Ἡ γέννηση τῆς πόλης: ἡ ἀνάδειξη τοῦ
πολιτικοῦ στοιχείου
(αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο της
Claude Mossé
«Η ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΛΛΑΔΑ»)
Στήν
προσπάθειά μας νά ἐρευνήσουμε τήν πολιτική ὀργάνωση τοῦ κόσμου
τῶν ἐπῶν καί νά φωτίσουμε τά σημεῖα τοῦ κειμένου πού ἀναγγέλλουν
τή γέννηση τῆς πόλης, πρέπει νά λάβουμε ὑπόψη ὅτι οἱ
περισσότεροι ἥρωες τῆς Ἰλιάδας καί τῆς Ὀδύσσειας εἶναι
βασιλιάδες. Πρέπει λοιπόν κατ’ ἀρχάς νά ἀναλύσουμε τή φύση τῆς
βασιλείας κατά τούς «ἡρωικούς χρόνους».
1. Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ
ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΣΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ
Πρόκειται γιά ἕνα
πρόβλημα πολύπλοκο, πού ἔχει γίνει ἀντικείμενο πολυάριθμων
συζητήσεων μέ συχνά ἀντιφατικά συμπεράσματα. Ἄς ἀρχίσουμε ὅμως
μέ τόν ἐνδιαφέροντα ὁρισμό πού δίνει ὁ Ἀριστοτέλης στό Γ' βιβλίο
τῶν Πολιτικῶν. Ὁ φιλόσοφός του 4ου αἰώνα ὑποστηρίζει ὅτι ἡ
βασιλεία στούς ὁμηρικούς χρόνους στηριζόταν «στή συγκατάθεση τῶν
ὑπηκόων, ἦταν κληρονομική καί λειτουργοῦσε σύμφωνα μέ τό νόμο».
Καί προσθέτει: «Ἐπειδή δηλαδή οἱ πρῶτοι πρόγονοι ἀναδείχτηκαν
εὐεργέτες τοῦ λαοῦ στίς τέχνες ἤ στόν πόλεμο, ἤ ἐπειδή
συγκέντρωσαν σέ συνοικισμούς τούς διασπαρμένους, ἤ ἐπειδή ἔδωσαν
γῆ στούς ἀκτήμονες, ἔγιναν βασιλιάδες μέ τή θέληση τοῦ λαοῦ καί
παρέδιδαν τή βασιλεία κληρονομικά στούς διαδόχους τους. Εἶχαν
τήν ἀρχιστρατηγία σέ καιρό πολέμου καί τελοῦσαν τίς θυσίες πού
δέν ἦταν στή δικαιοδοσία τῶν ἱερέων, καί ἐπιπλέον γίνονταν καί
κριτές στίς δίκες, ἄλλοι χωρίς νά ὁρκιστοῦν καί ἄλλοι ἀφοῦ
ἔκαναν ὅρκο ὅτι θά κρίνουν δίκαια·
ὁ ὅρκος ἦταν νά ὑψώνουν τό σκῆπτρο πρός τόν οὐρανό. Οἱ βασιλεῖς
λοιπόν κατά τούς ἀρχαίους χρόνους εἶχαν συνεχή ἐξουσία καί στά
θέματα τῆς πόλης καί σέ ἄλλα τοπικά θέματα, καθώς καί στίς
ἐξωτερικές ὑποθέσεις» (Πολιτικά Γ΄ 1285b, 5-14).
Κατά πόσο ἄραγε
ἰσχύει αὐτός ὁ ὁρισμός γιά τούς ἥρωες τῆς Ἰλίαδας καί τῆς
Ὀδύσσειας, τήν προέλευση καί τή μεταβίβαση τῆς βασιλικῆς
ἐξουσίας τους, τήν ἔκταση καί τά ὅριά της; Γιά τήν προέλευση τῆς
βασιλείας τά ἔπη δέν μᾶς δίνουν καμία πληροφορία. Ἀπό τά λόγια
ὅμως τοῦ Ἀγαμέμνονα, ὅταν κατηγορεῖ τόν Ἀχιλλέα ὡς τόν πιό
μισητό ἀπ' ὅλους τους διογενεῖς βασιλιάδες συνάγεται ὅτι ἡ
βασιλική ἐξουσία εἶχε προέλευση θεϊκή. Πράγματι, ὅπως ἔχουμε ἤδη
ἀναφέρει, οἱ περισσότεροι ἥρωες ἦταν καρποί τῆς ἕνωσης ἕνος θεοῦ
ἤ μίας θεᾶς μέ ἕναν θνητό ἤ μιά θνητή. Σ’ αὐτή τήν καταγωγή
κυρίως στηριζόταν τό βασιλικό τους ἀξίωμα καί ὄχι στή θέληση τοῦ
λαοῦ καί τά εὐεργετήματα πού ἀναφέρει ὁ Ἀριστοτέλης. Ὁ ὁρισμός
ὅμως τοῦ φιλοσόφου ἀληθεύει στίς ἑξῆς τρεῖς περιπτώσεις: πρῶτα
πρῶτα στήν περίπτωση τοῦ Βελλεροφόντη, πού ἀπέκτησε τό βασίλειο
τῆς Λυδίας ἀφοῦ ἔκανε πολλά κατορθώματα στήν ὑπηρεσία τοῦ
βασιλιᾶ τῶν Λυκίων (Ζ 178 κέ.)·
ἐπίσης στήν περίπτωση τοῦ Ἀλκινόου, τοῦ βασιλιᾶ τῶν Φαιάκων, ἤ
τοῦ πατέρα τοῦ Ναυσιθόου, ὁ ὁποῖος πράγματι συνένωσε τούς
Φαίακες καί ἀπό «τήν Ὑπέρεια τήν ἁπλόχωρη» τούς ἔφερε στή Σχερία,
ὅπου «τήν πόλη μέ τειχιά περίζωσε, τούς ἔχτισε καί σπίτια, | καί
στούς θεούς ναούς ἐσήκωσε, καί μοίρασε χωράφια» (ζ 9-10). Τέλος,
στήν περίπτωση τοῦ Ὀδυσσέα, τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ἰθάκης, ὁ ὁποῖος,
σύμφωνα μέ τά λόγια της Πηνελόπης, «ποτέ κανέναν δέν ἀδίκησε μέ
λόγο γιά μέ πράξη» (δ 690). Ἄρα ἡ βασιλική ἐξουσία στόν κόσμο
πού περιγράφει ὁ Ὁμηρος στηριζόταν στήν πολεμική ὑπεροχή, στό
συνοικισμό τῶν κατοίκων καί τή διανομή τῆς γῆς, στήν εὔνοια πρός
τό λαό καί στή φροντίδα ὥστε νά θριαμβεύει πάντα ἡ δικαιοσύνη.
Ὡστόσο, πρέπει νά
εἴμαστε ἐπιφυλακτικοί ὡς πρός τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἕνας
φιλόσοφός του 4ου αἰώνα ἑρμηνεύει τίς περιπτώσεις αὐτές πού
προέρχονται ἀπό μιά ἐντελῶς διαφορετική ἐποχή καί νοοτροπία.
Εἶναι βέβαια φανερό ὅτι τήν τελευταία αὐτή περίοδο τῶν σκοτεινῶν
χρόνων, στήν ὁποία ἀναφέρονται τά ποιήματα, κάθε ἐξουσία ἀπέρρεε
κυρίως ἀπό τήν πολεμική ἰσχύ. Μολονότι ὅμως ἡ ἱστορία τοῦ
Ναυσιθόου παραπέμπει, ὅπως ἤδη πολλές φορές ἀναφέραμε, στήν
ὀργάνωση τῶν ἀποικιῶν καί τίς ἐξουσίες τοῦ οἰκιστῆ, τοῦ ἱδρυτῆ
δηλαδή τῆς νέας πόλης, ἡ περίπτωση τοῦ Ὀδυσσέα φέρνει στήν
ἐπιφάνεια τό σημαντικό πρόβλημα τῆς δικαιοσύνης στίς σχέσεις τοῦ
βασιλιᾶ, ἤ τῶν βασιλιάδων, μέ τό λαό. Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι ὁ
ποιητής, στό ἴδιο χωρίο, ἀντιπαραθέτει τήν ἀδικία τῶν ἄλλων
βασιλιάδων στή δίκαιη διακυβέρνηση τοῦ Ὀδυσσέα. Αὐτό μας θυμίζει
τάς σκολιάς δίκας τῶν βασιλιάδων τοῦ Ἡσιόδου. Ἄλλα στό
θέμα αὖτο θά ἐπανέλθουμε.
Ὁ Ἀριστοτέλης στόν
ὁρισμό του ἐμμένει καί στόν κληρονομικό χαρακτήρα τῆς βασιλείας
τῶν ἡρωικῶν χρόνων. Ἀλλά καί στό σημεῖο αὐτό τά ἔπη δέν μᾶς
παρέχουν παρά μόνο ἐλλιπεῖς, ἄν ὄχι ἀντιφατικές, πληροφορίες. Οἱ
περισσότεροι ἥρωες, ὅπως φαίνεται, κληρονόμησαν ἤ πρόκειται νά
κληρονομήσουν τήν πατρική βασιλική ἐξουσία: εἶναι οἱ περιπτώσεις
τοῦ Ἀχιλλέα, πού ὁ πατέρας του ὁ Πηλέας εἶναι βασιλιάς τῶν
Μυρμηδόνων, τοῦ Ἀγαμέμνονα, τοῦ Μενελάου, καί ἀσφαλῶς τοῦ
Ἀλκινόου, πού ἀνέβηκε στό θρόνο μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα του
Ναυσιθόου. Ὑπάρχουν ὅμως καί δύο ἐξαίρεσεις ὅπου δέν ἐφαρμόζεται
αὐτός ὁ κανόνας: ἡ μία εἶναι ὁ Πρίαμος, παρά τό γεγονός ὅτι ἔχει
τόσο πολλούς ἀπογόνους. Ἄν πεθάνει ὁ Ἕκτωρ, ὁ πιό γενναῖος καί
ἱκανός γιός του, τόν Πρίαμο δέν θά τόν διαδεχτεῖ κάποιος ἀπό
τους ἄλλους γιούς του, ἀλλά ὁ Αἰνείας. Ἔτσι τουλάχιστον
προφητεύει ὁ Ποσειδῶν (Τ 307), ἐπιβεβαιώνοντας παραδόξως ὅσα
ἔλεγε ὁ Ἀχιλλέας στόν ἴδιο τόν Αἰνεία (Τ 178 κέ.):
«Αἰνεία, τί τόσο
ἀπό τό ἀσκέρι σας ξαλάργαρες κι ἐστάθης; Μπᾶς κι ἡ καρδιά σου
τώρα σ’ ἔσπρωξε νά χτυπηθεῖς μαζί μου, μέσα στούς Τρῶες τούς
ἀλογάρηδες λογιώντας ν’ ἀφεντέψεις, τήν ἐξουσία τοῦ Πρίαμου
παίρνοντας;»
Ἡ δεύτερη ἐξαίρεση
μᾶς ὁδηγεῖ ἄλλη μιά φορά στήν Ἰθάκη. Ἡ οἰκογένεια τοῦ Ὀδυσσέα
εἶναι «ἡ πιό βασιλική οἰκογένεια» τοῦ νησιοῦ. Ὁ Ὀδύσσεας
διαδέχτηκε τόν πατέρα τοῦ Λαέρτη στό θρόνο τῆς Ἰθάκης. Ὁ Λαέρτης
ὅμως ζεῖ, καί δέν γνωρίζουμε τί τόν ἀνάγκασε νά ἀποσυρθεῖ στήν
ἐξοχή καί νά παραιτηθεῖ ἀπό τό θρόνο γιά χάρη τοῦ γιοῦ του.
Ό Μ. I. Finley
παρατηρεῖ ὅτι ὁ Ὀδύσσεας δέν σφετερίστηκε τό θρόνο ἀφοῦ, ὅπως
ἀποδεικνύεται ἀπό τίς τελευταῖες σκηνές τοῦ ἔπους, μέ τόν πατέρα
του τόν συνέδεε μιά βαθιά ἀγάπη. Πρέπει λοιπόν νά δεχτοῦμε ὅτι ὁ
Λαέρτης, ἐπειδή δέν ἦταν πιά σέ θέση νά ἀσκεῖ τήν ἐξουσία, τή
μεταβίβασε στό γιό του. Μολονότι ὅμως ἡ τύχη τοῦ Ὀδυσσέα μετά
τήν πτώση τῆς Τροίας δέν εἶναι γνωστή, ὁ Τηλεμαχος, ἄν καί εἶναι
πιά ἱκανός νά κυβερνήσει, δέν παίρνει τή θέση του. Οἱ μνηστῆρες
μάλιστα περιμένουν νά διαλέξει ἡ Πηνελόπη κάποιον ἀπό αὐτούς γιά
σύζυγο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τήν παντρευτεῖ, θά γίνει ὁ νέος βασιλιάς
τῆς Ἰθάκης. Πρόκειται γιά ἕνα δύσκολο πρόβλημα, πραγματική
σπαζοκεφαλιά γιά ὅσους προσπαθοῦν νά καταλάβουν ποιοί μηχανισμοί
μεταβίβασης τῆς ἐξουσίας ἴσχυαν στόν ὁμηρικό κόσμο. Μερικοί
ὑποστήριξαν ὅτι δῆθεν εἶχαν ἐπιβίωσει στοιχεῖα μίας μητριαρχίας
ἡ ὁποία ὑποτίθεται ὅτι ὑπῆρχε ἀπό πολύ παλιά. Τό μόνο πού βλέπει
κανείς εἶναι ὅτι στήν Ἰθάκη, τήν πιό «πραγματική» πόλη τῆς
Ὀδύσσειας, ἡ βασιλική ἐξουσία κινδύνευε νά πάψει νά ἀποτελεῖ
προνόμιο τῆς οἰκογένειας τοῦ Ὀδυσσέα καί νά περάσει σέ κάποιον
ἄλλον ἀπό τους εὐγενεῖς τοῦ νησιοῦ. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ὁ ἴδιος
ὁ Τηλέμαχος, ἀφοῦ δηλώνει ὅτι «ὁ Δίας ἄν τό ‘δινε», δέν θ’
ἀρνιόταν τό θρόνο, παραδέχεται ὅτι (α 394 κέ.):
«Ὡστόσο ἐδῶ στή
θαλασσόζωστην Ἰθάκη μέσα κι ἄλλοι
βασιλαρχόντοι
Ἀργίτες βρίσκουνταιἰ πολλοί, καί νιοί καί γέροι·
μιά κι ὁ Ὀδύσσεας
ἐχάθη, κάποιος τούς τό βασιλίκι ἄς πάρει.
Ὅμως στό σπίτι καί
στούς σκλάβους μας, πού κούρσεψε ὁ Ὀδύσσεας
ὁ ἀρχοντικός γιά
μένα, κύβερνος ἐγώ θά μείνω μόνο!»
Τότε ὁ μνηστήρας
Εὐρύμαχος τοῦ ἀπαντᾶ (α 400-1):
«Τοῦτα θεῶν βουλή,
Τηλέμαχε, τά κυβερνᾶ, ποιός θά ‘ναι
ὁ Ἀργίτης πού στή
θαλασσόζωστη θά ρηγαδέψει Ἰθάκη».
Ἑπομένως, κάθε φορά
πού ὑπάρχει κάποιο πρόβλημα ὡς πρός τήν κληρονομική μεταβίβαση
τῆς ἐξουσίας, οἱ θεοί καί μόνον οἱ θεοί ἔχουν τόν τελευταῖο
λόγο. Αὐτή ὅμως ἡ ἀπόδοση κάθε ἐκτροπῆς ἀπό τόν κανόνα στή θεϊκή
παρέμβαση μπορεῖ νά καλύπτει τήν ἀμφισβήτηση τοῦ κληρονομικοῦ
χαρακτήρα τῆς βασιλείας.
Τό παράδειγμα τῆς
Ἰθάκης μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι τό βασιλικό ἀξίωμα
συνεπάγεται καί ὁρισμένα προνόμια. Ὁ Τηλεμαχος ὁμολογεῖ: «Νά
ρηγαδεύεις δέ μοῦ φαίνεται κακό·
γοργά γεμίζει | τό σπίτι ἀπό καλά καί γίνεσαι καί σύ πιό
τιμημένος» (ἅ 392-3). Ὁ βασιλιάς λοιπόν ἀπολαμβάνει ὁρισμένα
ὑλικά ὀφέλη εἴτε ὡς δῶρα, εἴτε ὡς «μερτικό», ὅταν μοιράζονται τά
λάφυρα. Πράγματι, τό μεγαλύτερο μέρος τῶν δώρων πού
ἀνταλλάσσονται, σύμφωνα μέ τό ἔθιμο, ἀνάμεσα στίς ἀριστοκρατικές
οἰκογένειες προσφέρεται στό βασιλιά, ἐπειδή οἱ εὐγενεῖς θέλουν
νά ἀποκτήσουν τήν εὔνοιά του ἤ νά συγγενέψουν μαζί του λόγω τῆς
ὑπεροχῆς του. Μέ τόσα λοιπόν ἄφθονα καί πολυποίκιλα δῶρα ὁ οἶκος
του εἶναι ὁ πλουσιότερος. Μήπως, ὅμως, γιά νά αὐξήσει τά πλούτη
του, ἐπιβάλλει στό λαό καί φόρους; Μᾶς πληροφορεῖ σχετικά τό ν
τῆς Ὀδύσσειας, πού ἀναφέρεται στό βασίλειο τοΰ Ἀλκινόου. Ἔχουμε
βέβαια ἤδη ἐπισημάνει ὅτι οἱ πληροφορίες πού μᾶς δίνει τό ἔπος
γιά τή Σχερία εἶναι ἀσαφεῖς. Ἐντούτοις σέ κάποιο σημεῖο ὑπάρχει
μιά πολύ σημαντική ἔνδειξη. Μέσα στό σεντούκι μέ τά δῶρα πού
πρόσφεραν οἱ Φαίακες στόν Ὀδυσσέα, ὁ Ἀλκίνοος βάζει ἐπιπλέον
ἕναν μεγάλο τρίποδα καί ἕνα λέβητα λέγοντας: «μαζώνουμε μετά τό
ἀντιμεμά τους | ἀπ’ τό λαό·
βαρύ τό χάρισμα νά πέσει σ’ ἕναν μόνο!» (ν 14-5). Σ’ αὐτή τήν
περίπτωση βέβαια ἡ εἰσφορά ἐπιβάλλεται γιά νά ἀντισταθμίσει τά
δῶρα πού προσφέρθηκαν γενναιόδωρα στόν Ὀδυσσέα. Πάντως εἶναι
ἀλήθεια ὅτι ὁ βασιλιάς καί οἱ σύμβουλοί του ἀποκομίζουν τά
περισσότερα ὀφέλη ἀπό τή συνήθεια ἀνταλλαγῆς δώρων πού
χαρακτηρίζει τίς κοινωνικές σχέσεις τῶν ἡρωικῶν χρόνων.
Ἡ βασιλική λοιπόν
ἰδιότητα συμβαδίζει μέ τήν κατοχή ἑνός πλούσιου οἴκου, ὁ ὁποῖος
ἐξασφαλίζει στό βασιλιά μιά ἐξέχουσα θέση στήν κοινωνία, ἐφόσον
ἡ ἰσχύς ἐξαρτᾶται τόσο ἀπό τήν καταγωγή ὅσο καί ἀπό τό γόητρο. Ὁ
βασιλιάς ὅμως δέν εἶναι μόνο κύριος τοῦ οἴκου, ἤ τοῦ τεμένους
ὅπως λέει καμιά φορά ὁ ποιητής θέλοντας νά τονίσει τό «βασιλικό»
στοιχεῖο. Κυβερνᾶ καί μιά πόλη καί μιά περιοχή. Μιά προσεκτική
ἀνάγνωση τῶν ἐπῶν ἀποκαλύπτει ὅτι οἱ κοινότητες πού ἐξουσίαζαν
αὐτοί οἱ βασιλιάδες διέφεραν μεταξύ τους.
Πάνω σ’ αὐτό ἡ
Ἰλιάδα δέν μᾶς βοηθᾶ καί πολύ. Μέ ἐξαίρεση τόν περίφημο Νηῶν
Κατάλογον στό Β, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ἀπό πολλούς ἐπιστήμονες
παρεμβολή, ὅπου γίνεται ἡ ἀπαρίθμηση τῶν λαῶν πού ἑνώθηκαν ὑπό
τίς διαταγές τοῦ Ἀγαμέμνονα, οὐσιαστικά μᾶς δίνει πληροφορίες
μόνο γιά τήν Τροία: ἡ πόλη περιβάλλεται ἀπό τείχη, μέσα στά
ὁποῖα βρίσκονται τό ἀνάκτορο τοῦ Πριάμου καί ἕνας ναός
ἀφιερωμένος στήν Ἀθηνᾶ, ὅπου ἡ γριά βασίλισσα Ἑκάβη καλεῖ τίς
γερόντισσες νά προσευχηθοῦν γιά τή σωτηρία τῆς πόλης ἀπό τόν
κίνδυνο, δηλαδή, σ’ αὐτή τήν περίπτωση, ἀπό τόν ὁρμητικό
Διομήδη. Τό ἀνάκτορο καί ὁ ναός βρίσκονται στήν κορυφή τῆς
ἀκρόπολης. Ἔτσι, ἡ Τροία, τουλάχιστον ὅσο μποροῦμε νά τή
φανταστοῦμε, θυμίζει περισσότερο τίς «μυκηναϊκές» πόλεις παρά
τήν πόλιν τοῦ 8ου αἰώνα.
Ἀντίθετα, ἡ
Ὀδύσσεια δέν εἶναι καθόλου φειδωλή σέ λεπτομέρειες σχετικά μέ τή
φανταστική Σχερία καί τήν πραγματική Ἰθάκη. Ὁ ποιητής περιγράφει
τή Σχερία μέ ἰδιαίτερη ἀκρίβεια, καθώς ἡ Ναυσικᾶ ἐξηγεῖ στόν
Ὀδυσσέα πῶς νά φτάσει στό ἀνάκτορο τοῦ πατέρα τῆς (ζ 259 κέ.):
«ὅση ὥρα θά
περνοῦμε ξώμερα καί καλλουργιές κι ἀμπέλια,
ἐσύ ἀπ’ τίς μοῦλες
καί τήν ἅμαξα πιό πίσω λίγο τρέχα
μέ βιάση, ἀντάμα μέ
τίς βάγιες μου· τή στράτα ἐγώ θά δείχνω.
Στήν πολιτεία σάν
ὅμως φτάσουμε, πού γύρα καστροτείχι
ψηλό τή ζώνει, καί
δεξόζερβα διπλό λιμάνι ἀνοίγει,
κι εἶναι στενή ἡ
μπασιά, καί τ’ ἄρμενα τά γυριστά σερμένα
μιάν ἄκρη ὡς ἄλλη,
τί καθένας τούς κρατάει δικό του τόπο —
ἐκεῖ ‘ναι κι ἡ
ἀγορά, στόν ὄμορφο τοΰ Ποσειδώνα δίπλα
βωμό, καί γύρω ἔχει
νά κάθουνται κουβαλημένες πέτρες,
στή γῆ χωστές· ἐκεῖ
γιά τ’ ἄρμενα τά μελανά τά ξάρτια,
πανιά καί
παλαμάρια, φτιάνουνε, καί τά κουπιά τορνεύουν».
Στήν ἀρχή ὁ
Ὀδύσσεας πρέπει νά σταθεῖ στό περιβόλι του Ἀλκινόου, ἔξω ἀπό τά
τείχη, γιά νά μή δοῦν ὅτι τόν συνοδεύει ἡ Ναυσικᾶ. Ἔπειτα (ζ 297
κέ.):
... «σά λογιάσεις
πιά πῶς μπήκαμε, καί σύ γιά τῶν Φαιάκων
τήν πολιτεία
ξεκίνα· φτάνοντας, τό ἀρχοντικό πού πέφτει
τοῦ Ἀλκίνου, τοῦ
ἀντρειωμένου κύρη μου, γιά ρώτα νά σοῦ δείξουν.
θά τό ‘βρεις εὔκολα·
θά σοῦ ‘δειχνε κι ἕνα μωρό τό δρόμο·
κανένα ἀρχοντικό δέ
βρίσκεται μέσα στούς Φαίακες ὅλους,
πού μέ τοῦ Ἀλκίνοου
τοῦ λιοντόκαρδου νά μοιάζει τό παλάτι».
Ἐδῶ λοιπόν
ἀναφέρονται ὅλα τά μέρη ἀπό τά ὁποῖα ἀποτελεῖται μιά πόλη, ὅπως
τά ἔφεραν στό φῶς οἱ ἀνασκαφές ὁρισμένων πόλεων τοῦ ἀποικιακοῦ
κόσμου: ἡ περιοχή γύρω ἀπό τήν πόλη, πού ἔχει καλλιεργηθεῖ καί
μοιραστεῖ, τό τεῖχος πού περικλείει τά σπίτια, ἡ κατοικία τοῦ
βασιλιᾶ πού ξεχωρίζει γιά τή μεγαλοπρέπειά της, ὁ δημόσιος χῶρος
μέ τό ἱερό του Ποσειδώνα, τό λιμάνι ὅπου εἶναι ἀραγμένα τά πλοῖα·
ἐκεῖ κοντά ζοῦν καί οἱ τεχνίτες πού φτιάχνουν σχοινιά, πανιά ἡ
ἄρμενα, αὐτοί πού ἡ Ναυσικᾶ φοβᾶται τά πικρόλογά τους. Μολονότι
λοιπόν ἡ Σχερία εἶναι φανταστική, ἔχει ὅλα τά χαρακτηριστικά
ἕνός τόπου πραγματικοῦ.
Γιά τήν Ἰθάκη δέν
ὕπαρχει παρόμοια περιγραφή. Ὁ ποιητής ὡστόσο ἀναφέρει
ἐπανειλημμένα τήν ἀγορά, τόν εὐρύ δηλαδή χῶρο ὅπου γίνονται οἱ
συναθροίσεις τοῦ δήμου, καθώς καί τήν πόλη, ὅπου βρίσκονται οἱ
κατοικίες τῶν εὐγενῶν καί τοῦ βασιλιᾶ, καί τούς ἀγρούς πού τήν
περιβάλλουν. Ἔτσι, ὅταν ὁ Λαέρτης παραιτήθηκε ἀπό τό θρόνο,
ἐγκατέλειψε τήν πόλη καί πῆγε νά ζήσει στούς ἀγρούς μόνο μέ μιά
γριά ὑπηρέτρια. Ἐπίσης, γιά τήν ὑδροδότηση τῆς πόλης ὑπάρχει μιά
κρήνη «γάργαρη, οὕθε ὁ κόσμος ἔπινε νερο—τήν εἶχαν χτίσει | ὁ
Ἴθακος, λένε, κι ὁ Πολύχτορας κι ὁ Νήριτος» (ρ 206-7).
Ἀνάμεσα σ’ αὐτά τά
δύο ἄκρα, τήν ὀχυρωμένη δηλαδή ἀκρόπολη, ὅπου δεσπόζει τό
ἀνάκτορο, καί τήν περιτειχισμένη πόλη μέ τά σπίτια, τήν ἀγορά,
τό λιμάνι, τά ἱερά καί τήν περιοχή της, ὑπάρχουν ὅλα αὐτά τά
«βασίλεια» πού ἡ φύση τούς παραμένει ἀκαθόριστη, λόγου χάρη τό
βασίλειο τῶν Μυρμηδόνων, ἤ τό βασίλειο τῶν Λυκίων, ὅπου
βασιλεύει ὁ Σαρπηδών, ἀλλά καί τό βασίλειο τοῦ Ἀγαμέμνονα, ὁ
ὁποῖος δέν κυβερνᾶ μόνο τίς Μυκῆνες ἀλλά ἕναν πολύ εὐρύτερο
χῶρο, πράγμα πού τοῦ δίνει τή δυνατότητα νά προσφέρει στόν
Ἀχιλλέα, γιά νά τόν δελεάσει ὥστε νά ἐπιστρέψει στή μάχη, ἑφτά
ἀπό τίς πόλεις πού ἐξουσιάζει μαζί μέ τήν εὔφορη ἐδαφική περιοχή
τους (I 153 κέ.):
«κι εἶναι ὅλες στό
γιαλό, στό σύνορό της ἀμμουδάτης Πύλος·
καί μέσα ζοῦνε
πολυπρόβατοι καί πολυγελαδάροι
νοικοκυραῖοι, πού
σάν ἀθάνατο θά τόν τιμοῦν μέ δῶρα,
καί θά πλερώνουν
καί δοσίματα, σά ρήγας τους πού θά 'ναι».
Ἐδῶ ὁ ποιητής
ἀναφέρεται καί πάλι στά ὀφέλη πού ἕνας βασιλιάς ἀποκομίζει ἀπό
τίς προσφορές τοῦ λαοῦ του. Μερικοί ἐπιστήμονες ὑποστήριξαν ὅτι,
ἄν ὁ Ἀχιλλέας δεχόταν αὐτές τίς πόλεις, θά γινόταν κατά κάποιον
τρόπο ὑποτελής τοῦ βασιλιᾶ τῶν Μυκηνῶν. Στήν Ὀδύσσεια ὑπάρχει
ἕνα ἀνάλογο πρόβλημα. Ὁ Μενέλαος, ὅταν φιλοξενεῖ τόν Τηλεμαχο,
ἀναφέρει τά δῶρα πού θά ἤθελε νά προσφέρει στόν Ὀδυσσέα μετά τήν
ἐπιστροφή του ἀπό τήν Τροία, γιά νά τόν ἀποζημιώσει γιά τίς
δοκιμασίες πού πέρασε ἐξαιτίας του, ὑπερασπίζοντας τήν τιμή του
(δ 175 κέ.):
«νά τόν ξεσήκωνα,
σέ ἀργίτικη πιά πολιτεία νά μένει,
κι ἕνα παλάτι ἐκεῖ
νά τοῦ 'χτιζα* τί ἀπ' ὅσες ἀφεντεύω
ἐδῶ ἕνα γύρο,
κάποια θά 'βρισκα ν’ ἀδειάσω, νά τοῦ δώσω».
Ἄν ὁ Ὀδύσσεας
ἐγκατέλειπε τό νησί του, πού εἶχε «μόνο γιδοβοσκές», γιά τήν
εὔφορη Πελοπόννησο, θά γινόταν ἄραγε ὑποτελής τοῦ Μενελάου; Παρά
τήν αἰσθητή διαφορά πού παρουσιάζουν αὐτές οἱ δύο περιπτώσεις,
ἀπό τή μιά δηλαδή οἱ εἰσφορές πού θά πλήρωναν οἱ κάτοικοι τῶν
πόλεων, τίς ὁποῖες προσφέρει ὁ Ἀγαμέμνων στόν Ἀχιλλέα μαζί μέ
τήν περιοχή πού τίς περιβάλλει, κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ πόλη τήν ὁποία
ὁ Μενέλαος θά ἄδειαζε ἀπό τους κατοίκους της γιά νά τή χαρίσει
στόν Ὀδυσσέα, μποροῦμε εὔκολα νά ἀντιληφθοῦμε γιατί μερικοί
ἐπιστήμονες, βασισμένοι σέ παρόμοια ἀποσπάσματα, μίλησαν γιά
φεουδαρχία. Πρέπει πάντως νά τονίσουμε ὅτι καί στίς δύο
περιπτώσεις ἡ προσφορά ἐντάσσεται στό πλαίσιο τῆς ἀνταλλαγῆς
δώρων μεταξύ ἴσων. Ὁ βίαιος τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ Ἀχιλλέας
ἀρνεῖται τά δῶρα τοῦ Ἀγαμέμνονα τό ἀποδεικνύει περίτρανα (I 378
κέ.):
«Κι ὅλα τά δῶρα του
τά ὀχτρεύομαι καί γιά σκουπίδια τά ‘χω.
Κι ἄν μοῦ ‘δινε καί
δέκα κι εἴκοσι φορές πιό πλήθια ἀπ’ ὅ,τι
τό βιός του τώρα
ἀκέριο, κι ἔβαζε κι ἄλλα ἀπό πάνω ἀκόμα·
τοῦ Ὀρχομενοῦ τά
πλούτη ἄν μου ‘δινε καί τῆς αἰγύπτιας Θήβας,
πού θησαυρούς κεῖ
πέρα ἀρίφνητους τό κάθε σπίτι κρύβει,
κι εἶναι κι ἀτή της
ἑκατόπορτη, κι ἀπό τήν κάθε πόρτα
διακόσιοι
πολεμάρχοι χύνουνται μέ ἁμάξια ὁμάδι κι ἄτια·
κι ἀκόμα τόσα δῶρα
ἄν μοῦ ‘δινε, ὅση ‘ναι ἡ σκόνη κι ἡ ἄμμο,
πάλε δέ γίνεται ὁ
Ἀγαμέμνονας τή γνώμη μου ν’ ἀλλάξει,
ἄν τή βαριά ντροπή
πού μοῦ ‘γινε δέ μοῦ πλερώσει πρῶτα».
Στήν κοινωνία τῶν
ἡρώων ἰσχύει ἡ ἰσότητα. Συνεπῶς ἡ μοναρχία πού ἀσκεῖ στήν πόλη ὁ
«βασιλικότερος» ἀπό αὐτούς δέν θά μποροῦσε νά εἶναι ἀπόλυτη. Ὡς
πρός αὐτό τά ποιήματα δέν ἀφήνουν καμιά ἀμφιβολία. Ἄλλωστε ὁ
τρόπος ζωῆς καί οἱ συνήθειες σέ καιρό εἰρήνης διαφαίνονται στόν
τρόπο πού ζεῖ καθημερινά ὁ στρατός τῶν Ἀχαιῶν. Ἐδῶ μας βοηθᾶ καί
πάλι τό παράδειγμα τῆς Σχερίας, ἡ ὁποία, ὅπως εἴπαμε, εἶναι μιά
πόλη φανταστική, οὐτοπική ἴσως, ἐξιδανικευμένη πάντως εἰκόνα
βασιλείου, ὅπως θά τό ἡθελε ὁ ποιητής καί οἱ ἀκροατές του. Στή
Σχερία λοιπόν ὁ Ἀλκίνοος εἶναι βασιλιάς, χωρίς ὅμως νά εἶναι
ἀπόλυτος μονάρχης. Κυβερνᾶ μέ τή βοήθεια ἑνός συμβουλίου δώδεκα
βασιλέων, στούς ὁποίους, ὅπως φαίνεται, προστίθενται καμιά φορᾶ
καί οἱ γέροντες. Ἀλλά μονάχα οἱ βασιλεῖς ἔχουν τό προνόμιο νά
κρατοῦν τό ἔμβλημα τῆς βασιλείας, τό σκῆπτρο, μιά ράβδο μέ χρυσά
καρφιά. Σέ ἐξαιρετικές περιπτώσεις συγκαλεῖται στήν ἀγορά, πού
βρίσκεται στό κέντρο τῆς πόλης, ὁ δῆμος, δηλαδή οἱ Φαίακες, πού
εἶναι κωπηλάτες, ἄνθρωποι τῆς θάλασσας, καί τά καράβια τους
ταξιδεύουν χωρίς κυβερνήτη. Ἀπό τό δῆμο θά στρατολογηθοῦν οἱ
πενήντα δύο κωπηλάτες τοῦ πλοίου πού θά φέρει τόν Ὀδυσσέα στήν
Ἰθάκη. Ὁ δῆμος βέβαια της Σχερίας δέν ἔχει τίποτε τό κοινό μέ τό
δῆμο τῶν Ἀθηνῶν τῆς κλασικῆς ἐποχῆς. Δέν ξέρουμε ἄν στό δῆμο
ἀνήκουν καί οἱ τεχνίτες πού φτιάχνουν τά ἄρμενα, τά σχοινιά καί
τά πανιά, αὐτοί πού ἡ Ναυσικᾶ φοβᾶται τά πειράγματά τους. Εἶναι
πάντως βέβαιο ὅτι οἱ «ὑπηρέτες» πού δουλεύουν στούς ἀγρούς δέν
ἀνήκουν σ’ αὐτό τό λαό τῶν κωπηλατῶν. Ὅποια ὅμως καί νά εἶναι ἡ
σύνθεση τοῦ δήμου, ὅταν συγκαλεῖται στήν ἀγορά δέν ἔχει ἄλλη
ἐξουσία παρά νά ἐπευφημεῖ καί νά ἐπιδοκιμάζει τίς ἀποφάσεις τοῦ
βασιλιᾶ καί τῶν συμβούλων του.
Ἀπό τή Σχερία ἄς
πᾶμε τώρα στήν Ἰθάκη. Κι ἐκεῖ λειτουργεῖ ἕνα συμβούλιο καί
συγκαλοῦνται λαϊκές συνελεύσεις. Ἤ κατάσταση ὅμως εἶναι κάπως
ἰδιόμορφη λόγω τῆς μακρόχρονης ἀπουσίας τοῦ βασιλιᾶ. Καί πάλι
πρέπει νά τονίσουμε ὅτι ὅσα ἀφηγεῖται ὁ ποιητής σχετικά μέ τήν
Ἰθάκη δέν εἶναι λογικό νά θεωρηθοῦν γεγονότα ἱστορικά, ἀφοῦ, ἄν
ὅλα αὐτά συνέβαιναν στήν πραγματικότητα, εἴτε θά εἶχε ὁριστεῖ
ἕνας διάδοχος εἴτε θά εἶχε ἐπιβληθεῖ κάποιος μέ τή βία. Πάντως ἡ
δράση τῆς Ὀδύσσειας ἀρχίζει οὐσιαστικά μέ τή σύγκληση μιᾶς
συνέλευσης τῶν Ἰθακησίων, στήν ἀρχή τῆς δεύτερης ραψωδίας. Ὁ
Τηλεμαχος ὀργανώνει μιά συζήτηση στήν ἀγορά, καί ἀκολουθώντας τή
συμβουλή τῆς Ἀθηνᾶς συγκαλεῖ ἐκεῖ τό λαό. Ὁ γερό-Αἰγύπτιος,
μιλώντας πρῶτος, παρατηρεῖ ὅτι σίγουρα ἡ συγκέντρωση γίνεται γιά
κάποιο σοβαρό λόγο, ἀφοῦ «βουλή οὔτε μιά φορά δέν κάναμε καί
σύναξη ἀπό τότε | πού ὁ ἰσόθεος Ὀδύσσεας ἐμίσεψε στά βαθουλά
καράβια (β 26-7). Στήν Ἰθάκη λοιπόν, ὅπως καί στή Σχερία,
λειτουργεῖ ἕνα συμβούλιο ὅπου μετέχουν οἱ γεροντότεροι, οἱ πιό
εὐγενεῖς, ἀλλά καί ὅσοι ἐποφθαλμιοῦν τό θρόνο τοῦ Ὀδυσσέα.
Ἐπίσης συγκαλεῖται καί ὁ δῆμος, ὄχι γιά νά ἀποφασίσει ἀπό κοινοῦ
μέ τό συμβούλιο, ἀλλά, ὅπως καί στή Σχερία, γιά νά πληροφορηθεῖ
κάποιο σπουδαῖο νέο. Αὐτό συνάγεται καί ἀπό τήν ἐρώτηση τοῦ
Αἰγυπτίου (β 28 κέ.):
«Μά τώρα ποιός ἐδῶ
μᾶς σύναξε; ποιόν βρῆκε ἀνάγκη τόση;
Να ‘ναι ἄντρας τάχα
ἀπό τους νιούτσικους γιά ἀπό τους πιό γερόντους;
Τάχα μήν τοῦ ‘ρθε
ξάφνου μήνυμα πώς διαγυρνᾶ ὁ στρατός μας,
κι ὡς τό ‘μαθε ἀπό
μᾶς πρωτύτερα, νά μᾶς τό πεῖ γυρεύει;
Μή γι’ ἄλλο κάτι,
τήν κοινότη μας πού ἀγγίζει, θά μιλήσει;»
Ὅπως καί στή
Σχερία, λοιπόν, ὁ βασιλιάς κυβερνᾶ μέ τή βοήθεια ἑνός συμβουλίου
ὅπου μόνον οἱ σύμβουλοι ἔχουν, ὅπως φαίνεται, τό δικαίωμα τοῦ
λόγου. Σέ ἐξαιρετικές περιπτώσεις συγκαλεῖται καί ὁ λαός τῆς
Ἰθάκης ὁ ὁποῖος, ἄν καί στήν πραγματικότητα δέν ἔχει καμία
ἐξουσία, πρέπει παρ’ ὅλα αὐτά νά πληροφορεῖται ὅσα ἀποφασίζουν ὁ
βασιλιάς καί οἱ σύμβουλοί του.
Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ
ἡ Ἰλιάδα, τά ἴδια ἰσχύουν καί γιά τό στρατό τῶν Ἀχαιῶν, πού ἔχει
στρατοπεδεύσει μπροστά στά τείχη τῆς Τροίας, θα ’τᾶν βέβαια
ὑπερβολικό νά μιλήσουμε, ὅπως μερικοί σύγχρονοι ἐπιστήμονες, γιά
«στρατιωτική δημοκρατία». Ὅπως οὐσιαστικά σέ ὁλόκληρη τήν
ἑλληνική ἱστορία, ἔτσι κι ἐδῶ δέν γίνεται διάκριση ἀνάμεσα στήν
πολεμική καί τήν «πολιτική» δραστηριότητα τῶν ἀνθρώπων. Ἄρα δέν
πρέπει νά μᾶς ἐντυπωσιάζει τό γεγονός ὅτι ὁ στρατός τῶν Ἀχαιῶν
λειτουργεῖ ὅπως καί ἡ πόλη σέ καιρό εἰρήνης. Ἔτσι ὁ Ἀγαμέμνων,
ὄντας ὁ ἀρχηγός της ἐκστρατείας, ἀποφασίζει ἀπό κοινοῦ μέ τούς
συμβούλους του, καί μόνο σέ σοβαρές περιστάσεις συγκαλεῖ τούς
ἀχαιούς πολεμιστές, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὅση ἰσχύ εἶχαν καί στήν
πόλη. Αὐτο ἐπιβεβαιώνεται σέ δύο σημεῖα: στό Β τῆς Ἰλιάδας, ὁ
Ἀγαμέμνων συγκαλεῖ τό συμβούλιο πρίν συγκεντρώσει τούς
πολεμιστές, καί ἑπομένως οἱ βασιλεῖς, οἱ σκῆπτρα ἔχοντες,
παίρνουν τίς ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες ἀργότερα θά ἀνακοινωθοῦν ἁπλῶς
στή συνέλευση τῶν Ἀχαιῶν. Ἔπειτα, ὅταν ἕνας πολεμιστής, ὁ
θερσίτης, τολμᾶ νά ἐκφράσει τή γνώμη του, ὁ Ὀδυσσέας τόν βάζει
βίαια στή θέση του.
Συνεπῶς ἡ βασιλεία
στόν κόσμο τοῦ Ὁμηρου, ὅπως ἐμφανίζεται στά ἔπη, εἶναι μιά
λειτουργία πού ἀνατίθεται ἀπό τούς θεούς στούς ἄριστους, σέ
ὅσους δηλαδή κατάγονται ἀπό ἐκλεκτή οἰκογένεια, δέν ἔχει ὅμως
τίποτε τό κοινό μέ τήν ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ ἄνακτος τῆς
μυκηναϊκῆς περιόδου. Ὁ ὁμηρικός βασιλιάς εἶναι primus inter
pares καί ξεχωρίζει μόνο ἀπό τά πλούτη του, τή σοφία του, τό
αἴσθημα δίκης πού τόν διακρίνει, ἰδιότητες δηλαδή «βασιλικές»,
οἱ ὁποῖες μπορεῖ νά χαρακτηρίζουν μόνο μιά οἰκογένεια, πράγμα
πού νομιμοποιεῖ τήν ἀρχή τῆς κληρονομικῆς βασιλείας, εἶναι ὅμως
δυνατόν, ἄν οἱ περιστάσεις τό ἐπιβάλουν, νά περάσουν ἀπό μιά
οἰκογένεια σέ ἄλλη. Ἡ ὕπαρξη ἕνος συμβουλίου βασιλέων ἤ γερόντων
καί ἡ σύγκληση, ὑπό ὁρισμένες συνθῆκες, συνελεύσεων, εἴτε τῶν
πολεμιστῶν στό στρατόπεδο εἴτε τοῦ δήμου στήν ἀγορά, μᾶς
ἀναγκάζουν νά ἀναρωτηθοῦμε γιά τήν ἔκταση τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας
καί μαρτυροῦν τήν ἀνάδειξη μιᾶς πολιτικῆς διάστασης πού
ἀναγγέλλει τήν πόλη.
2. Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ
ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ
Σύμφωνα μέ τόν
ὁρισμό τοΰ Ἀριστοτέλη, ἀπό ὅπου ξεκινήσαμε τήν ἔρευνά μας γιά τή
φύση τῆς μοναρχίας στόν κόσμο τοῦ Ὁμηρου, ἡ βασιλική ἐξουσία τῶν
«ἡρωικῶν χρόνων» καλύπτει τρεῖς ἁρμοδιότητες: τή στρατιωτική, τή
θρησκευτική καί τή δικαστική. Πράγματι, οἱ βασιλιάδες στούς
ὁποίους ἀναφέρεται ὁ Ὅμηρος χαρακτηρίζονται πρῶτα πρῶτα
πολέμαρχοι. Αὐτό ἰσχύει γιά τούς βασιλιάδες τῆς Ἰλιάδας, στούς
ὁποίους περιλαμβάνεται καί ὁ Νέστωρ. Δέν ἰσχύει ὅμως γιά τόν
Πρίαμο πού, ὅπως φαίνεται, δέν μετέχει διόλου στή διοίκηση τῶν
στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων τῶν Τρώων, τήν ὁποία ἔχει ἀναλάβει ὁ
Ἕκτωρ. Τό ἴδιο περίπου συμβαίνει καί στήν περίπτωση τοῦ Ἀλκινόου
στήν Ὀδύσσεια, μόνο πού θα ‘ταν δύσκολο νά φανταστοῦμε τό
βασιλιά ἑνός τόπου σάν τή Σχερία ἐπικεφαλῆς μίας στρατιωτικῆς
ἐκστρατείας. Ἀντίθετα, μιά καί ὁ πόλεμος συμβαδίζει μέ τή
λεηλασία, ὁ Ὀδυσσέας θά ὁδηγήσει ὁ ἴδιος τό στρατό του σέ
ἐπιδρομές γιά νά μπορέσει νά ξαναφτιάξει τήν περιουσία του.
Οἱ θρησκευτικές
ἁρμοδιότητες τοῦ βασιλιᾶ εἶναι ἐξίσου προφανεῖς: προΐσταται στίς
θυσίες πού τελοῦνται πρίν ἀπό τά ἐπίσημα γεύματα στά ὁποῖα,
ἐκτός ἀπό τόν ἴδιο, μετέχουν οἱ σύμβουλοί του καί οἱ καλεσμένοι
του. θυσίες τελοῦν ὁ Νέστωρ στήν παραλία τῆς Πύλου, τή στιγμή
πού φτάνουν ὁ Τηλέμαχος καί οἱ σύντροφοί του, καί ὁ Ἀλκίνοος στό
ἀνάκτορό του, πρίν ἀπό τό γεῦμα πού δίνεται πρός τιμήν τοῦ
Ὀδυσσέα.
Τέλος, μένουν οἱ
δικαστικές ἁρμοδιότητες. Ὅπως εἴδαμε καί πιό πάνω, ἕνα ἀπό τά
χαρίσματα τοῦ Ὀδυσσέα εἶναι τό αἴσθημα τῆς δικαιοσύνης πού τόν
διακρίνει. Ὅσο κυβερνοῦσε, ἡ δίκη θριάμβευε στήν Ἰθάκη. Κακοί
βασιλιάδες, ἀντίθετα, εἶναι ὁσοι «ξεστρατίζουν τή δικαιοσύνη μέ
ἄδικες ἀποφάσεις» σέ συνελεύσεις πού γίνονται στήν ἀγορά. Ἄς
θυμηθοῦμε τήν περίφημη σκηνή τῆς δίκης πού εἶναι σκαλισμένη πάνω
στήν ἀσπίδα του Ἀχιλλέα (Σ 497 κέ.):
Κι οἱ ἄντρες στή
σύναξη ἐμαζώνουνταν, πλῆθος μεγάλο, κι εἶχε
καβγάς ἀνάψει·
δυό τους μάλωναν γιά κάποιου σκοτωμένου
τήν ξαγορά·
κι ὁ πρῶτος φώναζε κι ὁρκίζουνταν στούς ἄλλους
πώς εἶχε
ξεπλερώσει, ὁ δεύτερος πώς τίποτα δέν πῆρε.
Καί σέ κριτή κι οἱ
δυό τους γύρευαν νά πᾶν νά βγάλει κρίση.
Κι ὁ κόσμος
ἐμοιράστη κι ἔπαιρνε καί τῶν δυονῶ τό μέρος·
κι οἱ κράχτες νά
κρατήσουν πάλευαν τόν κόσμο, κι οἱ γερόντοι
στά μαγλινά
πεζούλια ἐκάθιζαν, στό ἅγιο τό ἁλώνι μέσα·
κι ἀπό τους κράχτες
τούς βροντόλαλους ραβδιά στά χέρια ἔπαιρναν,
κι αὐτά κρατώντας
ἐσηκώνουνταν νά κρίνουν ἕνας ἕνας.
Κι ἦταν στή μέση
ἐκεῖ δυό τάλαντα χρυσάφι ἀπιθωμένο,
ὅποιος ἀπ’ ὅλους
φρονιμότερα μιλοῦσε νά τό πάρει.
Τό κείμενο
παρουσιάζει πολλές δυσκολίες: πρῶτα πρῶτα, ἐπειδή ὁ βασιλιάς
εἶναι ἀπών. Ἤ μᾶλλον ἐπειδή δέν παρίσταται ἕνας βασιλιάς ἀλλά
πολλοί βασιλιάδες, οἱ γέροντες πού κρατοῦν τό σκῆπτρο, αὐτό τό
ραβδί «πού φύλλα πιά καί κλωνιά | δέ θά πετάξει [...] κι οὐδέ θ’
ἀνοίξει πιά, τί ὁλόγυρά τοῦ ‘χεῖ ὁ χαλκός θερίσει | φύλλα καί
φλούδα, καί στά χέρια τους οἱ ἄργιτες κρισολόγοι | τώρα τό
σφίγγουν διαφεντεύοντας τή δικαιοσύνη πάντα, | ὡς το ‘χεῖ ὁρίσει
ὁ Δίας» (Α 234 κέ.). Ἔπειτα, ἐπειδή ὁ λαός πού παρευρίσκεται,
μιά καί ἡ ὑπόθεση ἐκδικάζεται στήν ἀγορά, ἐκφράζει βίαια τή
γνώμη του ἔχοντας χωριστεῖ σέ δυό «κόμματα». Τέλος, ἐπειδή
ὅποιος ἐκφράσει τή «φρονιμότερη» κρίση θά ἀμειφθεῖ —ἀπό ποιόν;
Πρόκειται σίγουρα γιά μιά σκηνή παρμένη ἀπό τή λειτουργία τῶν
πρώτων πόλεων, ὅταν τό δικαστικό λειτούργημα τό ἀσκοῦσαν μόνο οἱ
βασιλεῖς, τούς ὁποίους ὁ Ἡσίοδος κατηγορεῖ, ὅπως εἴδαμε, γιά
σκόλιας δίκας, ἀλλά ἔπαιρνε ἡδη μέρος στή διαδικασία καί ὁ λαός,
ὑποστηρίζοντας τόν ἕνα ἡ τόν ἄλλο ἀντίδικο. Στίς πρῶτες αὐτές
πόλεις δέν ὑπάρχουν βέβαια ἀκόμα γραπτοί νόμοι πού νά καθορίζουν
ἕνα κράτος δικαίου, κοινό γιά ὅλους, ὁ δῆμος ὡστόσο διεκδικεῖ
ἤδη, ὅπως φαίνεται, κάποια συμμετοχή, ἔστω καί διά βοῆς, στή
λήψη τῶν δικαστικῶν ἀποφάσεων, καί ἤδη ὑποστηρίζονται
ἀντικρουόμενες ἀπόψεις.
Αὐτή ἡ σκηνή τῆς
δίκης, ὅσο κι ἄν εἶναι μεμονωμένη καί παρεκβατική, ἔχει
ὁπωσδήποτε ὁρισμένα κοινά χαρακτηριστικά μέ τίς συνελεύσεις πού
περιγράφονται στήν Ἰλιάδα καί τήν Ὀδύσσεια, τά ὁποῖα μᾶς βοηθοῦν
νά μαντέψουμε πῶς ἀναδείχτηκε τό πολιτικό στοιχεῖο μέσα στήν
πόλη πού μόλις τότε γεννιόταν. Ἄς ἐξετάσουμε ὁρισμένα
παραδείγματα: ἡ συνέλευση τῶν Τρώων στό Η τῆς Ἰλιάδας εἶναι «ὅλο
βοή, φωνές καί τάραχο», ἔστω καί ἄν ἡ φασαρία κοπάζει, ὅπως
φαίνεται, μόλις ὁ Πρίαμος παίρνει τό λόγο. Ἐπίσης στίς δυό
συνελεύσεις τῶν Τρώων, στό Μ καί τό Σ, ὁ Ἕκτωρ συγκρούεται μέ
τόν «γνωστικό» Πολυδάμαντα, ὁ ὁποῖος κάνει μιά πολύ ἐνδιαφέρουσα
παρατήρηση: «Ἕχτορα, πάντα ἐσύ στή σύναξη ζητᾶς νά μέ
ἀποπαίρνεις, | καί πού μιλῶ σωστά, τί ἀταιρίαστο πολύ ν’
ἀντιμιλήσει | σέ σένα τοῦ λαοῦ ἕνας ἄνθρωπος» (Μ 211-3).
Πράγματι, καί τίς δυό φορές ἐπικρατεῖ ἡ γνώμη τοῦ Ἕκτορα μέ τήν
ἐπιδοκιμασία τῶν Τρώων. Ὁ ποιητής ὅμως, ἀφοῦ ἀναφέρεται στίς
ἐπευφημίες τους, προσθέτει ὅτι θά μποροῦσαν νά ἔχουν ἄλλη γνώμη:
«οἱ ἀνέμυαλοι! Τό νοῦ τους σάλεψε τότε ἡ Ἀθηνά ἡ Παλλάδα, | πού
πῆγαν κι ἄκουσαν τόν Ἕχτορα, στραβή κι ἄς εἶχε γνώμη, | ὅμως
κανείς τόν Πολυδάμαντα, πού γνωστικά ἐμιλοῦσε» (Σ 311313).
Ἄλλη μιά περίπτωση
πού ὁ λαός καλεῖται νά ἀντιταχθεῖ στή γνώμη ἑνός βασιλιᾶ ἡ ἑνός
ἥρωα συναντοῦμε στήν Ὀδύσσεια. Ἐκεῖ ὁ σοφός Μέντωρ, ὅταν ἔρχεται
ἡ σειρά του νά μιλήσει, καλεῖ τό λαό τῆς Ἰθάκης, πού ἔχει
συναχτεῖ στήν ἀγορά, νά στραφεῖ ἐναντίον τῶν μνηστήρων: «μέ τό
λαό τόν ἀποδέλοιπο θυμώνω, πού καθόστε | ἀμίλητοι ὅλοι καί δέ
στρώνετε στά λόγια αὐτούς τούς λίγους | μνηστῆρες, τόσο πλῆθος
πού ‘σαστε, νά τούς ἀνακρατῆστε!» (β 239-41). Μέ τήν ἔκφραση
«τόσο πλῆθος πού ‘σαστε» διατυπώνεται οὐσιαστικά γιά πρώτη φορά
ἡ ἀρχή της πλειοψηφίας, πού θά ἀποτελέσει ἀργότερα τόν θεμέλιο
λίθο τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας τοῦ 5ου αἰώνα. Ἡ προτροπή τοῦ
Μέντορα νά λύσουν τή σιωπή τους σχετίζεται μέ τό δικαίωμα τοῦ
λόγου, πού συμβαδίζει μέ τό δημοκρατικό πολίτευμα. Στή συνέχεια
παρατηροῦμε ὅτι οἱ προτροπές τοῦ Μέντορα ἔχουν ἀποτελέσματα.
Ὅταν ὁ Τηλεμαχος ἐπιστρέφει, οἱ μνηστῆρες θέλουν καί πάλι νά τόν
παγιδέψουν. Ὁ Ἀντίνοος, ὁ ἀρχηγός τους, γιά νά τούς ἀναγκάσει νά
δράσουν ὅσο γίνεται συντομότερα, προβάλλει ὡς ἐπιχείρημα τό
γεγονός ὅτι «οὐδέ κι ὁ κόσμος τήν ἀγάπη του γιά μᾶς ὡς πρῶτα
δείχνει. | Μά ἐλᾶτε, πρίν αὐτος [ὁ Τηλεμαχος] σέ σύναξη τούς
Ἀχαιούς καλέσει» (π 375-6), μιά σύναξη πού θά τήν ἔπειθε μέ τό
ρητορικό του ταλέντο. Ἐπίσης, μετά τή σφαγή τῶν μνηστήρων,
συγκαλεῖται στήν ἀγορά μιά ἄλλη σύναξη (ω 420 κέ.), ὅπου
συγκρούονται ὅσοι θέλουν νά ἐκδικηθοῦν τόν Ὀδυσσέα μέ αὐτούς πού
θεωροῦν ὅτι ἡ τιμωρία ἦταν θεόσταλτη. Βέβαια ἡ στάσις, ἡ
σύγκρουση δηλαδή ἀνάμεσα στίς δυό παρατάξεις τῶν Ἰθακήσιων, θά
ἀποφευχθεῖ χάρη στή μεσολάβηση τῆς Ἀθηνᾶς. Ὡστόσο διαφαίνονται
ἐδῶ ὁρισμένα σημάδια πού ἀναγγέλλουν τήν ταραγμένη ἐποχή τῶν
ἑλληνικῶν πόλεων στίς ἀρχές τῆς ἀρχαϊκῆς περιόδου, καί ἐπιπλέον
ἴσως τά δείγματα κάποιας ἐξέλιξης πού προοιωνίζονται, σύμφωνα μέ
τήν ἔκφραση τοῦ Ρ. Vidal-Naquet,
τόν «πολιτισμό τοῦ πολιτικοῦ λόγου», δηλαδή τόν ἑλληνικό
πολιτισμό.
Καί τώρα ἄς
ἀνακεφαλαιώσουμε. Ὁ ποιητής πού ἔγραψε τήν Ἰλιάδα καί τήν "Ὀδύσσεια
—ἄς τόν πούμε Ὁμηρο, ἀφοῦ ἔτσι τόν ὀνόμασαν οἱ ἀρχαιοι—θέλησε νά
διηγηθεῖ στούς ἀκροατές τοῦ τά σπουδαία κατορθώματα τῶν ἥρωών
του παλιοῦ καιροῦ, πού ζοῦσαν στή μνήμη τῶν συγχρόνων του. Τούς
φανταζόταν νά ζοῦν μέσα σέ ἀνάκτορα πού τά ἐρείπιά τους
διατηροῦσαν κάτι ἀπό τήν παλιά μεγαλοπρέπεια, ἐ'ἴτε θαμμένους
μέσα σέ τάφους πού τά πλούτη τούς δελέαζαν τούς ἐπιδρομεῖς ἡ ἔνε-πνεαν
εὐλάβεια στούς πιστούς. Οἱ θεοί ἦταν παρόντες, καί αὐτοί
κατεύθυναν τίς πράξεις τῶν ἥρωων ἐμπνέοντας τούς θάρρος ἡ
δειλία, προκαλώντας τούς θυμό ἡ σύγχυση. Συγχρόνως ὅμως οἱ ἥρωες,
μολονότι γΓ αὐτούς ὁ χρόνος δέν περνοῦσε καί παρέμεναν ἐ'ἴτε
αἰώνια γέροντες, ὅπως ὁ Νέστωρ, εἴτε αἰώνια νέοι, ὅπως ὁ
Ὀδύσσεας, εἶχαν νά ἀντιμετωπίσουν κάποτε τόν ὀϊχτιστον θάνατον,
πού δέν ἔχει παρηγοριά. Στά «σπίτια» τούς ζοῦσαν σάν τούς
πολεμιστές τῶν σκοτεινῶν χρόνων, περιστοιχισμένοι ἀπό τους
ὑπηρέτες καί τά μέλη τῆς οἰκογένειάς τους. Ἀντάλλασσαν δῶρα καί
ἔκαναν ἐπιδρομές, γιά νά ἅρπαξουν πλούτη καί νά ἀποκτήσουν μέ
αὖτο τόν τρόπο τή δύναμη καί τό γόητρο πού θά τούς ἐπέτρεπε νά
ἄσκουν στούς ὁμοιούς τους μιά περιορισμένη ἐξουσία, ἡ ὁποια ὅμως
θά μποροῦσε νά ἐνισχυθεῖ, ἄν χρειαζόταν νά ἀντιμετωπιστεῖ
κάποιος κοινός κίνδυνος. Δέν ὕπαρχει ἀμφιβολία ὅτι, ἔστω καί ἄν
ἡ φαντασία τοῦ ποιητῆ ἄντλει στοιχεῖα ἀπό τους ἡρωι-κούς χρόνους
τῆς μυκηναϊκῆς ἐποχῆς, χρησιμοποιοῦνται σύγχρόνως καί στοιχεῖα
τῆς πραγματικότητας τῶν σκοτεινῶν χρόνων, κατά τή διάρκεια τῶν
ὁποίων διαμορφώθηκαν τά ἔπη καθώς μεταδίδονταν προφορικά ἀπό
τους ἀοιδούς. Τήν ὁριστική μορφή τους ὅμως τήν παίρνουν ὅταν
ἀρχίζει νά δημιουργεῖται ἡ πόλη. Ἴσως γι’ αὐτό ὁ ποιητής θέλησε
νά περιλάβει ὁρισμένα χαρακτηριστικά τῶν πόλεων πού μόλις εἶχαν
σχηματιστεῖ: λόγου χάρη τόν τόπο ὅπου κατά ἄτακτα χρονικά
διαστήματα —στήν Ἰθάκη κάθε εἴκοσι χρόνια!— συγκαλεῖται ὁ δῆμος,
δηλαδή ὅλα τά μέλη τῆς κοινότητας πού ἔχουν δικό τους «σπίτι»,
σέ μιά συνέλευση ὅπου προεδρεύουν τά μέλη τοῦ συμβουλίου, οἱ
γέροντες, οἱ βασιλιάδες, οἱ μόνοι πού ἔχουν τό δικαίωμα τοῦ
λόγου, καί μολαταύτα προσπαθοῦν καί αὐτοί νά ἐξασφαλίσουν τή
συναίνεση τοῦ δήμου. Ἀπό τή στιγμή λοιπόν πού ὁ δῆμος εἶχε τή
δυνατότητα νά ἔρθει σέ ἀντίθεση μέ τήν ἐξουσία ἀποκτοῦσε
βαρύνουσα σημασία, καί ἄξιζε τόν κόπο νά ἐξασφαλίσει κανείς τήν
εὔνοιά του.
Ἤδη, λοιπόν, στήν
πρώτη αὐτή μορφή πολιτικῆς ζωῆς ἐμφανίζονται οἱ πρῶτες
ἐκδηλώσεις τῆς κρίσης πού θά προκαλέσει βαθιά ἀναστάτωση στόν
ἑλληνικό κόσμο τῆς ἀρχαϊκῆς ἐποχῆς καί θά ὁδηγήσει στή γέννηση
τῆς πόλης, μίας κοινότητας πού τό οὐσιῶδες καί πρωταρχικό
στοιχεῖο της εἶναι τό πολιτικό. Στήν Ἰθάκη ἡ κρίση ξεσπᾶ μᾶλλον
ἐπειδή ἀμφισβητεῖται ἡ κληρονομικότητα τῆς βασιλείας καί τό
ἀποκλειστικό δικαίωμα τοῦ συμβουλίου καί τοῦ βασιλιᾶ νά
λαμβάνουν τίς ἀποφάσεις. Βέβαια, ὡς ἀντιστάθμισμα στήν
πραγματική Ἰθάκη προβάλλεται ἡ ἰδανική Σχερία. Καί δέν εἶναι
τυχαῖο ὅτι γιά τόν ποιητή καί τό κοινό του ἡ πόλη τῶν Φαιάκων,
ὅπου βασιλεύει ὁ Ἀλκίνοος, εἶναι ἕνα πρότυπο πού αἰωρεῖται
ἀνάμεσα σέ δυό κόσμους, ἕνα νησί τῶν θαυμάτων, προάγγελος τῶν
ἄλλων νησιῶν πού θά ἀνακαλύψουν ὅσοι θά κάνουν τήν οὐτοπία
πραγματικότητα. Ἀλλά κι ἄν ἀκόμα τό νησί τῶν Φαιάκων ἔθρεψε τή
φαντασία ὅσων ἔφυγαν γιά νά ἱδρύσουν τίς νέες πόλεις, ἔμεινε
τελικά ἕνα ἄπιαστο ὄνειρο.
Δέν εἶναι λοιπόν
διόλου εὔκολο νά καθορίσουμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ ἱστορικός
θά μποροῦσε νά χρησιμοποιήσει τό ἔργο τοῦ Ὁμήρου. Τά ἔπη εἶναι
πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἕνα δημιούργημα τῆς φαντασίας, καί ἔτσι πρέπει νά
διαβάζονται. Περιέχουν ὅμως καί τίς ἀξίες πού ἐκφράζουν, ὅπως
εἴδαμε, μιά ἀριστοκρατική κοινωνία πολεμιστῶν. Μαρτυροῦν ἐπίσης,
ἄμεσα ἡ ἔμμεσα, τίς ἀλλαγές πού ἀρχίζουν νά ἐπηρεάζουν τόν
ἑλληνικό κόσμο μέ τήν ἀρχή τῶν ἱστορικῶν χρόνων. Γιά ὅλους
αὐτούς τούς λόγους τά ἔπη ἀποτελοῦν γιά τόν ἱστορικό ἀστείρευτη
πηγή πληροφοριῶν. Τέλος, πρέπει νά τά ἀντιμετωπίζουμε ὡς σύνολο,
γιατί μόνο ἔτσι θά μπορέσουν νά μᾶς βοηθήσουν νά φωτίσουμε τούς
«πρώτους χρόνους τῆς Ἔλλάδας».