Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ: ΜΙΑ ΛΕΠΤΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ
(το αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του
M.
Ι. Finley
«ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ
ΕΛΛΑΔΑ»
I
«Κάθε θεωρία για τον ιμπεριαλισμό, που έχουν επινοήσει οι άνθρωποι,
είναι συνέπεια της δεύτερης σκέψης τους. Αλλά οι αυτοκρατορίες δεν
χτίζονται από ανθρώπους που ταράσσονται από δεύτερες σκέψεις».1
Αρχίζω με αυτή την αφοριστική διατύπωση, η αλήθεια της οποίας
αποδείχτηκε με τη μελέτη των σύγχρονων ιμπεριαλισμών, ως αντίδοτο στην
οικεία πρακτική του να αρχίζει μια συζήτηση για την Αθηναϊκή
αυτοκρατορία με στόχους και κίνητρα και γρήγορα να γλιστράει σε
τοποθετήσεις, ακόμη και σε θεωρία, πράγμα που συνεπάγεται ότι οι
άνθρωποι, που δημιούργησαν και επέκτειναν την αυτοκρατορία, άρχισαν και
αυτοί και μ’ ένα καθορισμένο ιμπεριαλιστικό πρόγραμμα και με θεωρίες του
ιμπεριαλισμού. Ένα χτυπητό επίκαιρο παράδειγμα της τακτικής, που έχω στο
νου μου, είναι η απόπειρα να χρονολογήσουμε έναν αριθμό Αθηναϊκών νόμων
και ψηφισμάτων (ή να υποστηρίξουμε μια προτεινόμενη χρονολογία) σύμφωνα
με αυτό, που θα μπορούσε να ονομαστεί ιμπεριαλιστικός τόνος. Αν (οι
νόμοι) είναι «σκληροί», υποστηρίζεται, «μυρίζουν» Κλέωνα και θα έπρεπε
να χρονολογηθούν στη δεκαετία του 420 π.Χ., και όχι στα χρόνια της
«μετριοπαθέστερης» ηγεσίας του Περικλή, στις δεκαετίες του 440 ή 4302.
Εφόσον το επιχείρημα δεν είναι κυκλικό, συνεπάγεται την ύπαρξη ενός
αναγνωρίσιμου προγράμματος ιμπεριαλισμού, ή μάλλον δύο διαδοχικών και
συγκρουόμενων προγραμμάτων, και αυτό χρειάζεται απόδειξη, και όχι
εικασία.
Μια δεύτερη πηγή σύγχυσης είναι η αναπόφευκτη αμφισημία της λέξης
«αυτοκρατορία». Καθώς ετυμολογείται από το Λατινικό imperium, η «αυτοκρατορία» σχετίζεται με τη λέξη «αυτοκράτορας»
και μέγα μέρος της εκτενούς σχετικής συζήτησης σ’ ολόκληρο τον Μεσαίωνα
μέχρι και τη σύγχρονη εποχή καταλήγει σ’ ένα ταυτολογικό αδιέξοδο:
αυτοκρατορία είναι μια επικράτεια, που κυβερνιέται από έναν αυτοκράτορα3.
Ο καθένας ξέρει ότι υπάρχουν, και ότι υπήρξαν στο παρελθόν, σημαντικές
αυτοκρατορίες, που δεν κυβερνήθηκαν από αυτοκράτορα, και δεν βλέπω
σκόπιμο το παιγνίδι με τις λέξεις για να εξομαλύνουμε αυτή την ακίνδυνη
γλωσσική ανωμαλία. Η υπόδειξη, για παράδειγμα, να εγκαταλείψουμε τον όρο
«αυτοκρατορία» ως κατηγορία στην αρχαία Ελληνική ιστορία και να
μιλήσουμε μόνο για «ηγεμονία», δεν μου φαίνεται βοηθητική ή χρήσιμη4.
Λίγο θα παρηγορούσε τους Μηλίους, όταν οι Αθηναίοι στρατιώτες και ναύτες
έπεσαν πάνω τους, να πληροφορηθούν ότι επρόκειτο να πέσουν θύματα ενός
ηγεμονικού, όχι αυτοκρατορικού μέτρου.
Αυτό δεν αμφισβητεί τη νομιμότητα των προσπαθειών να γίνει διάκριση
μεταξύ των αυτοκρατοριών. Όλοι οι ευρείς όροι ταξινόμησης - το «κράτος»
είναι η προφανής αναλογία - αγκαλιάζουν ένα πλατύ φάσμα ατομικών
περιπτώσεων. Η Περσική, Αθηναϊκή και Ρωμαϊκή αυτοκρατορία διαφέρουν
μεταξύ τους σε σημαντικά σημεία, όπως και οι σύγχρονες αυτοκρατορίες.
Τότε γίνεται απαραίτητος, όπως με όλες τις ταξινομήσεις, ο καθορισμός
των κανόνων για συνυπολογισμό ή αποκλεισμό. Αυτοί που παίζουν με τη λέξη
«ηγεμονία» μού φαίνεται ότι δίνουν υπερβολικό βάρος σε καθαρά τυπικές
θεωρήσεις, οι οποίες, αν υιοθετούνταν αυστηρά, θα κατακερμάτιζαν την
κατηγορία «αυτοκρατορία» τόσο πολύ, ώστε να την καταστήσουν κενή
περιεχομένου και άχρηστη. Η κοινή λογική είναι σωστή σ’ αυτή την
περίπτωση: υπήρξαν κατά τη διάρκεια της ιστορίας δομές, που ανήκουν σε
μια μόνη τάξη για ουσιαστικούς λόγους, δηλαδή, η άσκηση εξουσίας (ή
δύναμης ή ελέγχου) από ένα κράτος σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη (ή
κοινότητες ή λαούς) για μια εκτεταμένη χρονική περίοδο. Αυτό είναι
ομολογουμένως ανακριβές, αλλά οι μεγάλης κλίμακας ανθρώπινοι θεσμοί δεν
μπορούν ποτέ να ταξινομηθούν παρά μόνο με ανακριβείς κανόνες: πάλι φέρνω
ως αναλογία το «κράτος».
Ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα φορμαλιστικής προσέγγισης είναι το
ενδιαφέρον μερικών ιστορικών να καθορίσουν και να χρονολογήσουν το
σημείο, κατά το οποίο μια εκούσια ένωση κρατών μετατράπηκε σε Αθηναϊκή
αυτοκρατορία. Το έτος 454 είναι μια ευνοημένη χρονολογία, γιατί, όπως
γενικά πιστεύεται, το «συμμαχικό ταμείο» τότε μεταφέρθηκε από τη Δήλο
στην Αθήνα'. Ως επί το πλείστον, μια τέτοια ενέργεια ήταν ένα σύμβολο,
μια κτηνώδης δήλωση της πραγματικότητας, αλλά όχι η ίδια η
πραγματικότητα. Η λέξη «εκούσια» δεν είναι ούτε καν ένα καλό σύμβολο,
γιατί οδηγεί τους ιστορικούς σε αξιοσημείωτες λεκτικές διαστρεβλώσεις.
«Φαίνεται ότι μπορούμε να προχωρήσουμε περισσότερο και να δηλώσουμε ότι,
αν και ο εξαναγκασμός των μελών φαινομενικά θεωρούνταν ως νόμιμος - και
πιθανώς ήταν ακόμη και η βία ενάντια στα κράτη, που δεν επιθυμούσαν να
γίνουν μέλη - η υπαγωγή ακόμη και των επαναστατημένων μελών στην
κατάσταση των υπηκόων ήταν αντίθετη προς το καταστατικό»6. Η
ουσία δεν βελτιώνεται με το να την ψεκάσεις με «Βεμπεριανή» ορολογία: «η
έμμεση κυριαρχία έγκειται στο γεγονός ότι στηρίζεται στο, ή προσπαθεί να
προκαλέσει το, ενδιαφέρον των υποταγμένων στη διαδικασία της υποταγής
τους»7.
Ο Θουκυδίδης, με το ασύγκριτο μάτι του για την πραγματικότητα, δεν
συγχέει την αρχήν με τα σύμβολα και τα συνθήματα. «Πρώτα-πρώτα», γράφει
στην αρχή της διήγησης της Πεντηκονταετίας μεταξύ του Περσικού και του
Πελοποννησιακού πολέμου (1.98.1), «αυτοί (οι Αθηναίοι) πολιόρκησαν την
Ηιώνα στον Στρυμώνα ποταμό», που βρισκόταν ακόμη σε Περσικά χέρια, και
μετά τη νήσο Σκύρο στο βόρειο Αιγαίο. Οι πληθυσμοί τους υποδουλώθηκαν
και τα εδάφη τους αποικίστηκαν από Αθηναίους αποίκους. Μετά η Αθήνα
εξανάγκασε την Κάρυστο της Εύβοιας να συμμετάσχει στη συμμαχία' σαφώς η
«εθελοντική» αρχή κράτησε πολύ λίγο. Σύντομα η Νάξος προσπάθησε να
αποσυρθεί από τη συμμαχία (η ακριβής χρονολογία είναι αβέβαιη), μόνο για
να πολιορκηθεί και συντρίβει από την Αθήνα. Η Νάξος «ήταν η πρώτη
σύμμαχος πόλη, που υποδουλώθηκε αντίθετα με την καθιερωμένη πρακτική»,
σχολιάζει ο Θουκυδίδης (1.98.4), χρησιμοποιώντας την αγαπημένη του
μεταφορά για την Αθηναϊκή επέμβαση στην αυτονομία των υπηκόων -πόλεων
στην αυτοκρατορία.
Φυσικά, η Αθηναϊκή αυτοκρατορία υπέστη σημαντικές αλλαγές στο μεγαλύτερο
από μισόν αιώνα διάστημα της ύπαρξής της. Το ίδιο συνέβη και σε κάθε
άλλη αυτοκρατορία όμοιας (ή μεγαλύτερης) διάρκειας στην ιστορία. Η
διαπίστωση και η εξήγηση των αλλαγών είναι μια έγκυρη ιστορική φροντίδα,
αλλά θεωρώ ότι είναι παρεξηγημένο εγχείρημα το να αναζητούμε ένα σημείο
σε μια συνεχή γραμμή, που να μας επιτρέπει να λέμε ότι δεν υπήρχε
αυτοκρατορία πριν απ’ αυτό το σημείο και ότι υπήρχε αυτοκρατορία μετά. Η
Κάρυστος αρνήθηκε να γίνει μέλος της συμμαχίας και εξαναγκάστηκε σ’
αυτό· η Νάξος σκόπευε να την εγκαταλείψει και εμποδίστηκε βίαια. Και
αυτές ήταν μόνο οι πρώτες από πολλές πόλεις - κράτη σ’ αυτή τη θέση,
υπήκοοι στην εξουσία μιας άλλης πόλης, που ενεργούσε για να προωθήσει τα
δικά της συμφέροντα, πολιτικά και υλικά.
Δεν αμφισβητώ ότι η «συμμαχία της Δήλου» καλωσορίστηκε, όταν
δημιουργήθηκε το 478 π.Χ., για δυο λόγους, και εξαιτίας της
δημοτικότητας, που είχε η έκκληση για εκδίκηση και, βασικά, εξαιτίας της
ανάγκης να καθαριστεί το Αιγαίο από τις Περσικές ναυτικές δυνάμεις. Οι
Πέρσες είχαν εισβάλει στην Ελλάδα ανεπιτυχώς δυο φορές, και κανείς το
478 δεν θα μπορούσε να νοιώθει την παραμικρή σιγουριά ότι ο Μέγας
Βασιλέας θα δεχόταν τις ήττες παθητικά και δεν θα επέστρεφε σε μια τρίτη
απόπειρα. Ο έλεγχος του Αιγαίου ήταν το πιο εμφανές προστατευτικό μέτρο,
και η Αθήνα κέρδισε επιτυχώς την αρχηγία μιας τέτοιας επιχείρησης. Ένας
Αθηναίος, ο Αριστείδης, επιφορτίστηκε με το έργο του καθορισμού του
ποσού των χρημάτων ή του αριθμού των εξοπλισμένων και επανδρωμένων
πλοίων που θα έπρεπε να προμηθεύει κάθε κράτος - μέλος για τον
συνδυασμένο συμμαχικό στόλο. Οι Αθηναίοι προμήθευσαν τη συμμαχία με τους
ταμίες (Ἑλληγοταμίαι)
και τη στρατιωτικό - ναυτική διοίκηση. Μέσα σε δώδεκα περίπου χρόνια (ο
ακριβής αριθμός εξαρτάται από τη χρονολογία της μάχης του Ευρυμέδοντα,
την οποία κανένας μελετητής δεν χρονολογεί μετά το 466 π.Χ.) ο τυπικός
στόχος της συμμαχίας είχε επιτευχθεί. Ο Περσικός στόλος από 200
τριήρεις, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν Φοινικικές, αιχμαλωτίστηκε
και καταστράφηκε στην ένδοξη πεζομαχία και ναυμαχία στο στόμιο του
Ευρυμέδοντα ποταμού στη νότια Μικρά Ασία. Κι όμως η «συμμαχία» συνέχισε
να υφίσταται χωρίς μιας στιγμής ταλάντευση και ο αριθμός των μελών της
αυξήθηκε, εθελοντικά ή βίαια ανάλογα με την περίσταση, ακριβώς όπως και
πριν από τον Ευρυμέδοντα.
Ο κύριος εκτελεστής της Αθηναϊκής πολιτικής αυτά τα χρόνια και
αρχιστράτηγος στον Ευρυμέδοντα ήταν ο Κίμων. Ήταν προσωπικά
επιφορτισμένος με την επιχείρηση στην Ηιώνα και πάλι, το 465 π.Χ., λίγο
μετά τον Ευρυμέδοντα, όταν η Θάσος, το μεγαλύτερο και πλουσιότερο νησί
του βόρειου Αιγαίου, προσπάθησε να αποστατήσει από τη συμμαχία. Μετά από
πολιορκία, που διάρκεσε περισσότερο από δυο χρόνια, η Θάσος
συνθηκολόγησε και καταδικάστηκε να παραδώσει το στόλο της (και από τότε
να πληρώνει τη συμμετοχή της σε χρήματα), να κατεδαφίσει τα τείχη της,
να πληρώσει στην Αθήνα μεγάλη αποζημίωση και να παραχωρήσει τα λιμάνια
και τα ορυχεία, που κατείχε στην απέναντι ηπειρωτική χώρα. Και ο Κίμων,
φυσικά, που ήταν κάθε άλλο παρά ένας «ριζοσπαστικός δημοκράτης» ή
«δημαγωγός» όπως ο Περικλής, ας αφήσουμε κατά μέρος τον Κλέωνα,
αντιπροσώπευε την παραδοσιακή, ολιγαρχικών τάσεων, γαιοκτημονική
αριστοκρατία της Αθήνας. Αν ζούσε περισσότερο, χωρίς αμφιβολία θα
αντετίθετο σε πολλές από τις πολιτικές πρακτικές, που υιοθετήθηκαν και
από τον Περικλή και από τον Κλέωνα, σε σχέση με την αυτοκρατορία. Όμως,
η αντίθεσή του δεν θα είχε ως βάση την ηθική. Δεν υπάρχει διαφορά
«σκληρότητας» ανάμεσα στη μεταχείριση του λαού της Ηιώνας και της Σκύρου
τα χρόνια του Κίμωνα και στην πρόταση του Κλέωνα, σχεδόν μισόν αιώνα
αργότερα, να σκοτώσουν το λαό της Μυτιλήνης. Οι πηγές μας, στην
πραγματικότητα, δεν αποκαλύπτουν ούτε έναν Αθηναίο, που ήταν αντίθετος
σ’ αυτί] καθαυτή την αυτοκρατορία, ούτε και ο Θουκυδίδης, ο γιος του
Μελησία, ούτε ο συγγενής και συνονόματος του, ο ιστορικός8.
Σίγουρα, ούτε η Αθήνα ούτε οι σύμμαχοί της είχαν προβλέψει όλες τις
συνέπειες από το πρώτο βήμα της συνένωσης το 478, ειδικότερα τί θα
συνέβαινε αν ένα κράτος - μέλος προτιμούσε να «αποστατήσει». Ούτε μπορεί
κανείς σήμερα να γνωρίζει τί έλπιζαν ή επιθυμούσαν τα άτομα, που
έπαιρναν τις αποφάσεις στην Αθήνα. Ποιες, για παράδειγμα, ήταν σε μεγάλη
κλίμακα οι φιλοδοξίες του Θεμιστοκλή και του Αριστείδη για την Αθήνα και
την Αθηναϊκή δύναμη; Η συμμαχία της Δήλου ήταν το πρώτο από έναν αριθμό
σημαντικών παραδειγμάτων εκμετάλλευσης της Πανελλήνιας ιδέας στην
ιστορία της κλασικής Ελλάδας, είτε το έλεγαν ρητά, είτε όχι, «για να
δικαιολογήσουν την ηγεμονία και κυριαρχία μιας πόλεως πάνω σε άλλες
πόλεις - κράτη, προτείνοντας έναν κοινό στόχο, δηλαδή πόλεμο εναντίον
των βαρβάρων»9. Η ελπίδα και οι φιλοδοξίες δεν συνεπάγονται
ένα καθορισμένο πρόγραμμα, αλλά η παρουσία τους στην Αθήνα το 478
φαίνεται από την ταχύτητα, με την οποία η Αθήνα όχι μόνο απέκτησε τη
δύναμη του να παίρνει αποφάσεις για τη συμμαχία, αλλά και ετοιμάστηκε,
σε άνδρες, πλοία και ψυχολογία, να ασκήσει βία με την αυστηρότερη
σημασία του όρου, για να επιβάλει τις αποφάσεις της και να τιμωρήσει
τους δύστροπους.
Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε την Πανελλήνια έκκληση σε σχέση με τον
πραγματικό φόβο για παραπέρα Περσικές εισβολές. Η έλξη της ιδεολογίας
δεν πρέπει ποτέ να υποτιμάται, ούτε είναι εύκολο να αποσυνδέσουμε την
ιδεολογία από την πραγματικότητα. Σε μια σύγκρουση, πώς μπορεί κάποιος
να μετρήσει την αντίστοιχη σημασία των δύο στοιχείων στον καθορισμό της
απόφασης ενός ασθενέστερου κράτους; Ένα συνετό κράτος θα μπορούσε
«εθελοντικά» να γλιτώσει από τις τρομακτικές συνέπειες αντίστασης και
«ακούσιας» υποταγής, αλλά μερικά κράτη δεν το έκαναν. Μια πρώιμη
Βρετανική νομική διάκριση ανάμεσα σε παραχωρημένες και κατακτημένες
περιοχές γρήγορα εγκαταλείφθηκε, ακριβώς γιατί η μια υπερκάλυπτε την
άλλη για πολύ καιρό10. Καθώς μας λείπουν τα δεδομένα από την
Αθηναϊκή αυτοκρατορία, με τα οποία θα πετυχαίναμε τέτοιες λεπτές
διαφοροποιήσεις, θα μπορούσαμε ακόμη να εξετάσουμε αυτή την αυτοκρατορία
στη λειτουργία της, που σημαίνει, να αναλύσουμε όσο καλύτερα και
ακριβέστερα μπορούμε τους παρατηρημένους τύπους συμπεριφοράς, και να
εκτιμήσουμε τα οφέλη και τις απώλειες και του ιμπεριαλιστικού κράτους
και των υποτελών κρατών".
Γι’ αυτόν το σκοπό, είναι αρκετή μια αδρομερής τυπολογία των διαφόρων
τρόπων, με τους οποίους ένα κράτος μπορεί να ασκήσει την εξουσία του
πάνω σε άλλα για δικό του όφελος: 1) περιορισμός στην ελευθερία δράσης
στον τομέα των διακρατικών σχέσεων 2) πολιτική, διοικητική και/ή
δικαστική επέμβαση σε εσωτερικές υποθέσεις· 3) υποχρεωτική στρατιωτική
και/ή ναυτική θητεία· 4) πληρωμή «φόρου» σε κάποια μορφή, είτε με τη
στενή σημασία ενός τακτικού ποσού ή ως φόρος γης ή με κάποιον άλλο
τρόπο' 5) κατάσχεση γης, με ή χωρίς επακόλουθη αποστολή αποίκων εκ
μέρους του αυτοκρατορικού κράτους- 6) άλλες μορφές οικονομικής υποταγής
ή εκμετάλλευσης, που κυμαίνονται από τον έλεγχο των θαλασσών και τις
πράξεις ναυσιπλοΐας μέχρι την υποχρεωτική παράδοση αγαθών σε τιμές κάτω
από τις ισχύουσες τιμές αγοράς και τα παρόμοια. |
Η παρούσα μελέτη θα εστιάσει το ενδιαφέρον της στα οικονομικά της
αυτοκρατορικής εξουσίας. Δεν εννοώ μ’ αυτόν τον περιορισμό ότι η
πολιτική της Αθηναϊκής αυτοκρατορίας δεν αξίζει ανάλυση ή ότι η
οικονομία και η πολιτική είναι χωριστές, αυτόνομες όψεις της ιστορίας.
Ωστόσο, δεν έχω τίποτε καινούριο να προσφέρω στη θεώρηση της εξωτερικής
πολιτικής, εκτός ίσως από το να ρωτήσω: Γιατί η Αθήνα ενδιαφέρθηκε να
μετατρέψει άλλες Ελληνικές πόλεις σε εξαρτημένους παράγοντες στις
διακρατικές σχέσεις και, ειδικά, τί υλικά οφέλη αποκόμισε η Αθήνα (είτε
το δει κανείς αυτό ως σκόπιμο, είτε όχι) από την επιτυχία της σ’ αυτή
την προσπάθεια; Η επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις είναι λιγότερο
ευκολονόητη, κυρίως εξαιτίας της ανεπάρκειας των μαρτυριών, και πάλι θα
περιοριστώ σ’ αυτά, που είτε είχαν είτε μπορεί να είχαν μια άμεση
οικονομική επίδραση.
Εξαιτίας της πενιχρότητας και της μονομέρειας των πηγών, καμιά διήγηση
δεν είναι δυνατή, και αυτό σημαίνει όχι επαρκή θεώρηση της εξέλιξης και
της αλλαγής. Αν από δω και μετά ό,τι ακολουθεί έχει μια στατική
εμφάνιση, αυτό δεν οφείλεται στο ότι υποστηρίζω την απίθανη άποψη ότι οι
σχέσεις ανάμεσα στην Αθήνα και τους υπηκόους της ήταν βασικά αμετάβλητες
από το 478 ως το 404, αλλά στο ότι δεν γνωρίζω κανέναν τρόπο με τον
οποίο να τεκμηριώσω κάποια ουσιαστική αλλαγή, ούτε άλλον τρόπο για να
αποφύγω να πέσω στην παγίδα της σκληρότητας - του - Κλέωνα, στην οποία
ήδη αναφέρθηκα. Έχουμε, για παράδειγμα, την εντύπωση ότι με τα χρόνια η
Αθήνα παρενέβαινε με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα και σκληρότητα στις
εσωτερικές υποθέσεις μερικών ή όλων των συμμάχων: μερικές ποινικές
περιπτώσεις έπρεπε να εκδικαστούν σε Αθηναϊκά δικαστήρια, το δικαίωμα να
κόβουν δικά τους νομίσματα αναιρέθηκε για μια περίοδο, και υπήρξαν κι
άλλα μέτρα. Τα όσα λίγα ξέρουμε σχετικά μ’ αυτές τις πράξεις προέρχονται
σχεδόν αποκλειστικά από επιγραφικά ευρήματα και, μολονότι συνήθως είναι
δυνατόν να προτείνει κανείς μιαν αποδεκτή αιτία για την εισαγωγή ενός
συγκεκριμένου μέτρου κατά το χρόνο μιας συγκεκριμένης επιγραφής, έχουμε
δοκιμάσει πολλές ατυχείς εμπειρίες με την κατάρρευση μιας τέτοιας
λογικής, όταν ανακαλύφθηκε μια νέα επιγραφή. Επιπροσθέτως, οι
χρονολογίες μερικών από τα πιο κρίσιμα μέτρα, όπως το ψήφισμα για την
άρση της νομισματοκοπίας, παραμένουν αντικείμενο ανοιχτής διαμάχης.
Ξέρουμε, επίσης, ότι οι Αθηναίοι ανέπτυξαν μια αξιοσημείωτη διοικητική
μηχανή για την αυτοκρατορία, 700 αξιωματούχους, αναφέρει ο Αριστοτέλης
(’Αθηναίων Πολιτεία 24.3), δη- λαδή περίπου τόσους, όσους
χρησιμοποιούσαν για τις εσωτερικές τους υποθέσεις. Εκτός από την υποψία
για το διπλασιασμό του αριθμού 700, δεν υπάρχει βάσιμη αιτία να
αμφισβητήσουμε την ακρίβειά του. Το «δεν ξέρουμε αρκετά για να πούμε ότι
το 700 είναι ένας απίθανος αριθμός»12 είναι αδικαιολόγητα
σκεπτικιστικό. Και πάλι οι πηγές μάς απογοητεύουν: οι μαρτυρίες για τη
διοίκηση είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου επιγραφικές· δεν μας πηγαίνουν
νωρίτερα από το ψήφισμα των Ερυθρών (IG I2
10), πιθανόν στα μισά της δεκαετίας του 450· μας επιτρέπουν μόλις να
πάρουμε μια ιδέα στον καταμερισμό των λειτουργιών13. Τίποτε
δεν μπορεί εδώ να βγει ως συμπέρασμα από το επιχείρημα της σιωπής:
ουσιαστικά δεν υπάρχουν Αθηναϊκές επιγραφές (εκτός από αναθηματικές)
πριν από τα μέσα του πέμπτου αιώνα, και ακόμη και ο φόρος εξαφανίζεται
ανάμεσα στον αρχικό καθορισμό από τον Αριστείδη και το 454. Μπορούμε να
συμπεράνουμε με ασφάλεια, πιστεύω, ότι οι διοικητικοί αξιωματούχοι
(στρατιωτικοί και πολιτικοί, στο βαθμό που αυτή η διάκριση έχει κάποια
σημασία σ’ αυτό το περιβάλλον), εκτός από τους
Ἑλληνοταμίες,
άρχισαν να εμφανίζονται τουλάχιστον από τον καιρό, που υπήρξε αντίσταση
στη συμμετοχή, και ότι ο αριθμός τους αυξανόταν, το ίδιο και οι ευθύνες
τους και οι εξουσίες τους, καθώς περνούσαν τα χρόνια. Μια τέτοια υπόθεση
δεν συνεπάγεται μακράς διάρκειας ή συστηματικό Αθηναϊκό προγραμματισμό.
Αυτό που είναι αναμφισβήτητο είναι η ύπαρξη και η κλίμακα αυτής της
διοίκησης στο τέλος, όχι μόνο πολύ μεγάλη χια τα Ελληνικά δεδομένα, αλλά
και, όπως προφανώς δεν έχει σημειωθεί, συγκριτικά μεγαλύτερη ακόμη και
από την επίσημη διοίκηση των επαρχιών της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
II
Σε κάθε μελέτη της Αθηναϊκής αυτοκρατορίας, δύο από τις κατηγορίες της
τυπολογίας μου - στρατιωτικό-ναυτική υπηρεσία και φόρος - πρέπει να
εξετάζονται μαζί, γιατί η Αθήνα τις χειριζόταν μαζί για το μεγαλύτερο
διάστημα της ιστορίας της αυτοκρατορίας της. Όταν ιδρύθηκε η συμμαχία,
τα κράτη-μέλη χωρίστηκαν σ’ αυτά που συμμετείχαν με χρήματα, και σ’ αυτά
που συμμετείχαν με πλοία μαζί με τα πληρώματά τους. Όσο περνούσε ο
καιρός, η δεύτερη ομάδα μίκραινε, μέχρις ό- του έμειναν μόνο δύο μέλη, η
Χίος και η Λέσβος, αν και αναφέρονται και άλλοι ότι συνεισέφεραν λίγα
πλοία σε εκστρατείες σε μερικές περιπτώσεις αργότερα, όπως η Κέρκυρα,
μία σύμμαχος εκτός της αυτοκρατορίας. Δεν έχουμε κατάσταση της αρχικής
συγκέντρωσης κρατών που συνεισέφεραν πλοία, ούτε κάποια μνεία των αρχών,
σύμφωνα με τις οποίες τα κράτη καταχωρίζονταν στη μια κατηγορία ή την
άλλη14. Γενικά, είναι φανερό ότι πλοία θα ζητήθηκαν από τις
μεγαλύτερες ναυτικές πόλεις με τις κατάλληλες λιμενικές διευκολύνσεις,
όχι από τα κράτη της ενδοχώρας, ούτε από τα πολύ μικρά. Το γόητρο έπαιζε
και αυτό το ρόλο του. Το 478, εν πάση περιπτώσει, η Χίος και η Λέσβος
δεν θα παρέδιδαν εύκολα τα πολεμικά τους πλοία και ό, τι περιλαμβανόταν
στην κατοχή τους· λίγες δεκαετίες αργότερα, ήταν παθητικά προσκολλημένες
στη συνεχιζόμενη συνεισφορά σε πλοία σαν σύμβολο «αυτονομίας», σε
αντίθεση με τη μεγάλη μάζα των υπηκόων κρατών που πλήρωναν φόρο15
.
Εντούτοις, αν τα σωζόμενα αρχαία κείμενα παραλείπουν να μας
πληροφορήσουν για την κατάσταση κατά την ίδρυση της συμμαχίας, ο
Θουκυδίδης είναι αρκετά σαφής σχετικά με την αιτία της αλλαγής τον
υποδείγματος αυτού: «η απροθυμία να εκστρατεύσουν οδήγησε τις
περισσότερες από αυτές, για να αποφύγουν να υπηρετήσουν μακρυά, στο να
ζητήσουν να εκτιμηθούν σε ανάλογο φόρο οι δαπάνες παραγωγής πλοίων»
(1.99.3). Το «για να αποφύγουν να υπηρετήσουν μακρυά» δεν μπορούμε να το
πάρουμε τοις μετρητοίς' αυτά τα κράτη δεν είχαν στο παρελθόν
κατασκευάσει, εξοπλίσει και επανδρώσει πολεμικά πλοία μόνο και μόνο για
να απωθήσουν επιτιθέμενους, και υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις προθυμίας
τους να «υπηρετήσουν μακρυά». Τώρα, ωστόσο, υπηρετούσαν μια ξένη,
αυτοκρατορική πόλη με τους όρους και τις διαταγές της. Γι’ αυτόν το λόγο
η απροθυμία, η οποία στην αρχή φάνηκε σαν άρνηση να αποδεχτούν τις
απαιτούμενες συνεισφορές (Θουκυδίδης 1.99.1), και αφού το υψηλό τίμημα
της άρνησης είχε φανερωθεί αρκετές φορές, μετατράπηκε στην πιο
ταπεινωτική συνθηκολόγηση, στη μετατροπή δηλαδή του «συμμαχικού» στόλου
σε Αθηναϊκό στόλο με την πιο στενή σημασία του όρου, τμήμα του οποίου
αποτελούνταν από πλοία, που κατασχέθηκαν από τους υπηκόους (Θουκυδίδης
1.19), ενώ ένα άλλο τμήμα του συντηρούνταν από τον ετήσιο φόρο. Ο
Θουκυδίδης καταδικάζει ανοιχτά τους υπηκόους για το ότι έτσι οι ίδιοι
οδήγησαν τους εαυτούς τους σε ανικανότητα. Αλλά υποθέτω ότι η
διαφοροποίηση της ναυτικής δύναμης μεταξύ του 478 και, ας πούμε, του 440
ήταν βασικά μόνο ποσοτική. Ο Αθηναϊκός έλεγχος του συνδυασμένου στόλου
ήταν αρκετά πλήρης, στην αρχή, για να δικαιολογηθεί η κρίση του Η.
D. Meyer
ότι η
συμμαχία ήταν «από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας της ένα Αθηναϊκό
όργανο εξαναγκασμού (Zwanginstrument)»16.
Μερικοί από τους σκοπούς, για τους οποίους χρησιμοποιήθηκε το όργανο
αυτό, θα μελετηθούν αργότερα. Εδώ θέλω να εξετάσω τις οικονομικές
υποχρεώσεις, χωρίς να καταφύγω σε αριθμητικά παιγνίδια εικασιών, που
ρυπαίνουν τη λόγια βιβλιογραφία. Οι λίγοι αριθμοί στις σωζόμενες πηγές
είναι πολύ ανεπαρκείς, πολύ αναξιόπιστοι και συχνά πολύ αντιφατικοί για
να υποστηρίξουν τα μαθηματικά, τα δε επιγραφικά δεδομένα προσθέτουν
μάλλον σύγχυση παρά βοηθούν στο ξεκαθάρισμα. Γι’ αυτό θα περιοριστώ σε
λίγες θεωρήσεις ως παραδείγματα.
κανένα από τα οποία δεν υπονομεύεται από μεγάλο περιθώριο σφαλμάτων.
Πρώτα, όμως, πρέπει να απαλλαγούμε από δύο φετίχ. Το ένα είναι μόνο
αριθμητικό: «Η αρχική φορολογική εισφορά αριθμούσε 460 τάλαντα»
(Θουκυδίδης 1.96.2). Απαιτείται μια δυνατή θέληση - για - πίστη, για να
δεχτεί κανείς τον αριθμό αυτόν ως αξιόπιστο, και μια μυστικιστική πίστη,
για να δεχτεί ότι αυτό το σύνολο περιλαμβάνει και εισφορές σε πλοία17.
Η δαπάνη φαιάς ουσίας στην απόπειρα να συμφιλιώσει κανείς το 460 με
άλλους αριθμούς διασκορπισμένους στις διάφορες πηγές θα μπορούσε να
θεωρηθεί επιεικώς σαν ένας αβλαβής τρόπος για να περάσει κανείς την ώρα
του, αν δεν επρόκειτο να εκτρέψει την προσοχή μας από την πραγματική
κατάσταση. Ο στόχος ήταν ο στόλος, όχι τα χρήματα, αν και οι ερευνητές
ακόμη διαφωνούν για το αν ο Αριστείδης άρχισε το έργο του με στόχο τα
460 τάλαντα ή απλά τελείωσε το έργο του με λίγη πρόσθεση δίχως νόημα,
παράγοντας το δίχως νόημα σύνολο του 460. Μπορεί άραγε σοβαρά να
υποστηριχθεί ότι στις αρχές του πέμπτου αιώνα π.Χ. θα είχε οποιοσδήποτε
αρχίσει το δύσκολο έργο της συλλογής συνασπισμένου στόλου βάζοντας στόχο
τα χρήματα, κι όχι τα πλοία; Και ποιος είναι ο στόχος ενός συνόλου
εισφορών χωρίς σύνολο πλοίων, για το οποίο δεν υπάρχει ούτε ένα ίχνος
στις πηγές;
Μια μείζων δυσκολία στις απόπειρες για συνδιαλλαγή των παραπάνω
δημιουργείται από τα σύνολα πληρωμών, συνήθως κάτω από 400 τάλαντα, που
εμφανίζονται (ή εικάζονται) στους «Αθηναϊκούς καταλόγους εισφορών»,
ομάδα επιγραφών, που συλλογικά αποτελούν το δεύτερό μου φετίχ18.
Η ανακάλυψή τους και η μελέτη τους είναι φυσικά το μεγαλύτερο σύγχρονο
δώρο στη γνώση μας για την Αθηναϊκή αυτοκρατορία, αλλά έχει γίνει
απαραίτητο να επιμείνουμε ότι οι «κατάλογοι εισφορών» δεν είναι συνώνυμο
της αυτοκρατορίας, και ότι δεν αντιπροσωπεύουν το σύνολο των εσόδων της
Αθήνας σε χρήματα. Πιστεύω ότι το μόνο ποσό εσόδων από την αυτοκρατορία,
που μπορούμε να υποστηρίξουμε και ουσιαστικά και σε σχέση με τα
συμφραζόμενα, είναι αυτό που ο Θουκυδίδης (2.13.3) αποδίδει στον Περικλή
στην αρχή του Πελοποννησιακού πολέμου —600 τάλαντα. Η εισφορά ήταν το
μεγαλύτερο συστατικό εσόδων, αλλά από την άποψη της Αθήνας ήταν
οικονομικά αδιάφορο αν το χρήματα έφταναν ως εισφορά, ως αποζημίωση ή ως
έσοδα από δημευμένα ορυχεία19. Αλλά, ακόμη κι αν η πίστη μου
στα 600 τάλαντα αποδεικνυόταν ότι δεν ήταν θεμελιωμένη καλά, η ανάλυσή
μου των οικονομικών συνεπειών της αυτοκρατορίας δεν θα έπασχε στο
ελάχιστο.
Το ποσό των 600 ταλάντων ασφαλώς δεν περιείχε την «αξία σε χρήματα» των
εισφορών σε πλοία, που τότε ήταν περιορισμένη στη Λέσβο και τη Χίο.
Όμως, για την πρωιμότερη περίοδο της αυτοκρατορίας είναι ουσιαστικό το
να σχηματίσουμε κάποια ιδέα του σχετικού βάρους των δύο τύπων εισφοράς20.
Δυστυχώς, το κόστος ναυπήγησης και εξοπλισμού ενός πολεμικού πλοίου
είναι άγνωστο· ο αριθμός που συνήθως παρατίθεται μεταξύ ενός και δύο
ταλάντων στα μέσα του πέμπτου αιώνα είναι μια εικασία, αλλά θα
εξυπηρετήσει τους σκοπούς μας. Η συνήθης ζωή μιας τριήρους ήταν πάνω από
είκοσι χρόνια, και έναντι αυτού πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ζημιές ή οι
απώλειες από καταιγίδες, ναυάγια και ναυμαχίες, στοιχεία, που όλα
ποικίλλουν από χρόνο σε χρόνο και δεν είναι εύκολο να υπολογιστούν.
Έπειτα ερχόταν αυτό, που κόστιζε ασύγκριτα περισσότερο απ’ όλα, δηλ. η
αμοιβή των πληρωμάτων, 200 ατόμων σε στρογγυλούς αριθμούς για κάθε
τριήρη, από τους οποίους οι 170 ήταν κωπηλάτες. Αυτή κυμαινόταν από ένα
τρίτο ως μισή δραχμή, στις αρχές του πέμπτου αιώνα, μέχρι μια δραχμή την
ημέρα στην αρχή του Πελοποννησιακού πολέμου, ή ένα τάλαντο ανά πλοίο για
κάθε μήνα το ανώτερο. Υπάρχουν πάλι πάρα πολλές ανεξέλεγκτες μεταβλητές
- ο αριθμός των πλοίων με καθήκοντα τακτικής περιπολίας, με καθήκοντα
ακτοφυλακής ή είσπραξης φόρου, ο αριθμός και η διάρκεια των εκστρατειών
χρόνο με το χρόνο και ο αριθμός των πολεμικών πλοίων που συμμετείχαν, ο
αριθμός των ημερών που αφιερώνονταν κάθε χρόνο σε ασκήσεις, πράγμα
βασικό για τους κωπηλάτες στις τριήρεις21, το ποσοστό
συμμετοχής των «συμμάχων» πλοίων στη συνολική δραστηριότητα της
συμμαχίας από όλες αυτές τις απόψεις.
Συνεπώς, πρέπει να δοκιμάσουμε μια συγκριτική εκτίμηση χωρίς ακριβείς
αριθμούς, και ένα αρκετά μεταγενέστερο παράδειγμα θα μας χρησιμεύσει ως
αφετηρία. Την άνοιξη του 428 π.Χ. δέκα τριήρεις από τη Λεσβιακή πόλιν
της Μυτιλήνης έφτασαν στον Πειραιά «σύμφωνα με τους όρους της συμμαχίας»
(Θουκυδίδης 3.3.4). Οι δέκα τριήρεις, γράφει ο Blackman, ήταν «μια μικρή μοίρα για υπηρεσία ρουτίνας·
περισσότερα πλοία θα μπορούσαν, φυσικά, να προσκληθούν, αν ήταν
αναγκαίο, για μια συγκεκριμένη εκστρατεία»22. Αυτή όμως η
μικρή μοίρα κόστιζε στη Μυτιλήνη πέντε τάλαντα το μήνα σε μισθούς, με
ημερομίσθιο μισής δραχμής, εκτός από το κόστος κατασκευής, συντήρησης,
επισκευής και εξοπλισμού. Οι αποσπασματικοί «κατάλογοι εισφορών» για τα
έτη 431 - 428 δείχνουν ετήσιες εισφορές, σε στρογγυλά νούμερα, όπως
10-15 τάλαντα από τα Άβδηρα, 10 από τη Λάμψακο, 15 ή 16 από το Βυζάντιο,
9 από την Κύζικο - όλες τους από την υψηλότερη κλίμακα των καταγραμμένων
εισφορών, που δεν τις ξεπερνούν σε αριθμό ταλάντων περισσότερες από 5-6
πόλεις. Γι’ αυτό η σύγκριση με το κόστος των πληρωμάτων των πλοίων
υποδηλώνει ότι, από τη στιγμή που ο Περσικός στόλος συντρίφτηκε στον
Ευρυμέδοντα, η κίνηση των υποτελών κρατών να μεταβάλουν τη συμμετοχή
τους από πλοία σε εισφορά υπαγορευόταν όχι μόνο από τον πατριωτισμό και
την αγάπη για την ελευθερία, αλλά και από τα δημόσια οικονομικά. Για τις
ναυτικές πόλεις, η εισφορά συχνά σήμαινε μειωμένο οικονομικό βάρος και
μερικές χρονιές ουσιαστική μείωση. Ένας συγκριτικός αριθμός ίσως
βοηθήσει να εκτιμήσουμε αυτό το βάρος: ο μέσος όρος των ετήσιων εξόδων
για τον Παρθενώνα, έναν πολύ δαπανηρό ναό, ήταν 30 μέχρι 32 τάλαντα23,
ίσος προς την υψηλότερη καταγραμμένη εισφορά, ποσό που θα κέρδιζε (με
τις χαμηλότερες τιμές) το πλήρωμα δώδεκα τριήρων σε μια πεντάμηνη
περίοδο πλεύσης (και υπήρχαν φορές, κατά τις οποίες τα πολεμικά πλοία
παρέμεναν στη θάλασσα πέρα από την «κανονική» περίοδο).
Δύο αντισταθμιστικές θεωρήσεις εισάγονται συχνά στον υπολογισμό, όπως
στην ακόλουθη δήλωση του Blackman: «...αλλά η
πληρωμή πήγαινε κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στους δικούς τους πολίτες.
Μια μακρά περίοδος επιχειρήσεων ίσως σή- μαινε εκστρατεία μάλλον παρά
συνηθισμένες περιπολίες, κι αυτό έδινε μεγαλύτερη ελπίδα για λάφυρα, για
να αντισταθμιστούν οι δαπάνες». «Πιθανόν να προσδοκούσαν ως αποτέλεσμα
την κάλυψη των εξόδων τους. Αυτό ίσως συνέβαινε τα πρώτα χρόνια,
τουλάχιστον μέχρι μετά τον Ευρυμέδοντα, και ίσως μέχρι τις αρχές της
δεκαετίας του 450»24. Η θεώρηση της «πρόνοιας για κοινωνική
ευημερία» ίσως απορριφθεί εύκολα. Δεν είναι ιδέα του 5ου αιώνα, ειδικά
των ολιγαρχικών, που ακόμη είχαν τον έλεγχο μερικών από τα μεγαλύτερα
ναυτικά κράτη: εξάλλου, πολλοί από «τους δικούς τους πολίτες» βρήκαν
γρήγορα απασχόληση ως κωπηλάτες στο Αθηναϊκό ναυτικό. Όσο για τα λάφυρα,
που όλοι ασφαλώς προσδοκούσαν να αποκτήσουν όσον καιρό έπρεπε να
εκστρατεύουν και να μάχονται, υπάρχουν λίγες μόνο μαρτυρίες στις αρχαίες
πηγές για οποιαδήποτε εκστρατεία κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, εκτός από
του Ευρυμέδοντα. Η σιωπή των πηγών δεν είναι μεν ένα δεσμευτικό
επιχείρημα, αλλά, όμως, μου φαίνεται ανεπίτρεπτο να καλύψουμε αυτή τη
σιωπή με το «πιθανόν να προσδοκούσαν την κάλυψη των εξόδων τους». Όσο
για τον Ευρυμέδοντα, αποτελεί πτήση της πιο άγριας φαντασίας το να
σκεφτούμε ότι η συμμαχία της Δήλου ριψοκινδύνεψε τον συνδυασμένο στόλο
της με τα πληρώματα του, καθώς και την ανεξαρτησία της Ελλάδας, σε μια
μείζονα ναυμαχία κυρίως, ή ακόμη και σε σημαντικό βαθμό, για τα λάφυρα
που θα έπαιρνε, αν κέρδιζε25.
Οι μεγάλης κλίμακας ναυτικές (και στρατιωτικές) επιχειρήσεις ήταν και
πολυέξοδες και απρόβλεπτες στην έκβασή τους, για όσους έπαιρναν μέρος,
αν και όχι για τους μετέπειτα ιστορικούς, ακόμη και για όσους είχαν
σίγουρα οφέλη από τη μια πλευρά. Η Αθήνα χρειάστηκε περίπου έναν
ολόκληρο χρόνο, από τον Απρίλιο του 440 ως τον Απρίλιο του 439, για να
υποτάξει τη Σάμο26. Το νησί ακόμη τότε συμμετείχε στη
συμμαχία με εισφορά πλοίων και ήταν ικανό να συγκεντρώνει 70 πολεμικά,
πενήντα από τα οποία ήταν ετοιμοπόλεμα, και επιπλέον απείλησε,
πραγματικά ή φανταστικά, ότι θα έχει την υποστήριξη του «Περσικού»
στόλου. Η Αθήνα έστειλε κάμποσες μεγάλες μοίρες, που ξεπερνούσαν ίσως το
σύνολο των 150 πλοίων (μέρος των οποίων παρεξέκλινε προς την «Περσική»
απειλή), και στρατιωτικές δυνάμεις με πολιορκητικό εξοπλισμό. Διέταξε
επίσης τη Χίο και τη Λέσβο να κάνουν τις εισφορές τους, 25 τριήρεις και
οι δύο μαζί τον πρώτο χρόνο, 30 το δεύτερο. Σημειώθηκαν νίκες και από
τις δύο πλευρές, και έπειτα από οκτάμηνη πολιορκία η Σάμος υποχρεώθηκε
σε συνθηκολόγηση. Υπήρξαν σημαντικές απώλειες έμψυχου και άψυχου υλικού
(συμπεριλαμβανομένων και τριήρεων). Το οικονομικό κόστος για την Αθήνα
ίσως ήταν 1.200 τάλαντα (αν και σ’ αυτό τον αριθμό κατέληξαν έπειτα από
πάρα πολλές διορθώσεις για διευκόλυνση του κειμένου). Οι όροι του νικητή
περιείχαν βαριά αποζημίωση, που πληρώθηκε στην Αθήνα, και την παράδοση
του Σαμιακού στόλου, που σημειώνει και τη μόνιμη εξαφάνιση της Σάμου από
τον κατάλογο αυτών που συνεισέφεραν πλοία. Δεν έχουμε λεπτομέρειες για
τη συμμετοχή της Λέσβου και της Χίου, αλλά κάθε μήνας θα πρέπει να τους
κόστισε 12-15 τάλαντα μόνο σε πληρωμές, και δεν πήραν πίσω ούτε πεντάρα
για τους κόπους, ούτε σε αποζημίωση, ούτε σε λάφυρα.
Οι τριήρεις ήταν πλοία ναυπηγημένα για ναυμαχία και ακατάλληλα για
οποιαδήποτε άλλη χρήση. Δεν υπήρχε καμιά δυνατότητα μετατροπής τους σε
εμπορικά ή αλιευτικά σκάφη, ούτε οι δεκάδες χιλιάδες κωπηλάτες μπορούσαν
να έχουν κάποια άλλη επαγγελματική απασχόληση27. Συνεπώς,
καθώς τα κράτη έχασαν τη γνήσια ελευθερία τους να κάνουν πόλεμο, η
κατασκευή, η συντήρηση και η επάνδρωση μιας μοίρας είχαν μικρό νόημα και
μεγάλες δαπάνες. Έτσι, αναζητούσαν ανακούφιση προσκαλώντας την Αθήνα να
τους μεταφέρει στην κατηγορία αυτών που πλήρωναν εισφορά, αίτημα που δεν
θα μπορούσε να επιβληθεί, αν η Αθήνα ήταν απρόθυμη. Το ότι η Αθήνα
συμφωνούσε δείχνει ότι μπορούσε να αντιμετωπίσει την οικονομική απώλεια,
πράγμα που σήμαινε ένα ναυτικό εντελώς Αθηναϊκό, με ό, τι αυτό
συνεπαγόταν σε δύναμη και αυτάρκεια. Μπορούσε να το αντιμετωπίσει, γιατί
τα οικονομικά του κράτους βρίσκονταν σε ανθηρή κατάσταση χάρη στα
αυτοκρατορικά έσοδα, άμεσα και έμμεσα. Αδυνατούμε να υπολογίσουμε το
συνολικό ποσό, όπως ακριβώς δεν μπορούμε να υπολογίσουμε σωστά πώς η
Αθήνα κατάφερε να βάλει στην άκρη τόσα πολλά από τα δημόσια έσοδα ως
απόθεμα, που σε μια στιγμή πλησίαζε τα 9.700 τάλαντα (Θουκυδίδης 2. 13.
2). Είναι λυπηρό, αλλά αυτό δεν αλλάζει την πραγματικότητα.
III
Η εισφορά, με τη στενή έννοια του όρου, είναι φυσικά ένας μόνο τρόπος,
με τον οποίο ένα αυτοκρατορικό κράτος αντλεί οικονομικούς πόρους από τα
υποτελή κράτη για το θησαυροφυλάκιό του. Δεν είναι ίσως ούτε ο πιο
κοινός ούτε ο πιο σημαντικός, συγκρινόμενος, ειδικά, με τη δεκάτη ή ένα
χρηματικό φόρο πάνω στη γη των υπηκόων. Από το τελευταίο είδος δεν
υπάρχουν ίχνη στην Αθηναϊκή αυτοκρατορία και πράγματι υπάρχει μόνο ένα
καταγραμμένο παράδειγμα κρατικής εκμετάλλευσης δημευμένης ιδιοκτησίας,
αυτό των ορυχείων χρυσού και αργύρου στη Θρακική ενδοχώρα, που πήραν από
τη Θάσο μετά την αποτυχημένη της επανάσταση28. Αυτά τα
ορυχεία συνέχισαν να λειτουργούν με ιδιώτες, όπως και πριν - και ο πιο
φημισμένος ανάμεσά τους ήταν ο Θουκυδίδης (4.105.1), που μπορούμε να
υποθέσουμε ότι τα κληρονόμησε από Θράκες προγόνους του - αλλά το
Αθηναϊκό κράτος έπαιρνε το μερίδιό του από τα κέρδη, όπως και από τα
ορυχεία του Λαυρίου στην Αττική.
Ήταν στον τομέα του ιδιωτικού, όχι του δημόσιου πλουτισμού, που η γη
έπαιζε ένα μείζονα ρόλο στην Αθηναϊκή αυτοκρατορία. Ο αριθμός των
Αθηναίων πολιτών, συνήθως από τα φτωχότερα στρώματα, που έπαιρναν είτε
μερίδιο δημευμένης γης είτε, τουλάχιστον στη Λέσβο μετά την εκεί
ανεπιτυχή εξέγερση του 428, ένα υπολογίσιμο, ομοιόμορφο (και συνεπώς
αυθαίρετο) «ενοίκιο» περίπου ισοδύναμο με την αμοιβή ενός οπλίτη για
έναν ολόκληρο χρόνο σε ιδιοκτησίες που διατηρούσαν και δούλευαν οι
νησιώτες, πρέπει να έφτανε ίσως συνολικά τους 10.000 στη διάρκεια της
αυτοκρατορικής περιόδου29. Συνεπώς, το πιο καθαρό είδος
ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης ωφελούσε άμεσα το 8 με 10% ίσως του
Αθηναϊκού σώματος πολιτών. Μερικές δημεύσεις έγιναν σε περιοχές από τις
οποίες ο ηττημένος πληθυσμός εκδιώχτηκε ολόκληρος, αλλά πολλές έγιναν σε
περιοχές στις οποίες ο ντόπιος πληθυσμός παρέμεινε ως αναγνωρισμένη
κοινότητα- και εκεί το υπόδειγμα του αποίκου, που τόσο πολύ
κυριάρχησε στην ιστορία του ύστερου ιμπεριαλισμού, έγινε εμφανές31,
αν και ήταν μάλλον σε εμβρυακή κατάσταση, γιατί οι αποικίες ήταν
βραχύβιες.
Οι αποικίες και οι κληρουχίες δεν αποτελούν ολόκληρη την ιστορία του
είδους, αν και το μεγαλύτερο μέρος των διηγήσεων για την αυτοκρατορία
σχετίζεται μαζί τους και είναι «πολύ προκατειλημμένες με τη μελέτη των
αδικημάτων του Αθηναϊκού ιμπεριαλισμού μέσω επίσημων θεσμών και
συλλογικών αποφάσεων», για να δώσουν το βάρος που έπρεπε στη «δράση
ατόμων, που έπαιξαν το ρόλο τους στο γενικό σχέδιο»32.
Μεμονωμένοι οι Αθηναίοι, οι περισσότεροι από τους οποίους ανήκαν στα
υψηλότερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα, απόχτησαν κτήματα σε
υποτελείς περιοχές, όπου δεν υπήρχαν ούτε αποικίες ούτε κληρουχίες. Οι
μαρτυρίες είναι σπάνιες, αλλά μια απ’ αυτές αξίζει μια πιο προσεκτική
ματιά. Στα διασωθέντα αποσπάσματα της πολύ λεπτομερούς καταγραφής, που
σώθηκαν ως επιγραφές σε πέτρα, από την πώληση σε δημόσιο πλειστηριασμό
της δημευμένης περιουσίας καταδικασμένων ανδρών για τη διπλή ιεροσυλία
του 415 π.Χ., δηλαδή τη βεβήλωση των μυστηρίων και τον ακρωτηριασμό των
Ερμών, περιλαμβάνονται και μερικές γαιοκτησίες εκτός Αττικής, δηλαδή
στον Ωρωπό στα Βοιωτικά σύνορα, στην Εύβοια και τη Θάσο, στην Άβυδο στον
Ελλήσποντο και στο Οφρύνειο στην Τρωάδα33. Μια ομάδα
κτημάτων, που ήταν διασκορπισμένα τουλάχιστον σε τρεις περιοχές της
Εύβοιας, ανήκε σ’ έναν άνθρωπο, τον Οινία. Ανερχόταν σε 81 1 /3 τάλαντα34,
ποσό που πρέπει να συγκριθεί με τη μεγαλύτερη (σύνθετη) έγγεια
ιδιοκτησία που έχει καταγραφεί στην Αττική την ίδια, δηλ. αυτή του
τραπεζίτη Πασίωνα όταν πέθανε το 370/69 π.Χ., που, όπως μας πληροφορούν,
άξιζε είκοσι τάλαντα (Ψευδο-Δημοσθένης, 46.13)35.
Πρέπει να σημειωθεί με έμφαση ότι άνθρωποι όπως ο Οινίας δεν προέρχονταν
από τις τάξεις στις οποίες εκχωρούσαν γαίες στις αποικίες και τις
κληρουχίες, και ότι ιδιοκτησίες, που πουλήθηκαν κατόπιν καταδίκης (ή
φυγής) τους, δεν βρίσκονταν μέσα στα «κληρουχικά» συγκροτήματα36.
Απέκτησαν τις ιδιοκτησίες τους από «ιδιωτικές επιχειρήσεις», αν και δεν
έχουμε ιδέα για το πώς το πέτυχαν αυτό. Σ’ ολόκληρο τον Ελληνικό κόσμο
αυτής της περιόδου, η γαιοκτησία περιοριζόταν στους πολίτες μόνο, εκτός
αν η πόλις με διάταγμα του ανώτατου άρχοντα χορηγούσε ειδική άδεια σ’
έναν μη πολίτη, πράγμα που φαίνεται ότι γινόταν σπάνια και μόνο για
σημαντικές υπηρεσίες προς το κράτος. Είναι εντελώς απίθανο ο Αλκιβιάδης
και οι φίλοι του να πήραν ο καθένας προσωπικά αυτό το προνόμιο από τον
Ωρωπό, την Εύβοια, τη Θάσο, την Άβυδο και το Οφρύνειο ως ευγνωμοσύνη για
τις ευεργεσίες τους. Είναι εξίσου απίθανο να ανήκαν σ’ αυτή την
προνομιούχο ομάδα μόνον άνθρωποι που αποδείχτηκαν αναμιγμένοι στα
σκάνδαλα του 415. Αν δεν βρίσκαμε τυχαία αυτές τις αποσπασματικές
επιγραφές, δεν θα ξέραμε τίποτε για την όλη επιχείρηση πέρα από τέσσερες
- πέντε γενικές παρατηρήσεις από τις φιλολογικές πηγές· κι όμως ο Οινίας,
άγνωστος άλλοθεν, αποδεικνύεται ένας από τους πιο πλούσιους πολίτες της
Αθήνας όλων των περιόδων της ιστορίας της. Ούτε, τέλος, θα είχαμε ιδέα
για τον αριθμό των ιδιοκτησιών, που κατείχαν στο εξωτερικό πολίτες με
δημευμένη την περιουσία τους: στα σωζόμενα επιγραφικά αποσπάσματα μόνο
καμιά εικοσαριά από τα πενήντα γνωστά θύματα έχουν ταυτιστεί, και,
ασφαλώς, δεν αναφέρονται όλα τους τα υπάρχοντα στους καταλόγους που
έχουν σωθεί.
Όπως ήδη έχω πει, δεν ξέρουμε πώς αποκτήθηκαν αυτές οι περιουσίες.
Αποκτήθηκαν «νόμιμα» ή «παράνομα»; Μόνο η απάντηση της Αθήνας είναι
καθαρή: το Αθηναϊκό κράτος δέχτηκε τη νομιμότητα των τίτλων και πούλησε
τα κτήματα ως ιδιοκτησία των καταδικασμένων ανδρών. Μου φαίνεται σίγουρο
ότι το γεγονός ότι η Αθήνα ασκούσε αυτοκρατορία ήταν το αποτελεσματικό
στοιχείο: δεν χρειάζεται να σημειώσω πάλι την αμφισημία της έννοιας
«εθελοντική δράση». Εδώ έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που είχαν επιρροή
και δύναμη μέσα στην Αθήνα, ανθρώπους που περιστοιχίζονταν από
υποτελείς. Είναι ακόμη πιο σίγουρο ότι υπήρχε μια μεγάλη δυσαρέσκεια
στην αυτοκρατορία για την παραβίαση της αρχής του μονοπωλίου της γης από
τους πολίτες, εξού και η Αθηναϊκή παραχώρηση στο ψήφισμα, που ίδρυε τη
λεγάμενη δεύτερη Αθηναϊκή συμμαχία το 378/7 π.Χ., δηλαδή ότι ούτε στο
Αθηναϊκό κράτος ούτε σε κανέναν από τους πολίτες του θα επιτρεπόταν «να
αποκτήσει σπίτι ή γη στις επικράτειες των συμμάχων, είτε με αγορά είτε
με κατάσχεση είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο» (IG
ΙΓ 43.35- 41). Κανείς δεν θα ζητούσε και δεν θα πετύχαινε να
συμπεριληφθεί μια τέτοια ρητή απαγόρευση, αν δεν είχε υπάρξει έντονη
δυσαρέσκεια στο θέμα αυτό, που αντανακλάται στην ακραία διατύπωση και
που μπορεί να είναι μόνο αποτέλεσμα της πικρής εμπειρίας της «πρώτης
Αθηναϊκής συμμαχίας»37.
IV
Τη στιγμή που στρεφόμαστε στην έκτη κατηγορία της τυπολογίας μου, «άλλοι
τύποι οικονομικής εκμετάλλευσης ή υποταγής», αμέσως πέφτουμε στον
αμφιλεγόμενο τομέα του Ελληνικού «εμπορίου και πολιτικής». Πάνω σ’ αυτό
έχω εκθέσει και υποστηρίξει εκτενώς τις απόψεις μου αλλού38.
Το κύριο ενδιαφέρον μου προς το παρόν είναι οι συνέπειες της Αθηναϊκής
αυτοκρατορικής δύναμης στην υποστήριξη των ατόμων της Αθήνας να
αποκομίσουν άμεσα οικονομικά οφέλη, άλλα από εκείνα μέσω της απασχόλησης
στο ναυτικό και στις σχετικές βιοτεχνίες ή μέσω της απόκτησης γης σε
υποτελείς περιοχές. Τα έμμεσα κέρδη είναι αναπόφευκτα: η δύναμη πάντα
φέρνει κέρδη, όπως η κραυγαλέα αφθονία και η ποικιλία αγαθών που
μπορούσε κανείς να βρει στην Αθήνα, από τα οποία ναυλωτές πλοίων,
τεχνίτες και έμποροι έβγαζαν κέρδη. Πολλοί από τους τελευταίους ωστόσο
δεν ήταν Αθηναίοι, όπως και οι Ρόδιοι της Ελληνιστικής εποχής βρίσκονταν
στην ίδια πλεονεκτική θέση χωρίς την ίδια πολιτική δύναμη πίσω τους. Ουχ
ήττον όμως, το ότι τέτοια οφέλη ήταν προϊόντα της Αθηναϊκής
αυτοκρατορίας είναι αναμφισβήτητο. αν και το μέγεθος του οφέλους δεν
μπορεί να μετρηθεί, και η ακριβής θέση του στην Αθηναϊκή πολιτική, αν
υπήρχε κάποια, δεν μπορεί να συναχθεί απλά από την ύπαρξή του. Η
Handelspolitik (η πολιτική του εμπορίου) δεν
είναι συνώνυμη με την Machtpolitik (πολιτική
της δύναμης), ανεξάρτητα από το πόσο συχνά οι ιστορικοί κάνουν αυτό το
ολίσθημα.
Το πρόβλημα μπορεί να εκφραστεί με τον εξής τρόπο. Ο έλεγχος του Αιγαίου
ήταν για την Αθήνα ένα όργανο δύναμης. Πώς χρησιμοποιούνταν αυτό το
όργανο για να πετύχει άλλους στόχους εκτός από τη συλλογή των εισφορών,
τον εποικισμό της γης, την παρέμβαση στον καθορισμό της εσωτερικής
πολιτικής, την καταστολή των μεσοπολέμων και τον σχεδόν πλήρη περιορισμό
της πειρατείας; Για να το πούμε ακριβέστερα, χρησιμοποιούνταν πράγματι
για άλλους σκοπούς εκτός από αυτούς που ήδη κατέγραψα και ειδικά για
εμπορικούς σκοπούς;
Αν ληφθεί υπόψη η φύση της αρχαίας οικονομίας, δύο από τους πιο
σημαντικούς και επικερδείς τύπους της σύγχρονης αποικιακής εκμετάλλευσης
αποκλείονται, δηλαδή η φθηνή εργασία και οι φθηνές πρώτες ύλες· σε πιο
τεχνική γλώσσα, (αποκλείονται) η χρήση, με τη βία αν είναι ανάγκη, της
αποικιακής εργασίας με ημερομίσθια αρκετά κάτω από την αγορά εργασίας
στην πατρίδα και η απόκτηση, πάλι με τη βία αν είναι αναγκαίο, των
πρώτων υλών σε τιμές ουσιαστικά κάτω από τις τιμές αγοράς στην πατρίδα.
Και ένας τρίτος τύπος εκμετάλλευσης, που ήταν εφικτή και που διακρίνεται
τόσο πολύ στη Ρωμαϊκή Ελευθεροπολιτεία, φαίνεται να απουσιάζει από την
Αθηναϊκή αυτοκρατορία. Αναφέρομαι στο δανεισμό χρημάτων σε υποτελείς
πολιτείες και κράτη με υψηλό τόκο, συνήθως για να τους προμηθεύουν τα
ρευστά χρήματα που απαιτούσαν οι ίδιοι για την πληρωμή φόρων (ή
εισφορών) στο αυτοκρατορικό κράτος. Συνεπώς, οι δυνατότητες της
Handelspolitik στένευαν σε ανταγωνιστικά
εμπορικά προνόμια, που επιδιώκονταν με μη οικονομικά μέσα, δηλαδή με την
άσκηση εξουσίας χωρίς να ρυθμίζουν οι ίδιοι τιμές και ημερομίσθια.
Οι μαρτυρίες είναι πολύ αμυδρές, σχεδόν ανύπαρκτες. Στο δεύτερο κεφάλαιο
της ’Αθηναίων Πολιτείας ο Ψευδο-Ξενοφών χτυπάει το σημείο, που
επαναλαμβάνεται ορθά-κοφτά τον επόμενο αιώνα από τον Ισοκράτη (8.36),
ότι δηλαδή η ιμπεριαλιστική Αθήνα «δεν επέτρεπε σε άλλους να πλέουν στη
θάλασσα παρά μόνο αν ήθελαν να πληρώσουν την εισφορά». Οι δύο αυτοί
συγγραφείς είναι τόσο περιβόητοι για τις τάσεις τους, ώστε όλες οι
γενικεύσεις τους είναι ύποπτες, αλλά όχι ipso facto
λανθασμένες. Και δεν είναι τόσο εύκολο να απορριφθεί η «πρόνοια»
στο Αθηναϊκό ψήφισμα του 426 π.Χ., που επέτρεπε στη Μεθώνη στον Θερμαϊκό
Κόλπο να εισάγει μια ορισμένη ποσότητα (άγνωστη) σιτηρών κάθε χρόνο από
το Βυζάντιο μόλις γινόταν η σχετική εγγραφή στους καταλόγους των εκεί
Αθηναίων αξιωματούχων, που τους έλεγαν
Ἑλλησποντοφύλακες
(αρμοστές του Ελλησπόντου). Παρόμοια άδεια είχε χορηγηθεί την ίδια
περίοδο στην πόλη Ἄφυτις
(κοντά στην Ποτίδαια). Μόνο δύο κείμενα υπάρχουν, αλλά κατά κάποιο τρόπο
ενισχύουν τον Ψευδο-Ξενοφώντα και τον Ισοκράτη. Οι επιγραφές δεν λένε
ότι η Μεθώνη και η Ἄφυτις δεν μπορούσαν να πλεύσουν στη θάλασσα χωρίς να
πληρώσουν εισφορά' λένε και περισσότερα και λιγότερα: και στις δύο
πόλεις δόθηκε η εγγύηση του δικαιώματος να «πλέουν ελεύθερα», αλλά ούτε
η μια ούτε η άλλη δεν μπορούσαν να αγοράσουν σιτάρι από τη Μαύρη θάλασσα
χωρίς Αθηναϊκή άδεια39.
Η παρουσία των
Ἑλλησποντοφυλάκων σημαίνει ότι όλες οι άλλες πόλεις
ελέγχονταν, ή θα μπορούσαν να ελεγχθούν, παρόμοιε. Το αν οι
Ἑλλησποντοφύλακες
αντιπροσώπευαν «σύστημα αυστηρής οργάνωσης»40 δεν μπορεί να
καθοριστεί ακριβώς, αλλά αυτό χρειάζεται μεγαλύτερη προσοχή από όση
συνήθως του δίνεται. Δυνητικά, με την υποστήριξη του Αθηναϊκού ναυτικού,
θα μπορούσαν να αρνηθούν σε όλες τις Ελληνικές πόλεις πρόσβαση στη Μαύρη
Θάλασσα, και ως συνέπεια να αρνηθούν πρόσβαση στον κύριο θαλάσσιο δρόμο
όχι μόνο για σιτάρι, αλλά και για δούλους, για δέρματα ζώων και για άλλα
σημαντικά προϊόντα. Πότε τους εγκατέστησαν; Πρέπει ν’ αντισταθεί κανείς
στον πειρασμό να τους ονομάσει «πολεμικό μέτρο». Όχι μόνο κάτι τέτοιο
εισάγει το επιχείρημα «εκ της σιωπής», για το οποίο έχω ήδη πει αρκετά,
αλλά αγνοεί και το γεγονός ότι πολύ λίγα χρόνια από το 478 και εξής δεν
ήταν «χρόνια πολέμου»41 .
Δεν υποστηρίζω ότι οι
Ἑλλησποντοφύλακες εισήχθησαν από την αρχή της λειτουργίας της
αυτοκρατορίας. Ήταν, στο κάτω-κάτω, μόνο το επιστέγασμα της όλης δομής,
ένας οργανισμός σχεδιασμένος να πετύχει μια κλειστή θάλασσα. Αυτό που
υποστηρίζω είναι ότι ένας τέτοιος στόχος ήταν η αυτόματη συνέπεια της
ναυτικής δύναμης μέσα στο σύστημα της Ελληνικής πόλεως, και ότι τα πρώτα
βήματα προς την κατεύθυνση των
Ἑλλησποντοφυλάκων
θα πρέπει να έγιναν από τους Αθηναίους ευθύς ως μπόρεσαν, και το έκριναν
και ωφέλιμο, να ενεργήσουν έτσι42 Εκτός από το να καταφύγουν
σε πόλεμο, δεν υπήρχε πιο χρήσιμο όργανο για να τιμωρήσουν τους εχθρούς
από το να αμείψουν τους φίλους και να πείσουν τους «ουδέτερους» να
γίνουν «φίλοι»43. Και αν η χρήση του οργάνου αυτού σήμαινε
πόλεμο, τόσο το χειρότερο. Η επανάσταση της Θάσου, γράφει ο Θουκυδίδης
(1.100.2), ξεκίνησε από μια διαμάχη «σχετικά με τα εμπόρια στα παράλια
της Θράκης και με τα ορυχεία που εκμεταλλεύονταν οι Θράκες». Αυτό έγινε
νωρίς, το 465 π.Χ., και.
μολονότι δεν ξέρουμε το θέμα που χώριζε την Αθήνα και τη Θάσο για τα
εμπόρια, μάλλον δύσκολο είναι να μην συνδέεται με τις φιλοδοξίες της
«κλειστής θάλασσας» του αυτοκρατορικού κράτους, που τότε απλά ανέλαβε τα
εμπόρια μετά την ήττα της Θάσου. Φυσικά η Αθήνα δεν είχε ακόμη την
ικανότητα, που είχε αργότερα, να κλείσει τη θάλασσα, αλλά είναι σίγουρα
λάθος να πούμε ότι ο στόχος ο ίδιος ήταν αδιανόητος στις δεκαετίες του
460 και του 45044. Αυτό σήμανε για μιαν ακόμη φορά τη
διάπραξη του σφάλματος να μετατραπεί η ηγεμονία σε αυτοκρατορία.
Το πρόβλημα, με λίγα λόγια, δεν είναι αν και πότε η Αθήνα διανοήθηκε την
«κλειστή θάλασσα», αλλά πότε και πώς μπόρεσε να κλείσει αυτή τη θάλασσα
προς όφελος της. Και γιατί. Όπως θα δούμε σε λίγο. οι Αθηναϊκοί στόχοι
δεν απαιτούσαν πλήρη έλεγχο, ακόμη κι αν κάτι τέτοιο ήταν εφικτό. Η
Κορινθιακή προειδοποίηση το 432 ότι τα στεριανά κράτη θα μάθαιναν
γρήγορα αυτό που τα ναυτικά ήξεραν ήδη, ότι δηλαδή η Αθήνα ήταν ικανή να
τους εμποδίζει να φέρνουν τα προϊόντα τους στη θάλασσα και να αγοράζουν
σ’ αντάλλαγμα ό, τι ήθελαν (Θουκυδίδης 1.120.2), έχει νόημα, αλλά πρέπει
να κατανοηθεί σωστά με πρακτικούς όρους. Τέτοιο είναι το «Μεγαρικό
ψήφισμα». Ούτε η πιο μνημειώδης ειδική αγόρευση πέτυχε να αμβλύνει τη
σκληρότητα των ίδιων των λέξεων, που επαναλαμβάνονται τρεις φορές από
τον Θουκυδίδη (1.67, 1.139, 1.144.2), ότι ένα ψήφισμα, που υποκινήθηκε
από τον Περικλή το 432, ανάμεσα στις άλλες «πρόνοιες» εξαιρεί τους
Μεγαρείς «από τα λιμάνια της Αθηναϊκής αυτοκρατορίας». Όλα τα αναλυτικά
επιχειρήματα σχετικά με την αδυναμία επιβολής αποκλεισμού με τριήρεις
και σχετικά με την ευκολία «ανατίναξης του μέτρου» (ανατροπής του «Μεγαρικού
ψηφίσματος»), αν και είναι βασισμένα σε γεγονότα, είναι άσχετα45.
Οι Αθηναίοι διεκδίκησαν το δικαίωμα να αποκλείσουν τους Μεγαρείς από όλα
τα λιμάνια, και θα μπορούσαν να επιβάλουν με τη βία αυτή την απαίτηση,
αν το ήθελαν. Η μακρά ιστορία, που άρχισε με την Ηιώνα και τη Σκύρο,
ήταν γνωστή σε κάθε κράτος που είχε λιμάνι, και υπήρχαν Αθηναίοι
αξιωματούχοι (όπως επίσης και πρόξενοι και άλλοι Αθηναίοι φίλοι) σε
κάθε σημαντικό λιμάνι.
Ότι η Αθήνα δεν ήθελε να καταστρέψει τα Μέγαρα είναι προφανές και είναι
σημαντικό. Αυτό που επιθυμούσε, και πέτυχε, ήταν να πλήξει τα Μέγαρα και
την ίδια στιγμή να δηλώσει ανοιχτά και δυναμικά ότι ήταν έτοιμη να
χρησιμοποιήσει την «κλειστή θάλασσα» αδίστακτα ως όργανο δύναμης. Το
ψήφισμα για τη νομισματοκοπία, οποτεδήποτε κι αν χρονολογείται, ήταν
ακριβώς το ίδιο είδος διακήρυξης46. Και τα δύο ήταν εκφράσεις
της Machtpolitik - όχι όμως, με τη συνηθισμένη
έννοια του όρου, της Handelspolitik. Σ’ αυτό
το σημείο πρέπει να εισαγάγουμε στη συζήτηση τη διάκριση, που
διατυπώθηκε για πρώτη φορά καθαρά στον τομέα της αρχαίας Ελληνικής
ιστορίας από τον Hasebroek, μεταξύ «εμπορικών
συμφερόντων» και «εισαγωγικών συμφερόντων» (ειδικά τροφής, ναυπηγικών
υλικών, μετάλλων)47 . Η Αθήνα δεν θα μπορούσε να επιβιώσει
ως μεγάλη δύναμη, ούτε μάλιστα ως οποιοδήποτε είδος μεγάλης αυτόνομης
πόλεως, χωρίς τακτική εισαγωγή, σε μεγάλη κλίμακα, σιτηρών, μετάλλων και
ναυπηγικών υλικών. Τώρα μπορούσε να εξασφαλίσει κάτι τέτοιο με τον
έλεγχο της θάλασσας. Ούτε σε μία από τις πράξεις της όμως η Αθήνα δεν
έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για οφέλη Αθηναίων ιδιωτών σ’ αυτόν τον
τομέα: δεν υπήρχαν πράξεις ναυσιπλοΐας, ούτε προνομιακή μεταχείριση των
Αθηναίων ναυλωτών πλοίων, εισαγωγέων ή βιοτεχνών, ούτε απόπειρες να
μειωθεί το μεγάλο, ίσως υπέρογκο, ποσοστό συμμετοχής στο εμπόριο από μη
Αθηναίους48. Χωρίς τέτοιες κινήσεις δεν μπορεί να υπάρξει
Handelspolitik, δεν μπορεί να υπάρξει «μονοπωλιοποίηση
εμπορίου και κυκλοφορίας»49. Και σ’ αυτό το θέμα δεν υπάρχει
διαφορά ανάμεσα στον γαιοκτήμονα Κίμωνα και τον βυρσοδέψη Κλέωνα.
Πολλές Ελληνικές πόλεις, και ειδικά οι πιο μεγάλες και φιλόδοξες, είχαν
μία ανάλογη ανάγκη εισαγωγών. Η Αθήνα τώρα μπορούσε να τις εμποδίσει,
ενμέρει αν όχι εντελώς, και αυτή ήταν η άλλη χρήση του οργάνου «κλειστή
θάλασσα». Όταν οι Αθηναίοι έστειλαν ένα στόλο στα 427 π.Χ. να
υποστηρίξει τους Λεοντίνους κατά των Συρακουσών, ο πραγματικός τους
στόχος, εξηγεί ο Θουκυδίδης (3.86.4), «ήταν να εμποδίσουν την εξαγωγή
σιταριού από εκεί στην Πελοπόννησο». Πόσο συχνά και κάτω από ποιες
καταστάσεις η Αθήνα χρησιμοποίησε το στόλο της μ’ αυτό τον τρόπο στη
διάρκεια της Πεντηκονταετίας μετά το 478, δεν μπορεί να καθοριστεί από
τις θλιβερά ανεπαρκείς μαρτυρίες. Η ίδια η ύπαρξη του ναυτικού της
συνήθως αποτελούσε μια ανοιχτή επίδειξη δύναμης χωρίς να είναι αναγκαία,
και δεν υπάρχει λόγος να σκεφτούμε ότι η Αθήνα απέκλειε άλλα κράτη απλά
για εξάσκηση ή από σαδιστική ευχαρίστηση. Με την απουσία γνήσια
εμπορικών και ανταγωνιστικών κινήτρων, η παρέμβαση στις ναυτιλιακές και
εμπορικές δραστηριότητες άλλων κρατών περιοριζόταν σε ειδικές
περιπτώσεις, καθώς εμφανίζονται ad hoc με την
αύξηση της αυτοκρατορίας. Μόνο κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού
πολέμου (έτσι τουλάχιστον φαίνεται), που άλλαξε ριζικά την κλίμακα των
επιχειρήσεων και των κινδύνων, έγινε αναγκαίο να κάνουν μαζική χρήση του
οργάνου της «κλειστής θάλασσας». Ακόμη και τότε η ναυτιλιακή κίνηση στο
Αιγαίο ήταν αρκετά αξιόλογη για τους Αθηναίους το 413 π.Χ., για να
εγκαταλείψουν τις εισφορές (των συμμάχων) με αντάλλαγμα ένα 5% των
λιμενικών φόρων (Θουκυδίδης 7.28.4) στην προσπάθειά τους να αυξήσουν τα
έσοδά τους50.
Προφανώς πολλοί Αθηναίοι, ιδιωτικώς, είχαν όφελος από τη σταθερή
εισαγωγή τροφίμων και άλλων υλικών. Αλλά θα ήταν αδικαιολόγητη
διαστρέβλωση της πραγματικότητας το να περιλάβει κανείς ένα τέτοιο
όφελος κάτω από τον τίτλο «άλλοι τύποι οικονομικής υποταγής και
εκμετάλλευσης».
Ο όρος «Αθήνα» είναι, φυσικά, μια αφαίρεση. Συγκεκριμένα, στην Αθήνα
ποιος ωφελήθηκε (ή υπέφερε) από την αυτοκρατορία, πώς και σε ποια
έκταση; Σε ό, τι ακολουθεί, θα παραμείνω μέσα στα στενά μου πλαίσια,
περιορίζοντας τα «οφέλη» και τα «κέρδη» στην υλική τους σημασία,
εξαιρώντας τα (όχι ασήμαντα) «οφέλη», που προέρχονται από τη δόξα, το
κύρος, την καθαρή απόλαυση της δύναμης. Επίσης θα αγνοήσω τα
δευτερεύοντα οφέλη, όπως η προσέλκυση τουριστών σε μια ένδοξη
αυτοκρατορική πόλη.
Η παραδοσιακή Ελληνική άποψη είναι πολύ γνωστή, όπως «προσδιορίστηκε»
από τον Αριστοτέλη (’Αθηναίων Πολιτεία 24.3): οι κοινοί άνθρωποι της
Αθήνας, οι φτωχότερες τάξεις, ήταν και η κινητήρια δύναμη και,
ταυτόχρονα, οι ωφελημένοι από την αυτοκρατορία. Τα οφέλη τους εύκολα
απαριθμούνται. Πρώτα -πρώτα είναι οι μεγάλες εκτάσεις γης, που
δημεύτηκαν από υποτελείς και μοιράστηκαν κατά κάποιο τρόπο ανάμεσα στους
Αθηναίους. Ίσως το ίδιο σημαντικό είναι το ναυτικό: η Αθήνα συντηρούσε
ένα μόνιμο στόλο από 100 τριήρεις, με περίπου άλλες 200 στους
ναυστάθμους για έκτακτη ανάγκη. Ακόμη και οι 100 χρειάζονταν 20.000
άνδρες, και, μολονότι δεν ξέρουμε πόσα πλοία έμεναν συνήθως στη θάλασσα
για περιπολίες και για εξάσκηση51, ή πόσα εκστράτευαν και για
πόσο χρονικό διάστημα στη διάρκεια όλων των εμπόλεμων περιόδων μεταξύ
478-431 και 431-404, φαίνεται να υπάρχει μικρή αμφιβολία ότι χιλιάδες
Αθηναίοι κέρδιζαν την αμοιβή τους για κωπηλασία στο στόλο σ’ όλη τη
διάρκεια της περιόδου πλεύσης κάθε χρόνο, και ότι δεκάδες χιλιάδες
(μεταξύ τους και πολλοί μη Αθηναίοι), έβρισκαν απασχόληση για
μεγαλύτερες ή μικρότερες περιόδους σε εκστρατείες για πολλά χρόνια.
Πρόσθεσε την εργασία στα ναυπηγεία μόνο, και τότε το συνολικό όφελος σε
μετρητά για τους φτωχούς Αθηναίους γίνεται ουσιώδες, αν και όχι
μετρήσιμο· αλλά ακόμη περισσότερο γίνεται ουσιώδες και για τους φτωχούς
μη Αθηναίους, σε μεγάλο ποσοστό.
Ασφαλώς, η Αθήνα διατηρούσε ναυτικό και πριν δημιουργήσει την
αυτοκρατορία, και συνέχισε να κάνει το ίδιο και μετά την απώλειά της,
αλλά η ύστερη εμπειρία δείχνει ότι, χωρίς τα έσοδα της αυτοκρατορίας,
ήταν αδύνατο να πληρώνει τακτικά ένα τόσο μεγάλο σώμα πληρωμάτων. Το
ίδιο και με την προμήθεια σιτηρών: η Αθήνα κατάφερε να διατηρήσει τις
εισαγωγές και στον τέταρτο αιώνα, αλλά στον πέμπτο αιώνα ο καθένας ήξερε
με ποιο τρόπο η αυτοκρατορική δύναμη εξασφάλιζε αυτές τις εισαγωγές
(καθώς η αυτοκρατορία υποστήριζε το ναυτικό), ακόμη κι αν κάποιος δεν
ήξερε το κείμενο του ψηφίσματος της Μεθώνης ή δεν είχε ακούσει για τους
Ἑλλησποντοφύλακες.
Και οι φτωχοί είναι εκείνοι που πάντα απειλούνται από τις ελλείψεις και
την πείνα.
Τελικά, υπήρχε αμοιβή στα δημόσια αξιώματα, πράγμα στο οποίο ο
Αριστοτέλης έριξε το μεγαλύτερο βάρος στην απόπειρά του να την
προσδιορίσει ποσοτικά. Κανένα άλλο Ελληνικό κράτος, από όσο γνωρίζουμε,
δεν έκανε τόσο κοινή πρακτική την αμοιβή για δημόσιο αξίωμα ή δεν
μοίραζε τα δημόσια αξιώματα τόσο πλατιά52. Αυτό ήταν μια
ριζική καινοτομία στην πολιτική ζωή, το επιστέγασμα της «Περίκλειας»
δημοκρατίας, το προηγούμενο της οποίας δεν υπήρχε πουθενά. Τα θεμελιώδη
ριζικά μέτρα απαιτούν ισχυρά ελατήρια και χωρίς προηγούμενο αναγκαίες
καταστάσεις. Πιστεύω ότι η αυτοκρατορία εξασφάλιζε και τα αναγκαία
μετρητά και τα πολιτικά κίνητρα53. «Αυτοί που κυβερνούν τα
πλοία είναι αυτοί που κατέχουν τη δύναμη στο κράτος», έγραφε ο Ψευδο-Ξενοφών
(1.2), και, όπως έχω κιόλας δείξει, αυτός ο δυσάρεστος συγγραφέας δεν
αστοχεί πάντα με τις γνωμικές προπαγανδιστικές δηλώσεις του.
Τί συμβαίνει λοιπόν με τους πιο πλούσιους Αθηναίους των ανώτερων τάξεων,
τους καλούς κἀγαθούς;
Το παράδοξο, για μας σήμερα, είναι ότι και οι δύο ανώτερες τάξεις
σήκωναν το κύριο βάρος των ντόπιων φόρων και συγκροτούσαν τις ένοπλες
δυνάμεις. Επίσης, όπως έχουμε κιόλας δει, υποστήριξαν την πορεία της
Αθήνας προς την αυτοκρατορία, ασφαλώς όχι από ιδεαλιστικά ή πολιτικά
κίνητρα για τα οφέλη των χαμηλότερων τάξεων. Πώς ωφελήθηκαν οι ίδιοι, αν
ωφελήθηκαν; Επικρατεί πλήρης σιγή στις φιλολογικές πηγές γι’ αυτό το
θέμα, εκτός από ένα αξιοπρόσεκτο εδάφιο στον Θουκυδίδη (8.48. 5-6). Κατά
τη διάρκεια των ελιγμών, που οδήγησαν στο ολιγαρχικό πραξικόπημα του
411, ο Φρύνιχος μίλησε κατά της πρότασης να ανακληθεί ο Αλκιβιάδης από
την εξορία και να αποκατασταθεί η δημοκρατία. Είναι λάθος, είπε (στην
περίληψη του Θουκυδίδη), να νομίζουμε ότι οι υπήκοοι των Αθηνών θα
καλωσόριζαν μια ολιγαρχία, γιατί «δεν έβλεπαν για ποιο λόγο να υποθέσουν
ότι θα καλυτέρευε η κατάσταση γι’ αυτούς κάτω από τους
καλούς κἀγαθούς,
σκεπτόμενοι ότι, οσάκις η δημοκρατία διέπραξε αδικήματα σε βάρος τους,
αυτό συνέβη με την υποκίνηση και την καθοδήγηση των
καλών κἀγαθών,
που ήταν και οι κυρίως ωφελημένοι».
Ο Φρύνιχος ήταν ολισθηρός χαρακτήρας και δεν είμαστε υποχρεωμένοι να
πιστέψουμε όλα όσα (ή οτιδήποτε) είπε σε μια πολιτική συζήτηση.
Εντούτοις, ο Θουκυδίδης βγήκε από το δρόμο του, σε ασυνήθιστο βαθμό, για
να τονίσει την οξυδέρκεια και την ορθότητα των κρίσεων του Φρυνίχου54
κι αυτό ρίχνει διαφορετικό φως στον ισχυρισμό του για τα οφέλη των
ανώτερων τάξεων της Αθήνας από την αυτοκρατορία. Τουλάχιστον υποδηλώνει
κάτι περισσότερο από δόξα και δύναμη αυτή καθαυτή ως τους στόχους των
πολυάριθμων καλών
κἀγαθών, αρχής γενομένης από τον Κίμωνα, ο οποίος ίδρυσε,
υπερασπίστηκε και πολέμησε για την αυτοκρατορία. Το πρόβλημα είναι ότι
αδυνατούμε να καθορίσουμε με ακρίβεια πώς οι ανώτερες τάξεις θα
μπορούσαν να είναι οι κυρίως ωφελημένοι. Εκτός από την απόκτηση
ιδιοκτησίας σε υποτελείς περιοχές, δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο εκτός
από αρνητικά οφέλη. Αυτό σημαίνει ότι τα έσοδα της αυτοκρατορίας έδωσαν
τη δυνατότητα στους Αθηναίους να κατασκευάσουν λαμπρά δημόσια
οικοδομήματα και να δημιουργήσουν το μεγαλύτερο ναυτικό της εποχής χωρίς
να αυξήσουν τα οικονομικά βάρη των φορολογουμένων. Αλλά, πόση επιβάρυνση
θα μπορούσε να επιβάλει το ναυτικό, έγινε φανερό στον τέταρτο αιώνα.
Αυτό είναι κάτι, αλλά είναι αρκετά δύσκολο να λύσει κανείς το πρόβλημα
που μας άφησε ο Φρύνιχος.
Όπως και να έχει το πράγμα, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε το
συμπέρασμα ότι η αυτοκρατορία ωφέλησε άμεσα το φτωχότερο ήμισυ του
Αθηναϊκού πληθυσμού σε βαθμό άγνωστο στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ή στις
νεότερες αυτοκρατορίες. Φυσικά, υπήρχε ένα αντίτιμο, το κόστος της
μόνιμης πολεμικής κατάστασης. Οι άνδρες χάνονταν σε ναυτικές
επιχειρήσεις και καμιά φορά σε πεζομαχίες, και αποδεκατίστηκαν στη
Σικελική καταστροφή. Οι Αθηναίοι αγρότες υπέφεραν από τις περιοδικές
Σπαρτιατικές εισβολές στην πρώτη φάση του Πελοποννησιακού πολέμου, και
ακόμη περισσότερο από τη μόνιμη Σπαρτιατική φρουρά στη Δεκέλεια στην
τελευταία δεκαετία του πολέμου. Η σχέση αυτών των δεινών και της
αυτοκρατορίας ήταν φανερή, αλλά τί συμπεράσματα βγαίνουν; Ο πόλεμος ήταν
ενδημικός: ο καθένας το δεχόταν αυτό σαν γεγονός, και γι’ αυτό κανείς
δεν συζητούσε, ή πίστευε στα σοβαρά, ότι η παραίτηση από την
αυτοκρατορία θα ανακούφιζε την Αθήνα από τις συμφορές του πολέμου. 0α
την ανακούφιζε απλώς από ορισμένους ιδιαίτερους πολέμους, αλλά δεν
φαίνεται ότι θα άξιζε να χάσει την αυτοκρατορία και τα οφέλη της γι’
αυτό το αμφίβολο κέρδος. Το Αθηναϊκό ηθικό παρέμεινε ακμαίο ως το πικρό
τέλος, αντικατοπτρίζοντας τον ισολογισμό των ωφελημάτων και των
απωλειών.
VI
Αναμφίβολα οι υποτελείς πόλεις θα προτιμούσαν να είναι ελεύθερες από την
Αθήνα παρά υποτελείς, και ως προς όλα τ’ άλλα να είναι ίσες. Αλλά ο
πόθος για ελευθερία είναι συχνά ένα ασθενές όπλο και τα άλλα πράγματα
σπάνια είναι ίσα στην πραγματική ζωή. Δεν αναφέρομαι απλά στις
συντριπτικές δυσκολίες του να κλιμακωθεί μια επιτυχημένη εξέγερση - η
Νάξος προσπάθησε και συντρίφτηκε, η Θάσος προσπάθησε και συντρίφτηκε,
αργότερα η Μυτιλήνη προσπάθησε και συντρίφτηκε - αλλά στις πιο
περίπλοκες σχέσεις, που είναι σύμφυτες σε όλες τις καταστάσεις
υποτέλειας και κυριαρχίας. Ο όρος «σύμμαχοι (ή υπήκοοι)» αποτελεί εξίσου
αφαίρεση όσο και ο όρος «Αθήνα». Η Αθήνα είχε φίλους σε κάθε υποτελή
πόλη55. Το 413, πριν από την τελική μάχη στις Συρακούσες,
όταν η θέση του Αθηναϊκού στρατού έγινε απελπιστική, οι Συρακούσιοι
πρόσφεραν στα συμμαχικά εκστρατευτικά σώματα την ελευθερία τους και
ασφαλή συνοδεία, αν λιποτακτούσαν. Αρνήθηκαν και δέχτηκαν την Αθηναϊκή
μοίρα. Δυο χρόνια αργότερα, ο λαός της Σάμου επαναβεβαίωσε τη
νομιμοφροσύνη του στην Αθήνα κι έμεινε πιστός ως το πικρό τέλος.
Δεν ξέρουμε γιατί οι Σάμιοι αντέδρασαν μ’ αυτό τον τρόπο το 411 και οι
Μυτιληναίοι με τον αντίθετο το 428. Μας λείπουν οι αναγκαίες
πληροφορίες. Η ιστορία της αυτοκρατορίας αποκαλύπτει ένα παρόμοια
αποκλίνον μοντέλο παντού: η άποψη του κράτους που ασκεί αυτοκρατορία
είναι λίγο ή πολύ ενιαία, ενώ η άποψη των αρχομένων ποικίλλει από
κοινότητα σε κοινότητα και, μέσα σε κάθε κοινότητα, από ομάδα σε ομάδα.
Ανάμεσα σε μερικούς υποτελείς της Αθήνας, ο κοινός λαός προτιμούσε τη
δημοκρατία, η οποία υποστηριζόταν από την Αθηναϊκή δύναμη, παρά την
ολιγαρχία σ’ ένα αυτόνομο κράτος. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει μια
ιδιαίτερη αντίδραση (αν και η Αθήνα δεν ήταν πάντα αντίθετη στις
ολιγαρχίες). Σε σχέση μ’ αυτό, αξίζει να θυμηθούμε ότι ποτέ δεν μας λένε
πώς συλλεγόταν η εισφορά μέσα στα συνεισφέροντα κράτη. Αν επικρατούσε το
κανονικό Ελληνικό σύστημα φορολογίας - και δεν έχουμε λόγους να
πιστέψουμε το αντίθετο - τότε η εισφορά στην Αθήνα πληρωνόταν από τους
πλούσιους, όχι από τον κοινό λαό. Έτσι αυτό το βάρος δεν θα πρέπει να
προξενούσε στους τελευταίους καμιά έγνοια. Για να συνοψίσουμε, οι υλικές
υποχρεώσεις, που είχαν οι υποτελείς, ήταν άνισες και γενικά το βάρος και
οι επιπτώσεις τους μας διαφεύγουν.
Στη διήγηση του Θουκυδίδη για τις συζητήσεις στη Σπάρτη, που κατέληξαν
στην κήρυξη του πολέμου κατά της Αθήνας, ο ιστορικός αποδίδει τα
ακόλουθα λόγια σε έναν Αθηναίο ομιλητή (1.76.2):
«Δεν έχουμε κάνει τίποτε αλλόκοτο, τίποτε αντίθετο προς την ανθρώπινη
πρακτική με το να δεχτούμε την αυτοκρατορία, όταν μας προσφέρθηκε, και
μετά ν’ αρνηθούμε να την παραδώσουμε. Τρία πολύ ισχυρά κίνητρα μας
εμποδίζουν να το κάνουμε αυτό, η τιμή, ο φόβος και το συμφέρον. Και δεν
είμαστε οι πρώτοι που ενεργούμε έτσι. Έχει σταθεί κανόνας παντοτινός να
υποτάσσεται ο ανίσχυρος στον ισχυρό' και επιπροσθέτως θεωρούμε ότι η
δύναμή μας αυτή μας αξίζει».
Εδώ δεν υπάρχει ιμπεριαλιστικό πρόγραμμα, ούτε θεωρία, απλά μια
επιβεβαίωση της καθολικής αρχαίας πίστης στη φυσικότητα της κυριαρχίας.
Κοιτάζοντας προς τα πίσω, ο ιστορικός είναι ελεύθερος να κάνει τις δικές
του ηθικές κρίσεις· δεν είναι όμως ελεύθερος να τις συγχέει με πρακτικές
κρίσεις. Πολύ μεγάλο μέρος της σύγχρονης βιβλιογραφίας ενδιαφέρεται,
ακόμη και κατέχεται από την έμμονη ιδέα, να καθορισθεί το αν η Αθήνα
«εκμεταλλευόταν τους συμμάχους της σε κάποιο μεγάλο βαθμό» ή «πόση
εκμετάλλευση και καταπίεση σημειώθηκε». Τέτοιες ερωτήσεις, αν δεν είναι
χωρίς σημασία, είναι αναπάντητες. Ο Αθηναϊκός ιμπεριαλισμός
χρησιμοποίησε όλες τις μορφές υλικής εκμετάλλευσης που ήταν διαθέσιμες
και δυνατές σ’ εκείνη την κοινωνία. Οι επιλογές και τα όρια καθορίζονταν
από εμπειρία και πρακτικές κρίσεις, καμιά φορά από εσφαλμένους
υπολογισμούς.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.
Thornton (1965) 47.
2.
Π.χ.
Mattingly (1961) 184,
187· Frxleben (1971) 161.
3.
Βλ.
Fob (1953).
4.
Will (1972) I71-.V πρβλ.
Ehrenherg
(1975) 187-97.
5.
Ως ένα εξαιρετικό παράδειγμα. σημειώστε πώς η «κρίσιμη καμπή» του 454
κυριαρχεί στην ανάλυση του Nesselhauf
(1933). Για οξεία εναντίον του
κριτική, βλ. Will
(1972) 175-6. Οπωσδήποτε δεν είναι καθόλου βέβαιο
ότι η μεταφορά του ταμείου έγινε τόσο αργά, το 454- βλ.
Pritchett
(1969).
6.
Larsen
(1940) 191.
7.
Schuller
(1974) 3. Η κεντρική του θέση των «δύο στρωμάτων» (Schichte)
στη δομή της ύστερης αυτοκρατορίας και η απαρίθμησή του των περιπτώσεων
συνέχειας και διακοπής, οφείλονται στην αρχική τους σύγχυση ανάμεσα στην
ψυχολογία του «συμφέροντος να άρχεσαι» και την πραγματικότητα της
δύναμης.
8.
Ακόμη και αν κάποιος νομίζει, αντίθετα από μένα, ότι στο τέλος της ζωής
του ο ιστορικός κατέληξε να πιστεύει, αναδρομικά, ότι η Αθηναϊκή
αυτοκρατορία είχε υπάρξει ένα λάθος, αυτό δεν θα επηρέαζε το επιχείρημά
μου.
9.
Perlman
(1976) 5.
10.
Wight
(1952) 5. Η αντιστοιχία με τους «συμμάχους» των Ρωμαίων
κατά τον τρίτο και δεύτερο αιώνα π.Χ. μας έρχεται αμέσως στο νου.
11.
Είναι σχεδόν περιττό να πω ότι θεωρώ άσχετο και αναχρονιστικό το
παιγνίδι με τις αντιλήψεις της de jure
και
dc facto
άσκησης της
εξουσίας, όπως κάνει π.χ. ο Schuller
(1974) 143-8.
12.
Meiggs
(1972) 215.
13.
Οι πληρέστερες διαπραγματεύσεις βρίσκονται στον
Meiggs
(1972) κεφ. 11
Schuller (1974) 36-48, 156-63. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος
περιλαμβάνει τους Ἑλλησποντοφύλακες, που συζητήσαμε στο τμήμα IV
αυτού του κεφαλαίου.
14.
Βλ. Blackman
(1969) 179-83.
15.
Ο Meyer
(1960) εξασθενίζει μια κατά τα άλλα οξυδερκή ανάλυση,
επιμένοντας ότι ποτέ δεν υπήρχαν περισσότερα από πέντε-έξι κράτη με
εισφορά σε πλοία και αντιμετωπίζοντας την κατασκευή πλοίων ως ένα
προνόμιο και μόνο, που το παραχωρούσαν οι Αθηναίοι.
16.
Meyer
(1960) 499.
17.
Η πιο πειστική συζήτηση αυτού του κειμένου είναι, νομίζω, του
Chambers
(1958).
18.
Απ' αρχής μέχρι τέλους θα αγνοήσω την προσωρινή, κατά τη διάρκεια του
πολέμου, επανεκτίμηση της εισφοράς του 425, που ήταν ασφαλώς μία
σημαντική ένδειξη για την ισχύ και το χαρακτήρα της Αθηναϊκής δύναμης,
αλλά μεγάλη ανωμαλία για να περιληφθεί στην ανάλυση, που προσπαθώ να
κάνω.
19.
Δεν μου προκαλεί σύγχυση το ότι ο Θουκυδίδης αποκαλεί τα 600 τάλαντα
φόρον. Ο Ξενοφών σίγουρα είχε τον ίδιο αριθμό στο μυαλό του, όταν
εκτιμούσε τα συνολικά δημόσια έσοδα της Αθήνας εκείνη την εποχή σε 1.000
τάλαντα «από εσωτερικές και εξωτερικές πηγές» ( Ἀνάβασις,
7.1.27).
20.
Για ό,τι ακολουθεί, η πληρέστερη συλλογή και ανάλυση το)ν μαρτυριών θα
βρεθεί στον Amit
(1965).
21.
Βλ.
Casson
(1971) 278-80.
22.
Blackman
(1969) 195.
23.
Stanier
(1953).
24.
Blackman (1969) 186.
25.
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να διαθέσω χρόνο για την άποψη του
Sealey
(1966) 253, ότι η «Συμμαχία της Δήλου ιδρύθηκε εξαιτίας μιας διαμάχης
για λάφυρα και ότι σκοπός της ήταν ν' αποκτηθούν περισσότερα λάφυρα»·
βλ. Jackson
(1969)· Meiggs
(1972) 462-4.
26.
Για τις αρχαίες μαρτυρίες σχετικά με ό,τι ακολουθεί, βλ. τα σχόλια του
Gomme
στον Θουκυδίδη 1.116-17.
27.
Βλ. de Ste.
Croix
(1972) 394-6.
28.
Θουκυδίδης 1.101.3' Πλούταρχος, Κίμων, 14.2.
29.
Ο κατάλογος έχει κατάλληλα συνταχθεί από τον
Jones (1957) 169-173. Δεν
είναι απαραίτητο ν’ αποδεχθεί κανείς το δημογραφικό επιχείρημα, στο
οποίο βασίζονται τα δεδομένα αυτά.
30.
Θεωρώ περιττό να εμπλακώ στις αξεπέραστες δυσκολίες, που θ' αντιμετώπιζα
προσπαθώντας να διακρίνω τις αποικίες από τις κληρουχίες· όλες οι
προηγούμενες συζητήσεις αντικαταστάθηκαν από τον
Gauthier
(1966) και τον
Erxleben (1975).
31.
Βλ. Finley
(1976).
32.
Gauthier
(1973) 163. Αυτό το άρθρο είναι θεμελιώδες για ό, τι
ακολουθεί.
33.
Για τα κείμενα αυτής της ομάδας επιγραφών, που τώρα είναι συμβατικά
γνωστές ως «Ἀττικοί Στῆλαι», βλ.
Pritchett
(1953), πλήρη
ανάλυση στο (1956).
34.
Στήλη II, στίχοι 311-14- πρβλ. II, 177. Ο αριθμός είναι τόσο μεγάλος,
ώστε δημιουργεί την υποψία ότι ίσως να πρόκειται για λάθος στο κείμενο.
35.
Ο Davies
(1971) 431-5, εκτιμά ότι ο Πασίων είχε συνολική περιουσία
60 περίπου ταλάντων.
36.
Δεν με πείθει το επιχείρημα του
Erxleben (1975) 84-91, ότι
τα κτήματα στην Εύβοια, περιλαμβανομένων και αυτών του Οινία, είχαν
δημιουργηθεί με την αγορά Αθηναϊκών κληρουχικών κτημάτων στο νησί' ούτε
με πείθει η ανυποστήρικτη εισήγηση του
de Ste.
Croix
(1972) 43-4: «Θα υπέθετα ότι το Αθηναϊκό κράτος διεκδικούσε το δικαίωμα
να διαθέτει κατά βούληση γη, που την είχε δημεύσει από τους συμμάχους...
και παραχωρώντας την ονομαστικά σε ιδιώτες Αθηναίους, οι οποίοι προφανώς
θα την αποκτούσαν σε δημόσιο πλειστηριασμό». Τέτοιες εισηγήσεις είχαν
αποκρουσθεί αποτελεσματικά εκ των προτέρων, σε λίγες γραμμές, από τον
Gauthier
(1973) 169. Ούτε καταλαβαίνω πώς ο
Erxleben,
όπως και πολλοί άλλοι, μπορεί να δέχεται ως γεγονός τη δήλωση του
Ανδοκίδη (3.9) ότι μετά τη Νικίειο Ειρήνη, η Αθήνα πήρε στην κατοχή της
τα δύο τρίτα της Εύβοιας. Το όλο χωρίο είναι ολοφάνερα «ένα από τα
χειρότερα δείγματα ρητορικής ανακρίβειας και παρερμηνείας που
διαθέτουμε» (de Ste.
Croix
(1972) 245).
37.
Για την υπερβολή της φρασεολογίας,
βλ.
Finley, Studies in Land
and Credit, 75-6.
38.
Finley (1965a)· Ancient Economy, κεφ.
6.
Για τα έργα φανασίας περί «εμπορικών πολέμων», βλ. επίσης
de Ste.
Croix
(1972) 214-20.
39.
Inscriptiones Graecac
Γ, 57. 18-21, 34-41 (Μεθώνη)· 58. 10-19 (Άφυτις).
40.
Grundy
(191 1) 77. Δεν γνωρίζουμε τίποτε για τα καθήκοντα των ¨Ελλησποντοφυλάκων,
εκτός από αυτή την παραπομπή. Ο Ξενοφών,
'Ελληνικά, 1.1.22 και ο Πολύβιος
4.44.4 λένε ότι ο Αλκιβιάδης εισήγαγε την πρώτη είσπραξη διοδίων το 410,
στην Χρυσόπολη της περιοχής της Καλχηδόνας, απέναντι από τα στενά του
Βυζαντίου.
41.
Σωστά ο Schuller
(1974) 6-7.
42.
Η καλύτερη δήλωση αυτής της πρότασης είναι του
Nesselhauf
(1933) 58-68, αν και θα διαφωνήσω σε δύο σημεία.
43.
Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα «ανταμειβόντων φίλων» έχουν δει στις είκοσι
τέσσερες μικρές πόλεις, οι περισσότερες στις περιοχές της Θράκης και του
Ελλήσποντου, οι οποίες έκαμαν «εθελοντικές» εισφορές τα χρόνια από το
435 κ.ε., ο Nesselhauf
(1933) 58-62, και πληρέστερα ο
Lepper
(1962). οι οποίοι θεωρούν αυτές τις περιπτώσεις ως απόδειξη του δόγματος
ότι η πληρωμή εισφοράς ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για τη ναυσιπλοΐα. Η
εξήγηση είναι ομολογουμένως καιροσκοπική. Δεν πρόκειται ίσως για τίποτε
περισσότερο από τοπικούς στρατηγικούς ελιγμούς σε μια περίοδο ασταθών
σχέσεων μεταξύ Αθήνας και Μακεδονίας: βλ.
Meiggs (1972) 249-52.
44.
Nesselhauf
(1933) 64.
45.
De Ste.
Croix
(1972) κεφ. 7· βλ. τη δίκαιη κριτική του
Schuller (1974) 77-9.
46.
Δεν θα επαναλάβω τους λόγους, για τους οποίους θεωρώ ότι το νομισματικό
ψήφισμα ήταν μια πολιτική πράξη χωρίς κανένα εμπορικό ή οικονομικό
πλεονέκτημα για τους Αθηναίους: βλ.
Finley (1965a)
22-4· Ancicnt Economy.
166-9.
47.
Αρχικά διατυπωμένη σε μια διάλεξη,
Hasebroek (1926), η ανάλυση
αναπτύχθηκε αργότερα σε βιβλίο,
Hasebroek (1928). Βλ.
Finley
(1965a)
.
48.
Βλ. πολύ πρόσφατα Erxleben
(1974)· γενικότερα,
de Ste.
Croix
(1972) 214-20.
49.
Nesselhauf
(1933) 65.
50.
Δεν καταλαβαίνω πώς ορισμένοι ιστορικοί μπορούν σοβαρά να αμφιβάλλουν
για το ότι αυτός ο φόρος επρόκειτο να εισπραχθεί σε όλα τα λιμάνια της
Αθηναϊκής σφαίρας επιρροής. Στο τέλος του αιώνα, ο λιμενικός φόρος τον
δύο τοις εκατό, στον Πειραιά μόνο, είχε εκμισθωθεί για 39 τάλαντα
(Ανδοκίδης I. 133-34). και καμιά αριθμητική δεν μπορεί να ανεβάσει αυτόν
τον αριθμό σ’ ένα ποσό, το 413 π.Χ., που θα δικαιολογούσε το μέτρο αυτό,
όταν, όπως υπάρχει λόγος να πιστεύουμε, η εισφορά στην περίοδο 418-14
π.Χ. ανερχόταν σε 900 περίπου τάλαντα το χρόνο. Θα ήθελα να προσθέσω ότι
είμαι πρόθυμος ν’ αφήσω ανοικτή την πιθανότητα για την ύπαρξη ενός
πλατιά διαδεδομένου συστήματος διοδίων στην αυτοκρατορία ακόμη νωρίτερα,
όπως υποστηρίζει ο Romstedt
(1914), με βάση την ακόμη ανερμήνευτη
αναφορά σε μια δεκάτην στο «Ψήφισμα του Καλλία»,
Inscriptiones Graecae I2,
91.7. FI
ανάλυση του
Romstedt δεν είναι πειστική, αλλά η
δυνατότητα να έχει δίκιο μου φαίνεται ότι αξίζει καλύτερη τύχη από την
παραμέλησή της σε όλα τα σύγχρονα έργα για την αυτοκρατορία.
51.
Δεν θα εμπλακώ στη συζήτηση για την αξιοπιστία της
δήλωσης του Πλούταρχου (Περικλής, I 1.4) ότι 60 τριήρεις έμεναν κάθε
χρόνο στη θάλασσα επί οκτώ μήνες. Ο
Meiggs (1972) 427,
συμπεραίνει: «Οσοδήποτε αμφίβολες κι αν είναι λεπτομέρειες στον
Πλούταρχο, η πηγή του... δεν είναι πιθανό να επινόησε το βασικό γεγονός
ότι καθημερινά έπλεαν περιπολικά στο Αιγαίο όλο το χρόνο». Αυτό είναι
σίγουρα σωστό και είναι αρκετό για το επιχείρημά μου.
52.
Ο de Ste.
Croix
(1975) αντικρούει το επιχείρημά μου σ' αυτό το σημείο,
αλλά οι μαρτυρίες του ότι η Ρόδος που και που πλήρωνε για μερικά
αξιώματα στο τέλος του τέταρτου αιώνα και ίσως και στην Ελληνιστική
περίοδο, καθώς επίσης και η Ελληνιστική Ιασός, και ότι ο Αριστοτέλης
έκανε μερικές γενικές παρατηρήσεις για το θέμα της πληρωμής στα Πολιτικά
του δεν απαντούν καθόλου στο επιχείρημά μου.
53.
Βλ.
Finley,
Ancient Hconomy,
172-4· Democracy,
58-60. O Jones
(1957) 5-10 προσπάθησε να διαψεύσει αυτή μου την πρόταση, υποδεικνύοντας
την επιβίωση της πληρωμής για αξιώματα μετά την απώλεια της
αυτοκρατορίας και η διάψευσή του έχει παρατεθεί ευχαρίστως από πλήθος
ερευνητών. Εντούτοις, εύκολα αποδεικνύεται ότι οι θεσμοί συχνά
επιβιώνουν πολύ καιρό αφού εξαφανισθούν οι απαραίτητες συνθήκες που τους
δημιούργησαν. Η δίκη από ενόρκους είναι ένα επαρκές παράδειγμα.
54.
Θουκυδίδης 8.27.5, 48.4, 64.2-5. Το ότι ο Θουκυδίδης δεν επιδοκιμάζει
ιδιαίτερα αυτό το συγκεκριμένο επιχείρημα του Φρυνίχου, δεν μου φαίνεται
πολύ σημαντικό.
55.
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να εισέλθω στη διαμάχη για τη «δημοτικότητα
της Αθηναϊκής αυτοκρατορίας», που εγκαινίασε ο
de Ste.
Croix
(1954-5)· για βιβλιογραφία και παράθεση των πιο πρόσφατων
δικών του απόψεων, βλ. de Ste.
Croix
(1972) 34-43.