Η ΑΝΑΛYΣΗ
ΤΗΣ ΦΡΟΝΗΣΕΩΣ
Martin
Heidegger
Μετάφραση:
Παῦλος Κόντος
Α.
ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ, VI,
2-6
Οἱ πέντε τρόποι τοῦ ἀληθεύειν (ΗΝ,
VI,
3).
Τό ἀληθεύειν ὡς ἔδαφος τῆς ὀντολογικῆς ἔρευνας. Ἡ ἀλήθεια
ὡς ὀντολογικός προσδιορισμός τοῦ Dasein (ἀληθεύει ἡ ψυχή).
Ὁ
Ἀριστοτέλης εἰσάγει τό κύριο μέρος τῆς ἔρευνάς του στό βιβλίο
VI,
3, 1139b 15 κέ., μέ μιά προγραμματική ἀπαρίθμηση τῶν τρόπων τοῦ
ἀληθεύειν: ἔστω δή οἷς ἀληθεύει ἡ ψυχή τῷ καταφάναι ἤ
ἀποφάναι, πέντε τόν ἀριθμόν· ταῦτα δ’ ἔστιν τέχνη ἐπιστήμη
φρόνησις σοφία νοῦς· ὑπολήψει γάρ καί δόξῃ ἐνδέχεται
διαψεύδεσθαι. «Πέντε εἶναι λοιπόν οἱ τρόποι μέ τούς ὁποίους
τό ἀνθρώπινο Dasein,
εἴτε μέ τό νά καταφάσκει εἴτε μέ τό νά ἀποφάσκει, διανοίγει τά
ὄντα. Καί αὐτοί οἱ τρόποι εἶναι: ἡ εἰδημοσύνη —στή μεριμνοῦσα
ἀπασχόληση (Besorgen), στόν χειρισμό, στήν παραγωγή—, ἡ ἐπιστήμη,
ἡ περίσκεψη (Umsicht) —ἐνόραση (Einsicht)—,
ἡ κατανόηση, τό ἀντιληπτικό νοεῖν». Ὡς προσθήκη παραθέτει ὁ
Ἀριστοτέλης τήν ὑπόληψιν, τό νά λαμβάνεις κάτι ὡς κάτι, καί τή
δόξαν, τήν ἄποψη, τή γνώμη. Αὐτοί οἱ δύο τελευταῖοι
τρόποι τοῦ ἀληθεύειν χαρακτηρίζουν τό ἀνθρώπινο Dasein ὡς
πρός τό ἐνδέχεται: ἐνδέχεται διαψεύδεσθαι· στό
μέτρο πού τό ἀνθρώπινο Dasein κινεῖται σ’ αὐτούς τούς τρόπους,
μπορεῖ νά ἀπατᾶται. Ἡ δόξα δέν εἶναι κατ’ ἀνάγκην ἐσφαλμένη· μ
π ο ρ ε ῖ νά εἶναι ἐσφαλμένη· μπορεῖ νά φράξει τόν δρόμο πρός
τό ὄν, νά συρθεῖ μπροστά του. Ὅλοι αὐτοί οἱ διάφοροι τρόποι τοῦ
ἀληθεύειν βρίσκονται σέ συνάφεια μέ τόν λόγο· ὅλοι, ἐκτός ἀπό
τόν νοῦ, εἶναι μετά λόγου· δέν ὑπάρχει περίσκεψη ἤ
κατανόηση πού νά μήν εἶναι γλωσσικές. Ἡ τέχνη εἶναι ἡ
εἰδημοσύνη στή μεριμνοῦσα ἀπασχόληση, στόν χειρισμό, στήν
παραγωγή, πού μπορεῖ νά καλλιεργηθεῖ κάθε φορά σέ διαφορετικούς
βαθμούς, ὅπως γιά παράδειγμα στόν ὑπόδηματοποιό ἤ στόν ράφτη· ἡ
τέχνη δέν εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἐνέργεια τοῦ χειρισμοῦ καί τῆς
κατασκευῆς, ἀλλά ἕνα εἶδος γνώσης, ἀκριβῶς ἡ εἰδημοσυνη πού
καθοδηγεῖ τήν ποίησιν. Ἡ ἐπιστήμη εἶναι ὁ γενικός ὅρος
γι’ αὐτό πού ὀνομάζουμε καί σήμερα ἐπιστήμη. Ἡ φρόνησις
εἶναι ἡ περίσκεψη (ἐνόραση), ἡ σοφία εἶναι ἡ γνήσια κατανόηση, ὁ
νοῦς εἶναι τό νοεῖν πού νοεῖ τό νοητό. Τό νοεῖν
ἀναφαίνεται ἤδη κιόλας στίς ἀποφασιστικές ἀπαρχές τῆς ἑλληνικῆς
φιλοσοφίας, ἐκεῖ ὅπου ἀποφασίστηκε τό πεπρωμένο τῆς ἑλληνικῆς
καί τῆς εὐρωπαῖκῆς φιλοσοφίας, δηλαδή στόν Παρμενίδη: τό αὐτό
εἶναι τό νοεῖν καί τό νοητό.
Ἂν
ἀκολουθήσουμε αὐτά πού λέγει ὁ Ἀριστοτέλης γιά τούς τρόπους τοῦ
ἀποκαλύπτειν (Aufdecken), ἀποκομίζουμε τά ἑξῆς:
1) τόν
προσανατολισμό σχετικά μέ τούς πιθανούς δρόμους πού ἦταν
ἀνοικτοί στό ἑλληνικό Dasein, γιά νά γνωρίσει ἐμπειρικά τά ὄντα
τοῦ κόσμου καί νά τά θέσει ὑπό ἐρώτηση·
2) μιά
προκαταρκτική ματιά ἐπί τῶν διαφόρων ὀ ν τ ο λ ο γ ι κ ῶ ν π ε
ρ ι ο χ ῶ ν πού διανοίγονται στούς διαφόρους τρόπους τοῦ
ἀληθεύειν, ὅπως καί μιά προκαταρκτική ματιά ἐπί τῶν
χαρακτηριστικῶν τους ὀ ν τ ο λ ο γ ι κ ῶ ν π ρ ο σ δ ι ο ρ ι σ
μ ῶ ν
3) μιά
πρώτη κατανόηση γιά τό ἐντός ποιῶν ὁ ρ ί ω ν κινήθηκε ἡ
ἑλληνική ἒρευνα.
Μέ αὐτά τά
τρία δεδομένα ἀποκομίζουμε τό ἔ δ α φ ο ς ἐπί τοῦ ὁποίου
κινοῦνται οἱ ἔρευνες τοῦ Πλάτωνα γιά τό εἶναι τοῦ ὄντός ὡς
κόσμου καί γιά τό εἶναι τοῦ ὄντος ὡς ἀνθρώπινου Dasein, τῆς
φιλοσοφικά ἐπιστημόνικῆς ὕπαρξης. Θά εἴμαστε, ἔτσι, σέ θέση νά
συνοδοιπορήσουμε στούς πιθανούς δρόμους τῆς πλατωνικῆς ἔρευνας.
Προτοῦ νά
ἀπαριθμήσει τούς τρόπους τοῦ ἀληθεύειν, μᾶς λέει ὁ Ἀριστοτέλης:
ἀληθεύει ἡ ψυχή. Ἡ ἀλήθεια, λοιπόν, εἶναι μέν ἕνας
χαρακτήρας τοῦ ὄντος στό μέτρο πού τό συναντᾶμε, ἀλλά, σύμφωνα
μέ τό γνήσιό της νόημα, εἶναι περαιτέρω ἕνας ὀ ν τ ο λ ο γ ι κ
ό ς π ρ ο σ δ ι ο ρ ι σ μ ό ς τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ τ ο ῦ ἀ ν θ ρ
ώ π ι ν ο υ D a s e i n. Διότι, κάθε προσπάθεια τῆς ὕπαρξης γιά
γνώση πρέπει νά κατισχύσει τῆς ἐπικάλυψης (Verdecktheit) τοῦ
ὄντος, ἐπικάλυψη πού εἶναι τριπλῆς μορφῆς: 1) ἀγνωσία, 2)
κυρίαρχη γνώμη, 3) πλάνη. Εἶναι λοιπόν τό ἀνθρώπινο Dasein αὐτό
πού εἶναι γνήσια ἀληθινό, πού εἶναι μέσα στήν ἀλήθεια, στή
Wahrheit (ἂν μεταφράζουμε τήν ἀλήθειαν ὡς Wahrheit).
Ἀληθές-εἶναι, εἶναι-μέσα-στήν-ἀλήθεια, ὡς προσδιορισμός τοῦ
Dasein, σημαίνει γιά τό Dasein νά ἔχει στή διάθεσή του μή
ἐπικαλυμμένο τό ἑκάστοτε ὄν, μέ τό ὁποῖο φροντίζει νά ἔρθει σέ
δοσοληψία. Αὐτό πού ἔχει συλληφθεῖ ὀξύτερα ἀπό τόν Ἀριστοτέλη,
τό εἶχε δεῖ ἤδη καί ὁ Πλάτων: ἡ ἐπ' ἀληθείᾳ ὁρμωμένη ψυχή
(Σοφιστής, 228c 1 κέ.), ἡ Ψυχή τίθεται ἐξ ἑαυτῆς καθ’ ὁδόν πρός
τήν ἀλήθεια, πρός τό ὄν, στό μέτρο πού αὐτό εἶναι μή
ἐπικαλυμμένο. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, λέγεται γιά τούς πολλούς:
τῶν πραγμάτων τῆς ἀλήθειας ἀφεστώτας (Σοφιστής, 234c κέ.),
Οἱ πολλοί στέκονται ἀκόμα μακριά ἀπό τή μή κρυπτότητα (Unverborgenheit)
τῶν πραγμάτων. Βλέπουμε ἐκ τούτου, ὅτι θά βροῦμε στόν Πλάτωνα
τόν ἴδιο προσανατολισμό πού ὑπάρχει καί στόν Ἀριστοτέλη. Σ’
αὐτούς τους δύο πρέπει νά προῦποθέσουμε μία ἑνιαία θέση ὅσον
ἀφορᾶ στά θεμελιώδη ἐρωτήματα γιά τό Dasein. Ἡ ψυχή, τό εἶναι
τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ λοιπόν, ἀκριβολογώντας, αὐτό πού εἶναι
μέσα στήν ἀλήθεια.
Ἂν
ἐμμείνουμε στό νόημα τῆς ἀλήθειας ὡς μή ἐπικάλυψης, ὡς
ἀποκάλυψης, γίνεται σαφές ὅτι ἀλήθεια σημαίνει ὅ,τι ἀκριβῶς καί
'σύσταση τῶν πραγμάτων’ (Sachlichkeit),
ἂν ἡ ἀλήθεια νοηθεῖ ὡς ἐκείνη ἡ σχέση τοῦ Dasein μέ τόν κόσμο
καί μέ τόν ἕαυτό του, στό πλαίσιο τῆς ὅποιας τό ὄν εἶναι μπροστά
μας ὅπως πράγματι εἶναι τά πράγματα. Αὐτή εἶναι ἡ ὀρθῶς
ἐννοούμενη «ἀντικειμενικότητα». Στό πρωταρχικό νόημα αὐτῆς της
ἔννοιας τῆς ἀλήθειας δέν ἐμπερικλείεται ἀκόμα ἡ
ἀντικειμενικότητα ὡς καθολική ἐγκυρότητα, ὡς καθολική δέσμευση.
Αὐτά δέν ἔχουν τίποτα νά κάνουν μέ τήν ἀλήθεια. Μπορεῖ κάτι νά
εἶναι καθολικά ἔγκυρο, καθολικά δεσμευτικό, καί ὅμως νά μήν
εἶναι πραγματικό. Οἱ περισσότερες προκαταλήψεις καί τά αὐτονόητα
εἶναι, τέτοιες καθολικές ἐγκυρότητες, οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζονται
ἀπό τό ὅτι παραποιοῦν τό ὄν. Ἀντιστρόφους, μπορεῖ νά εἶναι
ἀληθές κάτι πού δέν εἶναι δεσμευτικό γιά τόν καθένα, ἀλλά μόνο
γιά ἕναν καί μοναδικό ἄνθρωπο. Ἐπίσης σ’ αὐτήν τήν ἔννοια τῆς
ἀλήθειας, τῆς ἀλήθειας ὡς ἀποκάλυψης, δέν ἔχει προαποφασιστεῖ
ἀκόμα ὅτι τό αὐθεντικό ἀποκαλύπτειν θά ἒπρεπε νά συνίσταται
ἀναγκαστικά στή θεωρητική γνώση ἤ σέ μιά συγκεκριμένη δυνατότητα
τῆς θεωρητικῆς γνώσης, λόγου χάρη στήν ἐπιστήμη ἤ εἰδικά στά
μαθηματικά, ὡς ἐάν τά μαθηματικά ὡς ἡ αὐστηρότερη ἐπιστήμη νά
ἦταν καί ἡ ἀληθέστερη, ὡς ἐάν νά ἦταν τελικά ἀληθές μόνον ὅ,τι
ἐξομοιώνεται μέ τό ἰδεῶδες της ἐνάργειας τῶν μαθηματικῶν. Ἡ
ἀλήθεια, ἡ μή κρυπτότητα, τό ἀποκαλυμμένο, κατευθύνεται μᾶλλον
πρός τά ἴδια τά ὄντα καί ὄχι πρός μιά συγκεκριμένη ἔννοια τῆς
ἐπιστημονικότητας. Αὐτό ἐνυπάρχει στήν τάση τῆς ἑλληνικῆς
ἔννοιας τῆς ἀλήθειας. Ἀπό τήν ἄλλη ὅμως πλευρά, αὐτή ἀκριβῶς ἡ
ἑλληνική ἑρμηνεία τῆς ἀλήθειας ὁδήγησε στό νά ἰδωθεῖ ἡ θεωρητική
γνώση ὡς τό αὐθεντικό ἰδεῶδες της γνώσης καί κατηύθυνε ὅλη τή
γνώση πρός τή θεωρητική. Τό πῶς συνέβη αὐτό, δέν μποροῦμε νά τό
παρακολουθήσουμε ἀπό πιό κοντά· θέλουμε μόνον νά ἀποσαφηνίσουμε
τήν π η γ ή α ὐ τ ῆ ς τ η ς δ υ ν α τ ό τ η τ α ς. [...]
[Λήψη
όλου του αρχείου]
Platon: Sophistes,
Α
19, Vittorio Klostermann, Frankfurt a.M. 1992. To
κείμενο προέρχεται ἀπό τό σεμινάριο πού δόθηκε στό
Μαρβοῦργο τό χειμερινό ἑξάμηνο τοῦ 1924-25. Ἐδῶ
παρουσιάζονται οἱ παράγραφοι § 4a (σ. 21.-24), § 8 (σ.
47-58), § 19 καὶ § 20 (σ. 135-142). Ἡ ἐπιλογή τῶν
ἀποσπασμάτων εἶναι ἀποκλειστικά δική μας εὐθύνη. Δύο
ἦταν πάντως τά κριτήρια ἐπιλογῆς τους: τό νά ἀποτελοῦν
νοηματικά μιά κλειστή ἑνότητα καὶ τό νά μήν ἐμπλακεῖ ὁ
ἀναγνώστης, ὅσο αὐτό εἶναι δυνατόν, στή δαιδαλώδη
ὁρολογία τοῦ Heidegger.
Ὅ,τι ὑπογραμμίζεται μέ πλάγια γράμματα εἶναι ἀρχαῖες
ἑλληνικές λέξεις πού χρησιμοποιεῖ ὃ Heidegger. Οἱ
ὑποσέλιδες σημειώσεις συντάχθηκαν ἀπό τόν μεταφραστή.
Πρόκειται γιά τεχνικό ὅρο. Γιά ὁποῖον εἶναι
ἐξοικειωμένος μέ τή φαινομενολογία τοῦ
Heidegger
δέν χρειάζεται ἐδῶ καμιά διασάφηση. Σέ ἀντίθετη
περίπτωση ἀρκεῖ, γιά τό παρόν κείμενο, ἡ κατανόηση τοῦ
ὅρου ὡς περιγραφικοῦ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.
Αὐτοί οἱ δύο ὅροι ἀποδίδονται ἐδῶ ἐξίσου στή φρόνησιν,
δηλαδή δέν ἔχουν (κυρίως ὁ πρῶτος) τό τεχνικό νόημα πού
θά ἀποκτήσουν ἀργότερα στή θεμελιώδη ὀντολογία (Εἶναι
καὶ Χρόνος, 1927). Ὡστόσο, ἐπιβάλλεται ἢ ταυτόχρονη
χρήση τους γιά νά ἀποφευχθεϊ ἢ παρανόηση ἐκείνη πού θά
ἤθελε τή φρόνησιν ἕνα εἶδος ἐσωτερικῆς ἐποπτείας.
Ἡ περίσκεψη ἔχει πάντα τό νόημα τῆς θέασης (Sicht) ὅσων
περιστοιχίζουν τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.
Μήν ξεχνᾶμε ὅτι δλή ἡ ἀνάλυση τῶν ΗΝ ἔχει τεθεῖ
ὡς εἰσαγωγή στήν ἀνάλυση τοΰ πλατωνικοῦ Σοφιστῆ.
Sache εἶναι τό ἴδιο τό πράγμα, τό ὄν, καί Sachlichkeit
ὅ,τι τό προσδιορίζει ὡς τέτοιο. Παράβαλε τή
φαινομενολογική ἐπιταγή Zu den Sachen selbst (πρός τά
ἴδια τά πράγματα).