Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ
Διαμαντή Κων. Κούτουλα
«ἦ μήν ἔτι Ζεύς, καίπερ αὐθάδη φρονῶν,
ἔσται ταπεινός,
oἷov
ἐξαρτύεται
γάμον γαμεῖν, ὅς αὐτόν ἐκ τυραννίδος
θρόνων τ’ ἄϊστον έκβαλεῖ· πατρός δ’ ἀρά
Κρόνου τότ’ ἤδη παντελῶς κρανθήσεται,
ἥν ἐκπίτνων ἠρᾶτο δηναιῶν θρόνων»
[Μετ.:
Ὡστόσο, παρ’ ὅλη τήν ἀλαζονεία τοῦ μυαλοῦ του, ὁ Δίας,
κάποτε θά ταπεινωθεῖ, ἐξαιτίάς τοῦ γάμου πού ἑτοιμάζεται
νά κάνει, ὁ ὁποῖος ἀπό τόν θρόνο του, ἄφαντο, θά τόν
γκρεμίσει. Κι ἔτσι θά ἐπαληθευτεῖ ἡ κατάρα τοῦ πατέρα
του Κρόνου, τήν ὁποία ἐκστόμισε, ὅταν ἔπεσε ἀπό τόν
πανάρχαιο θρόνο τῶν θεῶν] .
Αὐτή ὑπῆρξε
ἡ περίφημη «προφητεία» τοῦ Αἰσχύλου, ἡ προβλέπουσα τό
Τέλος τοῦ Διός καί ἡ ὁποία λίγο ἔλειψε νά ὁδηγήσει τόν
μεγάλο τραγικό στό... κώνειο, θεωρηθεῖσα ὡς παραβίαση
τοῦ ἀπορρήτου της διδασκαλίας τῶν Ἐλευσινίων Μυστηρίων.
Σήμερα βέβαια ἀντιλαμβανόμαστε τό ὀρφικό περιεχόμενο
αὐτῆς της συμβολικῆς «προφητείας», ἀλλά ἐκεῖνο πού
συγκλόνισε τό κοινό τοῦ 5ου αἰ. π.Χ. ἦταν ἡ διαπίστωση
ὅτι ὑπάρχει ἐνδεχόμενο καί ἡ θρησκεία νά μήν ξεφεύγει
ἀπό τό ἱστορικό Γίγνεσθαι, τό ὁποῖο ἀκολουθεῖ τή φυσική
διαδικασία τῆς γέννησης καί τῆς φθορᾶς. Ὁπωσδήποτε τό
γεγονός τῆς προφητείας τοῦ Προμηθέα Δεσμώτη ὑπῆρξε
μοναδικό στά πάγκόσμια χρονικά· δέν ἔχει ξανασυμβεῖ νά
παρουσιάζεται στό κοινό κατά τή διάρκεια Θρησκευτικῶν
ἐκδηλώσεων (ὅπου παρουσιάζονταν οἱ τραγωδίες) διδασκαλία
προβλέπουσα τό τέλος τῆς ἐπικρατούσας θρησκείας!
Τό ὅτι τό
κοινό φαίνεται νά ἀποδέχτηκε τό αἰσχύλειο ἔργο, ὄχι
βέβαια χωρίς ἀντιρρήσεις - πάντως λιγότερες ἀπό τήν
Μιλήτου Ἅλωσιν τοϋ Φρύνιχου! - καταδεικνύει τό ὑψηλό
πνευματικό ἐπίπεδο τοῦ ἀθηναϊκοῦ κοινοῦ του 5ου αἰ.
π.Χ., ἑνός κοινοῦ πού εἶχε ἤδη ἀκούσει τίς θεολογικές
ἀπόψεις τῶν προσωκρατικῶν, οἱ ὁποίες γκρέμιζαν τό
πάνθεον τοῦ Ὀλυμπου χάριν τοῦ Ἑνός Θεοῦ, καί τίς εἶχε,
φαίνεται, ἐν πολλοῖς ἐνστερνιστεῖ.
Βέβαια,
εἶναι ἐπίσης ἀληθές ὅτι κι ἄν οἱ μεγάλοι θεοί τοῦ
Ὀλυμπου χάθηκαν κάτω ἀπό τά κτυπήματα τῶν Προσωκρατικῶν
καί τῶν Σοφιστῶν, οἱ χθόνιοι Δαίμονες ζοῦν ὡς τά σήμερα
ἀθάνατοι στήν ἑλληνική ὕπαιθρο ὡς Στοιχειά, Νεράιδες καί
Λάμιες...
Πάντως, ἄν
ἡ ἀρχαία ἑλληνική θρησκεία ἰχνηλατεῖται σήμερα ζῶσα καί
βασιλεύουσα στή σύγχρονη λαογραφία, ἡ θεολογία τῶν
Προσωκρατικῶν, τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Ἀριστοτέλη καί τῶν
Νεοπλατωνικῶν ὑποβαστάζει ὡς ἀκρογωνιαῖος λίθος τίς
τρεῖς μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκεῖες καί κατ’ ἐξοχήν
τόν Χριστιανισμό.
• Ποιά θά
ἦταν σήμερα ἤ θεωρία περί Ψυχῆς τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ,τοῦ
Χριστιανισμοῦ καί τοῦ Ἰσλαμισμοῦ, χωρίς τόν Ὀρφισμό τοῦ
5ου αἰ. π.Χ.;
• Ποιά θά
ἦταν σήμερα ἡ διδασκαλία Περί Θεοῦ (Πατρός) τοῦ
Χριστιανισμοῦ χωρίς τή θεολογία τοῦ Πλάτωνα καί τῶν
Προσωκρατικῶν;
• Ποιά θά
ἦταν ἡ Τριαδική θεολογία τῆς Χριστιανικῆς ’Ἐκκλησίας
χωρίς τήν Τριαδολογία τοῦ Πλωτίνου ἤ τήν Ἑναδολογία του
Πρόκλου;
Βέβαια δέν
θά ἰσχυριστοῦμε ὅτι ὅλη ἡ θεολογία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων
Μυστῶν μεταφέρθηκε αὐτούσια στόν Χριστιανισμό ἤ τόν
Ἰσλαμισμό. Ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο βοᾶ ἡ Ἱστορία εἶναι ὅτι ἡ
ἀρχαία ἑλληνική θεολογία τῶν Προσωκρατικῶν, τοῦ Πλάτωνα,
τοῦ Ἀριστοτέλη καί τῶν Νεοπλατωνικῶν, κληρονομήθηκε στόν
Χριστιανισμό, ἔστω καί μετασχηματισμένη. Χωρίς τή
θεολογία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων Μυστῶν ἦταν ἀδύνατον νά
εἶχε ὑπάρξει ὁ Χριστιανισμός μέ τή μορφή ποῦ τόν
γνωρίζουμε σήμερα. (Γι’ αὐτό, συκοφαντώντας ἀνιστόρητα
τους ἀρχαίους Ἕλληνες ὡς «εἰδωλολάτρες», δέν ἀδικοῦμε
μόνο τόν Ἠράκλειτο, τόν Παρμενίδη, τόν Ξενοφάνη, τόν
Σωκράτη, τόν Πλάτωνα, τόν Ἀριστοτέλη, τόν Πλωτίνο, τόν
Πρόκλο κ.λπ., ἀλλά ἀπεμπολοῦμε τό ἴδιο τό φιλοσοφικό
Θεμέλιο του Χριστιανισμοῦ καί τῶν ἄλλων
μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν.) Ἡ ἱστορική ἀλήθεια εἶναι ἁπλῆ:
ἡ θεολογία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων Μυστῶν εἶναι πιό κοντά
στόν Χριστιανισμό καί τόν Ἰουδαϊσμό, παρά στή λαϊκή
δεισιδαιμονία τῆς ἐποχῆς της! Αὐτό βέβαια δέν σημαίνει
ὅτι ὁ Παρμενίδης, ὁ Ξενοφάνης ἤ ὁ Πλάτων θά μποροῦσαν νά
ἦταν Χριστιανοί, ἄν βέβαια ζοῦσαν στήν πρωτοβυζαντινή
περίοδο. Τό πιθανότερο εἶναι νά μήν ἦταν· ὅπως δέν
ἔγιναν χριστιανοί ὁ Ἰάμβλιχος, ὁ Πλωτῖνος, ὁ Πρόκλος, ὁ
Σιμπλίκιος, ὁ Δαμάσκιος. Ἀλλά ἡ Ἱστορία σπάνια δέχεται
ἐκβιαστικά διλήμματα τοῦ τύπου: «Χριστιανοί ἤ
Πολυθεϊστές». Μπορεῖ κάποιοι νά μήν εἶναι οὔτε τό ἕνα
οὔτε τό ἄλλο - ὅπως συνέβαινε μέ τούς Ἕλληνες Μύστες τῆς
ὕστερης ἀρχαιότητας. Αὐτό ὅμως δέν ἀναιρεῖ τόν
«προδρομικό» ρόλο πού ἔπαιξε ἡ θεολογία τῶν ἀρχαίων
Ἑλλήνων Μυστῶν γιά τή θεολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τῶν
ἄλλων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν.
Τά
μεγαλύτερα πνεύματα τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας δέν
ὑπῆρξαν «δωδεκαθεϊστές»· ἀντίθετα λειτούργησαν στήν
ἱστορική ἐξέλιξη τοῦ θρησκευτικοῦ στοχασμοῦ ὡς
ἀγγελιαφόροι ἑνός, ἀποφατικῶς, ἀντιλαμβανόμενου Θεοῦ. Ὅ
Δαμάσκιος ὑπῆρξε ἕν προκειμένω σαφέστατος : «τό
ἐπέκεινα τοῦ Ἑνός πάντῃ ἀπόρρητον ». (Περί Ἀρχῶν
1,56,6).
Ἄν οἵ
Χριστιανοί ἀπέδωσαν στήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ τόν
προσδιορισμό «Πατήρ» καί οἱ Ἑβραῖοι τόν προσδιορισμό
«Κύριος» (Adonai), οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δέχθηκαν ὡς πλέον
ἁρμόζον τό προσωνόμιο: «ὁ Ἄγνωστος Θεός», ὁ Ἄρρητος. Ἡ
συνεκφορά αὐτή δέν ἀναφέρεται τόσο σ’ ἕναν Θεό πού δρᾶ
incognito ἀνάμεσά μας, ὅσο σ’ ἕναν Ὑπερβατικό θεό,
«πάντων Ἐπέκεινα», Ξένο πρός ὅλα ἀκόμα, καί σ’ αὐτήν τήν
ἔννοια τοϋ Εἶναι.
Ἄν πυρήνας
τῆς Φιλοσοφίας εἶναι τό πρόβλημα τοϋ Θεοῦ,
ἡ ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία, θεολογοῦσα, ἔφτασε στό
ὕψιστο σημεῖο πού μπορεϊ νά φτάσει ἡ ἀνθρώπινη σκέψη.
Ὅταν ὁ ἀνθρώπινος Λόγος νοεῖ τό «ὅλως ἀνόμοιον»,
αὐτό πού εἶναι ἀ-δια-νόητο. τότε ξεπερνᾶ τόν ἑαυτό του,
αὐθυπερβαινεται. Αὐτη τήν αὐθυπέρβαση, τήν κατέκτησε
πρῶτο καί μόνο τό ἀρχαῖο ἑλληνικό πνεῦμα, ὅπως
ἀποτυπώθηκε στούς ἀρχαιους Ἕλληνες Μύστες, τούς
τραγικούς ἀγγελιαφόρους τοϋ Μή-Ὄντος.
Ἡ πορεία
αὐτή βέβαια, ὅπως εἴδαμε, δέν ἦταν οὔτε ἀνθόσπαρτη οὔτε
γραμμική. «Ἐν ἀρχῇ», τό Ἕτερον ἐμφανίστηκε ὡς
Διονύσιος Ζαγρεύς (Ὀρφικοί), κατόπιν ὡς ἀνύπαρκτο Μηδέν
(Παρμενίδης), ὥσπου ν’ ἀρχίσει νά ἀποκαλύπτεται ὡς
«Ζωντανό Κενό», στούς Ἀτομικούς Φιλοσόφους καί στόν
Πλάτωνα. Στή μαθηματική σκέψη τῶν θεολογούντων φιλοσόφων
τό «Ἕτερον» ταυτίστηκε μέ τό «Χωρίς πέρας»
(ἄρρητοι ἀριθμοί) καί θεωρήθηκε ὡς ἡ μήτρα τοῦ Κακοῦ.
Χρειάστηκε ἡ μεγαλοφυΐα τοϋ Ἀναξαγόρα γιά νά
ἀποκατασταθεῖ τό Χαοτικό «Ἄπειρον» στή συνείδηση τῶν
ἀρχαίων Ἑλλήνων ὡς «χαρακτηριστικό» τοῦ Θεοῦ.
Ὕστερα
ἐμφανίστηκε ὁ μέγας Μύστης Σωκράτης. Σ’ αὐτόν ὁ
μυστικισμός ἔγινε Πίστη στόν Ἄγνωστο Θεό, πού
ἐμφανίζεται στούς ἀνθρώπους ὡς μία ἀνεξήγητη, μυστική
ἀποῦσα παρουσία:
«Σφίγγει τό χέρι στίς ἄφεγγες νύχτες...
Τί εἶναι ὁ Θεός, κανείς μας
στούς αἰῶνες δέν θά μάθει·
Ὅμως ζητᾶ παντοτεινά
νά συνδεθεῖ πιστά μαζί μας».
Στόν
Σωκράτη τό τέλος τοῦ λόγου εἶναι ἡ Ἀπορία. Ὅμως τό τέλος
τῆς ἀπορίας εἶναι ἡ Πίστη. Ὡς τέλος τοῦ λόγου, ἡ ἀπορία
δέν σημαίνει καταστροφή, ἀλλά συνείδηση τῶν ὁρίων τοῦ
λόγου. Ὡς τέλος τῆς ἀπορίας, ἡ πίστη δέν σημαίνει
ἀφανισμό, ἀλλά συνείδηση τῶν ὁρίων τῆς ἀπορίας. Στόν
Σωκράτη,ὅπως καί στόν Πλάτωνα, ὁ ἀνθρώπινος λόγος
διαισθάνεται τήν προτεραιότητα ἑνός ἄλλου ὑπερβατικοῦ
Λόγου-Ὑπερλόγου, ὁ ὁποῖος «εἶναι» τό Μή-Εἶναι,τό «ὅλως
Ἕτερον», τό παντελῶς Ἀνόμοιον. Ὁ Πλάτων εἰδικά, συνέλαβε
ὅτι ἡ Πραγματικότητα δέν μπορεῖ νά συλληφθεϊ παρά μόνο
σέ σχέση μέ αὐτό, τό «Ἕτερον». Τό μεγαλεῖο τῶν
ἀρχαίων Ἑλλήνων φιλοσόφων, ἀπό τόν Πυθαγόρα μέχρι τόν
Δαμάσκιο, εἶναι ὅτι αὐτό τό φρικῶδες καί ἀπροσδιόριστο «Ἕτερον»
τό ἀποδέχθηκαν καί τό ὀνόμασαν «Θεό». Οἱ μεταγενέστεροι
θεολογοῦντες, αὐτήν τήν κατάκτηση τήν καταχώρησαν ὡς
«Ἀποφατική θεολογία» ἤ ὡς «Μυστικισμό». Ὅ ἑλληνισμός,
ὡστόσο, ἀποδέχθηκε τόν «Ἄγνωστο Θεό» τῶν μυστῶν καί τόν
κατέστησε κέντρο τῆς κοινωνικῆς του ζωῆς ἐγκαθιστώντας
τον μέ τή μορφή τοῦ Διονύσου - πού ἐνσαρκώνει στό
ἑλληνικό πάνθεον τήν ἔννοια τοῦ «Ἑτέρου»
- στό κατ’ ἐξοχήν κέντρο τοῦ κοινωνικοῦ σώματος, στό
θέατρο,
ὡς μέγιστο μάθημα Ἀνοχῆς πρός τόν Ξένο, τόν Ἀλλότριο.
Οἱ
ἀρχαῖοι Ἕλληνες Μύστες, ὡς φιλόσοφοι, ἐννόησαν τό
ἀδιανόητο τοῦ «Ἑτέρου» κι αὐτό ὑπῆρξε ἡ ὕψιστη κατάκτηση
τῆς φιλοσοφικῆς σκέψης.
Ὡς θεολόγοι, ὅμως, διαισθάνθηκαν ὅτι αὐτο τό «Ὅλως
Ἀνόμοιον Ἕτερον» εἶναι ὁ ἀπρόσιτος Θεός, ἡ τελική πηγή
παντός Ἀγαθοῦ. Ἡ διαίσθηση αὐτή ὑπῆρξε ἐσωτερική
ἀποκάλυψη,δήλ. πίστη. Ἡ ἐμπειρία αὐτή κατέστησε τούς
ἀρχαίους Ἕλληνες φιλοσόφους, Μύστες. Ἡ θεολογική
ἀντιληψη ὅτι ὁ Θεός εἶναι τό «Ὅλως Ἀνόμοιον Ἕτερον»
ὑπῆρξε, μέ τό πού διατυπώθηκε, ἡ αὐθυπέρβαση κάθε
θεολογίας. Ἡ θεολογία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων Μυστῶν δέν
εἶχε ὡς σκοπό τήν κατάκτηση τῆς ἔννοιας τοῦ Θεοῦ ἐκ
μέρους τοῦ ἀνθρώπου· τελικός προορισμός της ὑπῆρξε πάντα
ἡ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιον του Θεοῦ, ἡ
αὐθυπέρβαση. Εἴτε καταφατική θεολογία (Ὀρφικοί,
Πυθαγόρας) εἴτε Ἀποφατική (Πλάτων, Πλωτῖνος, Πρόκλος)
εἴτε θεολογία τοῦ Αὐτοδημιουργούμενου Θεοῦ (Ἠράκλειτος),
ἡ συνολική ἀπάντηση τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων στό Ἐρώτημα περί
Θεοῦ ὑπῆρξε καταλυτική γιά τήν παγκόσμια θεολογική σκέψη
καί ἰδιαίτερα τήν χριστιανική: οἱ ἀναζητοῦντες τόν Θεό
εἶναι ἀργοναῦτες πού γνωρίζουν ὅτι τό χρυσόμαλλο δέρας
δέν εἶναι δυνατόν νά κλαπεῖ, γιατί αὐτό ΠΡΟΣΦΕΡΕΤΑΙ,
δωρεάν, σέ ὅσους συνειδητοποιοῦν ὅτι δέν ἀξίζουν τέτοια
μεγάλη προσφορά. Ὁ Θεός προσφέρεται στόν ἄνθρωπο,
ἀκριβῶς ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος δέν ἀξίζει τήν προσφορά. Ἡ
ὑποδοχή αὐτῆς της προσφορᾶς (πού ὁ ἄνθρωπος δέν ἀξίζει)
ὀνομάζεται στήν θρησκευτική γλώσσα: Πίστη. Πιστεύων ὁ
ἄνθρωπος, δηλαδή ἀποδεχόμενος τήν θεία προσφορά πού δέν
ἀξίζει, μιμεῖται τόν Θεό, ἐφ’ ὅσον χαρίζει σ’ Αὐτόν τόν
ἑαυτό του, ὅπως προηγουμένως ὁ Θεός δώρισε τή Χάρη του
στόν ἀνάξιο ἄνθρωπο. Τή «διαδικασία» αὐτή ὁ Πλάτων τήν
ἀποκαλοῦσε ὡς γνωστόν, «ὁμοίωσιν Θεῷ». Ἐν ἀντιθέσει πρός
τήν ἑβραϊκή ἀγωνία τῆς αὐτοδικαίωσης ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ
«διά τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων», ὁ πιστός ταῆς Ἑλλάδας
γνωρίζει ὅτι «πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον
ἄνωθεν ἔστιν καταβαῖνον ἀπό τοῦ πατρός τῶν φώτων»:
«Ζεῦ, μεγάλαι δ’ ἀρεταί
Θνατοῖς ἕπονται
ἐκ Σέθεν»
[Μετ.: Ζεῦ,
οἱ μεγάλες ἀρετές ἔρχονται στούς θνητούς ἀπό Σένα].
Ἡ
πνευματική αὐτή ταπείνωση εἶναι ἡ Ὡραία Πύλη διά μέσου
τής ὁποίας εἰσέρχεται στόν χῶρο τοῦ προσωρινοῦ, τό
Αἰώνιο. Ἡ εἴσοδος αὐτή ὅμως γίνεται μέ τραγικό τρόπο,
γιατί λαμβάνει χώρα κάθε φορά πού ὁ ἄνθρωπος ἀκούει τούς
«μαντατοφόρους ἀπό τήν Τροία» νά τοῦ λένε:
«Πῶς τόσος πόνος τόση ζωή πῆγαν στήν ἄβυσσο
γιά ἕνα πουκάμισο ἀδειανό, γιά μιάν Ἑλένη!»
Σέ μιά
τέτοια ἀπέραντη μοναξιά ὁ Ἕλλην Μύστης φέρνει στό νοῦ
του τόν Αἰσχύλο· μπορεῖ ὁ Προμηθέας Δεσμώτης νά στενάζει
λέγοντας ὅτι: «οὐδέν ἐστι τέρμα μοι προκείμενον
μόχθων, πρίν ἄν Ζεύς ἐκπέσῃ τυραννίδος»
(= τέλος τῶν πόνων μου πουθενά δέν βλέπω, πρίν ἀπ’ τό
θρόνο του πέσει ὁ Δίας), ὡστόσο ἡ προφητεία τοῦ τραγικοῦ
Αἰσχύλου ὁλοκληρώνεται μέ «μεσσιανικό», θά λέγαμε,
τρόπο:
«τοιοῦδε μόχθου τέρμα
μή τι προσδόκα,
πρίν ἄν θεῶν τις διάδοχος
τῶν σῶν πόνων φανῇ,
θελήσῃ τ’ εἰς ἀναύγητον μολεῖν
Ἅϊδην κνεφαῖά τ’ ἀμφί Ταρτάρου βάθη»
[Μετ.:
Τέλος τοῦ μαρτυρίου σου μήν περιμένεις, προτοῦ κάποιος
ἀπό τους θεούς φανεῖ τά πάθη σου νά ἀναλάβει καί ἑκούσια
νά κατεβεῖ στά ἀνήλια βάθη τοῦ Τάρταρου καί τοῦ Ἅδη].
Ὅσο, ὅμως,
κι ἄν αὐτή ἡ προφητεία τοῦ Αἰσχύλου ἀποδόθηκε στόν
Χριστό, ἡ ἀρχαία ἑλληνική θεολογία σέ ὅλες τίς ἐκδοχές
της (προσωκρατική, πλατωνική, ἀριστοτελική, στωϊκή,
νεοπλατωνική) ποτέ δέν κατέληξε νά γίνει Δόγμα,
μονολιθικό καί ἀπαγορευτικό γιά τήν ὕπαρξη τῶν ἄλλων
θρησκειῶν, γιατί, σέ τελική ἀνάλυση, ἦταν πάντα ἡ
Ἐλευθερία ἐκείνη πού ἀποτελοῦσε τό ἔσχατο κριτήριο τῆς
ἑλληνικῆς ἀντίληψης γιά τή ζωή, τόν ἄνθρωπο, τόν κόσμο
καί τόν θάνατο. Σέ κάθε περίπτωση, ἰσχύει πάντα ἡ
Προσευχή τῆς Ἑκάβης στόν Δία, ὅπως τήν ἀναφέρει στίς
Τρωάδες ὁ Εὐριπίδης:
«Ὅστις ποτ’ εἶ Σύ, δυστόπαστος εἰδέναι,
Ζεύς, εἴτ’ ἀνάγκη φύσεος εἴτε νοῦς βροτῶν,
προσηυξάμην σε· πάντα γάρ δι’ ἀψόφου
βαίνων κελεύθαι κατά δίκην τά θνήτ’ ἄγεις»
[Μετ.: Ὦ
Δία, ποιά εἶναι ἡ Οὐσία Σου, δύσκολο
νά τό ξέρει
κανείς: νόμος φυσικός ἤ ἀνθρώπινη
ἐπινόηση (εἶσαι;).
Ἐσένα (ὅμως) παρακαλῶ στήν προσευχή μου,
γιατί πάντα
μέσ’ ἀπό τους δρόμους τῆς Σιγῆς, κανονίζεις
δίκαια τά
ἀνθρώπινα πράγματα].