Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
(αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του
Gustave Glotz
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ «ΠΟΛΙΣ»)
Α
ΟΙ
ΘΕΩΡΙΕΣ
Τὸ
πιὸ χτυπητὸ γνώρισμα τῆς
ἀρχαίας Ἑλλάδας,
ἡ βαθυτέρη αἰτία
ὅλων
τῶν
ἐπιτευγμάτων
της
καὶ
ὅλων
τῶν
ἀδυναμιῶν
της
βρίσκεται στό διαμελισμὸ της σὲ
ἄπειρες πόλεις πού
ἀποτελοῦσαν ἰσάριθμα
κράτη. Ὅλες οἱ
ἀντιλήψεις
οἱ
συναφεῖς μὲ
ἕναν τέτοιον κατακερματισμὸ ἦταν τόσο βαθιὰ
ριζωμένες στήν
ἑλληνικὴ
συνείδηση, πού τὸν
4ο αἰῶνα τὰ
πιὸ περίσκεπτα πνεύματα θεωροῦσαν τὴν
ὕπαρξη τῆς
πόλης φυσικὸ φαινόμενο. Δέν μποροῦσαν νὰ
φανταστοῦν
ἄλλον
τρόπο
ὁμαδικοῦ
βίου
ἀνθρώπων ἀληθινὰ ἄξιων
νὰ
λέγονται
ἄνθρωποι.
Ὁ
Ἀριστοτέλης
ὁ
ἴδιος φτάνει νὰ
θεωρήσει τὸ
ἀποτέλεσμα
αἰτία, καὶ
νὰ
ὁρίσει ὄχι
τὸν
Ἕλληνα,
ἀλλὰ
τὸν
ἄνθρωπο
ὡς
πολιτικὸν ζῷον. Κατὰ τη γνώμη του,
ὑπάρχουν
δύο
εἴδη
ἀνθρώπων:
ἐκεῖνοι
πού
λιμνάζουν σὲ
ἄμορφες
καὶ
ἀπολίτιστες ἀνθρώπινες ὁμάδες ἡ
σχηματίζουν τεράστια κοπάδια μέσα σὲ
μοναρχίες μὲ
τερατώδεις διαστάσεις, καὶ
ἐκεῖνοι
πού
συνεταιρίζονται
ἁρμονικὰ
σχηματίζοντας πόλεις· οἱ πρῶτοί ἔχουν γεννηθεῖ σκλάβοι,
γιὰ νὰ
ἐπιτρέψουν
στοὺς
δευτέρους νὰ
πετύχουν μίαν
ἀνώτερη ὀργάνωση.
Οἱ γεωγραφικὲς
συνθῆκες τῆς
Ἑλλάδας
συνέβαλαν
πραγματικὰ στή μόρφωση τῆς
ἱστορικῆς
φυσιογνωμίας της. Κατακερματισμένη
ἀπὸ
τή συνεχή
συνάντηση τῆς
θάλασσας καὶ
τοῦ
βουνοῦ, παρουσιάζει παντοῦ στενὲς κοιλάδες
πλαισιωμένες μὲ
ὑψώματα πού μόνη εὔκολη διέξοδο τους ἔχουν τὶς
ἀκτές.
Σχηματίζονται
ἔτσι
ἀναρίθμητες
μικρὲς περιοχές,
πού ἡ καθεμιὰ τους
γίνεται τὸ
φυσικὸ πλαίσιο μιᾶς μικρῆς κοινωνίας. Ὁ φυσικὸς
κατακερματισμὸς καθορίζει
ἡ
τουλάχιστον εὐκολύνει τὸν
πολιτικὸ κατακερματισμό. Κάθε διαμέρισμα καὶ
ξεχωριστὸ κράτος.
Ἂν
φανταστεῖ κανείς, μέσα σὲ
μιὰ κλειστὴ κοιλάδα, λιβάδια κοντὰ σὲ
ρυάκια, δάση στις πλαγιές, ἀκόμη
ἀγρούς,
ἀμπέλια
καὶ
λιόφυτα
ἀρκετὰ
γιὰ νὰ
ζήσουν μερικὲς δεκάδες χιλιάδες κάτοικοι, σπάνια
πάνω ἀπὸ
τὶς
ἑκατό,
τέλος ἕνα
ὕψωμα πού
νὰ
μπορεῖ νὰ
χρησιμεύσει γιὰ καταφύγιο σὲ
περίπτωση
ἐπίθεσης,
καὶ
ἕνα
λιμάνι γιά τις
ἐξωτερικὲς ἐπαφές,
θὰ
σχηματίσει τὴν
εἰκόνα αὐτοῦ πού γιὰ
ἔναν Ἕλληνα
ἦταν
ἕνα
αὐτόνομο καὶ
κυρίαρχο κράτος.
Δὲν
μποροῦμε νὰ
πούμε
ὡστόσο
ὅτι μόνη αἰτία γιὰ τή δημιουργία τῆς
πόλης ἦταν
ἕνα
ἀναπόφευκτο
πεπρωμένο, ἡ
πανίσχυρη
ἐπίδραση
τῆς
γῆς
στόν ἄνθρωπο.
Ἀπόδειξη
εἶναι ὅτι ὁ
Ἀριστοτέλης
δὲν
τὸ
σκέφτεται κάν, ὅταν θεωρεῖ τὸν
ἀνθρωπο ὂν
«πολιτικό».
Ἐξάλλου
στή Μ.
Ἀσία
καὶ
στὴν
Ἰταλία
οἱ
γεωγραφικὲς συνθῆκες ἦταν πολὺ διαφορετικὲς
ἀπὸ
τὶς
συνθῆκες πού κυριαρχοῦσαν στὴν
κυρίως
Ἑλλάδα: τὰ
βουνὰ ἦταν
λιγότερο
χαώδη καὶ
πιὸ χαμηλά, οἱ πεδιάδες πιὸ
ἐκτεταμένες,
οἱ
ἐπικοινωνίες
πιὸ εὔκολες· κι
ὅμως οἱ
Ἕλληνες ἐπανέλαβαν
μὲ
ἀκάματη
ἀκρίβεια
τὸν
τύπο τοῦ
πολιτεύματος πού εἶχαν διαμορφώσει στὰ
μέτρα χωρῶν περισσότερο τεμαχισμένων καὶ
περιορισμένων. Πρέπει λοιπὸν νὰ
παραδεχτοῦμε ὅτι, κατὰ τή διαμόρφωση τῆς
πόλης, μὲ
τὴν
ἐπίδραση
τοῦ
περιβάλλοντος συνδυάστηκαν καὶ
οἱ
ἱστορικὲς
περιστάσεις.
Αὐτές μόνο
ἔλαβαν ὑπόψη
τους κατὰ τὴν
ἀρχαιότητα
ὁ
Ἀριστοτέλης
καὶ
κατὰ τοὺς
νεωτέρους χρόνους ὁ Fustel de Coulanges.
Σύμφωνα μὲ
τὸ
συγγραφέα τῶν
Πολιτικῶν, οἱ
Ἕλληνες
πέρασαν
ἀπὸ
τρία στάδια. Ἡ
πρώτη κοινότητα, πού διατηρεῖται σὲ
ὅλες τὶς
ἐποχὲς
μὲ
τὸ
νὰ
εἶναι φυσική, ἔχει βάση τὸ
συνεταιρισμὸ τοῦ
ἄντρα
καὶ
τῆς
γυναίκας, τοῦ
κυρίου καὶ
τοῦ
δούλου, καὶ
περιλαμβάνει
ὅλους ἐκείνους
πού τρῶνε
στὸ
ἴδιο τραπέζι καὶ
ἀναπνέουν
τὸν
καπνὸ τοῦ
ἰδίου
βωμοῦ:
εἶναι ἡ οἰκογένεια (οἰκία).
Ἀπὸ
τὴν
οἰκογένεια
ἀναπτύχθηκε
τὸ
χωριὸ (ἡ κώμη): αὐτοὶ πού τὸ
κατοικοῦν, παιδιὰ καὶ
ἐγγόνια
τῆς
ἀρχικῆς
οἰκογένειας,
ὑπακούουν
σ’
ἕνα
βασιλέα, ὁ
ὁποῖος
ἀσκεῖ μέσα
στή μεγαλωμένη οἰκογένεια ὅλες τὶς
ἐξουσιες
πού
ἀνήκουν
στὸν
πιὸ
ἠλικιωμένο
τῆς
πρωτόγονης οἰκογένειας. Τέλος μὲ
τὸ
συνεταιρισμὸ ἀρκετῶν χωριῶν σχηματίζεται τὸ
ὁλοκληρωμένο
κράτος, ἡ τέλεια
κοινωνία, ἡ πόλη. Γεννημένη
ἀπὸ
τὴν
ἀνάγκη
τῶν
ἀνθρώπων
νὰ
ζήσουν καί,
ἐπιβιώνοντας,
ἀπὸ
τὴν
ἀνάγκη
τους νὰ
ζήσουν καλά,
ἡ
πόλη
ὑπάρχει καὶ
διατηρεῖται μόνο ὅταν εἶναι αὐτάρκης. Ἡ πόλη εἶναι
λοιπὸν ἕνα
φυσικὸ
γεγονός, ὅπως καὶ
οἱ προγενέστεροι συνεταιρισμοὶ τῶν
ὁποίων
εἶναι
καταλήξη. Νὰ
λοιπὸν γιατὶ
ὁ
ἄνθρωπος,
ὁ
ὁποῖος
μόνο μέσα
στὴν
οἰκογένεια μπορεῖ νὰ
ἀρ-χίσει νὰ
ἀναπτύσσεται,
δὲν
μπορεῖ νὰ
φτάσει στὴν
ὁλοκληρωσή
του παρὰ μόνο
μέσα στὴν
πόλη, καὶ
ἑπομένως
εἶναι «ὂν
πολιτικό».
Σὲ
ἀνάλογα
συμπεράσματα,
ἐκτός ἀπὸ
μερικὲς
λεπτομέρειες,
ἔφτασε
στίς μέρες μας
ὁ
συγγραφέας τῆς
Cite antique κάνοντας περιορισμένη χρήση τῆς
συγκριτικῆς μεθόδου. Αὐτὸς
ἀναζήτησε
τὴν
ἐξήγηση
τῶν
θεσμῶν στίς πρωτόγονες πίστεις, στή λατρεία τῶν
νεκρῶν καὶ
στὴν
ἱερὴ
φωτιά,
κοντολογὶς στὴν
οἰκογενειακὴ λατρεία. Αὐτή ἦταν
ἡ
ἀρχή πάνω στὴν
ὁποία
συγκροτήθηκε
ἡ
οἰκογένεια μὲ
τὴν
εὐρύτερή της
ἔννοια,
δηλαδὴ τὸ
ἑλληνικο
γένος καὶ
ἡ
ρωμαϊκὴ
gens.
Ἡ
ὑποχρέωση
πού αἰσθάνονται
οἱ
ἄνθρωποι νὰ
τιμοῦν τὸν
κοινὸ πρόγονο τοὺς
κάνει νὰ
ἐπιδιώκουν
τή συνέχεια τῆς
οἰκογένειας·
ἀπὸ
αὐτὴν πηγάζει
ἡ
οὐσία τῶν
κανόνων τοῦ γάμου, τοῦ δικαίου τῆς
ἰδιοκτησίας,
τοῦ κληρονομικοὺ δικαίου τῆς
διαδοχῆς, καὶ
ἀπορρέει
ἡ
ἀπόλυτη
ἐξουσία
τοῦ οἰκογενειάρχη, πού εἶναι
ὁ
μεγαλύτερος
ἀπὸ
τοὺς
πλησιεστέρους κατευθείαν
ἀπογόνους
τοῦ θεϊκοΰ
προγόνου· σὲ
αὐτὴν βασίζεται
ἡ
ἠθική.
Ἀνάγκες
οἰκονομικὲς καὶ
στρατιωτικὲς
ὑποχρέωσαν
διαδοχικά τις οἰκογένειες νὰ
ἐνωθοῦν
σὲ
φρατρίες, καὶ
οἱ φρατρίες σὲ
φυλές, τέλος οἱ φυλὲς σὲ
πόλη. Ἡ θρησκεία
ἀκολουθεῖ
κατ’
ἀνάγκην
τὴν
ἀνάπτυξη
τῆς
ἀνθρωπίνης
κοινωνίας· οἱ
θέοι πού βγήκαν
ἔξω ἀπὸ
τὸ
πλαίσιο τῆς
οἰκογένειας δὲν
διαφέρουν
ἀπὸ
τοὺς
οἰκογενειακοὺς θεοὺς παρὰ μόνο κατὰ τή διάδοση τῆς
λατρείας τους. Ὑπῆρξε μιὰ δημόσια
ἑστία.
Ὑπῆρξε μία θρησκεία τῆς
πόλης, πού διαπότισε ὅλους τοὺς
θεσμούς. Ὁ βασιλέας ἦταν πρὶν
ἀπ’ ὅλα
ἀρχιερέας,
καὶ
οἱ ἀρχές πού διαδέχτηκαν τή βασιλεία ἦταν στὴν
οὐσία τους
ἱεροσύνες:
ἡ
πολιτικὴ
ἐξουσία
πηγάζει
ἀπὸ ἕνα ἱερὸ
λειτούργημα. Τὶ
εἶναι ὁ
νόμος; Μιὰ θεία
ἐντολή.
Τί εἶναι ὁ
πατριωτισμός; Εὐσέβεια
ὅλων
τῶν
μελῶν μιᾶς κοινότητας. Τί εἶναι
ἡ
ἐξορία;
Χωρισμὸς
ἀπὸ τή
θρησκευτική κοινότητα. Ἡ θεϊκὴ
ἐξουσία
δημιουργεῖ τὴν
παντοδυναμία τοῦ κράτους, καὶ
κάθε διεκδίκηση γιὰ
ἀτομική
ἐλευθερία
δὲν
μπορεῖ νὰ
νοηθεῖ παρὰ σὰν
ἐπανάσταση
κατὰ τῶν
θεῶν. Μέσα στις πόλεις πού
ἦταν
ὀργανωμένες
μ’ αὐτὸν τὸν
τρόπο, οἱ
ἀρχηγοὶ τῶν
γενῶν
ἀποτελοῦσαν
προνομιοῦχο
τάξη· ἦταν
σὲ
θέση νὰ
ἀντισταθοῦν
στοὺς
βασιλεῖς, καὶ
ἐξουσίαζαν
τοὺς
ἀνθρώπους
τοῦ λαοΰ
πού εἶχαν συγκροτηθεῖ γύρω τους
ὡς
πελάτες, καὶ
κυρίως τὸν
ὄχλο τῶν
πληβείων, πού ἦταν
ἀπόγονοι
ξένων. Μιὰ τόσο
ἰσχυρὴ
δύναμη
ἐπέφερε
σειρὰ
ἐπαναστατικῶν
μεταβολῶν.
Πρώτη ἦταν
ἡ
μεταβολὴ πού
ἀφαιρεσε ἀπὸ
τὸ
βασιλέα τὴν
πολιτικὴ
ἐξουσία,
ἀφήνοντάς
του τή
θρησκευτικη.
Ἀλλὰ
οἱ
ἀρχηγοὶ
τῆς
ἀριστοκρατίας ἦταν
καὶ
ἐκεῖνοι
ἀληθινοὶ
μονάρχες,
ὁ καθένας
στὸ
γένος του. Μία δεύτερη
ἐπανάσταση
ἄλλαξε τή
σύσταση τῆς
οἰκογένειας, κατάργησε τὸ
προνόμιο τῆς
πρωτοτοκίας,
ἑξαφάνισε
τὴν
πελατεία. Μιὰ τρίτη εἰσήγαγε τὸν
ὄχλο
στὴν
πόλη,
ἄλλαξε τίς
ἀρχές τοῦ
ἰδιωτικοΰ
δικαίου,
ἔκαμε ὥστε
νὰ
ὑπερισχύσει
τὸ
δημόσιο συμφέρον. Πρὸς
στιγμὴν τὸ
προνόμιο τῆς
περιουσίας πῆγε νὰ
ὑποκαταστήσει
τὸ
προνόμιο τῆς
καταγωγῆς· χρειάστηκε μιὰ τέταρτη
ἐπανάσταση
γιὰ νὰ
ἐπιβάλει
τοὺς
νόμους τῆς
δημοκρατικῆς διακυβέρνησης. Ἡ πόλη δὲν
μποροῦσε νὰ
ἀναπτυ-χθεῖ
περισσότερο· οἱ
ἀγῶνες ἀνάμεσα
σὲ
πλουσίους καὶ
φτωχοὺς τὴν
ὁδήγησαν
στὴν
καταστροφή. Ἡ κριτικὴ τῶν
φιλοσόφων
ἄρχισε
νὰ
δείχνει πόσο στενὸ
ἦταν
αὐτό τὸ
πολίτευμα·
ἡ
ρωμαϊκὴ κατάκτηση
ἀφαίρεσε
κάθε πολιτικὸ
χαρακτῆρα
ἀπὸ
τὴν
πόλη· τέλος
ὁ
χριστιανισμὸς συνέβαλε στὸ
θρίαμβο μιᾶς καθολικῆς σύλληψης τοῦ κόσμου καὶ
μετέβαλε γιὰ πάντα καὶ
αὐτοὺς τοὺς
ὅρους κάθε διακυβέρνησης.
Δὲν
μπορεῖ κανεὶς παρὰ νὰ
θαυμάσει τή μεγαλειώδη σύλληψη τοῦ Fustel de Coulanges.
Στὴν
εὐρύτητα τῆς
σκέψης του
ἀντιστοιχοῦν ἡ
ἀκρίβεια
τῶν
λεπτομερειῶν καὶ
ἡ
καθαρότητα τῆς
μορφῆς. Σήμερα
ὡστόσο
εἶναι
ἀδυνατο
νὰ
προσυπογράψει κανεὶς ὅλα του τὰ
συμπεράσματα. Δὲν
θὰ
τὸν
κατηγορήσουμε ἐδῶ γιὰ τή διστακτικότητα μὲ
τὴν
ὁποία
χρησιμοποιεῖ τή συγκριτική μέθοδο, ὄχι μόνο γιατὶ
μοιραία κι
ἐμεῖς
καταφεύγουμε σ’
αὐτήν, ἀλλὰ καὶ
γιατί, πράγματι, κανένας μετὰ τὸν
Montesquieu δὲν
χειρίστηκε αὐτὴ τή μέθοδο μὲ
τόση δεξιότητα ὅση
ὁ
συγγραφέας τῆς
Cite antique. Σὲ
ἄλλα
σημεῖα πρέπει
κανεὶς νὰ
φυλαχτεῖ γιὰ νὰ
μὴν
ὑποκύψει
στή
γοητεία αὐτοῦ τοῦ
ἀριστουργηματος.
Καθὼς περνάει
ἀπὸ
τὴν
οἰκογένεια στή φρατρία καὶ
ἀπὸ ἐκεῖ
στή φυλὴ καὶ
στὴν
πόλη, ὁ
ἱστορικὸς
δὲν
κάνει τίποτε
ἄλλο,
παρὰ τὶς
ἀντίθετες
διαβεβαιώσεις του,
ἀπὸ
τὸ
νὰ
μεταφέρει μέσα σὲ
ὁμάδες,
ὅλο καὶ
πιὸ μεγάλες, τὶς
δοξασίες καὶ
τὶς
συνήθειες πού παρατήρησε στὴν
ἀρχικὴ
ὁμάδα:
αὐτές μένουν
ἀναλλοίωτες
μέσα σὲ
εὐρύτερο χῶρο. Μὲ
ἀκλόνητη
λογικὴ
περνᾶ ἀπὸ
τὸ
ὅμοιο στὸ
ὅμοιο καὶ
τοποθετεῖ τὴν
οἰκογένεια στὸ
κέντρο μιᾶς σειρᾶς
ὁμόκεντρων
κύκλων.
Ἀλλὰ
οἱ
ἀνθρώπινες
κοινωνίες
δὲν
ἐξελίσσονται
μ’ αὐτὸν τὸν
τρόπο· δὲν
πρόκειται γιὰ μορφὲς γεωμετρικές,
ἀλλὰ
γιὰ ζωντανὰ
ὄντα
πού
ἐπιζοῦν
καὶ
διατηροῦν τὴν
ταυτότητα τους
χαρη στὸ
ὅτι μεταβάλλονται βαθύτατα. Στὴν
πραγματικότητα
ἡ
ἑλληνικὴ
πόλη, μόλο
πού διατηρεῖ τὸ
θεσμὸ τῆς
οἰκογένειας, δὲν
μπόρεσε νὰ
μεγαλώσει παρὰ εἰς
βάρος της·
ἀναγκάστηκε
νὰ
κάνει
ἔκκληση
στις
ἀτομικὲς
δραστηριότητες πού συνέθλιβε. Ὑποχρεώθηκε νὰ
διεξαγάγει μακροὺς
ἀγῶνες
ἐναντίον
τοῦ γένους, καὶ
κάθε νίκη της
ἔγινε
δυνατὴ μὲ
τὴν
κατάλυση
ἑνὸς
πατριαρχικοὺ δεσμοῦ.
Ἔτσι
ἀντιλαμβανόμαστε
τὸ
μεγάλο λάθος τοῦ Fustel de Coulanges. Σύμφωνα μὲ
τή θεωρία πού κυριαρχοῦσε στή φιλελεύθερη σχολή τοῦ
19ου αἰώνα, διέκρινε μίαν
ἀπόλυτη
ἀντινομία ἀνάμεσα
στὴν
παντοδυναμία τῆς
πόλης καὶ
στὴν
ἀτομικὴ
ἐλευθερία,
ἐνῶ,
στὴν
πραγματικότητα,
ἡ
δύναμη τοῦ κράτους καὶ
ὁ
ἀτομικισμός
προχώρησαν μὲ
τὸ
ἴδιο βῆμα, προσφέροντας
ἀμοιβαία
ὑποστήριξη.
Δὲν
θὰ
συναντήσουμε λοιπὸν δύο δυνάμεις, τὴν
οἰκογένεια καὶ
τὴν
πόλη, ἀλλὰ
τρεῖς:
τὴν
οἰκογένεια, τὴν
πόλη καὶ
τὸ
ἄτομο.
Καθεμιὰ
ὑπερίσχυσε
μὲ
τή σειρά της.
Ἔτσι,
ὅλη ἡ
ἱστορία
τῶν
ἑλληνικῶν
θεσμῶν
συνοψίζεται σὲ
τρεῖς
περιόδους:
- στὴν
πρώτη, ἡ
πόλη
ἀποτελεῖται ἀπὸ
οἰκογένειες πού
ζηλότυπα φυλάγουν τὰ
ἀρχεγονα
δικαιώματά τους καὶ
ὑποτάσσουν ὅλα
τὰ
μέλη τους στὸ
συλλογικὸ τους συμφέρον
- στή δεύτερη,
ἡ
πόλη
ὑποτάσσει
τὶς
οἰκογένειες μὲ
τή βοήθεια τῶν
ἀτόμων
πού
ἀπελευθερώθηκαν
- στὴν
τρίτη, οἱ
ὑπερβολὲς
τοῦ
ἀτομικισμοΰ
καταστρέφουν τὴν
πόλη, σὲ
σημεῖο πού κάνουν
ἀπαραίτητη
τὴν
ἵδρυση κρατῶν πιὸ
ἐκτεταμένων.