Η έννοια
της πόλεως στον Κορνήλιο Καστοριάδη
Αναστάσιος Πανταζής
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
2/2008
1.
Προσημειώσεις
ΤΑ
ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΤΩΝ ΣΗΜΕΡΙΝΩΝ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΝ ΕΧΟΥΝ ΟΔΗΓΗΣΕΙ
σε μια νοσταλγική θεώρηση της
αρχαίας ελληνικής
πόλεως,
της πόλεως της κλασικής ελληνικής εποχής, και στην
επικαιροποίηση μερικών θετικών γνωρισμάτων της. Στην αρχαία
ελληνική πόλη, πόλις και πολίτης συνδέονται οργανικά μεταξύ
τους. Οι Έλληνες είχαν συνειδητοποιήσει το γεγονός πως έχουμε
την ανάγκη των άλλων για να έχει νόημα η ζωή μας. Στην παρούσα
εργασία επιχειρείται μία συστηματική παρουσίαση και ερμηνευτική
θεώρηση του προβληματισμού του Κορνήλιου Καστοριάδη σχετικά με
τη φυσιογνωμία της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας. Το πλέον
χαρακτηριστικό γνώρισμα της αρχαίας πολιτικής δημοκρατικής
κοινότητας αφορά στην αυτοθέσμιση. Οι πολίτες επιθυμούν να
επωμισθούν τη ρύθμιση των κοινωνικών τους σχέσεων και επιζητούν
να είναι αυτόνομοι (Καστοριάδης 1986/1999: 11). Αυτονομία σε
σχέση με τι όμως; Αυτονομία σημαίνει απόρριψη της ετερονομίας,
απόρριψη κάθε εξωτερικής αυθεντίας, ιδιαίτερα θείας αυθεντίας,
απόρριψη κάθε εξωκοινωνικής αλήθειας και δικαιοσύνης. Επίσης,
σημαίνει αποδοχή της ικανότητας του λαού, των πολιτών, της
κοινότητας για ρητή και αυτοστοχαστική αυτοθέσμιση (Καστοριάδης
2000: 23).
2.
Πόλις και πολιτική φιλοσοφία
Το
αφετηριακό σημείο της διαμόρφωσης της αρχαίας ελληνικής πόλεως
βρίσκεται στη δεύτερη π.Χ. χιλιετία, στην περίοδο εγκατάστασης
των Ελλήνων στα σημερινά χωρικά όρια. Στα ερείπια αρχαϊκών
συνοικισμών και ναών βρίσκουμε αφιερώματα στις προστάτιδες
θεότητες των
πόλεων.
Η ανθρωπομορφική παράσταση των θεών ευνοείται από το γνήσιο
ελληνικό ορθολογισμό. Οι θεοί, ως ανθρωπομόμορφα και ζωόμορφα
όντα μοιάζουν με τον άνθρωπο, έχουν βούληση και συναίσθημα, πάθη
και πείσματα. Οι θεοί παρεμβαίνουν, με ανθρώπινη μορφή, υπέρ των
προστατευομένων τους. Ο ορθολογισμός των Ελλήνων διαφαίνεται
στην πεποίθηση ότι πρέπει να υπάρχει διάκριση μεταξύ θεών και
ανθρώπων (αφού οι θεοί είναι αθάνατοι), όπως υπάρχει διάκριση
μεταξύ θεών, ευ- γενών και κοινών θνητών. Η διάκριση αυτή
στηρίζεται σε άγραφους νόμους, οι οποίοι διασφαλίζουν την
κοινωνική τάξη, θεϊκή και ανθρώπινη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
είναι η Ολυμπιακή Πόλις, όπως περιγράφεται από τον Όμηρο στην
Ιλιάδα, με τη βασιλεία του Διός, ο οποίος επιβλέπει την τήρηση
των νόμων. Κάθε προσπάθεια παραβίασης των νόμων, σε θεϊκό ή
ανθρώπινο επίπεδο, αποτελεί
ύβριν
και επισύρει τη
νέμεσιν.
Ο
Όμηρος εξανθρωπίζει τους μύθους και αναδεικνύει τη σημασία των
παθών και συναισθημάτων στους ανθρώπους. Αυτό ενίσχυσε την
αυτοπεποίθηση του ανθρώπου στις δικές του δυνάμεις, οδήγησε
στην ανατροπή της μυθολογικής νοοτροπίας. Ο ομηρικός
ανθρωπομορφισμός άνοιξε το δρόμο στην κριτική της θρησκείας και
οδήγησε προς την απελευθέρωση της ελληνικής διανόησης από το
φόβο της θεϊκής μαγικής δύναμης.
Οι
άνθρωποι αναζητούν τάξη και συνοχή στον κόσμο εγκαινιάζοντας τη
φιλοσοφική και επιστημονική θεώρηση του κόσμου. Ο Όμηρος
προετοίμασε την έλευση του φιλοσόφου της φύσεως της Ιωνίας,
όπως η μυθολογική πόλις προετοίμασε την αυτόνομη και ανεξάρτητη
πολιτική κοινότητα, η οποία τελικά κατέλαβε κεντρική θέση στον
Αριστοτέλη, ο οποίος εγκαινίασε μαζί με τον Πλάτωνα (αφού
σημειωθεί ο πολύ σημαντικός ενδιάμεσος σταθμός της κίνησης του
διαφωτισμού των σοφιστών προς την ανεξάρτητη σκέψη), αυτό που
σήμερα ονομάζουμε «πολιτική φιλοσοφία». Αν αφαιρέσουμε το μυθικό
περίβλημα φτάνουμε στην ιστορική και φιλοσοφική θεώρηση της
πόλεως (Μπαρτζελιώτης 1997: 21-29).
Η
μελέτη του πολιτικού φαινομένου έχει μια μακρά διαδρομή από την
πολιτική φιλοσοφία του Πρωταγόρα, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη
μέχρι την πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία του
κοινωνικού
συμβολαίου του
Hobbes,
του
Locke
και του
Rousseau,
τον ωφελιμιστικό
φιλελευθερισμό του
J.
Bentham
και του
J.
S.
Mill,
τη θετική κοινωνιολογία
του Durkheim
και την πολιτική
κοινωνιολογία του
Weber
(Βλάχος 1977:
72175,
Γέμτος 1995: 36-61).
Η
αναζήτηση της «σπουδαίας» πόλεως, κατά τον Αριστοτέλη, είναι
έργο της επιστήμης και της προαιρέσεως. Η πόλις νοείται ως
δυναμική ολότητα που περιλαμβάνει και ολοκληρώνει στο μεγαλύτερο
βαθμό τα μέρη που τη συνιστούν και τις αρετές που οι πολίτες της
ασκούν (Μπαρτζελιώτης 1997: 13, 17).
Πρέπει να σημειωθεί ότι «η θεωρία για την ανθρώπινη φύση δεν
αποτελεί μόνο το ερμηνευτικό πλαίσιο της πολιτικής αλλά και την
επιστημολογική της προϋπόθεση: δεν είναι δυνατή η γνώση
ουσιωδών διαστάσεων της πολιτικής χωρίς την προηγούμενη γνώση
της ανθρώπινης φύσης» (Αγγελίδης 1994: 59). Βέβαια, «η ανθρώπινη
ύπαρξη έχει άπειρο βάθος και είναι τόσο πλούσια και ποικίλη,
ώστε δεν θα μπορέσει ποτέ να υπαχθεί ολικά στην παγιωμένη
άρθρωση αποσπάσματος πραξιολογικού στοχασμού» (Δεσποτόπουλος
180). Ο άνθρωπος, κατά το βασικό προβληματισμό της φιλοσοφικής
ανθρωπολογίας, αποτελεί ένα
ανοιχτό ερώτημα
(Plessner
1969/1983,
Bollnow
1971/1986: 121-123).
3.
Η αυτοθέσμιση
Το
κρίνειν και το επιλέγειν δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα. Στην
Ελλάδα βρίσκουμε το πρώτο παράδειγμα κοινωνίας που σκέπτεται
τους νόμους της και τους αλλάζει για το συμφέρον της πολιτικής
εκπροσώπησης και γενικότερα της πολιτικής κοινότητας (Καστοριάδης
1986/1995: 183). Το δεύτερο παράδειγμα συναντάται αρκετούς
αιώνες αργότερα στη Δυτική Ευρώπη, κατά το τέλος του Μεσαίωνα.
Τότε δημιουργούνται, όπως στην αρχαία Ελλάδα, πόλεις, δηλαδή
κοινότητες που προσπαθούν να αυτοκυβερνηθούν αντιδρώντας
εναντίον της φεουδαρχίας, της εκκλησίας και της απόλυτης
μοναρχίας, και είναι δημιούργημα της πρώτης αστικής τάξης. Να
διευκρινισθεί ότι ο Κορνήλιος Καστοριάδης αντιμετωπίζει την
αρχαία Ελλάδα όχι ως πρότυπο για μίμηση αλλά ως γονιμοποιό
σπέρμα που μπορεί να βοηθήσει, ως έμπνευση και πηγή ιδεών, τις
σημερινές κοινωνίες στην κατεύθυνση της ουσιαστικής
εκδημοκρατικοποίησής τους (Καστοριάδης 1986/1999: 11).
Οι
νόμοι, λοιπόν, δεν είναι κληροδότημα των προγόνων, δεν έχουν
δοθεί από τους θεούς. Στην Ελλάδα οι νόμοι δημιουργούνται μέσω
της συλλογικής αντιπαράθεσης και συζήτησης σχετικά με τους
καλούς και τους κακούς νόμους. Σημειώνεται, για πρώτη φορά, αυτό
που ονομάζεται αμφισβήτηση της παράδοσης σε δύο επίπεδα. Πρώτα,
στο επίπεδο των νόμων με τη στενή σημασία του όρου, δηλαδή νόμων
καταστατικών πολιτικής κοινότητας, νόμων που ορίζουν ποιος
ασκεί εξουσία (βασιλιάς και αριστοκράτες ή δήμος). Δεύτερο και
σημαντικότερο, στο επίπεδο των νόμων ως κοινωνικών παραστάσεων
του κόσμου, δηλαδή θεσμισμένων παραστάσεων με τις οποίες
ανατρέφονται τα παιδιά και γίνονται πολίτες και μαθαίνουν τι
είναι καλό, τι είναι κόσμος, τι έχει αξία, ποια είναι τα ιδανικά
για τα οποία αξίζει να ζει ή να πεθαίνει κανείς.
Αυτή η διαδικασία αμφισβήτησης συναντάται μόνο στην αρχαία
Ελλάδα και πολύ αργότερα στη Δυτική Ευρώπη. Έννοιες όπως η
ισότητα και η δικαιοσύνη, που σήμερα θεωρούνται αυτονόητες, τι
σημαίνει για ένα νόμο να είναι καλός ή κακός, εν τέλει τι είναι
η δικαιοσύνη, δεν συναντώνται σε άλλες γνωστές κοινωνίες (Καστοριάδης
1986/1995: 184). Η πάλη των τάξεων συνιστά εξαίρεση στην
παγκόσμια ιστορία. Οι εξεγέρσεις των δούλων στην αρχαιότητα, τη
ρωμαϊκή κυρίως, δεν είχαν στόχο την αλλαγή των θεσμών, αλλά την
αλλαγή της ατομικής κατάστασης των ανθρώπων μέσα στους ίδιους
θεσμούς. Μόνο στον αρχαίο ελληνικό δήμο και στο δυτικοευρωπαϊκό
χώρο έχει σημειωθεί εκ μέρους των εξεγερμένων ο στόχος της
αλλαγής της κοινωνικής θέσμισης (Καστοριάδης 1986/1999: 14)...(Λήψη
ολόκληρου του αρχείου)