Η διαλογική μορφή των
πλατωνικών έργων
Η φιλοσοφία και το
παίγνιον
W.
K. C. Guthrie,
A History of Greek Philosophy,
vol. IV, Plato.
The man and his
Dialogues: Earlier Period, Cambridge (Cambridge University
Press) 1975,
σσ. 56-63 (μτφρ.
Ε. Πατρικίου):
«Το ερώτημα του κατά πόσον ο ίδιος ο Πλάτωνας θεωρούσε τους διάλογους
του ως μέσον για τη μετάδοση της σοβαρής φιλοσοφικής σκέψης και του
ποια, κατά συνέπεια, θα πρέπει να είναι η δική μας στάση απέναντι σε
αυτά τα έργα, χρήζει μιας ανάλυσης κάπως μεγαλύτερης από τη σύντομη
αναφορά που κάναμε στην Εισαγωγή. Εκεί είχαμε ξεκινήσει με ένα παράθεμα
από την Έβδομη Επιστολή, στο οποίο διατυπώνεται η πρόταση ότι η
φιλοσοφία μπορεί να αναζητηθεί σοβαρά μόνον μέσω της προφορικής
συζήτησης και της ζωντανής συντροφικότητας και ότι τα γραπτά έργα πάνω
στο θέμα αυτό έχουν μηδαμινή αξία ή, μάλλον, καμία αξία απολύτως. Στον
Φαιδρό, που το φαινομενικό θέμα του είναι η προφορικότητα, ο
Πλάτωνας αναπτύσσει αυτό το ζήτημα (2741) κ.ε.). Ο Αιγύπτιος θεός Θευθ,
εφευρέτης της γραφής, πρόσταξε τον βασιλέα να τη διδάξει στον λαό, ως
ένα μέσον που θα επέτρεπε στους ανθρώπους να γίνουν εξυπνότεροι και να
βελτιώσουν τη μνήμη τους. Αλλά ο σοφός βασιλιάς κατάλαβε ότι, αντιθέτως,
η γραφή θα εξασθενούσε τη μνήμη δια της αχρησίας και ότι με το να
επαφίενται σ' αυτήν οι άνθρωποι θα κατέληγαν να παριστάνουν πως κατέχουν
τη γνώση χωρίς να την έχουν κατακτήσει πραγματικά και να έχουν ιδέες
από δεύτερο χέρι που δεν τις σκέφτηκαν οι ίδιοι. Ο συγγραφέας και οι
αναγνώστες ενός γραπτού εγχειριδίου είναι εντελώς ανόητοι εάν νομίζουν
πως μπορεί να τους αποφέρει κάποια φώτιση ή κάποια βεβαιότητα. Το μόνο
που μπορεί να κάνει είναι να φρεσκάρει τη μνήμη κάποιου που ήδη γνωρίζει
το θέμα. Ο γραπτός λόγος δεν μπορεί να απαντήσει σε ερωτήσεις, πέφτει
στα χέρια οποιουδήποτε και δεν μπορεί να επιλέξει τους ακροατές που θα
ωφεληθούν πραγματικά από αυτόν έτσι, καταλήγει να παρανοείται και να
παραποιείται και δεν έχει τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Αντίθετα, συνεχίζει ο Σωκράτης (276α), ας σκεφτούμε τον νόμιμο αδελφό
του, τον ζωντανό λόγο, ο οποίος γράφεται με γνώση στην ψυχή του μαθητή,
ο οποίος μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να μιλήσει ή να
σιωπήσει ανάλογα με το πώς ταιριάζει σε κάθε περίπτωση. Αυτός είναι η
αληθινή πραγματικότητα, της οποίας είδωλο είναι ο γραπτός λόγος. [...]
Είναι πολύ καλύτερα να πραγματευόμαστε τα ίδια θέματα σοβαρά, με την
τέχνη της διαλεκτικής [...].
Για να εκτιμήσουμε τη θέση του Πλάτωνα, θα πρέπει κατ' αρχήν να
λησμονήσουμε τον δικό μας κόσμο, με το αναγνωστικό κοινό και τις
ιδιωτικές βιβλιοθήκες και τους εκδότες, και να σκεφτούμε πως
βρισκόμαστε πίσω, σε έναν κόσμο στον οποίο η προφορικότητα κατείχε ακόμα
τα πρωτεία σε σχέση με τον γραπτό λόγο. Η γραφή θεωρείτο ως βοήθημα
μάλλον παρά ως υποκατάστατο του προφορικού λόγου. Ο Όμηρος, η λυρική
ποίηση, η τραγωδία γράφονταν προκειμένου να απομνημονευθούν και να
τραγουδηθούν ή να απαγγελθούν. Την εποχή του Πλάτωνα, η κατάσταση αυτή
είχε μόλις αρχίσει να αλλάζει και, κατά τη μεταβατική αυτή φάση, η σχέση
ανάμεσα στον γραπτό και τον προφορικό λόγο είχε αποτελέσει το
αντικείμενο μιας έντονης συζήτησης. Ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης είχαν
γράψει τα ιστορικά τους έργα και φιλόσοφοι όπως ο Αναξαγόρας και ο
Δημόκριτος είχαν γράψει τις μελέτες τους, αλλά η συνηθισμένη πρακτική
παρέμενε η φωναχτή ανάγνωση, είτε κάποιος διάβαζε μόνος του είτε διάβαζε
σε άλλους. Ο Θουκυδίδης (Ι, 22) εκφράζει τον φόβο πως το στεγνό
ύφος του έργου του θα το κάνει λιγότερο ευχάριστο στους ακροατές του και ο Σωκράτης
(Φαίδων 971)-ο) περιγράφει τις εντυπώσεις του
από την ακρόαση μιας ανάγνωσης βιβλίου του Αναξαγόρα. Ακόμα πιο
αποκαλυπτική είναι η μαρτυρία για τη διαμάχη, στα χρόνια του Πλάτωνα,
μεταξύ των οπαδών του γραπτού και των υπερασπιστών του προφορικού λόγου.
Με τον αντίπαλο του Πλάτωνα, τον Ισοκράτη, η ίδια η ρητορική έγινε ένα
καθαρά γραπτό μέσο. Παρόλο που ο Ισοκράτης ήταν δάσκαλος της ρητορικής
και εκπαίδευε μέλλοντες ρήτορες, ο ίδιος ήταν μάλλον νευρικός και
αδύναμος ομιλητής· έτσι έγραφε, με τη μορφή πολιτικών λόγων, κείμενα
που ήταν ασκήσεις, πολιτικά κείμενα ή απολογίες για την ίδια τη ζωή του.
Ο αντίπαλος του, ο Αλκιδάμας ισχυριζόταν πως οι ρητορικοί λόγοι δεν
έπρεπε καν να γράφονται, ακόμα κι αν επρόκειτο αμέσως να εκφωνηθούν, μα
έπρεπε να αυτοσχεδιάζονται, σύμφωνα με τα όσα απαιτούσε ο καιρός των περιστάσεων. Τα επιχειρήματα του τα ανέπτυξε σε ένα έργο με τον
τίτλο Περί των τους γραπτούς λόγους γραφόντων η περί σοφιστών, το οποίο σώθηκε· οι εκπληκτικές ομοιότητες ανάμεσα στη γλώσσα του και
τη γλώσσα του Πλάτωνα στον Φαίδρο είναι πολύ έντονες για να είναι
τυχαίες. Το γεγονός αυτό μας δείχνει ότι αυτή η σύγχρονη του διαμάχη
πρέπει να ενδιέφερε ιδιαίτερα τον Πλάτωνα, αφού είχε και έναν προφανή
και πρακτικό επείγοντα χαρακτήρα για έναν συγγραφέα διαλόγων όπως
αυτός. [...]
Στην παράγραφο 276α του Φαίδρου, ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο
φιλόσοφος θα πρέπει να χρησιμοποιεί τον γραπτό λόγο μόνον ως βοήθημα
για τη μνήμη του ή ως παιδιά, ως παιχνίδι, απασχόληση για τον
ελεύθερο χρόνο ή ανάπαυλα· το θέμα του φιλοσοφικού κύρους που ο ίδιος ο
Πλάτωνας απέδιδε στους διάλογους του είναι συνδεδεμένο με τη συχνή χρήση
αυτής της λέξης, τόσο αναφορικά με τα δικά του έργα όσο και με άλλους
τρόπους. Συνεπώς, είμαστε αναγκασμένοι να σκεφτούμε τι εννοούσε με
αυτήν. Συχνά, βεβαίως, χρησιμοποιεί είτε το ουσιαστικό είτε το ρήμα (παίζω)
με τη μειωτική έννοια τους, ως αντίθετο της σπουδής
και του σπουδάζω. [...]
Αλλά ο Πλάτωνας δεν διατυπώνει απλώς τη γενική κρίση ότι ο σοφός δεν θα
χρησιμοποιήσει τον γραπτό λόγο παρά ως παιδιά· πολύ συχνά
εφαρμόζει τον όρο αυτό και στα δικά του έργα. Στον ίδιο τον Φαιδρό,
στο τέλος της συζήτησης για τον γραπτό και τον προφορικό λόγο, ο
Σωκράτης λέει (278β): «Λοιπόν, νομίζω τώρα πως αρκετά παίξαμε αυτό το
παιχνίδι μας με τους λόγους». Ενώ στην Πολιτεία, αφού πρώτα
καταφερθεί εναντίον των ανάξιων μαθητών της φιλοσοφίας που την οδηγούν
σε ανυποληψία, ο Σωκράτης προσπαθεί να αυτοσυγκρατηθεί λέγοντας (536ο) :
Αλλά ξέχασα πως παίζομεν και εκνευρίστηκα πολύ [...] έχασα την
ψυχραιμία μου και μίλησα πολύ σοβαρά. [...]
Κατά τον Πλάτωνα, το παιχνίδι είχε σίγουρα μια θέση μέσα σε έναν σοβαρό
κόσμο. Είχε εκπαιδευτική αξία, γιατί τα παιδιά δεν πρέπει ποτέ να
πιέζονται να μάθουν, αλλά, αντιθέτως, τα μαθήματα τους πρέπει να έχουν
μορφή παιχνιδιού. [...] Ίσως λοιπόν με το ίδιο πνεύμα να μιλά και στον
Πολιτικό, όταν λέει πως χρησιμοποιώντας τον μύθο
«εισάγει ένα
παιχνίδι» στη συζήτηση. Ακούστε τώρα τον μύθο που θα πω, συνεχίζει ο
επισκέπτης από την Ελέα, «σαν να ήσαστε παιδιά», (268ά-6). [...]
Στους Νόμους, το εκτενέστερο πλατωνικό έργο, όλη η συζήτηση για
τον νόμο περιγράφεται από τον Αθηναίο συνομιλητή ως «σοβαρό
παιχνίδι, που ταιριάζει σε ηλικιωμένους άνδρες», (685&). [...] Και
εδώ, η χρήση της λέξης παιδιά φαίνεται να σχετίζεται με το θέμα,
δηλαδή την ανθρωπότητα και τις υποθέσεις της. Μόνον ο θεός αξίζει τη
σοβαρή μας αφοσίωση και το πιο καλό με τον άνθρωπο είναι το γεγονός ότι
πλάστηκε για να είναι το παιχνίδι του θεού. Συνεπώς, δεν αξίζει τον
κόπο να παίρνουμε και πολύ στα σοβαρά τις ανθρώπινες υποθέσεις, αλλά,
συνεχίζει αμέσως ο Αθηναίος, «είμαστε δυστυχώς αναγκασμένοι να τις
αντιμετωπίζουμε με σοβαρότητα. [...]». Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να
πιστέψει πως ο συγγραφέας των 12 βιβλίων των Νόμων και των 10
βιβλίων της Πολιτείας, για να μην αναφέρουμε επίσης τον Πολιτικό
και όλους τους άλλους διάλογους που είχαν ως στόχο να
συνεχίσουν τη σωκρατική αναζήτηση της αρετής, θεωρούσε ότι η ανθρώπινη
διαγωγή δεν άξιζε την ελάχιστη σοβαρή προσοχή. Στους χαρακτηρισμούς του
για την παιδιάν και την σπουδή χρησιμοποιεί ο ίδιος λίγη
παιχνιδιάρικη ειρωνεία για να μας υπενθυμίσει ότι πέρα από τα ανθρώπινα
υπάρχει ένας θεϊκός κόσμος, ότι πέρα από την ταραχή του φυσικού κόσμου
υπάρχει μία αναλλοίωτη πραγματικότητα, στην οποία θα πρέπει να
παραμένουν αφοσιωμένες όλες οι υψηλές διανοητικές και πνευματικές
δυνάμεις μας. [...]
Έτσι, καταλαβαίνουμε πως όταν ο Πλάτωνας ορίζει το γράψιμο ως παιδιά
του σοφού δεν του αρνείται την σοβαρότητα και την αξία του. Στο
κάτω-κάτω, μπορεί να έχει εκπαιδευτική αξία και, μετατρέποντας το σε μίμησιν
της διαλεκτικής, που αποτελούσε, κατά τη γνώμη του, την
ιδανική φιλοσοφική μέθοδο, έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε γι’ αυτούς που
ακολουθούσαν το ίδιο μονοπάτι αλλά δεν είχαν την τύχη να ακούσουν τον
ίδιο τον Σωκράτη ή τις συζητήσεις της Ακαδημίας. Άλλωστε, ένα μεγάλο
μέρος των διαλόγων είναι όντως παιχνίδι. Ποιος μπορεί να το
αρνηθεί και ποιος θα ήθελε να ήταν διαφορετικοί οι διάλογοι; [...] Ο Ευθύδημος
αγγίζει τα όρια της φάρσας και ο Πρωταγόρας περιέχει πολλά κωμικά χωρία, ιδιαίτερα τη σωκρατική παρωδία μιας
σοφιστικής επιδείξεως πάνω στην ερμηνεία ενός ποιήματος, καθώς και το
σο-βαροφανές εγκώμιο της Σπάρτης ως της πλέον καλλιεργημένης και
φιλοσοφικής ελληνικής πόλεως. Είναι όμως περιττό να ψάχνουμε για
ιδιαίτερες στιγμές. Όλα τα γραπτά του Πλάτωνα διαπερνώνται από αυτή τη
σοβαρότητα που δεν είναι ξένη προς τις Μούσες (σπουδῇ μή ἀμούςῳ, Έπ.
6) και την παιδιά, που είναι η αδελφή της. Όπως λέει ο ίδιος
στην Επινομίδα (9921)), ο πραγματικά σοφός είναι ταυτοχρόνως
σοβαρός και παιγνιώδης.»