H
συνεισφορά των φιλοσόφων της Μιλήτου
στην αστρονομία
Κωνσταντίνος Καλαχάνης,
διδάκτωρ
Φιλοσοφίας
Ε.Κ.Π.Α.
Ευαγγελία Πάνου,
υπ. δίδάκτωρ
Ε.Κ.Π.Α.
Εισαγωγή
Η προσωκρατική περίοδος
της ελληνικής φιλοσοφικής διανόησης σηματοδότησε ουσιαστικά το
πέρασμα από την εξήγηση των φυσικών φαινομένων βάσει των μύθων,
σε αυτό του λόγου, όπου αναζητούνται πλέον τα αίτια που οδηγούν
στην εκδήλωση των διαφόρων φυσικών φαινομένων. Άλλωστε, κατά
τον Γάλλο φιλόσοφο A. Comte 17981857) το ανθρώπινο πνεύμα
ακολουθεί τρία στάδια εξελίξεως, ήτοι θεολογικό, μεταφυσικό και
θετικό. Κατά το θεολογικό στάδιο ο άνθρωπος επινοεί φανταστικά
πρόσωπα προκειμένου να τους αποδώσει τις διάφορες δυνάμεις της
φύσεως. Κατά το μεταφυσικό στάδιο, τη θέση των μυθικών προσώπων
παίρνουν αφηρημένες έννοιες και τέλος στο θετικό στάδιο,
αρχίζει πλέον η προσπάθεια επιστημονικής εξηγήσεως των
φαινομένων της φύσεως[1]. Πρωτοπόροι σε αυτή την κίνηση υπήρξαν
οι τρεις μεγάλοι εκπρόσωποι της Μιλήτου Θαλής, Αναξίμανδρος και
Αναξιμένης, η συνεισφορά των οποίων στην φιλοσοφική διανόηση
υπήρξε καθοριστική. Ωστόσο, η προσπάθεια εξήγησης του φυσικού
κόσμου από τους φιλοσόφους της Μιλήτου έδωσε ώθηση και στην
ανάπτυξη των επιστημών και ιδιαίτερα της Αστρονομίας. Στην
συγκεκριμένη εργασία θα μελετηθούν οι απόψεις του Θαλή, του
Αναξιμάνδρου και του Αναξιμένη σχετικά με την προέλευση και τη
φύση των ουρανίων σωμάτων, αλλά και ορισμένα από τα επιτεύγματά
τους, τα οποία ακόμη και σήμερα έχουν σημαίνουσα θέση στην
ιστορία της Αστρονομίας και των επιστημών.
Θαλής ο Μιλήσιος
(624-546 π.Χ.)
Σύμφωνα με όσα μας
παραδίδει ο Αριστοτέλης, ο Θαλής ήταν ο πρώτος ο οποίος έθεσε το
ερώτημα περί της αρχής των όντων[2]. Στόχος του Θαλή υπήρξε ο
προσδιορισμός ενός αρχικού στοιχείου εκ του οποίου συνίστανται
όλα τα όντα και από αυτό γεννώνται και στο τέλος εκεί
επιστρέφουν λόγω της φθοράς, ενώ παράλληλα η ουσία τους
συνεχίζει να υπάρχει και μεταβάλλεται μόνο ως προς τις διάφορες
καταστάσεις της[3]. Εφόσον λοιπόν γίνεται λόγος περί της
ύπαρξη μίας αρχικής ουσίας από την οποία προέρχεται η γένεση
και ο θάνατος των όντων, είναι προφανές ότι ο κόσμος διέπεται
από ενότητα.
Εκτός όμως από τις απόψεις του σχετικά με την προέλευση των
όντων, ο Θαλής υπήρξε και διαπρεπής αστρονόμος, καθώς συνέγραψε
έργα Περί αρχών, Περί τροπής και Περί ισημερίας, τμήματα των
οποίων χρησιμοποίησε ο Εύδημος στην αστρονομία του[4]. Σύμφωνα
επίσης με τον Φιλόστρατο[5] υπολόγισε τις τροπές (21/12
χειμερινή και 21/6 θερινή) από την σκιά ενός υψώματος στην
Μίλητο, ενώ έγραψε και έργο με τίτλο Ναυτική Αστρολογία.
Ο Θαλής είναι ευρύτατα γνωστός για την επιτυχή πρόβλεψη της
έκλειψης Ηλίου του 585 π.Χ. ενώ επίσης κατά μία εκδοχή του
αποδίδεται ο υπολογισμός της λόξωσης της εκλειπτικής, δηλαδή της
γωνίας που σχηματίζει το επίπεδο της εκλειπτικής ε το επίπεδο
του ουράνιου ισημερινού, ένα επίτευγμα που αποδίδεται σύμφωνα με
άλλες πηγές στον Οινοπίδη τον Χίο[6], αλλά και στον Πυθαγόρα[7].
Σημειωτέον ότι ο ακριβής προσδιορισμός όμως αυτής της γωνίας
έγινε από τον Ίππαρχο στις 23° 27. Επίσης ο Θαλής υπολόγισε -
λανθασμένα- πως η διάμετρος του Ήλιου είναι το 1 / 720 της
(φαινόμενης) τροχιάς του γύρω από τη Γη και ότι η διάμετρος της
Σελήνης ισούται επίσης με το 1 / 720 της τροχιάς της γύρω από τη
Γη[8]. Επιπλέον επεσήμανε ότι το αίτιο των εκλείψεων Ηλίου
εντοπίζεται στην κίνηση της Σελήνης[9]. Ενδιαφέρον παρουσιάζει
και η τοποθέτησή του ότι τα άστρα έχουν παρόμοια σύσταση με
αυτήν της Γης[10], γεγονός που συνδέει άμεσα τη σύσταση της Γης
με ολόκληρο το Σύμπαν. Περί της Γης επίσης, υποστηρίζει ότι
είναι σφαιρικού σχήματος, άποψη την οποία αποδέχτηκε και ο
Αριστοτέλης[11]. Υποστηρίζεται επίσης, ότι είχε κατασκευάσει και
αστρονομικό όργανο, ουράνια σφαίρα[12].
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, ο Θαλής δεν περιορίστηκε μόνο
στην διατύπωση θεωρητικών υποθέσεων για τη δημιουργία του
κόσμου, αλλά πραγματοποίησε και το αποφασιστικό βήμα της ένταξης
της μεθόδου της μέτρησης και του πειράματος στην επιστημονική
διαδικασία.
Αναξίμανδρος
(610-547 π.Χ.)
Ο Αναξίμανδρος στην κοσμολογία του ακολούθησε τις απόψεις του
διδασκάλου του Θαλή, καθώς αναζήτησε τη μοναδική αιτία
δημιουργίας του σύμπαντος, μη αποδίδο- ντάς την ούτε στο ύδωρ
ούτε σε κάποιο άλλο υλικό στοιχείο, αλλά στο άπειρον, εκ του
οποίου προέρχονται όλοι οι κόσμοι. Το άπειρον αποτελεί το
αρχικό υπόστρωμα από το οποίο προέρχεται η γένεση, η μεταβολή
και ο θάνατος των όντων. Ο λόγος που ο Αναξίμανδρος κάνει λόγο
για ένα απροσδιόριστο στοιχείο όπως το άπειρο, έγκειται στο ότι
παρατηρώντας τις αλληλομετατροπές που υφίστανται τα τέσσερα
στοιχεία (πυρ, αήρ, ύδωρ, γη), θεώρησε αναγκαία την ύπαρξη ενός
αναλλοίωτου αρχικού υποκειμένου που δεν σχετίζεται με αυτά[13].
Επομένως το άπειρον θα πρέπει να θεωρηθεί ως μία αρχή που έχει
όλα εκείνα τα γνωρίσματα του ακαθορίστου. Έτσι διαπιστώνεται
υπό του Αναξι- μάνδρου ότι το ακαθόριστο εκδηλώνεται, πλην όμως
δεν μπορεί να μιλήσει περί αυτής της εκδηλώσεως, εξ’ αιτίας του
γεγονότος ότι ως άπειρον δεν μετρείται, έτσι ώστε η ακαθόριστη
αρχή δεν περιέχεται εντός του γνωστικού πλαισίου[14].
Εκτός όμως από τις επιρροές που δέχθηκε ο Αναξίμανδρος από τον
Θαλή στις φιλοσοφικές του αναζητήσεις περί της ενότητας και της
μοναδικής αρχής των πάντων, ο Αναξίμανδρος διακρίθηκε ιδιαίτερα
και στο πεδίο της αστρονομίας. Συγκεκριμένα ο φιλόσοφος
υπεστήριξε την παρουσία της Γης στο κέντρο του κόσμου λόγω του
σφαιροειδούς της σχήματος. Η Σελήνη επίσης είναι ετερόφωτο σώμα,
καθώς το φως της προέρχεται από τον Ήλιο, ο οποίος αν και δεν
είναι μικρότερου μεγέθους από την Γη, εντούτοις αποτελείται από
καθαρή φωτιά. Είναι χαρακτηριστικό όμως, ότι η συνεισφορά του
Αναξιμάνδρου επεκτείνεται και στην οργανολογία, καθώς πρώτος
βρήκε τον γνώμονα, τον οποίο έστησε στις σκιοθήρες στην
Λακεδαίμονα και ο οποίος χρησίμευε για την λήψη πληροφοριών
σχετικά με τις τροπές και τις ισημερίες. Ο γνώμονας ή γνωμόνιον
ήταν ένας κατακόρυφος στύλος δεδομένου ύψους που τοποθετούνταν
σε ανοιχτούς χώρους στις αρχαίες ελληνικές πόλεις για τη
μέτρηση του αληθούς ηλιακού χρόνου. Κάποιοι γνώμονες μεγάλου
ύψους υπάρχουν ακόμη και σήμερα σε διάφορες πόλεις και είναι
γνωστοί με το όνομα οβελίσκοι. Η ύπαρξη τέτοιων αρχαίων
κατασκευών δηλώνει το υψηλό επίπεδο των αρχαίων πολιτισμών καθώς
και τον καθοριστικό ρόλο του μεγέθους του χρόνου και της
μέτρησής του στην καθημερινότητα των αρχαίων πολιτών. Ο
γνώμονας είναι το αρχαιότερο αστρονομικό όργανο και αποτέλεσε
τη βάση για την κατασκευή και άλλων απλών και σύνθετων
αστρονομικών οργάνων. Αξίζει να αναφερθεί ότι κατά την
αρχαιότητα χρησιμοποιούταν και για τον προσδιορισμό διαφόρων
αστρονομικών φαινομένων και για τον υπολογισμό γεωμετρικών
στοιχείων της Γης. Εξέλιξη του γνώμονα είναι τα ηλιακά ωρολόγια
στα οποία ο γνώμονας είναι κεκλιμένος ανάλογα με το γεωγραφικό
πλάτος του τόπου που μετράται ο αληθής ηλιακός χρόνος.
Ο Αναξίμανδρος ακόμη κατασκεύασε και άλλα αστρονομικά όργανα
όπως ωροδεικτικά όργανα και σφαίρα (Suidae Lexicon λήμμα
Αναξίμανδρος), ενώ υπολόγισε και την περίμετρο της γης και της
θαλάσσης[15].
Αναξιμένης
(585-528 π.Χ.)
Ο Αναξιμένης κινήθηκε στα χνάρια των προκατόχων του Αναξιμάνδρου
και του Θαλή, θεωρώντας ότι η υποκειμένη φύση είναι μία. Δεν την
θεωρούσε όμως ως αόριστη όπως εκείνος (ο Αναξίμανδρος), αλλά
ορισμένη, αποκαλώντας την αέρα. (ο αέρας) διαφέρει ως προς την
πυκνότητα και την αραιότητα, ανάλογα προς τις ουσίες[16]. Η
διαφορά ωστόσο του αέρα προς το νερό, είναι ότι προσεγγίζει την
ιδιότητα του ασωμάτου, γεγονός που εξυπηρετεί τον φιλόσοφο στο
να τονίσει την υπερβατική του φύση, αλλά και το γεγονός ότι
λειτουργεί ως υπόστρωμα της δημιουργίας των όντων[17].
Ο Αναξιμένης αναφερόμενος στα ουράνια σώματα, κάνει λόγο
καταρχήν για τη σύστασή τους, περνώντας ουσιαστικά από το στάδιο
της Αστρονομίας και της παρατήρησης των σωμάτων, σε αυτό της
Αστροφυσικής, όπου πλέον μελετάται η φύση τους. Εν προκειμένω ο
αέρας διαδραματίζει κατά τον Αναξιμένη σημαντικό ρόλο στη
δημιουργία των ουρανίων σωμάτων, τα οποία προέρχονται από τη Γη
και συγκεκριμένα από τις εξατμίσεις που προέρχονται από αυτήν '
όταν αυτές οι εξατμίσεις αραιώνουν παράγεται η φωτιά και από τη
φωτιά που ανεβαίνει παράγονται τα άστρα[18]. Είναι προφανές ότι
η Γη έχει σχηματιστεί από την πύκνωση του αρχέγονου, εξατμίσεις
οι οποίες λόγω αραίωσης σχηματίζουν τη φωτιά από την οποία
αποτελούνται τα άστρα[19]. Ωστόσο η φύση του αέρα δεν είναι
πάντοτε αντιληπτή από τις αισθήσεις (άδηλη), λόγω της
ομοιόμορφης κατανομής της (ομαλώτατος), παρά γίνεται φανερή μόνο
με το κρύο, τη ζέστη, την υγρασία και την κίνηση, η οποία έχει
τις ιδιότητες της πύκνωσης και αραίωσης. Από την αραίωση
δημιουργείται το στοιχείο του πυρός, ενώ από την πύκνωση
προκύπτουν φαινόμενα όπως τα σύννεφα και επίσης δημιουργούνται
το ύδωρ και η Γη. Σε μεγάλες συμπυκνώσεις μάλιστα παράγονται οι
λίθοι[20] (Ιππόλυτος, Έλεγχος, I, 7, 1), γεγονός που υποδηλώνει
ότι η μεγαλύτερη συγκέντρωση της πρωταρχικής ουσίας δημιουργεί
βαρύτερα αντικείμενα. Το γεγονός αυτό παραπέμπει άμεσα στην
ύπαρξη μηχανικών διεργασιών που οδηγούν στην δημιουργία των
ουρανίων σωμάτων.[21]
Οι απόψεις του Αναξιμένη αποκτούν μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν
συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι η δημιουργία των άστρων βασίζεται
στο μεσοαστρικό αέριο και σε κόκκους σκόνης, υλικά που λόγω
βαρυτικής συστολής και λόγω της περιστροφικής κίνησης που
εκτελούν, δημιουργούν ένα πρώτο μεσοαστρικό νέφος, ενώ σε ακόμη
μεγαλύτερες συμπυκνώσεις όπου υπάρχει και ισχυρό βαρυτικό
πεδίο, τα νέφη εξελίσσονται σε πρωτοαστέρες. Οι πρωτοαστέρες
αρχικά είναι ψυχροί και περιβάλλονται από αέρια τα οποία τους
καθιστούν αοράτους λόγω απορρόφησης του φωτός που εκπέμπουν
(εκτός από την υπέρυθρη ακτινοβολία που εκπέμπεται από το
κουκούλι τους).
Καθώς λοιπόν ο πρωτοαστέρας περιστρέφεται, η μάζα στο κέντρο του
συμπιέζεται και η θερμοκρασία του αυξάνεται, με συνέπεια να
αναφλεγεί το υδρογόνο. Οι θερμοπυρηνικές αυτές αντιδράσεις
συμβάλλουν και στην υδροστατική ισορροπία του αστέρα, ο οποίος
έχει πλέον εισέλθει στην Κύρια Ακολουθία (Εικόνα 1). Είναι
χαρακτηριστικό εν προκειμένω, ότι ο Αναξιμένης έχει αναφερθεί
στην πύρινη φύση των άστρων[22] .
Ο φιλόσοφος εκτός από τις πολύ ενδιαφέρουσες επισημάνσεις του
αναφορικά με τη φύση των άστρων, κάνει λόγο και για την ύπαρξη
σωμάτων τα οποία περιστρέφονται μαζί με τα άστρα, ωστόσο
παραμένουν αόρατα[23]. Οι παρατηρήσεις των αστρονόμων έχουν
επιβεβαιώσει την ύπαρξη πλανητικών συστημάτων γύρω από άστρα,
τα οποία είναι αόρατα σε εμάς. Ήδη το ερευνητικό πρόγραμμα της
NASA με τίτλο “Kepler Mission” έχει ήδη καταγράψει πάρα πολλούς
εξωπλανήτες. Εκτός όμως από πλανήτες, έχουν καταγραφεί και διπλά
αστρικά συστήματα, στα οποία ο συνοδός είναι αόρατος, με
γνωστότερο το σύστημα του Σειρίου στον αστερισμό του Μεγάλου
Κυνός[24], όπου ο Σείριος, ένας λευκός αστέρας κυρίας
ακολουθίας, διαθέτει σαν συνοδό έναν λευκό νάνο, τον Σείριο β.
Παρά το γεγονός ότι ο Αναξιμένης κατόρθωσε να περιγράψει με
μεγάλη ακρίβεια μηχανισμούς που ακόμη και σήμερα έχει αποδειχθεί
ότι συντελούν στη δημιουργία των άστρων, εντούτοις εξέφρασε και
απόψεις που, όπως γνωρίζουμε σήμερα, δεν είναι ακριβείς.
Συγκεκριμένα, δεχόταν πως η Γη είναι επίπεδη και ακίνητη
(Αριστοτέλης, Περί Ουρανού, 294 b 13), ο Ήλιος είναι επίπεδος
σαν φύλλο (Αέτιος, Περί αρεσκόντων II, 22,1), ενώ τα άστρα
γυρίζουν γύρω από τη Γη. Συγχρόνως υποστήριζε ότι ο Ήλιος
κρύβεται επειδή σκεπάζεται από ψηλότερα μέρη της Γης και η
απόστασή του από αυτήν μεγαλώνει (Ιππόλυτος, Έλεγχος I, 7, 6).
Ο Αναξιμένης επομένως αν
και δεν πραγματοποίησε αστρονομικές παρατηρήσεις και δεν
κατασκεύασε όργανα, εντούτοις συνεισέφερε και αυτός στην
ανάπτυξη της αστρονομίας.
Επίλογος
Η παραπάνω μελέτη κατέδειξε την προσφορά των φιλοσόφων της
Μιλήτου, Θαλή, Αναξιμάνδρου και Αναξιμένη στην ανάπτυξη της
αστρονομίας. Η συνεισφορά αυτή θα μπορούσε να συνοψισθεί στην
παρατήρηση αστρονομικών φαινομένων, στην κατασκευή οργάνων όπως
τα ηλιακά ωρολόγια, αλλά και στον προσδιορισμό της φύσης των
άστρων. Επιπλέον, οι αστρονομικές απόψεις που διατύπωσαν οι
Μιλήσιοι φιλόσοφοι εντάσσονται στην πρώτη συστηματική
προσπάθεια του ανθρωπίνου πνεύματος να ερμηνεύσει με
επιστημονικό τρόπο τον κόσμο που τον περιβάλλει, αλλά και να
πραγματοποιήσει ακόμη και μετρήσεις μέσω οργάνων, εισάγοντας
έτσι στην επιστήμη και την έννοια του πειράματος.
Βιβλιογραφία
Αέτιος,
(1879). De placitis reliquiae, ed. H. Diels Doxographi Graeci.
Reimer, Berlin.
Αριστοτέλης, (1924). Μετά
τα φυσικά, ed. W. D. Ross, Aristotle’s metaphysics, 2 vols.
Clarendon Press, Oxford.
Διογένης Λαέρτιος,
(1960). Βίοι φιλοσόφων, Βίοι, Diogenis Laertii vitae
philosophorum, 2 vols.: Clarendon Press, Oxford.
Heron, (1903).
Definitiones“ Heronis Alexandrini opera quae supersunt omnia,
vol. 4”, Ed. Heiberg, J.L.Leipzig: Teubner.
Ιππόλυτος, (1986). Των
κατά πασών αιρέσεων έλεγχος [Patristische Texte und Studien,
25]. Berlin, De Gruyter.
Καλαχάνης, Κ., Κωστίκας,
Ι. και Θεοδοσίου, Ε. (2013). “Η Προσω- κρατική Επιστημονική
Επανάσταση: Η συμβολή των φιλοσόφων της Μιλήτου στη μελέτη του
κοσμικού γίγνεσθαι” Επιθεώρηση Φιλοσοφίας Celestia Nova,
Ολυμπιακό Κέντρο Φιλοσοφίας και Παιδείας, Εκδόσεις Μπατσιούλας.
Τομ. 4 (ii), σσ. 207-214.
Καλαχάνης, Κ. και Πάνου,
Ε. (2014). “Η φύση των ουρανίων σωμάτων κατά τον Αναξιμένη, υπό
το πρίσμα της σύγχρονης Αστροφυσικής” Physics News, Ένωση
Ελλήνων Φυσικών, τεύχος 6, σσ. 4445.
Kalachanis, K., Panou,
E., Theodossiou, E., Kostikas, I., Manimanis, V. and
Dimitrijevic, M. (2015). "The cosmic system of the pre- Socratic
philosopher Anaximenes and stars and their formation” Bulgarian
Astronomical Journal, Volume 23.
Available on line http://www.astro.bas.bg/AIJ/issues/n23/index.html
Kirk, G.S., Raven, J.E.,
Schofield, M., (2001). Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι (Μετάφραση στα
ελληνικά, Δ. Κούρτοβικ), MIET, Αθήνα.
Κούτρας, Δ. (1995).
Ιστορία και μεταφυσική, Αθήναι {αυτοέκδοση}.
Πολίτης, Ν.Γ. (2004).
Φιλοσοφήματα, Εν Αθήναις {αυτοέκδοση}.
Σιμπλίκιος, (1882). Εις
το Α της Αριστοτέλους φυσικής Ακροάσεως, υπόμνημα ο έστι πρώτον,
H.Diels, Simplicii In Aristotelis physi- corum libros octo
commentaria, 2 vols. CAG 9-10. Reimer, Berlin.
Φιλόστρατος, (1870). Βίος
Απολλωνίου Τυανέως, ed. C.L. Kayser, Flavii Philostrati opera,
vol. 1. Teubner, Leipzig.
Βιβλιογραφία για τα
ηλιακά ωρολόγια της αρχαιότητας
Panou E., Kalachanis, K.,
Manimanis, V. N. (2014). “The ancient Greek Sundials of Athens”,
Applied Science Reports (ASR), Progressive Science Publications,
Pakistan 1 (2): 47-48.
Panou, E., Theodossiou,
E., Manimanis, V. and Kalachanis, K. (2013). “The Cylindrical
Sundials of the Archaeological Museum of Athens”, Journal of
Natural Sciences, American Research Institute for Policy
Development (ARIPD), Vol. 1 (2): 31-39.
Panou, E., Theodossiou,
E. and Kalachanis, K. (2013). “The Planar and Spherical Sundials
of the Archaeological Museum of Athens”, Journal of Natural
Sciences, American Research Institute for Policy Development (ARIPD),
Vol. 1 (2): 5-11.
Panou, E., Theodosiou,
E., Manimanis, V. and Kalachanis, K. (2014). “Two Conical
Sundials with Missing Gnomons of the Archaeological Museum of
Athens”, British Sundial Society Bulletin, Volume 26 (i): 2-7.
Panou, E., Theodossiou,
Ε., Manimanis, V. N. and Kalachanis K. (2014) “The astronomical
monuments of Athens”, Global journal of multidisciplinaryand
applied sciences, Vol. 2 (2): 47-52.
The contribution of
Milesian Philosophers in Astronomy
The Presocratic
philosophers and especially the Milesians Thales, Anaximander
and Anaximenes also emerged as great astronomers. Thales
accurately predicted the solar eclipse of 585 B.C. while
Anaximander was the first who built a sundial. Finally
Anaximenes attempted to explain the nature ofSun and stars.
Keywords: Thales,
Anaximander, Anaximenes, Astronomy, star evolution
[1]
Κούτρας, (1995), σ. 36.
[2] Αριστοτέλης, Μετά
τα Φυσικά, 983b.
[3] Αριστοτέλης, Μετά τα
Φυσικά, 983b, 6-13.
[4] Δ. Λαέρτ. Βίοι, I, 23
κ.ε.
[5] Φιλόστρατος, Βίος
Απολλωνίου Τυανέως, ΙΙ, 5.
[6] Heron, Definitiones,
138, 11, 3.
[7] Αέτιος, De Plac. II,
12, 2-3.
[8] Δ. Λαέρτ. Βίοι, I,
22.
[9] Αέτιος, De Plac. II,
24, 1-2.
[10] Ό.π. ΙΙ, 13, 1.
[11] Αριστοτέλης, Περί
ουρανού, 297b 25 κ.ε.
[12] Βλ. Πολίτης,
(2004), σ. 97.
[13] Σιμπλίκιος, Εις
Φυσικά, 24,13 κ.ε. Αναξ. Α' 9.
[14] Πολίτης, (2004), σ.
99.
[15] Δ. Λαέρτ. Βίοι, I,
22 κ.ε.
[16] Σιμπλίκιος Εις
Φυσικά. 24, 26-29.
[17] Καλαχάνης κ.α.
(2013).
[18] Ιππόλυτος, Ελεγχος,
I, 7, 5.
[19] Kirk, Raven,
Schofield, 2001, 160.
[20]Ιππόλυτος, Έλεγχος,
I, 7, 1.
[21] Βλ. εκτενώς,
Καλαχάνης, Πάνου, 2014.
[22] Αέτιος, De Plac. II,
13, 10.
[23] Ό.π. De Plac. II,
13, 10
[24] Kalachanis et al.
(2015).