Η βούληση του συνέρχεσθαι και οι μορφές του
πολιτικού
(αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του
Marcel Detienne
«ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ»)
ΣΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ της Ευρώπης και της Αμερικής είναι
αρκετά διαδεδομένη η άποψη ότι η δημοκρατία έπεσε από τον
ουρανό, μια για πάντα, στην αρχαία Ελλάδα, και μάλιστα σε μια
μόνο πόλη, την Αθήνα του Περικλή. Με αυτή την πόλη άλλες, πιο
επαναστατικές, απαρχές δημοκρατιών αρχίζουν ασμένως ένα
διάλογο, τον οποίο ξαναβρίσκουμε συνεχώς από το 18ο αιώνα και
μετά. Τα εγκαίνια της δημοκρατίας κατέχουν σημαντική θέση στη
μνήμη των Ευρωπαίων: οι Ιταλοί αναφέρονται με ευχαρίστηση στο
κοινοτικό κίνημα του 12ου και του 13ου αιώνα, οι Άγγλοι, που
πρώτοι τόλμησαν να κόψουν το κεφάλι ενός βασιλιά, στρέφονται με
αυταρέσκεια προς τις
Commons
[συνελεύσεις των μελών της Βουλής των Κοινοτήτων], ενώ οι Γάλλοι
διαθέτουν κάποιους σοβαρούς λόγους για να ευνοήσουν τη
ριζοσπαστική τομή του 1789. Όλες αυτές οι εθνικές παραδόσεις
είναι σεβαστές και αξιοσέβαστες, ανήκουν σε μια υπό διαμόρφωση
Ευρώπη, και οι ιστορικοί των διαφορετικών εθνών δεν παρέλειψαν
να αποδείξουν τα γερά θεμέλιά τους, αποφεύγοντας την ίδια
στιγμή επιμελώς μια σύγκριση που δεν καθιστούσε αναγκαία, κατά
τη γνώμη τους, την υπογράμμιση της χρονολογικής διαφοράς· μια
σύγκριση που θα μπορούσε να πληγώσει την εθνική μνήμη, της
οποίας άγρυπνοι θεματοφύλακες, κυρίως στην Ευρώπη, είναι από τη
φύση τους οι γραμματείς της Ιστορίας.
Πολλαπλές απαρχές
Έκτοτε, πάρα πολύ συχνά οι ιστορικοί του πολιτικού,
ακολουθούμενοι κατά πόδας από τους πολιτικούς επιστήμονες,
περιορίζουν την αντιπαράθεση μεταξύ αρχαίων και σύγχρονων
δημοκρατιών σε αξιολογικές κρίσεις, από τις οποίες η πιο
ενδιαφέρουσα οδηγεί στο ερώτημα αν, πραγματικά, οι Αθηναίοι
γνώρισαν «τη» δημοκρατία. Διότι η Αθήνα, κατά προτίμηση η Αθήνα
του Θουκυδίδη, φαίνεται ότι είναι εδώ και δύο σχεδόν αιώνες ο
μοναδικός συνομιλητής των δύο πλευρών του Ατλαντικού, οι οποίες
αποικίστηκαν από «αληθινές» δημοκρατίες: δοξασμένος να είναι ο
Θεός, καθώς και ο Ιωάννης- Παύλος Β', ο Προφήτης του. Θα
συμφωνήσουμε πως ο καθένας γνωρίζει ή μπορεί με ευκολία να
μάθει ότι κατά τις απαρχές του κοινοτικού κινήματος στην Ιταλία
επιστρατεύονται δεκάδες πόλεις, επί δύο αιώνες, μεταξύ του 11ου
και του 13ου αιώνα, ενώ στην αρχαία Ελλάδα πολλές εκατοντάδες
ολιγάνθρωπων κοινοτήτων εφάρμοζαν πειραματικά για περισσότερο
από τρεις αιώνες μορφές ενός πολιτικού με κλίση προς την
ισότητα. Όπως η πιο μικρή κοινότητα στην Τοσκάνη ή στη Βενετία
μπαίνει σε μια περιπέτεια υιοθετώντας επιλογές που θα την
οδηγήσουν σε μια συγκεκριμένη ιστορική πορεία, έτσι καθεμιά από
τις μικροσκοπικές εκείνες πόλεις της Σικελίας ή των ακτών της
Μαύρης Θάλασσας θα επινοήσει για λογαριασμό της, από τον 8ο
αιώνα π.Χ., τρόπους διαβούλευσης και λήψης αποφάσεων όσον αφορά
τις «κοινές υποθέσεις». Η μικρή κωμόπολη του Δράκοντα ή του
Σόλωνα, η Αθήνα-χωριό δηλαδή των ταπεινών απαρχών,
αντιπροσωπεύει μόνο έναν τύπο πόλης μεταξύ δεκάδων άλλων, οι
οποίες απολαμβάνουν την ίδια ελευθερία να αποκτήσουν
πρωτόγνωρες πρακτικές κοινής ζωής.
Η σύγκριση, με διαφορετικό όμως τρόπο από τις πολιτικές
συζητήσεις του καφενείου, μας ενθαρρύνει εξαρχής να αποδράσουμε
από τις κλειστές θύρες του ατέρμονου «αρχαιοελληνικού
πολιτισμού». Εδώ και τριάντα περίπου χρόνια, το πεδίο της
σύγκρισης επεκτείνεται σε άλλες κοινωνίες και σε νέες ηπείρους.
Οι ιστορικοί της Ουκρανίας, για παράδειγμα, και του ρωσικού
κόσμου ανακάλυψαν εκ νέου τις τόσο παράξενα «δημοκρατικές»
συνήθειες των Κοζάκων από το 15ο ως το 17ο αιώνα.
Την ίδια εποχή, ανθρωπολόγοι που μελετούσαν στη Νότια Αιθιοπία
τα συστήματα συγγένειας ανακάλυψαν γηγενείς πρακτικές συνέλευσης
που σκιαγραφούσαν τους «τόπους του πολιτικού», όπως τους
αποκάλεσε ένας από τους μελετητές τους, ο
Marc
Abeles.
Χωρίς να αναμένουμε τα ευρήματα άλλων παρατηρητών του ανθρώπου
-οι οποίοι σήμερα ανησυχούν πολύ μήπως κατηγορηθούν για
εθνογραφική παρενόχληση-, είναι δυνατό να επισημάνουμε ένα
πλήθος επινοήσεων αυτών των «τόπων του πολιτικού» σε κοινωνίες
απομακρυσμένες μεταξύ τους στο χρόνο και στο χώρο. Οι Οσολό των
ορέων Γκάμο, οι οποίοι κατοικούν στη Νότια Αιθιοπία από το 19ο
αιώνα, δε φαίνεται, τουλάχιστον μέχρι τώρα, να έχουν
συμβουλευτεί τα κοινοτικά αρχεία της Σιένας ή του Αρέτσο-
και οι Κοζάκοι του Ζαπορόζιε, το 15ο αιώνα, μάλλον δε βρήκαν
στην Ιλιάδα, και ακόμα λιγότερο στα Μέγαρα Υβλαία, στη Σικελία,
την ιδέα της αγοράς και του κύκλου της κοινοτικής συνέλευσης,
που χρονολογούνται τουλάχιστον από τον 8ο αιώνα π.Χ. Όσο για
τους Γάλλους της Συντακτικής Συνέλευσης του 1789, αν και ήταν
πολύ καλά πληροφορημένοι για το αγγλικό σύστημα που έχει πίσω
του πολλούς αιώνες εμπειρίας, φάνηκαν να αισθάνονται το χρέος
και την επιθυμία να επινοήσουν τα πάντα στο λιγότερο ή
περισσότερο παρθένο έδαφος αυτού που θα αποκληθεί στη συνέχεια
Παλαιό Καθεστώς. Οι ανθρωπολόγοι έμαθαν στους ιστορικούς που
διαθέτουν μεγάλη ελευθερία ώστε να μη δεσμεύονται από τους
εξαναγκασμούς του τάγματος που τους κυβερνά ότι διαφορετικοί
πολιτισμοί στην Αφρική και στο σλαβικό κόσμο εφάρμοσαν, χθες και
σήμερα, μορφές «δημοκρατίας» σε συνελεύσεις που συγκαλούνταν για
τη διαβούλευση των «κοινών υποθέσεων» της ομάδας. Δεν υπάρχει
οσολικό θαύμα, όπως δεν υπάρχει αρχαιοελληνικό ή κοζάκικο
θαύμα, ό,τι κι αν λένε....
Ήδη υπερασπίστηκα την άποψη και εργάστηκα προς την
κατεύθυνση αυτή στο
Comparer
Γincomparable,
ό.π., σ. 105-127 [στα ελληνικά: Συγκρίνοντας τα μη
συγκρίσιμα, ό.π., σ. 115-137]·
Marcel DETIENNE
(επιμ.),
Qui veut prendre la parole?,
ό.π. («Des
pratiques d’assemblee
aux formes du politique»,
σ. 13-30· «Retour
sur comparer et arret sur comparables»,
σ. 415-428).
Πβ. τις μελέτες του
Iaroslav Lebedynsky,
που περιγράφονται στη συμβολή του «Les
Cosaques,
rites et metamorphoses d’une
democratie guerriere»,
στο
Qui veut prendre la parole?,
ό.π., σ. 147-170.
Σε αυτή τη συγκριτιστική σκέψη σημαντικό ρόλο έπαιξε ο
Marc Abeles.
Πρώτα με το βιβλίο του
Le lieu du politique,
Societe d’ethnologie,
Παρίσι, 1983, έπειτα με το άρθρο του «Revenir
chez les Ochollo»,
στο