Ηρόδοτος
(αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο
του Τάκη Σιμώτα
«Η Ιστορία ως θέαμα και ως
όργανο πολιτικού προσανατολισμού»
ΗΡΟΔΟΤΟΣ – ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ
Ὁ Ἡρόδοτος
ἀπό τήν Ἁλικαρνασσό ἐκθέτει ἐδῶ τίς ἔρευνές του, γιά νά μήν
ξεθωριάσει μέ τά χρόνια ὅ,τι ἔγινε ἀπό τους ἀνθρώπους, μήτε ἔργα
μεγάλα καί θαυμαστά, πραγματοποιημένα ἄλλα ἀπό τους Ἕλληνες καί
ἄλλα ἀπό τους βαρβάρους, νά σβήσουν ἄδοξα· Ἰδιαίτερα γίνεται
λόγος γιά τήν αἰτία πού αὐτοί πολέμησαν μεταξύ τους.
Η Αίγυπτος είναι η πιο παράξενη χώρα του κόσμου, γιατί οι
Αιγύπτιοι έχουν βαλθεί -επίτηδες θαρρείς - να κάνουν όλα τα
πράγματα ανάποδα απ’ ό,τι τα κάνουν οι υπόλοιποι άνθρωποι.
«Στην Αίγυπτο οι γυναίκες πηγαίνουν στην αγορά και ασχολούνται
με το εμπόριο, ενώ οι άνδρες μένουν στο σπίτι και υφαίνουν.
Υφαίνουν με το υφάδι προς τα κάτω, αντίθετα οι άλλοι λαοί το
τοποθετούν προς τα πάνω. Τα φορτώματα οι άνδρες τα σηκώνουν
επάνω στο κεφάλι τους, ενώ οι γυναίκες τα βάζουν στους ώμους
τους. Οι γυναίκες ουρούν όρθιες και οι άνδρες καθιστοί. Για να
αφοδεύσουν μπαίνουν μέσα στο σπίτι τους, αν και για να φάνε
βγαίνουν έξω στους δρόμους... Οι άλλοι λαοί, εκτός από όσους το
έμαθαν από τους Αιγύπτιους, αφήνουν τα γεννητικά τους όργανα
όπως τα έκανε η φύση, ενώ οι Αιγύπτιοι κάνουν περιτομή... Οι
'Έλληνες γράφουν τα γράμματά τους και τους αριθμούς, όταν κάνουν
λογαριασμό, από τα αριστερά προς τα δεξιά, ενώ οι Αιγύπτιοι από
τα δεξιά προς τα αριστερά».
Αλλά εκτός από τις παραξενιές αυτές (παρέθεσα μόνο μερικές
παραπάνω), ο Ηρόδοτος καταγράφει, σχετικά με τους Αιγύπτιους και
την Αίγυπτο, και άλλα πολλά θαυμαστά πράγματα, από τα οποία
ξεχωρίζω το «πείραμα» που μηχανεύτηκε ο βασιλιάς της Αιγύπτου
Ψαμμήτιχος για να εξακριβώσει ποιοι από τους ανθρώπους είχαν
δημιουργηθεί πρώτοι:
«Πήρε στην τύχη δύο νεογέννητα παιδιά, τα έδωσε σ' έναν βοσκό
για να τα μεγαλώσει ανάμεσα στα κοπάδια του και τον διέταξε
κανείς να μην πει μπροστά στα παιδιά ούτε λέξη. Έπρεπε ο βοσκός
να τα βάλει σε μια καλύβα ερημική και να τους πηγαίνει πότε πότε
κατσίκες ώστε να έχουν αρκετό γάλα, και να τα φροντίζει για όλα
τ’ άλλα. Ο Ψαμμήτιχος τα έκανε αυτά και έδωσε τέτοιες διαταγές,
επειδή ήθελε να ακούσει τι γλώσσα θα μιλήσουν πρώτη τα παιδιά,
όταν θα έπαυαν να βγάζουν φωνές χωρίς νόημα. Αυτό και έγινε.
Όταν πέρασαν δύο χρόνια κι ο βοσκός τα φρόντιζε όπως είχε
διαταγή, άνοιξε μια μέρα την πόρτα της καλύβας και τα παιδιά
προχώρησαν προς αυτόν με τα χεράκια τους τεντωμένα και φώναξαν
‘βεκός ’. Την πρώτη φορά που το άκουσε ο βοσκός δεν έδωσε
σημασία, μα καθώς πήγαινε συχνά και τα φρόντιζε και του έλεγαν
συνεχώς την ίδια λέξη, το μήνυσε τους κυρίου του και αυτός
διέταξε να του φέρει τα παιδιά. Όταν ο Ψαμμήτιχος τα άκουσε ο
ίδιος, ζήτησε να μάθει σε ποια γλώσσα υπήρχε η λέξη ‘βεκός ’ και
ανακάλυψε ότι οι Φρύγες λένε έτσι το ψωμί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο
υποχώρησαν οι Αιγύπτιοι που σκέφτηκαν το ζήτημα και παραδέχτηκαν
ότι οι Φρύγες ήταν αρχαιότεροι τους».
Και φυσικά, αξιοσημείωτα πράγματα συναντά κανείς σε όλη την
έκταση των Ιστοριών. Αναφέρω εδώ την εκνευριστική ηλιθιότητα του
Κανδαύλη, που πήγαινε γυρεύοντας και που μόλις ο αναγνώστης
πληροφορείται την οικτρά τύχη του, συμπεραίνει αυθόρμητα: καλά
να πάθει. Υπογραμμίζω ακόμα και την μωρία του Ξέρξη, που
διέταξε, ούτε λίγο ούτε πολύ, να μαστιγώσουν τή θάλασσα,
ρίχνοντας μάλιστα μέσα της και χειροπέδες, για να την τιμωρήσει
επειδή είχε καταστρέψει, τρικυμίζοντας, τη γέφυρα που είχε
φτιάξει στον Ελλήσποντο. Θυμάμαι επίσης όχι μόνο την αλαζονεία
του Κροίσου αλλά και τη σύνεση του Κύρου. Γιατί ο Κροίσος, που
στην εποχή της παντοδυναμίας του πίστευε ότι είναι ο πιο
ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου, θυμήθηκε, μια στιγμή πριν
πεθάνει επάνω στην πυρά, τα σοφά λόγια που του είχε πει ο Σόλων,
ότι, δηλαδή, δεν πρέπει να καλοτυχίζουμε κανέναν άνθρωπο, πριν
μάθουμε τον τρόπο με τον οποίο πέθανε - λόγια που είχε
περιφρονήσει τότε. Ο Κύρος, αντίθετα, παραδειγματίστηκε από τη
σχετική ιστορία και χάρισε τη ζωή στον Κροίσο, αναλογιζόμενος
ότι και ο ίδιος θα μπορούσε να βρεθεί κάποτε σε παρόμοια θέση.
Αν και πάνω απ’ όλα βρίσκονται οι πόλεμοι των Ελλήνων με τους
Πέρσες, που είναι το κεντρικό θέμα αλλά και το άλλοθι της
απίστευτης αυτής ανθρώπινης φαντασμαγορίας, από την οποία δεν
ξέρει κανείς τι να πρωτοσταχυολογήσει όπως, υποθέτω, και ο ίδιος
ο Ηρόδοτος δεν ήξερε, όταν έγραφε την ιστορία του, τι να
πρωτοϊστορήσει.
Κι αλήθεια, η φλυαρία του ιστορικού γίγνεσθαι είναι ακατάσχετη.
Η στερεότυπη και μονότονη αναπαραγωγή τόσων και τόσων
ανθρώπινων, κοινωνικών, πνευματικών, ιστορικών και πολιτισμικών
κύκλων προσφέρει ωστόσο μία απίστευτη ποσότητα γεγονότων,
καταστάσεων, συμβάντων και περιστατικών που αν ήθελε κανείς να
τα γράψει ή έστω να τα καταμετρήσει, δεν θα έχανε μόνο τον χρόνο
του αλλά και τον νου του. Αν και κάποια από τα γεγονότα αυτά
σκάζουν μύτη πάνω από την επιφάνεια που αποτελεί ο μέσος όρος. Ο
Ηρόδοτος ξεχωρίζει παραδειγματικές βιογραφίες και λαογραφίες,
αυτοτελείς short stories παρμένες από
τα έργα, τις ημέρες, τις περιπέτειες και τους πολέμους των
ανθρώπων και των λαών, πεποιθήσεις, θρησκευτικές δοξασίες,
συνήθειες, ανέκδοτα και κατορθώματα, που είναι όλα τους τόσο
αξιοθαύμαστα και αξιοπερίεργα, τόσο παράδοξα ή τόσο
αξιοκατάκριτα, τόσο μεγαλειώδη ή τόσο καταγέλαστα, ώστε
παρακινούν, από μόνα τους θα έλεγε κανείς, τον ιστορικό να τα
ιστορήσει.
Ας αρχίσουμε όμως από το γεγονός ότι ο Ηρόδοτος ταξιδεύει σ’
έναν γνωστό κόσμο που μοιάζει να είναι απέραντος, παρότι
τελειώνει στις μυθικές Ηράκλειες Στήλες, γιατί παραμένει στο
σύνολό του σχεδόν άγνωστος. Οι χώρες, οι λαοί, οι πολιτισμοί, οι
επιμέρους ιστορίες και βιογραφίες που βγαίνουν από τις αφηγήσεις
του όπως οι λαγοί από τα μανίκια των ταχυδακτυλουργών,
προέρχονται από τις αναρίθμητες στοές ενός ανεξερεύνητου
Λαβύρινθου, όπου έχει κανείς την εντύπωση ότι μπορεί να
περιπλανιέται ή να προοδεύει επ’ άπειρον. Αν και εδώ υπάρχει
ένας αδιαμφισβήτητος και γι’ αυτό και κοινόχρηστος μίτος, που
σου επιτρέπει να κινείσαι με ασφάλεια. Όλες οι ιστορίες, όσο
μεγάλες ή μικρές κι αν είναι, υποτάσσονται στη μοίρα που ορίζει
τη ροή όλων των γεγονότων. Αυτά που συμβαίνουν, συμβαίνουν,
γιατί ήταν μοιραίο να συμβούν...
Ἡροδότου Ἁλικαρνησσέως ἱστορίης ἀπόδεξις ἥδε, ὡς μήτε τά
γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται, μήτε ἔργα.
μεγάλα τε καί θωμαστά, τά μέν Ἕλλησι, τά δέ βαρβάροισι
ἀποδεχθέντα, ἀκλεᾶ γένηται, τά τε ἄλλα καί δι’ ἥν αἰτίην
ἐπολέμησαν ἀλλήλοισι. Ἡροδότου
Ἱστορίαι. Προοίμιο.Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια
Δ.Ν.Μαρωνίτη, πρώτος τόμος (Κλειώ), σελ.142, Γκοβόστης,
Αθήνα 1964.
Ηροδότου Ίστορίαι, Β' (Ευτέρπη), μ,ετ, Άγγελος Βλάχος,
σελ. 215-216, Ωκεανίδα, Αθήνα 2000.