Η ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΗ ΚΟΣΜΟΘΕΑΣΗ
(ἀπό
τό «ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΚΑΤΑ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ» τοῦ
Friedrich Nietzsche)
Προλογικά-μετάφραση-σχὀλια:
Βαγγέλης Δουβαλέρης
Φιλολογική ἐπιμέλεια-Σχὀλια:
Ἧρκος Ἀποστολίδης
…
Οἱ Ἕλληνες, πού μέ τούς θεούς τους λέγουν καί συνάμα
κρύπτουν τίς μυστικές διδαχές
τῆς κοσμοθέασής τους, ἔχουν γιά πηγές τῆς Τέχνης τους
δύο θεότητες, τόν Ἀπόλλωνα καί τό Διόνυσο. Στήν
Τέχνη, τά ὀνόματα αὐτά ἐκπροσωποῦν δύο ἀντιδιαμετρικά
ὕφη, τά ὁποῖα, μολονότι σχεδόν πάντα ἀλληλοσυγκρούονταν,
ὡστόσο συμπορεύονταν κιόλας, καί μόνον μία φορά, τόν
καιρό πού ἄνθιζε ἡ ἀρχαιοελληνική «Βούληση»,
ἐμφανίστηκαν συνταιριασμένα στήν ἀττική Τραγωδία.
Σέ δύο καταστάσεις ὁ ἄνθρωπος ἀγγίζει τήν ἀπόλαυση
τοῦ ὑπάρχειν: στ’ ὄ ν ε ι ρ ο καί στη μ έ θ η. Ἡ ὡραία
λάμψη τοῦ φαίνεσθαι
στόν κόσμο τῶν ὀνείρων, ἐκεῖ πού κάθε ἄνθρωπος εἶναι
ἀπόλυτος καλλιτέχνης, συνιστᾶ τή μήτρα τῶν εἰκαστικῶν
Τεχνῶν,
καθώς κ’ ἑνός σημαντικοῦ μέρους τῆς ποίησης, ὅπως θά
δοῦμε παρακάτω. Στ’ ὄνειρο ἀπολαμβάνουμε τήν μ ο ρ
φ ή, κατανοῶντας την ἄμεσα - ὅλα τά σχήματα μᾶς μιλοῦν
δέν ὑπάρχει τίποτα τό ἀδιάφορο, τίποτα τό περιττό.
Φτάνοντας στό ἀπόγειο αὐτῆς τῆς κατάστασης, μᾶς
συνοδεύει ἡ διαλάμπουσα αἴσθηση τοῦ φ α ι ν ο μ ε ν
ι κ ο ῦ. Μόλις σβήσει ἡ αἴσθηση αὐτή, ἀρχίζουν τά
παθολογικά συμπτώματα· τότε τ’ ὄνειρο δέν ἀναζωογονεῖ
πιά, καί παύει ἡ φύσει εὐεργετική του ἐπίδραση. Πέρ’ ἀπ’
τό ὁριο τοῦτο δέν ὑπάρχουν μόνον εὐχάριστες κ’ οἰκεῖες
ὄψεις τίς ὁποῖες ἀναγνωρίζουμε ἄμεσα· ἡ ἴδια χαρά
συνοδεύει τή θέαση τοῦ Σοβαροῦ, τοῦ Λυπηροῦ, τοῦ
Μελαγχολικοῦ, τοῦ Ζοφεροῦ - μόνο πού κ’ ἐδῶ, τό πέπλο
τοῦ φαίνεσθαι πρέπει ν’ ἀ ν ε μ ί ζ ε ι,.. νά μήν καλύπτει
ὁλότελα τίς θεμελιώδεις μορφές τοῦ Πραγματικοῦ. Ἄν
λοιπόν τ’ ὄνειρο εἶναι τό παιγνίδι τοῦ κάθε ἀνθρώπου μέ
τό Πραγματικό, ἡ Τέχνη τοῦ γλύπτη
(ὑπό τήν εὐρεῖα ἔννοια τοῦ ὅρου) εἶναι τό π α ι γ ν ί δ
ι μ έ τ’ ὄ ν ε ι ρ ο. Τό ἄγαλμα, ὡς συμπαγής ὄγκος
μαρμάρου εἶναι κάτι ὅλως πραγματικό, ὅμως τό
«πραγματικό» τοῦ ἀγάλματος ὡς μορφή ὀνείρου εἶναι τό
ζωντανό πρόσωπο τοῦ θεοῦ. Ὅσο τό ἄγαλμα μένει
μετέωρο σάν φάσμα στά μάτια τοῦ γλύπτη, ἐκεῖνος παίζει
ἀκόμη μέ τό πραγματικό· ὅταν «μεταφράζει» τήν
παράσταση αὐτή σέ μάρμαρο, παίζει μέ τ’ ὄνειρο.
Ὑπό ποιάν ἔννοια ὁ Ἀ π ό λ λ ω ν ἔγινε θεός τῆς Τ έ χ
ν η ς; Στό βαθμό πού εἶν’ ὁ θεός τῶν ὀνειρικῶν
παραστάσεων. Εἶν’ ὁ «Φεγγοβόλος»·
στή βαθύτερη ρίζα του, θεός τοῦ ἥλιου καί τοῦ φωτός, ὁ
θεός πού φανερώνεται μές στό θάμπος. Τό στοιχεῖο του εἶν’
ἡ «ὡραιότητα»: αἰώνια νιότη τόν συνοδεύει. Κρύβεται
ὅμως καί στήν ὡραία λάμψη πού ἐκπέμπουν τά ὄνειρα:
ἡ ἀνώτερη ἀλήθεια κ’ ἡ πληρότητα αὐτῶν τῶν
καταστάσεων, σέ ἀντίθεση μέ τή μονάχα σπασματικά
κατανοητή καθημερινότητα, τόν ὑψώνουν σέ θεό
μάντη, ὅσο καί καλλιτέχνη. Ὁ θεός πού ἑδρεύει στήν
ὡραία λάμψη τοῦ φαίνεσθαι
εἶναι, λοιπόν, κατ’ ἀνάγκην, καί θεός τῆς ἀληθινῆς
Γνώσης. Μά καί τό λεπτό ἐκεῖνο ὅριο πού δέν πρέπει νά
ὑπερβεῖ τ’ ὄνειρο, τό ὅριο πέρα ἀπ’ τ’ ὁποῖο τά
φαινόμενα δέν ἀπατοῦν ἁπλῶς, παρά συνιστοῦν κι ἀθέμιτο
δόλο —ἐπενεργῶντας νοσηρά—, ἀνήκει κι αὐτό στήν
ἁρμοδιότητα τοῦ Ἀπόλλωνα: τό μέτρο, ἡ ἐλευθερία ἀπ’
τ’ ἄγρια συναισθήματα, ἡ σοφία κ’ ἡ γαλήνη τοῦ θεοῦ
γλύπτη. Ὁ ὀφθαλμός του γαλήνιος, «ἡλιοειδής»-
ἀκόμα κι ὅταν εἶν’ ὀργισμένος
ἤ δύσθυμος, καθαγιάζει τήν ὡραία λάμψη τοῦ φαίνεσθαι.
Ἀντίθετα, ἡ διονυσιακή Τέχνη βασίζεται στό
παιγνίδι μέ τή μέθη, μέ τήν παράφορη ἔκσταση. Δύο
δυνάμεις κατεξοχήν ἀνυψώνουν τόν ἀφελῆ ἄνθρωπο
τῆς Φύσης στήν αὐτολησμοσύνη τῆς μέθης: ἡ ὁρμή τῆς
ἀνοίξεως καί τό ναρκωτικό ποτό. Σύμβολό τους: ὁ
Διόνυσος. Ἡ Ἄρχή της ἀτομικότητας
διασπᾶται στίς δύο αὐτές συνθῆκες· τό ὑποκειμενικό
σβήνει μπρός στήν ὁρμή τοῦ πανανθρώπινου, τοῦ
καθαυτό φυσικοῦ. Οἱ διονυσιακές γιορτές δέν
σφραγίζουν μόνο τή συναδέλφωση ἀνθρώπου μέ ἄνθρωπο,
παρά συμφιλιώνουν καί τόν ἄνθρωπο μέ τή Φύση. Ἡ γῆ
προσφέρει τά δῶρα της, καί τά πιό ἄγρια θηρία
πλησιάζουν εἰρηνικά: πάνθηρες καί τίγρεις σέρνουν τό
ἀνθοστόλιστο ἅρμα τοῦ Διονύσου.
Καταργοῦνται ὅλες οἱ κάστες
πού ἑδραίωσαν οἱ ἀνάγκες κ’ οἱ αὐθαιρεσίες τῶν ἀνθρώπων:
ὁ δοῦλος εἶν’ ἐλεύθερος, ὁ ἀριστοκράτης κι ὁ ταπεινῆς
καταγωγῆς γίνονται ἕ ν α σῶμα στά βακχικά χορικά. Μέ
ὁλοένα μεγαλύτερους θιάσους, στροβιλίζεται ἀπό
τόπο σέ τόπο τό εὐαγγέλιο τῆς «παγκόσμιας ἁρμονίας»:
τραγουδῶντας καί χορεύοντας ὁ ἄνθρωπος ἀναδεικνύεται
μέλος μιᾶς ἀνώτερης, ἰδανικώτερης κοινότητας·
ξέχασε πιά πῶς νά περπατᾶ, νά μιλάει. Ἀκόμα
περισσότερο: νιώθει ὑπό τήν ἐπήρεια κάποιας μαγικῆς
δύναμης - ἔχει πραγματικά μεταμορφωθεῖ! Τά ζῶα
ἀποκτοῦν μιλιά, ἡ γῆ προσφέρει μέλι καί γάλα,
κι αὐτός νιώθει νά ἡχεῖ μέσα του κάτι ὑπερφυσικό.
Νιώθει θεός·
ὅ,τι ζοῦσε μονάχα στή φαντασία του τώρα κατακλύζει ὅλο
τοῦ τό εἶναι! Τί τόν νοιάζουν οἱ εἰκόνες καί τ’ ἀγάλματα;
Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι πιά καλλιτέχνης - ἔγινε ὁ ἴδιος
ἔργο Τέχνης· κινεῖται ἐκστατικός, ἐξυψωμένος
καθαυτό, σάν τούς θεούς ποὔβλεπε στά ὄνειρά του. Ἐδῶ
ἀποκαλύπτεται ἡ καλλιτεχνική ἰσχύς, ὄχι πλέον τοῦ
ὅποιου ἀνθρώπου, παρά τῆς Φύσης ὁλάκερης. Ἐδῶ
πλάθεται καί λαξεύεται ἕνας εὐγενέστερος ἄργιλος, ἕνα
πολυτιμότερο μάρμαρο - ὁ ἄνθρωπος! Αὐτός ὁ πλασμένος
ἀπ’ τόν καλλιτέχνη Διόνυσο ἄνθρωπος εἶναι γιά τή Φύση
ὅ,τι τό ἄγαλμα γιά τόν ἀπολλώνιο γλύπτη…
(Λήψη ολόκληρου του αρχείου)
Geheimlehren, σύμφωνα
μέ τή διόρθωση
τῆς eKGWB.
Ἡ ὡραία
λάμψη
τοῦ φαίνεσθαι]
Der schone Schein
στό πρωτότυπο
(=
ἡ ὡραία
ἐμφάνιση,
τό ὡραῖο
φάος,
ἡ ὡραία
αἴσθηση,
τ’
ὄμορφο
φῶς
-
μέ τήν ἔννοια
τῆς ψευδαίσθησης...)
Βλ.
παρακάτω,
σχ.5.
εἰκαστικῶν
Τεχνῶν]
Bildendeti Kunst
στό πρωτότυπο.
Βλ. ἑπόμενο σχ.
τοῦ γλύπτη] Bildner στό
πρωτότυπο. (Ἐπί λέξει: αὐτός πού δίνει μορφή στίς
εἰκόνες, ὁ «ἀπεικονιστής», ὁ μορφοποιός εἰκόνων.)
«Φεγγοβόλος»] Der Scheinende στό
πρωτότυπο. Βλ. ἑπόμενο σχ.
«Φεγγοβόλος» ... ὡραία λάμψη τοῦ φαίνεσθαι]
Ἄς σημειωθεῖ ἐδῶ ἡ —παρηχητική καί ἐτυμολογική—
συγγένεια τῶν λέξεων Der Scheinende (:
φεγγοβόλος), schones Schein (: ὡραία λάμψη
τοῦ φαίνεσθαι), Schonheit (: Ὡραῖο/
ὡραιότητα), πού συνυφαίνει ὁ Νίτσε μέ τή
βαθύτερη ἰδιοσυστασία τοῦ Ἀπόλλωνα. Ἡ
μετάφραση προσπαθεῖ νά σώσει αὐτή τή συνάφεια
τῶν γερμανικῶν ὅρων. Βλ. καί ἑπόμενο σχ.
«ἡλιοειδής»] Sonnenhaft στό
πρωτότυπο. Ὁ ὅρος ἀνάγεται ἤδη στόν Πλάτωνα,
Πολιτεία, 508b: ...ὅ δή καλοῦμεν ὄμμα [ ]
ἡλιοδέστατον γέ οἶμαι τῶν περί τάς αἰ- σθήσεως
ὀργάνων. Εἰδικώτερα, ἐν προκειμένῳ, στόν
Πλωτῖνο, Ἐννεάδες, Α’, 6, 9 (οὐ γάρ ἄν
πώποτε εἶδεν ὀφθαλμός ἥλιον ἡ λ ι ο ε ι δ ή ς μή
γεγενημένος, οὐδέ τό καλόν ἄν ἴδοι ψυχή μή καλή
γενομένη) ἀπ’ ὅπου κι ὁ Γκαῖτε στό γνωστό
ἀπόφθεγμά του: “ War’ nicht das Auge s
o n n e n h a f t,
Die Sonne konnt’ es nie erblicken; / Lag’ nicht in uns
des Gottes eigne Kraft, / Wie konnt ’ uns Gottliches
entziicken?“
(Zahme Xenien III).
ὀργισμένος] Πρβλ KSA, I, 774,
ὅπου ὁ Ἀπόλλων εἶν’ ὁ θεός τοῦ ἀφανισμοῦ:
«...Τρομακτικά ἡχεῖ τ’ ἀσημένιο τόξο του·
καταφτάνει σκοτεινός σάν τή νύχτα - ὁ Ἀπόλλων! [
] Πρῶτα —ἔτσι ἀρχίζει ἡ Ἰλιάδα— ρίχνει τά βέλη
του στά μουλάρια καί τά σκυλιά. Ἔπειτα παίρνει στό
κυνήγι καί τούς ἀνθρώπους, καί πέρα ὡς πέρα καῖνε
φωτιές πυκνές ἀπό κουφάρια!»
Βλ. καί Ἀγών Ὁμήρου, σ.60, σχ.12-3.
Ναίν στό πρωτότυπο. Βλ. καί Πίνακα ὅρων.
Λατινικά στό πρωτότυπο:
principium individuationis.
τή συναδέλφωση ἀνθρώπου μέ ἄνθρωπο]
Βλ. Σίλλερ, Ὠδή στή χαρά (An die Freude),
στή β’ ἐκδοχή, πού περιελήφθη στήν Ἐνάτη τοῦ
Μπετόβεν: “Alle Menschen werden Bruder
/ wo dein sanfter Flilgel weilt.”
πάνθηρες ... τοῦ Διονύσου] Ἡ εἰκόνα
παρμένη ἀπό περιγραφές τοῦ Διονύσου στήν ὕστερη
Γραμματεία. Βλ. W. Otto, Διόνυσος. Μῦθος
καί λατρεία. Εἰσαγωγή, μετάφραση: Θ.
Λουπασάκης. Ἀθήνα, 1991, 111-3.
τραγουδῶντας ... κοινότητας] Κατά
Reibnitz, Kommentar, 89, ὁ Νίτσε ἔχει κατά νοῦ
τό πρῶτο χορικό τῶν Βακχῶν, 64-167. Τούτη ἡ
κοινότητα ὄχι μόνο βρίσκεται στούς ἀντίποδες «κλειστῶν
συντεχνιακῶν ὁμάδων» ἤ «ἀδελφοτήτων» πού
ἄκμαζαν στήν Ἀθήνα τά τέλη τοῦ Πελοποννησιακοῦ
πολέμου [πρβλ Εὐριπίδη, Βάκχαι, 114: ...γ
ᾶ π ᾶ σ α χορεύσει (: ὅλ’ ἡ γῆ θά
χορέψει)], παρά ξεπερνάει ἀκόμα καί τά ὅρια
τῆς πόλεως. Βλ. Vernant- Naquet, Μῦθος καί
Τραγωδία στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, Β’, μετάφραση Ἀ.
Τάττη. Ἀθήνα, 1991, 309.
ἡ γῆ προσφέρει μέλι καί γάλα]
Εὐριπίδης, Βάκχαι, 142-3: ῥεῖ δέ γάλακτι
πέδον, ῥεῖ δ’ οἴνῳ, ῥεῖ δέ μέλισσαν/ νέκταρι.
Βλ. στή συνέχεια, σ.107.
Νιώθει θεός] Ὁ πιστός: ἕ ν α μέ τό θεό
του. Κεντρικό θέμα τῶν Μυστικῶν. Βλ. καί Dodds,
Euripides, Bacchae.
Edited with introduction and commentary by
—, Oxford, I9602, 82-3 (σχόλιο
στό στ.
115).
|