Ἡ τραγωδία
καί τό τραγικό,
Διονυσιακό και Ἀπολλώνιο
ΑΠ’ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΑ
(1885 – 8)
(ἀπό τό ἔργο «ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΚΑΤΑ
ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ)
Friedrich Nietzsche
[15 (10) 1888] Τί σημαίνει Τραγικό;
Ἔχω ὑποδείξει ἐπανειλημμένα τή μεγάλη παρανόηση
τοῦ Ἀριστοτέλη σχετικά μέ κεῖνα τά δύο κ α τ α θ λ ι π
τ ι κ ά αἰσθήματα, τό φόβο καί τόν ἔλεο, τά ὁποῖα
ἐξελάμβανε ὡς κατεξοχήν τραγικά. Ἄν εἶχε δίκιο, τότε
ἡ Τραγωδία θἆταν μία Τέχνη θανατηφόρος, ἕνας
πραγματικός δημόσιος κίνδυνος. Δηλαδή, ἡ Τέχνη, τό
μεγάλο διεγερτικό της ζωῆς, τό μεγάλο μεθύσι γιά
ζωή, ἡ βούληση γιά ζωή, θά ὑπηρετοῦσε τήν παρακμή (κι
ἄρα τήν ἀπαισιοδοξία!) - θά ἔ β λ α π τ ε, τότε, τήν
ὑγεία. Νά λέγαμε, λοιπόν —καθώς φαίνεται νά πιστεύει ὁ
Ἄριστοτέλης—, ὁτι προκαλῶντας κανείς φόβο καί ἐλεο
«καθαίρεται» κιόλας; Ἄτοπο! Ὅ,τι ἐγείρει κατά βάσιν
φόβο ἤ ἔλεο, ἀποδιοργανώνει, ἀποδυναμώνει,
ἀποθαρρύνει. Ἄν δίναμε δίκιο στόν Σοπενάουερ καί
δεχόμασταν ὁτι ἡ Τραγωδία δίδασκε τήν «παραίτηση»
—πρότεινε, δηλαδή, ἕναν ἤπιο τρόπο ν’ ἀπαρνηθεῖ
κανείς τήν εὐτυχία, τήν ἐλπίδα, τή βούληση γιά ζωή—, ἔ,
τότε θἄχαμε μιά Τέχνη πού θ’ ἀπαρνιόταν τόν ἴδιο τόν
ἑαυτό της! Τότε, Τραγωδία θά σήμαινε διαδικασία
ἀποσύνθεσης: ἡ καλλιτεχνική ὁρμή θά ἐκμηδένιζε τή
ζωτική ὁρμή! Ὁ χριστιανισμός, ὁ μηδενισμός, ἡ
τραγική Τέχνη κ’ ἡ σωματική κατάπτωση θἄδιναν τά
χέρια, θά θριάμβευαν καί θά τράβαγαν μαζί πρός τή δόξα -
σ τ ό ν κ α τ ή φ ο ρ ο!.. Ἡ Τραγωδία θἄταν ἁπλῶς
σύμπτωμα ξεπεσμοῦ...
Τούτη ἡ θεωρία εὔκολα ἀνασκευάζεται: ἄν μέτραγε
κανείς μ’ ἕνα δυναμόμετρο τή συγκίνηση πού προκαλεῖ
μία δραματική παράσταση, θἄχαμε μιάν ἔνδειξη πού
μόνο ἕνας Συστηματικός (ἐξαιτίας τῆς ἀκατάσχετης
ψευδολογίας του), δέ θά μποροῦσε ψυχολογικά νά δεχτεῖ:
ἡ Τραγωδία εἶν’ ἕνα τ ο ν ω τ ι κ ό.
Ἄν, τώρα, ὁ Σοπενάουερ α ὐ τ ό δέν θ έ λ η σ ε
νά τό καταλάβει, ἄν ὅρισε ὡς «τραγικό» τό
«καταθλιπτικό», ἄν στούς Ἕλληνες (οἱ ὁποῖοι, πρός μεγάλη
του δυσαρέσκεια, δέν ἔλεγαν νά «παραιτηθοῦν»...)
ἀντέτεινε πώς τάχα δέν ὁλοκλήρωσαν τήν κοσμοθεωρία
τους, τοῦτο δέν εἶναι παρά προκατάληψη,
ἐπακόλουθο τῆς λογικῆς τοῦ Συστήματος,
παραχάραξη ἑνός Συστηματικοῦ. Μιά τέτοια μάλιστα
παραχάραξη, τοῦ χειρίστου εἴδους, διέφθειρε
σιγά-σιγά τήν ψυχολογία τοῦ ἴδιου του Σοπενάουερ, πού
αὐθαίρετα καί βάναυσα παρερμήνευσε τή Μεγαλοφυία,
τήν Τέχνη ὁλάκερη, τήν Ἠθική, τόν παγανισμό, τήν
ὀμορφιά, τή γνώση - σχεδόν τά πάντα!..
Ὁ Ἀριστοτέλης ἤθελε νά βλέπει τήν Τραγωδία
καθαρτική τοῦ φόβου καί τοῦ ἐλέου - μιά
εὐεργετική ἀποφόρτιση δύο ὑπερφορτισμένων νοσηρῶν
ἁψιθυμιῶν...
Οἱ ἄλλες ἁψιθυμίες δροῦν ἴσως τονωτικά· ὅμως τοῦτες οἱ
δύο εἶν’ ἐπιζήμιες, βλαβερές - πρέπει, κατά τόν
Ἄριστοτέλη, ν’ ἀποβάλλονται ἀπ’ τόν ἀνθρώπινο
ὀργανισμό· διεγείροντάς τες, λοιπόν, ἡ Τραγωδία,
καθαίρει καί λυτρώνει τόν ἄνθρωπο - τόν κάνει
καλύτερο. Ἡ Τραγωδία, εἶδος θ ε ρ α π ε ί α ς κατά
τῆς συμπόνιας- - -
[2 (106) 1885- 6] Ἡ ἀπάτη τοῦ Ἀ π ό λ λ ω ν α: ὅτι ἡ
ὡραία μορφή εἶν’ α ἰ ώ ν ι α· <λανθάνει> ὁ
ἀριστοκρατικός νόμος: «ἔ τ σ ι π ά ν τ α νἆναι!»
Διόνυσος: ἡδυπάθεια καί βαναυσότητα. Τό ἐφήμερο
μπορεῖ νά σημαίνει: ἀπόλαυση τῶν δημιουργικῶν καί
καταστροφικῶν δυνάμεων, ἀ δ ι ά λ ε ι π τ η δ η μ
ι ο υ ρ γ ί α.
[2 (114)1885-6] Τό ἔργο Τέχνης χ ω ρ ί ς κ α λ λ ι τ έ χ
ν η. Ἄς ποῦμε: σάν ἕνα σῶμα, σάν ἕνας ὀργανισμός
(πρωσσικό σῶμα ἀξιωματούχων, τάγμα Ἰησουιτῶν). Ὥς
ποιό σημεῖο ὁ καλλιτέχνης εἶν’ ἁπλῶς ἕνα προστάδιο...
Τί σημαίνει τό «ὑποκείμενο»; —
Ὁ κόσμος σάν ἕνα ἔργο Τέχνης πού αὐτο-γεννᾶται...
Ἆραγε ἡ Τέχνη εἶναι παρεπόμενο τ ῆ ς δ υ σ φ ο ρ ί α
ς π ρ ό ς τ ό Π ρ α γ μ α τ ι κ ό; Ἡ ἔκφραση ε ὐ γ ν
ω μ ο σ ύ ν η ς γ ι ά τ ή β ι ω ν ό μ ε ν η ε ὐ τ υ
χ ί α;
Στήν πρώτη περίπτωση: Ρ ο μ α ν τ ι σ μ ό ς· στή
δεύτερη: ἐξύμνηση τοῦ φαίνεσθαι καί διθύραμβος (κοντολογῆς:
Τέχνη τῆς ἀ π ο θ έ ω σ η ς): ἐδῶ ἀνήκει κι ὁ
Ραφαέλο..- μόνο πού μέσα του ἐλάνθανε ἐκείνη ἡ
δολιότητα, ν’ ἀποθεώνει τήν ἐ π ί φ α σ η τῆς
χριστιανικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κόσμου. Εὐγνωμονοῦσε τήν
ὕπαρξη, ὅποτε αὐτή δέν ἐμφανιζόταν εἰδικῶς
χριστιανική.
Μέ τήν ἠ θ ι κ ή ἑρμηνεία ὁ Κόσμος γίνεται ἀφόρητος. Ὁ
χριστιανισμός τή χρησιμοποίησε προσπαθώντας νά «ὑπερβεῖ»
τόν Κόσμο: ἤτοι, νά τόν ἀρνηθεῖ. — Στήν πράξη, μία τέτοια
παρανοϊκή ἀπόπειρα δολοφονίας κατά τῆς ζωῆς —οὐσιαστικά:
ἡ παρανοϊκή οἴηση τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ Κόσμου—
εἶχε σάν ἀποτέλεσμα ν’ ἀμαυρώσει, νά σμικρύνει, νά
φτωχύνει τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο· μόνο τό πιό μέτριο καί
πιό ἀβλαβές εἶδος, τό ἀγελαῖο εἶδος ἀνθρώπου,
ὠφελήθηκε ἀπό δαύτην, ἐ ν θ α ρ ρ ύ ν θ η κ ε ἄν
θέλετε...
Ὅ μ η ρ ο ς: ὁ κ α λ λ ι τ έ χ ν η ς τ ῆ ς ἀ π ο θ έ
ω σ η ς· τό ἴδιο κι ὁ Ροῦμπενς. Ἡ μουσική δέν μᾶς ἔδωσε
ἀκόμη κανέναν.
Ἡ ἐξιδανίκευση τοῦ μ ε γ ά λ ο υ π α ρ α β ά τ η
(ἡ ἀνάδειξη τῆς μ ε γ α λ ω σ ύ ν η ς του) εἶν’
ἐπίτευγμα ἑλληνικό· ἡ δυσφήμιση, ἡ συκοφάντηση, ἡ
περιφρόνηση τοῦ ἁμαρτωλοῦ: ἰουδαϊκό καί
χριστιανικό...
[14 (14) 1888] ...Μέ τή λέξη δ ι ο ν υ σ ι α κ ό
ἐκφράζεται ἡ ὁρμή γιά τό ἕνα, μία διάταση πέρα καί
πάνω ἀπό πρόσωπο, καθημερινότητα, κοινωνία,
ἁπτή πραγματικότητα, σάν μία ἄβυσσος τῆς
λησμοσύνης, μία πυρετική ἐπώδυνη ὑπερχείλιση πού
ὁδηγεῖ σέ πιό σκοτεινές, γεμάτες, «κυματώδεις»
καταστάσεις· ἕνα ἐκστατικό Ναί! στή ζωή ὅποια εἶναι,
σέ κεῖνο πού, μ’ ὅλη τή μεταβολή, παραμένει ἴδιο,
τό ἴδιο δυνατό κ’ ἱερό· ἡ ἀστείρευτη πηγή τῆς μεγάλης
πανθεϊστικῆς «συν-εὐφροσύνης» καί «συμπονετικότητας»,
καθαγιαστικής κ’ ἐπικυρωτικῆς ὡς καί τῶν πιό
τρομακτικῶν καί παράδοξων γνωρισμάτων τῆς ζωῆς,
ἀναβλύζοντας ἀπό ἕνα αἰώνιο θέλω γέννας,
γονιμότητας, αἰωνιότητας· τό στέρεο αἴσθημα ὅτι
δημιουργία καί φθορά εἶν’ ἕνα καί τό αὐτό...
Μέ τόν ὅρο ἀ π ο λ λ ώ ν ι ο νοεῖται ἡ
ὁλοκληρωτική ὁρμή γιά ἔκφραση τοῦ ἐγώ,
τό δυναμικό τοῦ λεγόμενου «ἀτόμου», ἡ ὁρμή γιά κάθετι
πού ἁπλοποιεῖ, ξεχωρίζει, δυναμώνει, ξεκαθαρίζει, ἡ
ὁρμή γιά τό μή διφορούμενο καί τό τυπικό· ἡ ἐλευθερία
ὑπό τόν ζυγό τοῦ νόμου...
Ἡ περαιτέρω ἐξέλιξη τῆς Τέχνης συνδέεται ἄμεσα μέ τό
ἀντιπάλεμα τῶν δύο τούτων καλλιτεχνικῶν δυνάμεων,
ὅπως κ’ ἡ περαιτέρω ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν
ἀνταγωνισμό τῶν δύο φύλων. Ἡ πληθωρική δύναμη κι ὁ
μετριασμός, ἡ ἀνώτερη μορφή αὐτοκατάφασης μές σέ μία
ψυχρή, εὐγενῆ κι ἄκαμπτη ὀμορφιά: ὁ «ἀπολλωνισμός»
τῆς ἑλληνικῆς βούλησης...
Οἱ καταβολές τῆς Τραγωδίας καί τῆς Κωμωδίας ὡς ὅ ρ α
σ η τ ο ῦ π α ρ ό ν τ ο ς
ἀπ’ τά μάτια ἑνός θεοῦ
βυθισμένου σέ ἔκσταση· ὡς ἀπό κοινοῦ βίωση τοῦ
τοπικοῦ Μύθου, τοῦ Παρευρίσκεσθαι, τοῦ Θαύματος, τῆς
θεμελιωτικῆς Πράξης, τοῦ «Δράματος» ( -
Ἡ ἀντίθεση Διονυσιακοῦ καί Ἄπολλώνιου στήν
Ἕλληνική ψυχή, ὑπῆρξε γιά μένα τό πιό γοητευτικό
αἴνιγμα στήν ἐνασχόλησή μου μέ τούς Ἕλληνες. Κατά
βάθος, ἐνδιαφερόμουν
νά μαντέψω γιά ποιό λόγο ὁ ἑλληνικός ἀπολλωνισμός
χρειάστηκε ἕνα διονυσιακό ὑπέδαφος γιά νά
φυτρώσει· τί ἀνάγκασε, δηλαδή, τό διονυσιακό
Ἕλληνα νά γίνει ἀπολλώνιος: νά διασταυρώσει τή ροπή
του γιά τό τρομερό, τό πολυσχιδές, τό ἀβέβαιο, καί τό
φρικτό μέ μιάν ἄλλη ροπή: γιά τό σύμμετρο, τό ἁπλό, γιά τό
συμβατό μέ τόν κανόνα καί τήν ἔννοια.
Στή ρίζα τοῦ Ἕλληνα: τό ἄμετρο, τό ἔκλυτο τῆς Ἀσίας- ἡ
ἀνδρεία του συνίσταται στόν ἀγῶνα του κατά τοῦ
ἐγγενοῦς ἀσάσιατισμοῦ» του· ἡ ὀμορφιά δέν τοῦ
χαρίστηκε —ὅπως οὔτε, ἄλλωστε, ἡ λογική ἤ ἡ
φυσικότητα τῶν ἐθίμων— τήν κατάκτησε, τή θέλησε,
ἀγωνίστηκε γι’ αὐτην - τήν κέρδισε!
[41 (6) 1885] Οἱ μεγαλύτερες καί λαμπρότερες χαρές τοῦ
ἀνθρώπου —γιορτές καθαυτό τῆς ὕπαρξης, πού τήν
περιτυλίγουν μέ φῶς— ἔρχονται (τί πιό φυσικό;) μόνο
στούς πιό σπάνιους κι ἀκμαίους· καί τοῦτο, μονάχα γιατί
οἱ ἴδιοι κ’ οἱ πρόγονοί τους ἔζησαν ἐπί μακρόν μιά
«προπαρασκευαστική» ζωή πρός ἐκείνη τήν
κατεύθυνση, μή γνωρίζοντας ὅτι πορεύονται πρός τά
κεῖ... Μετά τή μακρά τούτη προετοιμασία, προβάλλει σέ
Ἕναν Ἄνθρωπο ἕνας ὑπερχειλής πλοῦτος πολυσχιδῶν
ἱκανοτήτων καί μαζί τό κυρίαρχο πρόσταγμα μίας «ἐλεύθερης
βούλησης», συνυπάρχοντας ἁρμονικά, δρῶντας
εὐεργετικά στό πνεῦμα του. Τότε τό πνεῦμα οἰκειώνεται
τίς αἰσθήσεις καί φιλιώνει μαζί τους, κ οἱ αἰσθήσεις
οἰκειώνονται τό πνεῦμα· κι ὅ,τι κεντρίζει τό πνεῦμα,
ἀπογειώνει καί τίς αἰσθήσεις σέ πρωτόγνωρα ὕψη
λεπτότατης εὐτυχίας καί γόνιμου παιγνιδιοῦ. Ἀλλά κι
ἀντίστροφα! Σκεφτεῖτε, φέρ’ εἰπεῖν, τήν περίπτωση τοῦ
Χαφίζ
—ἤ τόν ἴδιο τό Γκαῖτε! ἄν καί σέ μικρότερο βαθμό— γιά νά
πάρετε μιάν ἰδέα περί τίνος πρόκειται... Προφανῶς,
τέτοιοι ἐντελεῖς καί ἀκμαιότατοι ἄνθρωποι
διελαύνονται ἀπό μιάν ὑπέρτατη πνευματικότητα πού,
σά μεθυστική ἀλληγορία, ἐκλαμπρύνει κάθε ἀσχολία
τοῦ νοῦ καί τῶν ἀΐσθησεών τους· νιώθουν πώς μέσα τούς
πραγματώνεται περίπου μιά θ έ ω σ η τ ο ῦ σ ώ μ α
τ ο ς, καί βρίσκονται στόν ἀντίποδα τῆς ἀσκητικῆς
φιλοσοφίας πού πρεσβεύει ὅτι, τάχα, «ὁ θεός πνεῦμα
ἐστί» - τ ο ῦ τ ο ἴσα-ἴσα καταδεικνύει πώς ὁ ἀσκητής
εἶναι τό ἀκριβῶς ἀντίθετο τοῦ ἀκμαίου, εἶναι ὁ λειψός,
ὁ ὁποῖος ὀνομάζει κ α λ ό —κ ι ἀ π ο κ α λ ε ῖ θ ε
ό τ ο υ— ἕνα ὄν ἀπρόσωπο, «καθεαυτό»,
πού κρίνει κιόλας, καί καταδικάζει!
Ἀτενίζοντας λοιπόν ἀπό τήν κορφή τῆς ὑπέρτατης χαρᾶς
— ἐκεῖ πού ὁ ἄνθρωπος νιώθει καθαυτό θεός κι
αὐτοδικαιωτής τῆς Φύσης— ἴσαμε τό ἄλλο ἄκρο, τίς
ὑπώρειες τῆς ἄφτερης χαρᾶς τοῦ βασταγεροῦ ἀγρότη καί
τοῦ ἡμιανθρώπου-κτήνους,.. γιά ὅλη τούτη τήν πλατιά,
τρομερή καί φωτεινή χρωματική κλίμακα τῆς ε ὐ δ α ι μ
ο ν ί α ς, οἱ Ἕλληνες χρησιμοποιοῦσαν ἕνα ὄνομα, μέ
πολλή περίσκεψη καί σεβάσμια σιωπή (γιατί ἔνιωθαν
τό εὐεργετικό δέος τοῦ μυούμενου σέ κάτι
μυστηριακό): Διόνυσος. - - -
Τί ξ έ ρ ο υ ν, λοιπόν, οἱ νεώτεροι, τέκνα μιᾶς ἐποχῆς
γεμάτης ρωγμές, μιᾶς ἐποχῆς ποικιλόμορφης καί
νοσηρῆς, τί μποροῦν νά ξέρουν αὐτοί γιά τήν ἔ κ τ α σ η
τῆς ἀρχαιοελληνικῆς εὐδαιμονίας; Ἀπό ποῦ κι ὡς ποῦ
οἱ σκλάβοι τῶν «μοντέρνων ἰδεῶν» ἔχουν δικαίωμα στίς
διονυσιακές γιορτές!..
[41 (7) 1885] Ὅταν τό ἑλληνικό σῶμα κ’ ἡ ἑλληνική ψυχή
«ἄνθιζαν» —κι ὄχι σέ συνθῆκες μιᾶς νοσηρῆς
ὑπεραφθονίας ἤ παραφροσύνης— γεννήθηκε κεῖνο τό
μυστηριακό σύμβολο ὑπέρτατης (καί πρωτόγνωρης)
κοσμικῆς κατάφασης κ’ ὑπαρξιακῆς μεταμόρφωσης.
Ἦταν ἕνα μ έ τ ρ ο ἀ ξ ι ῶ ν, κι ὅ,τι γεννήθηκε
ἔκτοτε, μοιάζει πάρα πολύ σύντομο, πενιχρό, στενό...
Πεῖτε ἁπλῶς: «Διόνυσος», πρίν ἀπ’ τά πρῶτα-πρῶτα
ὀνόματα τῶν νεώῶτερων χρόνων, λογουχάρη δίπλα στόν
Γκαῖΐτε, τό Μπετόβέν, τό Σαίξπηρ ἤ τό Ραφαέλο: νιώθουμε
μεμιᾶς πώς τά ἐπιτεύγματα κ’ οἱ κορυφαῖες στιγμές μας
κ ρ ί θ η κ α ν ἀ ν ε π ι σ τ ρ ε π τ ί! Ὁ Διόνυσος
εἶν’ ἕνας κ ρ ι τ ή ς! — Ἔγινα κατανοητός; —
Ἄναμφίβολα, οἱ Ἕλληνες προσπάθησαν β ά σ ε ι τ ῶ ν δ
ι ο ν υ σ ι α κ ῶ ν β ι ω μ ά τ ω ν τ ο υ ς νά
ἑρμηνεύσουν τά ἔσχατα μυστήρια πού κρύβει ἡ «μοῖρα τῆς
ψυχῆς», κι ὅ,τι εἶχαν συλλάβει γιά τήν ἐκπαιίδευση καί
τόν ἐξαγνισμό της, καί, κυρίως γιά τήν ἀκλόνητη
ἱεραρχία καί τή διάκριση μεταξύ τῶν ἀνθρώπων: ἐδῶ
βρίσκεται τό μεγάλο βάθος, ἡ μεγάλη σιωπή κάθετι
ἑλληνικοῦ..- κανείς δέ γνωρίζει τούς Ἕλληνες ὅσο τούτη
ἡ κρυφή ὑπόγεια δίοδος μένει κλειστή! Τ’ ἀδιάκριτα
μάτια τῶν λογίων δέν πρόκειται νά δοῦν τίποτε, μ’ ὅση
ἐπιστημοσύνη κι ἄν πραγματοποιοῦν τίς ἀνασκαφές
τους! Ἄκόμα κι ὁ εὐγενής ζῆλος ἀρχαιολατρῶν σάν τόν
Γκαῖτε ἤ τόν Βίνκελμαν κρύβει κάτι τό ἀνεπίτρεπτο,
κάτι σχεδόν ἄπρεπο...
Στήν ἀναμονή, στήν προετοιμασία...
Περιμένοντας νέες πηγές ν’ ἀναβλύσουν·
προετοιμάζοντας τόν ἑαυτό σου μές στή μοναξιά γιά
παράξενα πρόσωπα καί φωνέα·
καθαρίζοντας ὅσο μπορεῖς τήν ψυχή σου ἀπ’ τῆς Ἀγορᾶς τή
σκόνη καί τόν ἀχό τῆς ἐποχῆς·
ὑ π ε ρ β α ί ν ο ν τ α ς (δέ φτάνει ἁπλῶς νά διώχνεις)
κάθετι χριστιανικό μέ κάτι ὑπέρ-χριστιανικό - γιατ’ ἡ
χριστιανική διδασκαλία εἶναι τό ἀντίθετο τῆς
διδασκαλίας τοῦ Διόνυσου·
ἀνακαλύπτοντας ἀποξαρχῆς τό Ν ό τ ο πού
κρύβεις μέσα σου - τόν οὐρανό του: ξανοίγοντας πάνω σου
ἕναν φωτεινό, ἀπέραντο, μυστηριώδη οὐρανό τοῦ
Νότου·
ξανακατακτώντας τήν ὑγεία τοῦ νότιου κλίματος, τήν
ἀφανῆ ἔκταση τῆς ψυχῆς·
βῆμα-βῆμα νά πλαταίνεις, νά γίνεσαι πιό ὑπερεθνικός,
πιό εὐρωπαϊκός, πιό ὑπέρ-εὐρωπαϊκός, πιό
ἀνατολικός, τέλος, π ι ό ἑ λ λ η ν ι κ ό ς - ἀφοῦ τό
ἑλληνικό ἀποτέλεσε τήν πρώτη μεγάλη σύγκραση Δύσης
κι Ἄνατολῆς, συνεπῶς τήν ἀ π α ρ χ ή τῆς εὐρωπαϊκῆς
ψυχῆς, τήν ἀνακάλυψη τ ο ῦ δ ι κ ο ῦ μ α ς «ν έ ο υ
κόσμου»!..
Ὅποιος ζεῖ κάτω ἀπό τέτοιες προσταγές, ποιός ξέρει τί
μπορεῖ νά συναντήσει μία μέρα; Ἴσως... μ ι ά κ α ι ν
ο ύ ρ γ ι α μ έ ρ α!..
[11 (415) 1887-8] 'Ὁ κόσμος, ἔτσι ὅπως τόν ἀντικρύζει ὁ
ἀναγνώστης στό φόντο τούτου τοῦ βιβλίου,
εἶν’ ἰδιαίτερα σκοτεινός καί δυσάρεστος: κανένα ἀπ’
τά ὡς τώρα γνωστά εἴδη ἀπαισιοδοξίας δέν ἔφτασε σέ
τέτοιο βαθμό κακοήθειας... Ἐδῶ δέν γίνεται
διαχωρισμός ἀνάμεσα σ’ ἕναν ἀληθῆ κ’ ἕναν
φαινομενικό Κόσμο: ἕνας Κόσμος ὑπάρχει, κι αὐτός:
ὕπουλος, βάναυσος, ἀντιφατικός, παραπλανητικός,
χωρίς νόημα... Α ὐ τ ή εἶν’ ἡ σύσταση τοῦ ἀληθινοῦ
Κόσμου. Χρειαζόμαστε τό ψέμα γιά νά θριαμβεύσουμε
πάνω σέ τούτη τήν πραγματικότητα, τήν «ἀλήθεια», γιά
νά ζ ή σ ο υ μ ε δηλαδή... Κι αὐτό εἶν’ ἕνα ἀπ’ τά
τρομερά καί παράδοξα χαρακτηριστικά της ὕπαρξης...
Ἡ Μεταφυσική, ἡ Ἠθική, ἡ Θρησκεία, ἡ Ἐπιστήμη
ἐξετάζονται σέ τοῦτο τό βιβλίο ὡς ἰδιάζουσες μορφές
ψεύδους· μέ τή βοήθειά τους πιστεύουμε στή ζωή.
«Ἡ ζωή π ρ έ π ε ι, π ά σ ῃ θ υ σ ί α, ν ά μ ᾶ ς ἐ μ
π ν ε ύ σ ε ι ἐ μ π ι σ τ ο σ ύ ν η»: τό πρόβλημα πού
τίθεται ἐδῶ εἶναι τεράστιο. Γιά νά μπορέσει κανείς νά
τό λύσει, πρέπει νἆναι ἀπ’ τή φύση του «ψεύτης», δηλαδή,
πάνω ἀπ’ ὅλα κ α λ λ ι τ έ χ ν η ς... Καί εἶναι,
πράγματι! νά: Μεταφυσική, Ἠθική, Θρησκεία, Ἐπιστήμη
- προϊόντα της βούλησής του γιά Τέχνη, γιά ψέμα, γι’
ἀποφυγή της «ἀλήθειας», γι’ ἄ ρ ν η σ η τῆς «ἀλήθειας».
Ἄκόμα καί τούτη ἡ ἱκανότητά του, νά κ υ ρ ι α ρ χ ε ῖ
π ά ν ω σ τ ή ν π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α μ έ τ ό
ψ έ μ α, τούτη ἡ par excellence κ α λ λ ι τ ε χ ν ι κ ή
ἱ κ α ν ό τ η τ α τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι κοινό κτῆμα
κάθε ὕπαρξης: εἶναι κι ὁ ἴδιος, στό κάτω-κάτω, ἕνα
κομμάτι Πραγματικότητας, Ἀλήθειας, Φύσης - ἄρα μιά
μ ε γ α λ ο φ υ ί α τ ο ῦ ψ ε ύ δ ο υ ς...
Κατά βάθος ἡ Ἐπιστήμη, ἡ Εὐσέβεια, ἡ Καλλιτεχνία,
θέλουν κυριώτατα ν ά τ ό ν π α ρ α π λ α ν ή σ ο υ ν
σχετικά μέ τό ποιόν τῆς ὕπαρξης: νά τόν κρατᾶνε τυφλό σέ
πολλά, ἄλλα νά τοῦ τά δείχνουν διαφορετικά ἀπ’
ὅ,τι εἶναι, νά βλέπει αὐτός ἄλλα τόσα σ’ ὅ,τι εἶναι..- ὦ,
τί πονηρός ὁ ἄνθρωπος σέ στιγμές πού δέν ὑποψιάζεται
καν τήν πονηριά του! Ἄγάπη, Ἐνθουσιασμός, «θεός» -
πόσες κατεργαριές γιά ν’ αὐτοκοροϊδευτεῖ, πόσα
θέλγητρα γιά νά πιστέψει στή ζωή! Κι ὅποτε κατάφερε νά
ξεγελαστεῖ, νά ἐπανακτήσει τήν πίστη του στή ζωή - ὦ,
πόσο τό παίρνει ἀπάνω του τότε! Τί ἔκσταση! Τί δύναμη
πού νιώθει! Τί θρίαμβος καλλιτεχνικώτατος αὐτή του ἡ
Δύναμη!.. Ὁ ἄνθρωπος ξανάγινε κύριος της «ὕλης» -
κύριος της ἀλήθειας... Κι ὅποτε χαίρεται, πάντα ἴδιος
στή χαρά του: χαίρεται σάν καλλιτέχνης, ἀπολαμβάνει τή
Δύναμή του. Τό ψέμα εἶν’ἡ Δύναμή του...
[14 (89) 1888] ... Οἱ δύο τύποι: Δ ι ό ν υ σ ο ς καί Ἐ
σ τ α υ ρ ω μ έ ν ο ς.
Νά ξεκαθαριστεῖ ἄν ὁ τυπικός θ ρ ῆ σ κ ο ς εἶναι
εἶδος decadent.
Οἱ μεγάλοι ἀνανεωτές εἶν’ ὅλοι τους ἀνεξαιρέτως
νοσηροί κ’ ἐπιληπτικοί. Ἄς μήν ξεχνᾶμε, ὡστόσο, ἕναν
ἄλλο τύπο θρήσκου: τόν π α γ α ν ι σ τ ή. Ἀλλ’ ὁ
παγανισμός; - δέν εἶναι μία μορφή εὐχαριστίας καί
κατάφασης πρός τή ζωή; Δέν πρέπει τάχα ὁ ὕψιστος
φορέας μιᾶς τέτοιας «θρησκείας» νἆναι ὁ ὑπερασπιστής
κι ὁ «θεοποιός» τῆς ζωῆς;
Ὁ τύπος ἑνός ἀκμαίου καί πλημυρισμένου ἀπ’ τή μαγική
ἐπίδραση τῆς διονυσιακῆς ἔκστασης πνεύματος...
...Ἐκεῖνος πού παίρνει μέσα του ὅλες τίς ἀντιφάσεις καί
τίς παραδοξότητες τῆς ὕπαρξης ( - γι’ αὐτό καί λ υ τ ρ ώ
ν ε ι;)...
— Ἐ δ ῶ κατατάσσω ἐγώ τό Διόνυσο τῶν Ἑλλήνων: τή
θρησκευτική κατάφαση πρός τή ζωή, ζωή ἀτόφυα κι ὄχι
ἀπαρνημένη ἤ μισή! (Χαρακτηριστικό: ἡ σεξουαλική
πράξη ἐγείρει μυστήριο, σεβασμό, βαθαίνει...)
Διόνυσος ἐναντίον «Ἐσταυρωμένου»: α ὐ τ ή εἶναι
λοιπόν ἡ Ἄντίθεση. Ἡ διαφορά δ έ ν ἔχει σχέση μέ τό
μαρτύριο - ἁπλῶς ἐδῶ τό μαρτύριο ἔχει ἄλλο νόημα. Ἡ
ἴδια ἡ ζωή, ἡ αἰώνια γονιμότητα κ’ ἡ ἀνακύκληση
της προϋποθέτουν ὀδύνη, καταστροφή, καί βούληση γιά
ἐκμηδένιση...
Στήν ἄλλη περίπτωση, τοῦ Ἐσταυρωμένου (τοῦ «ἀθώου»),
τό πάθος συνιστᾷ ἔνσταση κατά τῆς ζωῆς, συνταγή γιά τήν
καταδίκη της.
Εἶναι εὔλογο: τό ὅλο πρόβλημα ἔγκειται στό ν ό η μ α τοῦ
πόνου - ἄν θἆναι χριστιανικό ἤ τραγικό... Στήν πρώτη
περίπτωση: ὁ πόνος ὁδηγεῖ, ὑποτίθεται, στήν
ἁγιοποίηση τῆς ὕπαρξης· στή δεύτερη: ἡ ὕ π α ρ ξ η θεωρεῖται
τόσο ἅ γ ι α, ὥστε δικαιολογεῖ, λοιπόν, ἀκόμη κ’
ἕναν τρομερό πόνο.
Ὁ τραγικός ἄνθρωπος λέει Ναί ὡς καί στόν πιό
σκληρό πόνο· εἶν’ ἀρκετά δυνατός, πλούσιος, ἱκανά θ ε
ω μ έ ν ο ς γί’ αὐτόν.
Ὁ χριστιανός ἀρνεῖται ἀκόμη καί τόν εὐτυχέστερο κλῆρο
ἐπί γῆς· νιώθει πολύ ἀδύναμος, φτωχός, ἀπόκληρος της
ζωῆς· ἡ ζωή τοῦ εἶναι ἐπώδυνη σ’ ὅποια μορφή κι ἄν τή
συναπαντᾶ...
«Ὁ θεός στό σταυρό» συνιστᾷ ἀνάθεμα κατά τῆς ζωῆς, ἕνα
ἀπαγορευτικό σῆμα πού προειδοποιεῖ: «μ α κ ρ ι ά ἀ
π’ τ ή ζ ω ή ἡ λ ύ τ ρ ω σ η!»· ὁ διαμελισμένος
Διόνυσος εἶναι μιά ὑπόσχεση ζωῆς: θά ξαναγεννιέται
αἰώνια καί θά ἐπιστρέφει ἀπ’ τήν καταστροφή...
[14 (47) 1888] Π ε σ σ ι μ ι σ μ ό ς σ τ ή ν Τ έ χ ν η;
Ὁ καλλιτέχνης ἀγαπάει ὁ,τιδήποτε τοῦ θυμίζει τήν
κατάσταση τῆς μέθης· ἔτσι, σιγά-σιγά, τό μέσον γίνεται
αὐτοσκοπός: ἡ λεπτότητα κ’ ἡ μεγαλοπρέπεια τῶν
χρωμάτων, ἡ σαφήνεια τῆς γραμμῆς, ἡ χροιά τοῦ τόνου· τό
ξεχωριστό ἐκεῖ πού, κανονικά, κανένα «ξ ε χ ώ ρ ι σ μ
α» δέν ὑπάρχει...
— : ὅλα τά ξεχωριστά στοιχεῖα, ὅλες οἱ χροιές, ἐφόσον
δίνουν τήν ἀκραία ὤθηση πού γεννᾶ ἡ μέθη, προκαλοῦν κι
αὐτά, συνειρμικά, τό ἴδιο τοῦτο αἴσθημα·
— : ἡ ἐντύπωση πού προκαλεῖ ἕνα ἔργο Τέχνης συνίσταται
στό ξ ύ π ν η μ α τ ο ῦ δ η μ ι ο υ ρ γ ι κ ο ῦ ο ἴ σ
τ ρ ο υ: τῆς μέθης...
— : τό οὐσιῶδες στήν Τέχνη, ὅ,τι καί νά ποῦμε, εἶναι καί
θά εἶναι ἡ τελειότητα μέ τήν ὁποία περιβάλλει τούτη
ἐδῶ τήν ὕπαρξη, ἡ ἐντέλεια καί ἡ πληρότητα πού
προσφέρει.
Ἡ Τέχνη εἶναι στήν οὐσία κ α τ ά φ α σ η, ε ὐ λ ο γ ί
α, θ έ ω σ η τ ῆ ς ὕ π α ρ ξ η ς...
Ὁπότε, τί σημαίνει: π ε σ σ ι μ ι σ τ ι κ ή
Τέχνη;.. Δέν εἶναι μία ἀντίφαση;
—Ναί!
Ὁ Σοπενάουερ π λ α ν ᾶ τ α ι ὅταν λέει ὅτι ὁρισμένα
ἔργα Τέχνης ὑπηρετοῦν τόν πεσσιμισμό. Ἡ Τραγωδία δ έ
ν διδάσκει «παραίτηση»...
To ν’ ἀναπαριστᾶ κανείς τά τρομακτικά καί τά παράδοξα
τούτης τῆς ὕπαρξης φανερώνει τή δύναμη καί τήν
κυριαρχία τοῦ καλλιτέχνη - γιατί δέν τά φοβᾶται...
Δέν ὑπάρχει πεσσιμιστική Τέχνη... Ἡ Τέχνη καταφάσκει.
Ὁ Ἰώβ καταφάσκει.
Κι ὁ Ζολά; Κ’ οἱ ἄδερφοι de Goncourt; Δέν παρουσιάζουν
ἄσχημα πράγματα; Ναί! ἀ λ λ ά γ ι α τ ί ὑ π ά ρ
χ ε ι χ α ρ ά ἀ κ ό μ η κ α ί σ τ ή ν Ἀ σ χ ή μ ι
α...
Δέν ὠφελεῖ! Ἄν ἔχετε ἄλλη ἄποψη, γελιέστε!
Τί ἀπολύτρωση νά διαβάζει κανείς Ντοστογέβσκι!..
[17 (3) 1888] Τέχνη, καί τίποτα πέρ’ ἀπ’ τήν Τέχνη! Τό
μεγάλο κίνητρο γιά ζωή, ἡ μεγάλη πλανεύτρα τῆς ζωῆς,
τό μεγάλο τονωτικό της ζωῆς.
Τέχνη, ἡ μόνη ὑπέρτατη ἀντι-δύναμη πρός κάθε βούληση
γιά ἀπάρνηση τῆς ζωῆς, Τέχνη ἡ κατεξοχήν
ἀντιχριστιανική, ἀντιβουδιστική, ἀντιμηδενιστική
δύναμη.
Τέχνη, ἡ λ ύ τ ρ ω σ η γ ι ά τ ό ν ἄ ν θ ρ ω π ο τ ῆ
ς Γ ν ώ σ η ς! - γιά κεῖνον πού βλέπει —καί θέλει νά
βλέπει— τόν τρομακτικό καί παράδοξο χαρακτῆρα τῆς
ζωῆς, λύτρωση γιά τόν ἄνθρωπο τῆς τραγικῆς γνώσης.
Τέχνη, ἡ λ ύ τ ρ ω σ η γ ι ά τ ό ν ἄ ν θ ρ ω π ο τ ῆ
ς Π ρ ά ξ η ς! - γιά κεῖνον πού δέ βλέπει ἁπλῶς, ἀλλά ζεῖ—καί
θέλει, νά ζεῖ— τόν τρομακτικό καί παράδοξο χαρακτῆρα
τῆς ζωῆς, γιά τόν τραγικό πολεμιστή, γιά τόν ἥρωα.
Τέχνη, ἡ λύτρωση γιά τόν πάσχοντα! - τόν ὁδηγεῖ σέ
καταστάσεις ὅπου ὁ πόνος εἶναι ἠθελημένος,
μεταμορφωμένος, θεοποιημένος, μορφή ὑπέρτατης
ἔκστασης!
* * *
- Κατανοητόν;
Δ ι ό ν υ σ ο ς κ α τ ά Ἐ σ τ α υ ρ ω μ έ ν ο υ.
Δ
Ἄν ... δέν θέλησε] Προφανῶς εἰρωνεύεται τή
σοπεναουερική «Βούληση».
Δ
Γαλλικά στό κείμενο: parti pris.
ΔΔιόνυσος
... ἀ δ ι ά λ ε ι π τ η δ η μ ι ο υ ρ γ ί α]
Ὑπόκειται, φυσικά, ἡρακλείτεια σύλληψη - πού
τήν «ἑνώνει» μέ τό διονυσιακό...
15
Η
τοῦ μ ε γ ά λ ο υ π α ρ α β ά
τ η] Στό πρωτότυπο: des groβen Frevlers.
Ἤ: τοῦ μεγάλου Ἀσεβοῦς, Ἄνόσιου, Ὑβριστῆ (τά
δύο πρῶτα ὅμῶς «θεολογίζουν»).
Δ
Mitleidigkeit, Mitfreudigkeit στό πρωτότυπο.
16
Δ
ὁ λ ο κ λ η ρ ω τ ι κ ή ὁ ρ μ η γ ι ά ἔ κ
φ ρ α σ η τ ο ῦ ἐ γ ώ] Der Drang zum
vollkomenen Fur-sich-sein στό πρωτότυπο. Κατά λέξη:
«γιά ἕνα ὁλοκληρωτικό δι’ ἑαυτόν εἶναι». Σέ
ἄλλο νοηματικό πλαίσιο πρβλ Ρολάν Μπάρτ, Ἡ
ἀπόλαυση τοῦ κειμένου, μτφρ Φ. Χατζηδάκη -
Γ. Κρητικός, Ἀθήνα, 1977, 24: «Τό κείμενο (ὅπως
κ’ ἡ φωνή πού τραγουδάει) δέν μπορεῖ νά μοῦ
ἀποσπάσει παρά μονάχα τούτη τήν κρίση, καί
κανένα ἐπίθετο: αὐτό εἶναι! Καί μάλιστα: αὐτό
εἶναι γιά μένα! Τοῦτο τό ‘γιά μένα’ δέν εἶναι οὔτε
ὑποκειμενικό, οὔτε ὑπαρξιακό, ἀλλά
νιτσεϊκό!»
Δ
Ein Gegenwartig-sehen στό πρωτότυπο.
Δ
gottlichrn Typus στό πρωτότυπο. Κατά λέξη: «θεϊκοῦ
Τύπου».
17
Δ
ἀ π ό κ οι ν ο ῦ β ί ω σ η ... «Δ ρ ά μ α
τ ο ς» ( —] Νοηματικά, ἀπ’ τίς πιό
δύσκολες σημειώσεις αὐτή ἡ ἀπόπειρα ὁρισμοῦ
τῆς ἔννοιας «Δρᾶμα» (ἐξ οὗ καί τά εἰσαγωγικά),
πού τόν γυρόφερνε σταθερά τήν ἐποχή τῆς
Περίπτωσης Βάγκ- νερ. Ξεκάθαρα, ἐκείνη τή
στιγμή ὁ συγγραφέας ἔνιωσε πώς χτύπησε «φλέβα
χρυσοῦ», χωρίς ὅμως νά μπορέσει ν’ ἀρτιώσει τή
διατύπωση. Χαρακτηριστικό: στό τέλος τῆς
φράσης ἀνοίγει παρένθεση, χαράζει μία παῦλα
(σημάδι ὅτι ἀκολουθεῖ συμπλήρωση ἰδιαίτερου
βάρους), μά δέν τοῦ βγαίνει, ἀφήνει μισή τήν
ἀράδα καί ξεκινάει νέα παράγραφο, σέ ὅλως
διαφορετικό τόνο.— Ἀπό κοινοῦ βίωση:
Miterleben στό πρωτότυπο· τοῦ
Παρευρίσκεσθαι: des Besuchs στό
πρωτότυπο (κατά λέξη: «τῆς ἐπίσκεψης» - πιό
κοντά στήν οὐσία τοῦ νοήματος: «τελετουργία
συνάθροισης»). Ἀπ’ αὐτό τόν «ὁρισμό», πρβλ τήν ὑ. (τή
μόνη ἴσως σ’ ὅλο του τό ἔργο!) τῆς Περίπτωσης
Βάγκνερ, κέφ. 9 [KSA,
VΙ,
32]:
Σ η μ ε ί ω σ η.
Δυστυχῶς γιά τήν Αἰσθητική μας ἡ λέξη Δρᾶμα
μεταφράζεται πάντοτε μέ τό: “Handlung”, Δράση,
Πράξη. Δέν σφάλλει μόνον ὁ Βάγκνερ ἐν προκειμένῳ·
ὅλος ὁ κόσμος πλανᾶται, καί δή οἱ φιλόλογοι πού
θἄπρεπε πάντως νἆναι πιό προσεκτικοί. Τό
ἀρχαῖο Δρᾶμα ἀπέβλεπε σέ μεγάλες σ κ η ν έ ς
π ά θ ο υ ς - ἡ δράση ἔμενε ἐκτός (ἐκτυλίσσονταν
πρίν ἀπ’ τήν ἀρχή, ἤ π ί σ ω ἀπ’ τή σκηνή). Ἡ λέξη
Δρᾶμα ἔχει δωρική προέλευση· σήμαινε
«Γεγονός», «Ἱστορία» - ἀμφότερα ὑπό ἱερατική
ἔννοια. Τό ἀρχαϊκώτερο Δρᾶμα ἀναπαριστοῦσε
τόν τοπικό Μῦθο, τήν «ἱερή Ἱστορία», πάνω
στήν ὁποία θεμελιωνόταν ἡ Λατρεία ( - συνεπῶς,
ὄχι Πράξη, ἀλλά Συμβάν: στή δωρική διάλεκτο
δρᾶν δ έ ν σημαίνει «πράττειν»)...
Βλ. πιό ἐπιγραμματικά καί πιό ἐλεύθερα, τήν
«πρώτη» γραφή [14 (34)], τῆς ἄνοιξης τοῦ 1888,
λίγες σελίδες μετά τό [14 (14)]:
«Τό Δρᾶμα δέν εἶναι Δράση (Handlung) - καθώς
πιστεύουν οἱ ἡμιμαθεῖς. Ἄς τό δοῦμε δωρικά-ἱερατικα,
σύμφωνα μέ τή δωρική προέλευση τῆς λέξης:
‘Δρᾶμα’ εἶναι τό Συμβάν, τό ‘Γεγονός-Ὁρόσημο’, ἡ
Ἱερή Ἱστορία, ὁ Θεμελιωτικός Μῦθος, ‘σκέψη
βαθιά πάνω σέ κάτι πού ἔχει συμβεῖ·, ἡ ζ ω ν τ
α ν ή ἀ ν α π ά ρ α σ τ α σ η τῆς ἱερατικῆς
τελετουργίας...»
18
Η
ἐ ν δ ι α φ ε ρ ό μ ο υ ν]
Ἄξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι στό κείμενο τῆς
σημείωσής του γράφει κιόλας —καί ἐδῶ, ὅπως καί
ἀμέσως πρίν— κ α ί τ’ ὄνομά του: Nietzsche
bemuhte.
19
Η
Χαφίζ
] Πέρσης λυρικός (+l389), πού ἔζησε στό Σιράζ.
Παρότι ἀνῆκε σέ δερβισική σέχτα, ἐξυμνεῖ τή
χαρά τῆς οἰνοποσίας καί τοῦ ἔρωτα - γιά τοῦτο
καί θεωρεῖται ποιητής βακχικός (ἐξ οὗ καί τόν
ἐκθειάζει ὁ Νίτσε).
20
Δ
εἶναι ὁ λειψός ... «καθεαυτό»]
Βλ. Ἀντίχριστο, σ.87- 8 [KSA,
VI,
184]:
«Ὁ καλός θεός, [ ] θεός τῶν φτωχῶν, τῶν ἁμαρτωλῶν
καί τῶν ἀρρώστων, [ ] τόσο ὠχρός, [ ] τόσο decadent
[ ] τυλίγει τόν κόσμο στά δίχτυα του [ ]
παίρνοντας μορφές πιό ἀδύναμες καί ὠχρές
ὁλοένα, καταντάει ‘ἰδανικό’, ‘καθαρό πνεῦμα’,
[ ] ‘πρᾶγμά καθεαυτό’))... Κ α τ ά π τ ω σ η ἑ ν
ό ς θ ε ο ῦ: ὁ θεός καταντάει ‘πρᾶγμα
καθεαυτό’»...
Δ
Ἐννοεῖ τή Γέννηση τῆς Τραγωδίας.
Γαλλικά στό πρωτότυπο: παρακμίας.
Δ
Wiederkehr στό πρωτότυπο. Βλ. Πίνακα ὅρων
(«Αἰώνια ἐπιστροφή»).
21
Δ
θά ξαναγεννιέται ... τήν καταστροφή]
Ὑπόκειται ἡ ἔννοια τῆς Αἰώνιας
ἐπιστροφῆς (βλ. Πίνακα ὅρων). Ἐπίσης: σ.293,
σχ.25.
Η
Λατινικά στό πρωτότυπο: contradictio (νοεῖται:
ἐν τοῖς ὅροις).
Δ
Resignation
στό πρωτότυπο.