Η μεταρρύθμιση ως μέσο καθιέρωσης της παρουσίας των
πολιτών
στην πολιτική σκηνή
το σχετικό κεφάλαιο από το έργο του
«Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ»
(Ο Κλεισθένης και η θεσμοθέτηση της
παρουσίας του πολίτη
στην πολιτική σκηνή της Αθήνας)
Christian Meier
Σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε, ο Κλεισθένης δεν άλλαξε καθόλου τα δικαιώματα
της εκκλησίας του Δήμου· ίσως να θέσπισε την τακτική σύγκλησή της και να
παραχώρησε στη Βουλή των Πεντακοσίων το δικαίωμα αυτής τής σύγκλησης.
Δημιούργησε πολύ στενούς δεσμούς ανάμεσα στη Βουλή αυτή και την
κοινωνία, θεσπίζοντας από τη μια σχετικά μεγάλο αριθμό μελών και από την
άλλη, με τη μεταρρύθμιση των φυλών, που καθεμιά τους έστελνε πενήντα
βουλευτές στη Βουλή. Υποθέτουμε ότι οι βουλευτές ήδη τότε αποστέλλονταν
από τους δήμους, ανάλογα με το μέγεθος των τελευταίων. Αντιστοιχούσε
ένας βουλευτής για κάθε εξήντα ενήλικες πολίτες. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη
και ένα μεσαίου μεγέθους χωριό έστελνε στην Αθήνα τρεις ή τέσσερεις
βουλευτές. Οι βουλευτές ταξίδευαν στην Αθήνα για να παρακολουθήσουν τη
συνεδρίαση και επέστρεφαν στον τόπο τους.
Πιθανόν ο Κλεισθένης εισήγαγε και διάφορες μορφές κλήρωσης για την
εκλογή τους. καθώς και ρυθμίσεις, ώστε να μην εκλέγονται κάθε χρόνο οι
ίδιοι.
Μέσω αυτής τής Βουλής, το σύνολο τής αττικής κοινωνίας αποκτούσε ισχυρή
παρουσία στην Αθήνα κατά ιδανικό τρόπο. Ταυτόχρονα η πολιτική βούληση,
που διαμορφωνόταν στο άστυ, προβαλλόταν στην περιφέρεια, σε κάθε δήμο. Η
Βουλή συνεπώς, ως χώρος ανταλλαγής απόψεων και κρίσεων, έπαιζε τον
σημαντικό ρόλο τού συνδετικού κρίκου μεταξύ των διαφόρων τμημάτων τής
κοινότητας.
Οι πολίτες τής Αττικής, στα χρόνια τού Κλεισθένη, πρέπει να απόλαυαν
σχεδόν ιδανικής εκπροσώπησης, ακόμη και σε τόσο πρώιμη περίοδο, αν από
την εποχή τού Κλεισθένη υπήρχε ο γνωστός σε μας από μεταγενέστερη εποχή
όρος τού συντάγματος ότι οι βουλευτές κάθε φυλής είχαν την υποχρέωση να
είναι εκ περιτροπής παρόντες στο Πρυτανείο για ένα δέκατο τού έτους. Η
δυσκολία τού ταξιδιού και ο συγκριτικά μικρός αριθμός αυτών που είχαν
αρκετά μέσα ώστε να γίνουν βουλευτές, συνηγορούν με το ότι ο όρος υπήρχε
ήδη από την εποχή τού Κλεισθένη. Αυτό πρόσθετε κύρος στη νέα οργάνωση
των φυλών, που καθεμιά αποτελούσε απλώς ένα τυχαίο δέκατο τής κοινωνίας.
Η πλατιά αλληλεγγύη των πολιτών συντελούσε επίσης στην
αντιπροσωπευτικότητα των πρυτανειών.
Η μεταρρύθμιση των φυλών στο σύνολό της αποσκοπούσε όμως και στο να
τεθούν, όσο καλύτερα γινόταν, οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία και την
(έμμεση και κάποτε άμεση) έκφραση τής λαϊκής πολιτικής βούλησης. Το
γεγονός ότι στο εξής η οργάνωση τής κοινωνίας θα βασιζόταν στους δήμους,
σήμαινε πως η ιδιότητα τού πολίτη αποκτούσε ήδη δημοκρατικές
προεκτάσεις. Γινόταν δυνατόν για όλους να έχουν μια γενική εικόνα των
συνθηκών, σε αυτό το τοπικό επίπεδο, και να γνωρίζουν όσα συνέβαιναν.
Καθένας μπορούσε να υπερασπιστεί το δίκιο του και η υπερβολική επιρροή
μιας χούφτας ευγενών αντισταθμιζόταν από το πλήθος των άλλων. Εδώ
υπήρχαν άλλωστε πανάρχαιοι δεσμοί γειτονίας' ένας βαθμός αλληλεγγύης
υπήρχε ήδη μέσα στους δήμους, που ανταγωνίζονταν τις μονάδες τού
παραδοσιακού συστήματος.
Αυτή η λαϊκή αλληλεγγύη ενισχυόταν τώρα, καθώς στους δήμους και τους
δημοκρατικά εκλεγόμενους άρχοντες τους αναθέτονταν μια σειρά
αρμοδιότητες.
Ο περιορισμένος βιοτικός χώρος τού χωριού ή τής μικρής πόλης ενσάρκωνε
τώρα μέρος τού δημόσιου βίου.
Σαν αποτέλεσμα, κάθε πολίτης ήταν λιγότερο απομονωμένος πολιτικά,
λιγότερο εξαρτημένος από τους αριστοκράτες και μπορούσε να λάβει μέρος
στη διευθέτηση των τοπικών ζητημάτων σε συνεργασία με τους συνδημότες
του. Ταυτόχρονα η ομάδα μέσα στην οποία ζούσε και είχε κάποια πέραση
γινόταν η βάση τής πολιτικής του ύπαρξης. Εδώ λοιπόν βρίσκονταν οι
απαρχές μιας grassroots-democracy.
Και αυτό είχε από κάθε άποψη ανεκτίμητη σπουδαιότητα για τον αθηναίο
πολίτη.
Άλλωστε, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, κάθε δήμος είχε πια. μέσω τής
Βουλής, πρόσβαση στην πολιτική ζωή τής Αθήνας. Το άτομο είχε έτσι την
ευκαιρία να προασπίσει τα συμφέροντά του χωρίς τη βοήθεια των
αριστοκρατών. Η ευκαιρία δεν τού δινόταν μόνο όταν αποκτούσε τη
βουλευτική ιδιότητα, αλλά και μέσω γνωριμίας με μέλη τής Βουλής και
κυρίως με τη διαμεσολάβηση τής τριττύος και τής φυλής. Είναι
αξιοσημείωτο ότι οι φυλές υπερασπίζονταν τους πολίτες και στο
δικαστήριο, συνεπώς υπεισέρχονταν και από αυτή την άποψη σε αρμοδιότητες
που μέχρι τότε ανήκαν στις παλιές κοινοτικές υποδιαιρέσεις.
Ακριβώς εξ αυτού προέκυψε μεγαλύτερη ατομική ανεξαρτησία. Οποιαδήποτε
επιρροή εξακολουθούσαν να ασκούν στους δήμους οι αριστοκράτες,
εξουδετερωνόταν στα πλαίσια τής τριττύος και τής φυλής. Ο αριστοκράτης
που ήθελε να χαίρει κάποιας εκτίμησης, έπρεπε τώρα να τα έχει καλά με
τους συμπολίτες του·
ίσως να χρησιμοποιούσαν τις υπηρεσίες του. Παρά την ενδεχομένως
συνεχιζόμενη προσωπική υπεροχή των ευγενών, άλλαξαν οι ισορροπίες και
στους δήμους. Αυτό το σύστημα σήμαινε συνεπώς ότι, το αργότερο στη φάση
αυτή, η σχέση εξάρτησης από τους αριστοκράτες μετατράπηκε από κανόνας σε
εξαίρεση. Πολλοί, μέχρι τότε έντονα εξαρτημένοι ακόμη από την
αριστοκρατία, απελευθερώνονταν όλο και περισσότερο από τους δεσμούς που
άλλοτε τους έδεναν με αυτήν. Έτσι η αριστοκρατία έχανε ακόμη περισσότερο
τον έλεγχο των πολιτών ως ατόμων, ενώ παράλληλα αυξανόταν η δύναμη τής
κοινωνίας των πολιτών ως συνόλου.
Χάρη στην αρχή τής ανάμειξης, η νέα οργάνωση των φυλών ήταν σε θέση να
συμβάλει ουσιαστικά στην ενοποίηση τού συνόλου. Βέβαια δεν μπορούμε να
γνωρίζουμε πόσο γρήγορα άρχισαν να αναπτύσσονται μέσα στις φυλές νέοι
δεσμοί και αλληλεγγύη -για παράδειγμα, σαν αποτέλεσμα τής κοινής
στρατιωτικής θητείας ή τής αναγκαιότητας για συνεργασία στην κατανομή
δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Αλλά δεν έχει και μεγάλη σημασία. Μια άλλη μορφή αλληλεγγύης ήταν πια
στο προσκήνιο: η αλληλεγγύη των ευρύτερων τμημάτων τού συνόλου, και πάνω
σε αυτή τη βάση ήταν δυνατόν για τις
τριττῦς και τις
φυλές να φέρουν σε πέρας σημαντικές διαμεσολαβητικές λειτουργίες. Επειδή
ολόκληρη σειρά υποθέσεων έπρεπε να διευθετηθεί κατά την πορεία
καθιέρωσης τού νέου συστήματος, αναπτύχθηκαν πολλές επαφές, γνωριμίες
και διασυνδέσεις ανάμεσα στους πολίτες διάφορων περιοχών τής Αττικής.
Αυτές οι σχέσεις πύκνωναν όλο και περισσότερο. Για να το παρουσιάσουμε
σχηματοποιημένα και με κάποια υπερβολή: ενώ οι πολίτες τής τριττύος ΑΙ
συνεργάζονταν με τους πολίτες τής AΙΙ και τής
ΑΙΙΙ διαφορετικών περιοχών τής χώρας, οι γείτονές τους από τις
τριττῦς ΒΙ και
ΓΙ έρχονταν σε επαφή με τους πολίτες από τις
τριττῦς ΒΙΙ,
BΙΙΙ, ΓΙΙ και ΓΙΙΙ, που με τη σειρά τους
βρίσκονταν επίσης σε διαφορετικές περιοχές. Άλλες πάλι κατευθύνσεις
είχαν οι επαφές των γειτόνων των τριττύων AΙΙ
και ΑΙΙΙ. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε ολόκληρο δίκτυο διασυνδέσεων,
που κάλυπτε ολόκληρη τη χώρα και αναγκαστικά με τον καιρό θα πύκνωνε όλο
και περισσότερο.
Οι προσωπικές επαφές όμως πολλαπλασιάστηκαν κυρίως μέσω τής κοινής
θητείας στη Βουλή των Πεντακοσίων και τής συνεργασίας σε διάφορους
πολιτικούς τομείς.
Ποικίλες όψεις λοιπόν τής μεταρρύθμισης τού Κλεισθένη βοήθησαν να
δημιουργηθεί στις μεσαίες κοινωνικές τάξεις αυτό που η αριστοκρατία
απόλαυε προ πολλού και στο οποίο εν μέρει όφειλε την υπεροχή της:
προσωπικές επαφές και σχέσεις μεταξύ των μελών των ηγετικών κύκλων, που
τώρα ήταν ο σχετικά ευρύς κύκλος αυτών που στο μέλλον θα εγγυώνταν και
θα έκαναν πράξη την αποτελεσματική συμμετοχή τής μεγαλύτερης μάζας των
πολιτών στην πολιτική ζωή. Παρόμοιοι υπολογισμοί απλών πρακτικών
παραγόντων δεν θα περνούσαν ποτέ από το μυαλό ενός σύγχρονου μελετητή
(καθώς η επιστήμη μας τείνει προς μια πιο αποστασιοποιημένη θεώρηση).
Δεν μπορούμε όμως να αμφισβητήσουμε ότι η κοινή πολιτική των ευρύτερων
και, απλούστερα, των αγροτικών τάξεων προϋποθέτει, σε ένα σχετικά μεγάλο
κράτος, όχι μόνο κοινή αντίληψη των στόχων, αλλά και γνωριμίες.
Αλλιώς δεν θα μπορούσαν να κάνουν κάτι περισσότερο από το να συμμετέχουν
σε μικροεφευρέσεις ή να υποστηρίζουν κάποιον λαοφιλή ηγέτη, με
αναπόφευκτο αποτέλεσμα να παραμένει η πολιτική στα χέρια επαγγελματιών
πολιτικών.
Η συνεργασία μεγάλου αριθμού ανθρώπων, άγνωστων μεταξύ τους, με βάση την
υπάρχουσα αλληλεγγύη, τους οδήγησε να δράσουν με μια ιδιότητα
ασυνειδητοποίητη και ως τότε δευτερεύουσας σημασίας· την ιδιότητα τού
πολίτη. Γιατί με αυτή την ιδιότητα ήταν που συναντιόνταν, γνωρίζονταν
και απαιτούσαν ο ένας τις καλές υπηρεσίες τού άλλου. Έτσι η κοινή
πολιτική βούληση απέκτησε παράλληλα διάρκεια και δύναμη, εκδηλώθηκε με
συγκεκριμένη μορφή και ρίζωσε με μια κοινή πολιτική ταυτότητα. Γιατί
αυτό που δημιουργήθηκε τότε δεν μπορεί να διατυπωθεί καλύτερα, παρά
λέγοντας ότι πολλοί πήραν την πρωτοβουλία ή ένιωσαν την ανάγκη να
ασχοληθούν με την πολιτική. Παρόμοιες συνθήκες αναδύονται και κυρίως
διατηρούνται μόνο αν η δραστηριότητα - με την αρχαία έννοια - που
συνεπάγονται, χαίρει διαρκούς και ιδιαίτερου κύρους, αν δηλαδή γίνουν
θεσμός μέσα στον κύκλο των αμοιβαίων προσδοκιών οι οποίες,
εκπληρούμενες, γεννούν νέες προσδοκίες. Μόνο έτσι μπορεί να παραχθεί και
να διατηρηθεί ο απαραίτητος κοινωνικός δυναμισμός. Προς αυτήν ακριβώς
την κατεύθυνση έγινε κατά την εποχή τού Κλεισθένη ένα ζωτικό βήμα, και
αυτό στο οποίο οδήγησε ήταν εν συνεχεία δυνατόν να αναπαραχθεί.
Το συμπέρασμα που προκύπτει από την ανάλυση του αττικού δήμου, ότι
δηλαδή πρόθεση τού Κλεισθένη δεν ήταν τόσο η απόρριψη ή η καταστροφή τού
παλιού καθεστώτος, αλλά μάλλον ένα θετικό δημιουργικό αποτέλεσμα,
προκύπτει συνεπώς από πολύ συγκεκριμένους συλλογισμούς, αρκεί να θέλουμε
να δούμε το πρόβλημα στην ουσία του. Ο στόχος δεν ήταν τόσο να καταλυθεί
το παλιό δίκτυο επιρροής, όσο να αποκτήσει διάρκεια η ήδη υπάρχουσα και
σχετικά αυθόρμητη αλληλεγγύη, και γι’ αυτό χρειαζόταν η μείξη τού
πληθυσμού. Και το γεγονός ότι ο Κλεισθένης χώρισε σε διαφορετικές
τριττῦς περιοχές
των οποίων οι κάτοικοι όφειλαν τη συνοχή τους σε κοινές λατρευτικές
δραστηριότητες, δεν σημαίνει ότι ήθελε να καταστρέψει τις «συνήθεις
φιλικές σχέσεις». Πώς θα μπορούσε να το κάνει χωρίς να κτίσει τείχη;
Θα μπορούσε, στην καλύτερη περίπτωση, να τις είχε αντισταθμίσει ή
υποκαταστήσει με νέες ανταγωνιστικές σχέσεις. Προφανώς όμως τις
χρησιμοποίησε συνειδητά, γιατί ήθελε να συσφίξει περισσότερο τους
δεσμούς των πολιτών. Γιατί ακόμη και «οι συνήθεις φιλικές σχέσεις»
πρέπει να άλλαξαν πρόσωπο, καθώς ισχυροποιήθηκαν και συναδελφώθηκαν οι
μεσαίες τάξεις. Πιθανώς λοιπόν τα σχέδια τού Κλεισθένη να μην
εμποδίστηκαν αλλά να προωθήθηκαν, με τη διατήρηση τής παλιάς οργάνωσης
των φυλών και ιδιαίτερα με το ότι άφησε την εισδοχή των νεογέννητων στις
φρατρίες· τη λήψη δηλαδή από αυτές τής πρώτης απόφασης για την
ενσωμάτωση τους στην κοινωνία.
Η ανάλυσή μας συνεπούς οδηγεί στην άποψη ότι θα έπρεπε να κατανοήσουμε
τη μεταρρύθμιση τού Κλεισθένη με πιο συγκεκριμένους όρους και
ουσιαστικότερα απο όσο μέχρι σήμερα. Στόχος της ήταν να αποκτήσουν με
τον καιρό τα ευρύτερα στρώματα τής αττικής κοινωνίας περισσότερη
ανεξαρτησία, να γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους και να γίνουν
ισχυρότερα. Αυτό συνοψίζεται με τον καλύτερο τρόπο, λέγοντας ότι θα τους
δινόταν πολιτική παρουσία στην Αθήνα. Αυτό είναι το αποφασιστικό σημείο,
από άποψη συγκεκριμένου αποτελέσματος, συσχετισμού δυνάμεων και
διαμόρφωσης πολιτικής βούλησης. Μόνο με τον τρόπο αυτό μπορούσε η δύναμη
όλων των πολιτών να επικεντρώνεται σε ένα σημείο, να ανανεώνεται διαρκώς
και να στοχεύει στη σωστή κατεύθυνση, μέσω τής σύνδεσης των διάσπαρτων
τμημάτων τής κοινότητας με την έδρα τής εξουσίας. Μόνο με τον τρόπο αυτό
ήταν δυνατόν να καθιερωθεί σε σταθερή βάση ο έλεγχος και η
αποτελεσματική συμμετοχή στα κοινά. Θεωρώ λάθος να πούμε πως ο
Κλεισθένης οδήγησε την πόλη τής Αθήνας σε θέση εξουσίας·
η Αθήνα βρισκόταν εκεί από καιρό. Μόνο που αυτή η εξουσία ήταν μέχρι
τότε έρμαιο πολλών ειδικών συμφερόντων. Αντίθετα τώρα, η πρόσβαση σ’
αυτή τη θέση εξουσίας διευρύνθηκε ουσιαστικά, αυξήθηκε η δύναμή της και
αντανακλούσε μεγαλύτερη επιρροή' επήλθε σύγκλιση εξουσίας και
εξουσιαζόμενων.
Αλλαγές στις αρμοδιότητες των συνταγματικών οργάνων δεν θα είχαν νόημα
χωρίς αναδόμηση τής κοινωνίας. Η κοινωνία έπρεπε να μεταμορφωθεί πρώτα,
όχι το σύνταγμα. Η προβληματική τής προσπάθειας να παραχωρηθεί στις
ευρύτερες τάξεις δικαίωμα λόγου στην πολιτική, ήταν διαφορετική από την
προβληματική τής εποχής των επαναστάσεων τής σύγχρονης ιστορίας. Εξάλλου
είναι αμφίβολο αν ήταν δυνατόν να διανοηθεί κάποιος τότε ακριβέστερη
αναδιανομή των αρμοδιοτήτων· πιθανόν οι πνευματικές δυνατότητες τής
εποχής δεν ήταν ακόμη επαρκείς. Πάνω από όλα, ήταν ξεκάθαρο ότι θα
έπρεπε να συνεχίσουν να διαχειρίζονται τις περισσότερες υποθέσεις οι
παλιοί αξιωματούχοι - που αναγκαστικά ανήκαν στην ανώτερη τάξη
- και ο Άρειος Πάγος.
Η Βουλή των Πεντακοσίων δηλαδή είχε αρχικά αντιπολιτευτικό κυρίως ρόλο.
Έπρεπε να παίρνει θέση όταν θίγονταν εμφανώς τα δικαιώματα και τα
συμφέροντα των πολιτών - και ειδικά όπου έπρεπε να μπει στο παιχνίδι η
Εκκλησία τού Δήμου. Η θέση που με τον καιρό κατέκτησαν οι πολίτες στο
σύνολό τους, στην αλληλεπίδραση των συνταγματικών οργάνων, δεν εξαρτάτο
τόσο από τις αρμοδιότητες τής Βουλής των Πεντακοσίων όσο από τη
συχνότητα των συνεδριάσεών της και τη δύναμη που τη στήριζε. Αυτό που
είχε σημασία ήταν οι πολίτες· η Εκκλησία τού Δήμου και η Βουλή είχαν
σημασία στον βαθμό που μπορούσαν να τους υπηρετούν ως όργανά τους.