Η Έννοια της Θρησκείας στην Αρχαία Ελλάδα
ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΞΑΝΘΗΣ
Η θρησκεία αποτελούσε ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής των
αρχαίων Ελλήνων. Ως εκ τούτου, η μελέτη της παρουσιάζει μεγάλο
ενδιαφέρον αλλά και τεράστια πολυπλοκότητα στην κατανόηση και
στην εν συνόλω παρακολούθηση του φαινομένου. Ναοί και
αρχιτεκτονικά στοιχεία, θυσίες και τελετές, αγώνες, αγάλματα
θεών και ηρώων και ένα πραγματικά τεράστιο μυθολογικό πλέγμα
συνθέτουν την αρχαία ελληνική θρησκεία. Κάθε ένα από τα παραπάνω
αποτελεί ένα ξεχωριστό τομέα αναζήτησης για το σύγχρονο
μελετητή. Όμως, το βασικότερο που πρέπει να κατανοήσει κανείς
για να προσεγγίσει όσο πιο σωστά γίνεται την αρχαία ελληνική
θρησκεία είναι η έννοια που έδιναν οι ίδιοι οι πρόγονοί μας στην
πίστη τους.
Αυτό αρχικά μπορεί να επιτευχθεί αν προσπαθήσουμε έστω για λίγο
να απαλλαγούμε από τη σύγχρονη θρησκευτική σκέψη. Η θρησκεία
είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο και η σημερινή κοινωνία δεν έχει
καμία σχέση με την κοινωνία της αρχαιότητας σε συνάρτηση με τη
θρησκεία. Οι θεοί των Ελλήνων δεν ήταν δημιουργοί αλλά κομμάτι
του κόσμου, ήταν αθάνατοι αλλά όχι αιώνιοι, είχαν υπεράνθρωπες
ικανότητες και ιδιότητες αλλά όχι παντογνώστες ή παντοδύναμοι.
Έπειτα οφείλουμε να κατανοήσουμε τη διαφορά ανάμειξης της
θρησκείας στη καθημερινή ζωής. Η θρησκεία και η λατρευτική πίστη
είναι πλέον αποκομμένη από τη μάζα του πλήθους, είναι μια πράξη
που ο κάθε ένας επιλέγει αυτοβούλως να συνευρεθεί πνευματικά με
το Θείο. Ακριβώς αντίθετα από την αρχαία ελληνική πίστη, όπου η
συμμετοχή στα δημόσια λατρευτικά δρώμενα δεν ήταν μόνο δικαίωμα,
αλλά και καθήκον. Οι δε παραβάτες ή μη συμμετέχοντες στις
τελετές τιμωρούνταν πολύ αυστηρά από την πολιτεία. Υπολογίζεται
ότι περίπου 100 μέρες το χρόνο υπήρχε μια δημόσια τελετή ή θυσία
που έπρεπε ο πολίτης να συμμετέχει έστω δια της παρουσίας του.
Αν υπολογισθούν και οι τοπικές ή δημοτικές ή οικογενειακές
λατρείες Θεών και ηρώων, γίνεται κατανοητό ότι οι ελληνικές
πόλεις-κράτη αποτελούσαν θρησκευτικά κράτη. Αυτός άλλωστε υπήρξε
και μια πρακτική που εφήρμοσε η πολιτεία για να κρατάει σφιχτούς
τους δεσμούς της κοινωνίας εν γένει και των τάξεων. Οι πολίτες
αναλάμβαναν μαζί θυσίες, συμμετείχαν σε τελετές, αγώνες και
εορτές και συναντούσαν ο ένας τον άλλο κατά τις δημόσιες
εκδηλώσεις. Έτσι έρχονταν πιο κοντά.
Ορθότερή θα ήταν η χρήση του όρου ελληνική λατρεία, αντί για
ελληνική θρησκεία. Οι αρχαίοι δεν είχαν κάποιο ιερό βιβλίο που
να επιτάσσει τι έπρεπε να πράττει ο κάθε πιστός, όπως οι
σύγχρονες μονοθεϊστικές θρησκείες. Δεν υπήρχε ιερατείο που να
έχει την δικαιοδοσία να συνομιλεί με το Θεό ή να μιλά εξ
ονόματος του. Οι ιερείς και οι ιέρειες, στις πλείστες των
περιπτώσεων ήταν απλοί πολίτες που ασκούσαν τα ιερατικά τους
καθήκοντα συνήθως με ενιαύσια θητεία.
Η λατρεία αυτή μπορούσε να πάρει μορφή μια θυσίας, μιας σπονδής,
ενός ναού, ενός αναθήματος (άγαλμα > αγάλλομαι > χαίρομαι-
χαίρονταν οι θεοί με την προσφορά) ή γυμναστικών και μουσικών
αγώνων.
Η θυσία, δημόσια ή ιδιωτική ήταν η κύρια μορφή τελετουργίας και
σχέσης ανάμεσα στους Θεούς και στους ανθρώπους. Η μελέτη των
θυσιών μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει ξεχωριστό κεφάλαιο μελέτης
εξαιτίας της πολυπλοκότητας που παρουσιάζουν.
Οι ναοί, τα ιερά, τα τεμένη, αποτελούσαν τους ιερούς χώρους
συνάντησης του θείου με τον άνθρωπο. Μπορούσαν να είναι
οτιδήποτε. Στα πρωιμότερα χρόνια μιλάμε για σπηλιές, ποτάμια,
κορυφές βουνών, άλση. Συνεχίζοντας χρονολογικά έχουμε την ύπαρξη
βωμών και μικρών αρχιτεκτονικών κατασκευών και κατά την αρχαϊκή
και κλασική περίοδο καταλήγουμε στους σπουδαίους ναούς,
πραγματικά μνημεία της αρχιτεκτονικής, της ομορφιάς, των
χρωμάτων και της γεωμετρίας, που όλοι γνωρίζουμε και θαυμάζουμε.
Στο σημείο αυτό δε πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι ο ναός σ’ αντίθεση
με το σήμερα που αποτελεί χώρο συγκέντρωσης, ήταν ο χώρος που
στέγαζε το άγαλμα της θεότητας και οι πιστοί εισέρχονταν σ’
αυτόν σπάνια
Ένα ακόμη «σύγχρονο» λάθος είναι η αναφορά στην αρχαία ελληνική
θρησκεία με τον εντελώς παραπλανητικό και λανθασμένο όρο «
δωδεκαθεισμός ». Στην πραγματικότητα υπάρχει ένας ατελείωτος
κατάλογος παλαιότερων και νεότερων Θεών (με βάση τη γενεαλογία
τους), κατώτερων θεοτήτων, δαιμόνων, νυμφών, ημίθεων, ηρώων και
όλοι αυτοί μαζί είχαν τη δική τους ξεχωριστή λατρευτική θέση,
τόσο πρακτικά από την πολιτεία, όσο και προσωπικά κατ’ άτομο.
Ξεχωριστό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι οι Θεοί ήταν
αναγνωρισμένοι και σεβαστοί από το Πανελλήνιο. Εννοείται πως
κάθε περιοχή έδινε βαρύτητα σε κάποια διαφορετική θεότητα
ανάλογα με τις ανάγκες της, όμως οι Θεοί έχαιραν ουσιαστικά
παντού ίδιας εκτίμησης. Χαρακτηριστικό γεγονός είναι τα επίθετα
που έδιναν στις θεότητες ανάλογα με την ιδιότητα με την οποία
την επικαλούντο. (παράδειγμα η Αθηνά συναντάτε με πάνω από 40
προσωνύμια: Παλλάδα , Παρθένος, Αφαία, Χαλκίοικος, Νικηφόρα…)
Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι η μελέτη της ελληνικής λατρείας δε
μπορεί να προχωρήσει χωρίς την αποσαφήνιση κάποιων θεμελιωδών
εννοιών όπως: δίκαιο, ιερό, αγνό, μιαρό, ευσέβεια και ύβρις.
Έννοιες στις οποίες οι αρχαίοι έδιναν μεγάλη βαρύτητα, έστω και
αν σήμερα είναι δύσκολη η κατανόηση της σημασίας τους σε
πρακτική αξία. Εφόσον η ελληνική πίστη δε βασιζόταν σε κάποιου
είδους ιερό βιβλίο ή ιερατείο- αυθεντία, έδινε μεγάλη βαρύτητα
σ’ αυτές τις έννοιες που δε μπορούμε με βεβαιότητα να εξηγήσουμε
τι αντιπροσώπευαν. Το δίκαιο αφορούσε το να πράττει κανείς με
σεβασμό και με βάση τους ηθικούς κανόνες. Ιερά ονομάζονταν οι
χώροι λατρείας αλλά και τα λατρευτικά σκεύη ή τα σκεύη που
χρησιμοποιούντο κατά τις τελετές. Μιαρό ήταν το μολυσμένο, το
αντίθετο του αγνού και του καθαρού. Δεν έχουν μονοσήμαντη
ερμηνεία. Το αίμα του θυσιαζόμενου ζώου είναι καθαρό. Το αίμα
ενός δολοφονημένου είναι μιαρό και πρέπει να εξαγνιστεί. Το ίδιο
και η ευσέβεια και η ύβρις. Αφορούν την τήρηση των ηθικών και
θρησκευτικών κανόνων και συμπεριφορών και αποτελούσαν ιδιότητες
μεγάλης σημασίας. Οι ευσεβείς άνδρες έχαιραν μεγάλης εκτίμησης,
ενώ οι υβριστές τιμωρούνταν παραδειγματικά.
Μετά από αυτή την μερική ανάλυση των εννοιών που αφορούν την
θρησκεία των Ελλήνων, γίνεται κατανοητή η πολυπλοκότητα και η
πολυσημία του αντικειμένου και το εύρος των θεμάτων που μπορεί
κανείς να μελετήσει. Και πάλι, με κάθε επιφύλαξη διότι ποτέ δε
θα μπορέσουμε να φτάσουμε στην πλήρη κατανόηση των γεγονότων και
της σημασίας τους.