Η ΒΟΥΛΗ
(των πεντακοσίων)
Το
αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του
Glotz Gustave
«Η
ἑλληνική πόλις»
Α΄ ΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ
Ὁ δῆμος εἶναι
κυρίαρχος, οἱ ἐξουσίες τουκαθολικές καί ἡ δύναμή του ἀπεριόριστη.
Σύμφωνα ὁμως μέ ἕνα ἀξίωμα τοῦ Λίνκολν, πού ἕνας διεισδυτικός
γνώστης τῆς ἀρχαιότητας ἐφάρμοσε βάσιμα στήν ἀθηναϊκή
δημοκρατία, εἶναι δυνατό νά κυβερνᾶ εἴτε ἕνα μέρος τοῦ λαοΰ
διαρκῶς εἴτε ὁλος ὁ λαός γιά ἕνα ὁρισμένο διάστημα, ἀλλά ποτέ
δέν εἶναι δυνατό νά κυβερνᾶ ὁλόκληρος ὁ λαός ὅλο τόν καιρό1.
Γιά νά μπορέσει ὁ δῆμος νά καταλήξει σέ ἀποφάσεις, ἔπρεπε νά
ἔχει προετοιμαστεῖ ἡ ἐργασία, τά ψηφίσματα νά ἔχουν πάρει
κανονική μορφή πρίν νά τοῦ ὑποβληθοῦν, ὥστε νά μπορέσει νά
ψηφίσει πάνω σέ κείμενα ἀκριβολόγα καί καλοζυ-γιασμένα. Ἐξάλλου,
δέν μποροῦσε οὔτε νά συνεδριάζει συνεχῶς, γιά νά ἐξασφαλίζει τήν
ἐκτέλεση τῶν θελήσεών του στίς λεπτομέρειες καί γιά νά
παρακολουθεῖ τή δημόσια διοίκηση, οὔτε νά διεξάγει σέ ὅλο τους
τό μῆκος διαπραγματεύσεις μέ ἀντιπροσώπους ξένων δυνάμεων.
Ἔπρεπε λοιπόν νά ἐκχωρήσει μέρος τῶν κυριαρχικῶν δικαιωμάτων του
σέ ἕνα σῶμα περιβλημένο μέ βουλευτική ἐξουσία (βουλεύειν)
καί τοποθετημένο ἐπικεφαλῆς τῆς ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας (ἄρχειν).
Αὐτο τό σῶμα οἱ Ἀθηναῖοι τό ὀνόμαζαν βουλή, καί τό θεωροῦσαν
πρώτη ἀρχή τῆς δημοκρατίας. Ἐάν λοιπόν ὑπάρχει κάτι στό ἀθηναϊκό
σύνταγμα πού θυμίζει τό ἀντιπροσωπευτικό σύστημα τῶν σύγχρονων
κοινοβουλίων, δέν πρέπει νά τό ἀναζητήσουμε στήν ἐκκλησία ἀλλά
στή βουλή.
Ὁταν ὁ Κλεισθένης
ἀντικατέστησε τήν παλαιά βουλή τῶν τετρακοσίων μέ τή βουλή τῶν
πεντακοσίων (ἡ
βουλή οἱ πεντακόσιοι),
τῆς προσέδωσε μιά ὀργανωτική μορφή ἡ ὁποία, ἐλαφρά τροποποιημένη
τό 501, διατηρήθηκε ἐπί αἰῶνες2.
Εἶχε γίνει τόσο οἰκεία κατά τό 465, ὥστε ἡ Ἀθήνα τήν ἐπέβαλε
τότε στούς Ἐρυθραίους, καί μάλιστα τό διάταγμα πού ἐκδόθηκε μ’
αὐτήν τήν εὐκαιρία3
εἶναι ἡ ἀρχαιότερη σχετική λεπτομερειακή μαρτυρία. Οἱ
πεντακόσιες ἕδρες τῶν βουλευτῶν ἔχουν μοιραστεῖ στούς δήμους
ἀνάλογα μέ τή σπουδαιότητά τους καί σύμφωνα μέ τήν ἀναλογία τῶν
πενήντα κατά φυλή:4
στούς ἐπίσημους καταλόγους οἱ βουλευτές κατατάσσονται πάντα κατά
φυλές καί κατά δήμους. Μπορεῖ λοιπόν νά πεῖ κανείς ἀληθινά ὁτι ἡ
βουλή εἶναι τό μεγάλο συμβούλιο τῶν κοινοτήτων, καί γι’ αὐτό οἱ
δῆμοι, ἀκόμη καί ὅταν τούς ἀφαίρεσαν τό δικαίωμα νά ἐπεμβαίνουν
στήν κλήρωση τῶν ἀρχόντων, δέν ἔχασαν τό δικαίωμα νά στέλνουν
ἀντιπροσώπους στή βουλή. Οἱ βουλευτές κληρώνονται «μέ κουκιά» (οἱ
ἀπό τοῦ κυάμου βουλευταί)
5
ἀνάμεσα στούς ἄνω τῶν τριάντα6
δημότες πού θέτουν ὑποψηφιότητα. Μαζί τους κληρώνουν καί ἕναν
ἀντικαταστάτη (ἐπιλαχόντα),
γιά τήν περίπτωση πού γιά ὁποιοδήποτε λόγο ἡ ἕδρα θά ἔμενε κενή.7
Δέν πρέπει νά φανταστεῖ κανείς ὁτι ὑπῆρχε πληθώρα ὑποψήφιων γιά
τίς θέσεις τῶν βουλευτῶν. Οἱ κληρωνόμενοι ἔπρεπε νά ἀφιερώσουν
ἕναν ὁλόκληρο χρόνο στίς δημόσιες ὑπόθεσεις. Ἀσφαλῶς θά
πληρώνονταν ἀλλά ἡ βουλευτική ἀποζημίωση δέν θά ἦταν μεγάλη τόν
5ο αἰώνα, καί τήν ἐποχή τοῦ Ἀριστοτέλη δέν ἦταν παρά πέντε
ὀβολοί τήν ἡμέρα γιά τούς κοινούς βουλευτές καί μία δραχμή γιά
τούς πρυτάνεις8
(τό μισό της ἡμερήσιας ἀμοιβῆς ἑνός ἐργάτη). Ἐπιπλέον, οἱ
φιλόδοξοι πού δέν εἶχαν ἄμεμπτη ζωή δέν τολμοῦσαν νά
παρουσιαστοῦν, γιατί φοβόνταν τό ἐρωτηματολόγιο τῆς δοκιμασίας
πού ἔκανε ἡ ἐν ἐνεργείᾳ βουλή καί τή δίκη πού πιθανόν θά
ἀκολουθοῦσε.9
Ἔτσι δέν ἐκπλήσσεται
κανείς πού ἄτομα ἀπό μικρές οἰκογένειες ἤ χωρίς πόρους πολύ
ἀπεχουν ἀπό τό νά σχηματίζουν τήν πλειοψηφία τῆς βουλῆς.10
Ἀκόμη καί οἱ εὔποροι ἤ οἱ πλούσιοι δέν θά λυπόνταν πού ὁ νόμος
ἀπαγόρευε νά γίνει κανείς βουλευτής πάνω ἀπό δύο φορές,11
καί αὐτή ἡ ἐξαίρεση στό συνηθισμένο κανόνα, πού ἀπαγόρευε τήν
ἀνάληψη δημοσίων λειτουργημάτων πάνω ἀπό μία φορά, δείχνει ὅτι
θά ὑπῆρχαν δυσκολίες γιά νά βρεθοῦν κάθε χρόνο πεντακόσιοι
καινούριοι βουλευτές. Ἔχοντας ὑπόψη ἀφενός τίς ἀνάγκες σέ
ἄρχοντες καί σέ βουλευτές καί ἀφετέρου τίς δημογραφικές
δυνατότητες τῆς πόλης σέ διάστημα τριάντα ἕως σαράντα ἐτῶν,
καταλαβαίνει κανείς ὅτι κάθε τίμιος καί μέσης κατάστασης
Ἀθηναῖος μποροῦσε, ἄν ἡθελε, νά μετάσχει στή βουλή τουλάχιστον
μία φορά στή ζωή του.
Πρίν νά ἀναλάβουν
καθήκοντα, οἱ βουλευτές ἔπρεπε νά δώσουν ὅρκο. Τό 501/500
καθορίστηκε ἡ διατύπωση τοῦ ὅρκου πού ἴσχυε ἀκόμη τήν ἐποχή τοῦ
Ἀριστοτέλη.12
Σύμφωνα μέ τά ἀποσπάσματα πού μᾶς ἔχουν διασωθεῖ, ὑπῆρχε ἀναφορά
σέ κάθε δικαιοδοσία τῶν βουλευτῶν, σέ κάθε ὑποχρέωση τοῦ
ἀξιώματος. Ὁ μελλοντικός βουλευτής ὁρκιζόταν νά ἀσκήσει τό
λειτούργημά του σύμφωνα μέ τούς νόμους καί τά συμφέροντα τοῦ
λαοῦ, νά κρατήσει τά μυστικά τῶν κρατικῶν ὑποθέσεων, νά σεβαστεῖ
τήν ἀτομική ἐλευθερία, ἐπιτρέποντας στούς πολίτες νά ἀποφύγουν
τό σωματικό καταναγκασμό μέ καταβολή ἐγγύησης, ἐκτός ἀπό μερικές
περιπτώσεις ρητά καθορισμένες, νά προβεῖ στή δοκιμασία τῶν
βουλευτῶν καί τῶν ἀρχόντων τοῦ ἑπόμενου χρόνου. Σέ αὐτή τή
διατύπωση προστέθηκαν, μέ εὐκαιριακά μέτρα, καί γιά λιγότερο ἡ
περισσότερο χρόνο, ὁρισμένες εἰδικές ὑποχρεώσεις. Τό ψήφισμα τοῦ
Δημοφώντα, πού μετά τήν πτώση τῶν Τετρακοσίων ἔθεσε ἐκτός νόμου
κάθε δράστη ἀπόπειρας κατά τῆς δημοκρατίας, ἐπέβαλε ἕναν ἀνάλογο
ὅρκο σέ ὅλους τους πολίτες, καί πρῶτα πρῶτα στούς βουλευτές. Τήν
ἴδια ἐποχή οἱ βουλευτές ὁρκίζονταν νά συμμορφώνονται μέ ἕναν
καινούριο κανονισμό, νά κάθονται μέσα στό βουλευτήριο στή θέση
πού τούς ἔδινε ὁ κλῆρος. Μετά τήν ἀποκατάσταση τοῦ 403
ὁρκίζονταν νά σέβονται τήν ἀμνηστία, μέ τό νά μήν ἀνέχονται οὔτε
καταγγελίες οὔτε συλλήψεις μέ ἀφορμή τά γεγονότα ἐπί τῶν
Τριάκοντα13.
Ἐπί ἕναν αἰώνα
ἀναλάμβαναν τό ἀξίωμα τους τήν ἀρχή τοῦ διοικητικοῦ ἔτους: ἦταν
τό ἔτος τῶν 360 ἡμερῶν, αὐτό πού ὁ Κλεισθένης εἶχε προσαρμόσει
στό δεκαδικό σύστημά του καί πού, παρά τά ἐμβόλιμα ἔτή, δέν
συνέπιπτε μέ τό πολιτικό ἔτός.14
Ἔτσι τό 411 /10 ἡ βουλή ἄρχισε τή λειτουργία της στίς 14 τοῦ
τελευταίου μήνα.15
Ἀλλά τό 408/7 κατάργησαν τό εἰδικό ἡμερολόγιο, καί ἔθεσαν ἔτσι
τέρμα σ’ αὐτή τήν ἀνωμαλία. Τήν ἡμέρα τῆς ἀνάληψης τῶν
καθηκόντων τους οἱ βουλευτές πρόσφεραν θυσία (εἰσιτήρια)
καί ἔβαζαν στό κεφάλι τους ἕνα στεφάνι ἀπό μύρτα, σύμβολο τοῦ
ἀπαραβίαστου τοῦ προσώπου τους.16
Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή εἶχαν δικαίωμα νά εἰσπράττουν τή βουλευτική
ἀποζημίωση· ἄλλα, καθώς δέν ἦταν πάντα παρόντες,
17
ἔπαιρναν μόνο κέρματα παρουσίας (σύμβολα), τά ὁποῖα
ἔπρεπε νά ἀλλάξουν μέ χρήματα.18
Ἐκτός ἀπό αὐτή τήν ἀμοιβή εἶχαν καί μερικά προνόμια:
ἀπαλλάσσονταν ἀπό τή στρατιωτική ὑπηρεσία ὅλο τό χρόνο καί εἶχαν
τιμητική θέση στό θέατρο.19
Αὐτά τά προνόμια
ἀντιστάθμιζαν τίς ὑποχρεώσεις καί τίς εἰδικές εὐθύνες. Τό σῶμα
ἔχει πειθαρχικά δικαιώματα πάνω στά μέλη του. Ἐάν κάποιος
βουλευτής ἔχει διαπράξει ἀξιόποινη πράξη, μπορεῖ νά ἀποβληθεῖ
γιά ἀναξιότητα. Γι’ αὐτό τό εἶδος ψηφοφορίας χρησιμοποιοῦν φύλλα
ἐλιᾶς, ἀπ’ ὅπου καί τό ὄνομα αὐτῆς της συνοπτικῆς ἀποπομπῆς
ἐχυλλοφορία. Ὁ βουλευτής πού ἔχει ὑποστεῖ αὐτή τήν ποινή
μπορεῖ νά ἀσκήσει ἔφεση στήν ἴδια τή βουλή· ἀφοῦ ἔχουν
συγκεντρωθεῖ εὐνοϊκότερες πληροφορίες, ζητᾶ ἐπανάκριση, καί τότε
ἀρχίζει μιά δίκη μέ ὅλους τους κανόνες. Σέ περίπτωση καταδίκης,
ἡ βουλή μπορεῖ νά ἐπιβάλει πρόστιμο, στά ὅρια τῆς ἁρμοδιότητάς
της. Ἐάν κρίνει ὅτι ἡ ποινή πού δικαιοῦται νά ἐπιβάλει δέν εἶναι
ἀρκετή, πρέπει νά παραπέμψει τόν κατηγορούμενο στά λαϊκά
δικαστήρια.20
Μέ τή λήξη τῆς θητείας της, ὁλόκληρη ἡ βουλή ὀφείλει νά
λογοδοτήσει στό λαό. Ἀλλά, ἐνῶ ἡ βουλή θεωρεῖται συνηθισμένη
ἀρχή, γιά τή λογοδοσία της ἀκολουθεῖται εἰδική διαδικασία. Κάθε
χρόνο ἡ ἐκκλησία δίνει στήν ἐξερχόμενη βουλή μιά ἐπίσημη
βεβαίωση ἱκανοποίησης ἤ δυσαρέσκειας: τῆς ἀπονέμει - ἤ ἀντίθετα
της ἀρνεῖται - ἕνα χρυσό στεφάνι, τό ὁποῖο αὐτή ἀφιερώνει σέ ἕνα
ἱερό. Ὥς τό 343/2 τό θέμα μπαίνει στήν ἡμερήσια διάταξη ἀπό τους
ἐνδιαφερομένους· μετά ἀπ’ αὐτή τήν ἡμερομηνία, ἀπό τους
διαδόχους τους. Στή συζήτηση πού ἀρχίζει γιά τό στεφάνι
ἐξετάζεται ὅλη ἡ διαχείριση τῆς βουλῆς. Ὑπάρχει μιά περίπτωση
ὅπου ὁ νόμος ἀπαγορεύει ρητά νά τιμηθοῦν οἱ ἐξερχόμενοι
βουλευτές: ὅταν δέν κατασκεύασαν ὅσα πολεμικά πλοῖα ἐπιβάλλει ὁ
κανονισμός. Ἡ ἄρνηση τῆς ἀνταμοιβῆς δέν ἐπισύρει γιά τή βουλή ὡς
σῶμα παρά ἡθικό στιγματισμό· ἀλλά ὅλες οἱ ἀτομικές εὐθύνες, οἱ
ὁποιες ἀποκαλύπτονται μέ τή συζήτηση, ὑποβάλλονται σέ δικαστική
ἐξέταση
21
Ἡ βουλή συγκαλεῖται
ἀπό τους πρυτάνεις, οἱ ὁποῖοι φροντίζουν νά ἀναρτηθεΐ ἡ
πρόσκληση (πρόγραμμα), ὅπου δηλώνεται καί ὁ τόπος τῆς συνεδρίας.
Σέ ἐπείγουσα περίπτωση ἡ πρόσκληση γίνεται μέ προκήρυξη τοῦ
κήρυκα ἤ μέ τόν ἦχο σάλπιγγας. Σέ περίπτωση δημόσιου κινδύνου ἡ
βουλή συνεδρίαζε χωρίς διακοπή: τή βλέπουμε νά περνᾶ ὁλόκληρη
νύχτα στήν Ἀκρόπολη, ἐκτός ἀπό τους πρυτάνεις πού μένουν στή
Θόλο. Διαφορετικά, συνεδριάζουν κάθε μέρα, ἐκτός ἀπό τίς γιορτές
καί τίς ἀποφράδες μέρες. Οἱ κανονικές συνεδριάσεις γίνονται στό
βουλευτήριο, πού βρίσκεται στό νότιο μέρος τῆς ἀγορᾶς. Ἀλλά
ὑπάρχουν καί ἔκτακτες, πού γίνονται στό Ἐλευσίνιο της πόλης μετά
ἀπό τήν ἱερουργία τῶν μυστηρίων, στό ναύσταθμο τοῦ Πειραιά γιά
τή συζήτηση γύρω ἀπό τήν κατασκευή καί τόν ἐξοπλισμό τῶν πλοίων,
τό μεγάλο φράγμα γιά τόν ἀπόπλου τοῦ στόλου, ἤ καί τήν Ἀκρόπολη.22
Κατά γενικό κανόνα,
οἱ συνεδριάσεις εἶναι δημόσιες. Ἕνα κιγκλίδωμα μόνο χωρίζει τούς
ἀκροατές ἀπό τους βουλευτές. Σέ περίπτωση μυστικῆς συνεδρίας23
οἱ πρυτάνεις στέλνουν τούς τοξότες, πού εἶναι ὑπό τίς διαταγές
τους, νά σπρώξουν τά κιγκλιδώματα καί νά κρατήσουν τό πλῆθος σέ
ἀπόσταση. Οἱ ἰδιῶτες δέν ἔχουν ἐλεύθερη εἴσοδο στή βουλή, ἐκτός
ἄν τούς εἰσαγάγουν οἱ πρυτάνεις γιά λόγους δημοσίου συμφέροντος,
καί καμιά φορά, λένε οἱ κακές γλῶσσες, μέ τή μεσολάβηση δώρων.24
Κατ’ ἐξαίρεση, ὅταν τό 403 /2 προχώρησαν στή γενική ἀναθεώρηση
τῶν νόμων, ὅλοι οἱ πολίτες πῆραν τό δικαίωμα, μέ ψήφισμα τῆς
ἐκκλησίας τοῦ δήμου, νά πᾶνε στή βουλή καί νά ποῦν τή γνώμη
τους.25
Γιά τούς ἄρχοντες ὁ κανόνας εἶναι ὁ ἴδιος· ἐξυπακούεται ὅτι γι’
αὐτούς εἶναι πολύ εὔκολο νά μποῦν στή βουλή καί, πάντως, νά
παρουσιάσουν τίς ἀναφορές τους. Οἱ στρατηγοί μάλιστα εἶναι σέ
διαρκή σχέση μέ τή βουλή: ἔχουν ἐντολή νά συνεργοῦν μέ τό
βουλευτήριο, στό ὁποῖο καί μπαίνουν δικαιωματικά.26
Στό ἐσωτερικό τοῦ
βουλευτηρίου ὑπάρχει μιά ἱερή θέση ὅπου ὑψώνονται, γύρω ἀπό τό
βωμό τόν ἀφιερωμένο στήν Ἑστία Βουλαία, οἱ εἰκόνες τοῦ Δία
Βουλαίου, τῆς Ἥρας Βουλαίας καί τῆς Ἀθηνᾶς Βουλαίας. Ἐκεῖ οἱ
βουλευτές προετοιμάζονται γιά τή συνεδρίαση, ἐξασφαλίζοντας τήν
εὔνοια ὅλων τῶν θεῶν πού δίνουν καλές συμβουλές μέ μιά προσφορά
καί μιά προσευχή, καί δίνοντας ἐντολή στόν κήρυκα νά ἀπαγγείλει
κατάρα σέ ὅποιον κάμει ἀπατηλές προτάσεις.27
Ἔπειτα πᾶνε νά καθίσουν στά θρανία πού εἶναι ἀπέναντι στό βῆμα.
Ἀφότου ἔμαθαν, μέ τήν πείρα τοῦ ὀλιγαρχικοῦ πραξικοπήματος τοῦ
411, πόσο ἡ συγκέντρωση κατά κόμματα δέν εἶναι εὐνοϊκή γιά τήν
ἐλευθερία τοῦ λόγου, οἱ θέσεις τῶν βουλευτῶν καθορίζονται κατά
φυλές, καί καθένας ὁρκίζεται νά μήν καθίσει σέ ἄλλη θέση ἀπό τή
δική του.28
Οἱ πρυτάνεις ἀποτελοῦν τή διευθύνουσα ἐπιτροπή τῆς βουλῆς καί
ἐπιστάτης τους εἶναι ὁ πρόεδρος τῆς συνεδρίας. Στήν ἡμερήσια
διάταξη ἐγγράφονται, ἐκτός ἀπό τά προβλήματα πού πρέπει νά
παραπεμφθοῦν στήν προσεχή συνέλευση τῆς ἐκκλησίας, τά προβλήματα
πού συνδέονται μέ προηγούμενες ἀποφάσεις τῆς ἴδιας της βουλῆς ἤ
μέ ψηφίσματα τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου. Γιά τά ὑπόλοιπα ἡ βουλή
ἔχει πάντοτε τό λόγο στήν ἡμερήσια διάταξη. Ἡ διευθύνουσα
ἐπιτροπή εἶναι ἐξοπλισμένη μέ ἕναν ἀρκετά αὐστηρό κανονισμό.
Κάθε λόγος καί κάθε πράξη ἀντίθετη μέ τόν κανονισμό μπορεῖ νά
τιμωρηθεῖ, ὅταν τελειώσει ἡ συνεδρία, μέ πρόστιμο πενήντα
δραχμῶν. Ἐάν πρόκειται γιά ἀδίκημα πού ἀξίζει μεγαλύτερη ποινή,
ἡ διευθύνουσα ἐπιτροπή κάνει σχετική πρόταση καί ἀναβάλλει τήν
ὑπόθεση γιά τήν ἑπόμένη συνεδρία, ὁπότε λαμβάνεται ἀπόφαση μέ
μυστική ψηφοφορία.29
Θυμίζουμε ὅτι στόν παραβάτη μπορεῖ νά ἐπιβληθεῖ ὁριστική
ἀποπομπή.
Β΄ ΟΙ ΠΡΥΤΑΝΕΙΣ
Ἦρθε ἡ στιγμή νά
ἐξετάσουμε ἀπό πιό κοντά τό διευθυντήριο τῆς βουλῆς, αὐτούς τούς
πρυτάνεις πού εἴδαμε νά ἐνεργοῦν σέ πολλές περιστάσεις. Οὔτε ἡ
ἐκκλησία ἀλλά οὔτε καί ἡ βουλή τῶν πεντακοσίων μποροῦσε νά
συνεδριάζει ὅλο τό χρόνο χωρίς διακοπή. Γιά τή διεκπεραίωση τῶν
ὑποθέσεων καί γιά τήν προετοιμασία τῶν ἐργασιῶν της χρειαζόταν
μιά μόνιμη ἐπιτροπή. Ἀλλά οἱ δημοκρατικές ἀρχές δέν μποροῦσαν νά
ἀνεχτοῦν νά ἔχει ἡ βουλή, αὐτή ἡ σύντμηση τῆς ἐκκλησίας, τούς
ἴδιους προϊσταμένους μιά ὁλόκληρη χρονιά. Ἀφοῦ ἡ βουλή
σχηματιζόταν ἀπό δέκα τμήματα, πού καθένα ἀντιστοιχοΰσε σέ μιά
φυλή, τί πιό εὔκολο, πιό σύμφωνο μέ τίς συνταγματικές ἀρχές του
Κλεισθένη, νά ἀσκήσει κάθε φυλή μέ τή σειρά της τήν πρυτανεία;
Σέ καθεμιά, τό ἕνα δέκατό τοῦ ἔτους. Ἡ σειρά μέ τήν ὁποία οἱ
φυλές θά εἶχαν αὐτή τήν τιμή κανονιζόταν μέ κλῆρο· δέν ξέρουμε
ὡστόσο ἄν καθοριζόταν γιά ὅλο τό χρόνο τή στιγμή πού ἡ βουλή
ἀναλάμβανε τά καθήκοντά της ἤ διαδοχικά στήν ἀρχή τῶν ἐννέα
πρώτων πρυτανειῶν.30
Μέ τό ἐπίσημο ἡμερολόγιο, ὁ χωρισμός τοῦ χρόνου σέ δέκα
πρυτανεῖες ἦταν αὐτονόητος: 360 μέρες τά κανονικά χρόνια καί 390
μέρες τά ἐμβόλιμα, μᾶς κάνει ἀκριβῶς 36 ἡ 39 μέρες γιά κάθε
φυλή. Ἀλλά, ὅταν τό 408/7 υἱοθέτησαν γιά τή δημόσια ζωή τό
πολιτικό ἔτος τῶν 354 ἡ 384 ἡμερῶν, ὁ χωρισμός σέ ἴσα μέρη ἔγινε
ἀδύνατος. Κατά τόν Ἀριστοτέλη, ἀποφασίστηκε οἱ τέσσερις πρῶτες
πρυτανεῖες νά εἶναι τῶν 36 (ἡ 39) ἡμερῶν καί οἱ ἔξι τελευταῖες
τῶν 35 (ἡ 38)· αὐτός ὁ κανόνας ὅμως δέν ἐφαρμόζεται, παρά σέ
λίγες ἀπό τίς μαρτυρίες μας,31
ἐνῶ οἱ ἄλλες παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία στήν κατανομή τῶν
παραπάνω ἡμερῶν.32
Οἱ πρυτάνεις
κατοικοῦσαν σέ ἕνα εἰδικό οἰκοδόμημα, γειτονικό μέ τό
βουλευτήριο, τή Σκιάδα, τήν ὁποία ὀνόμαζαν ἐπίσης, ἐξαιτίας τοῦ
σχήματός της, Θόλο. Ἐκεῖ ἔτρωγαν. Καθώς ὑποβάλλονταν ἔτσι σέ ἔνα
πρόσθετο ἔξοδο, ἔπαιρναν ἕναν ὀβολό τήν ἥμερα περισσότερο ἀπό
τους ἄλλους βουλευτές (μιά δραχμή συνολικά), καί ὁ ἐπιστάτης
τους ἀκόμη δέκα ὀβολούς.33
Στό βωμό πού ὑπῆρχε μέσα στή Σκιάδα πρόσφεραν θυσίες γιά τή
σωτηρία τοῦ λαοῦ.34
Ἄλλα δέν πρέπει νά συσχετισθεῖ ὁ τίτλος τῶν πρυτάνεων μέ τό
ὄνομα τοῦ πρυτανείου, τό οἰκοδόμημα ὅπου βρισκόταν ἡ «κοινή
ἑστία» καί ὅπου ἡ πόλη καλοῦσε αὐτούς πού ἤθελε νά τιμήσει. Δέν
πρέπει νά νομίσει κανείς ὅτι ἡ διαμονή στή Σκιάδα ἦταν αὐστηρά
ὑποχρεωτική στούς πενήντα πρυτάνεις: ἡ φυλή περιλάμβανε τρεῖς
τριττύες, καί ἔτσι οἱ πρυτάνεις ἦταν σέ ἐπιφυλακή, μέ τή σειρά,
κατά τό ἕνα τρίτο.35
Κάθε μέρα κληρωνόταν
ὁ ἐπιστάτης τῶν πρυτάνεων. Ἀσκοῦσε τό ὑψηλό του καθῆκον ἀπό τή
μιά δύση τοῦ ἥλιου ὡς τήν ἄλλη, καί μόνο γιά μία φορά. Ἔτσι ἀπό
τους πενήντα πρυτάνεις ἔπαιρναν τήν προεδρία τριάντα πέντε
τουλάχιστον, καί μερικές φορές τριάντα ἐννέα. Αὐτό σημαίνει ὅτι
ὁ μέσος Ἀθηναῖος, ἀφοῦ εἶχε πολλές ἐλπίδες νά μπεῖ στή βουλή, ἄν
ἡθελε, εἶχε σχεδόν ἄλλες τόσες νά γίνει πρόεδρος τῆς δημοκρατίας
μιά μέρα στή ζωή του. Γιατί περί αὐτοῦ ἀκριβῶς ἐπρόκειτο. Ὁ
ἐπιστάτης τῶν πρυτάνεων, πρόεδρος τῆς βουλῆς καί τῆς ἐκκλησίας,
εἶχε στά χέρια του, γιά ἕνα μερόνυχτο, τά κλειδιά τῶν ἱερῶν,
ὁπου ἦταν οἱ θησαυροί καί τά ἀρχεῖα, καθώς καί τή σφραγίδα τοῦ
κράτους. Διατήρησε αὐτά τά προνόμια ἀκόμη καί ὅταν τό 378/7
παραχώρησε τήν προεδρία τῶν συνελεύσεων στόν ἐπιστάτη τῶν ἐννέα
προέδρων, οἱ ὁποῖοι κληρώνονταν ἀνάμεσα στούς βουλευτές τῶν
φυλῶν πού δέν εἶχαν τήν πρυτανεία.
Θά δοῦμε ἀμέσως,
διαμέσου τῶν δικαιοδοσιῶν τῆς βουλῆς, ποιές θά ἦταν οἱ
δικαιοδοσίες τῆς ἐπιτροπῆς της. Μέ τή μεσολάβηση τῶν πρυτάνεων ἡ
βουλή ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ τήν ἐκκλησία, τούς ἄρχοντες καί τούς
ἁπλούς πολίτες, μέ τούς πρεσβευτές καί τούς ξένους κήρυκες.
Αὐτοί συγκαλοῦν σέ περίπτωση ἀνάγκης τή βουλή, τήν ἐκκλησία,
τούς στρατηγούς.36
Εἰσάγουν στή βουλή τά πρόσωπα πού ὁ λαός ἤ οἱ ἴδιοι κρίνουν ὅτι
πρέπει νά ἀκουστοῦν. Σ’ αὐτούς παρουσιάζονται γενικά ὅλοι ὅσοι
φέρνουν ἐπιστολές ἤ ἀναφορές δημοσίου ἐνδιαφέροντος.37
Ἔχουν στή διάθεσή τους ἀστυνομικές δυνάμεις, ὄχι μόνο γιά νά
τηροῦν τήν τάξη στή βουλή καί στήν ἐκκλησία, ἀλλά καί γιά νά
κάνουν συλλήψεις σέ περίπτωση αὐτόφωρων παραβάσεων πού βλάπτουν
τήν πόλη.38
Μέ ρητή διαταγή τῆς ἐκκλησίας ἔχουν δικαίωμα, ὡς πληρεξούσιοι
τῆς βουλῆς, νά ἐνάγουν τούς στρατηγούς στά δικαστήρια, νά
φροντίζουν γιά τήν ἐπιστροφή χρημάτων πού δάνεισε τό κράτος.39
Ἐξαιτίας ὅλων αὐτῶν
τῶν λειτουργιῶν, ἡ φυλή πού ἀσκεῖ τήν πρυτανεία, ἐκτός ἀπό τό
ὅτι μετέχει στήν κοινή εὐθύνη τῆς βουλῆς, εἶναι ἀκόμη ὑπεύθυνη
γιά τίς πράξεις της, ὅπως καί κάθε πρύτανης εὐθύνεται γιά τίς
δικές του πράξεις. Ἔτσι, ἀπό τόν 4ο αἰώνα ἀποκτᾶται ἡ συνήθεια
νά ἀπονέμει ἡ βουλή καί ὁ λαός στίς φυλές πού πρυτάνευσαν μιά
ξεχωριστή ἀνταμοιβή - ὄχι σέ ὁλες τίς φυλές ἀδιακρίτως, ὅπως θά
γίνει ἀργότερα, ἀλλά σέ ὅποια «ὁδήγησε στή νίκη» καί στάθηκε
ἄξια της πόλης.40
Στήν ἀντίθετη περίπτωση, ἡ διεύθυνση τῶν συζητήσεων στήν
ἐκκλησία ἐκθέτει τήν πρυτανεύουσα φυλή σέ σοβαρές μομφές καί
μάλιστα σέ συγκεκριμένες κατηγορίες.41
Τά διατάγματα μνημονεύουν πάντα τό ὄνομα τοῦ ἐπιστάτη, γιά νά
δώσει λόγο ἀκόμη καί ἔπειτα ἀπό τήν ἐπιψήφιση. Ὡστόσο οἱ
πρυτάνεις δέν ἔχουν συλλογική εὐθύνη. Ὁ Σωκράτης ἀπέδειξε σέ
φοβερές περιστάσεις ὅτι κάθε πρύτανης χωριστά μποροῦσε νά
ἀποφύγει τήν ἀνάμειξή του σέ ἀποφάσεις τίς ὁποῖες θεωροῦσε
ἀνάξιες γιά τό πρόσωπό του, καί ὁ Δημοσθένης μᾶς λέει πώς τό
γεγονός ὅτι οἱ πρυτάνεις προσφέρουν ἀπό κοινοῦ σπονδές καί
θυσίες δέν ἐμποδίζει τούς καλούς νά διακριθοῦν ἀπό τους κακούς.42
Ἡ βουλή, γιά νά
ἀσκήσει καλύτερα τίς δικαιοδοσίες της, διόριζε μέ χειροτονία ἤ
μέ κλήρωση εἰδικές ἐπιτροπές, ἄλλες γιά ὁλόκληρο τό χρόνο καί
ἄλλες γιά ὅσον καιρό χρειαζόταν νά φέρουν εἰς πέρας τήν ἀποστολή
τους. Τέτοια ἐπιτροπή ἦταν οἱ συλλογεῖς: ἐκλεγμένοι γιά ἕνα
χρόνο, ἦταν τριάντα, τρεῖς κατά φυλή, ἕνας κατά τριττύα. Ὑπό τήν
προεδρία τῆς φυλῆς πού πρυτάνευε, ἑνώνονταν μέ τούς ἕξι
ληξιάρχους, γιά νά ἐλέγχουν τήν εἴσοδο στήν ἐκκλησία. Ὁ ρόλος
τους μεγάλωσε τόν 4ο αἰώνα, ὅταν ἔδιναν στούς πολίτες πού
ἔφταναν ἐκεῖ τή μάρκα παρουσίας, μέ τήν ὁποία ἐκεῖνοι θά
εἰσέπρατταν τό τριώβολο. Ἐκπροσωπούσαν ἐπίσης τή βουλή - κανένας
δέν ξέρει γιατί - στά Ὀλύμπια τῶν Ἀθηνῶν καί σέ ὁρισμένες θυσίες
τῆς Ἀθηνᾶς. Ἐν πάση περιπτώσει ἔβρισκαν εὐκαιρίες νά διακριθοῦν
μέ τιμές γιά τό «πνεῦμα δικαιοσύνης» πού ἔδειχναν.43
Γιά τήν παρακολούθηση τῆς ναυτικῆς διοίκησης, ἀπό τίς κυριότερες
δικαιοδοσίες της, ἡ βουλή διόριζε δύο ἐπιτροπές ἀπό βουλευτές. Ἡ
μία (τῶν δέκα τριηροποιῶν) ἀσκοῦσε τόν ἔλεγχο, μέ τή βοήθεια
ἐκλεγμένων ἀπό τό λαό ἀρχιτεκτόνων (ναυπηγῶν), στίς ναυπηγήσεις,
καί πλήρωνε στούς ἐργολάβους, μέ τόν ταμία της, ἕνα εἰδικό
κονδύλι44.
Ἡ ἄλλη (οἱ ἐπιμελούμενοι τοῦ νεωρίου) ἔρχοταν σέ ἐπαφή μέ
τούς διευθυντές τῶν ναυστάθμων (νεωροί) οἱ ὁποῖοι
φρόντιζαν γιά τά πλοῖα πού ἦταν σέ λειτουργία καί εἶχαν στίς
διαταγές τούς πεντακόσιους φύλακες.45
Δέκα λογιστές κληρώνονταν σέ κάθε πρυτανεία, γιά νά ἐπαληθεύσουν
τίς ἐγγραφές ὅλων τῶν οἰκονομικῶν ὑπαλλήλων. Αὐτή ἡ ἐπαλήθευση,
πού ἦταν μερική καί προσωρινή, προετοίμαζε τήν ἀπόδοση
λογαριασμοῦ, πού γινόταν μετά ἀπό τό τέλος τῆς ἄσκησης τῆς
ἐξουσίας μπροστά σέ εἰδικούς ἄρχοντες, ἀλλά στήν ὁποία ἔπαιρναν
μέρος δέκα ἐπίτροποι, οἱ εὔθυνοι, καί οἱ βοηθοί τους, δύο γιά
κάθε εὔθυνο, ὅλοι κληρωμένοι ἀπό τή βουλή.46
Στίς ἐπιγραφές τοῦ 5ου καί κυρίως τοῦ 4ου αἰώνα ἐμφανίζονται
ἀκόμη πολλές ἐπιτροπές ἱεροποιῶν ἐπιφορτισμένων νά προεδρεύουν
σέ διάφορες τελετές: στίς γιορτές τοῦ Ἡφαίστου, στίς θυσίες πού
γίνονταν στήν Ἐλευσίνα γιά τήν ἀφιέρωση τῶν ἀπαρχῶν ἤ γιά τήν
ἱερουργία τῶν μυστηρίων, σέ μιά γιορτή τοῦ Διονύσου, ὅπου
γίνονταν θυσίες γιά τή σωτηρία τῆς βουλῆς καί τοῦ λαοῦ. Αὐτοῦ
τοῦ εἴδους οἱ ἐπιτροπές λαμβάνονται γενικά ἀπό τό σύνολο τῆς
βουλῆς, μιά φορά ὡστόσο ἀπό τό τμῆμα πού ἀσκεῖ τήν πρυτανεία.47
Οἱ πρυτάνεις καί τά
μέλη ἐπιτροπῶν εἶχαν ἀνάγκη, ὅπως καί οἱ βουλευτές γενικά, ἀπό
ἕναν γραμματέα-ἀρχειοφύλακα, πού γνώριζε τούς καθιερωμένους
τύπους γιά τή σύνταξη τῶν ψηφισμάτων, στόν ὁποῖο ἀνέθεταν τή
δημοσίευση, τήν κατάταξη καί τή φύλαξη τῶν ἐπίσημων ἐγγράφων. Ὡς
τό 367 λεγόταν γραμματεύς τῆς βουλῆς. Ἐκλεγόταν ἀπό τή βουλή
ἀνάμεσα στούς βουλευτές πού δέν ἀσκοῦσαν τήν πρυτανεία, καί
ἑπομένως γιά τό διάστημα μιᾶς πρυτανείας. Ἡ λαϊκή ψῆφος ἀνέβαζε
σ’ αὐτό τό ἀξίωμα τά πιό ἐπιφανή καί τά πιό ἀκέραια πρόσωπα.48
Ὡστόσο τό γεγονός ὅτι τό ὄνομα τοῦ γραμματέα μνημονεύεται στό
προοίμιο καί στόν τίτλο τῶν ψηφισμάτων, μαζί μέ τό ὄνομα τῆς
φυλῆς πού πρυτανεύει καί τοῦ ἐπιστάτη τῶν πρυτάνεων, δέν ἔχει
σκοπό νά τιμηθεῖ αὐτός ὁ ἀξιωματοῦχος, ἀλλά νά χρονολογηθεῖ καί
νά ἐπικυρωθεῖ ἡ πράξη, ὥστε νά μπορεῖ κανείς νά τήν ἀναφέρει
σύμφωνα μέ τή θέση τῆς μέσα στά ἀρχεῖα. Γιά τόν ἴδιο λόγο
δηλωνόταν ἡ χρονιά κάθε βουλῆς μέ τό ὄνομα τοῦ γραμματέα τῆς
πρώτης πρυτανείας.49
Στό ἱερό της Μητέρας τῶν Θεῶν, στό Μητρῶον, ἦταν τακτοποιημένες
οἱ πινακίδες καί οἱ πάπυροι, πού ἀνάμεσά τους θρονιαζόταν ὁ
γραμματέας τῆς βουλῆς. Ἐκεῖ, μαζί μέ τά πρωτότυπα τῶν ψηφισμάτων
καί τῶν νόμων, βρισκόταν ἕνας ὄγκος ἀπό λογαριασμούς καί
δικαστικούς φακέλους, καθώς καί, ἀπό τήν ἐποχή τῆς κυβέρνησης
τοῦ Λυκούργου, τά ἐπίσημα ἀντίτυπα τῶν μεγάλων τραγικῶν.50
Ὡστόσο ὁ γραμματέας δέν εἶχε τό κλειδί τοῦ Μητρώου, πού κάθε
μέρα περνοῦσε ἀπό τόν ἕναν ἐπιστάτη στόν ἄλλο, καί ἦταν
ὑποχρεωμένος, ἐπειδή δέν εἶχε τόν καιρό νά ἀποκτήσει τήν πείρα
πού χρειαζόταν, νά καταφεύγει στόν πραγματικό κύριο τῶν ἔσω, στό
δημόσιο δοῦλο πού ἦταν διορισμένος στά ἀρχεῖα.
Ἀνάμεσα στό 368/7 καί
τό 363 /2 ἡ γραμματεία ἀναμορφώθηκε τελείως. Ἔγινε πραγματική
ἀρχή, ἐτήσια καί κληρωτή ἀνάμεσα σέ ὅλους τους πολίτες. Κατά
ἕναν περίεργο τρόπο, ὁ καινούριος γραμματέας πῆρε τόν τίτλο πού
ἅρμοζε στόν παλαιό: ὀνομάστηκε γραμματεύς κατά πρυτανείαν.51
Ἄν καί τό ἀξίωμα του εἶχε μεγαλύτερη διάρκεια, δέν εἶχε πιά τό
ἴδιο κύρος ὅπως ὅταν ἐκλεγόταν ἀνάμεσα στούς βουλευτές. Γιά νά
ἀποφευχθεῖ ὁ συναγωνισμός τῶν φυλῶν, τόν ἔπαιρναν ἀπό κάθε φυλή
μέ τή σειρά, ἡ ὁποία ἀρχικά καθοριζόταν μέ κλῆρο καί ἀπό τό
356/5 σύμφωνα μέ τήν ἐπίσημη σειρά τῶν φυλῶν.52
Κύριος τῶν δημοσίων ἐγγράφων, ἐπιφορτισμένος μέ τή φύλαξη τῶν
ψηφισμάτων καί μέ τήν ἀντιγραφή ὁλων τῶν ἄλλων ντοκουμέντων, ὁ
γραμματέας τῆς πρυτανείας παρακολουθοῦσε ὑποχρεωτικά τίς
συνεδριάσεις τῆς βουλῆς, ἄν καί δέν ἦταν μέλος της. Εἶχε γιά
βοηθό καί ὑφιστάμενο τόν «γραμματέα τῶν διαταγμάτων» ἡ «τῶν
νόμων» (γραμματεύς ἐπί τά ψηφίσματα, ἐπί τούς νόμους), πού ἦταν
καί αὐτός κληρωτός καί εἶχε δικαίωμα εἰσόδου στό βουλευτήριο,
ἀφοῦ ἔπρεπε νά ἀντιγράψει τά ψηφίσματα καί τούς νόμους.53
Ἐκτος ἀπό αὐτούς τούς
γραμματεῖς-ἀρχειοφύλακες, ὑπῆρχε ἕνας γραμματεύς τοῦ δήμου, ἤ
τῆς πόλεως, πού εἶχε μοναδική δικαιοδοσία νά διαβάζει τά
πεπραγμένα στήν ἐκκλησία καί στή βουλή. Καθώς ἔπρεπε νά ἔχει
ὡραία φωνή, ἦταν αἱρετός.54
Γιά τίς διακηρύξεις πού ἔκαναν στήν ἐκκλησία, οἱ πρυτάνεις εἶχαν
στίς διαταγές τους ἕναν κήρυκα τόν ὁποῖο μισθοδοτοῦσε ἡ βουλή
(κῆρυξ τῆς βουλῆς) καί ὁ ὁποῖος ἔμενε στήν ὑπηρεσία χωρίς
χρονικό ὁριο.55
Γ΄ ΟΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΗΣ
ΒΟΥΛΗΣ
Ἡ βουλή ἦταν
συγχρόνως προπαρασκευαστική ἐπιτροπή, ἐκτελεστική ἐπιτροπή καί
ἀνώτατη ἀρχή, καί γι’ αὐτό ἀσκοῦσε τίς ἐξουσίες της μέ τρεῖς
τρόπους: ἔφερνε στήν ἐκκλησία τά προβουλεύματα πού χρησίμευαν ὡς
βάση στά ψηφίσματα τοῦ δήμου· ἐξέδιδε ἡ ἴδια ἀνεξάρτητα
ψηφίσματα γιά τήν ἐξειδίκευση καί τήν ἐκτέλεση τῶν ἀποφάσεων πού
εἶχαν ληφθεῖ ἀπό τήν ἐκκλησία· συνεργαζόταν λίγο πολύ ἄμεσα, σέ
συσκέψεις ἡ στήν πράξη, μέ τίς ἄλλες ἀρχές.
Εἴδαμε πώς ἡ ἐκκλησία
ἐπέβαλε στόν ἑαυτό της τήν ἀπόλυτη ὑποχρέωση νά μή συζητεῖ παρά
μόνο πάνω σέ σχέδια ψηφισμάτων πού ἔφερνε ἡ βουλή, συνοδεύοντας
τα μέ ρητή εἰσήγησή της.56
Ἕνα ψήφισμα τοῦ δήμου προϋποθέτει πάντα ἕνα προβούλευμα τῆς
βουλῆς. Καμιά φορά συμβαίνει τό προβούλευμα νά μνημονεύεται ρητά
ἀπό τό ψήφισμα·57
ἀλλά πιό συχνά συναντοῦμε τή διατύπωση ἔδοξε τῇ βουλῇ καί τῷ
δήμῳ. Ἀκόμη καί ἡ συζήτηση ἑνός σχεδίου πού ἔχει
ἐπεξεργαστεῖ ἡ εἰδική ἐπιτροπή τῶν συγγραφέων, ἀκόμη καί ὁ
διορισμός τῶν νομοθετῶν πού ἐπιφορτίζονταν μέ τήν ἀναθεωρηση
ἑνός νόμου, ἀκόμη καί οἱ ἐτήσιες συνεδριάσεις γιά τήν ἐκλογή τῶν
ἀρχόντων, ἀρχίζουν μέ τήν ἀνάγνωση ἑνός προβουλεύματος. Κάθε
βουλή ἦταν ὑπεύθυνη γιά ὅλες τίς προτάσεις τῆς ἐκκλησίας καί
μόνο γι’ αὐτές· κατά συνέπεια, κάθε προβούλευμα πού ἡ βουλή δέν
πρόλαβε νά εἰσαγάγει στήν ἐκκλησία ἔπαυε νά ὑπάρχει μαζί μέ
αὐτήν.
Σέ πολλές περιστάσεις
χρειάζονταν ἄμεσες ἀποφάσεις πού δέν ἄξιζε νά ὑποβληθοῦν στήν
ἐκκλησία.58
Ἡ βουλή συνέτασσε διατάγματα (ψηφίσματα) πού ἔπρεπε νά
ἐκτελεστοῦν χωρίς ἄλλες διατυπώσεις.59
Ἦταν ἐξουσιοδοτημένη σιωπηρά ἀπό τήν ὑποχρέωση πού εἶχε νά
ἐπιβλέπει τήν ἐφαρμογή τῶν νόμων ἤ τῶν ψηφισμάτων τοῦ δήμου. Σέ
ἔκτακτες περιπτώσεις ἔπαιρνε ρητά ἀπό τό δῆμο πληρεξουσιότητα (κυρία,
αὐτοκράτωρ) γιά νά συμπληρώνει τίς διατάξεις κάποιου
ψηφίσματος.60
Ἔπρεπε ὅμως νά παραμείνει στά ὅρια τῶν δικαιοδοσιῶν της καί νά
φυλαχτεῖ νά μήν παραβιάσει τούς νόμους καί τά ψηφίσματα, τήν
ἐφαρμογή τῶν ὁποίων τῆς εἶχαν ἐμπιστευτεῖ· ἀλλιῶς διωκόταν γιά
παρανομία.61
Τέλος ἡ βουλή ἔχει
ἀπό τό λαό ἕνα εἶδος γενικῆς ἐξουσιοδότησης πού τῆς προσδίνει
ἐξουσία πάνω στούς ἄρχοντες. Μιλώντας γιά τίς ἁρμοδιότητες τῆς
βουλῆς, ὁ Ἀριστοτέλης ἀναφέρει καί πολλούς ἄρχοντες πού
συνεργάζονται μέ αὐτήν ἀπό ὑποδεέστερη θέση. Ἀπό τόν πιό μεγάλο
ὡς τόν πιό μικρό, ἡ βουλή τούς παρακολουθεῖ, διοικεῖ σέ συμφωνία
μαζί τους, παίρνει τίς ἀναφορές τους, τούς δίνει ἐντολές. Τίποτε
ἀπό ὁσα ἐνδιαφέρουν τήν πόλη δέν γίνεται ἔξω ἀπ’ αὐτήν.62
Μέ τήν ἰδιότητα τοῦ
μεσολαβητή ἀνάμεσα στήν Ἀθήνα καί στά ξένα κράτη, ἡ βουλή
παραχωρεῖ ἀκροάσεις στούς πρεσβευτές, πρίν νά τούς παρουσιάσει
στήν ἐκκλησία, καί διαπραγματεύεται μέ αὐτούς, πρίν νά ὑποβάλει
στό λαό τά ἀποτελέσματα τῶν συζητήσεων σέ μορφή προβουλεύματος63.
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, δίνει τίς ἀπαιτούμενες κατευθύνσεις στούς
Ἀθηναίους πού στέλνονται ὡς πρέσβεις στό ἐξωτερικό, καί καμιά
φορά τούς ἐκλέγει ἡ ἴδια ἔπειτα ἀπό διαταγή τῆς ἐκκλησίας·64
ἐπίσης ἀσχολεῖται μέ τήν ἀλληλογραφία τους. Αὐτή ἀνακοινώνει τά
ψηφίσματα τοῦ δήμου στά ἐνδιαφερόμενα κράτη καί ὁρκίζεται ἐξ
ὀνόματος τῆς πόλης γιά συνθῆκες εἰρήνης ἡ συμμαχίας.65
Ἔχει σαφή προορισμό νά δέχεται μέ ὅλο τόν ὀφειλόμενο σεβασμό
τούς ξένους - ὄχι μόνο τούς πρεσβευτές ἀλλά καί τούς πρόξενους
καί τούς εὐεργέτες. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς ὅτι ἡ βουλή
διαδραμάτισε ἕναν ἐξαιρετικά δραστήριο ρόλο, ὅταν ἡ Ἀθήνα
βρισκόταν ἐπικεφαλῆς μίας συμμαχίας. Τόν 5ο αἰώνα ἐπεμβαίνει
στόν καθορισμό τῶν φόρων καί προπαρασκευάζει, μέ πρόταση τῶν
συγγραφέων, τά σχέδια πού ἀφοροῦν τίς πόλεις, τίς περιοχές, ὅλη
τή συμμαχία.66
Τόν 4ο αἰώνα εἶναι ὁ ἄξονας πού ἑνώνει τήν ἀθηναϊκή ἐκκλησία καί
τό ὁμοσπονδιακό συνέδριον. Γιά νά ἐκτιμηθεῖ ἡ σημασία τῆς
ἐξουσίας πού ἀσκεῖ ἡ βουλή στίς ἐξωτερικές σχέσεις, ἀρκεῖ ἕνα
στοιχεῖο: τά σχετικά προβλήματα τά συζητεῖ σχεδόν πάντα σέ
μυστικές συνεδριάσεις.
Ἡ βουλή βρίσκεται σέ
συνεχή ἐπαφή μέ τούς στρατηγούς ὄχι μόνο γιά τίς ὑποθέσεις
ἐξωτερικῆς πολιτικῆς ἀλλά καί γιά τά στρατιωτικά, ὅπου ἔχει
πολλές δικαιοδοσίες. Φροντίζει ἀδιάκοπα γιά τήν ἄμυνα τῆς πόλης.
Τόν 5ο αἰώνα ἀσφαλῶς θά ἐπέβλεπε τήν κατάρτιση τοῦ καταλόγου τῶν
ὁπλιτῶν, ἀφοῦ τόν 4ο αἰώνα παρακολουθεῖ τή λειτουργία τοῦ
ἐφηβικοῦ θεσμοῦ, ἐλέγχει τόν κατάλογο τῶν ἐφήβων καί δέχεται τήν
ἀναφορά τοῦ κοσμητοῦ.67
Ἀσχολεῖται εἰδικά μέ
τό ἱππικό. Κάθε χρόνο ὁ κατάλογος τῶν ἱππέων συμπληρώνεται εἴτε
ἀπό τους εἰδικούς ἱππάρχους εἴτε, τήν ἐποχή τοῦ Ἀριστοτέλη, ἀπό
τους εἰδικούς στρατολόγους ἤ καταλογεῖς, πού τόν δίνουν στούς
ἱππάρχους· ἡ ἐργασία καί τῶν μέν καί τῶν δέ ὑποβάλλεται στήν
ἐπιδοκιμασία τῶν βουλευτῶν. Ψηφίζουν γιά κάθε ὄνομα καί
διαγράφουν ὅσους δηλώσουν ἔνορκα ὅτι δέν εἶναι σωματικά ἡ
οἰκονομικά σέ θέση νά ὑπηρετήσουν ὡς ἱππεῖς. Ἡ βουλή ἐπίσης
ἐπιθεωρεῖ τά ἄλογα: ἐάν ἕνα ἄλογο δέν εἶναι καλά θρεμμένο,
ἀποσύρει τήν ἀποζημίωση γιά τή διατροφή του ἀπό τόν ἱππέα·
ἐπίσης ἀποτάσσει τά δύστροπα ἄλογα, σφραγίζοντας τα μέ μιά ρόδα
στό σαγόνι.68
Ἀλλά σέ μιά πόλη πού
ὑπολόγιζε περισσότερο στό στόλο παρά στό στρατό της, ἡ βουλή
θεωροῦσε κύριο καθῆκον της τήν ἐποπτεία στό ναυτικό.69
Φροντίζει γιά καθετί, εἴτε γιά ὑλικά πρόκειται εἴτε γιά τό
προσωπικό. Εἶναι ὑπεύθυνη γιά τίς ναυτικές κατασκευές καί τίς
ἐπισκευές, καί γι’ αὐτό ἀντιπροσωπεύεται στά ναυπηγεῖα τοῦ
Πειραιᾶ μέ τήν ἐπιτροπή τῶν τριηροποιῶν καί μπορεῖ νά δημοσιεύει
διοικητικούς κανονισμούς. ὅταν ἔχει ἐκπληρώσει καλά αὐτές τίς
ὑποχρεώσεις της, τότε προπάντων ὁ δῆμος τήν ἐπαινεῖ μέ τιμητικό
ψήφισμα, ἐνῶ δέν μπορεῖ νά τῆς δοθεῖ αὐτή ἡ ἀνταμοιβή ἄν δέν
κατασκεύασε τόν καθορισμένο ἀριθμό πλοίων. Ἡ κατασκευή καί ἡ
συντήρηση τῶν σχοινιῶν καί τῆς ἐξάρτυσης ἀποτελοῦν ἀντικείμενο
τῶν φροντίδων της, καί χρειάζεται ἡ ἄδειά της γιά νά πουληθοῦν
κομμάτια πού ἔχουν ἀχρηστευθεῖ. Γιά τή στρατολόγηση πληρωμάτων
οἱ βουλευτές κάθε φυλῆς ἐνεργοῦν σέ συνεργασία μέ τούς
δημάρχους. Οἱ προϊστάμενοι τῶν ναυπηγείων καί τῶν ναυστάθμων καί
οἱ τριήραρχοι ὑπάγονται στή δικαιοδοσία τῆς βουλῆς: μπορεῖ νά
τούς τιμωρήσει στά ὅρια τῆς ἁρμοδιότητάς της ἤ νά τούς
παραπέμψει σέ δικαστήριο, καί ἔχει δικαίωμα νά διπλασιάσει τίς
ποινές τῶν τριηράρχων πού καταδικάστηκαν ἀπό τά δικαστήρια νά
ἀντικαταστήσουν ἕνα πλοῖο ἤ τά ἐξαρτύματά του, ὅταν δέν
ἐκπλήρωσαν ἔγκαιρα τήν ὀφειλή τους. Κάθε φορᾶ πού ἀποπλέει μιά
μοίρα οἱ βουλευτές εἶναι στίς προβλῆτες, μέ τούς στρατηγούς καί,
ἀργότερα, μέ τούς ἀποστολεῖς, πού ἐκλέγονται γι' αὐτόν τό
σκοπό. Ἡ ἐκκλησία τούς ἐπιφορτίζει., σ’ αὐτές τίς περιστάσεις,
νά ἐπιβάλλουν τίς προβλεπόμενες ποινές στούς τριήραρχους πού
ἔσφαλαν· συμβαίνει μάλιστα νά ζητήσει ἡ ἴδια ἀπό τους πρυτάνεις
νά κινήσουν ποινικές ἀγωγές ἐναντίον στρατηγῶν πού ἀμέλησαν τά
καθήκοντά τους.70
Ἡ βουλή εἶχε ἀκόμη
πιό ἐκτεταμένη δικαιοδοσία στά οἰκονομικά. Σ’ αὐτόν τόν τομέα
μποροῦμε νά πούμε ὁτι ὡς τήν ἐποχή τοῦ Λυκούργου θά ὑπῆρχε
πλήρης ἀναρχία μέ τό πλῆθος τῶν ἀρχόντων πού ἀσχολοῦνταν μέ τίς
εἰσπράξεις, τίς πληρωμές καί τή διαχείριση, ἐάν δέν εἶχε μπεῖ
κάποια τάξη καί ἑνότητα τήν ὁποία ἐξασφάλιζε ἡ βουλή.
Αὐτή φροντίζει νά
βρεῖ τούς ἀναγκαίους πόρους, κυρίως σέ περίοδο πολέμου.71
Μπροστά της γίνονται
ἀπό τους πωλητάς ὅλοι οἱ δημόσιοι πλειστηριασμοί, πού
ὀνομάζονται πωλήσεις, καθώς καί οἱ κοινές πωλήσεις. Ἔτσι
ἐνοικιάζονται οἱ φόροι, οἱ φάκελοι τῶν ὁποίων κατατίθενται στή
βουλή καί κατατάσσονται μέ φροντίδα· ἐκχωροῦνται μεταλλευτικά
δικαιώματα μέ ψηφοφορία πού γίνεται μέ ὕψωση χεριῶν· ἐκποιοῦνται
περιουσιακά στοιχεῖα πού εἴτε περιῆλθαν στό κράτος μέ δημευτικές
καταδίκες εἴτε τά διεκδίκησε τό κράτος καί τά πῆρε, ἀφοῦ
ἀναγνωρίστηκαν ἔπειτα ἀπό δίκη ὡς δημόσια κτήματα· ἐνοικιάζονται
ἱεροί χῶροι, καί τά σχετικά συμβόλαια, γραμμένα πάνω σέ
πινακίδες, προσκομίζονται στή βουλή ὄχι ἀπό τους πωλητάς, ἀλλά
ἀπό τόν βασιλέα, τόν μεγάλο ἀρχιερέα τῆς φυλῆς. Ὅλα αὐτά τά
ἔγγραφα, τακτοποιημένα σύμφωνα μέ τήν ἡμερομηνία τῆς λήξης τους,
τά ἐμπιστεύεται ἡ βουλή σέ ἕναν δημόσιο δοῦλο. Τήν ἡμέρα πού
λήγει ἡ προθεσμία, οἱ ἀποδέκται τά παίρνουν, καί μέσα στήν
αἴθουσα τοῦ βουλευτηρίου διαγράφουν τά ποσά πού πληρώθηκαν ἡ
σημειώνουν τήν καθυστέρηση τῆς ὀφειλῆς, διπλασιάζοντας τό ποσό
της. Σ’ αὐτή τήν περίπτωση ὁ νόμος δίνει στή βουλή τό δικαίωμα
νά εἰσπράττει τό χρέος ἡ νά φυλακίζει τό χρεώστη.72
Ἐπιφορτισμένοι μέ τίς εἰσπράξεις, οἱ βουλευτές δέχονται ἐπίσης
ἐθελούσιες προσφορές καί φροντίζουν γιά τήν καταβολή καί τήν
πώληση τῶν δημητριακῶν πού ὀφείλονται ὡς ἀπαρχές στίς Ἐλευσίνιες
θεές.73
Τήν ἐποχή της πρώτης ἀθηναϊκῆς συμμαχίας καθορίζουν τούς φόρους
τῶν συμμαχικῶν πόλεων, σέ συμφωνία μέ τούς τάκτας, καί οἱ
ἀποδέκται τούς εἰσπράττουν μπροστά τους, κατά τήν ἑορτή
τοῦ Διονύσου, καί τούς μεταβιβάζουν στούς ἑλληνοταμίες.
Ὅλο τό χρόνο ἡ βουλή
παρακολουθεῖ τή διαχείριση τοῦ δημόσιου χρήματος. Ὑποχρεώνεται
ἀπό τό νόμο νά ἐλέγχει τούς τίτλους τῶν ἀδυνάτων (ἀναπήρων) πού
ζητοῦν καθημερινή ἐνίσχυση δύο ὀβολῶν· ἀπό ἕναν εἰδικό νόμο
καλεῖται νά μειώσει στό ἐλάχιστο τά ἔξοδα τῶν κατασκευῶν.73
Προπάντων τήν ἀπασχολεῖ ἡ αὐστηρή ἐφαρμογή τοῦ νόμου γιά τόν
προϋπολογισμό. Μόλις ἀναλάβουν καθήκοντα οἱ ἀποδέκται παίρνουν
τό περιεχόμενο τοῦ ταμείου καί τό κατανέμουν στούς διάφορους
ἄρχοντες· τήν ἑπόμενη μέρα φέρνουν στή βουλή τήν κατανομή
γραμμένη πάνω σέ μιά πινακίδα· διαβάζουν τό ἕνα ἄρθρο μετά τό
ἄλλο καί ρωτοῦν στή βουλή μήπως ξέρει κανείς ἄν ἕνας ἄρχων ἡ
ἰδιώτης διέπραξε κάποια ἀνωμαλία στήν κατανομή· ἄν συμβαίνει
κάτι τέτοιο, ζητοῦν ἄμεση ψηφοφορία μέ τό ἐρώτημα τῆς ἐνοχῆς.75
Κατά τήν ἐκτέλεση τοῦ προϋπολογισμοῦ ἡ βουλή ἐμποδίζει τίς
ὑπερβάσεις τῶν πιστώσεων καθώς καί τίς μεταβιβάσεις τους σέ ἄλλα
κονδύλια. Τόν 4ο αἰώνα συνεννοεῖται μέ τούς νομοθέτες γιά τίς
δαπάνες πού δέν εἶχαν προβλεφθεῖ.76
Δέν μᾶς ἐκπλήσσει λοιπόν ὅτι σέ κάθε πρυτανεία ἡ βουλή ἐλέγχει
μέ μιά ἐπιτροπή της τά βιβλία ὅλων τῶν ἀρχόντων πού ἔχουν σχέση
μέ διαχείριση, καί ὅτι τό εὑρετήριο τῶν θησαυρῶν τῶν ἱερῶν καθώς
καί ἡ μεταβίβασή τους γίνονται ὑπό τόν ἔλεγχό της.77
Εἴδαμε ὅτι ἡ βουλή
περιλαμβάνει στίς οἰκονομικές δραστηριότητές της τά δημόσια
ἔργα. Ἀλλά σ’ αὐτόν τόν τομέα οἱ ἐξουσίες της εἶναι πολύ πιό
ἐκτεταμένες. Φροντίζει γιά ὁτιδήποτε ἀφορᾶ τίς κατασκευές καί τή
συντήρηση τῶν δημοσίων οἰκοδομημάτων. Ἄν πρόκειται γιά μεγάλο
οἰκοδόμημα, χρειάζονται διατάγματα τῆς βουλῆς καί τοῦ δήμου γιά
νά γίνει ὁ προϋπολογισμός ἀπό ἕναν ἀρχιτέκτονα καί νά συνταχθοῦν
οἱ συγγραφές ὑποχρεώσεων προκειμένου γιά ἐργασίες μικρότερης
σημασίας, γιά ἕνα ὑδραγωγεῖο, γιά τήν ἀνέγερση ἑνός βωμοΰ ἤ ἑνός
ἀγάλματος, ὁ δῆμος τίς ἀναθέτει στή βουλή.78
Ὅλες οἱ κατακυρώσεις γίνονται μέ τή φροντίδα τῶν πωλητῶν μπροστά
στή βουλή,79
ἡ ὁποία παρακολουθεῖ μέ εἰδικούς ἐπιστάτες ὅλα τά ἔργα πού
ἐκτελοῦνται. Σέ περίπτωση παράβασης ἀπό τόν ἀρχιτέκτονα ἤ τόν
ἐργολάβο, ὑποβάλλει ἀναφορά στήν ἐκκλησία καί, ἄν προτείνει
δίωξη, ἀναθέτει τήν ὑπόθεση στό δικαστήριο.80
Μερικοί λογαριασμοί δημοσίων ἔργων δείχνουν καλά τή
δραστηριότητα τῆς βουλῆς. Οἱ λογαριασμοί τοῦ Παρθενώνα
χρονολογοῦνται μέ τόν αὔξοντα ἀριθμό τῶν διαδοχικῶν βουλῶν,
ἀρχίζοντας ἀπό ἐκείνη ἐπί τῆς ὁποίας ἄνοιξε τό ἐργοτάξιο:
ἔχουμε, παραδείγματος χάρη, τούς λογαριασμούς τῆς «δέκατης
τέταρτης βουλῆς». Ἕνα ψήφισμα μέ συνηθισμένη διατύπωση
ἀποφασίζει ἄν ὁ ναός τῆς Ἀθηνᾶς Νίκης θά ἔχει πόρτα ἀπό χαλκό ἡ
ἀπό χρυσό καί ἐλεφαντόδοντο· ἕνα ἄλλο, πού προτάθηκε ἀπό τή
βουλή, σέ συμφωνία μέ τούς ἐπιστάτες καί τόν ἀρχιτέκτονα, ὁρίζει
τήν ἀμοιβή τοῦ καλλιτέχνη.81
Τέλος ἡ βουλή
παρακολουθεῖ τά θρησκευτικά. Φροντίζει γιά τά ἱερά, ὄπως καί γιά
τά ἄλλα οἰκοδομήματα, καί παρακολουθεῖ τήν ἐτήσια μεταβίβαση τῶν
χρημάτων, τῶν ἀγαλμάτων, τῶν κοσμημάτων καί ὅλου τοῦ ἱεροῦ
ὑλικοΰ στούς ταμίες τῆς Ἀθηνᾶς καί τῶν ἄλλων θεῶν. Οἱ μεγάλες
γιορτές τῆς δίνουν πολλή δουλειά. Γιά τά Παναθήναια εἶχε ἀπό
πολύ καιρό τό καθῆκον νά διαλέγει τό σχέδιο τοῦ κεντήματος πού
θά στόλιζε τόν πέπλο τῆς θεᾶς· ἐπειδή κατηγορήθηκε γιά μεροληψία
στήν κρίση της, τῆς ἀφαίρεσαν αὐτή τήν ἁρμοδιότητα καί τήν
ἔδωσαν σέ ἕνα δικαστήριο πού ὁριζόταν μέ κλῆρο. Ἐξακολούθησε
πάντως νά φροντίζει γιά τήν κατασκευή χρυσῶν Νικῶν πού
προσφέρονταν στή θεά καί γιά τά βραβεῖα πού ἀπονέμονταν κατά
τούς παναθηναϊκούς ἀγῶνες.82
Ἐξασφαλίζει τήν τάξη στά Διονύσια·83
διαλέγει ἀπό τά μέλη τῆς τούς θεωρούς πού στέλνονται στά Πύθια
καί διάφορες ἐπιτροπές ἱεροποιῶν.84
Σέ μιά ἐπιγραφή τοῦ 5ου αἰώνα τή βλέπουμε νά στέλνει κήρυκες
στίς συμμαχικές πόλεις καί στίς ἄλλες πόλεις τῆς Ἑλλάδας, γιά νά
τούς ζητήσει νά στείλουν τίς ἀπαρχές τῶν δημητριακῶν στήν
Ἐλευσίνα, δέχεται μιά ἀναφορά γιά τίς ἀπαρχές λαδιοῦ, καί
τιμωρεῖ, μέ αἴτηση τοῦ ἄρχοντα βασιλέα, τίς παραβάσεις πού
ἔγιναν στόν ἱερό χῶρο τοῦ Πελαργικοΰ. Μιά ἄλλη ἐπιγραφή, τοῦ 4ου
αἰώνα, μᾶς δείχνει τή βουλή νά φροντίζει γιά τήν ὁροθέτηση καί
τήν ἐπίβλεψη τῆς Ὀργαδος καί νά στέλνει ἕνα μέλος της γιά νά
ρωτήσει τό μαντεῖο τῶν Δελφῶν σχετικά μ’ αὐτόν τόν ἀπαγορευμένο
χῶρο.85
Ἡ βουλή, μέ βάση τή γενική πληρεξουσιότητα πού εἶχε ἀπό τόν
κυρίαρχο λαό, καί ἡ ὁποία τήν καθιστοῦσε ἀνώτατη ἀρχή, εἶχε
ἀστυνομικές καί δικαστικές δικαιοδοσίες.
Παρατηρήσαμε ἤδη ὅτι
σέ πολλές περιπτώσεις ἀσκεῖ ἕνα δικαίωμα ἐλέγχου, τή δοκιμασία.
Ἄς συγκεντρώσουμε ἐδῶ τίς περιπτώσεις. Ἡ ἐγγραφή τῶν Ἀθηναίων
πού ἐνηλικιώνονται στούς καταλόγους τῶν πολιτῶν δέν εἶναι
ὁριστική παρά μόνο μετά τήν ἔγκριση τῆς βουλῆς· ἄν ἀποδειχθεῖ
ὅτι ἕνα ἄτομο ἔχει ἐγγραφεῖ χωρίς νά πρέπει, τό διαγράφει καί
καταδικάζει σέ πρόστιμο τούς δημότες πού ἦταν ὑπεύθυνοι γιά τήν
ἀπάτη. Ἐλέγχει, ἐπίσης, τήν ἐτήσια ἐγγραφή στούς καταλόγους τῶν
ἱππέων καί τῶν ἔφιππων ἀνιχνευτῶν, ἐξετάζοντας τόσο τούς
ἀνθρώπους ὅσο καί τά ζῶα. Ἴδιος ἔλεγχος ἀσκεῖται στόν κατάλογο
τῶν ἀνάπηρων πού ζητοῦν ἐνίσχυση ἀπό τό δημόσιο. Ἡ βουλή ἐλέγχει
ἐπιπλέον, στό τέλος τῆς θητείας της, τούς βουλευτές καί τούς
ἄρχοντες πού ἔχουν ὑποδειχθεῖ γιά τήν ἑπόμενη χρονιά. Στήν ἀρχή
εἶχε ἀπόλυτο δικαίωμα ἀποκλεισμοῦ· ἀργότερα, ὁμως, οἱ
ἀποκλειόμενοι μποροῦσαν νά προσφύγουν στό δικαστήριο.86
Ὅταν ἡ βουλή ἔλαβε
ἀπό τόν Κλεισθένη καί, ἀργότερα, ἀπό τόν Ἐφιάλτη τίς πολιτικές
ἐξουσίες πού ἀσκοῦσε ὡς τότε ὁ Ἄρειος Πάγος, κληρονόμησε ἀπό
αὐτόν, μαζί μέ τό δικαίωμα νά ἐλέγχει τήν ἐκτέλεση τῶν νόμων,
καί τή δικαιοδοσία πού συνδεόταν μέ αὐτόν τό νόμο. Καθώς
παρακολουθοῦσε τή διαχείριση τῶν ὑπαλλήλων, καί εἰδικά τῶν
οἰκονομικῶν ὑπαλλήλων, εἶχε δικαίωμα νά τούς καλεῖ καί νά τούς
κρίνει, ἄν ἦταν ἔνοχοι γιά παράλειψη καθήκοντος ἡ γιά παράβαση
νόμων.
Ἡ ποινική δικαιοδοσία
τῆς βουλῆς ἦταν πρῶτα ἀπ’ ὅλα ὁπλισμένη μέ ἀπεριόριστες
κυρώσεις· περιλάμβανε τότε τό δικαίωμα νά ἐπιβάλει πρόστιμο,
φυλάκιση, ἀκόμη καί θάνατο. Ἀλλά περιορίστηκε σέ ἕνα ἀστυνομικό
πρόστιμο: τήν ἐπιβολή. Ἀκόμη ἡ βουλή δέν μποροῦσε νά καταδικάσει
χωρίς δικαίωμα ἔφεσης σέ πρόστιμο μεγαλύτερο ἀπό πεντακόσιες
δραχμές· ὅσες καταδίκες ξεπερνοῦσαν αὐτό τό ποσό παρουσιάζονταν
ἀπό τους νομοθέτες στό λαϊκό δικαστήριο, τοῦ ὁποίου καί μόνον ἡ
ἀπόφαση ἦταν ἀνέκκλητη.87
Κάποτε μάλιστα ἦρθε ἡ στιγμή πού μποροῦσαν νά ἀσκοῦν ἔφεση καί
γιά τά πρόστιμα πού ἦταν στά ὅρια τῆς ἁρμοδιότητάς της.88
Ὁ Ἀριστοτέλης μᾶς διηγεῖται σέ ποιές περιπτώσεις ἔγινε ἡ πρώτη
καί κυριότερη ἀπό αὐτές τίς ἀλλαγές. Μιά μέρα, λέει, κάποιος
ὀνόματι Λυσίμαχος, πού παραδόθηκε ἀπό τή βουλή στό δήμιο, ἐνῶ
ἦταν κιόλας στό χῶρο τῆς ἐκτέλεσης, ἀποσπάσθηκε ἀπό τόν Εὐμελίδη
ὁ ὁποιος διακήρυξε ὅτι δέν μποροῦσαν νά τιμωρήσουν μέ θάνατο
κανέναν πολίτη χωρίς τήν κρίση τοῦ λαοῦ· ὁ Λυσίμαχος ὁδηγήθηκε
στήν Ἠλιαία καί ἀθωώθηκε. Δυστυχῶς, δέν ξέρουμε πότε
τοποθετεῖται χρονολογικά τοῦτο τό δραματικό ἐπεισόδιο. Φαίνεται
πιθανό, πάντως, ὁτι ἡ ἀνώτατη δικαιοδοσία πού παραχώρησε ὁ
Κλεισθένης στή βουλή τῆς ἀφαιρέθηκε πρίν ἀπό τά μηδικά, ἴσως τό
501/500, ὅταν καθιερώθηκε ὁ ὅρκος τῶν βουλευτῶν: ἡ βουλή ἔχανε
ἔτσι συγχρόνως καί τή δικαστική ἁρμοδιότητα, πού δόθηκε στήν
Ἠλιαία, καί τή διπλωματική, πού δόθηκε στήν ἐκκλησία. Πάντως,
ἤδη ἀπό τόν 5ο αἰώνα προκηρύχθηκε ἡ ἀρχή: «Ὄχι θανατική ποινή
χωρίς τήν ἀπόφαση τοῦ λαοῦ συγκεντρωμένου σέ συνέλευση» (ἄνευ
τοῦ δήμου πληθύοντος μή εἶναι θάνατον).89
Ὁ κανόνας αὐτός, ἀφοῦ παραβιάστηκε ἀπό τους ὀλιγαρχικούς τό 411
καί 404, ἀλλά καί ἀπό τους δημοκρατικούς τό 403, μπῆκε πάλι σέ
ἰσχύ τό 368,90
καί αὐτή τή φορά γιά πάντα.
Τουλάχιστον, ἡ βουλή
χρησιμοποιοῦσε συχνά τά ποινικά δικαιώματά της στά περιθώρια πού
τῆς ὁριζε ὁ νόμος. Μετά ἀπό αἴτηση τοῦ ἄρχοντα βασιλέα τιμωρεῖ
ὅποιον παραβιάζει τήν ἱερότητα τοῦ Πελαργικοΰ· καί μέ δική της
πρωτοβουλία τιμωρεῖ τούς τριηράρχους πού δέν εἶναι στή θέση
τους, τούς ἀρχιτέκτονες πού κάνουν λάθη στήν ἐπισκευή τῶν
τοίχων, τούς πωλητές καί ἀγοραστές πού χρησιμοποιοῦν βάρη καί
μέτρα ἀθέμιτα - ἡ τούς μετρονόμους πού τούς ἀφήνουν
ἀνενόχλητους.91
Ἄν καί στερημένη ἀπό τό δικαίωμα νά καταδικάζει σέ θάνατο, ἡ
βουλή μπόρεσε γιά πολύν καιρό ἀκόμη νά ἐκδίδει ἐντάλματα
συλλήψεως σέ σοβαρές ὑποθέσεις καταχρήσεων ἡ ἔσχατης προδοσίας -
ὅπως ἔκαμε, παραδείγματος χάρη, τό 406 γιά τούς στρατηγούς πού
δέν ἐκπλήρωσαν τά καθήκοντά τους καί, τήν ἑπόμενη χρονιά, γιά
τόν δημαγωγό Κλεοφώντα. Ἀλλά, χρησιμοποιώντας αὐτή τή
διαδικασία, γινόταν στόχος σέ σφοδρές ἐπικρίσεις καί σέ
ἐπικίνδυνες ἐπιθέσεις. Καί ἐκεῖ ἐπίσης τά δικαιώματά της
περιορίστηκαν. Τό 403 ὁ ὅρκος τῶν βουλευτῶν περιλάμβανε ἀκόμη τό
δικαίωμα νά προβαίνει ἡ βουλή σέ συλλήψεις· ἕναν αἰώνα ἀργότέρα
ὁ ἴδιος ὅρκος διασφαλίζει τήν ἐλευθερία τῶν πολιτῶν - μέ τήν
ἐξαίρεση τῶν προδοτῶν, τῶν συνωμοτῶν, καί τῶν ἐνοικιαστῶν τῶν
δημοσίων προσόδων πού ἔκαμαν κατάχρηση - ἀρκεῖ νά παρουσιάσουν
τρεῖς συμπολίτες τους ὡς ἐγγυητές.92
Ἡ βουλή, ἀντί νά
ἐνεργήσει σέ συμφωνία μέ ἕναν ἄρχοντα ἡ νά πάρει ἡ ἴδια τήν
πρωτοβουλία, μπορεῖ νά κινηθεῖ καί ἀπό ἕναν ἰδιώτη. Δέχεται
καταγγελίες γιά τούς ἄρχοντες πού δέν τηροῦν τούς νόμους.93
Καμιά φορά προσφεύγουν σ’ αὐτήν καί γιά ὑποθέσεις πού ἐμπίπτουν
στίς συνοπτικές διαδικασίες τῆς ἀπαγωγῆς καί τῆς ἐνδείξεως. Ἔτσι
διώκονται τά αὐτόφωρα ἀδικήματα καί οἱ ἔκδηλες ἐνέργειες κατά
τῆς δημόσιας τάξης, ὅπως ἡ εἴσοδος σέ δημόσιο χῶρο κατά παράβαση
σχετικῆς ἀπαγόρευσης ἤ ἡ συμμετοχή προσώπου πού ἔχει χάσει τά
πολιτικά του δικακόματα σέ δημόσιες πράξεις.94
Σέ αὐτές τίς περιπτώσεις ὁ κατηγορούμενος συλλαμβάνεται καί
ὁδηγεῖται στίς ἀρχές ἀπό πολίτες πού ἀντιλήφθηκαν τό ἀδίκημα καί
παρουσιάζονται ὡς κατήγοροι ἤ ὡς μάρτυρες. Ἄλλες φορές
καταφεύγουν στή δικαιοδοσία τῶν Πεντακοσίων μέ γραπτή
καταγγελία, πού λέγεται φάσις: αὐτός ὁ τρόπος
χρησιμοποιεῖται συνήθως ὅταν πρέπει νά προστατευτοῦν συμφέροντα
τοῦ δημόσιου ταμείου καί τῶν δημόσιων κτημάτων ἤ νά τιμωρηθοῦν
παραβάσεις τῶν τελωνειακῶν καί ἐμπορικῶν νόμων.95
Τέλος, ἡ βουλή παίζει σημαντικό ρόλο στήν εἰσαγγελία, τή
διαδικασία πού προορίζεται νά τιμωρήσει γρήγορα τά ἐγκλήματα
κατά τοῦ κράτους.
Παλαιότερα, ἀπόπειρες
κατά τοῦ πολιτεύματος δικάζονταν μέ εἰσαγγελία ἀπό τόν Ἄρειο
Πάγο - δικαίωμα πού τοῦ τό ἀναγνώριζε ἕνας νόμος τοῦ Σόλωνα.96
Ἀλλά ἡδη τήν ἐποχή τῶν μηδικῶν ἡ ἐκκλησία κράτησε γιά τόν ἑαυτό
της τήν ἁρμοδιότητα σέ ὑποθέσεις πού ἀφοροϋσαν τή σωτηρία τῆς
πόλης, ὅπως ἡ προδοσία ἤ ἡ ἐξαπάτηση τοῦ λαοῦ.97
Ἔπειτα ἀπό τή
μεταρρύθμιση τοῦ Ἐφιάλτη ὁλα τά ἐγκλήματα πού ὑπάγονταν στήν
εἰσαγγελία, ἐγκλήματα κατά τῆς ἀσφάλειας τοῦ κράτους ἤ ἐγκλήματα
πού δέν πρόβλεπε ὁ νόμος, μποροῦσαν νά παραπεμφθοῦν εἴτε στή
βουλή εἴτε στήν ἐκκλησία. Ὅταν ἡ εἰσαγγελία φέρεται στή βουλή,98
αὐτή ἀρχίζει μέ τό πρόβλημα ἄν ὁ κατηγορούμενος εἶναι ἔνοχος ἡ
ὄχι. Σέ περίπτωση καταφατικῆς ἀπάντησης γίνεται νέα συζήτηση,
γιά νά κριθεῖ ἄν ἡ ἀνώτερη ποινή πού δικαιοῦται νά ἐπιβάλει ἡ
βουλή εἶναι ἀρκετή (καί ποιό θά εἶναι τό ὕψος της, στά νόμιμα
ὅρια τῆς ἐπιβολῆς) ἤ ἄν ἡ ὑπόθεση πρέπει νά μεταφερθεῖ ἀπό τους
θεσμοθέτες στήν ἐκκλησία ἤ στό λαϊκό δικαστήριο γιά μεγαλύτερη
ποινή. Ὅταν ἡ εἰσαγγελία εἰσάγεται κατευθείαν στήν ἐκκλησία,
αὐτή δέν ἀρχίζει τή διαδικασία προτοῦ ψηφίσει γιά τήν ἀποδοχή ἤ
μή τῆς ἐνοχῆς. Σέ περίπτωση ἀποδοχῆς ἡ ἐκκλησία ἐπιφορτίζει τή
βουλή νά συντάξει ἕνα σχέδιο ψηφίσματος πάνω στό ἐρώτημα ἄν ἡ
ὑπόθεση θά δικαστεῖ ἀπό τήν ἐκκλησία ἤ θά παραπεμφθεῖ σέ
δικαστήριο.
Ἀπό τήν ἐποχή πού μέ
τόν Κλεισθένη οἱ δῆμοι ἔγιναν συστατικά κύτταρα τοῦ πολιτικοῦ
σώματος, ἡ βουλή πού ἐκπροσωποῦσε τους δήμους ἔγινε τό κεντρικό
ὄργανο τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας. Ὁ Ἐφιάλτης αὔξησε τό κύρος
της, δίνοντάς της τή θέση πού εἶχε ὁ Ἄρειος Πάγος στό «πολίτευμα
τῶν προγόνων». Μετά ἀπό αὐτή τήν ἀποφασιστική μεταρρύθμιση, στήν
ἀρχή τῶν ψηφισμάτων οἱ λέξεις «ὁ λαός ἀποφάσισε»
ἀντικαταστάθηκαν ἀπό τή διατύπωση «ἡ βουλή καί ὁ λαός
ἀποφάσισαν». Ὁ Ἀριστοτέλης ἀναγνωρίζει λοιπόν ὅτι ἡ βουλή στή
δημοκρατία διατήρησε ἐξέχουσα θέση. Ἀλλά προσθέτει ὁτι ἔχασε
δύναμη ἀφότου οἱ πολίτες ἄρχισαν νά πληρώνονται γιά νά μετέχουν
στήν ἐκκλησία: «ἐπειδή – λέει - ὁ λαός στόν ὁποιο προσφέρουν
μισθό παίρνει τά πάντα ἐπάνω του».99
Ὑπῆρξαν λοιπόν, στήν ἱστορία τῆς βουλῆς, δύο τελείως
διαφορετικές περίοδοι.
Οἱ σύγχρονοί μας
ἱστορικοί διαμαρτυρήθηκαν μερικές φορές γι’ αὐτήν τή διάκριση.100
Στήν πράξη, οἱ Ἀθηναῖοι του 4ου αἰώνα ἔλεγαν ὅτι ἡ πόλη τους
θεμελιωνόταν σέ τρεῖς οὐσιαστικούς θεσμούς: στήν ἐκκλησία, στήν
Ἠλιαία, ὁπου ὁ λαός δροῦσε ἄμεσα, καί στή βουλή, ὁπου ἔστελνε
πληρεξούσιους.101
Κάθε ἐποχή οἱ πολιτικοί ἔβρισκαν στή βουλή ἕνα θαυμάσιο βῆμα,
γιά νά δώσουν παλμό στήν κυβέρνηση καί στή διοίκηση. Ἔβρισκαν
πάντα, ὅπως στήν ἐκκλησία, μιά μάζα βουβῶν ἀκροατῶν καί μερικούς
ρήτορες (οἱ πρῶτοι χαρακτηρίζονται ἰδιῶται, οἱ δεύτεροι
λέγοντες):102
ἕνας ἀρχηγός κόμματος ἀρκοῦσε νά πάρει τήν πλειοψηφία στή βουλή
τῶν πεντακοσίων, γιά νά εἶναι σχεδόν βέβαιος ὅτι θά παρασύρει τό
λαό καί θά ἐπιβάλει τίς ἀπόψεις του σέ ὅλους τους ἄρχοντες. Ὁ
Κλέων ὡς βουλευτής ἄρχισε τό 428/7 τήν ἐκπληκτική σταδιοδρομία
τοῦ δημαγωγοῦ, καί ὡς βουλευτής ὁ Δημοσθένης ἔλπισε νά λάβει πιό
δραστήρια μέρος στίς διαπραγματεύσεις τοῦ 346.103
Μπορεῖ ὅμως νά πεῖ
κανείς ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης ἦταν θύμα τῶν προκαταλήψεών του, καί
ὅτι πραγματικά δέν ὑπῆρξε σοβαρή διαφορά ἀνάμεσα στή βουλή τοῦ
5ου αἰώνα καί στή βουλή τοῦ 4ου; Ἐάν πλησιάσουμε περισσότερο στά
πράγματα, ἀλλάζουμε ἐντύπωση. Ἀσφαλῶς ἡ βουλή, μέ μέλη κληρωτά
καί ἔμμισθα, ἔμεινε - ὡς τίς πολιτειακές μεταβολές πού ἔγιναν
κατά τό τέλος τοῦ πελοποννησιακοῦ πολέμου - τό κύριο ὄργανο τοῦ
ἀθηναϊκοῦ πολιτεύματος. Ὅταν ὁ Θουκυδίδης θέλει νά δηλώσει τή
δημοκρατία σέ ἀντίθεση μέ τήν ὀλιγαρχία, χρησιμοποιεῖ τήν
ἔκφραση: «ὁ δῆμος καί ἡ αἱρετή βουλή» [δῆμος καί βουλή ἡ ἀπό
κυάμου].104
Πράγματι, ἡ πρώτη φροντίδα τῶν ὀλιγαρχικῶν, ὁταν θριαμβεύουν τό
411, εἶναι νά διαλύσουν τή βουλή τῶν πεντακοσίων, γιά νά τήν
ἀντικαταστήσουν μέ μιά βουλή τετρακοσίων, διαλεγμένη μέ μεγάλη
προσοχή καί ἄμισθη. Ἄν καί ἡ βουλή τῶν πεντακοσίων
ἀποκαταστάθηκε ἀπό τό κόμμα τοῦ Θηραμένη, ἡ δημοκρατία δέν
θεωρήθηκε νικήτρια παρά μόνο ἀπό τήν ἡμέρα πού οἱ βουλευτές
ἔγιναν καί πάλι κληρωτοί.105
Τόν 4ο αἰώνα ἡ βουλή δέν φαίνεται νά παίζει τόν ἴδιο σημαντικό
ρόλο στίς ἐσωτερικές ὑποθέσεις. Βέβαια ὁ λαός, γιά τίς σχέσεις
μέ τό ἐξωτερικό, δέν μπορεῖ παρά νά ἀπευθύνεται σ’ αὐτήν - καί
ἀπό αὐτό τό πρίσμα πρέπει νά δικαιώσουμέ τους ἱστορικούς πού
ἐπικαλοῦνται τίς μυστικές συνεδριάσεις τῆς βουλῆς, γιά νά μή
δεχτοῦν ὅτι οἱ ἐξουσίες της μειώθηκαν ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Περικλῆ
ὡς τήν ἐποχή τοῦ Δημοσθένη. Ἀλλά γιά τά ὑπόλοιπα, τή βλέπουμε
ἀπό τότε στενά ὑποταγμένη στήν ἐκκλησία τοῦ δήμου, καί γι’ αὐτο
οὔτε ὁ Ἀριστοτέλης, πού μελέτα τήν ἐσωτερική ζωή τῶν πόλεων,
ἔχει ἄδικο ὅταν δηλώνει ὅτι πληρώνοντας τήν ἐκκλησία
ἐξασθενίζουν τή βουλή.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.
Αναφέρεται στου
Zimmern,
The greek Commonwealth...,
σ.
161.
2. Αριστοτέλης,
Αθηναίων Πολιτεία,
22, 2· πρβ. 21, 3· 43, 2.
3.
Inscriptiones Graecae,
ed. minor,
τ.
I,
άρ.
10.
4.
Αριστοτέλης,
δ.π.,
62, 1.
5.
Θουκυδίδης,
69, 4· 66, 1·
Αριστοτέλης,
δ.π.,
32,
Ι·
Inscriptiones Graecae,
δ.π.,
στ.
7
κ.έ.,
11.
6.
Inscriptiones Graecae,
δ.π.,
στ.
10·
Ξενοφών,
Απομνημονεύματα,
I, 2, 35·
Υπόθεση του Δημοσθένη,
Κατ’
Ἀνδροτίωνος.
7. Πλάτων Κωμικός, απ. 166 κ.έ. (=
Kock,
Comicorum Atticorum fragmenta,
τ.
I,
Λιψία 1880, σ. 643)· Αισχίνης,
Κατά
Κτησιφώντος,
62.
8. Θουκυδίδης,
δ.π.,
69· Αριστοτέλης,
δ.π.,
24, 3· 62, 2.
9. Αριστοτέλης,
δ.π.,
45, 3·
Inscriptiones Graecae,
δ.π.,
στ. 8 κ.έ.
10.
J. Sundwall,
Epigraphische Beitrage zur sozialpolitischen
Ge-schichte Athens im Zeitalter des Demosthenes,
Λιψία
1906,
σ.
2
κ.έ.
11. Αριστοτέλης,
δ.π.,
62, 3.
12.
στο
ϊδιο,
22, 2.
13.
Βλ.
Daremberg
-
Saglio
-
Pottier
-
Lafaye,
Dictionnaire...,
λ.
«Jusjurandum»,
σ.
756.
14.
Glotz,
Histoire grecque,
τ.
I,
σ.
475
κ.έ.,
482.
15. Αριστοτέλης,
δ.π.,
32, 1.
16. Θουκυδίδης, VIII, 70' Δημοσθένης,
Περί
της παραπρεσβείας,
190*
Κατά
Μειδίον,
114.
17. Δημοσθένης,
Κατ’
Ἀνδροτίωνος,
36.
18. Βλ.
Daremberg
-
Saglio
-
Pottier
-
Lafaye,
δ.π.,
τ. I, σ. 741, είκ. 841.
19. Λυκούργος,
Κατά
Λεωκράτονς,
37' Αριστοφάνης,
"Ορνιθες,
794 και Σχόλια.
20. Αισχίνης,
Κατά
Τιμάρχου,
111 κ.έ.· πρβ. Η.
Lipsius,
Das attische Recht und Rechtsverfahren,
τ.
II,
Λιψία 1908, σ. 277 κ.έ.
21. Δημοσθένης,
δ.π.,
8, 11 κ.έ., 16, 20, 35· Αριστοτέλης,
δ.π.,
46, 1·
Michel,
Recueil...,
άρ. 100, Β, στ. 5 κ.έ.
22. Αριστοτέλης,
δ.π.,
43, 3· Ανδοκίδης, 77ερί
των
μυστηρίων,
36, 45, 111·
Inscriptiones Graecae,
δ.π.,
άρ. 114' τ.
II,
άρ. 330·
Michel,
δ.π.,
άρ. 74, στ. 53' 604, Β, στ. 15 κ.έ.· Ξενοφών,
Ελληνικά,
VI,
4, 20.
23.
Βλ.
P. Cloche, «L'import. des pouv. de la Boule ath.»,
Revue des Etudes Grecques,
τ.
XXXIV,
1921,
σ.
248
κ.έ.
24. Αριστοφάνης,
Ειρήνη,
905 κ.έ. καί Σχόλια·
Michel,
δ.π.,
άρ. 72, Β, στ. 4 κ.έ.
25. Ανδοκίδης,
δ.π.,
84.
26.
στο
Ιδιο,
45· Πλούταρχος,
Νικίας,
5· Ξενοφών,
Ελληνικά,
I, 7, 3.
27. Δημοσθένης,
Περί
της παραπρεσβείας,
70, καί
Κατ
Άριστοκρά-τους,
97.
28.
Φιλόχορος,
άπ.
119 (=
Muller,
Fragmenta...,
τ.
I,
σ.
403).
29.
Πρβ.
Busolt,
Griechische Staatskunde,
τ.
II, 1926,
σ.
1027.
30.
Βλ.
Maurice Brillant,
Les secretaires atheniens,
Παρίσι
1911,
σ.
23
κ.έ.
31.
Αριστοτέλης,
δ.π.,
43, 2·
πρβ.
Inscriptiones Graecae,
ed. minor,
τ.
II,
άρ.
242, 349, 359.
32.
Βλ.
Busolt,
δ.π.,
τ.
II,
σ.
1028,
σημ.
2.
33.
Αριστοτέλης,
δ.π.,
3· 62, 2,
μέ
την άποκατάσταση άπό τον Ρ.
Foucart,
στη
Revue de Philologie, de Litterature et d'Histoire
an-ciennes,
τ.
XLII,
1918,
σ.
55
κ.έ.
34. Δημοσθένης,
Περί
της παραπρεσβείας,
190.
35. Αριστοτέλης,
δ.π.,
44, 1.
36. Δημοσθένης,
Περί
τον στεφάνου,
169.
37.
Michel,
δ.π.,
άρ. 70, στ. 12 κ.έ.· Αριστοφάνης,
δ.π.
Αριστοτέλης,
δ.π.,
43, 6· πρβ.
Busolt,
δ.π.,
τ. II, σ. 1016.
38. Αριστοφάνης,
Ίππῆς,
300·
Θεσμοφοριάζονσαι,
654, 754, 923, 929 κ.έ.
39.
Dittenberger,
Sylloge...,
δ.π.,
άρ. 104, στ. 11 κ.έ.· 91, στ. 9 κ.έ.
40.
Inscriptiones Graecae,
τ.
II,
άρ.
864, 866, 871, 872, 1183.
41. Θουκυδίδης, VI, 14· Ξενοφών,
Ελληνικά,
I, 7, 14 κ.έ.· Δημοσθένης,
Κατά
Τιμοκράτους,
22.
42. Ξενοφών,
δ.π.,
15·
Απομνημονεύματα,
I, 1, 18· Πλάτων,
Απολογία,
σ. 32b·
Δημοσθένης,
Περί
της παραπρεσβείας,
190.
43. Πολυδεύκης, VIII, 104'
Michel,
δ.π.,
άρ. 648, Β, στ. 2 κ.έ.· 824,
ι,
στ. 18 κ.έ.·
ιι,
στ. 12 κ.έ.· 1029.
44. Αριστοτέλης,
δ.π.,
46, 1.
45. Ψευδο-Ξενοφών,
Αθηναίων Πολιτεία,
III,
2-
Inscriptiones Graecae,
ed.
minor,
τ.
I,
άρ. 73, στ. 19· 74,
π,
στ. 1 κ.έ.· Αριστοτέλης,
δ.π.,
24, 3.
46. Αριστοτέλης,
δ.π.,
48, 3-4· πρβ.
Inscriptiones Graecae,
δ.π.,
άρ. 46, στ. 19 κ.έ.· 127, στ. 18 κ.έ.
47.
Inscriptiones Graecae,
ed.
minor,
τ.
I,
άρ. 84·
Dittenberger,
δ.π.,
2η έκδ., άρ. 587, στ. 28, 296, 301·
Michel,
δ.π.,
άρ. 1459, στ. 25· 648, Β, στ. 6 κ.έ.· 680.
48. Βλ.
Brillant,
ὅ.π.,
σ. 17 κ.έ., 25 κ.έ., 22, 7 κ.έ.·
Schultess,
στδ
Pauly
-
Wissowa
-
Kroll,
δ.π.,
τ. VII, σ. 1710 κ.έ.
49.
Βλ.
Larfeld,
Handbuch...,
τ.
II,
π,
σ.
644
κ.έ.·
Brillant,
ὅ.π.,
σ.
11
κ.έ.
50. Ψευδο-Πλούταρχος,
Βίοι
των δέκα ρητόρων, Λυκούργος,
11, σ. 841f.
51.
Βλ.
Brillant,
ὅ.π.,
σ.
27
κ.έ.
52. Είναι αύτό πού ο'ι επιγραφικοί δνομάζουν
νόμο
τον
Ferguson
(δ.π.,
σ. 53 κ.έ.).
53.
στο
ϊδιο,
σ. 97 κ.έ.· πρβ.
Busolt,
δ.π.,
τ.
II, σ. 1040 κ.έ.
54. Αριστοτέλης, 54, 3-5" Θουκυδίδης, VII, 10.
55. Αριστοφάνης,
Ἀχαρνῆς,
45, 123, 172·
Θεσμοφοριάζουσαι,
271· Δημοσθένης,
Περί
της παραπρεσβείας,
70.
56. Βλ. έδώ, σ. 171, 189.
57.
Michel,
δ.π., άρ. 10, στ. 5· 80, Β, στ. 52· 105, στ. 9· 110, στ. 48.
58. Ψευδο-Ξενοφών, III, 2.
59. Βλ.
Larfeld,
δ.π., τ.
II,
π, σ. 690.
60.
Βλ.
P. Cloche,
δ.π.,
σ.
254-258.
61. Δημοσθένης,
Κατ
Άριστοκράτονς,
87· Ψευδο-Δημοσθένης,
Κατά
Εύέργου,
34.
62. Αριστοτέλης, δ.π., 47, 1· 49, 5· πρβ. Τευδο-Ξενοφών,
ὅ.π
63. Βλ.
P.
Cloche,
δ.π., σ. 258 κ.έ.
64.
Michel,
δ.π.,
άρ.
71,
στ.
30·
Inscriptiones Graecae,
ed. minor,
τ.
II,
άρ.
16.
65.
Θουκυδίδης,
V, 47, 9·
Βλ.
W. Larfeld,
δ.π.,
σ.
727
κ.έ.
66.
Ψευδο-Ξενοφών,
δ.π.·
Inscriptiones Graecae,
ed. minor,
τ.
I,
άρ.
63-66, 218·
Michel,
δ.π.,
άρ.
70, 72.
67. Αριστοτέλης, δ.π., 42, 2·
Michel,
δ.π., άρ. 610.
68. Ξενοφών,
Ιππαρχικός,
I, 8, 13· Αριστοτέλης, δ.π., 49, 1-2· πρβ.
Albert Martin,
Les cavaliers atheniens,
Παρίσι
1886,
σ.
328
κ.έ.
69.
Βλ.
Inscriptiones Graecae,
τ.
II,
άρ.
802
κ.έ.·
Αριστοτέλης,
δ.π.,
46, 1·
πρβ.
Busolt,
δ.π., τ. II, σ. 1032, 1049.
70. Ψευδο-Δημοσθένης,
Κατά
Ενέργον,
42· Ξενοφών,
Ελληνικά,
VI, 2, 12 καί 14.
71. Ψευδο-Ξενοφών, δ.π.· Λυσίας,
Κατά
Νικομάχον,
22.
72. Αριστοτέλης, δ.π., 47, 5· 48, 1· πρβ.
Ανδοκίδης,
Περί
των μυστηρίων,
79, 93, 134· Δημοσθένης,
Κατά
Τιμοκράτους,
11, 144.
73. Δημοσθένης,
Κατά
Μειδίου,
161 ·
Michel,
δ.π., άρ. 71, στ. 40 κ.έ.
74.
Αριστοτέλης,
δ.π.,
49, 4·
Inscriptiones Graecae,
ed. minor,
τ.
I,
άρ.
54,
στ.
10
κ.έ.
75.
Αριστοτέλης,
δ.π.,
48, 2.
76.
Inscriptiones Graecae,
ed. minor,
τ.
II,
άρ.
330,
στ.
18
κ.έ.·
Michel,
δ.π.,
άρ.
108.
77.
Michel,
δ.π.,
άρ.
75,
στ.
20·
Αριστοτέλης,
δ.π.,
47, 1·
Inscriptiones Graecae,
δ.π.,
άρ.
840.
78.
Πρβ.
Inscriptiones Graecae,
ed. minor,
τ.
I,
άρ.
Ill,
54, 84.
79.
στο
ίδιο,
άρ. 24· 115, στ. 8.
80.
Αριστοτέλης,
δ.π.,
46, 2.
81.
Inscriptiones Graecae,
ed. minor,
τ.
I,
άρ.
88"
πρβ.
άρ.
24-25·
βλ.
Pogorelski
-
Hiller von Gaertringen,
στο
Sitzungsberichte der Preuss. Akad. d. Wiss. zu
Berlin,
1922,
σ.
187
κ.έ.·
βλ.
Pogorelski
καί
Dinsmoor,
στδ
American Journal of Archaeology,
1923,
σ.
314-317
καί
318-325,
άντίστοιχα.
82. Αριστοτέλης, δ.π., 49, 3· πρβ. 47, 1· 60, 1.
83.
Michel,
δ.π., άρ. 100.
84. Δημοσθένης,
Περί
της παραπρεσβείας,
128· Δείναρχος,
Κατά
Δημοσθένους,
82. Βλ. έδώ, σ. 201.
85.
Michel,
δ.π., άρ. 71, στ. 22 κ.έ., 30 κ.έ., 58 κ.έ.· 674, στ. 6 κ.έ.,
20, 41 κ.έ., 80.
86. Αριστοτέλης, δ.π., 42, 2 (πρβ. Λυσίας,
Περί
της Ευάνδρου δοκιμασίας,
21·
Κατά
Θεομνήστου,
31)· 49, 1-2 (πρβ. Ξενοφών,
Οικονομικός,
IX, 15)· 4 (πρβ. Λυσίας,
Υπέρ
τοῦ άδυνάτου,
26)· 45, 3· 55, 2.
87.
στο
Ιδιο,
45, 1-2 (πρβ. 41, 2· 46, 2)·
Inscriptiones Graecae,
ed.
minor,
τ.
I,
άρ. 114, στ. 32·
Michel,
δ.π., άρ. 71, στ. 58· 604, Β, στ. 10 κ.έ.· Ψευδο-Δημοσθένης,
Κατά
Εύέργου,
43.
88. Βλ. Η.
Lipsius,
δ.π.,
τ.
I,
Λιψία 1905, σ. 45 κ.έ.
89.
inscriptiones Graecae,
ed. minor,
τ.
I,
άρ.
114,
στ.
37.
Βλ.
Ρ.
Cloche, «Le Conseil ath. des Cinq Cents et la
peine de mort»,
Re cue des Etudes Grecques,
τ.
XXXIII,
1920,
σ.
1
κ.έ.
90. Αριστοτέλης,
δ.π.,
40, 2· Λυσίας,
Κατά
των σιτοπωλών,
2.
91.
Michel,
δ.π.·
Inscriptiones Graecae,
τ.
II,
άρ.
167,
στ.
25.
92. Δημοσθένης,
Κατά
Τψοκράτους,
96, 144.
93. Αριστοτέλης, δ.π., 45, 2· Αντιφών,
Περί
χορευτοῦ,
12, 35· Ψευ-δο-Δημοσθένης,
Κατά
Εύέργου,
41.
94. Ανδοκίδης,
Περί
των μυστηρίων,
91, 111· Αριστοφάνης,
Θεσμοφοριάζουσαι,
654, 764, 1084.
95. Αριστοφάνης,
Ίππῆς,
300· Ισοκράτης,
Τραπεζιτικός,
42·
Κατά
Καλλιμάχου,
6.
96. Αριστοτέλης, δ.π., 8, 4.
97. Λυκούργος,
Κατά
Λεωκράτους,
117· Ηρόδοτος, VI, 136.
98.
Michel,
δ.π., άρ. 71, στ. 58· Ξενοφών,
Ελληνικά,
I, 7, 3· Λυσίας,
Κατά
Νικομάχου,
22.
99. Αριστοτέλης,
Πολιτικά,
VII (VI), 1, 9· πρβ.
VI (IV), 12, 8-9.
100.
Πρβ.
Wilamowitz-Moellendorff,
Aristoteles...,
τ.
II,
σ.
198·
Ρ.
Cloche,
στη
Revue des Etudes Grecques,
τ.
XXXIV,
1921,
σ.
233
κ.έ.
101. Δημοσθένης,
Κατά
Τιμοκράτονς,
9, 99·
Κατ’
Ἀριστοκράτους,
97· Ζ7ρός
Λεπτίνην,
100· Ψευδο-Δημοσθένης,
Κατ’
Ἀριστογείτονος
Α,
20.
102. Δημοσθένης,
Κατ’
Ἀνδροτίωνος,
36 κ.έ.· πρβ.
Michel,
δ.π., άρ. 100.
103. Πρβ.
Georg Busolt,
Griechische Geschichte,
τ.
Ill,
ιι,
Γκότα
1904,
σ.
998·
P. Cloche,
δ.π.,
σ.
260
κ.έ.
104.
Θουκυδίδης,
VIII, 66·
πρβ.
69.
105.
Ανδοκίδης,
δ.π.,
96.