόν Καλλία, στό Σωκράτη κ.ά. πού
ἔπασχαν ἀπό αὐτή τήν ἀρρὡστια τοῦτο τό φάρμακο τούς ἔκανε καλό).
154.
Ὁ Ε.
Hambruch
ἀσχολήθηκε μέ αὐτό τό θέμα στό ἔργο τοῦ
Logische Regeln der Platonischen Schule in der
Anstotelischen Topik,
Βερολίνο 1904.
155.
Ὅ
Maier,
Syllogistik des Aristoteles,
II,
2, σ. 78, σημ. 3, ἀποδεικνύει τήν ἀλήθεια αὐτῆς τῆς ὑπόθεσης.
156.
100a
18.
157.
Ό.π.
27-b
25.
158.
A
2.
159.
Βλ. λ.χ. 105a
9.
160.
Τοπικά
A
12.
161 Ἡ μιά διαφορά πού ὁ Ἀριστοτέλης τήν
περιλαμβάνει ἐδῶ στό γένος.
162.
A
4, 8.
163.
96 a 24 - b 14.
Βλ.
πιό πάνω,
σ.
81.
164.
TOC \o "1-5" \h \z Ζ 12.
165.
96 b
30-32, 97
a
28-
b
6.
166.
Τοπικά
A
5.
167.
All.
168.
14.
169.
I 5.
170.
Αναλυτικά πρότερα
B
16· Τοπικά θ 13.
171.
167 b
35.
172.
Πρβ. τη δήλωση του ὅτι, ὅσον ἀφορᾶ τη διαλεκτική
(σέ ἀντίθεση, λ.χ., με τη ρητορική), ἦταν ὑποχρεωμένος να
διαμορφώσει την ἐπιστήμη ἐξαρχῆς, Σοφιστικοί έλεγχοι 183
b
16-184
b
3.
173.
167
a
35,
182b
10.
174.
16.