![]() |
Κατά τη διάρκεια των τελετών οι ιερείς απήγγελλαν, μαζί με τα εξαγνιστικά ονόματα - σύμβολα, μαγικούς θρησκευτικούς ύμνους και ικετευτικές μαγικές προσευχές, για να εξευμενίσουν κάποιο πνεύμα ή άφηναν να ηχήσει ο ήχος από μπρούντζο και χαλκό, για να εξορκίσουν τους κακούς δαίμονες και να διώξουν τα φρικτά φαντάσματα των φαύλων, των πρόωρα πεθαμένων και αυτών, που πέθαναν με βίαιο τρόπο, που θεωρούνταν συνοδοί της Εκάτης. Η Εκάτη έγινε η δημιουργός και υποκινήτρια κάθε είδους φρικώδους φαντασίωσης. Εκεί όπου υποχωρούσαν από τρόμο οι ουράνιοι θεοί και δαίμονες εκείνη βρισκόταν στο στοιχείο της. Πριν από κάθε εμφάνισή της ακούγονταν ουρλιαχτά σκύλων, σεισμοί, βροντές και φοβερή βοή. Κατόπιν, εμφανιζόταν εκείνη, ξαφνικά στον άνθρωπο, για να του προξενήσει κακό, με τρομακτικές μορφές, όπως πελώριας γυναίκας με φίδια αντί για μαλλιά, κρατώντας πυρσό στο ένα χέρι και ξίφος στο άλλο. Οι εικόνες αυτές, σαν ονειρικά οράματα εμφανίζονταν τη νύκτα υπό το σεληνόφως ή σε έρημες τοποθεσίες μέσα στην εκτυφλωτική ζέστη τού μεσημεριού και μετασχηματίζονταν άστατα και ταλαντεύονταν μπροστά στα μάτια των έντρομων θυμάτων της. Ακόλουθοί της ήταν οι ψυχές των αμαρτωλών, εκείνων, που δεν έτυχαν ταφής και των νεκρικών ιερών εθίμων ή έχασαν με βίαιο τρόπο τη ζωή τους ή πέθαναν πρόωρα. Αυτές οι ψυχές δεν έβρισκαν ηρεμία μετά το θάνατο. Περιφέρονταν στον αέρα με την Εκάτη και τους δαιμονισμένους της σκύλους. Αυτά τα πνεύματα των ψυχών, που περιφέρονταν τη νύκτα, προκαλούσαν σε όλους όσους συναντούσαν «μίασμα» και συμφορά, τρομακτικό όνειρα, παραφροσύνη ή επιληψία.
Ως προσφορά προς την Εκάτη και τις ψυχές αυτές τοποθετούσαν οι άνθρωποι την τελευταία νύκτα του μηνός τα «δείπνα της Εκάτης» στα σταυροδρόμια και στα τρίστρατα (τρίοδοι) (ανάλογα με τα τρία ή τέσσερα πρόσωπα της Εκάτης), όπου πίστευαν, ότι τριγύριζαν οι κακοί δαίμονες. Έριχναν, δηλαδή, εκεί, με στραμμένο το πρόσωπο προς τα πίσω, τα υπολείμματα των καθαρτικών θυσιών, για να κρατήσουν μακριά από τις ανθρώπινες κατοικίες τα αποτρόπαια όντα. Επίσης, προς τιμή τής Εκάτης θυσιάζονταν νεαροί σκύλοι προς «κάθαρση», για να την κρατήσουν μακριά. Οι φρικτές αυτές ιδέες και παραστάσεις, που ήρθαν από τη νοτιοδυτική Μικρά Ασία, διανθίστηκαν με ελληνικές και πολυάριθμες ξενόφερτες φαντασιώσεις.
Εξ ανατολών το σκότος
Την εποχή αυτή εισέρευσαν από την Ανατολή και διαδόθηκαν στην Ελλάδα πολλές ξενόφερτες θρησκείες και θρησκευτικές πρακτικές. Η περιγραφή τού «γόητος» Ορφέα, που απέκτησε μεγάλη δύναμη και το θαυμασμό τού κόσμου από τις μουσικές και μαντικές του ικανότητες, καθώς και τις πραγματοποιήσεις θρησκευτικών οργιαστικών τελετών (αγυρτεύων διέζη, είτα και μειζόνων αξιών εαυτόν και όχλον και δύναμιν περιποιούμενος... από μουσικής τε και μαντικής και των περί τας τελετάς όργιασμών) ή η παράξενη τελετή τού Διονύσου, την οποία εισήγαγε, κατά τον Ευριπίδη, ένας άνδρας «γόης», με αρωματισμένα μαλλιά δεμένα με χρυσές κορδέλες, που έψαλλε επωδές, αποδεικνύουν το γεγονός. Διάφορες θρησκευτικές οργανώσεις, που αυτοαποκαλούνταν ορφεοτελεστικοί θίασοι, αλλά στην πραγματικότητα ήταν Διονυσιακοί θίασοι (οπαδοί των οργιαστικών τελετών του Διονύσου), διέσχιζαν τους δρόμους κατά τη διάρκεια της νύκτας, σύροντας ιεροτελεστικά προς το μέρος τους και πιέζοντας καστανόχρωμα ήμερα φίδια ή κουνώντας τα πάνω από το κεφάλι τους και παίρνοντας ως αμοιβή από τις γριές ένθρυπτα, στρεπτούς και άλφιτα. Οι μύστες άλειφαν τα πρόσωπά τους με πηλό και πίτυρα, μιμούμενοι την πράξη των Τιτάνων, που άλειψαν με γύψο το πρόσωπο τους, για να μην αναγνωρίζονται, όταν έκλεψαν τον θεό Διόνυσο, με σκοπό να τον θανατώσουν. Στην Αθήνα, κατά τις μιαρές ημέρες τού μήνα Ανθεστηρίωνα πίστευαν, ότι οι ψυχές των νεκρών έβγαιναν στην επιφάνεια τής γης. Τότε άλειφαν τα σώματα τους με πίττη (αμίαντο) και μασούσαν ράμνο, ένα φυτό που έδιωχνε μακριά το κακό. Κατά τη γέννηση ενός παιδιού άλειφαν την πόρτα τού σπιτιού με πίττη, για να απομακρύνουν τους δαίμονες. Οι θρησκείες αυτές αναμείχθηκαν με παλαιές μαγικές ελληνικές πρακτικές, οι οποίες ήταν αρχικά διαχωρισμένες και καθεμία είχε το δικό της όνομα. Η λαϊκή ελληνική μαγεία αυτού του είδους περιείχε τελετές, που απέτρεπαν το χαλάζι ή επωδές, που προκαλούσαν βροχή, βλαπτικά μάγια, που καθιστούσαν άγονους τους αγρούς και κατέστρεφαν τα κοπάδια, φίλτρα ερωτικά ή νεότητας, γυναικεία φάρμακα, θεραπείες νόσων -κυρίως της επιληψίας- φυλακτά κατά τού κακού και έλαιο κατά των ατυχημάτων, καθαρτικές τελετές· όλα αυτά σχετίζονταν με δοξασίες της λαϊκής δεισιδαιμονίας. Στην αρχαία Ελλάδα οι όροι, που γενικά καθόριζαν τις ενασχολήσεις αυτές ήταν «γοητεία» και «φαρμακεία» και οι ενασχολούμενοι ήταν «γόητες» και «φαρμακοί». Οι μάγισσες «φαρμακίδες» με τη μεγαλύτερη φήμη στην Ελλάδα ήταν εκείνες της Θεσσαλίας, που είχαν τη δύναμη να κατεβάζουν τη σελήνη από τον ουρανό και να την φυλακίζουν κατόπιν αμοιβής των πελατών τους ή να προκαλούν έκλειψη ηλίου και, επομένως, είχαν τη δύναμη να παρεμβαίνουν στην ομαλή πορεία των φαινομένων τής φύσης. Ανώτερή τους μπορούσε να είναι κάποτε (όχι πάντα) μόνον η μοίρα. Γνώριζαν, επίσης, τις μαγικές δυνάμεις των βοτάνων, τα οποία συλλέγονταν με τελετουργικές επικλήσεις πιθανόν προς τους χθόνιους δαίμονες ή την Εκάτη. Γενικά, το συνονθύλευμα αυτό ασκούσαν προφήτες, οιωνοσκόποι, που μάντευαν από το πέταγμα των πουλιών, όνειροσκόποι, που εξηγούσαν τα όνειρα, άνθρωποι που τελούσαν θυσίες και διάβαζαν στα σφάγια την πρόβλεψη τού μέλλοντος, επαοιδοί, που έδιωχναν το κακό και τις αρρώστιες με μαγικές προσευχές, φαρμακοί, που κατασκεύαζαν φάρμακα, γριές, που πουλούσαν ερωτικά φίλτρα και, σε κάποιες περιπτώσεις, θανατηφόρα δηλητήρια και, γενικά, άνθρωποι, που παρείχαν συνταγές ή τελούσαν τελετές προς βοήθεια των πελατών τους ή προς βλάβη των εχθρών εκείνων.
Τον 4ο π.Χ. αιώνα οι οπαδοί του Ορθού Λόγου τα αντιμετώπισαν όλα σαν ένα σύνολο, στο οποίο έδωσαν το όνομα «μαγεία», με την αρνητική όμως σημασία τής λέξης, θεωρώντας τα άτομα που την εξασκούσαν ως απατεώνες και τσαρλατάνους. Η γοητεία έγινε τμήμα της μαγείας. Προστάτιδα αυτών των μαγικών τεχνών, καθώς και των ατόμων που τις ασκούσαν, έγινε η Εκάτη, μητέρα των φοβερών μαγισσών Κίρκης και Μήδειας, που διδάχθηκαν απ΄ αυτήν τη φαρμακεία, γνώριζαν όλα τα είδη των δηλητηρίων και τις δυνάμεις και ιδιότητες των ριζών. Έτσι παρουσιάστηκαν οι «γόητες», ιερείς και μάντεις, που αυτοαποκαλούνταν συνεχιστές του Ορφέα και του Μουσαίου, προσέφεραν θυσίες και έψαλλαν ευχές και επωδές «γοητεύοντες», εφάρμοζαν την «ψυχαγωγία» (το κάλεσμα των νεκρών) και τη «μαγεία» των ψυχών των ζωντανών με τελετές, που έμοιαζαν με τις περσικές μαγικές τελετές. Οι άνθρωποι αυτοί, υιοθετώντας τη λατρεία των δαιμόνων και τη «μαγεία», με το σκεπτικό, ότι μπορούσαν να κατανοήσουν ή να επηρεάσουν τις επεμβάσεις των θεών, τις συνδύασαν με την άποψη του Ομήρου, ότι οι άνθρωποι μπορούν να καλούν τους θεούς με προσευχές, ευπρόσδεκτες θυσίες, κνίσα, σπονδές και παρακλήσεις και να μεταστρέφουν τη θέλησή τους με αυτές τις ενέργειες. Υποστήριζαν, λοιπόν, ότι οι θεοί τούς είχαν δώσει τη δύναμη να μεταστρέφουν τις βουλήσεις τους με τελετές. Οι τελετές τους αποτελούνταν από σειρά μικρών προσευχών, επικεφαλής δε καθεμίας υπήρχε η κατάλληλη θυσία.
Φαρμακεία
Από την τραγωδία του Σοφοκλή Ριζοτόμοι σώζονται μερικά πολύ ενδιαφέροντα αποσπάσματα σχετικά με την ύπαρξη μαγικών πρακτικών στην Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα. Σ΄ ένα από αυτά περιγράφεται ο τρόπος, που η ξακουστή μάγισσα Μήδεια μάζευε τα δηλητηριώδη βότανα για τις φαρμακείες της: «...αποστρέφοντας το κεφάλι της μαζεύει τον αργυρόχρωμο χυμό, που στάζει από την πληγή του φυτού σε χάλκινους κάδους... και οι σκεπασμένες κύστεις κρύβουν τα βοτάνια, που η μάγισσα γυμνή, θέριζε με χάλκινα δρεπάνια αλαλάζοντας». Την άσκηση της φαρμακείας από μια γριά υπηρέτρια περιγράφει και ο Ευριπίδης στην τραγωδία του Ιππόλυτος, όταν η Φαίδρα ψάχνει τη λύση για να απελευθερωθεί από το ερωτικό της πάθος. Η τροφός της αναφέρει, ότι έχει στην κατοχή της «φίλτρα θελκτήρια έρωτος» που θα την απελευθερώσουν απ΄ αυτή την αρρώστια χωρίς να προξενήσουν ντροπή ή βλάβη στο μυαλό της, με την προϋπόθεση, ότι δεν θα υπαναχωρήσει. Ό,τι χρειάζεται είναι κάποιο ενθύμιο από τον άνδρα που αγαπά, μια τούφα μαλλιά ή ένα κομμάτι ρούχο, το οποίο θα αναμειχθεί με το φάρμακο. Όταν η Φαίδρα ρωτά αν το φάρμακο είναι αλοιφή ή ποτό, η φαρμακευτρια δηλώνει άγνοια, γιατί πασχίσει για το καλό κι όχι για την απόκτηση γνώσεων. Τα λόγια της υπηρέτριας, καθώς και ο φόβος τής Φαίδρας, ότι η ενέργεια αυτή θα της βγει σε κακό υποδηλώνουν, ότι οι φαρμακοί, έχοντας τις περισσότερες φορές πλήρη άγνοια των συστατικών, που χρησιμοποιούσαν ή της κατάλληλης δοσολογίας, τρέλαιναν ή σκότωναν τους ασθενείς. Η απόλυτη μυστικότητα, την οποία απαιτεί η Φαίδρα από την τροφό, φανερώνει, επίσης, ότι η φαρμακεία θεωρείτο ως έργο αποτρόπαιο κι επικίνδυνο. Αλλά και σε μια αφιερωματική επιγραφή προς τον Ασκληπιό για θαυματουργική σωτηρία ενός ασθενούς υπάρχει μαρτυρία για άσκηση φαρμακείας. Ένας νέος, ονόματι Τορωναίος, κατέφυγε στο ναό του Ασκληπιού, όπου ζήτησε την ονειρομαντική θεραπεία του. Ο θεός εμφανίστηκε στον ύπνο του, τον χειρούργησε, αφαίρεσε από το στήθος του βδέλλες, που κατέτρωγαν τα σωθικά του, τις παρέδωσε στα χέρια του, τον έραψε και εξαφανίστηκε. Την άλλη ημέρα ο νέος ξύπνησε υγιής κρατώντας τα ζώα και κατόπιν ανακάλυψε, ότι τα είχε καταπιεί μέσα σε ποτό, που, με δόλο, του είχε δώσει η μητριά του, νια να τον δηλητηριάσει. Τα εγκλήματα μαγείας και φαρμακείας τιμωρούνταν με αυστηρότατες ποινές· μαρτυρίες γι΄ αυτό βρίσκονται σε έργα τού Πλάτωνα. Ο Κλαύδιος Αιλιανός αναφέρει την περίπτωση φαρμακίδας, που συνελήφθη στην Αθήνα και καταδικάσθηκε σε θάνατο από τον Άρειο Πάγο. Θανατώθηκε, αφού γέννησε το παιδί της. Ο Δημοσθένης κάνει λόγο για μια γυναίκα από τη Λήμνο, ονόματι Θεωρίδα, που καταδικάστηκε σε θάνατο με όλη την οικογένειά της εξ αιτίας φαρμακείας και γνώσης επωδών. Το αξιοπρόσεκτο είναι, ότι η μάγισσα αυτή θεωρείτο κάτι παραπάνω από απατεώνισσα, αφ΄ ενός, γιατί οι πηγές την αναφέρουν ως «ιέρειαν» και «μάντιν» και, αφ΄ ετέρου, γιατί ο μαθητής της, εφαρμόζοντας τα φάρμακα και τις επωδές της υποστήριζε, πως θεράπευε τους επιληπτικούς. Ο ρόλος της, λοιπόν, ήταν εκείνος της ιέρειας κάποιας μυστηριακής θεότητας. Ενεργούσε σαν εξαγνιστρία, που με μαγικές εξορκιστικές τελετές έδιωχνε τα κακά πνεύματα, έδινε χρησμούς εμπνεόμενη από τη θεότητα και θεράπευε με μαγικό, θρησκευτικό και εμπειρικό τρόπο. Η καταδίκη της, λοιπόν, εξέφραζε το φόβο εκείνων, που πίστευαν, ότι οι πράξεις της ξέφευγαν από τα όρια τού κοινού εγκλήματος και περνούσαν στο χώρο τής ασέβειας, του άγους και του μιάσματος απέναντι στους θεούς. Παράλληλα, αποδείκνυε τη σύγχυση ανάμεσα στα όρια των θρησκευτικών, των μαγικών και των ιαματικών πρακτικών.
Κατάδεσμοι
Όπως φαίνεται, και η μαύρη μαγεία των καταδέσμων και των καταπασσαλεύσεων ανθούσε στην αρχαιότητα. Οι κατάδεσμοι -με παραγωγή από τον 5ο π.Χ. έως τον 5ο μ.Χ. αιώνα- είχαν πάντοτε ευρύτατη διάδοση στο λαό. Ήταν πλάκες μετάλλου χαραγμένες με μαγικούς χαρακτήρες και κατάρες, άλλοτε τρυπημένες από καρφιά κι άλλοτε όχι, που θάβονταν κυρίως σε τάφους, για να επιφέρουν σ΄ έναν εχθρό το κακό ή το θάνατο. Ανήκαν, όπως και τα άλλα παρόμοια, στο χώρο της ελληνικής λαϊκής δεισιδαιμονίας και του λαϊκιστικού αντικοινωνικού τσαρλατανισμού. Η παλαιότερη ελληνική πινακίδα καταδέσμου προέρχεται από τη Σικελία (τέλη 6ου π.Χ. αι.) και ανάλογα παραδείγματα καταδέσμων συναντώνται στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Αττική (μέσα του 5ου π.Χ. αι.), όπου ο αριθμός τους αυξήθηκε πολύ κατά τους 4ο και 3ο π.Χ. αιώνες.
Οι αρχαίοι, όπως και αρκετοί σύγχρονοι σε πρωτόγονες κοινωνίες πίστευαν, ότι έδεναν με μάγια κι επομένως έβλαπταν όσους εχθρεύονταν γράφοντας μερικές φορές μόνο τα ονόματά τους ή άλλοτε και τις κατάρες σε μολύβδινες πινακίδες, που τις τύλιγαν σφικτά και τις έθαβαν κατά προτίμηση στους τάφους ή τις έριχναν σε βαθιά πηγάδια. Οι κατάδεσμοι είχαν συχνά ερωτικό περιεχόμενο, όπως η εικονίζόμενη αποτύπωση κατάδεσμου γραμμένου και στις δύο πλευρές (τέλη 4ου - μέσα 3ου αι. π.Χ., Μουσείο Πολυγύρου) ή στόχευαν σε επαγγελματική επιτυχία και αντιζηλία, οπότε περιλάμβαναν καταλόγους ονομάτων των υποψηφίων θυμάτων.
Το προτιμητέο υλικό των καταδέσμων είναι ο μόλυβδος «ψυχρός και άθυμος, άχρηστος, άτιμος», γιατί αστρολογικά συνδεόταν με τον πλανήτη Κρόνο (αρχαίο ελληνικό θεό της βιαιότητας) και, κατά συνέπεια, θεωρείτο το κατ΄ εξοχήν κατάλληλο στοιχείο έλξης του κακού. Οι θεοί, που επικαλούνται οι κατασκευαστές των καταδέσμων είναι οι γνωστοί υποχθόνιοι θεοί Εκάτη, Ερμής, Περσεφόνη, Δήμητρα, Κόρη, Ερινύες και, γενικά, οι δαίμονες και οι νεκυοδαίμονες (άωροι, βιαιοθάνατοι) του Κάτω Κόσμου. Το ρήμα, που τους εξαναγκάζει να υπακούσουν και να εκτελέσουν τις εντολές του καταδέσμου είναι το «εξορκίζω σε». Τα χαρακτηριστικά ρήματα, που χρησιμοποιούνται για την κατάδεση και βλάβη των θυμάτων είναι: «καταδίδημι», «καταδώ», «δέω», «καταγράφω», «ανατίθημι». Οι κατάδεσμοι, ανάλογα με το στόχο τους, αφορούν στην ερωτική απομόνωση του εχθρού ή στην αποτυχία της εργασίας του, στην κατάδεση της γλώσσας τού αντιπάλου (φιμωτικοί κατάδεσμοι), στην αποτυχία των αντιδίκων στο δικαστήριο και στην παράλυση τού νου και τής γλώσσας τους κατά τη διάρκεια της δίκης. Οι πλέον συνηθισμένοι είναι οι κατάδεσμοι τού Ιπποδρόμου, κατά ηνιόχων και των αλόγων τους. Οι αρματηλάτες έκαναν ευρύτατη χρήση αυτών των μαγικών για τη νίκη τους και την ήττα και καταστροφή των αντιπάλων τους. Η μέθοδος, που χρησιμοποιείται είναι η αναλογική μαγεία: «όπως αυτός ο πετεινός καταδένεται στα πόδια, στα χέρια και στο κεφάλι, έτσι να καταδύσουν οι δαίμονες τα σκέλη, τα χέρια και το κεφάλι και την καρδιά των ηνιόχων..», «όπως ο μόλυβος είναι σκληρός και άκαμπτος, έτσι να γίνει και η γλώσσα του ανιπάλου ή του αντιδίκου...».
Κάποιοι κατάδεσμοι παρουσιάζουν ιδιαίτερο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον. Μιά γυναίκα ζητά από τη Δήμητρα και την Κόρη να τιμωρήσουν εκείνους, που την κατηγόρησαν, ότι άσκησε φαρμακεία στον άνδρα της. Μια άλλη γυναίκα ζητά από τη Δήμητρα, την Κόρη και τους άλλους χθόνιους και υποχθόνιους θεούς να τιμωρήσουν την πρώην ερωμένη ή σύζυγο τού άνδρα της. Μια τρίτη διαμαρτύρεται για την άδικη κατηγορία εις βάρος της, ότι είτε η ίδια, είτε κάποια άλλη, την οποία πλήρωσε, κατασκεύασε κατάδεσμο, για να βλάψει έναν άνδρα. Έτσι, λοιπόν, για να εκδικηθεί, καταριέται μ΄ αυτό τον κατάδεσμο τον εχθρό της να υποφέρει φρικτά για τις άδικες κατηγορίες, που της απέδωσε. Άρα, οι γυναίκες έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη χρήση των καταδέσμων και της φαρμακείας, κυρίως στον τομέα της ερωτικής μαγείας.
Καταπασσαλεύσεις
Οι καταπασσαλεύσεις ήταν κηρόπλαστα, μολύβδινα ή από άλλο υλικό ομοιώματα του θύματος, τα οποία οι μάγοι κατέδεναν με δεσμά και κατατρυπούσαν με πασσαλίσκους ή καρφιά στα σημεία όπου επιθυμούσαν να προξενήσουν βλάβη και, κατόπιν, τα έχωναν μέσα σε τάφους. Σε κάποιες περιπτώσεις, η κατάρα τού μάγου στόχευε στην απώλεια της ψυχής τού θύματος. Η κατάδεση των χεριών και των ποδιών εξομοίωνε την πρακτική των καταπασσαλεύσεων μ΄ εκείνη των καταδέσμων, όπου συναντάται η έκφραση: «καταδώ και... Δρόμωνα πόδας χείρας» ή «Μικίωνα εγώ ελαβον και κατέδησα τας χείρας και τους πόδας και την γλώσσαν και την ψυχήν». Ένα τέτοιο συγκεκριμένο ομοίωμα, που ανακαλύφθηκε σε Αττικό τάφο και μελέτησε ο R. Wunsch αποδίδεται στον 3ο περίπου π.Χ. αιώνα, έχει 6 εκ. ύψος ως τα γόνατα και είναι κατασκευασμένο από μόλυβδο. Είναι αποκεφαλισμένο, η στάση του είναι γονατιστή, ενώ τα χέρια και τα πόδια είναι δεμένα πίσω με ισχυρά μολύβδινα δεσμά. Δεσμά φαίνονται και στο άνω τμήμα του κορμού, ενώ δύο σιδερένια καρφιά είναι μπηγμένα στο στήθος και την κοιλιά. Ο λόγος, που οι «γοητείες» αυτές πραγματοποιούνταν στους τάφους ήταν η αντίληψη, ότι η μαντική δύναμη των νεκρομάντεων (γοήτων) προερχόταν από τούς νεκρούς. Αυτό οδήγησε τούς μάγους στην ιδέα να μετατρέψουν σε έργο την δύναμη, που αποδιδόταν στα φαντάσματα και να θάβουν στους τάφους τούς καταδέσμους, ώστε να στρέφουν εναντίον τού θύματος τη βλαπτική μανία των δυνάμεων τού Κάτω Κόσμου και των νεκρών.
Ερωτική Μαγεία
Η μαγεία τής αγάπης ήταν διαδεδομένη, κυρίως, ανάμεσα στο γυναικείο πληθυσμό συνδυασμένη με τη χρήση τής «ίυγγος», που ήταν το πτηνό σουσουράδα, δεμένο πάνω σε τροχό, με τις πτέρυγες και τα πόδια της τεντωμένα έτσι, ώστε να αποτελούν τις τέσσερις ακτίνες τού τροχού. Οι γόητες και οι μάγισσες τής αρχαιότητας τον περιέστρεφαν πιστεύοντας, ότι έτσι μάγευαν και εξανάγκαζαν τις καρδιές των ανδρών να υπακούσουν. Ο Σωκράτης ειρωνευόταν τις γυναίκες που χρησιμοποιούσαν «γοητείες αγάπης», φίλτρα, επωδές και «ίυγγες». Όλα αυτά δείχνουν τη συνεχώς αυξανόμενη εφαρμογή τής μαγείας σε καθημερινό επίπεδο στην Αθήνα, κυρίως από τον 5ο π.Χ. αι. και εξής και την πίστη του λαού στη μαγεία. Ο φοβερός Πελοποννησιακός Πόλεμος και η ήττα, που ακολούθησε, έφεραν δυστυχία και απελπισία και, όσο κι αν οι άνθρωποι δεν πίστευαν στις ιστορίες, πως οι μάγοι κατεβάζουν το φεγγάρι, οι γοητείες, οι καθαρμοί, τα φυλακτά, η ερωτική μαγεία, η νεκρομαντεία, η φαρμακεία και οι κατάδεσμοι δεν ήταν καθόλου περιφρονημένα στην αρχαία Αθήνα.
Καταδίκη της Μαγείας
Η πλευρά των διανοουμένων εξέφραζε ανοιχτά την απέχθειά της εναντίον όλων αυτών, που παρέσυραν το λαό στο σκοταδισμό. Ο Ιπποκράτης συμπεριλάμβανε στις ενασχολήσεις τού αγύρτη και τού απατεώνα και τις τελετές καθαρμών, που πραγματοποιούσαν κάποιοι, για να εξαγνίσουν ανθρώπους και πόλεις από τα αμαρτήματα τους. Αυτοί οι «μάγοι, καθαρταί και αγύρται» ισχυρίζονταν, ότι μπορούσαν επίσης να προκαλέσουν κακοκαιρία, βροχή, ξηρασία, αφορία στους αγρούς, ταραχή τής θάλασσας, έκλειψη ήλιου, καταβίβαση τής σελήνης. Ο Πλάτων αντιμετώπιζε τους ενόχους ως μίασμα και οριζε γι΄ αυτούς την ποινή τής φυλάκισης με αυστηρή απομόνωση και τού θανάτου εκτός των ορίων τής πόλης χωρίς ταφή. Στα έργα του εξέφραζε γενικά την έντονη αποστροφή του γι΄ αυτό το είδος της μαγείας, που εξελισσόταν σε μαύρη μαγεία και στόχευε στη βλάβη και το θάνατο των ανθρώπων και τόνιζε, ότι αυστηρότατες ποινές, όπως η θανατική, έπρεπε να επιβληθούν, ιδιαίτερα στους επαγγελματίες μάγους, όχι επειδή η αποτελεσματικότητα τής μαύρης μαγείας ευσταθούσε, αλλά γιατί αυτή έδειχνε την κακόβουλη θέληση των λειτουργών της και των πελατών τους και είχε άσχημα ψυχολογικά αποτελέσματα. Μέχρι την ελληνιστική περίοδο οι μυημένοι σ΄ αυτή την αμφίβολη τέχνη ανήκαν πάντοτε στα λαϊκά στρώματα, αντιμετωπίζονταν ως απατεώνες από τους οπαδούς τού ορθού λόγου και οι πρακτικές τους εντάσσονταν στο χώρο της λαϊκής δεισιδαιμονίας προκαλώντας την απέχθεια.
|