Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
αντίστοιχο κεφάλαιο από το έργο των
W.
WINDELBAND
-
H. HEIMSOETH
«ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ»
Ἄν
ὡς ἐπιστήμη ἐννοοῦμε τό αὐτόνομο καί αὐτοσυνείδητο
γνωστικό ἔργο πού ἀναζητᾶ μεθοδικά τή γνώση για χάρη
της ἴδιας τῆς γνώσης, μόνο ἀναφορικά μέ τούς ἀρχαίους
Ἕλληνες, καί μάλιστα μόλις ἀπό τίς ἀρχές περίπου τοῦ
6ου αἰώνα π.Χ., μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά κάτι τέτοιο —ἐφόσον
ἀγνοήσουμε ὁρισμένες τάσεις στούς λαούς τῆς Ἀνατολῆς,
ἰδιαίτερα στούς Κινέζους καί τούς Ἰνδούς,1
πού μόλις τώρα γίνονται προσιτές στή γνώση. Βέβαια οἱ
μεγάλοι πολιτισμένοι λαοί τῆς πρώιμης ἀρχαιότητας
καί ἐπιμέρους γνώσεις διέθεταν, καί γενικές
θεωρήσεις γιά: τό σύμπαν. Οἱ γνώσεις ὅμως ἐκεῖνες
κατακτήθηκαν μέ βάση τίς πρακτικές ἀνάγκες καί οἱ
θεωρήσεις πήγασαν ἀπό τή μυθική φαντασία· ἦταν
ἑπόμενο λοιπόν νά παραμείνουν στό ζυγό ἐν μέρει τῆς
καθημερινῆς ἀνάγκης, ἐν μέρει τῆς θρησκευτικῆς
ποίησης καί καθώς τό ἀνατολικο πνεῦμα, ἦταν ιδιότυπα
δεσμευμένο, τά ἐπιμέρους ἄτομα δέν ἦταν δυνατό νά
ἀναπτύξουν πρωτοβουλία πού θα ὁδηγοῦσε σέ καρποφόρα
καί αὐτόνομη ἐξέλιξη.
Καί στούς ἀρχαίους Ἕλληνες οἱ συνθῆκες ἦταν ἀνάλογες,
ὥσπου —κατά τήν ἐποχή πού ἀναφέραμε— ἡ τεράστια.
ἄνοδος τοῦ ἐθνικοῦ βίου ἀποδέσμευσε τίς πνευματικές
δυνάμεις του λαοῦ, τοῦ πιό προικισμένου ἀπ’ ὅλους τούς
ἄλλους. Περισσότερο ἀκόμη ἀπό τήν ἐκλέπτυνση καί τήν
ἄνοδο τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἀποδείχτηκε ἐδῶ εὐνοϊκή
ἡ δημοκρατική ἐξέλιξη τῶν πολιτευμάτων, ὅπου μέ
βίαιους πολιτικούς ἀγῶνες σφυρηλατήθηκε ἡ ἀνε-
ξαρτησία τῆς ἀτομικῆς γνώμης καί κρίσης καί
ἀναδείχτηκε ἡ σημασία τῆς προσωπικότητας. Στό βαθμό πού
ἡ πληθωρική ἀνάπτυξη τοῦ ἀτομισμοῦ συντελοῦσε στή
χαλάρωση τῶν πάλαιῶν δεσμῶν τῆς ὁλικῆς συνείδησης, τῆς
πίστης καί τῶν ἠθῶν, καί ἀπειλοῦσε τόν νεαρό ἑλληνικό
πολιτισμό μέ τούς κινδύνους τῆς ἀναρχίας, γινόταν
χρέος για τούς ἄνδρες πού διακρίνονταν για τή θέση τους
στή ζωή, τή γνώση τους καί τό χαρακτήρα τους, να
ξανακερδίσουν μέ τόν προσωπικό τους στοχασμό τό μέτρο
πού ἔτεινε νά χαθεῖ Ὁ ἠθικός αὐτός στοχασμός βρῆκε τήν
ἔκφρασή του στούς λυρικούς καί γνωμικούς ποιητές,
ἰδιαίτερα ὅμως στούς Ἑπτά Σοφούς.2
Ἐπίσης, μιά. ἀνάλογη κίνηση ἀνεξαρτητοποιημένων
ἀτομικῶν γνώμων ἦταν ἑπόμενο νά ἐκδηλωθεῖ καί στήν
ἤδη πολύμορφη θρησκευτική ζωή, ὅπου ἡ ἀντίθεση τῶν
παλαιῶν μυστηριακων λατρειῶν πρός τήν αἰσθητικοῦ
χαρακτήρα ἐθνική μυθολογία ἔδινε ποικίλες ἀφορμές
γιά ξεχωριστά μορφώματα.3
Ἡ φαντασία τοῦ ποιητῆ ἀποτολμοῦσε ἤδη στήν
κοσμογονική ποίηση4
μιά δική της ἀπεικόνιση τοῦ μυθικοῦ οὐρανοῦ· ἡ ἐποχή
τῶν Ἑπτα Σοφῶν ἄρχισε νά βλέπει στίς μορφές τῶν θεῶν τῆς
ὁμηρικῆς ποίησης τά δικά της ἠθικά ἰδεώδη, καί στήν
ἠθικη-θρησκευτική μεταρρύθμιση πού ἐπιχειρήθηκε
ἀπό τόν Πυθαγόρα φάνηκε, μέ τήν ἐξωτερική μορφή μιᾶς
ἐπιστροφῆς στήν παλαιά ἀυστηρότητα τῆς ζωῆς, ἀκόμη
καθαρότερα τό νέο περιεχόμενο πού εἶχε κατακτηθεῖ.
Ἀπό τέτοιες ζυμώσεις γεννήθηκε ἡ ἐπιστήμη τῶν
ἀρχαίων Ἑλλήνων, στήν ὁποία καί ἔδωσαν τό ὄνομα
φιλοσοφία. Ἡ αὐτόνομη σκέψη τῶν ἀτόμων, στηριγμένη
στούς κυματισμούς τῆς θρησκευτικῆς φαντασίας, ἀπό τά
ἐρωτήματα τῆς πρακτικῆς ζωῆς ἁπλώθηκε στή γνώση τῆς
φύσης, καί μόλις τότε κατέκτησε τήν ἀνεξαρτησία της
ἀπέναντι σέ ἐξωτερικούς σκοπούς, καθώς καί τόν
περιορισμό τῆς γνώσης στόν ἑαυτό της, πού ἀποτελεῖ τήν
οὐσία τῆς ἐπιστήμης.
Ὅλες ὅμως αὐτές οἱ διαδικασίες συντελοῦνταν στήν
περιφέρεια τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμικοῦ βίου, στίς
ἀποικίες, πού, σέ σχέση μέ τή λεγόμενη μητρόπολη,
εἶχαν προηγηθεῖ καί ὡς πρός τήν πνευματική καί ὡς πρός τήν
ὑλική ἀνάπτυξη. Τά λίκνα τῆς ἐπιστήμης βρίσκονταν στήν
Ἰωνία, στή Μεγάλη Ἑλλάδα, στή Θρᾴκη. Μόλις ὕστερα ἀπό
τούς περσικούς πολέμους, ὅταν πιά ἡ Ἀθήνα εἶχε
ἀναλάβει, μαζί μέ τήν πολιτική, καί τήν πνευματική
ἡγεμονία —πού ἔμελλε νά τή διατηρήσει πολύ
περισσότερο χρόνο ἀπό ἐκεῖνες—, τότε μόνο (τήν ἐποχή
τῶν σοφιστῶν) ἡ γῆ τῆς Ἀττικῆς, ἡ εὐλογημένη ἀπό ὅλες
τίς Μοῦσες, ἔγινε πόλος ἕλξης καί γιά τήν ἐπιστήμη, πού
ἐδῶ ὅλοκληρώθηκε μέσα στή θεωρία καί στή σχολή τοῦ
Ἀριστοτέλη.
Ἡ ἀρχαία ἑλληνική ἐπιστήμη, λόγω τοῦ τρόπου μέ τόν
ὁποῖο ἔφτασε ἡ σκέψη —ξεκινώντας ἀπο τήν ἐλεύθερη
θεώρηση τῆς φύσης— στό σχηματισμό ἐπιστημονικῶν
ἐννοιῶν, διοχέτευσε ἀρχικά ὅλη τή φρεσκάδα τῆς
νεανικῆς χαρᾶς γιά γνώση στα προβλήματα τῆς ἔρευνας
τῆς φύσης, διαμορφώνοντας ἔτσι τά θεμελιακά
ἐννοιολογικά σχήματα γιά τήν ἀντίληψη τοῦ
ἐξωτερικοῦ κόσμου. Χρειάστηκε νά ἔρθουν ἀφενός ὁ
μεταγενέστεpoς διαστοχασμός ἀναφορικά μέ αὐτό πού
εἶχε κατορθωθεῖ καί μέ αὐτό πού δέν εἶχε ἀκόμη
κατορθωθεῖ ἀπό τή φιλοσοφία, καί ἀφετέρου τά
ἐπιτακτικά αἰτήματα πού πρόβαλλε ἡ δημόσια ζωή
ἀπέναντι στήν ἐπιστήμη, ἡ ὁποία στό μεταξύ εἶχε γίνει
κοινωνικός παράγοντας, καί τότε μόνο ἡ φιλοσοφία
ἔστρεψε τό βλέμμα της πρός τά μέσα καί ἔκανε
ἀντικείμενό της τήν ἀνθρώπινη πράξη. Ὅσο καί ἄν
φαίνεται πώς μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ καθαρή ἀρχική τάση γιά
ἔρευνα ἀναστέλλεται ἕνα διάστημα, ἐντούτοις, μόλις
ἐπιτεύχθηκαν θετικές γνώσεις γιά τήν περιοχή τῆς
ἀνθρώπινης ἐσωτερικότητας, ἡ τάση αὐτή ἀναπτύχθηκε
μέ ἀκόμη μεγαλύτερη ἔνταση καί ὁδήγησε στή
διαμόρφωση τῶν μεγάλων συστημάτων, μέ τά ὁποῖα
ἔκλεισε ἡ καθαρά ἑλληνική φιλοσοφία.
Γι' αὐτόν τό λόγο ἡ φιλοσοφία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων
χωρίζεται σέ τρεῖς περιόδους: μιά κοσμολογική, ἀπό τό
600 ὡς τό 450 π.Χ. περίπου· μιά ἀνθρωπολογική
(πρακτική) πού πιάνει περίπου τό β΄ μισό του 5ου αἰώνα
π.Χ. (450-400), καί μιά συστηματική, πού καλύπτει τήν
ἀνάπτυξη τῶν τριῶν μεγάλων συστημάτων τῆς ἀρχαίας
ἑλληνικῆς ἐπιστήμης, τῶν συστημάτων τοῦ Δημοκρίτου,
τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη (400-322 π.Χ.)........[Λήψη
όλου του αρχείου]