Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΤΟΥ
ΔΙΟΝΥΣΟΥ
«ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ»)
Θεωρείται
σήμερα ασφαλές πόρισμα της έρευνας η είσοδος του Διονύσου ως
ξένου στην Ελλάδα και η αναγνώρισή του μόνο κατόπιν της
υπέρβασης σφοδρών αντιδράσεων. Ως πατρώα γη βλέπουν την Θράκη
και την κατοικημένη από έναν συγγενή πληθυσμό Φρυγία. Αρχικώς
είχαν την γνώμη ότι ο Διόνυσος μετοίκησε άμεσα από την Θράκη
στην Ελλάδα. Εσχάτως όμως πιστεύουν ότι έχουν βρεθή πειστικοί
λόγοι για την διά θαλάσσης έλευσή του από την Φρυγία ή την
Λυδία. Τελευταία ο
Nilsson
συνέδεσε τις
δύο αντιλήψεις (Η
Μινωικο-μυκηναϊκή Θρησκεία.
1927, σ. 396 κ.ε.): τόσο από την Θράκη
όσο
και από την Φρυγία, λέει, πρέπει να εισήλθε ο Διόνυσος στην
μητρική γη, τη μία κατά την αρχαιοθρακική την άλλη κατά την
παρηλλαγμένη από την επίδραση μικρασιατικών γειτονικών θρησκειών
μορφή του. Δεν αρκούνται όμως σ’ αυτό. Ως τρίτη εστία της
διονυσιακής κίνησης χαρακτηρίζουν τώρα, αντίθετα από την έως
τώρα κρατούσα άποψη, την ίδια την ελληνική μητρώα γη· γιατί η
μεγάλη έξαρση που προκάλεσε η έλευση του θεού εδώ θεωρείται
αναβίωση μιας πανάρχαιας λατρείας του θεού- πρέπει
κανείς, κατά τον
Nilsson
να υποθέση
ότι οι συνημμένες με το όνομα του Διονύσου ιδέες και
τελετουργίες ανήκαν ήδη στον προελληνικό πληθυσμό.
Αν ρωτήσουμε
για την χρονική στιγμή κατά την οποία φέρεται ο αλλοδαπός να
εισέδυσε στους θεούς της Ελλάδος, ο
Wilamowitz
(Πίστη των Ελλήνων
II 61) εξηγεί ότι κατά τον 8ο αιώνα, το ενωρίτερο, πρέπει να
έφθασε στην μητρώα γη και η νίκη του επί της αρχαίας πίστης δεν
πρέπει να συντελέστηκε προ του έτους 700· οι έλληνες της Ασίας
θα έπρεπε να τον γνώριζαν «αναλόγως νωρίτερα»· «όμως»,
συμπεραίνει, «η κοινωνία μέσα στην οποία και για την οποία
συνέθετε την ποίηση του ο Όμηρος ήθελε να γνωρίζη τον Διόνυσο
τόσο λίγο όσο η Ελλάδα έπειτα, μέχρις ότου υποχρεώθηκε να ενδώση
σε μία αναθρώσκουσα δύναμη».
Όποια κρίση
κι αν διατυπώνη κανείς για την καταγωγή και την πατρίδα της
διονυσιακής θρησκείας, είναι αδιανόητο να την έχουν τόσο όψιμα
γνωρίσει οι έλληνες. Γιατί πώς θα ήταν τότε δυνατό να μην έχη
διατηρηθή κανένα αίσθημα αλλοτρίου και καμμία ανάμνηση βίαιης
εισβολής. Γιατί ο τόσο συχνά επαναλαμβανόμενος ισχυρισμός ότι
ωρισμένοι μύθοι και λατρείες μαρτυρούν μία τέτοια ανάμνηση
στηρίζεται, όπως θα δούμε στην συνέχεια, σε μία σύγχυση
λατρευτικής μετανάστευσης και Επιφάνειας. Οι ίδιοι οι έλληνες
θεωρούσαν την βάση της λατρείας τους του Διονύσου πανάρχαια. Το
πόσο δίκιο είχαν μαρτυρείται από το γεγονός ότι τα «αρχαία
Διονύσια» όπως ονομάζει ο Θουκυδίδης (2,15) τα Ανθεστήρια, ήταν
κοινά στην ιωνική φυλή και ως διονυσιακή γιορτή — όπως σωστά
παρατηρεί ο
Deubner
(Arch.
Jahrb.
1927,
189.
Αττ. Γιορτές
122 κ.ε.) — πρέπει να είναι αρχαιότερα του χωρισμού και της
μετανάστευσης των Ιώνων. Στους Δελφούς μπορούσε κανείς να
θεωρήση την λατρεία του Διονύσου αρχαιότερη από αυτήν του
Απόλλωνα (βλ. κεφ. 18). Για την Σμύρνη όπου τα Ανθεστήρια
εορτάζονταν με την είσοδο του Διονύσου πάνω σε ένα πλωτό άρμα
(πβ.
Deubner
Αττ. Γιορτές
σ. 122), μαρτυρείται μία διονυσιακή γιορτή ήδη για τα χρόνια που
η πόλη ήταν ακόμη αιολική (Ηροδ. I, 150). Ως ο σημαντικώτερος
μάρτυρας για την ύστερη αρχαιότητα του έλληνα Διονύσου πρέπει
να θεωρήται το ομηρικό έπος που είναι εντελώς οικείο με την
λατρεία και τους μύθους του θεού και μιλά γι’ αυτόν όπως για τις
θεότητες που λατρεύονταν από αμνημονεύτων χρόνων, όποια κι αν
ήταν τα αισθήματα του ποιητή και του ακροατηρίου του.
Στο επίκεντρο
των διονυσιακών λατρειών και μύθων στέκει η μορφή του
μαινομένου θεού και των συνεπαρμένων από την αγριότητά του
γυναικών που υιοθέτησαν και ανέθρεψαν το νογέννητο και που γι’
αυτό ονομάζονται τροφοί του. Σε ωρισμένες γιορτές ήταν
θεσπισμένες διώξεις που μπορούσαν να λάβουν αιματηρή έκβαση και
σε πλήθος παραδόσεων και εθίμων προβάλλει σαφέστατα η ιδέα ενός
τραγικού χαμού. Το κεφαλαιώδες αυτό τμήμα της διονυσιακής
θρησκείας είναι τόσο γνωστό στην
Ιλιάδα
ώστε μπορεί να παρουσιάζεται εκεί με κάθε λεπτομέρεια...