www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

Η φυσική του έννοια
και η θεοκρατική της διαστρέβλωση

(η σύλληψη της έννοιας του θανάτου από τους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους και η αντίστοιχη θεοκρατική)

 

Λάζαρης Γιάννης

 

ΠΗΓΗ: https://www.freeinquiry.gr/articles/erevnes/thanatos/383.html

 

Έξοχα είχαν συλλάβει την έννοια του θανάτου διανοητές και φιλόσοφοι της αρχαιότητας, όπως π.χ. ο Ηράκλειτος (ως στοιχείο της θεωρίας του για την αιώνια μεταβολή). Οι αρχαίοι έλληνες αντιμετώπιζαν το θάνατο ως φυσική αρχή. Θεωρούσαν τον άνθρωπο ως ένα μέρος του Σύμπαντος, εντός του οποίου ενυπάρχουν τόσο η ζωή όσο και ο θάνατος. Κατάφαση -και όχι άρνηση- της ζωής προϋπέθετε γιʼ αυτούς η κατάφαση του θανάτου.

     Ο τρόμος του θανάτου εισέβαλε από την Ανατολή. Σε αυτόν βασίστηκαν οι θρησκείες· εκεί πάτησαν οι κατά καιρούς εξουσιαστές, για να στηρίξουν τον εξουσιασμό τους. Η γιγάντια αναμέτρηση μεταξύ κλασικού κόσμου και θεοκρατίας παίχτηκε και κρίθηκε αποκλειστικά επάνω στο ιδεολογικό πεδίο θεώρησης του θανάτου.

 

 

Κατά την αρχαιότητα ο Θάνατος παριστάνονταν συνήθως ως πράος, ευειδής πτερωτός νέος (αριστερά, ε΄ αι. π.Χ., Έφεσος) σε αντίθεση με τις μεταγενέστερες τρομακτικές χριστιανικές απεικονίσεις, όπως η δεξιά, στην οποία ο Θάνατος παριστάνεται ως έφιππος σκελετός (πίνακας Π. Μπρούγκελ, ιστ΄ αι. μ.Χ., Μουσείο Πράδο.)

 

 

Έριφος ες γάλʼ έπετον

 

 Η ζωή και ο θάνατος βρίσκονται μέσα στην Φύση, από το μακρόκοσμο έως το μικρόκοσμο, και είναι αλληλένδετα το ένα με το άλλο. Κάθε χρονική στιγμή άπειρος αριθμών πλανητών, ηλιακών συστημάτων, αλλά και ολόκληρων γαλαξιών στο Σύμπαν διαλύονται, σβήνουν και πεθαίνουν, όπως κι αντίστοιχα άπειρος αριθμός αυτών γεννιούνται. Στη Γη, ένα μικρό πλανήτη, που κινείται γύρω από ένα μικρό Ήλιο, σε έναν από τους άπειρους γαλαξίες του Σύμπαντος άπειρος αριθμός θανάτων συμβαίνουν κάθε χρονική στιγμή κι άπειρος αριθμός γεννήσεων αντίστοιχα.

     Όλα τα υλικά, από τα οποία είμαστε σχηματισμένοι (άνθρακας, σίδηρος, νερό, κ.τ.λ.) βρίσκονται στο Γαλαξία μας. Άλλα υπήρχαν, όταν σχηματίστηκε η Γη και το Ηλιακό μας Σύστημα, ή έπεσαν αργότερα στη Γη από μετεωρίτες, ή σχηματίστηκαν στη Γη βάσει φυσικών διαδικασιών. Κάθε φυτό και ζώο –και ο άνθρωπος– αποτελούνται από πρωτόνια, ηλεκτρόνια και νετρόνια, τα οποία με πολύπλοκες διαδικασίες σχηματίζουν τα κύτταρα, εκατομμύρια των οποίων βρίσκονται σε κάθε ον, σε κάθε ανθρώπινο σώμα, που δεν είναι τίποτε άλλο από σκόνη ενδογαλακτικού νέφους. Όταν τα ζώα η τα φυτά πεθάνουν, τα συστατικά τους επιστρέφουν στη Γη, όπου διαλύονται, ανακυκλώνονται και χρησιμοποιούνται για το σχηματισμό νέων οργανισμών, νέων ζωών. Όλα όμως είναι συστατικά του Γαλαξία μας, που έχει σχηματισθεί από υλικά που υπήρχαν ήδη στο Σύμπαν. 

 

Μια εικόνα του κύκλου της ζωής και του θανάτου στο Σύμπαν: Σε ένα μικρό κοντινό μας γαλαξία βρίσκεται ένα φωτεινό νέφος αερίων και σκόνης, ένα νεφέλωμα, στο οποίο υπάρχουν χιλιάδες πρόσφατα σχηματισμένοι αστέρες. Εάν δεν είχε πεθάνει ένας τεράστιος αστέρας εκατομμύρια χρόνια πριν, αυτό το φυτώριο νέων αστέρων δεν θα είχε ποτέ δημιουργηθεί. (Νεφέλωμα Henize 206.)

 

 

     Αυτή η διαδικασία περιγράφεται αλληγορικά με εξαιρετική γλαφυρότητα στα «Ορφικά». Οι ορφικο-μυστηριακοί μύθοι της Περσεφόνης και του Πλούτωνα, της Ωρείθυιας και του Βορέα, της Ηούς και του Κεφάλου, του Ενδυμίωνα και της Σελήνης, του Αδώνιδος και της Αφροδίτης είναι αλληγορικοί και συμβολίζουν τον έρωτα και το θάνατο, το χειμώνα και την άνοιξη, το θάψιμο - σπορά των γεννημάτων και την ανθοφορία τους. Οι Ορφικοί, οι οποίοι δεν ήταν απλοί θρησκειολόγοι αλλά ανυπέρβλητοι επιστήμονες, μετατόπισαν το βασίλειο των νεκρών από τον Άδη στο Γαλαξία. Κατά τους Ορφικούς δεν υπήρχε θάνατος, αλλά μεταβολή και εναλλαγή ζωής, η οποία με το θάνατο επιστρέφει στην πηγή της, το Γαλαξία.

 

«Έριφος ες γάλʼ έπετον»· έτσι κλείνει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα των Ορφικών (απ. 18, γρ. 13), που σημαίνει: «σαν κατσικάκι έπεσα στο γάλα». Είναι ο νεκρός που το λέει, όταν ο Ευκλής και ο Ευβουλεύς τον υποδέχονται στον Άδη, κι αυτός πέφτει στο γάλα. Με το γάλα αλληγορείται ο Γαλαξίας, ο νεκρός δηλαδή ξαναγυρνά στην πηγή της ύλης του. Με το απόσπασμα αυτό εξηγείται, πως τα φυσικά συστατικά, που συνθέτουν τον άνθρωπο, τα οποία αποτελούν ένα μικρό μέρος της γαλαξιακής σκόνης, με το θάνατο του ανθρώπου επιστρέφουν στο Γαλαξία, απʼ όπου προέρχονται.


         Ακόμα και εάν συμβεί ατομική έκρηξη και εξαϋλωθούμε, τα συστατικά μας θα μετατραπούν σε ενέργεια βάσει της γνωστής εξίσωσης μετατροπής της ύλης σε ενέργεια (Ε=mc2), η οποία ενέργεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί από άλλους οργανισμούς ή να μετατραπεί πάλι σε ύλη βάσει της αντίστροφης διαδικασίας. Ακόμα και τα συστατικά, από τα οποία σχηματίστηκε ο Γαλαξίας μας και από τα οποία είναι σχηματισμένη η ζωή σήμερα στη Γη, ενδεχομένως να ήταν παλαιότερα ενέργεια, η οποία έχει μετατραπεί σε ύλη στο μακρυνό παρελθόν.

 

 

«Διαφυόμενον- ξυμφυόμενον»:

Η ζωή και ο θάνατος στην αρχαία ελληνική φιλοσοφική Σκέψη

 

  Οι βάσεις της Φιλοσοφίας, των φυσικών επιστημών και της κατά φύση φιλοσοφικής προσέγγισης του κόσμου τέθηκαν τον στ΄ αι. π.Χ. στη Σχολή της Μιλήτου. Ο Αναξίμανδρος έγραψε πραγματεία περί Φύσεως, από την οποία διασώθηκαν φράσεις μνημονευόμενες από τον Αριστοτέλη και τον Ιππόλυτο και οι παρακάτω χαρακτηριστικοί στίχοι, που βρίσκονται στα σχόλια έργων του Αριστοτέλη του Σιμπλίκιου: «Αναξίμανδρος αρχήν είρηκε των όντων το άπειρον... εξ ων δε η γένεσίς εστι τοις ούσι, και την φθοράν εις ταύτα γίγνεσθαι κατά το χρεών· διδόναι γαρ αυτά δίκην και τίσιν αλλήλοις της αδικίας κατά την του χρόνου τάξιν.» («Εις Φυσικά Αριστοτέλους», 24.13.)

 

Δηλαδή: «Ο Αναξίμανδρος πρεσβεύει ότι αρχή και στοιχείον των όντων είναι το άπειρον... και ότι εξ εκείνου, από το οποίον γίνονται τα όντα, εις αυτό καταλήγουν φθειρόμενα κατά το πρέπον· διότι αυτά ούτω πως δίδουν δίκην και αποζημίωσιν προς άλληλα δια την αδικίαν (δηλ. τη διατάραξη της ισορροπίας) κατά το πλήρωμα του χρόνου.» Δίκη κατά τον φιλόσοφο είναι η αδήριτη αρμογή των αντιθετικών δυνάμεων στην εξισορρόπησή τους· είναι η ομολογία των αντιθετικών δυνάμεων του Σύμπαντος, που ορίζει «κατά την του χρόνου τάξιν» τα όρια του κάθε όντος και φέρει στο φως την εξέλιξη της ζωής και της φύσεως. Πρόκειται για την Αναξιμάνδρειο κοσμοδικία, που σαν τραγωδία εκτυλίσσεται μεταξύ βίας και συντριβής, μεταξύ ύβρεως και τίσεως και νεμέσεως.

  

     Ο Σιμπλίκιος προσθέτει, ότι «εξ εκείνων, οι οποίοι λέγουν ότι το Σύμπαν είναι εν και κινούμενον και άπειρον, ο Αναξίμανδρος μεν ο Μιλήσιος πρεσβεύει, ότι αρχή και στοιχείον των όντων είναι το άπειρον, ...εκ της οποίας γίνονται όλοι οι ουρανοί και οι εις τους αυτούς υπάρχοντες κόσμοι».

 

Πολύ ενδιαφέρον για τη θεωρία του Αναξίμανδρου παρουσιάζει και η εξής πληροφορία, που περιέχεται στην πραγματεία του Πλούταρχου «Περί των αρεσκόντων τοις φιλοσόφοις»: «Ο Αναξίμανδρος δε ο Μιλήσιος λέγει, ότι αρχική ουσία των όντων είναι το άπειρον· διότι από αυτό γίνονται όλα τα πράγματα και εις αυτό καταλήγουν φθειρόμενα. Διʼ αυτό γίγνονται πολλοί κόσμοι και πάλιν φθείρονται εις εκείνο, από το οποίον έγιναν.»     

     

Aκόμα κι αν έθλιβε και μελαγχολούσε τους αρχαίους έλληνες ο θάνατος, δεν τους είχε καταστήσει αρνησιθάνατους η άπραγους μοιρολάτρες, γιατί γνώριζαν, πως η ζωή είναι αναπόσπαστα δεμένη με το θάνατο. Στην εικόνα φαίνεται επιτύμβια στήλη του δ΄ αι.. π.Χ., στην οποία ο νεκρός –ονόματι Αρτέμων, σύμφωνα με την επιγραφή– αποχαιρετάει με αξιοπρέπεια έναν μεγαλύτερο άνδρα, πιθανώς τον πατέρα του (Γλυπτοθήκη Μονάχου).

 

       Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, το Σύμπαν - Κόσμος δεν αποτελεί δημιούργημα κάποιου θεού η ανθρώπου, αλλʼ ήταν, είναι και θα είναι «πυρ αείζωον», που αναβοσβήνει με ρυθμό και νόμο («άπτεται και αποσβέννυται μέτρα», Απ. 30). Κατά το Δημόκριτο ο μεγάλος κόσμος (Σύμπαν) αποτελείται από άπειρους αυτοτελείς, αυτόζωους κι αυτοκίνητους μικρούς κόσμους, που είναι διατεταγμένοι τέλεια και αποτελεσματικά έτσι, ώστε να δημιουργούν μια ενιαία ολότητα. Ο κάθε μικρόκοσμος είναι αυτοελεύθερος κι αυτόνομος ως μονάδα, συγχρόνως όμως είναι κι αυτοδεσμευμένος ως μέλος - απόσπασμα της ολότητας. Η ζωή λοιπόν κι η πρόσβαση του κάθε μικρόκοσμου μπορεί να φαίνεται ανεξάρτητη, στην πραγματικότητα όμως επηρεάζεται αποφασιστικά από τους ομοίους του, εξαρτάται δε και συντηρείται απʼ την ολότητα, με την οποία «η μοίρα τον έχει δέσει με σιδηρές αλυσίδες κι εκτός των κόλπων αυτής δεν νοείται» (Παρμενίδης, Απ. 8).

 

    Όπως ο μεγάκοσμος «άπτεται και αποσβέννυται μέτρα», έτσι κι ο κάθε μικρόκοσμος -άρα κι ο άνθρωπος, αφού και «άνθρωπος μικρός κόσμος» (Δημόκριτος, Απ. 34)- ανάβει και σβήνει, γεννιέται και πεθαίνει, εξασφαλίζοντας έτσι την αιωνιότητα και την νεότητα του Σύμπαντος.

    

     Σύμφωνα με τον Εμπεδοκλή δύο αρχές κατευθύνουν τα πράγματα στον κόσμο και τα φαινόμενα. Η φιλία (η έλξη) και το νείκος (η άπωση). Από την φιλία (την έλξη) των πολλών προέρχεται το ένα, ενώ από το νείκος (την άπωση) προέρχονται τα πολλά. Η θεωρία αυτή του Εμπεδοκλή της γένεσης των πραγμάτων (οργανισμών κ.λπ.) συνεπεία της έλξης απλών στοιχείων και της αποσύνθεσής τους συνεπεία της χαλάρωσης των ελκτικών δυνάμεων και της μεταξύ των απλών στοιχείων εμφανιζόμενης άπωσης προκαλεί τον θαυμασμό της σύγχρονης Επιστήμης, η οποία στο σημείο αυτό είναι απόλυτα σύμφωνη με τον Ακραγαντίνο φυσικό φιλόσοφο. («Φύσις ουδενός εστιν απάντων θνητών, ουδέ τις ουλομένου θανάτοιο τελευτή, αλλά μόνον μίξις τε διάλλαξίς τε μιγέντων εστί, φύσις δʼεπί τοις ονομάζεται ανθρώποισιν» Απ. 8, 4-7.)

 


    Η συνεχής εναλλαγή ζωής και θανάτου δεν έχει σταματημό σύμφωνα με τον Εμπεδοκλή: «Και ταύτʼ αλλάσσοντα διαμπερές ουδαμά λήγει», μας πληροφορεί («Περί Φύσεως», 17.) Τα πέρατα -άρα και η γένεση κι ο θάνατος των όντων- συνίστανται στο αλληλοξεπέρασμά τους· κι όπως η ζωή διαπερνά και ξεπερνά το θάνατο, έτσι κι ο τελευταίος διαπερνά και ξεπερνά τη ζωή, μʼ αποτέλεσμα τη δημιουργία του Εμπεδόκλειου «σφαίρου», της σφαιρικότητας δηλαδή της αειμετάβλητης ζωής του Σύμπαντος, που χαρακτηρίζεται από την απεραντοσύνη στο χώρο και την αιωνιότητα στο χρόνο. Η διαφοροποίηση –ενοποίηση των όντων, το «διαφερόμενον– ξυμφερόμενον» του Ηρακλείτου, ο Εμπεδοκλής το διατυπώνει ως «διαφύεσθαι - ξυμφύεσθαι», ως «διαφυόμενον- ξυμφυόμενον» και μάλιστα πολλαπλώς. Η γέννηση αποτελεί συν-δόμηση των ριζωμάτων, μια συνδόμηση που προϋποθέτει κάποια προγενέστερη απο-δόμηση, κι η τελευταία προϋποθέτει κάποια μελλοντική συν-δόμηση.

       

Χαρακτηριστικό είναι ένα απόφθεγμα του Θαλή, με το οποίο δεν διακρίνει διαφορά μεταξύ θανάτου και ζωής: «Ουδέν έφη τον θάνατον διαφέρει του ζην· «συ ουν», έφη τις, «διατί ουκ αποθνήσκεις;» «ότι», έφη, «ουδέν διαφέρει». Δηλαδή: «Έλεγεν, ότι ο θάνατος δεν διαφέρει της ζωής. Τότε, εσύ, γιατί δεν πεθαίνεις; του είπε κάποιος. Διότι, είπε, δεν διαφέρει ο θάνατος της ζωής».

 

     «Εάν μη έλπηται, ανέλπιστον ουκ εξευρήσει, ανεξερεύνητον εόν και άπορον», λέει ο Ηράκλειτος, που σημαίνει, ότι, εάν δεν καλλιεργείς μέσα σου φανταστικούς κόσμους, δεν πρόκειται και να τους συναντήσεις, γιατί αυτοί δεν ανήκουν στην περιοχή του επιστητού και νοητού· άρα είναι α-νόητοι, αφού «ταυτόν εστι το νοέειν τε και είναι» σύμφωνα με τον Παρμενίδη. Με άλλα λόγια, «τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσης, αν δεν τους κουβανής μέσʼ στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνη εμπρός σου», όπως λέει ο ποιητής.


«Θρηνώ και οδύρομαι, όταν εννοήσω τον θάνατον»

 

  Επί του ιδεολογικού προβλήματος του φόβου και συγκεκριμένα του φόβου του θανάτου παίχτηκε και κρίθηκε η γιγαντιαία, πολυαίωνη και πολύκροτη μάχη του ορθολογισμού με τη θεοκρατία, της ελευθερίας με τη δουλεία, της αλήθειας με το ψεύδος, του πολιτισμού με την βαρβαρότητα. Όταν οι εξουσιαστές επέσεισαν την απειλή του μεταφυσικού φόβου, τον «φόβο Κυρίου», τον φόβο θανάτου με όλα τα παρεπόμενα (κολάσεις, καζάνια που βράζουν, πίσσες, πηρούνες, δεύτερες παρουσίες και νεκραναστάσεις), οι άνθρωποι λύγισαν. Έκτοτε η θεοκρατία, αδίστακτη καθώς είναι και τυραννική, χρησιμοποιεί κατά κόρον το όπλο της επιτυχίας της κι εκμεταλλευόμενη τις ανθρώπινες αδυναμίες κι ατέλειες κατατρομοκρατεί τους ανθρώπους με την οργή του Γιαχβέ και τους μεταθανάτιους κολασμούς.

 

       

     Αν ο πρώην Αρχιεπίσκοπος δεν ήταν ο στυλοβάτης των ανατολίτικων φαντασιώσεων περί μετά θάνατον ζωής, περί Δευτέρας Παρουσίας, περί Αναστάσεως εκ νεκρών και περί Παραδείσου, η φωτογραφία, που δημοσιεύουμε, θα περίσσευε από σεβασμό προς την κατάσταση, στην οποία είχε βρεθεί· όμως τα ανωτέρω χριστιανικά φληναφήματα μας οδηγούν στην πνευματική ευθύνη να δείξουμε in vivo, πόσο είναι πιστευτά τα κηρύγματα ακόμη και σε εκείνους, που τα κηρύττουν. (Η φωτογραφία είναι από τον ορθόδοξο ναό στο Μαϊάμι, όταν ο πρώην αρχιεπίσκοπος εκκλησιάστηκε, αφού είχε ματαιωθεί η μεταμόσχευση ήπατος, και αφού είχε πληροφορηθεί, ότι η κατάστασή του δεν επέτρεπε ούτε καν τη χημειοθεραπεία, στην οποία υποβάλλονται οι καρκινοπαθείς.)


       

 

 

 Για τους χριστιανούς ο θάνατος είναι αποτέλεσμα του προπατορικού αμαρτήματος, δια του οποίου «ο θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον και εις πάντας ανθρώπους διήλθε» (Ρωμ. ε  12). Αίτιος του θανάτου είναι ο αυτεξούσιος και ελεύθερος άνθρωπος, ο οποίος «αποστραφείς τα αιώνια και συμβουλία του διαβόλου εις τα της φθοράς επιστραφείς, εαυτώ αίτιος της εν τω θανάτω φθοράς γέγονε» (Μ. Αθανάσιος, «Λόγος περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου» 5, Migne P.G. 25, 104-5). «Θρηνώ και οδύρομαι, όταν εννοήσω τον θάνατον», αναφέρεται σε ιδιόμελο του Ιωάννου Δαμασκηνού. Η «Αποκάλυψις» κάνει λόγο για καζάνια με φωτιά: «Τοις δε δειλοίς και απίστοις και εβδελυγμένοις και φονεύσι και πόρνοις και φαρμακοίς και ειδωλολάτραις και πάσι τοις ψευδέσι το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιομένη εν πυρί και θείω, ο εστιν ο θάνατος ο δεύτερος» (κα  8.)

 

 

 Κόλαση και Παράδεισος είναι το δίπολο της ψυχικής πίεσης, που ασκείται στους πιστούς.

 

Εντελώς αντιδιαμετρικά βρίσκονται όλα αυτά από την ορθολογική σκέψη: «Όστις δε θνητών θάνατον ορρωδεί λίαν μωρός πέφυκε», δηλαδή «απʼ τους θνητούς όποιος το θάνατο πολύ φοβάται, γεννήθηκε μωρός», δίδασκε ο Σοφοκλής (απ. 951). Ο θάνατος σατιρίζεται με καυστικό ύφος στους «Νεκρικούς Διάλογους» του Λουκιανού, οι οποίοι λαμβάνουν χώρα στον Άδη, όπου οι αφιχθέντες νεκροί Διογένης, Μένιππος και άλλοι παρουσιάζουν τις εντυπώσεις, τις αντιδράσεις και τις σκέψεις των εκπροσώπων της Κυνικής Φιλοσοφίας. Με κυνική καυστικότητα στηλιτεύεται η ματαιοδοξία βασιλέων, ηγεμόνων, πλουσίων, αλλά και η ανοησία ωρισμένων γέρων και φτωχών, που απεύχονται και προσπαθούν να αποφύγουν το θάνατο, ενώ δεν έχουν καν τη δυνατότητα να απολαύσουν τη ζωή.

 

 «Ουαί, οι εκζητούντες, θεάσασθε την φοβεράν ημέραν του Κυρίου· αύτη γαρ εστι σκότος· πυρί γαρ δοκιμάσει τα σύμπαντα» (στίχοι από τη «Νεκρώσιμο Ακολουθία», που ψάλλεται κατά την χριστιανική τελετή ταφής των νεκρών). Στην παραπλεύρως εικόνα φαίνεται καθαρά η αλλοίωση της φυσικής έννοιας θάνατος από τον Χριστιανισμό. Τελώνια εμποδίζουν την μετά το θάνατο προσέγγιση του νεκρού προς την κορυφή της ουρανόδρομης κλίμακας, όπου περιμένει ο Θεός. Όποιον ρίξουν, τον τρώει ο Διάβολος. (Πηγή εικόνας: Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου «Κλίμαξ», Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός, 2004.)

 

    

    

 

Ο Πλούταρχος, θεωρούσε τις αντιλήψεις για μεταθανάτιες ανταμοιβές η τιμωρίες ανόητες δεισιδαιμονίες: «Για όλους τους ανθρώπους ο θάνατος είναι τέλος της ζωής, αλλά όχι της δεισιδαιμονίας, αφού αυτή περνάει τα σύνορα της ζωής προς το επέκεινα, κάνοντας το φόβο πιο μακροχρόνιο από τον βίο, συνδέοντας με το θάνατο την αντίληψη περί κακών αθανάτων, και θεωρώντας τη στιγμή που απαλλάσσεται από τα δεινά ότι τότε μπαίνει σε βάσανα, που δεν έχουν τελειωμό.» («Περί δεισιδαιμονίας», 166F-167A.)

 

     Ο Πορφύριος έγραφε για την ανάσταση: «Κι αν καλοεξετάσει κανείς και το παρακάτω, θα βρη ολωσδιόλου ανόητη την ιδέα της αναστάσεως: πολλοί άνθρωποι, βέβαια, έχασαν τη ζωή τους στη θάλασσα, και τα κορμιά τους φαγώθηκαν από τα ψάρια, κι άλλοι τόσοι έχουν καταβροχθισθεί από θηρία και όρνεα. Πως είναι δυνατόν να επανέλθουν τα σώματά τους; Ας το ελέγξουμε αυτό πιο λεπτομερώς: κάποιος ναυαγεί, στη συνέχεια τον τρώνε τα μπαρμπούνια, κι οι ψαράδες που έπιασαν κι έφαγαν τα μπαρμπούνια κατόπιν σκοτώθηκαν και φαγώθηκαν από τα σκυλιά, και τα σκυλιά σαν ψόφησαν, φαγώθηκαν εξ ολοκλήρου από κόρακες και γύπες. Πως λοιπόν θα ξανασυντεθεί το σώμα του ναυαγού, που αφανίστηκε περνώντας μέσα από τόσα ζώα;» («Αποκριτικός κατά χριστιανών», IV 24.) [Το αυτοκρατορικό διάταγμα του 448 μ.Χ. αναφέρει: «Όλα όσα έγραψε, παρασυρμένος από την τρέλλα του ο Πορφύριος κατά της ευσεβούς θρησκείας των χριστιανών, σε οποιουδήποτε χέρια και αν βρίσκονται, να δοθούν στην πυρά. Δεν επιθυμούμε να φτάνουν στα αυτιά των ανθρώπων συγγράμματα, που προκαλούν την οργή του Θεού και εγκληματούν σε βάρος των ψυχών».]

 



 

 Η αντίληψη του με χριστιανική παιδεία συγχρόνου ανθρώπου για το θάνατο δεν διαφέρει της μεσαιωνικής. Στο παραπλεύρως σκίτσο,

που προέρχεται από τη «Σύγχρονη Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια» (εκδ. Μοndadori, Μιλάνο 2007) και καταγράφει τις απώλειες

σε ανθρώπινες ζωές κατά τον τριακονταετή πόλεμο, ο θάνατος απεικονίζεται με αποκρουστική όψη, μαύρα ράσα και κρατάει δρεπάνι.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  Επειδή ο φόβος εκπηγάζει από την άγνοια, το ρόλο του τρομοκράτη παίζει η εκπαίδευση, που εντέχνως καλλιεργεί τον «φόβον Κυρίου». Ως όργανο και μοχλός της εξουσίας συνηθίζει τις τρυφερές και ανίδεες υπάρξεις να φοβούνται όχι μόνο τον αόρατο Θεό, αλλά και κάθε άλλο «κύριο», αφέντη και άρχοντα της πολιτικής και της κοινωνίας.

 

    Σήμερα «μόνο δειλιασμένες ψυχές, φοβιτσιάρικα όντα, διεστραμμένα, εγκληματικά, χωρίς ήρεμη αυτάρκεια του νου, άρρωστα από φόβο» συναντά κανείς, σύμφωνα με το Νίτσε. Για το σύγχρονο άνθρωπο ο θάνατος φαντάζει φοβερός, απεχθής, αποτρόπαιος, ενώ η ζωή έχει αναχθεί σε αυταξία και αυτοσκοπό. Οι σημερινοί άνθρωποι αποφεύγουν να σκέπτονται το θάνατο και κλείνουν τα μάτια σε αυτόν στρουθοκαμηλικά. Βρισκόμαστε δηλαδή πάλι στο στάδιο της βαρβαρότητας και του πρωτογονισμού. Ο Ηράκλειτος έλεγε, πως τα σκυλιά γαυγίζουν σʼ αυτούς που δεν γνωρίζουν· το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους, που φοβούνται το θάνατο, χωρίς κανένας τους να γνωρίζει περί τίνος πρόκειται.

                                                          
                                                        *      *      *


  Το πρόβλημα του θανάτου, όταν αντιμετωπίζεται σαν φόβητρο, όταν γίνεται αντικείμενο ιδεολογικού εμπορίου από την εξουσία (θρησκευτική η πολιτική) υποδουλώνει τον άνθρωπο. Αφού ο άνθρωπος απορρίψει τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες, πρέπει να εξοικειωθεί με την ιδέα του θανάτου. Να μπορέσει να δεί, ότι ζωή και θάνατος είναι τα πιο συμφυή, συνυπάρχοντα, συννοούμενα φαινόμενα, αφού δεν νοείται το ένα χωρίς το άλλο· ότι ζωή και θάνατος είναι, εν τέλει, ένα και το αυτό πράγμα.


     Όχι ο πεισιθάνατος, ούτε ο ερασιθάνατος άνθρωπος, αλλά απλά ο γνώστης του θανάτου άνθρωπος αποτελεί προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός κόσμου έλλογου, ελεύθερου και αληθινού.

 

 


 

 

Ζωή και θάνατος: Το φιλοσοφικό ταξίδι

(στην αρχαία ελληνική σκέψη)

 

 Βιολέττα-Ειρήνη Κουτσομπού

MBPsS, (BA, MA, Dip.CounsPsy, MSc), Ψυχοθεραπεύτρια – Σύμβουλο – Καθηγήτρια Αγγλικής και Συγκριτικής Φιλολογίας

 

ΠΗΓΗ: https://www.psychografimata.com/zoi-ke-thanatos-to-filosofiko-taxidi/

 

 

O καθένας φεύγει απ’ τη ζωή σαν να ‘ρθε τώρα μόλις.

                                                                                                                                 Επίκουρος

 

«Η ώρα της αναχώρησης έχει φτάσει, και βαδίζουμε στους δρόμους μας – εγώ να πεθάνω και εσείς να ζήσετε. Ποιο είναι καλύτερο μόνο ο Θεός γνωρίζει» (Edman, 1930). Αυτή η δραματική φράση ειπώθηκε από τον Σωκράτη στο τέλος της Απολογίας του Πλάτωνα και συμπεριλαμβάνεται στις πιο αξιομνημόνευτες στην ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας. Η υπόδειξη ότι ο θάνατος είναι μια ευλογημένη ανακούφιση από τον πόνο που εμπεριέχει η ζωή έχει αποδειχθεί ως μια ιδιαίτερα σημαντική στιγμή στη δυτική φιλοσοφική στάση απέναντι στη ζωή και στον θάνατο. Κάποιοι μετέπειτα στοχαστές μοιάζουν στην απόκοσμη μεταφυσική τους θεώρηση και άλλοι, όπως ο Νίτσε, έχουν μια αντίθετη αντιμετώπιση με μια παθιασμένη κατάφαση της ζωής ενάντια στο θάνατο. Δεδομένου ότι μια φιλοσοφική ετυμηγορία για τον θάνατο συνεπάγεται μια απόφαση για τη ζωή, κανένα άλλο ζήτημα δεν τίθεται ως τόσο ουσιαστικής σημασίας για τις μεταφυσικές διαμάχες που σημάδεψαν την ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας σχεδόν από την αρχή.

Οι πρώτοι φιλόσοφοι στην αρχαία Ελλάδα (περ. 600 π.Χ.) ήταν οι κοσμολόγοι, οι οποίοι ασχολούνταν κυρίως με την προέλευση και τη φύση του σύμπαντος, οπότε η έννοια και η σημασία του θανάτου για τους ανθρώπους δεν αποτελούσε εξέχον ζήτημα στο έργο τους. Ένας από αυτούς τους φιλοσόφους ήταν ο Θαλής, ο οποίος περιέγραψε το σύμπαν ως «πλήρες θεών», μια άποψη που φαίνεται να υποδηλώνει ότι το σύμπαν είναι ζωντανό και δεν υπάρχει νεκρά, αδρανή ύλη. Ο Αναξίμανδρος, που ήταν μαθητής του Θαλή, φαίνεται να ήταν ο πρώτος που πρότεινε έναν εξελικτικό μηχανισμό σχετικά με τη ζωή και το ανθρώπινο είδος. Όσον αφορά τον θάνατο, ο Αναξίμανδρος επισημαίνει: «Τα πράγματα χάνονται σε εκείνα τα πράγματα εκ των οποίων έχουν την ύπαρξή τους, όπως οφείλεται…» (Guthrie, 1971) – εδώ φαίνεται να υπονοεί ότι ο θάνατος και η αλλαγή είναι φυσικά μέρη του κύκλου της ζωής. Για τον Αναξιμένη, η ζωή προκύπτει μέσω της αναπνοής του αέρα, θεωρείται ως ένα θεϊκό στοιχείο και εμπεριέχει την ίδια τη φύση της ψυχής. Στο πλαίσιο αυτό, ο Αναξιμένης προσφέρει την πρώτη αμιγώς νατουραλιστική/φυσιοκρατική εξήγηση του θανάτου. Αυτό συμβαίνει, όπως επισημαίνει ο ίδιος, όταν το πλάσμα δεν είναι πλέον σε θέση να αναπνεύσει και ο εξωτερικός αέρας αδυνατεί να εισέλθει στον οργανισμό προκειμένου να αντισταθμίσει τη συμπίεση.

Από την πλευρά του, ο Ηράκλειτος κάνει πιο συχνές αναφορές στον θάνατο από τους συγχρόνους του. Γι’ αυτόν ο θάνατος είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό του σύμπαντος, δεδομένου ότι πίστευε στην περιοδική κατανάλωση του σύμπαντος από τη φωτιά. Στην κοσμολογία του, όλος ο κόσμος και κάθε πλάσμα που υπάρχει σ’ αυτόν βρίσκονται σε μια διαρκή κατάσταση της ροής, καθώς και κάθε στοιχείο που ζει ουσιαστικά από τον θάνατο του άλλου. Οι διαδικασίες της ζωής και του θανάτου αποτελούν απαραίτητο χαρακτηριστικό του κόσμου. Ο Ηράκλειτος υποστηρίζει ότι χωρίς αυτές τις διαδικασίες ο κόσμος θα διαλυθεί. Επίσης, ο συγκεκριμένος φιλόσοφος ήταν μεταξύ των πρώτων που υποδεικνύουν ότι όλες οι ψυχές δεν χάνονται στον θάνατο. Πίστευε ότι οι ενάρετες ψυχές μπορούν να επανενταχθούν στην ίδια θεϊκή σπίθα.

Ο Πυθαγόρας, ο γνωστός φιλόσοφος και μαθηματικός, εκπόνησε ένα δόγμα της μετενσάρκωσης ή μετεμψύχωσης. Κατά την άποψή του, η ζωή και ο θάνατος συνεπάγονται μια διαδικασία και μια πορεία μέσα από πολλές σειρές φυσικών μορφών (ανθρώπινη και ζωική), με στόχο την επίτευξη μιας πνευματικής καθαρότητας που μπορεί να οδηγήσει σε απόλυτη επανένωση με την κατάσταση της θεϊκής προέλευσης.

Η επιβίωση του πνεύματος ή του νου μετά τον θάνατο του σώματος υποστηρίζεται και από άλλους προσωκρατικούς στοχαστές, όπως ήταν ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας. Ωστόσο, αυτή η άποψη συνάντησε μια έντονη πρόκληση για την υλιστική μεταφυσική των ατομιστών Δημόκριτου και Λεύκιππου. Συγκεκριμένα, η ατομιστική θεωρία προτείνει ότι όλα τα πράγματα στο σύμπαν αποτελούνται από αδιαίρετα σωματίδια της ύλης, τα άτομα. Στον θάνατο, τα άτομα απλά διασκορπίζονται και δεν υπάρχει επιβίωση του ατόμου. Να επισημάνουμε ότι ο ατομισμός είναι η τελευταία μεγάλη θεωρία που προσφέρεται από τους φιλοσόφους πριν από τον Σωκράτη, και το θέμα γίνεται γνωστό πάλι από τον Επίκουρο, με σημαντικές συνέπειες για την ανθρώπινη σχέση με τον θάνατο.

Με τον Σωκράτη, την «αλογόμυγα-φιλόσοφο» της αρχαίας ελληνικής αγοράς, το θέμα του θανάτου επιτυγχάνεται με μεγαλύτερη έμφαση. Η Απολογία του εξιστορεί την άδικη καταδίκη του Σωκράτη (469-399 π.Χ.) σε θάνατο από το δικαστήριο της Αθήνας. Πριν φύγει από το δικαστήριο, ο Σωκράτης ζητά να μιλήσει με τους φίλους του για το θέμα της επικείμενης εκτέλεσής του. Στη συζήτηση αυτή αιτιολογεί ότι ο θάνατος δεν είναι κάτι κακό. Στην πραγματικότητα, υποστηρίζει: «Υπάρχει σοβαρά βάσιμη ελπίδα για ένα καλό αποτέλεσμα… Ο θάνατος είναι ένα από τα δύο πράγματα, είτε είναι εκμηδένιση, και οι νεκροί δεν έχουν συνείδηση του τίποτα, ή, όπως λένε, είναι πραγματικά μια αλλαγή, η μετανάστευση της ψυχής από αυτό το μέρος στο άλλο…» (Hamilton & Cairns, 1961). «Αν ο θάνατος είναι μια κατάσταση ανυπαρξίας», υποστηρίζει, «θα είναι σαν τον αιώνιο ύπνο, και επομένως θα είναι ένα κέρδος και τίποτα να φοβηθούμε. Αν ο θάνατος είναι η μετανάστευση της ψυχής σε έναν άλλο κόσμο, έναν πνευματικό κόσμο με αληθινούς δικαστές, τότε δεν υπάρχει και τίποτα να φοβόμαστε, διότι κανένα κακό δεν μπορεί να περιμένει έναν σωστό και δίκαιο άνθρωπο. Έτσι», καταλήγει ο Σωκράτης, «ο καλός άνθρωπος μπορεί να χαίρεται για τον θάνατο, όπως και να γνωρίζει με βεβαιότητα ότι τίποτα δεν μπορεί να βλάψει έναν καλό άνθρωπο είτε στη ζωή είτε μετά θάνατον».

Ο Πλάτων (428-348 π.Χ.), αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, υιοθέτησε μια πιο συγκεκριμένη στάση από τον μέντορά του Σωκράτη. Πίστευε ότι ο θάνατος δεν είναι σίγουρα ένας αιώνιος ύπνος, αλλά μάλλον η στιγμή κατά την οποία η ψυχή (δηλαδή το αληθινό άτομο) τελικά απελευθερώνεται από το σώμα (την επίγεια φυλακή του). Υποστήριξε τη δυαδική άποψη της σχέσης ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή, όπως και την πεποίθηση ότι ο πυρήνας της αληθινής ύπαρξης γίνεται η ψυχή, η οποία επιζεί μετά τον θάνατο του σώματος.

Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.), ο διακεκριμένος μαθητής του Πλάτωνα, δεν μοιράστηκε παρόμοια πεποίθηση για την αθανασία της ψυχής με τον δάσκαλό του. Στο De Anima (Περί Ψυχής) αρνείται τον πλατωνικό δυϊσμό της ψυχής και του σώματος υποστηρίζοντας, αντίθετα, μια πολύ στενότερη σχέση: Η ψυχή, όπως επισημαίνει, είναι η «μορφή» του σώματος. Η σύγκριση που κάνει ανάγεται στην κόρη του ματιού και στη δύναμη της όρασης: «Όπως η κόρη και η δύναμη της όρασης αποτελούν το μάτι, έτσι και η ψυχή συν το σώμα αποτελούν το ζώο. Από τα ανωτέρω προκύπτει αναμφισβήτητα ότι η ψυχή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το σώμα ή, εν πάση περιπτώσει, ότι ορισμένα τμήματά του (αν έχει τμήματα)…» (McKeon, 1941).

Ενώ είναι σαφές ότι ο Αριστοτέλης αρνείται τον πλατωνικό δυϊσμό, όπως και τις επακόλουθες απόψεις σχετικά με την αθανασία – όντως φαίνεται να προκύπτει ότι η επιθυμία για την αθανασία είναι μια ευχή για το αδύνατο – δεν είναι βέβαιο ότι πιστεύει πως ο θάνατος είναι το οριστικό τέλος εξολοκλήρου της ψυχής. Το μεγαλύτερο μέρος της ψυχής, το αμιγώς πνευματικό μέρος, είναι παρόμοιο με το θείο, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, και μπορεί να επιβιώσει μετά τον θάνατο. Ο Αριστοτέλης δεν επεξεργάζεται τη δυνατότητα αυτή, αλλά είναι σαφές στο έργο του ότι αυτό δεν μπορεί να είναι η πίστη στην επιβίωση του ατόμου συνολικά (όπως είναι κατά τη γνώμη του Πλάτωνα), δεδομένου ότι γι’ αυτόν το άτομο είναι μια ένωση του σώματος και της ψυχής μαζί, και στον θάνατο αυτή η ένωση δεν υπάρχει πια.

Η κλασική φιλοσοφία μετά τον Αριστοτέλη ασχολήθηκε με πρακτικά ζητήματα της ζωής, ειδικά με την αναζήτηση της ευτυχίας και της ειρήνης του μυαλού. Ο Επίκουρος (341-271 π.Χ.), ο οποίος μυήθηκε στα γραπτά του Δημόκριτου στην αρχή της εφηβείας του, ανέπτυξε μια ατομιστική μεταφυσική και έναν σκεπτικισμό αναφορικά με τη μετά θάνατον ζωή.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑ ΣΧΟΛΗ, ΣΤΟΧΟΣ ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

ΕΙΝΑΙ Η ΗΡΕΜΙΑ (ΑΤΑΡΑΞΙΑ) ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ.

 

Αυτή η ηρεμία μπορεί να επιτευχθεί μόνον αφού ορισμένοι φόβοι έχουν κατακτηθεί, κυρίως ο φόβος των θεών και του θανάτου.

Καθώς η Αθήνα δίνει σταδιακά τη θέση της στη Ρώμη ως το πολιτιστικό επίκεντρο του αρχαίου κόσμου, η φιλοσοφία του Στωικισμού απέκτησε εξέχουσα θέση και επιρροή. Μεταξύ των πλέον εύγλωττων υποστηρικτών της ήταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος (121-180), του οποίου οι Διαλογισμοί είναι μια ιδιαίτερα πλούσια πηγή προβληματισμού για το νόημα της ζωής απέναντι στον θάνατο. Συγκεκριμένα, ο Μάρκος Αυρήλιος βλέπει τον θάνατο είτε ως διακοπή των αισθήσεων είτε ως ανάβαση στο θείο και, ως εκ τούτου, οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν και στις δύο περιπτώσεις.

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα σημειώθηκε σταδιακή σύγκλιση των φιλοσοφικών και θεολογικών ανησυχιών. Οι μεγάλοι στοχαστές της εποχής αυτής ήταν πρωτίστως θεολόγοι και δευτερευόντως φιλόσοφοι. Αναλυτικότερα:

Ο Αυγουστίνος (354-430) πίστευε ακράδαντα στις χριστιανικές έννοιες της ανθρώπινης μοίρας. Το ανθρώπινο ον είναι σε κατάσταση εξαθλίωσης λόγω νοσούντων καταστάσεων που προήλθαν από το προπατορικό αμάρτημα, για το οποίο η κύρια τιμωρία είναι ο θάνατος. Κατά την άποψη του Αυγουστίνου, ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο για να ζει σύμφωνα με τις εντολές Του. Αλλά υπάρχει μια διέξοδος από αυτή τη δυστυχία. Ο Αυγουστίνος αποδέχεται τον πλατωνικό δυϊσμό. Πίστευε δηλαδή ότι η ψυχή είναι το πραγματικό πρόσωπο και μπορεί να υπάρξει πέρα από το σώμα. Η ψυχή, ως εκ τούτου, μπορεί να ξεφύγει από τη μιζέρια της επίγειας ζωής, αλλά μόνο με τη βοήθεια και τη χάρη του Θεού.

Για πολλούς μεσαιωνικούς στοχαστές, ο τρόπος σκέψης του Πλάτωνα παρείχε τις αναγκαίες φιλοσοφικές βάσεις για την πίστη στη μετά θάνατον ζωή. Κατά το μεγαλύτερο μέρος, ο μεσαιωνικός θεολόγος-φιλόσοφος συνέθεσε τον πλατωνισμό με τον Χριστιανισμό τόσο σταθερά, ώστε η κριτική σ’ αυτή τη σύνθεση ισοδυναμούσε με αίρεση. Αυτός ο δογματισμός αντανακλάται με σαφήνεια στον Bonaventure (1221-1274), έναν Φραγκισκανό και Αυγουστινιανό στοχαστή, ο οποίος απέρριψε την εισροή των αριστοτελικών ιδεών στην εποχή του, επειδή φαίνεται να μην αποδεχόταν την αθανασία της ψυχής. Χρειάστηκε η διάνοια του Θωμά Ακινάτη (1225-1274) να συμφιλιωθεί με το ισχυρό αριστοτελικό σύστημα και τις συνέπειες για τον Χριστιανισμό λόγω της ασαφούς άρνησης του δυϊσμού περί νου-σώματος.

 

 

Βιβλιογραφία

 

Aristotle (1941). The Basic Works of Aristotle, translated by Richard McKeon. New York: Random House.

Augustine (1872). The City of God, translated by M. Dods. Edinburgh: T & T Clark.

Aurelius, Marcus Antoninus (1916). Marcus Antoninus Aurelius, translated by C. R. Haines. Cambridge, MA: Harvard University Press.

Ayer, A.J. (1946). Language, Truth and Logic. New York: Dover Publications.

Derrida, J. (1982). “The Ends of Man.” In Alan Bass tr., Margins of Philosophy. Chicago: University of Chicago Press.

Descartes, R. (1931). Discourse on Method, translated by R. B. Haldane and G. R. T. Ross. In The Philosophical Works of Descartes. Cambridge: Cambridge University Press.

Edman, I. (1930). The Works of Plato. New York: Modern Library.

Epicurus (1926). “Letter to Menoeceus,” translated by C. Bailey. In Epicurus: The Extant Remains. Oxford: Clarendon Press.

Foucault, M. (1970). The Order of Things. New York: Random House.

Guthrie, W.K.C. (1971). A History of Greek Philosophy. Cambridge: Cambridge University Press.

Heidegger, M. (1962). Being and Time, translated by John Macquarrie and Edward Robinson. New York: Harper and Row.

Hume, D. (1993). “On the Immortality of the Soul.” In Stephen Copley and Andrew Edgar eds., Selected Essays. Oxford: Oxford University Press.

Kant, Im. (1927). Critique of Practical Reason, translated by T. K. Abbot. London: Longmans Green.

Kierkegaard, S. (1941). Concluding Unscientific Postscript, translated by D. F. Swenson. Princeton, NJ: Princeton University Press.

Kirk, G.S. & Raven, J.E. (1957). The Presocratic Philosophers. Cambridge: Cambridge University Press.

Marcel, G. (1976). Searchings. New York: Newman Press.

Marcel, G. (1960). The Mystery of Being, translated by R. Hague. 2 vols. Chicago: Henry Regnery Company.

Marcel, G. (1951). Homo Viator, translated by Emma Crauford. Chicago: Henry Regnery Company.

Marcel, G. (1949). Being and Having, translated by Katherine Farrer. London: Dacre Press.

Montaigne (1936). Essays, translated by Jacob Zeitlin. New York: Dover Publications.

Nietzsche, F. (1954). Thus Spake Zarathustra. In The Portable Nietzsche, edited and translated by Walter Kaufmann. Princeton, NJ: Princeton University Press.

Pascal, B. (1941) Pensees and The Provincial Letters, translated by W. F. Trotter and Thomas M’Crie. New York: The Modern Library.

Plato (1961). The Collected Dialogues of Plato, translated and edited by Edith Hamilton and Huntington Cairns. Princeton, NJ: Princeton University Press.

Russell, B. (1957). Why I Am Not a Christian. New York: Simon & Schuster.

Sartre, J.P. (1956). Being and Nothingness, translated by Hazel E. Barnes. New York: Philosophical Library.

Schopenhauer, A. (1948). The World As Will and Idea, translated by R. B. Haldane and J. Kemp. London: Routledge & Kegan Paul.

Schuster, J. (1997). “Death Reckoning in the Thinking of Heidegger, Foucault, and Derrida.” Other Voices 1, no. 1.

Spinoza (1919). Ethics, translated by R. H. M. Elwes. London: Bell Publishing.

Thody, P. (1957). Albert Camus: A Study of His Work. New York: Grove Press.