Η πόλη της ελευθερίας και της
καταπίεσης
(αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του
Robin Osborne
«ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ»)
Η
λέξη ελευθερία αποτελεί το σύνθημα της ελληνικής πολιτικής κατά
τον 5° αιώνα. Συναντήσαμε ήδη τον Δημάρατο, τον πρώην βασιλιά
της Σπάρτης, ο οποίος δήλωσε στον Ξέρξη ότι χάρη στην πολεμική
ανδρεία των συμπολιτών του η Ελλάδα δεν απειλούνταν πλέον από τη
φτώχεια και τη δουλεία και ότι τουλάχιστον οι Δωριείς Έλληνες
δεν επρόκειτο σε καμία περίπτωση να αποδεχθούν όρους που θα
συνεπάγονταν την υποδούλωση της Ελλάδας. Εκθέτοντας την
προσωπική του γνώμη, ο Ηρόδοτος εκθειάζει την Αθήνα, επειδή η
δική της απόφαση να διαφυλάξει την ελευθερία της Ελλάδας έπαιξε
καθοριστικό ρόλο στην επακόλουθη αντίσταση κατά των Περσών και
στην ήττα τους. Το 432 οι Σπαρτιάτες κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον
των Αθηναίων, προκειμένου να προασπίσουν και πάλι την ελληνική
ελευθερία. Ωστόσο, στο τέλος του πρώτου έτους των πολεμικών
επιχειρήσεων, κατά την ετήσια ταφή των νεκρών του πολέμου, ο
Αθηναίος πολιτικός ηγέτης Περικλής ήταν εκείνος που εκφώνησε
-σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θουκυδίδη- έναν λόγο ο οποίος
αναδείχθηκε έκτοτε σε σημείο αναφοράς σχετικά με την υπεράσπιση
της δυτικής ελευθερίας. Η ανάλυση και ως επί το πλείστον το
εγκώμιο της ελευθερίας των Ελλήνων αποδείχθηκαν ακαταμάχητα για
γενιές αρχαίων ιστορικών.
Η ελευθερία και η καταπίεση συμβαδίζουν, διότι η απειλή της
τελευταίας καθιστά άξια λόγου την πρώτη και επιπλέον τη
συντηρεί, καθώς η καταπίεση βασίζεται στις ίδιες δομές που
θεωρητικά εγγυώνται την ελευθερία.
Οι δομές του αθηναϊκού πολιτεύματος κατά την κλασική εποχή
διαμορφώθηκαν κατά κύριο λόγο με τις μεταρρυθμιστικές
προσπάθειες του Κλεισθένη, στα τέλη του 6ου αιώνα.
Αφού απελευθερώθηκε από την τυραννίδα του Ιππία το 510, η Αθήνα
περιήλθε εκ νέου σε μία φάση βίαιων αντιπαραθέσεων ανάμεσα σε
πολιτικές ομάδες. Η κατάσταση αυτή δεν διέφερε από εκείνη που
θεωρήθηκε ότι είχε αποτελέσει σε πρώτη φάση το υπόβαθρο για την
κατάληψη της εξουσίας από τον Πεισίστρατο. Εντούτοις, η λύση που
υιοθέτησε ο Κλεισθένης για την έξοδο από την κρίση αυτή ήταν να
πραγματώσει την -νομοθετικά κατοχυρωμένη από τον Σόλωνα-
επέκταση της εξουσίας στον λαό. Αυτή η επέκταση περιελάμβανε τη
σύσταση από τον Κλεισθένη μίας Βουλής, της οποίας τα μέλη
προέρχονταν αναλογικά από κάθε δήμο, δηλαδή από τις κώμες της
Αττικής και τις ξεχωριστές γειτονιές εντός της πόλης της Αθήνας.
Αυτή η Βουλή “των Πεντακοσίων” αποφάσιζε τα προς συζήτηση
θέματα και μεριμνούσε για την εκτέλεση των αποφάσεων της
Εκκλησίας του Δήμου, στην οποία ουσιαστικά εναπόκεινταν η
τελική απόφαση για όλα τα σημαντικά ζητήματα. Η παραχώρηση της
ιδιότητας του Αθηναίου πολίτη και το δικαίωμα συμμετοχής στην
Εκκλησία του Δήμου προϋπέθεταν κυρίως την αναγνώριση από τον
δήμο της αθηναϊκής καταγωγής (αρχικά από την πλευρά του πατέρα
και από τα μέσα του 5ου αιώνα κεξ. από τη μεριά της
μητέρας επίσης) και της συμπλήρωσης των δεκαοκτώ ετών. Για να
μετέχει ένας πολίτης στη Βουλή των Πεντακοσίων έπρεπε να είναι
άνω των τριάντα ετών και να έχει κληρωθεί ανάμεσα στα μέλη του
δήμου του που δεν είχαν ήδη υπηρετήσει για δεύτερη φορά σε αυτή
τη θέση...