Η Παιδαγωγική Αξία της Αριστοτελικής
Φρόνησης
Νικηταρά Χριστίνα,
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας,
Παιδαγωγικό Ινστιτούτο
Αν η αγωγή δεν είναι
αντικείμενο δεδομένο, όπως το αντικείμενο των φυσικών
επιστημών, ούτε αντικειμενική πνευματική πραγματικότητα
καθορισμένη σε κείμενα, αλλά μία μεταβλητή υπαρξιακή
μορφή, σύμφωνα και με τη Δεσμευτική Ερμηνευτική του
Flitner[1],
τότε στον ευρύτατο ορίζοντα των αγωγικών
αλληλεπιδράσεων ανθρώπου – περιβάλλοντος, η σύγχρονη
παιδαγωγική επιστήμη καλείται να παρέμβει με δύο
τρόπους. Πρώτα να αρθρώσει σωστικό λόγο για τη
χειραγώγηση της σκληρής τεχνοκρατικής ηθικής. Έπειτα να
οδηγήσει στη χαμένη ενότητά του τον κατακερματισμένο
άνθρωπο.
Η ανάγκη αυτή προσδιορίζεται από τα
γενικότερα πολιτιστικά προβλήματα, οικολογικό πρόβλημα,
αλλοτρίωση, βαρβαρότητα σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής
ζωής, που προσβάλλουν και το πεδίο των παιδαγωγικών
εφαρμογών[2].
Δύο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που διαμορφώνονται
μέσα στις συνθήκες αυτές.
1.
Η μονοσήμαντη προσαρμογή στα δεδομένα και
στις επαγγελίες της υψηλής τεχνολογίας.
2.
Η λήθη ή η έλλειψη ενός αξιολογικού
παιδαγωγικού συστήματος, όπου εκπροσωπούνται και
κατανέμονται ανθρωπιστικά οι παιδαγωγικές αρχές που
ρυθμίζουν το παιδαγωγικό γεγονός στο σύνολό του.
Από τα χαρακτηριστικά αυτά προκύπτει αναπόφευκτα η
ανάγκη μιας ηχηρής επαναδιατύπωσης της παιδαγωγικής
αξιολογίας, όπου κέντρο και κυρίαρχη αναφορά θα είναι ο
άνθρωπος[3].
Η εδραίωση των ανθρωπιστικών ιδεωδών στις ενατενίσεις
και στη στοχοθεσία της παιδαγωγικής μπορεί να παρέμβει
διττά στα σύγχρονα δρώμενα.
Να προτείνει την οδό του εξανθρωπισμού της τεχνοκρατικής
συμπεριφοράς.
Να προσφέρει το αντίδοτο στη νοσηρή πολυποίκιλη έκφραση
του ευδαιμονισμού με την αφύπνιση των πνευματικών
αισθητηρίων του σύγχρονου κόσμου. Η στροφή στις
παιδαγωγικές αξίες της ανθρωπιστικής ηθικής αποτελεί
κινητοποίηση όλων των δομικών όρων της ανθρώπινης
ύπαρξης και του κόσμου. Με την κινητοποίηση αυτή
απελευθερώνονται από τα αδιέξοδά τους όλοι οι παράγοντες
που εμπλέκονται στην παιδαγωγική διαδικασία και στην
πολυπρόσωπη αλλοτρίωση. Ο Αριστοτέλης διατυπώνει τη
χρεία αυτής της αξιολογικής τομής με μια γλαφυρή
δεοντολογική πρόταση.
«Οὗτοι
μάλιστα δεήσονται φιλοσοφίας καί σωφροσύνης καί
δικαιοσύνης, ὅσῳ μᾶλλον σχολάζουσιν ἐν ἀφθονίᾳ τῶν
ἀγαθῶν»[4].
Η δεοντολογία αυτή έμμεσα επαναπροσδιορίζεται μέσα στις
διατυπώσεις των σύγχρονων στοχαστών σχετικά με τον
ανθρώπινο λόγο και την πορεία του στα δρώμενα της
μεταβιομηχανικής εποχής. Οι διατυπώσεις αυτές εμφανίζουν
τον ανθρώπινο λόγο να αποτυγχάνει στα πλαίσια του
προγράμματος και των στόχων του διαφωτισμού[5].
Εμφανίζουν ακόμη τον άνθρωπο να μην εξέρχεται από την
ανωριμότητά του από τους νεότερους χρόνους, γεγονός για
το οποίο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος υπεύθυνος όπως
διέβλεψε ο Καντ[6],
αλλά να βυθίζεται σε μια νέου τύπου βαρβαρότητα, όπως
ισχυρίζονται ο Horkheimer και
ο Adorno[7].
Υπό τις προϋποθέσεις αυτές η κριτική που
ασκήθηκε ήδη στην κλασική παράδοση της παιδαγωγικής
ισχύει ως διαμεσολαβητική πρόταση μεταξύ του παρελθόντος
και του παρόντος[8].
Γονιμοποίηση της διαμεσολάβησης αυτής σημαίνει προοπτική
και εμπέδωση των ανθρωπιστικών αξιών στο τραχύ έδαφος
του σύγχρονου κόσμου. Σημαίνει επίσης απόπειρα
ανασύστασης της ανθρωπιστικής ηθικής, η οποία
κακοποιήθηκε και εξορίστηκε από το ολοκληρωτικό καθεστώς
της τεχνοκρατικής νοοτροπίας. Η κλασική παράδοση της
παιδαγωγικής αποτελεί τη μήτρα μιας δυναμικής και
γόνιμης ένταξης του παραδοσιακού στο μοντέρνο και στο
μεταμοντέρνο εκπαιδευτικό σχηματισμό της εποχής μας.
Ένα παράδειγμα αυτής της δυναμικής προσφοράς
της κλασικής παιδαγωγικής στα σύγχρονα δεδομένα, είναι
το παράδειγμα του ορισμού της έννοιας της αρετής. Η
γενικότερη σύγχρονη σχετικοκρατία επηρέασε αναπόφευκτα
τους ορισμούς των εννοιών. Η αρετή εξ ορισμού σήμερα
είναι ασαφής, όπως ασαφής και απροσδιόριστη είναι η
οργανική συσχέτισή της με τη φιλοσοφία και τους
προσανατολισμούς της σύγχρονης παιδαγωγικής πρακτικής.
Στο σημείο αυτό είναι διορθωτική και ενισχυτική η
συμβολή της παραδοσιακής παιδαγωγικής αντίληψης.
Δυναμική θεωρώ την αριστοτελική αφετηρία για την
καλλιέργεια των αρετών. Αντιπαρέρχεται το στατικό
επίπεδο των συμβατικοτήτων και των χρονικών
προσδιορισμών. Χαρακτηρίζεται από τη διαχρονική εκτίμηση
των χαρακτηριστικών της ανθρώπινης φύσεως και από την
αδιάσειστη εμπιστοσύνη στη δύναμη της διδαχής, του έθους
και της πλαστικότητας των φυσικών υποδομών της ύπαρξης.
Γι’ αυτό εκφράζει απόλυτα την άποψη ότι η αρετή οδηγεί
στον ευδαίμονα βίο.
Για τον Αριστοτέλη εφαλτήριο του ευδαίμονος
βίου είναι η φρόνηση. Κύρια χαρακτηριστικά της ιδιότητας
αυτής είναι ο πανανθρώπινος χαρακτήρας της, η
εντελεχειακή προοπτική της, η άμεση σχέση της με την
αρετή και η καθολική αναφορά της στο φαινόμενο της ζωής.
Τα χαρακτηριστικά αυτά υπαινίσσονται την ανάγκη της
παιδαγωγικής παρέμβασης για να εκφραστεί η φρόνηση από
τη δυνάμει της προοπτική σε ενεργητική παρουσία. Στην
περίπτωση αυτή θα χρησιμοποιήσομε δύο χαρακτηριστικές
αριστοτελικές εκφράσεις, οι οποίες αποδεσμεύουν την
παιδαγωγική να επιχειρήσει τη δική της αποκλειστική
κυβερνητική στην ανθρώπινη ύπαρξη. Ο Αριστοτέλης
αναφέρεται στον άνθρωπο,
«φύσει καί
κατά φύσιν γέγονεν ὁ ἄνθρωπος», εφαρμόζεται
όμως ο λόγος αυτός και στο ιδιαίτερο αυτό
χαρακτηρολογικό στοιχείο, τη φρόνηση. Η φρόνηση ως φύσει
ιδιότητα του ζωικού είδους, φρόνιμο είναι και το θηρίο,
όταν προφυλάσσεται από τους εχθρούς του, παρέχει τη
δυνατότητα και την πιθανότητα της χειραγώγησής της από
την επιστήμη. Η παρεχόμενη δηλαδή φυσική υποδομή
εξυπηρετεί την ανάπτυξη των παιδαγωγικών χειρισμών. Πολύ
περισσότερο εμπλουτίζεται η ανάπτυξη αυτή από το δεύτερο
χαρακτηριστικό της φρόνησης, «κατά φύσιν» που
προσιδιάζει μόνο στον άνθρωπο. Στην κατά φύσιν
διαμόρφωση και εξέλιξη αυτής της φυσικής προδιαγραφής η
παιδαγωγική έχει έναν από τους διαμορφωτικούς λόγους και
μάλιστα τον ισχυρότερο. Η οικογενειακή αγωγή, η
κοινωνική παιδεία, η συστηματική εκπαίδευση, όλες οι
συστηματικές ή μη συστηματικές μορφές ωαγωγικής
επίδρασης ενισχύουν τη φρόνηση και την οδηγούν στην
εντελεχειακή ανάπτυξή της. Συμβαίνει με τη φρόνηση, ό,τι
συμβαίνει με τον άνθρωπο, που ενώ αυτός υπάρχει,
εντούτοις οφείλει να γίνει άνθρωπος για να διαπιστώσει
θαυμαστικά ο ποιητής Μένανδρος,
«ὡς χαρίεν
ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἄνθρωπος ἦν».
Στο 9ο κεφάλαιο των Ηθικών
Νικομαχείων ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι
«ὁ περί
αὑτόν εἰδώς καί διατρίβων φρόνιμος εἶναι».
Δηλαδή όποιος γνωρίζει καλά ό, τι τον αφορά και
αφιερώνει τον καιρό του για την επίτευξή του είναι
φρόνιμος[9].
Εδώ η φρόνηση ταυτίζεται με την πλήρη ανθρωπογνωσία και
μάλιστα όχι ως ετερογνωσία αλλά ως αυτογνωσία. Η ύπαρξη,
η ανθρώπινη ουσία, το είναι, το υποκείμενο ή ο εαυτός,
στοιχεία που διαχειρίζεται η παιδαγωγική είναι η κύρια
γνώση του φρόνιμου κατά τον Αριστοτέλη, επειδή αυτό που
αφορά τον άνθρωπο κατ’ αρχήν είναι ο ίδιος ο εαυτός του.
Βεβαίως η αυτογνωσία στην περίπτωση του φρόνιμου είναι η
κατά τάξη αρχή. Ακολουθεί η γνώση των δομικών δυνάμεων
της ζωής, του σκοπού της ζωής και η γνώση για τα μέσα
επίτευξής του. Η γνωστική αυτή συμπεριφορά συμπληρώνεται
από την αφοσίωση σε μια συνεπή πρακτική, που δεν απέχει
πολύ από τη σχέση της παιδαγωγικής θεωρίας και της
πρακτικής εφαρμογής της. Έτσι, η φρόνηση που έχει την
ετυμολογική ρίζα της στη λέξη
«φρήν»[10]
με τη σημασία καρδιά, νους, έδρα των διανοητικών
δυνάμεων της ψυχής, της αντίληψης και της σκέψης, αποκτά
στην αριστοτελική φιλοσοφία ευρύτερη σημασιολογική
διάσταση.
«Φρονεῖν»
στον Προτρεπτικό και αργότερα στα Ηθικά
Ευδήμεια σημαίνει
«γιγνώσκειν» και
«θεωρεῖν».
Η φρόνηση είναι το θείον στοιχείο μέσα στην ψυχή του
ανθρώπου. Είναι
«τό
γιγνῶσκον» μέρος της ψυχής, επιστήμη και
μάλιστα
«ἀκριβεστάτη»[11].
Ο Αριστοτέλης υιοθετεί τον πρακτικό
χαρακτήρα της[12],
από την παραδοσιακή αντίστοιχη αντίληψη και την
προϋποθέτει της αγαθής προαίρεσης. Ένας σύντομος
αριστοτελικός ορισμός τη χαρακτηρίζει
«ἕξιν»,
«μετά τοῦ ὀρθοῦ λόγου ἕξιν», ενώ η
ανάπτυξη του ορισμού αυτού την ταυτίζει με την αρετή.
«Ἡ μετά τοῦ
ὀρθοῦ λόγου ἕξις ἀρετή ἐστιν· ἡ τοιαύτη ἕξις ἀρετήν
ἐστιν, ἡ κατά τήν φρόνησιν»[13].
Στο επίπεδο αυτό τοποθετεί την φρόνηση ένας ακόμη
ορισμός που αναφέρεται στα Ηθικά Νικομάχεια και
την χαρακτηρίζει,
«ἕξιν ἀληθῆ μετά λόγου πρακτικήν περί τά ἀνθρώπῳ
ἀγαθά καί κακά»[14].
Η αριστοτελική Παιδαγωγική φαίνεται σταθερά
προσανατολισμένη στην εξέλιξη της φρόνησης και τη
διακονεί με τα δικά της φιλοσοφικά κριτήρια. Της παρέχει
τις αγαθές έξεις και τη σοφία για να στηρίξει την
ενεργοποίηση και τη συμβολή της στην κατάκτηση του
ευδαίμονος βίου. Η οικογενειακή αγωγή, η εν γένει
παιδεία, η προσωπική άσκηση οφείλουν να καλλιεργούν τις
αγαθές έξεις που προετοιμάζουν το έδαφος για την άσκηση
της αρετής. Στο μεσοδιάστημα της πορείας από το φύσει
στο κατά φύσιν η ανάπτυξη των αγαθών έξεων συντονίζει
τις ψυχοφυσικές δυνάμεις στην καρποφορία της φρόνησης.
Βέβαια η ευθύνη για το ρόλο της φρόνησης στην οργάνωση
της ατομικής και πολιτικής ζωής, συναρτάται απόλυτα από
την απόφαση του ανθρώπου. Κύριος του εαυτού του ο
άνθρωπος αποδέχεται τις παιδαγωγικές επιταγές και
αποφασίζει ο ίδιος ως φευκτά τα κακά ήθη, κακία –
ακρασία – θηριότης και αιρετά όλα τα είδη της αρετής.
«Ἐφ’ ἡμῖν
δή καί ἡ ἀρετή, ὁμοίως δέ καί ἡ κακία»[15].
Ο αυτογνώστης, σύμφωνα με τον αριστοτελικό ορισμό της
φρόνησης,
«εἶδος μέν
οὖν τι ἄν εἴη γνώσεως τό αὐτῷ εἰδέναι»[16]
αντλεί από την εμπειρία τη σοφία και γίνεται σοφός.
Η σοφία αυτή υπερέχει της επιστημονικής γνώσης και
σχετίζεται με την πείρα, γι’ αυτό μοιάζει με γνώρισμα
των πρεσβυτέρων στην ηλικία[17].
Με δυο χαρακτηριστικά ρήματα τίθεται το
παιδαγωγικό υπόβαθρο της αριστοτελικής φρόνησης και η
αναπόφευκτη αυτή εμπλοκή της στη δια βίου παιδαγωγική
προοπτική. «Προπαιδεύεσθαι»
και «προεθίζεσθαι»
συνιστούν τους όρους της προοπτικής αυτής. Συνιστούν την
έντεχνη προετοιμασία για τη δια βίου άσκηση της αρετής[18].
Συνιστούν ακόμη την αξίωση για έγκαιρη οικογενειακή
αγωγή, η οποία οφείλει δραστικά να επιληφθεί της διδαχής
περί του καλού, της διάκρισης καλού – κακού και του
εθισμού στην αυθόρμητη προτίμηση του αγαθού. Με το «προπαιδεύεσθαι»
διατυπώνεται περισσότερο η θεωρητική προετοιμασία για το
συνειδητό ηθικό βίο και ο συντονισμένος ψυχοφυσικός
προσανατολισμός από την πρώιμη παιδική ηλικία προς
αυτόν. Συμπλήρωμα και ολοκλήρωση αυτού του
προσανατολισμού είναι η προγύμναση, η προάσκηση στους
αγώνες για την αρετή[19].
Έτσι, η οικογενειακή αγωγή θεμελιώνει και διαμορφώνει
την υγιή εξέλιξη της δυναμικής της φρόνησης, ενώ
ταυτόχρονα ταυτίζεται με αυτήν. Οικογενειακή αγωγή και
φρόνηση αναδεικνύουν
«τό ἦθος τό
στέργον τό ἀγαθόν καί δυσχεραῖνον τό φαῦλο»[20].
Με τη διαπίστωση ότι
«ὁ βίος
πρᾶξις, οὐ ποίησίς ἐστιν»[21]
η παιδεία αναλαμβάνει να χειραγωγήσει σταθερά προς την
αρετή, τις έξι από τις επτά αιτίες που αναφέρονται στη
Ρητορική ως αιτίες των ανθρώπινων πράξεων,
«βία,
φύσις, ἔθος, λογισμός, θυμός, ἐπιθυμία»[22].
Έργο της παιδείας είναι επίσης να στρέφει το λόγο,
τον πρακτικό λόγο που ασχολείται με τον πόλεμο και τις
επιχειρήσεις, ασχολία, και τον θεωρητικό που ασχολείται
με την ειρήνη και τον ελεύθερο χρόνο (σχολή), στην αρετή[23].
Έτσι, ενώ η φρόνηση υπάρχει φύσει στο ανθρώπινο γένος,
οι αρετές δεν είναι φυσικές ή αφύσικες, αλλά κατακτώνται
δια του έθους. Όπως γινόμαστε οικοδόμοι οικοδομούντες
και κιθαριστές κιθαρίζοντες, έτσι ακριβώς γινόμαστε
δίκαιοι ή σώφρονες, εκτελώντας δίκαια ή σώφρονα έργα[24].
Ο Αριστοτέλης προσθέτει στις φιλοσοφικές και
θεωρητικές αυτές αναφορές πρακτικό και μεθοδολογικό
προγραμματισμό. Με βάση την εξέλιξη των ανθρώπινων
ηλικιών στο 7ο βιβλίο των Πολιτικών
στα κεφάλαια 14 και 15 ο Αριστοτέλης συζητεί την
πρακτική για την επίτευξη του ηθικού βίου[25].
Στη συζήτηση αυτή τονίζεται η επίδραση των μεγαλυτέρων,
όσων ασκούν αγωγική επιρροή στη διαμόρφωση
«τῆς φύσης»,
«τοῦ ἔθους»
και «τοῦ
λόγου». Στο κεφάλαιο 16 θέτει τους κανόνες
του σωστού γάμου, της αναπαραγωγής και της οικογενειακής
ευημερίας γενικά, ενώ στο κεφάλαιο 17 αναπτύσσει τα
στάδια της παιδείας με βάση την ηλικιακή ανάπτυξη[26].
Έτσι, η φύσει εξελικτική πορεία του ανθρώπου ενισχύεται
από τη διδαχή για να επιτύχει τον ευδαίμονα βίο, όπου
θεωρία και πράξη είναι στοιχεία αναπόσπαστα συνυφασμένα.
Με τον ευδαίμονα βίο σχετίζεται η
επικοινωνία. Από τη φρόνηση πηγάζει η δυναμική της
επικοινωνίας, η χάρη και η δύναμη των ανθρώπων, που
μετουσιώνουν τις άθλιες βιοτικές συνθήκες σε ευχάριστη
κοινωνική και ατομική ατμόσφαιρα[27].
Έτσι, εμπλέκεται και η πολιτεία στην παιδαγωγική
διακονία της φρόνησης.
Ο Αριστοτέλης σε μια μεγαλεπήβολη διάταση
ταυτίζει την πολιτική με τη φρόνηση. Κανένα πολιτικό
έργο δε γίνεται χωρίς φρόνηση. Η νομοθετική στοχοθεσία,
συνέχεια της άγραφης νομοθεσίας, ταυτίζεται εν γένει με
την ευρύτερη παιδαγωγική χειραγώγηση προς την αρετή[28].
Η αθηναϊκή νομοθεσία σύμφωνα με την αριστοτελική
περιγραφή εναρμονίζεται απόλυτα με τη δια βίου διακονία
της αρετής. Έτσι, η ανδρεία της πόλεως, η δικαιοσύνη και
η σωφροσύνη είναι ισοδύναμες και ισάξιες αρετές με τις
αντίστοιχες ατομικές. Όποιος συμμετέχει σ’ αυτές
κρίνεται ανδρείος, δίκαιος, και σώφρων[29].
Γι’ αυτό πολιτική και φρόνηση
«ἡ αὐτή
ἕξις ἐστίν»[30].
Η πολιτική φρόνηση είναι ευθύνη των
πολιτικών ανδρών και του νομοθέτη. Η διαφορά των
πολιτειών «ἀγαθή – φαύλη» έγκειται στην πολιτική
πρόθεση των αρχόντων να εθίσουν δια των νόμων τους
πολίτες στο αγαθό ή στο κακό[31].
Η πολιτική φρόνηση είναι πολιτική έξη που κατακτάται σε
μια ανάλογη πολιτική ατμόσφαιρα.
«Γίγνοιτο
δ’ ἄν καί ἄσκησίς τις τῆς ἀρετῆς ἐκ τοῦ συζῆν τοῖς
ἀγαθοῖς»[32].
Με την πολιτική φρόνηση ο άνθρωπος αναδεικνύεται
«βέλτιστον
τῶν ζώων», όπως ακριβώς ο χωρισμός του από
τον νόμο και τη δίκη τον καθιστά
«χείριστον
πάντων»[33].
Στην παιδαγωγική και πολιτική εμπροσθοφυλακή
η αριστοτελική φιλοσοφία τοποθετεί το φιλόσοφο, ως τον
αρμοδιότερο να μεταφέρει τα μηνύματα της αλήθειας και
της ζωής στην καθημερινή πραγματικότητα. Από όλους τους
δημιουργούς, οι νόμοι του φιλοσόφου είναι βέβαιοι και οι
πράξεις του ορθές και καλές, διότι είναι ο μόνος που ζει
προσβλέποντας και εποπτεύοντας τη φύση, την αλήθεια και
το Θείο. Αυτός, όπως ακριβώς ο καλός κυβερνήτης, αντλεί
από τα αίδια και τα μόνιμα τις αρχές του βίου, τις
οποίες εφαρμόζει καθ’ εαυτόν[34].
Είναι κατά κάποιο τρόπο ο γνώμων, ενώ οι πολλοί
εξαπατώνται από την ηδονή, την ταυτίζουν με το αγαθό και
τρέπονται μακριά από την αλήθεια[35].
Στην κλασική φιλοσοφία παιδαγωγική και
πολιτική υπάγονται και ανάγονται στη φιλοσοφία. Γι’ αυτό
στους ευρύτερους ή επιμέρους φιλοσοφικούς τομείς της
διατυπώνονται θεμελιώδεις ανθρωπολογικοί προβληματισμοί
με διαχρονικό κύρος και δύναμη. Η έννοια του προσώπου, η
έννοια της ουσίας, η έννοια του ετέρου, οι κατηγορίες,
είναι προβλήματα, τα οποία προσελκύουν τις
ανθρωπολογικές και ανθρωπιστικές σπουδές, μέχρι σήμερα.
Επίσης, η ανθρωπογνωσία διατηρείται σταθερά στο κέντρο
των επιστημονικών ενδιαφερόντων, ακόμη και στις
ιδιαίτερα προχωρημένες εξελίξεις, όπως συμβαίνει με τη
γενετική και το DNA. Η
παιδαγωγική δεν μπορεί να μένει αμέτοχη στην ατμόσφαιρα
αυτών των ανανεωτικών τάσεων και αναζητήσεων.
Ο άνθρωπος, ο υποκείμενος και αντικείμενος
των παιδαγωγικών οραμάτων, εκτεθειμένος στην ψυχρή
πειραματική επιστημονική λογική, εξακολουθεί να είναι το
αντικείμενο της στοργής της παιδαγωγικής επιστήμης. Μέσα
σ’ αυτήν κλασικό και αμετάθετο παραμένει το αξίωμα για
τις υπέροχες εγγενείς δυνάμεις του ανθρώπου, οι οποίες
του κατοχυρώνουν το δικαίωμα και τη δυνατότητα της
αυτοσυνειδησίας.
Η αριστοτελική φρόνηση είναι, κατά κάποιο
τρόπο, η συνισταμένη των αριστοτελικών παιδαγωγικών
επιδιώξεων. Ανάγει το βίο στο σύνολό του, θεωρητικό και
πρακτικό στις αρχές του, παράγει από το χώρο της
Οντολογίας και του Αγαθού τις αξίες και τις κατηγορίες
του βίου. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, άξονας οργάνωσης του
εσωτερικού και εξωτερικού βίου, πεδίο ανάπτυξης των
νοητικών και βουλητικών δυνάμεων.
Είναι ισχυρός πόλος οργάνωσης και συμπλοκής
των ψυχοφυσικών δυνάμεων του ανθρώπου στην επιδίωξη του
αγαθού. Σύμφωνα με την αριστοτελική διατύπωση, επειδή
«τοῦ γάρ
εἶναι δοκοῦντος ἀγαθοῦ χάριν πάντα πράττουσι πάντες»[36],
η φρόνηση συγκροτεί τις ποικιλότροπες εσωτερικές και
εξωτερικές αναφορές για την κατάκτηση του αγαθού.
Στη διαδικασία της εκ φύσεως ανθρώπινης
προέλευσης[37]
και της κατά φύσιν ενεργοποίησής του εμπλέκεται η
φρόνηση.
«Ὁ δέ
ἄνθρωπος ὅπλα ἔχων φύεται φρονήσει καί ἀρετῇ»[38].
Η φρόνηση ως όρος της ψυχικής ζωής υπόκειται η ίδια στην
εντελεχειακή αυτή ροπή από το δυνάμει στο «ἐνεργείᾳ»,
ενώ ταυτόχρονα διαμεσολαβεί καθ’ εαυτήν για την
πραγματοποίηση αυτής της ροπής στο σύνολο του ηθικού
βίου.
Η απήχηση αυτής της πορείας από το «δυνάμει»
στο «ἐνεργείᾳ»
ιδιαίτερα στον ηθικό βίο υπήρξε τεράστια. Ολόκληρη η
στωική ηθική θεμελιώθηκε στο αριστοτελικό δόγμα
«φύσει καί
κατά φύσιν γέγονεν ὁ ἄνθρωπος», όπως
διατυπώθηκε στο φιλοσοφικό κανόνα,
«ὁμολογουμένως
κατά φύσιν ζῆν» ή
«κατ’
ἀρετήν ζῆν».
Ολόκληρη επίσης η φιλοσοφία του πολιτισμού
αιτιολόγησε τη θεμελίωσή της στη διιστορική και δια βίου
προοδευτική εξέλιξη της ανθρώπινης δραστηριότητας από τη
φύσει εκδήλωσή της στην κατά φύσιν προσαρμογή.
Η αριστοτελική διαπίστωση σχετικά με το θέμα
αυτό διαρθρώνεται γύρω από τρεις βασικούς θεωρητικούς
άξονες με ιδιαίτερη παιδαγωγική σημασία.
1.
Τη θεμελιωμένη φιλοσοφική εκτίμηση για την
υπεροχή του ανθρώπινου έναντι του ζωικού είδους.
2.
Τη διαπιστωμένη ιδιομορφία του ανθρώπου ως
προς την ιδιοσυστασία του και
3.
Την ανάπτυξη των απαιτούμενων πολιτικών και
κοινωνικών ειδικών προϋποθέσεων για την ψυχοσωματική
ολοκλήρωσή του[39].
Η διάρθρωση αυτή συμπληρώνεται με την αισιόδοξη
αριστοτελική θεώρηση του κόσμου και της ζωής, η οποία θα
αποτελέσει και τον επίλογο της εισήγησης αυτής.
«Λέγωμεν δ’
ἀναλαβόντες, ἐπειδή πᾶσα γνῶσις καί προαίρεσις ἀγαθοῦ
τινος ὀρέγεται»[40].
Βιβλιογραφία
[1]
Aristotelis
Opera,
Βερολίνο (1831-1870), Τόμ. 1-2: Κείμενο, επιμ.
I.
Bekker,
και Αποσπάσματα, επιμ.
V.
Rose.
Τόμ. 3: Λατινικές μεταφράσεις, Τόμ. 4:
Scholia,
επιμ.
C. A.
Brandis και
H. Usener. Τόμ.
5: Index Aristotelicus,
επιμ.
H. Bonitz.
[2]
BRENTANO,
Aristotele’s Lehre vom Ursprung des Menschlichen
Geistes, Λειψία,
(1911).
[3]
DÜRING
I.,
Ο Αριστοτέλης, παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του,
μτφ. Α. Γεωργίου – Κατσιβέλα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής
Τραπέζης, τ.2, Αθήνα (1994).
[4]
ROSS
W.
D.,
Αριστοτέλης, μτφ. Μ. Μήτσου, Μορφωτικό Ίδρυμα
Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα (19932).
[5]
ΦΡΑΓΚΟΥ
Χ.,
Ψυχοπαιδαγωγική, Αθήνα, (1984).
ΞΕΚΑΛΟΥ Γ.
και ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Η Παιδαγωγική δια μέσου των αιώνων, τ. 2,
Ηράκλειο, (1970).