Η θεωρία του
Αριστοτέλους περί «ορθών» και «ημαρτημένων» πολιτειών
και η σχέση αυτής προς
τον διάλογο «Πολιτικός» του Πλάτωνος
του
Γεωργίου Καραγιάννη, δ.φ.
Ο Σταγιρίτης φιλόσοφος φιλοσοφών περί της ουσίας των πολιτευμάτων και των
πολιτειών διατυπώνει την άποψη ότι οι πολιτείες έχουν ως σκοπόν το κοινό
συμφέρον και αυτές (οι πολιτείες) συμβαίνει να είναι ορθές, όταν αποσκοπούν
στην εξυπηρέτηση του κοινού συμφέροντος· αντίθετα οι άλλες οι οποίες αποβλέπουν
στην εξυπηρέτηση του συμφέροντος των αρχόντων είναι αμαρτωλές πολιτείες
«ἡμαρτημέναι» και
«παρεκβάσεις» σύμφωνα με
τους όρους που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης (Πολιτικά 1270α). Οι αμαρτωλές
πολιτείες είναι δεσποτικές, ενώ η πόλις είναι κοινωνία των ελευθέρων (270α).
Οι μορφές οργανώσεων των πολιτειών, τα πολιτεύματα είναι γενικώς τριών
κατηγοριών καθορίζεται δε το είδος του πολιτεύματος από τον αριθμό των κυρίων,
δηλ. των αρχόντων οι άρχοντες δύνανται να είναι είτε ένας είτε ολίγοι είτε
πολλοί (ο δήμος). Όταν λοιπόν ή ο ένας ή οι ολίγοι ή οι πολλοί άρχουν προς το
κοινό συμφέρον, τότε οι πολιτείες είναι ορθές, όταν όμως άρχουν προς το ίδιον
συμφέρον, τότε οι πολιτείες είναι
«ἡμαρτημέναι» και
«παρεκβάσεις» των ορθών
πολιτειών.
Όταν ο άρχων είναι ένας, τότε το πολίτευμα είναι μοναρχία και μορφές της
μοναρχίας είναι η βασιλεία και η τυραννίς. Όταν οι άρχοντες είναι ολίγοι, τότε
το πολίτευμα είναι αριστοκρατία ή ολιγαρχία· στην περίπτωση δε κατά την οποία
οι άρχοντες είναι οι πολλοί, τότε το πολίτευμα είναι είτε πολιτεία (δημοκρατία)
είτε δημοκρατία (οχλοκρατία).
Επ’ αυτών στηριζόμενος ο Αριστοτέλης διετύπωνε πλέον συγκεκριμένως την θεωρία
του περί ορθών πολιτειών και των παρεκβάσεων αυτών.
Οι τρεις μορφές πολιτικής οργανώσεως και ζωής οι οποίες συνιστούν έκφραση ορθών
πολιτειών είναι α) η βασιλεία, στην περίπτωση κατά την οποία ο άρχων είναι ένας
και άρχει μόνος αυτός είναι δηλ. μονάρχης και όταν ο βασιλεύς ως μόνος άρχων,
άρχει με μόνον γνώμονα το συμφέρον των πολιτών όλων και το γενικότερον συμφέρον
της πόλεως β) η αριστοκρατία όταν οι άρχοντες είναι μεν ολίγοι αλλά άρχουν με
γνώμονα πάλι το κοινόν συμφέρον της πόλεως που χαρακτηρίζονται κατά συνέπειαν
από αρετήν και εντιμότητα και είναι «ά- ριστοι» υπό το πρίσμα της αρετής την
οποίαν διαθέτουν κυρίως και προ πάντων και όχι υπό το πρίσμα της κοινωνικής και
οικονομικής τους υπεροχής, την οποίαν επίσης δυνατόν να διαθέτουν, γ) η
πολιτεία είναι το πολίτευμα όπου άρχουν οι πολλοί δηλ. ο δήμος, ως το σύνολο
των πολιτών και κίνητρα δε και οδηγοί των πράξεών τους είναι πάλιν το γενικόν
αγαθόν και το κοινό συμφέρον της πόλεως στο σύνολό της και όχι πάλιν το
συμφέρον των αρχόντων ή το συμφέρον ενός μέρους της πόλεως.
Οι «ήμαρτημένες» πολιτείες ή άλλως οι παρεκβάσεις των ορθών πολιτειών είναι
κατά πρώτον η τυραννίς στη θέση της βασιλείας, διότι ο μονάρχης, ο μόνος και
ένας άρχων της πόλεως άρχει κατά του κοινού και γενικού αγαθού και προς το ίδιον
μόνον συμφέρον. Στη θέση της αριστοκρατίας η παρέκβαση είναι η ολιγαρχία
διότι και τότε οι ολίγοι άρχουν κατά του κοινού συμφέροντος της πόλεως και υπέρ
του ιδίου αυτών ατομικού ή και σχετικού ομαδικού αγαθού. Τότε οι άρχοντες δεν
χαρακτηρίζονται από εντιμότητα και αρετήν, αλλ’ αντίθετα από αλαζονεία και
φιλοχρηματίαν.
Τρίτη
«ἡμαρτημένη»
πολιτεία ως παρέκβασις του πολιτεύματος, το οποίο ο Αριστοτέλης ονομάζει εδώ «πολιτείαν»
και εννοεί αυτό που στη σημερινή εποχή αποκαλούμε «δημοκρατία», είναι η
οχλοκρατία, σύμφωνα με τον σημερινό όρο, στη θέση του οποίου ο Αριστοτέλης
χρησιμοποιεί τον όρον «δημοκρατία»: Στην κατ’ Αριστοτέλη «δημοκρατίαν» δηλ. την
οχλοκρατίαν, οι πολλοί οι οποίοι άρχουν μεταβάλλονται σε όχλο και αδιαφορούν
για το κοινό συμφέρον ενώ ενδιαφέρονται μόνον για το ατομικό τους συμφέρον.
«Πολιτεία» επίσης σημαίνει, κατ’ Αριστοτέλη εδώ. άμεση δημοκρατία.
Εξ όλων των πολιτευμάτων (πολιτειών), παρατηρεί ο φιλόσοφος τα ορθά πολιτεύματα
είναι αποδεκτά, διότι υπάρχουν προς χάριν του κοινού αγαθού και διέπονται από
νόμους αλλά και από κανόνες αρετής και δικαίου. Αντίθετα οι «παρεκβάσεις»
απορρίπτονται διότι σε κάθε περίπτωση συνεπιφέρουν αποτελέσματα επιζήμια και
βλαβερά στους πολίτες και την πόλη, διότι κυριαρχούνται από πάθη, κακίες και
εγωιστικά αιτήματα.
Ο Αριστοτέλης θέτων ως βασική αρχή της υπάρξεως πολιτείας και κοινωνίας μία αρχή
ηθική και πνευματική και όχι απλώς μία ανάγκη βιολογική απαιτεί από τα όργανα
δι- οικήσεως της πολιτείας να υπηρετούν οπωσδήποτε αυτούς τους σκοπούς. Διότι η
πολιτεία «μήτε τού συζήν μόνον ένεκεν, άλλά μάλλον τού εύ ζην» (Πολιτεία
1280αβ) συνεστήθη, δηλ. η πολιτεία υπάρχει για σκοπούς υψηλότερους της απλής
διαβιώσεως και κοινής απλής συμβιώσεως και όχι μόνον
υπέρ του «ευ ζην», αλλά για κάτι πλέον αυτών:
«... τῶν καλῶν ἄρα
πράξεων χάριν θετέον εἶναι την πόλιτικήν κοινωνίαν ἀλλ' οὐ τοῦ εὖ ζῆν»
(Πολιτεία 1280 αβ).
Μεταξύ των έξι μορφών διακυβερνήσεως (τρεις ορθές - τρεις παρεκβάσεις) η
τυραννίς είναι η χειριστή, ολιγώτερον κακή είναι η ολιγαρχία, και η πλέον
μετριοπαθής ως προς τα ελαττώματα είναι η δημοκρατία (οχλοκρατία) και τούτο
διότι ο πρώτος όρος της δημοκρατίας είναι η ελευθερία του δήμου, στα πλαίσια
της οποί- ας απαλύνονται κατά τις συγκρούσεις, οι διάφορες κακίες
«ὑπόθεσις
δέ τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας ἐλευθερία» (1317β) παρατηρεί ο
Αριστοτέλης.
Επί πλέον οι δημοκρατίες είναι ασφαλέστερες των ολιγαρχιών, διότι κατά την
δημοκρατίαν είναι περισσότεροι οι μέτοχοι των αξιωμάτων οι οποίοι κατέχουν
περιουσίαν μετρίαν, ούτε δηλ. πολύ μεγάλην ούτε πολύ μικρή. Όταν όμως οι πτωχοί
γίνουν πάρα πολλοί τότε επέρχεται κακοπραγία στην
πόλη, δηλ. δυστυχία και οι πολιτείες αυτές χάνονται γρήγορα
«καί αἱ δημοκρατίαι
ἀσφαλέστεραι τῶν όλιγαργιών εἰσί καί πολυχρονιώτεραι διά τούς μέσους (πλείους τε
γάρ εἰσί καί μᾶλλον μετέχουσι τῶν τιμῶν ἐν ταῖς δημοκρατίαις ἤ ταῖς όλιγαρχίαις.
Ἐπεί ὅταν ἄνευ τούτων τῷ πλήθει ὑπερτείνουσιν οἱ ἄποροι, κακοπραγία γίνεται καί
ἀπόλλυνται ταχέως» (1296
b).
Διότι ως λέγει αλλαχού ο φιλόσοφος
«αἱ γάρ πλεονεξίαι
τῶν πλουσίων ἀπολλύασιν μᾶλλον την πολιτείαν ἤ αἱ τοῦ δήμου»
(1297 b)
όταν δε οι δημοκρατίες είναι πλέον
ισορροπημένες όπως όταν κατέχουν οι περισσότεροι την μεσότητα των περιουσιών
από κάθε άποψη, οι δημοκρατίες είναι ασφαλέστερες «όμως άσφαλεστέρα και
άστασίαστος μάλλον ή δημοκρατία της ολιγαρχίας» (1302 α).
Και καθ’ ο μέτρον ο φιλόσοφος προτιμά την μεσότητα, υπέρ της οποίας άλλωστε εξεφράσθη
και στα Ηθικά Νικομάχεια χαρακτηρίζοντας την αρετήν ως
«ἕξιν»
μεν και «μεσότητα» δε, προτιμά την μεσότητα στην
οικονομική τάξη, την κοινωνική σύνθεση και την πολιτική οργάνωση:
«... ἡ γάρ πολιτεία
βίος ἐστι πόλεως ἐν ἁπάσαις δέ ταῖς πόλεσιν ἐστί τρία μέρη τῆς πόλεως· οἱ μέν
εὔποροι σφόδρα, οἱ δέ ἄποροι σφόδρα, οἱ δέ τρίτοι οἱ μέσοι τούτων ἐπεί τοίνυν
ὁμολογεῖται τό μέτριον καί το μέσον, φανερόν ὅτι καί τῶν εὐτυχημάτων ἡ κτῆσις ἡ
μέση βελτίστη πάντων »(1259 β).
Η μεσότης γενικώς είναι το βέλτιστον στοιχείον, η
προϋπόθεσις της ευδαιμονίας της πόλεως. Και σκεπτόμενος περαιτέρω ο
μέγας φιλόσοφος διερωτάται ποία είναι πλέον η αρίστη μορφή πολιτείας και απαντά
κατ’ αρχήν ότι αρίστη πολιτεία είναι αυτή η οποία διοικείται
από τους αρίστους:
«ἐπεί δέ τρεῖς φαμέν
εἶναι τάς ὀρθάς πολιτείας τούτων ἀναγκαῖον δ'ἀρίστην εἶναι τήν ὑπό τῶν ἀρίστων
οἰκονομουμένην. Ταύτη δ'ἐστίν ἐν ᾗ συμβέβηκεν ἤ ἕνα τινά συμπάντων ἤ γένος ὅλων
ἤ πλῆθος ὑπερέχον εἶναι κατ’ ἀρετήν τῶν μέν ἄρχεσθαι δυναμένων. τῶν δ'ἄρχειν
πρός τήν αἱρετωτάτην ζωήν» (1288 α).
Περαιτέρω η αρίστη πολιτεία είναι εκείνη όπου
γενικώς ισχύει η μεσότης και αυτή είναι αφ’ ενός η πολιτεία (δημοκρατία)
«ἐστί γάρ
πολιτεία ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν μίξις ὀλιγαρχίας καί δημοκρατίας»
(1293 b),
γίνεται δε η «πολιτεία» παρά δημοκρατίαν και
ολιγαρχίαν (αυτ.).
Ο άνθρωπος δε, μέλος αυτής της πολιτείας, ο πολίτης
είναι εκείνος ο οποίος δύναται να μετέχει και του άρχειν και του άρχεσθαι
«ἀλλά μέλος
τῆς ἀρίστης πολιτείας ὁ δυνάμενος καί προαιρούμενος ἄρχεσθαι καί ἄρχειν πρός
τον βίον τόν κατ' ἀρετήν »(1284 α).
Αφ’ ετέρου αρίστη πολιτεία είναι η βασιλεία, διότι καθ’ όσον άρχεται από έν
άριστον χαρακτηρίζεται από μείζονα αποτελεσματικότητα. Στην βασιλεία, ως
διοικουμένην από έναν άριστον άρχοντα, συναντώνται σχεδόν όλα τα προσόντα των
λοιπών πολιτευμάτων. Όταν όμως ο άρχων δια- φθαρεί τότε την βασιλείαν θα
αντικαταστήσει η τυραννία, η χειριστή μορφή πολιτεύματος. Το αυτό δύναται να
συμβή με την αριστοκρατίαν η οποία δύναται να μεταπέση σε ολιγαρχίαν
εκμεταλλευτική και δεσποτική.
Στα πολιτεύματα εντός της ιστορικής πραγματικότητος παρατηρείται μετάπτωσις από
το ένα στο άλλο ώστε να δύναται να γίνει λόγος για μια οιονεί κυκλική συνέχεια
στη μεταβολή από το ένα πολίτευμα στο άλλο.
Εκ των έξι, τριών ορθών και τριών ημαρτημένων πολιτειών, υπάρχουν εντός της
ιστορικής πραγματικότητος πλήθος παραλλαγών.
Ποια είναι τώρα η σχέση της θεωρίας αυτής του Αριστοτέλους περί των εξ μορφών
πολιτειών και της έννοιας της μεσότητας της αρετής των οικονομιών των κοινωνιών
και των πολιτειών προς τον διάλογο «Πολιτικός» του Πλάτωνος;
Στον διάλογο αυτό ο μέγας Αθηναίος φιλόσοφος σαφώς ορίζει τον πολιτικό ηγήτορα -
ύστερα από μια μεγάλη προσπάθεια που έκαμε στα προηγούμενα να διαιρέσει
επακριβώς και κατά τρόπον εξαντλητικόν τις διάφορες δραστηριότητες και τα
διάφορα επαγγέλματα, τις ποικίλες επιτηδεύσεις των ανθρώπων - ορίζει,
επαναλαμβάνουμε τον πολιτικόν ηγήτορα ως τον κάτοχο της ανθρωπονομικής
επιστήμης (Πολιτικά 267c) ή της πολιτικής και
βασιλικής τέχνης, αυτόν ο οποίος διοικεί την «άπτερον δίποδον ποίμνην».
Κατά το πρώτο μέρος της διαιρετικής διαδικασίας επιζητείται να δοθή ο ορισμός
του πολιτικού διά προοδευτικής διχοτομίας εννοιών. Αλλά ο ορισμός αυτός δεν
είναι δυνατόν να θεωρηθή πλήρης εφ’ όσον η εξέτασις δεν προχωρήσει και στην
έρευνα των διαφόρων μορφών πολιτικής οργανώσεως. Για το λόγο αυτό ο Πλάτων
προχωρεί στην έρευνα και τη μελέτη των τριών μορφών πολιτικής οργανώσεως κατά
την αρχαιότητα οι οποίες ήταν η μοναρχία, η ολίγον δυναστεία, η δημοκρατία
(Πολιτικά 291 de).
Οι τρεις αυτές μορφές πολιτευμάτων διακρίνονται εκάστη εξ αυτών σε διάφορες
υποδιαιρέσεις, όπως η μοναρχία η οποία διαιρείται σε τυραννία και σε βασιλεία.
Τυραννίς είναι η μοναρχία όταν ο μονάρχης είναι τυραννικός και καταχραστής της
εξουσίας και διοικεί μόνον προς χάριν του ιδί- ου αυτού συμφέροντος και η
βασιλεία είναι η μορφή της μοναρχίας όταν ο νομοθέτης κυβερνά προς το συμφέρον
του συνόλου της πολιτείας και των μελών της πολιτείας με ήθος, αρετήν και
νομιμότητα. (Πολιτικός 3301α).
Η βασιλεία, ή η μοναρχία ως μορφή ενάρετου πολιτεύματος είναι το άριστον
πολίτευμα, το αντίθετον εάν η μοναρχία δεν είναι δίκαιη και ενάρετη είναι η
χειρότερη όλων.
«Μοναρχία τοίνυν
ζευχθεῖσα μέν ἐν γράμμασιν ἀγαθοῖς οὕς νόμους λέγομεν ἀρίστη πάντων ταῶν ἕξ,
ἄνομος δέ χαλεπή καί βαρυτάτη συνοικῆσαι»
(303 α).
Η δεύτερη μορφή πολιτείας, η ολίγων δυναστεία (ολιγαρχία) διακρίνεται σε
αριστοκρατίαν και ολιγαρχίαν. Η αριστοκρατία υπό τη σημασία «άριστος» δηλ.
ενάρετος σε υψηλό βαθμό είναι επίσης αρίστη μορφή πολιτεύματος, εφ' όσον
προϋποτίθεται ότι σ’ αυτήν κυβερνούν οι άριστον οι ενάρετοι κατά το πνεύμα, το
ήθος και τις καθοδηγητικές - διοικητικές ικανότητες. Αντίθετα, στην ολιγαρχία
κυβερνούν οι ανήθικοι, οι διεφθαρμένοι και για τούτο η μορφή αυτή δια-
κυβερνήσεως είναι νοσηρή.
Διότι ασφαλώς οι διεφθαρμένοι κυβερνήτες κυβερνούν εναντίον των νόμων, εναντίον
των συμφερόντων του λαού και της πολιτείας.
Η τρίτη μορφή πολιτεύματος, η δημοκρατία, διακρίνεται σε «νόμω» δημοκρατίαν
(νόμιμην) και «άνομον» δημοκρατίαν.
Η «νόμω» δημοκρατία είναι υγιής μορφή πολιτεύματος ενώ η «άνομος» δημοκρατία
είναι νοσηρή μορφή πολιτεύματος (Πολιτικά 291 e).
Εξ όλων των μορφών πολιτεύματος, εξ εν συνόλω, τριών υγιών και τριών νοσηρών, η
αρίστη τονίζει ο Πλάτων είναι η μοναρχία εκ των υγιών, και εξ όλων των μη
υγιών, των νοσηρών, μορφών πολιτεύματος η προτιμώτερη είναι η δημοκρατία δηλ. η
δημοκρατία ως άνομος τοιαύτη και άμεσος.
Όταν δηλ. στις πολιτείες οι άρχοντες και οι πολίτες δεν ενεργούν και δεν
λειτουργούν κατά τρόπον έντιμον και ουσιαστικά παρακωλύουν την εφαρμογήν των
νόμων, όσοι και όποιοι ισχύουν, οπότε η πολιτεία καθίσταται ουσιαστικά άνομος,
τότε το προτιμώ- τερο πολίτευμα είναι η δημοκρατία. Διότι στην δημοκρατία αυτή
είναι ευκολότερη η αντίσταση κατά των αυθαιρεσιών των άλλων από το άλλο μέρος
μεταξύ των νομίμων και υγιών πολιτευμάτων προτιμά (ο Πλάτων) τη μοναρχία διότι η
ενάρετη μοναρχία εξασφαλίζει πέραν της εντιμότητος και της αρετής, την
αποτελεσματικότητα και την ταχύτητα των ενεργειών. Ούτω ο Πλάτων, ενώ θέτει
υπεράνω όλων των προϋποθέσεων λειτουργίας των πολιτευμάτων την αρετήν, δεν
παραγνωρίζει την πρακτική δράση και την αξία της.
Αλλ’ εμφανίζεται επίσης ως οπαδός της δημοκρατίας, διότι η περίπτωση να
υπάρχουν ιδανικές μορφές πολιτικής ζωής και οργανώσεως, η μοναρχία, η
αριστοκρατία, η νόμω δημοκρατία είναι σχεδόν αδύνατη ή μάλλον τελείως
ανύπαρκτος.
Και τούτο ο Πλάτων δεν το αγνοεί. Αλλά ακριβώς επειδή γνωρίζει ότι και οι τρεις
νοσηρές μορφές πολιτευμάτων είναι, τελικώς, είτε απορριπτέ- ες είτε
απαράδεκτες, ενώ και οι ιδανικές είναι είτε αδύνατες, είτε ανύπαρκτεες και
τουλάχιστον δύσκολα εφαρμόσιμες στην πολιτική πραγματικότητα, προτείνει μιαν
εβδόμη μορφή πολιτεύματος που ονομάζει βασιλεία.
Η εβδόμη μορφή πολιτεύματος, η βασιλεία, δεν έχει σχέση ούτε με την ιστορική
μορφή βασιλείας (βασιλεία ομηρικών χρόνων, μακεδονική βασιλεία κ.λπ.) ούτε με
την βασιλεία της οποίας προ ολίγου έκαμε τη διάκριση σε μοναρχία και τυρανία,
και η οποία προέρχεται επίσης από περιγραφήν της ιστορικής πραγματικότητος.
Πρόκειται για το γενικό ιδεώδες πρότυπον όλων των πολιτευμάτων τα οποία
ανέπτυξε πριν και τα οποία ονομάζει όλα, υγιή και μη, «μιμήματα» (296c)
της πλέον τελείας μορφής πολιτικής οργανώσεως.
Εν άλλον στοιχείο της Πλατωνικής πολιτικής φιλοσοφίας το οποίον απο- τελεί το
κύριον καθοριστικόν παράγοντα της αξιολογήσεως των πολιτευμάτων είναι η έννοια
του «μετρίου» η οποία είναι θεμελιώδης στην πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνος
όπως αυτή αναπτύσσεται στον διάλογο «Πολιτικός».
Τα πολιτεύματα είναι νόμιμα καθ’ όσον προσεγγίζουν την έννοια του «μετρίου» και
μη νόμιμα όταν απομακρύνονται από την έννοια του «μετρίου» (283β).
Η έννοια του «μετρίου» κατά τον Πλάτωνα έχει οντολογικήν αυθυπαρξίαν, ενώ οι
άλλες έννοιες οι οποίες αποκλίνουν από το «μέτριον»· δηλ. οι έννοιες «πλέον» και
«έλαττον» (μείζον - μείον) δεν διαθέτουν οντολογικήν αυθυπαρξίαν, αλλά υπάρχουν
μόνον κατ’ αναφοράν προς το «μέτριον» ή μέτρον - μέσον και λαμβάνουν την
οντολογικήν των υπόστασιν εκ του «μετρίου»· και τούτο διότι το «μέτριον»
σχετίζεται κατ’ άμεσον τρόπον προς τις «ιδέες» οι οποίες κατά τον Πλάτωνα είναι
αυθύπαρκτες οντότητες. (284d).
Και ενώ ο Αριστοτέλης έχει ως ιδανικόν του την «μεσότητα», ο Πλάτων ομιλεί για
την του μετρίου «γέννησιν», το οποίον «μέτριον» είναι επίσης το πολιτικό
ιδανικό του Πλάτωνος στον διάλογο «Πολιτικός», αλλά βεβαίως και πέραν αυτού,
διότι το έργο της «βασιλικής» επιστήμης (έβδομη μορφή πολιτεύματος), είναι έργο
συνυφής, συμπλοκής εις το «μέ- τριον», των διαφόρων παραμέτρων της πολιτικής
ζωής.
Ο Αριστοτέλης ομιλών περί των «ορθών» και «ημαρτημένων» πολιτευμάτων έχει
ασφαλώς υπ’ όψη του τον «Πολιτικόν» του Πλάτωνος, όπως και την ιστορική πολιτική
πραγματικότητα της αρχαίας Ελλάδας, όπως την είχεν ασφαλώς, υπ’ όψη του και ο
Πλάτων. Θέτων δε την «μεσότητα» ως απαραίτητο στοιχείο της κάθε μορφής υγείας,
ηθικής, πολιτικής και κοινωνικής δεν αγνοεί την κατά Πλάτωνα «μετρίου γένεσιν»
και την οντολογικήν της αξίαν.
Δεν αγνοεί βεβαίως την πλατωνική σκέψη και, στα σημεία αυτά, την λαμβάνει υπ’
όψη του και αυτήν και την ιστορική πραγματικότητα, αλλά φιλοσοφών ο ίδιος,
ανεξαρτήτως και αυτονόμως, προχωρεί στις δικές του θεωρητικές έρευνες και
κατακτήσεις.
Διά τούτο δεν συναντάται στην πολιτική φιλοσοφία του Αριστοτέλους η εβδόμη μορφή
πολιτεύματος π.χ. ούτε η άριστη πολιτεία είναι η μοναρχία, όπως θα έλεγεν ο
Πλάτων, ε- φόσον θα πρόκειται περί υγιών πολιτειών, αλλά η κατά Αριστοτέλην «πολιτεία»
(δημοκρατία άμεσος) διότι εκεί κατ’ αρχήν υπάρχει η ορθή μίξις ολιγαρχίας και
δημοκρατίας, διότι εκεί συναντάται και ο σεβασμός των νόμων, των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων κ.λπ. και η μεγίστη αποτελεσματικότης της ορθής πράξεως.