Λαϊκή συμμετοχή
(αντίστοιχο
κεφάλαιο στο έργο του
M. I. Finley
«Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ
ΚΟΣΜΟ»)
Ένας λαός δεν είναι, όπως ελπίζαμε κάποτε, μία πολιτική ενότητα
απλώς. Τα κόμματα, οι εκλογικές εκστρατείες και οι ηγέτες
συνθέτουν την πραγματικότητα, ή έστω την επαγγελία, των
εκλογικών συστημάτων ... Οι εκλογές, η μορφή και η λειτουργία
τους, αποτελούν ένα είδος ιεροτελεστίας, και η επιλογή των ρόλων
είναι εντελώς περιορισμένη. Επομένως οι αξιώσεις είναι
τυποποιημένες, και οι συμβάσεις με τις οποίες εκφράζονται είναι
εξίσου προβλέψιμες. Οι προσδοκίες των ψηφοφόρων δεν είναι, κατά
κανόνα, ιδιαίτερα υψηλές, και η ανοχή τους για εκκεντρικότητες
και αποκλίσεις από το σενάριο είναι μικρή.
Το παράθεμα αυτό από τη Judith Shklar,
επιλεγμένο σχεδόν τυχαία, εκφράζει την τρέχουσα αξιολόγηση της
σύγχρονης δημοκρατίας, όπου όμως ξεχωρίζει κανείς τα
χαρακτηριστικά της σχολής που οι επικριτές της αποκαλούν
“ελιτίστικη”. Ξεκίνησα με αυτό το παράθεμα όχι επειδή με
απασχολεί κατά πόσον ευσταθεί το ίδιο ή τα ελιτίστικα
επιχειρήματα που εγκρίνουν την απάθεια του λαού -έχω καλύψει το
θέμα αλλού-
αλλά επειδή είναι απαραίτητη μία προειδοποίηση. Η εξίσωση,
δημοκρατία ίσον εκλογικό σύστημα, είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στον
πολιτισμό μας ώστε μόνο με συνειδητή προσπάθεια μπορούμε να
απαλλαγούμε από αυτήν όταν διερευνάμε την πολιτική του αρχαίου
κόσμου. Ο όρος “εκλογικό σύστημα” είναι εντελώς εσφαλμένος στην
περίπτωση της αρχαίας Ελλάδας και ανεπαρκής στην περίπτωση της
Ρώμης. Φυσικά και γίνονταν εκλογές, φυσικά και αυτές είχαν τα
δικά τους τελετουργικά στοιχεία, τις δικές τους αξιώσεις και
συμβάσεις, φυσικά και υπήρχαν απαθείς ψηφοφόροι. Υπήρχαν όμως
και συνελεύσεις που είχαν (τουλάχιστον στους τύπους) δικαιοδοσία
τελεσίδικης απόφασης για ορισμένα ζητήματα. Υπήρχε, με δυο
λόγια, μια δόση γνήσιας λαϊκής συμμετοχής. Βεβαίως η ηγεσία
προερχόταν σχεδόν αποκλειστικά από τα ανώτατα στρώματα, και
πρέπει να αναλύσουμε προσεχτικά τις πολύπλοκες και
μεταβαλλόμενες σχέσεις μεταξύ των ηγετών και του δήμου,
εξετάζοντας ξεχωριστά πρώτα την Αθήνα και μετά τη Ρώμη. Θα
περιοριστούμε και πάλι στις περιόδους που όρισα παραπάνω.
Επίσης, ας μην ξεχνάμε ότι, αν και η Αθήνα δεν ήταν μία
αντιπροσωπευτική πόλη-κράτος, υπάρχουν ενδείξεις - απλές
ενδείξεις μόνον - ότι η πολιτική ζωή ήταν σε γενικές γραμμές
παρόμοια σε ορισμένες άλλες πόλεις ενός κάποιου μεγέθους που
διέθεταν αυτό που οι Έλληνες ονόμαζαν δημοκρατικό σύστημα.
Μόνο η καταγωγή εξασφάλιζε την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη·
σπανίως, και μόνο μετά από επίσημη απόφαση της Εκκλησίας του
Δήμου, της ανώτατης κυβερνητικής εξουσίας, παραχωρούνταν
πολιτικά δικαιώματα σε άλλους. Οι συνελεύσεις της Εκκλησίας ήταν
ανοιχτές σε όλους τους πολίτες. Εκεί όποιος πολίτης αποφάσιζε να
συμμετάσχει, μπορούσε να ψηφίσει απευθείας και ανοιχτά μπροστά
σε όλους τους συμπολίτες του για προτάσεις που συζητιούνταν,
τροποποιούνταν (εάν κρινόταν απαραίτητο), ή που μερικές φορές
κατατίθενταν επίσημα χωρίς διαδικασία προβούλευσης. Η εξουσία
της Εκκλησίας του Δήμου ήταν κατά κανόνα απεριόριστη·
μάλιστα, για μια σύντομη περίοδο το 411 π.Χ., αυτοκαταργήθηκε
και αντικατέστησε το δημοκρατικό πολίτευμα με μια ολιγαρχία.
Υπήρχαν δύο βουλές. Η Βουλή του Άρειου Πάγου, επιβίωση της
αρχαϊκής περιόδου με ισόβια μέλη της τους πρώην άρχοντες,
περιέπεσε σε αφάνεια μετά το 462 π.Χ., οπότε όλες οι σημαντικές
διαβουλευτικές λειτουργίες περιήλθαν στη Βουλή των Πεντακοσίων
(αυτή θα εννοώ από εδώ και πέρα με τη λέξη “Βουλή”).
Τα μέλη της Βουλής εκλέγονταν με κλήρο ανάμεσα σε όλους τους
πολίτες άνω των τριάντα χρόνων που είχαν θέσει υποψηφιότητα,
έπρεπε όμως να καλυφτεί υποχρεωτικά ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό
φάσμα. Η θητεία διαρκούσε ένα χρόνο, και ο κάθε πολίτης είχε
δικαίωμα εκλογής μόνο δύο φορές σε ολόκληρη τη ζωή του.(Λήψη
ολόκληρου του αρχείου)