Η έννοια της
Ισχύος στην αρχαία
ελληνική σκέψη
Π. Κονδύλης
Στη συγκυρία εκείνη της ιστορίας των ιδεών, μέσα στην οποία το πρόβλημα
της ισχύος τέθηκε για πρώτη φορά μ’ όλη του τη φιλοσοφική ένταση,
διαγράφηκαν κιόλας ξεκάθαρα τόσο οι δυνατές βασικές τοποθετήσεις όσο και
η θεμελιώδης δομή των αντίστοιχων επιχειρημάτων. Γι’ αυτό και η
αντιπαράθεση ανάμεσα στη σοφιστική και στον Πλάτωνα κατέχει πρωτεύουσα
θέση μέσα στη φιλοσοφική ιστορία του προβλήματος της ισχύος και μέσα
στην ιστορία της φιλοσοφίας εν γένει. Οι σοφιστές, αυτοί οι philosophes
maudits της αρχαιότητας, ανακάλυψαν τον παράγοντα της ισχύος και
ανέπτυξαν τη θεωρία τους για την αντίθεση μεταξύ Φύσεως (ή
ισχύος) και Νόμου (ή ηθικής) μέσα στο ευρύ πλαίσιο μιας
αντιμεταφυσικής και σχετικιστικής τοποθέτησης, η οποία έδωσε το αρνητικό
έναυσμα για την αντίστροφη πλατωνική σύνδεση του πρωτείου της ηθικής με
μιαν ορισμένη μεταφυσική. Όχι ο Σωκράτης, όπως διατείνεται ο θρύλος πού
διαμορφώθηκε το αργότερο από την εποχή του Κικέρωνα, παρά η σοφιστική
κατέβασε για πρώτη φορά τη φιλοσοφία από τα ουράνια ύψη της
προσωκρατικής θεωρίας στα χαμηλώματα της γης, κάνοντας κύριο μέλημα της
σκέψης τον άνθρωπο στην πολιτισμική και πολιτική του δραστηριότητα. Η
πρωτοκαθεδρία της ανθρωπολογικής προβληματικής οδηγούσε όμως αναπόδραστα
στην ανθρωπολογική πρωτοκαθεδρία της βούλησης για ισχύ. Γιατί ο άνθρωπος
πού αφέθηκε στις δικές του τις δυνάμεις, ο άνθρωπος πού παύει ν’ ακούει
τη φωνή των θεών καθώς διαπιστώνει ότι οι θεοί είναι δικά του
δημιουργήματα, ο άνθρωπος ως δημιουργός νόμων πού δεν είναι δυνατόν να
βγαίνουν άμεσα από τους κόλπους της Φύσης ήδη επειδή παραλλάζουν
ατέλειωτα από τόπο σε τόπο κι από εποχή σε εποχή — ο άνθρωπος αυτός
μονάχα από τη βούληση για ισχύ μπορεί να αντλεί τη ζωτική του ενεργεία,
τους κοινωνικούς και τους ηθικούς του σκοπούς. Τέτοιες αντιλήψεις ήταν
φυσικό να αναφαίνονται στην Ελλάδα του 5ου αιώνα π.Χ. Η ισχύς γίνεται
θεωρητικό πρόβλημα όταν το ζήτημα της πολιτικής ισχύος είναι ανοιχτό,
όταν η ισχύς και η εξουσία παύουν να είναι αυτονόητες και γίνονται λεία,
την οποία καθένας μπορεί να θηρεύσει. Ο κοινωνικός ξεπεσμός της παλαιάς
αριστοκρατίας και η παράλληλη άνοδος των homines novi — αρχικά ως
τυράννων ή ως εμπίστων των τυράννων και κατόπιν, ήτοι μετά την
επικράτηση του δήμου, ως δημαγωγών- γέννησαν μια τέτοια κατάσταση. Οι
σοφιστές δεν πουλούσαν απλώς μια τεχνική της ισχύος σε όσους συγχρόνους
τους διψούσαν για ισχύ, αλλά και πρόσφεραν μια νέα και ρηξικέλευθη
θεώρηση των ανθρωπίνων πραγμάτων· συνέλαβαν νοητικά κατά τον τρόπο τους
την ουσία της εποχής τους και από τη σύλληψη του επίκαιρου πέρασαν στη
σύλληψη του ανθρώπου.
Το βάθος και η γονιμότητα αυτής της σύλληψης μαρτυρούνται από το έργο
του Θουκυδίδη, του ιδιοφυέστερου μαθητή της σοφιστικής και του
μεγαλύτερου ίσως ιστορικού πού έζησε ποτέ. Τούτος ο σύγχρονος των
διασημότερων σοφιστών, του ώριμου Σωκράτη και του νεαρού Πλάτωνα, είχε
την ευκαιρία να παρακολουθήσει τη συζήτηση πάνω στο πρόβλημα της ισχύος
σε μιαν εποχή όπου η επιδίωξη της ισχύος έφτασε η ίδια στον παροξυσμό
της ανελέητης βίας. Ακόμα γλαφυρότερα απ’ ό, τι ο πολιτικός αγώνας κάτω
από την πραγματική ή ονομαστική κυριαρχία του δήμου, απεκάλυπτε τώρα ο
πόλεμος τί κινεί τους ανθρώπους και την ιστορία. Ο Θουκυδίδης αφιέρωσε
το έργο της ζωής του στην περιγραφή τούτων των κινητήριων δυνάμεων
παίρνοντας ως παράδειγμα ένα μεγάλο και πολυστρώματο συμβάν. Η ανθρώπινη
φύση, την οποία ωθεί η φιλαρχία και η πλεονεξία, παραμένει. στα μάτια
του σταθερό μέγεθος, και γι’ αυτό η ειρήνη δεν μπορεί παρά να είναι
σχετική, όπως κι ο πόλεμος δεν αποτελεί έκπληξη· όμως μονάχα μέσα στην
αναταραχή του πολέμου γίνεται, πρόδηλο σε πόσο εύθραυστα θεμέλια
στηρίζεται η ειρήνη. Όταν καθιερωμένοι θεσμοί και παμπάλαια έθιμα
παραμερίζονται, στο άψε-σβήσε, όταν τα ιερά δεσμά της θρησκείας και της
ηθικής καταρρακώνονται αιφνίδια, όταν ακόμα και οι λέξεις αλλάζουν τη
σημασία τους — τότε γίνεται ηλίου φαεινότερον ότι όλα αυτά είναι
τεχνητές κατασκευές και θεσμίσεις, όχι γεννήματα της Φύσης. Πίσω από το
σκισμένο προσωπείο των θεσμίσεων προβάλλει τώρα το αληθινό πρόσωπο της
Φύσης: είναι το πρόσωπο των Αθηναίων όταν ζητούν από τους Μηλίους να
υποταγούν. Δεν το ζητούν με τη συνείδηση τους βεβαρυμένη, δεν πιστεύουν
ότι έτσι παραβιάζουν τη θεία τάξη, γιατί η θεία ή φυσική τάξη, ο
εσώτερος νόμος του Όντος είναι ακριβώς ο νόμος του ισχυρότερου. Μόνον οι
αδύνατοι αντλούν από τη θεία ή φυσική τάξη μιαν ηθική — όμως η ηθική,
ως επιχείρημα και ως όπλο, δεν μπορεί να είναι ισχυρότερη από όσους
υποχρεώνονται να καταφύγουν σ’ αυτήν. Η πίστη στην υπερίσχυση των
ηθικών κανόνων γεννά απλώς φρούδες ελπίδες, ωθεί σε απελπισμένες και
αυτοκαταστροφικές ενέργειες. Η πράξη θα όφειλε να προσανατολίζεται στους
κανόνες της φρόνησης, οι οποίοι πάλι πρέπει να υπηρετούν τη φυσική
επιταγή της αυτοσυντήρησης. Βεβαίως, η αυτοσυντήρηση έχει διαφορετικό
νόημα για τον ισχυρό, ο οποίος μπορεί να διατηρήσει την ισχύ του μοναχά
διευρύνοντάς την συνεχώς, και για τον αδύνατο, ο οποίος σώζεται
ανταποκρινόμενος στις επιθυμίες του ισχυρότερου