www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

Η ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΗ ΚΟΣΜΟΘΕΑΣΗ

 (ἀ­πό τό «ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΚΑΤΑ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ» τοῦ Friedrich Nietzsche)

 

Προλογικά-μετάφραση-σχὀλια: Βαγγέλης Δουβαλέρης

Φιλολογική ἐπιμέλεια-Σχὀλια: Ἧρκος Ἀποστολίδης

 

Οἱ Ἕλ­λη­νες, πού μέ τούς θε­ούς τους λέ­γουν καί συ­νά­μα κρύ­πτουν τίς μυ­στι­κές δι­δα­χές* τῆς κο­σμο­θέ­α­σής τους, ἔ­χουν γιά πη­γές τῆς Τέ­χνης τους δύ­ο θε­ό­τη­τες, τόν Ἀ­πόλ­λω­να καί τό Δι­ό­νυ­σο. Στήν Τέ­χνη, τά ὀ­νό­μα­τα αὐτά ἐκ­προ­σω­ποῦν δύ­ο ἀν­τι­δι­α­με­τρι­κά ὕ­φη, τά ὁ­ποῖα, μο­λο­νό­τι σχε­δόν πάν­τα ἀλ­λη­λο­συγ­κρού­ον­ταν, ὡ­στό­σο συμ­πο­ρεύ­ον­ταν κι­ό­λας, καί μό­νον μί­α φο­ρά, τόν και­ρό πού ἄν­θι­ζε ἡ ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κή «Βού­λη­ση», ἐμ­φα­νί­στη­καν συν­ται­ρι­α­σμέ­να στήν ἀτ­τι­κή Τρα­γω­δί­α.

Σέ δύ­ο κα­τα­στά­σεις ὁ ἄν­θρω­πος ἀγ­γί­ζει τήν ἀ­πό­λαυ­ση τοῦ ὑ­πάρ­χειν: στ’  ὄ ­ν ε ι ­ρ ο  καί  στη  μ έ ­θ η.  Ἡ ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι[1] στόν κό­σμο τῶν ὀ­νεί­ρων, ἐκεῖ πού κά­θε ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τος καλ­λι­τέ­χνης, συνι­στᾶ τή μή­τρα τῶν εἰ­κα­στι­κῶν Τε­χνῶν,[2] κα­θώς κ’ ἑ­νός ση­μαν­τι­κοῦ μέ­ρους τῆς ποί­η­σης, ὅπως θά δοῦ­με πα­ρα­κά­τω. Στ’ ὄ­νει­ρο ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με τήν  μ ο ρ ­φ ή,  κα­τα­νοῶν­τας την ἄ­με­σα - ὅλα τά σχή­μα­τα μᾶς μι­λοῦν δέν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα τό ἀ­δι­ά­φο­ρο, τί­πο­τα τό πε­ριτ­τό. Φτά­νοντας στό ἀ­πό­γει­ο αὐτῆς τῆς κα­τά­στα­σης, μᾶς συ­νο­δεύ­ει ἡ δι­α­λάμ­που­σα αἴ­σθη­ση τοῦ  φ α ι ­ν ο ­μ ε ­ν ι ­κ ο ῦ.  Μό­λις σβή­σει ἡ αἴ­σθη­ση αὐτή, ἀρ­χί­ζουν τά πα­θο­λο­γι­κά συμ­πτώ­μα­τα· τό­τε τ’ ὄ­νει­ρο δέν ἀ­να­ζω­ο­γο­νεῖ πιά, καί παύ­ει ἡ φύ­σει εὐ­ερ­γε­τι­κή του ἐ­πί­δρα­ση. Πέρ’ ἀπ’  τό ὁ­ρι­ο τοῦ­το δέν ὑ­πάρ­χουν μό­νον εὐ­χά­ρι­στες κ’ οἰ­κεῖ­ες ὄ­ψεις τίς ὁ­ποῖες ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με ἄ­με­σα· ἡ ἴ­δια χα­ρά συ­νο­δεύ­ει τή θέ­α­ση τοῦ Σο­βα­ροῦ, τοῦ Λυ­πη­ροῦ, τοῦ Με­λαγ­χο­λι­κοῦ, τοῦ Ζο­φε­ροῦ - μό­νο πού κ’ ἐ­δῶ, τό πέ­πλο τοῦ φαί­νε­σθαι πρέ­πει ν’ ἀ ν ε μ ί ζ ε ι,.. νά μήν κα­λύ­πτει ὁ­λό­τε­λα τίς θε­με­λι­ώ­δεις μορ­φές τοῦ Πραγ­μα­τι­κοῦ. Ἄν λοι­πόν τ’ ὄ­νει­ρο εἶ­ναι τό παι­γνί­δι τοῦ κά­θε ἀνθρώπου μέ τό Πραγ­μα­τι­κό, ἡ Τέ­χνη τοῦ γλύ­πτη[3] (ὑ­πό τήν εὐ­ρεῖ­α ἔν­νοι­α τοῦ ὅρου) εἶ­ναι τό  π α ι ­γ ν ί ­δ ι  μ έ  τ’  ὄ ­ν ε ι ­ρ ο.  Τό ἄ­γαλ­μα, ὡς συμ­πα­γής ὄγκος μαρ­μά­ρου εἶ­ναι κά­τι ὅλως πραγ­μα­τι­κό, ὅμως τό «πραγ­μα­τι­κό» τοῦ ἀ­γάλ­μα­τος ὡς μορ­φή ὀ­νεί­ρου εἶ­ναι τό ζων­τα­νό πρό­σω­πο τοῦ θε­οῦ. Ὅ­σο τό ἄ­γαλ­μα μέ­νει με­τέ­ω­ρο σάν φά­σμα στά μά­τια τοῦ γλύ­πτη, ἐκεῖ­νος παί­ζει ἀ­κό­μη μέ τό πραγ­μα­τι­κό· ὅταν «με­τα­φρά­ζει» τήν πα­ρά­στα­ση αὐτή σέ μάρ­μα­ρο, παί­ζει μέ τ’ ὄ­νει­ρο.

 

Ὑ­πό ποιάν ἔν­νοι­α ὁ  Ἀ ­π ό λ ­λ ω ν  ἔ­γι­νε θ­εός τῆς Τ έ χ ν η ς; Στό βαθ­μό πού εἶν’ ὁ θε­ός τῶν ὀ­νει­ρι­κῶν πα­ρα­στά­σε­ων. Εἶν’ ὁ «Φεγ­γο­βό­λος»·[4] στή βα­θύ­τε­ρη ρί­ζα του, θε­ός τοῦ ἥ­λι­ου καί τοῦ φω­τός, ὁ θε­ός πού φα­νε­ρώ­νε­ται μές στό θάμ­πος. Τό στοι­χεῖ­ο του εἶν’ ἡ «ὡ­ραι­ό­τη­τα»: αἰ­ώ­νι­α νιό­τη τόν συ­νο­δεύ­ει. Κρύ­βε­ται ὅμως καί στήν ὡ­ραί­α λάμ­ψη πού ἐκ­πέμ­πουν τά ὄ­νει­ρα: ἡ ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­λή­θει­α κ’ ἡ πλη­ρό­τη­τα αὐ­τῶν τῶν κα­τα­στά­σε­ων, σέ ἀν­τί­θε­ση μέ τή μο­νά­χα σπα­σμα­τι­κά κα­τα­νο­η­τή κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα, τόν ὑ­ψώ­νουν σέ θε­ό μάν­τη, ὅσο καί καλ­λι­τέ­χνη. Ὁ θε­ός πού ἑ­δρεύ­ει στήν ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι[5] εἶ­ναι, λοι­πόν, κατ’ ἀ­νάγ­κην, καί θε­ός τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Γνώσης. Μά καί τό λε­πτό ἐ­κεῖ­νο ὅριο πού δέν πρέ­πει νά ὑ­περ­βεῖ τ’ ὄνει­ρο, τό ὅριο πέ­ρα ἀπ’  τ’ ὁ­ποῖο τά φαι­νό­με­να δέν ἀ­πα­τοῦν ἁ­πλῶς, πα­ρά συ­νι­στοῦν κι ἀ­θέ­μι­το δό­λο —ἐ­πε­νερ­γῶν­τας νο­ση­ρά—, ἀ­νή­κει κι αὐτό στήν ἁρ­μο­δι­ό­τη­τα τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να: τό μέ­τρο, ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α ἀπ’  τ’ ἄ­γρι­α συ­ναι­σθή­μα­τα, ἡ σο­φί­α κ’ ἡ γα­λή­νη τοῦ θε­οῦ γλύ­πτη. Ὁ ὀ­φθαλ­μός του γα­λή­νι­ος, «ἡ­λι­ο­ει­δής»-[6] ἀ­κό­μα κι ὅταν εἶν’ ὀρ­γι­σμέ­νος[7] ἤ δύ­σθυ­μος, κα­θα­γιά­ζει τήν ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι.

Ἀν­τί­θε­τα, ἡ δι­ο­νυ­σι­α­κή Τέ­χνη βα­σί­ζε­ται στό παι­γνί­δι μέ τή μέ­θη, μέ τήν πα­ρά­φο­ρη ἔκ­στα­ση. Δύ­ο δυ­νά­μεις κα­τε­ξο­χήν ἀ­νυ­ψώ­νουν τόν ἀ­φε­λῆ ἄν­θρω­πο* τῆς Φύ­σης στήν αὐ­το­λη­σμο­σύ­νη τῆς μέ­θης: ἡ ὁρ­μή τῆς ἀ­νοίξε­ως καί τό ναρ­κω­τι­κό πο­τό. Σύμ­βο­λό τους: ὁ Δι­ό­νυ­σος. Ἡ Ἄρ­χή της ἀ­το­μι­κό­τη­τας± δι­α­σπᾶ­ται στίς δύ­ο αὐ­τές συν­θῆ­κες· τό ὑ­πο­κει­με­νι­κό σβή­νει μπρός στήν ὁρ­μή τοῦ πα­ναν­θρώ­πι­νου, τοῦ κα­θαυ­τό φυ­σι­κοῦ. Οἱ δι­ο­νυ­σι­α­κές γιο­ρτές δέν σφρα­γί­ζουν μό­νο τή συ­να­δέλ­φω­ση ἀν­θρώ­που μέ ἄν­θρω­πο,[8] πα­ρά συμ­φι­λι­ώ­νουν καί τόν ἄν­θρω­πο μέ τή Φύ­ση. Ἡ γῆ προ­σφέ­ρει τά δῶ­ρα της, καί τά πι­ό ἄ­γρι­α θη­ρί­α πλη­σι­ά­ζουν εἰ­ρη­νι­κά: πάν­θη­ρες καί τί­γρεις σέρ­νουν τό ἀν­θο­στό­λι­στο ἅρ­μα τοῦ Δι­ο­νύ­σου.[9] Κα­ταρ­γοῦν­ται ὅλες οἱ κά­στε­ς26 πού ἑ­δραί­ω­σαν οἱ ἀ­νάγ­κες κ’ οἱ αὐ­θαι­ρε­σί­ες τῶν ἀνθρώπων: ὁ δοῦ­λος εἶν’ ἐ­λεύ­θε­ρος, ὁ ἀ­ρι­στο­κρά­της κι ὁ τα­πει­νῆς κα­τα­γω­γῆς γί­νον­ται ἕ ν α σῶ­μα στά βακ­χι­κά χο­ρι­κά. Μέ ὁ­λο­έ­να με­γα­λύ­τε­ρους θι­ά­σους, στρο­βι­λί­ζε­ται ἀ­πό τό­πο σέ τό­πο τό εὐ­αγ­γέ­λι­ο τῆς «παγ­κό­σμι­ας ἁρ­μο­νί­ας»: τρα­γου­δῶν­τας καί χο­ρεύ­ον­τας ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται μέ­λος μι­ᾶς ἀ­νώ­τε­ρης, ἰδα­νι­κώ­τε­ρης κοι­νό­τη­τας·[10] ξέ­χα­σε πιά πῶς νά περ­πα­τᾶ, νά μι­λά­ει. Ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο: νιώ­θει ὑ­πό τήν ἐ­πή­ρει­α κά­ποιας μα­γι­κῆς δύ­να­μης - ἔ­χει πραγ­μα­τι­κά με­τα­μορ­φω­θεῖ! Τά ζῶ­α ἀ­πο­κτοῦν μι­λιά, ἡ γῆ προ­σφέ­ρει μέ­λι καί γά­λα,[11] κι αὐτός νιώ­θει νά ἡ­χεῖ μέ­σα του κά­τι ὑ­περ­φυ­σι­κό. Νιώ­θει θε­ός·[12] ὅ,τι ζοῦ­σε μο­νά­χα στή φαν­τα­σί­α του τώ­ρα κατα­κλύ­ζει ὅλο τοῦ τό εἶ­ναι! Τί τόν νοιά­ζουν οἱ εἰ­κό­νες καί τ’ ἀ­γάλ­μα­τα; Ὁ ἄν­θρω­πος δέν εἶ­ναι πιά καλ­λι­τέ­χνης - ἔ­γι­νε ὁ ἴ­διος ἔρ­γο Τέ­χνης· κι­νεῖ­ται ἐκ­στα­τι­κός, ἐ­ξυ­ψω­μέ­νος κα­θαυ­τό, σάν τούς θε­ούς ποὔ­βλε­πε στά ὄ­νει­ρά του. Ἐ­δῶ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ἡ καλ­λι­τε­χνι­κή ἰ­σχύς, ὄ­χι πλέ­ον τοῦ ὅ­ποι­ου ἀν­θρώ­που, πα­ρά τῆς Φύ­σης ὁ­λά­κε­ρης. Ἐ­δῶ πλά­θε­ται καί λα­ξεύ­ε­ται ἕνας εὐ­γε­νέ­στε­ρος ἄρ­γι­λος, ἕνα πο­λυ­τι­μό­τε­ρο μάρ­μα­ρο - ὁ ἄν­θρω­πος! Αὐτός ὁ πλα­σμέ­νος ἀπ’  τόν καλ­λι­τέ­χνη Δι­ό­νυ­σο ἄν­θρω­πος εἶ­ναι γιά τή Φύ­ση ὅ,τι τό ἄ­γαλ­μα γιά τόν ἀ­πολ­λώ­νι­ο γλύ­πτη… (Λήψη ολόκληρου του αρχείου)


 

* Δ Geheimlehren, σύμ­φω­να μέ τή δι­όρ­θω­ση τῆς eKGWB.

[1] ΔΗ  Ἡ ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι] Der schone Schein στό πρω­τό­τυ­πο (= ἡ ὡ­ραί­α ἐμ­φά­νι­ση, τό ὡ­ραῖ­ο φά­ος, ἡ ὡ­ραί­α αἴ­σθη­ση, τ ­μορ­φο φῶς - μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς ψευδαί­σθη­σης...) Βλ. πα­ρα­κά­τω, σχ.5.

[2] Δ εἰ­κα­στι­κῶν Τε­χνῶν] Bildendeti Kunst στό πρω­τό­τυ­πο. Βλ. ἑ­πό­με­νο σχ.

[3] ΔΗ τοῦ γλύ­πτη] Bildner στό πρω­τό­τυ­πο. (Ἐ­πί λέ­ξει: αὐτός πού δί­νει μορ­φή στίς εἰ­κό­νες, ὁ «ἀ­πει­κο­νι­στής», ὁ μορ­φο­ποι­ός εἰ­κό­νων.)

[4] Δ «Φεγ­γο­βό­λος»] Der Scheinende στό πρω­τό­τυ­πο. Βλ. ἑ­πό­με­νο σχ.

[5] Δ «Φεγ­γο­βό­λος» ... ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι] Ἄς ση­μει­ω­θεῖ ἐ­δῶ ἡ —πα­ρη­χη­τι­κή καί ἐ­τυ­μο­λο­γι­κή— συγ­γέ­νει­α τῶν λέ­ξε­ων Der Scheinende (: φεγ­γο­βό­λος), schones Schein (: ὡ­ραί­α λάμ­ψη τοῦ φαί­νε­σθαι), Schonheit (: Ὡ­ρα­ῖ­ο/ ὡ­ραι­ό­τη­τα), πού συ­νυ­φαί­νει ὁ Νί­τσε μέ τή βα­θύ­τε­ρη ἰ­δι­ο­συ­στα­σί­α τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να. Ἡ με­τά­φρα­ση προ­σπα­θεῖ νά σώ­σει αὐτή τή συ­νά­φει­α τῶν γερ­μα­νι­κῶν ὅρων. Βλ. καί ἑ­πό­με­νο σχ.

[6] Δ «ἡ­λι­ο­ει­δής»] Sonnenhaft στό πρω­τό­τυ­πο. Ὁ ὅρος ἀ­νάγε­ται ἤδη στόν Πλά­τω­να, Πο­λι­τεί­α, 508b: ...ὅ δή κα­λοῦμεν ὄμμα [ ] ἡ­λι­ο­δέ­στα­τον γέ οἶ­μαι τῶν πε­ρί τάς αἰ- σθή­σε­ως ὀρ­γά­νων. Εἰ­δι­κώ­τε­ρα, ἐν προ­κει­μέ­νῳ, στόν Πλωτῖ­νο, Ἐν­νε­ά­δες, Α’, 6, 9 (οὐ γάρ ἄν πώ­πο­τε εἶ­δεν ὀ­φθαλ­μός ἥ­λι­ον ἡ λ ι ο ε ι δ ή ς μή γε­γε­νη­μέ­νος, οὐ­δέ τό κα­λόν ἄν ἴ­δοι ψυ­χή μή κα­λή γε­νο­μέ­νη) ἀπ’ ὅπου κι ὁ Γκαῖ­τε στό γνω­στό ἀ­πό­φθεγ­μά του: “ War’ nicht das Auge  s o n n e n h a f t,  Die Sonne konnt’ es nie erblicken; / Lag’ nicht in uns des Gottes eigne Kraft, / Wie konnt ’ uns Gottliches entziicken?“ (Zahme Xenien III).

[7] Δ ὀρ­γι­σμέ­νος] Πρβλ KSA, I, 774, ὅπου ὁ Ἀ­πόλ­λων εἶν’ ὁ θε­ός τοῦ ἀ­φα­νι­σμοῦ:

«...Τρο­μα­κτι­κά ἡ­χεῖ τ’ ἀ­ση­μέ­νιο τό­ξο του· κα­τα­φτά­νει σκο­τει­νός σάν τή νύ­χτα - ὁ Ἀ­πόλ­λων! [ ] Πρῶ­τα —ἔ­τσι ἀρ­χί­ζει ἡ Ἰ­λι­ά­δα— ρί­χνει τά βέ­λη του στά μου­λά­ρια καί τά σκυ­λιά. Ἔ­πει­τα παίρ­νει στό κυνήγι καί τούς ἀν­θρώ­πους, καί πέ­ρα ὡς πέ­ρα καῖ­νε φω­τιές πυ­κνές ἀ­πό κου­φά­ρια!»

Βλ. καί Ἀ­γών Ὁ­μή­ρου, σ.60, σχ.12-3.

* Δ Ναίν στό πρω­τό­τυ­πο. Βλ. καί Πί­να­κα ὅρων.

± Δ Λατινικά στό πρω­τό­τυ­πο: principium individuationis.

[8] Δ τή συ­να­δέλ­φω­ση ἀν­θρώ­που μέ ἄν­θρω­πο] Βλ. Σίλ­λερ, Ὠ­δή στή χα­ρά (An die Freude), στή β’ ἐκ­δο­χή, πού περι­ε­λή­φθη στήν Ἐ­νά­τη τοῦ Μπε­τό­βεν: “Alle Menschen werden Bruder / wo dein sanfter Flilgel weilt.”

[9] Δ πάν­θη­ρες ... τοῦ Δι­ο­νύ­σου] Ἡ εἰ­κό­να παρ­μέ­νη ἀ­πό πε­ρι­γρα­φές τοῦ Δι­ο­νύ­σου στήν ὕ­στε­ρη Γραμ­μα­τεί­α. Βλ. W. Otto, Δι­ό­νυ­σος. Μῦθος καί λα­τρεί­α. Εἰ­σα­γω­γή, με­τά­φρα­ση: Θ. Λου­πα­σά­κης. Ἀθήνα, 1991, 111-3.

[10] Δ τρα­γου­δῶν­τας ... κοι­νό­τη­τας] Κα­τά Reibnitz, Kommentar, 89, ὁ Νί­τσε ἔχει κα­τά νοῦ τό πρῶ­το χο­ρι­κό τῶν Βακ­χῶν, 64-167. Τού­τη ἡ κοι­νό­τη­τα ὄ­χι μό­νο βρί­σκε­ται στούς ἀν­τί­πο­δες «κλει­στῶν συν­τε­χνι­α­κῶν ὁ­μά­δων» ἤ «ἀ­δελ­φο­τή­των» πού ἄκ­μα­ζαν στήν Ἀθήνα τά τέ­λη τοῦ Πε­λο­πον­νη­σι­α­κοῦ πο­λέ­μου [πρβλ Εὐ­ρι­πί­δη, Βάκ­χαι, 114: ...γ ᾶ  π ᾶ ­σ α  χο­ρεύ­σει (: ὅλ’ ἡ γῆ θά χο­ρέ­ψει)], πα­ρά ξε­περ­νά­ει ἀ­κό­μα καί τά ὅ­ρι­α τῆς πό­λε­ως. Βλ. Vernant- Naquet, Μῦθος καί Τραγωδία στήν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα, Β’, με­τά­φρα­ση Ἀ. Τάτ­τη. Ἀθήνα, 1991, 309.

[11] Δ ἡ γῆ προ­σφέ­ρει μέ­λι καί γά­λα] Εὐ­ρι­πί­δης, Βάκ­χαι, 142-3: ῥεῖ δέ γά­λα­κτι πέ­δον, ῥεῖ δ’ οἴ­νῳ, ῥεῖ δέ μέ­λισ­σαν/ νέ­κτα­ρι. Βλ. στή συ­νέ­χει­α, σ.107.

[12] Δ Νιώ­θει θε­ός] Ὁ πι­στός: ἕ ν α μέ τό θε­ό του. Κεν­τρι­κό θέ­μα τῶν Μυ­στι­κῶν. Βλ. καί Dodds, Euripides, Bacchae. Edited with introduction and commentary by —, Oxford, I9602, 82-3 (σχό­λι­ο στό στ. 115).