ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΝΤΑΣ ΜΕ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΟ
ΤΡΟΠΟ ΚΑΙ ΜΕ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΟΣΔΙΝΟΥΝ ΕΝΑ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ , ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ
ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ ΕΚΕΙΝΟΥΣ
Η γυναίκα στην προκλασική περίοδο αλλά και στην κλασσική και έως την εμφάνιση
του Χριστού δεν είχε τα ίδια με τα σημερινά δικαιώματα, την ίδια κοινωνική θέση
και την ίδια πνευματική καλλιέργεια και επομένως και την επιστημονική κατάρτιση.
Στη Μίλητο π.χ. που εθεωρείτο στα 470 π.Χ. μία και ίσως η πιο προοδευτική
πολιτεία στα παράλια της Μικράς Ασίας, οι γυναίκες ντύνονταν και στολίζονταν
πολυτελώς, αλλά στη μόρφωση, στη διοίκηση και στα εκλεκτικά όργανα της πολιτείας
δεν είχαν δικαιώματα. Η γυναίκα ήταν μάνα και νοικοκυρά. Εξαίρεση αποτελούσε η
Σαπφώ της Λέσβου και η Ασπασία που ήταν τότε σε νηπιακή ηλικία. Ο πατέρας της
Ασπασίας, ο φιλόσοφος Αξίολος επειδή απεβίωσε η σύζυγός του και δεν είχε που να
εμπιστευθεί τη μικρή Ασπασία, την έπαιρνε μαζί του στη φιλοσοφική του σχολή,
όπου φοιτούσαν μόνο παλικάρια και η μικρή Ασπασία, από μικρής ηλικίας
εξοικειώθηκε με τους άντρες και θεωρούσε τη συναναστροφή μαζί τους ως κάτι το
φυσικό, ως δικαίωμα κοινωνικό και όταν τελείωνε σχεδόν την εφηβεία της ακόμα
περισσότερο.
Όμως ο πατέρας της έκλεισε λόγω ηλικίας τη φιλοσοφική του σχολή και φθάνοντας ο
γνωστός τότε αρχιτέκτονας – πολεοδόμος Ιππόδαμος που ρυμοτόμησε με αξιοθαύμαστο
και κοινωνικό τρόπο τον Πειραιά και στα 408 π.Χ. τη Ρόδο με ευθείς δρόμους
συγκλίνοντας προς το λιμάνι και την χρηστική Ιπποδάμεια Αγορά του Πειραιά ζήτησε
η Μιλήσια Ασπασία δεκαοκταετής πλέον από τον Ιππόδαμο, αφού είχε καταρτιστεί
φιλοσοφικά και ρητορικά να την πάρει μαζί του στην Αθήνα, όπου ακουγόνταν, ότι η
φιλοσοφία ανθούσε και εκεί θα’ βρίσκε δουλειά να ζήσει.
Όμως ο Ιππόδαμος είχε αντρική διαστροφή και ναι μεν συναναστρεφόταν με
πνευματικούς ανθρώπους και από την Αθήνα κυρίως και από αλλού με αγόρια. Η
Ασπασία πνιγόταν στο πειραιώτικο πολυτελές σπίτι του , αφού και ο πολεοδόμος δεν
την έβλεπε ως γυναίκα. Τότε η Ασπασία έφυγε στην Αθήνα, όπου με τη βοήθεια ενός
στρατηγού ενοικίαση ένα οίκημα και δίδασκε σε παλικάρια φιλοσοφία.Η πράξη της
ήταν καινοτόμος. Μια κοπέλα 20 ετών με την ξεχωριστή ομορφιά της ελεύθερη να
διδάσκει και να συναναστρέφεται με άνδρες; Πρωτάκουστο… Σηκώθηκε θύελλα
αντιδράσεων, αλλά η Ασπασία αν και ήταν μέτοικος, ήταν ακλόνητος. Πολλοί την
κατάτασσαν στις εταίρες, αλλά η Αστασία αδιαφορούσε, αν και είχε εφήμερους
εραστές.
Στην Αθήνα της εποχής εκείνης του
460 π.Χ. όπως και οι άνδρες έτσι και οι γυναίκες χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες:
στους πολίτες, στους μετοίκους και στους δούλους. Πολίτες οι άνδρες ήσαν όσοι
είχαν γεννηθεί την Αθήνα, προέρχονταν από αμφοτέρους γονείς πολίτες και είχαν
ιδιοκτησία γης. Μέτοικοι χαρακτηρίζονταν όσοι Έλληνες από άλλα μέρη της Ελλάδος
είχαν μετοικήσει στην Αθήνα, ενώ δούλοι κατατάσσονται όσοι αγοράζονταν ή όσοι
είχαν αιχμαλωτιστεί και πουλιόνταν.
Στις 3 αυτές κατηγορίες κατατάσσονταν και οι γυναίκες, στις αστές που τον τίτλο
της αστής έπαιρναν κατά την εορτή των Απατουρίων, ως μέτοικες θεωρούνταν όσες
έρχονταν από άλλα ελληνικά μέρη και ως δούλες όσες συλλαμβάνονταν αιχμάλωτες ή
όσες αγοράζονταν από το εμπόριο. Θα μπορούσε κάποιος από τη στοά της Ιπποδάμειας
Αγοράς του Πειραιώς όπου δεμένες χέρι- χέρι πουλιόνταν από δουλεμπόρους γυναίκες
αντί 70 έως 100 δραχμές τις νεότερες τη μία και αντιστοίχως τις μεσήλικες 50
δραχμές και τις μεγαλύτερες σε ηλικία κατέβαινε έως και στις 30 δραχμές η
τιμή.
Αντίστοιχα σε άλλο μέρος της Αγοράς του Πειραιά υπήρχαν άντρες δούλοι και κυρίως
παλικάρια αιχμάλωτοι ή και μαύροι από την Αφρική. Ο ιδιοκτήτης κάθε δούλου ή
δούλας μπορούσε να τους κηρύξει απελεύθερους, να κάνουν οικογένεια να αγοράσουν
ακίνητο, αλλά ποτέ δεν αποκτούσαν οι άντρες απελεύθεροι πολιτικά δικαιώματα. Οι
αστές είχαν δικαιώματα να παντρευτούν με τη συμφωνία των γονέων τους, να
δημιουργήσουν οικογένεια, να γίνουν μητέρες αλλά τις εργασίες του σπιτιού, την
ανατροφή των παιδιών και την αγορά τροφίμων, την διενεργούσαν οι μητέρες
συνοδεία με τη δούλα ή τις δούλες που διέθετε ο οικογενειάρχης. Κορίτσι πριν
συμπληρώσει τα 14 χρονιά του, δε μπορούσε να το παντρέψει ο πατέρας του, διότι
ήταν δυνατό να μην είχε ολοκληρωθεί ως γυναίκα.
Κάθε παντρεμένη, κάθε αστή κοπέλα
δεν είχε δικαίωμα να παρίσταται στην εκκλησία του Δήμου, ούτε δικαίωμα ψήφου,
ούτε δικαίωμα εκλέγεσθαι, αλλά ούτε δικαίωμα δικαιοπραξίας. Γάμος σε παλικάρι
και σε κοπέλα που προέρχονταν από την ίδια μάνα δεν μπορούσαν να παντρευτούν,
ενώ, αν προέρχονταν από διαφορετικές μάνες και τον ίδιο πατέρα συνάπτετε νόμιμος
γάμος.
Πριν από το γάμο συναπτόταν αρραβώνας, αφού επήρχετο συμφωνία μεταξύ των δύο
πατεράδων ή μεταξύ του πατρός της νύφης και του γαμπρού, αν ήταν ενήλικος. Ο
γαμπρός κατά τη διάρκεια της ζωής του ανδρογύνου δεν είχε δικαίωμα να πουλήσει
την ακίνητη περιουσία της γυναίκας του παρά μόνο να τη χρησιμοποιεί για να του
αποφέρει κέρδος και να συντηρεί την οικογένειά του. Αν η προίκα ήταν χρηματικό
ποσό, τότε εδικαιούτο να το τοκίζει με τόκο 18%. Αν το ανδρόγυνο χώριζε, ο
άντρας υποχρεούτο να επιστρέψει την ακίνητη ή την κινητή προίκα της γυναίκας του
στη ίδια. Αν καθυστερούσε νε επιστρέψει την προίκα, τότε πλήρωνε για την αξία
της περιουσίας τόκο 18%.
Μετά τον αρραβώνα ο γαμπρός και η νύφη ενώπιο μαρτύρων προσέρχονταν και αφού
έκαναν προσφορές στους θεούς και κυρίως στην Αθηνά, στην Εστία και στην Ήρα,
υπέγραφαν το προικώο και ο ιερέας με χορωδία έψαλλε ευχές και ύμνους για
στερέωση του γάμου, τεκνοποίηση και ευτυχία. Η λέξη γάμος τότε λεγόταν «εγγύη»
δηλαδή το ανδρόγυνο εγγυήθηκε, ότι θα συμβιώσουν με αγάπη, κατανόηση και
αλληλοβοήθεια και συμπόνια. Τότε πλέον το ζευγάρι ήταν νόμιμα συνδεδεμένο.
Ο βασικός ρόλος της Αθηναίας ήταν η
οικία της. Με την «εγγύη» που υπέγραψαν η κοπέλα εγκαθίστατο στο σπίτι του
ανδρός της ή στο σπίτι του πατέρα του γαμπρού, αν ο ίδιος δεν διέθετε δικό του.
Η μάνα είχε στο σπίτι της τα παιδιά της και τη δούλα ή αν τα οικονομικά το
επέτρεπαν τις δούλες. Στις κόρες δίδασκε κεντήματα, παρασκευή φαγητού και
υφαντική στον αργαλειό. Πολλά κορίτσια στο σπίτι τους διδάσκονταν κιθάρα,
τραγούδι, χορό και όχι όλα γυμνάζονταν σε ξεχωριστά γυμναστήρια θηλέων. Γραφή δε
ελάχιστα κορίτσια διδάσκονταν και εμπειρικά αρίθμηση μόνο.
Οι γυναίκες και οι νεανίδες συμμετείχαν στις θρησκευτικές τελετές και στους
πανηγυρισμούς και έψαλλαν υμνωδίες προς τιμήν της Αθηνάς και των άλλων θεών του
Δωδεκάθεου. Με άλλα λόγια η γυναίκα η λεύτερη ή η παντρεμένη έπρεπε να έχει ένα
κηδεμόνα πατέρα, σύζυγο, αδελφό ή και ακόμα και συγγενή.
Αντίθετα ο Αθηναίος άντρας είχε όλα τα δικαιώματα, να συνάπτει δικαιοπραξίες, να
εκλέγει και να εκλέγεται, να συμμετέχει σε συμπόσια, να διδάσκει και να
διδάσκεται, να συμμετέχει σε εκστρατείες και να εκλέγεται στρατηγός, να
διορίζεται σε κυβερνητικές θέσεις, να γίνεται μοιχός, εάν η σύζυγος του το
ανεχόταν, να φέρνει παλλακίδες στο σπίτι του, ακόμα και με κάποια παλλακίδα να
κάνει παιδιά, ενώ για τη γυναίκα του η μοιχεία ήταν ποινή και μάλιστα βαριά.
Όμως όπως ο άνδρας μπορούσε να πάρει διαζύγιο, έτσι και η γυναίκα είχε το
δικαίωμα να διαζευχθεί. Αν ο άντρας αρνιόνταν να συναινέσει στο διαζύγιο, τότε η
γυναίκα κατέφευγε στον άρχοντα και εκείνος της παραχωρούσε το διαζύγιο.
Γενικά η Αθηναία παρά
την πνευματική και πολιτιστική πρόοδο της Αθήνας, η γυναίκα ήταν κλεισμένη στο
σπίτι της, υποταγμένη στον άντρα και εξουσιαζόμενη από τη θέλησή του. Υπήρχαν
όμως κει ελάχιστες γυναίκες που δεν ανέχονταν τις απάτες των συζύγων τους ακόμα
και τις κρυφές και κατέφευγαν στον άρχοντα για διαζύγιο. Αν όμως ο σύζυγος
έπραττε μοιχεία με τη σύζυγο άλλου ανδρός, τότε η μοιχαλίς τιμωρούμενη αυστηρά
δε συμμετείχε πλέον σε θρησκευτικές εορτές και κυρίως στις γιορτές της Αθηνάς,
της Δήμητρας και της Εστίας. Άλλωστε επειδή τα ψώνια στην Αγορά τα έκαναν οι
άνδρες ή οι δούλες, οι εύπορες κυρίες σπάνια έβγαιναν από το σπίτι τους και
δεν είχαν ευκαιρίες να γνωρίσουν άντρες.
Ο θιγείς άντρας από το μοιχό είχε το δικαίωμα να το φονεύσει ή να ζητήσει
οικονομική αποζημίωση. Όμως οι φτωχότερες γυναίκες, οι εργαζόμενες, οι
πωλήτριες, οι φουρνάρισσες, οι πλύστρες, οι ράφτρες επειδή εργάζονταν, ήταν πιο
φιλελεύθερες. Οι δούλες σπάνια παντρεύονταν εκτός και ο ιδιοκτήτης τους τις
καθιστούσε ελεύθερες, αλλά αυτό συνέβαινε σπάνια. Πολλές φορές όμως οι δούλες
αναγκάζονταν να δέχονται τις ορέξεις του οικογενειάρχη και έτσι ο «αφέντης» είχε
μικρό χαρέμι στο σπίτι του βέβαια με την ανοχή της νόμιμης συζύγου του, αφού
μόνο μία νόμιμη εδικαιούτο να έχει. Όμως οι φτωχότεροι Αθηναίοι δεν ηδύναντο να
συντηρούν δούλες στα σπίτια τους.
Στην εορτή των «Θεσμοφορίων» προς τιμή της Δήμητρας συμμετείχαν και οι δούλες.
Στα μετά κλασσικά χρόνια έως την εμφάνιση του Χριστού και επί της εποχής των
απογόνων και επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου οι άρχοντες – βασιλείς για να
παραμένει η εξουσία του ελληνικού Βασιλείου στους απογόνους των στρατηγών του
Αλεξάνδρου τα αδέλφια, αδελφός με αδελφή παντρεύονταν μεταξύ τους, αλλά ο
Χριστιανισμός λόγω της Παναγίας προσέδωσε στη γυναίκα σεβασμό στη μάνα, στην
αδελφή, στη κοντινή συγγενή.
ΑΣΠΑΣΙΑ Η ΜΙΛΗΣΙΑ
Μέσα σ’ αυτό το κοινωνικό κλίμα της Αθήνας στα 457 π.Χ. ήρθε η Ασπασία, τάραξε
τα λιμνασμένα νερά γύρω από την αστή γυναίκα της Αθήνας. Κοπέλα η Ασπασία με
εξαιρετική ομορφιά δίδασκε φιλοσοφία στους νέους. Σωρεία οι σπουδαστές της. Οι
γλώσσες των γυναικών δούλευαν ακατάπαυστα, ότι διέφθειρε τη νεολαία των Αθηνών,
ότι ήταν εταίρα, αλλά οι άντρες χαίρονταν τη γοητεία της.
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν ο Περικλής, παντρεμένος και είχε και δύο αγόρια,
τον Ξάνθιππο και τον Πάραλο. Στα 450 π.Χ. είχαν αρχίσει και συνεχίζονταν τα έργα
στην αποπεράτωση του Παρθενώνα. Ένα πρωινό η Ασπασία θέλησε να επισκεφθεί το
εργαστήριο του Φειδία, όπου δουλεύονταν οι μετώπες του ναού της Αθηνάς και
εισερχόμενη μαγεύτηκε από μια ολύμπια φωνή. Ήταν η φωνή του Ολύμπιου Περικλή που
συνομιλούσε με το Φειδία. Ο πρόεδρος κεραυνοβολήθηκε από τη γοητεία της κι ο
Φειδίας καρφώθηκε στο έδαφος άναυδος.
Ο ΦΕΙΔΙΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΟΝ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ
.ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1868
Ποιός από τους δύο την ερωτεύθηκε; Και οι δύο, αλλά η Ασπασία προτίμησε τον
Περικλή, διότι ο πρόεδρος ήταν πιο εκδηλωτικός, ήταν ο Ολύμπιος Περικλής και ο
Φειδίας έμεινε στη σκιά σιωπηλός προσπαθώντας να καταπνίξει τον πόνο του. Ο
Περικλής αποζημίωσε τη σύζυγό του, κράτησε τα δύο αγόρια του και παντρεύτηκε την
Ασπασία. Ήταν τόση η ομορφιά της, τόση η ευφυΐα της που πολλοί την συγχωρούσαν
για τα αμαρτήματά της που με τα κουτσομπολιά κυκλοφορούσαν, ενώ άλλοι ταυτόχρονα
τη θαύμαζαν, διότι συνέβαλε μέσω του Προέδρου και του Φειδία στον καλλωπισμό του
Παρθενώνα.
Ήταν η άνοιξη του 447 π.Χ. εντός του Παρθενώνα που έλαμπε παρούσες όλες οι
Αρχές της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. καθώς ο ήλιος το πρωινό εκείνο λάμπρυνε
πλειότερο τον έγχρωμο εξωτερικά ναό της προστάτιδας των Αθηνών, η μπάντα του
Δήμου έξω πρόσμενε το προεδρικό ζεύγος για τα εγκαίνια, ενώ μέσα στο ναό έλαβαν
τις θέσεις τους τα όργανα της Δημοκρατίας, και το ιερατείο με εκατονταμελή
χορωδία για να αποδώσει ύμνους αιώνιας πίστης στη θεά Αθηνά και ευγνωμοσύνης.
Το υπογάλαζο της οροφής του ουρανού του Παρθενώνα διαχέονταν στο ναό και οι
αναμένοντες την άφιξη του προεδρικού ζεύγους ένιωθαν, ότι μετεωρίζονταν στον
ουρανό και προσέγγιζαν τη θειότητα του Σύμπαντος. Αίφνης ακούστηκε η μπάντα,
κροτάλισαν τα όπλα. Το προεδρικό ζεύγος φάνηκε στο ναό της Απτέρου Νίκης. Η
Ασπασία ευθυτενής, επίγεια θεά ομορφιάς φορούσε ολόλευκη εσθητα με μεγάλα
γαλάζια σχέδια διανθισμένη και πίσω τους μερικά βήματα ο μικρός γιός τους για
τον οποίο η Ασπασία ζήτησε από τον πρόεδρο και είχε ονομαστεί Περικλής. Με το
που εισήλθε το προεδρικό ζεύγος στο ναό άνοιξαν οι πύλες του άβατου και έκθαμβοι
οι παρευρισκόμενοι είδαν την αγαπημένη τους και σεβαστή θεά Αθηνά ενσαρκωμένη
στο χρυσελεφάντινο άγαλμά της, πανύψηλη, επιβλητική και προστατευτική του
Φειδία.
Ο ολύμπιος Πρόεδρος των Αθηνών εγκαινίασε ένα ναό που οι αιώνες τον διαβαίνουν
και θα συνεχίσουν να τον διαβαίνουν στον αέναο χρόνο ως δείγμα ιδεώδους και
κάλλους.
Όμως σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο στην Αθήνα του Περικλή ο μικρός γιός του
Περικλής δεν μπορούσε να χριστεί Αθηναίος Πολίτης με όλα τα δικαιώματα, διότι η
Μάνα του η Ασπασία ήταν μέτοικος και ο μικρός Περικλής εθεωρείτο νόθος, γι’ αυτό
ο Πρόεδρος άλλαξε το νόμο κι έτσι ο τρίτος γιός του προέδρου χαρακτηρίσθηκε
Αθηναίος πολίτης.
Όμως όπως φαίνεται πως η Ασπασία με
τις νεωτεριστικές τάσεις της πήγε ενάντια στο αυστηρό θρησκευτικό πλαίσιο της
κοινωνίας των Αθηνών και η πρώτη κυρία για να κτυπηθεί αυτή και το αδάμαστο
γόητρο του Περικλή κατηγορήθηκε για ασέβεια στα θεία από τον Εύριππο, αφού και
οι κωμικοί την είχαν στο στόχαστρό τους. Μάρτυρας υπεράσπισης της ήταν ένα και
μοναδικός, ο σύζυγός της, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Περικλής. Αυτός που
άλλοτε όχι μόνο με τον ολύμπιο λόγο του, την όλη ρητορική ευπροσηγορία του αλλά
και το αγέρωχο παρουσιαστικό του «με την περικεφαλαία του στο κεφάλι» έτριζε
συθέμελα η εκκλησία του Δήμου, τώρα συντετριμμένος και δακρύζοντας ικέτευε τους
Ηλιαστές να σώσουν τη γυναίκα του που τον στήριξε και τον στηρίζει.
Όταν ο βίος του ανθρώπου γέρνει προς τη δύση του, ο έρωτας για μια νεανική
ύπαρξη δημιουργεί ισχυρότατες συγκλονιστικές τάσεις και το ακροατήριο το
συγκλόνισαν τα δάκρυα και οι ικεσίες του Προέδρου κι άρχισε ομαδικά και ρυθμικά
να φωνάζει: αθώα… αθώα… αθώα…
Οι χρονιές διαδέχονταν η μία την άλλη. Στην κοινωνία της Αθήνας κυκλοφορούσε κι
ακόμα εντονότερα τότε στα 431 που άρχισε ο Πελοποννησιακός πόλεμος, ότι η
Ασπασία έσπρωξε τον Περικλή να τιμωρήσει τους Σαμιώτες που αποστάτησαν, επειδή η
Σάμος κατέστρεψε την πατρίδα της τη Μίλητο και ότι ώθησε τον πρόεδρο να
συγκρουστεί με τη Σπάρτη.
Στα 429 μάστιζε την Αθήνα ο λοιμός. Ο Ιπποκράτης υποδείκνυε να καίγονται οι
νεκροί, να βράζεται το νερό και να κάθονται οι Αθηναίοι γύρω από φωτιές. Οι δύο
γιοί του Περικλή από την πρώτη του γυναίκα που ήταν αντιδραστικοί στην Ασπασία
πέθαναν από το λοιμό που τον έφεραν Αφρικανοί ναύτες από την Αφρική και
μεταδόθηκε πρώτα στον Πειραιά.
Ένα απόγευμα ο πρόεδρος επέστρεψε στα 429 στην κατοικία του εμπύρετος και με ένα
κάψιμο από την κοιλιακή χώρα προς το στομάχι. Απομονωμένος σε δωμάτιο σ’ ένα
μήνα το πρόσωπό του μεταμορφώθηκε. Πνέοντας τα λοίσθια συνέστησε στην Ασπασία
που του στεκόταν σαν σύγχρονη νοσοκόμα να παντρευτεί για να επιβιώσει και ο
Περικλής, ο ολύμπιος πρόεδρος άφησε το πνεύμα του να πετάξει προς την
αιωνιότητα. Η Ασπασία ράκος ψυχικά, κουρεμένη γουλί κατά το έθιμο και
βασταζόμενη δεν άφησε να ξεσκεπάσουν το παραμορφωμένο πρόσωπό του. Αλλά και ο
τάφος του Περικλή στον Κεραμεικό, χάθηκε προς την αιωνιότητα. Δεν ανευρέθηκε
πουθενά. Η αιώνια ιστορία άρπαξε στα φτερά της τον Πρόεδρο της Αθηναϊκής
Δημοκρατίας και φαίνεται και το μνήμα του ακόμα για να οδεύει στο άπειρο μέλλον.
Η Ασπασία μη έχοντας τα προς το ζην παντρεύτηκε τον προβατέμπορο Λυσικλή που
στην Εκκλησία του Δήμου παρουσιαζόταν ως χυδαίος δημαγωγός, αλλά ο τρίτος γιός
του Περικλή, ο Περικλής έφθασε και στο βαθμό του στρατηγού. Ήταν συνετός άντρας.
Ούτε και ο τάφος της Ασπασία ανευρέθηκε στον Κεραμικό, την πήρε μαζί του ο
πρόεδρος στο αιώνιο ταξίδι του.