www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

 

Η έννοια της αρετής στον Αριστοτέλη

 

                                          Απόσπασμα από το σεμινάριο της 5ης Δεκεμβρίου 1984 στον Γ΄ τόμο

                                        «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ» του Κ. Καστοριάδη

 

 

Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετή ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρός ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ και ᾦ ἄν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν.

 

Αυτός ο πασίγνωστος και θαυμαστός ορισμός της αρετής από τον Αριστοτέλη στα Ηθικά Νικομάχεια,[1] τον οποίο θα ήθελα να σχολιάσω εν συντομία αμέσως, περιέχει εν σπέρματι και εν δυνάμει όλες τις αντινομίες της ηθικής δράσης του ατόμου, της πολίτικης δράσης τόσο μιας ομάδας όσο και έναντι μιας ομάδας, καθώς και όλα τα σχετικά με την αυτονομία προβλήματα τα οποία μας απασχολούν εδώ.

Τι λέει ο Αριστοτέλης; Αφού έχει ήδη απαριθμήσει μια σειρά καθορισμών κι έχει ξεκαθαρίσει κατά κάποιον τρόπο το πεδίο, δίνει τον ορισμό του και παρουσιάζει την ουσία του ζητήματος, όπως ένα σημαντικό μοτίβο έπεται μιας ορχηστρικής προετοιμασίας. «Είναι λοιπόν η αρετή»... Διατήρησα τον ελληνικό όρο, διότι για εμάς ο όρος vertu είναι διαφορετικός. Ἀρετή είναι μια πανάρχαια λέξη. που προέρχεται από το ρήμα ἀραρίσκω, το οποίο έχει πιθανώς σχέση με την ἁρμο­νίαν, δηλαδή τον καλό Tempaicrung [συγκερασμό], όπως θα έλεγε ο Bach για το κλειδοκύμβαλο, το ότι είναι δηλαδή καλά συγκερασμένο, καλά διαρθρωμένο και καλά αρμολογημένο. Η ἀρετή, λέει ο Αριστοτέλης, είναι ἕξις προαιρετική. Ἕξις, είναι μια επίκτητη κλίση, την οποία δεν έχουμε εκ γενετής. Τα μπλε ή τα μαύρα μάτια δεν είναι έξις, αλλά το να παίζει κανείς πιάνο είναι έξις. Είναι ένα habitus, όχι μόνο και όχι τόσο με την έννοια της συνήθειας, όπως η συνήθεια του καπνίσματος, αλλά κάτι το κεκτημένο, το οποίο επιτρέπει καταρχήν την πράξη, τη δράση. Αυτή όμως η έξις, αυτή η επίκτητη κλίση, είναι προαιρετική, εναπόκειται στη διακριτική μας ευχέρεια, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρός ἡμᾶς, σε μια μεσότητα, η οποία δεν είναι η ορθή μεσαία οδός, αλλά μια μεσότητα ανάμεσα σε δύο άκρα, και πρός ἡμᾶς, σε σχέση δηλαδή με εμάς. με ό, τι μας αφορά, και όχι με απόλυτο τρόπο. Δεν παίρνουμε το μέσον ανάμεσα στο προσφορότερο μέγιστο και το προσφορότερο ελάχιστο που συναντάμε στο σύμπαν, παίρνουμε τη μεσότητα σε σχέση με εμάς - ποιοι όμως είμαστε εμείς: Επ’ αυτού, θα επανέλθω. Και αυτή η προαιρετική έξις, αυτή η διαβουλευτική συνήθεια, καθορίζεται εντός και διά του λόγον - ο Αριστοτέλης θα μπορούσε να σταματήσει εκεί τι περισσότερο μπορεί να υπάρξει από τον ορισμό μέσω του λόγου, - και ᾦ ἄν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν: και όπως θα την όριζε ο φρόνιμος. Δεν θέλω να χαθώ σε φιλολογικές λεπτομέρειες, αλλά το (ορισμένη θα μπορούσε να έχει υπογεγραμμένη και να αναφέρεται στο μεσότητι. Στην περίπτωση αυτή. η μεσότητα θα οριζόταν από το λόγον και όπως θα την όριζε ο φρόνιμος. Πράγμα που τελικώς θα είχε λίγη σημασία, αφού αυτοί οι καθορισμοί θα ανάγονταν τελικά πάλι στην αρετήν. Νομίζω, λοιπόν, ότι πρέπει να παραμείνουμε στην ανάγνωση χωρίς την υπογεγραμμένη: αυτή που ορίζεται από το λόγον είναι σαφώς η αρετή ορίζεται δηλαδή από μια απρόσωπη έλλογη ιδιότητα, που θα μπορούσε, οριακά, να βρίσκεται μέσα στα βιβλία και η οποία ορίζεται επίσης από τον φρόνιμον, τον άνθρωπο της φρονήσεως, τον οποίο όμως δεν μπορούμε να κλείσουμε σε ένα βιβλίο. Θα έπρεπε να έχουμε διαρκώς έναν φρόνιμον μαζί μας. στο πεδίο της μάχης ή στο δικαστήριο, για να μας λέει: ιδού ποια είναι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μεσότητα, ο μέσος όρος των άκρων, και ιδού ποια είναι τι προαιρετική έξις. η προαιρετική, και κατά τη διακριτική μας ευχέρεια, συνήθεια! Φρόνιμος, φρόνησις: οι Λατίνοι το μετέφρασαν ως prudentia, απ’ όπου προέρχεται το γαλλικό prudence. Δεν φταίνε τα γαλλικά ούτε καν τα λατινικά, πλην όμως δεν πρόκειται για το ίδιο πράγμα. Ένα μέρος του μεγαλείου και της λαμπρότητας των αρχαίων κλασικών γλωσσών οφείλεται στο γεγονός ότι έπαψαν να φθείρονται, αντίθετα από τα μάρμαρα εκείνης της εποχής. Στα γαλλικά όμως το prudence έχει φθαρεί. Στο παιδί που πηγαίνει στο σχολείο λένε: «Να είσαι prudent, να περνάς απέναντι μόνο από τη διάβαση πεζών», ή συμβουλεύουμε τους οδηγούς των αυτοκινήτων να επιδεικνύουν prudence. Όλα αυτά δεν έχουν πολύ σχέση με τη φρόνησιν και τον φρόνιμον. Εξάλλου, στα νέα ελληνικά η λέξη έχει φθαρεί εξίσου: «Αν δεν είσαι φρόνιμος, θα φας ξύλο...».

Ο Αριστοτέλης, που είναι ο κατεξοχήν μέγας θεωρητικός αλλά επίσης και ο πιο φρόνιμος φιλόσοφος, δεν αφήνεται να παρασυρθεί από αυτά που λέει, αλλά παίρνει ήδη κατά κάποιον τρόπο τις αποστάσεις του για να εξασκήσει τη φιλοσοφική του φρόνησιν, την κρίση του, το ορθώς σκέπτεσθαι μέσα στις πραγματικές συνθήκες. Εδώ, λοιπόν, έχουμε την πρώτη ταλάντευση ανάμεσα σε φρόνησιν και λόγον, που χαρακτηρίζει την αρετήν σαν κάτι το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντικειμενικότητα, αποκτά όμως καθολικότητα μέσω του λόγου. Καθώς η λέξη λόγος έχει πολλές σημασίες, δεν μπορούμε να πάρουμε μόνο μία από αυτές και να την εφαρμόσουμε σε αυτή τη φράση. Παραδείγματος χάριν, ο λόγος ενός πράγματος, στον Αριστοτέλη, είναι ο ορισμός του. Τότε όμως ὡρισμένῃ λόγῳ θα σήμαινε «ορισμένη σε έναν ορισμό», πράγμα που θα ήταν ταυτοχρόνως πλεονασμός και αντίφαση. Λόγος είναι επίσης η ικανότητα ανάπτυξης μιας σειράς συλλογισμών ανάμεσα σε ακραίους όρους, πρόκειται για τη δύναμη της ομιλίας που ασκείται μέσω της γλώσσας, της οποίας οι όροι είναι καθολικοί. Ωστόσο, αυτός ο καθορισμός δεν αρκεί' χρειάζεται ο φρόνιμος, ο άνθρωπος που «τα έχει τετρακόσια», για να μετριάσει, να διορθώσει, να συμπληρώσει, να αλλάξει, να εμπλουτίσει, να τροποποιήσει αυτό που θα μπορούσε να εκ- φράσει ο απλός λόγος.

Και αυτή η ταλάντευση, λοιπόν, αυτή η κεντρική αντινομία, τοποθετείται σε μια μεσότητα πρός ἡμᾶς, όσον αφορά εμάς. Ποιοι είμαστε «εμείς»; Για ποια κοινότητα πρόκειται; Γ ια την ανθρωπότητα εν γένει; Για την Αθήνα του 5ου αιώνα; Τέλος, υπάρχει κυρίως η αντινομία που εμπεριέχεται στο έξις προαιρετική, το οποίο θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως σχήμα οξύμωρο, ως σύζευξη δύο αντιφατικών όρων. όπως λέμε: ω, τι γλυκό μαρτύριο! Η έξις είναι, ασφαλώς, μια επίκτητη κλίση, αλλά επίσης μια συνήθεια, ένας πολύ συχνός, αν όχι κύριος τρόπος δράσης, ένα habitus. Και είναι προαιρετική· το προαιρετικός προέρχεται από την προαίρεσιν, την επιλογή, επομένως αυτό το habitus σχετίζεται με την επιλογή. Και είναι αλήθεια ότι η αρετή είναι αυτό το οποίο μας επιτρέπει να επιλέγουμε σωστά ανάμεσα στα πράγματα που πρέπει ή δεν πρέπει να κάνουμε, ακόμα κι αν δεν είναι το μόνο. Επομένως, σχετίζεται με την άσκηση μιας συνήθειας, η οποία με τη σειρά της σχετίζεται με την επιλογή.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται όλη η αντινομία: αυτή η συνήθεια/διάθεση δεν πρέπει να είναι τέτοια ώστε να καταργεί κάθε δυνατότητα επιλογής εκ μέρους του υποκειμένου. Πρόκειται, εν κατακλείδι, για τετραγωνισμό του κύκλου. Ενάρετος είναι αυτός ο οποίος έχει ἀρετήν, έχει τη συνήθεια να ενεργεί σωστά, να επιλέγει σωστά σε διαφορετικές περιστάσεις, χωρίς όμως να είναι υπόδουλος σε αυτή τη συνήθεια. Περί αυτού ακριβώς πρόκειται: ο Αριστοτέλης, σε αυτή την περίπτωση, όπως και σε τόσες άλλες, λέει αλήθεια· ακόμα κι αν αυτό που λέει είναι ανεπαρκές, εδώ σαφώς υπάρχει ένας πυρήνας αλήθειας. Το ίδιο πρόβλημα έχουμε, εξάλλου, να αντιμετωπίσουμε όταν εξετάζουμε τα ζητήματα της θέσμισης της κοινωνίας και της πολιτικής δράσης με όρους, παραδείγματος χάριν, της παμπάλαιας συζήτησης: για να αλλάξουμε την κοινωνία, πρέπει να αλλάξουμε τους ανθρώπους, και για να αλλάξουμε τους ανθρώπους, πρέπει η κοινωνία να είναι διαφορετική. Πρέπει, επομένως, και τα δρώντα άτομα να έχουν διαφορετικές συνήθειες. Ποιος όμως θα τους εμφυσήσει αυτές τις διαφορετικές συνήθειες, αν όχι ο τρόπος με τον οποίο εκπαιδεύονται και επομένως η κοινωνία μέσα στην οποία ζουν; Το ίδιο ισχύει όταν μιλάμε για την αυτονομία ως δυνατότητα της κοινωνίας να τροποποιήσει με διαύγεια την ίδια της τη θέσμιση. Το να είναι αυτή η δυνατότητα πραγματική και το να υπάρχει κάθε φορά στην κοινωνία ο αναγκαίος βαθμός αντικειμενικής και υποκειμενικής ελευθερίας, ανεξαρτησίας πνεύματος ατόμων και ομάδων, και ευθύνης έναντι του κοινού βίου, είναι κάτι που εξαρτάται ήδη από την υφιστάμενη θέσμιση. Πρέπει, παραδείγματος χάριν η κοινωνία να έχει θεσπίσει ως κανόνα δικαίου το ότι οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να εκφράζουν τις απόψεις τους μέσα στα όρια του ποινικού κώδικα (όπως στην πρώτη τροπολογία του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών). Πρέπει όμως επίσης και οι άνθρωποι να εκφράζουν πράγματι τις απόψεις τους και να μη σκοπούν από κομφορμισμό, αδιαφορία, απάθεια...· πρέπει επίσης οι απόψεις c να είναι εύστοχες όσον αφορά την τάξη της κοινωνίας κι αποφάσεις που η κοινότητα πρέπει να πάρει τη δεδομένη μη. Το παράδοξο λοιπόν έγκειται στο εξής: μόνο σε σχέση με αυτό που είμαστε ήδη μπορούμε να δράσουμε σύμφωνα με την ἀρετήν ή μέσα στην αυτονομία. Και αϊτό που είμαστε ήδη δεν μας καθορίζει ώστε να είμαστε αυτόνομοι, πράγμα που δε σημαίνει τίποτε, έχει όμως κάποια σχέση με την ελευθερία σης. την αυτονομία, η οποία ανοίγεται μπροστά μας ως δυνατότητα. Πιστεύω ότι πολλές φιλοσοφικές διαμάχες θα είχαν αποφευχθεί αν είχαμε αναλογιστεί περισσότερο αυτό το παράδοξο και αν, αντί να συσσωρεύουμε ερμηνευτικούς ή σχολαστικούς σχολιασμούς, είχαμε εξετάσει περισσότερο τις πτώσεις αυτού του ορισμού του Αριστοτέλη, ο οποίος εκθέτει ευθέως τους όρους της αντινομίας του προβλήματος. Όπως όμως είπε ο Freud σε μια άλλη περίπτωση, οι αντινομίες δεν εμπόδισαν ποτέ κανέναν να ζήσει. Ζούμε επομένως με αυτή την αντινομία, προσπαθώντας κουτσά στραβά να τη λύσουμε, κατά περίπτωση - ατομικά και ενίοτε συλλογικά -, γνωρίζοντας ότι στη συνέχεια θα τη συναντήσουμε ξανά.                                       

 

 

[1] <Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, B', 6, 1107a. Ο Καστοριάδης επανήλθε δύο φορές το 1986-1987 σε αυτό τον αριστοτελικό ορισμό. Πρβλ. SV, σσ. 152-154 και 173-174· επίσης Fait et ά faire (στο εξής FF). Paris, Seuil 1997. σσ. 56-57, επανέκδ.. σ. 67.>