Η αινιγματική προσωπικότητα του
Πυθαγόρα
Ο Ι. Ν. Μαρκόπουλος γράφει για τις
αντιφατικές πλευρές του χαρακτήρα και της σκέψης του φιλοσόφου, για τους
αμφισβητίες και τους υποστηρικτές του, καθώς και για τις σημαντικές
«πρωτιές» της Πυθαγόρειας Σχολής
Από όλους τους προσωκρατικούς φιλοσόφους ο
Πυθαγόρας ο
Σάμιος (περί το 580-500 π.Χ.) είναι σίγουρα ο πιο αμφιλεγόμενος και
αινιγματικός. Αυτό μπορεί εν μέρει να οφείλεται στις πενιχρές
πληροφορίες που διαθέτουμε για το άτομό του· μπορεί επίσης να οφείλεται
στις σχετικά όψιμες γραπτές μαρτυρίες που έχουμε για τη ζωή και το έργο
του Σαμίου και των Πυθαγορείων. Οι μεταγενέστερες αυτές μαρτυρίες
περιέχουν αναμφίβολα πολλές ξένες και αβέβαιες προσθήκες, που σίγουρα
δεν διασφαλίζουν την αλήθεια.
Πέρα όμως από τις διαπιστώσεις αυτές, οι ασάφειες και αντιφατικότητες
που αφορούν την προσωπικότητα του φιλοσόφου και τον Πυθαγορισμό
σχετίζονται επίσης, κατά τη γνώμη μου, με τον μυστηριακό όσο και
μυστικιστικό χαρακτήρα της ηθικοθρησκευτικής, κατ' ουσίαν, αδελφότητας
που ίδρυσε ο Πυθαγόρας στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας και με την
προσπάθεια του Πυθαγόρα και των Πυθαγορείων να επιτύχουν τη
σύζευξη θρησκείας και επιστήμης. Η σύζευξη αυτή δεν επιχειρήθηκε στη
βάση ενός φυσικού, ανοιχτού στην επικοινωνία θρησκευτικού συναισθήματος,
αλλά οικοδομήθηκε πάνω σε έναν ξένο προς την ελληνική σκέψη, κλειστό,
αυταρχικά και ιεραρχικά διαρθρωμένο κύκλο μυημένων μελών, που εξέφραζαν
και ακολουθούσαν τις θρησκευτικές και ηθικές επιταγές μέσα από έναν
απόρρητο και αποκρυφιστικό θεωρησιακό λόγο.
Το άκρως τολμηρό, επισφαλές όσο και σκοτεινό αυτό εγχείρημα είναι
προφανές ότι επιτρέπει από ηθικοθρησκευτική και επιστημολογική άποψη
πολύπλευρες και εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις, αλλά και
παρανοήσεις, που κάθε άλλο παρά συντελούν σε μια καθολική αποδοχή της
προσωπικότητας του φιλοσόφου.
Οι
κατηγορίες του Ηράκλειτου
Η αμφισβήτηση του
Πυθαγόρα αρχίζει ήδη από πολύ νωρίς. Ο πρώτος
που στρέφεται εναντίον του είναι ο κατά μία περίπου γενιά νεότερός του
Ηράκλειτος, ο οποίος αμφισβητεί, κατά ειρωνικό θα έλεγα τρόπο, τη
φήμη του Σαμίου φιλοσόφου, τον οποίο μάλιστα κατηγορεί ακόμη και για
επιφανειακή πολυμάθεια και κακοτεχνία (έντεχνη εξαπάτηση των ανθρώπων).
Έτσι, κατά τον Ηράκλειτο (απόσπασμα 40):
«Πολυμαθίη νόον έχειν ου
διδάσκει· Ησίοδον γαρ αν εδίδαξε και Πυθαγόρην αὐτοῖς τε Ξενοφάνεά τε
και Εκαταῖον» (η πολυμάθεια δεν διδάσκει την ορθή κρίση·
αλλιώς θα την είχε διδάξει στον Ησίοδο και στον Πυθαγόρα, καθώς ακόμη
και στον Ξενοφάνη και στον Εκαταίο). Όπως επίσης (απόσπασμα 129):
«Πυθαγόρης Μνησάρχου
ἱστορίην ἤσκησεν ἀνθρώπων μάλιστα πάντων καὶ ἐκλεξάμενος ταύτας τάς
συγγραφὰς ἐποιήσατο ἑαυτοῦ σοφίην, πολυμαθίην, κακοτεχνίην»
(ο Πυθαγόρας, γιος του Μνησάρχου, άσκησε την έρευνα περισσότερο από
όλους τους ανθρώπους, και αφού έκανε μια επιλογή από τούτες τις γραφές,
οικειοποιήθηκε τη σοφία, που δεν ήταν άλλο από την πολυμάθεια και την
κακοτεχνία).
Παρόμοιες απόψεις συναντάμε και στους νεότερους χρόνους. Ο
Νίτσε για παράδειγμα, που είναι θαυμαστής του Ηράκλειτου, δηλώνει συχνά
τη συμπάθειά του για τους Προσωκρατικούς, όχι όμως και για τον Πυθαγόρα, τον οποίο μάλλον περιφρονεί λόγω των θρησκευτικών και
ηθικών του προκαταλήψεων.
Ιδιαίτερα αντιπαθής είναι πάντως ο Πυθαγορισμός στους υλιστές φιλοσόφους
και στους εκφραστές του διαλεκτικού υλισμού, για τους οποίους ο Ηράκλειτος
και ο Δημόκριτος αποτελούν τους αρχηγέτες της
φιλοσοφικής και διαλεκτικής σκέψης. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι η
διδακτορική διατριβή του Καρλ Μαρξ είχε αντικείμενο μελέτης τη
διαφορά της φυσικής φιλοσοφίας στους δύο κατ' εξοχήν υλιστές φιλοσόφους,
τον Δημόκριτο και τον Επίκουρο.
Τι
απαντούν οι υποστηρικτές του
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες που δικαιολογούν και μια
θετική εικόνα του Πυθαγορισμού. Ας μου επιτραπεί να αναφέρω στη συνέχεια
μερικές χαρακτηριστικές «πρωτιές» του Πυθαγόρα ή των Πυθαγορείων (η
διάκριση δεν είναι πάντα δυνατή), που είναι οπωσδήποτε αξιοσημείωτες.
Μετά την εγκατάλειψη της Σάμου, που βρισκόταν υπό την τυραννία του
Πολυκράτη, ο Πυθαγόρας ιδρύει περί το 530 π.Χ. την αδελφότητά του
στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας.
Η αδελφότητα αυτή, που πρωτοεμφανίστηκε ως αίρεση, παρακλάδι του
Ορφισμού, αποτελεί ουσιαστικά την πρώτη γνήσια φιλοσοφική σχολή και
σηματοδοτεί όπως υποστηρίζει και ο W. Κ. C. Guthrie στο βιβλίο του «Οι
Έλληνες Φιλόσοφοι» (μετάφραση και βιβλιογραφικό σημείωμα Αντ. Η.
Σακελλάριου, τρίτη έκδοση, εκδ. Παπαδήμα, 1993) τη θεμελίωση της
«ιταλικής» φιλοσοφίας, που μαζί με την «ιωνική» φιλοσοφία συγκροτούν το
μεγάλο οικοδόμημα της πρώιμης αρχαιοελληνικής σκέψης.
Ο
Πυθαγόρας μπορεί επίσης να θεωρηθεί ο αρχηγέτης του
ιδεαλιστικού ρεύματος στη φιλοσοφία. Θεωρείται ακόμη το αρχέτυπο του
φιλοσόφου και του σοφού δασκάλου. Λέγεται επίσης ότι πρώτος αυτός
χρησιμοποίησε τον όρο «φιλοσοφία» και αποκάλεσε τον εαυτό του
«φιλόσοφο».
Όσον αφορά την κοσμολογία και την επιστήμη, αναφέρεται με κάποιες
πάντως επιφυλάξεις ότι ο Πυθαγόρας χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο
«Κόσμος», για να ονομάσει αρχικά τον έναστρο ουρανό και αργότερα το
Σύμπαν. Και στις δύο πάντως περιπτώσεις, η σημασία της λέξης σχετίζεται
άμεσα με την πυθαγόρεια τάξη, αρμονία και ομορφιά.
Ο
Πυθαγόρας δίδασκε εξάλλου ότι η Γη, όπως και ο Κόσμος, είναι
σφαιρική, ο δε Αριστοτέλης στο έργο του «Περί Ουρανού» (293α,
293β) μας πληροφορεί ότι οι Πυθαγόρειοι υποστήριζαν επίσης μια
πυροκεντρική θεωρία του Κόσμου, σύμφωνα με την οποία η Γη περιστρεφόταν
γύρω από ένα κεντρικό πυρ, που το ονόμαζαν «Διός φυλακήν».
Η θεωρία βέβαια αυτή, που ιστορικά αποδίδεται στον πυθαγόρειο
Φιλόλαο,
δεν έβαζε ακόμη τον ήλιο στη θέση αυτής της κεντρικής φωτιάς· αυτό
έμελλε να το κάνει αργότερα (τον 3ο π.Χ. αιώνα) ο Αρίσταρχος ο
Σάμιος, που θα μπορούσαμε επίσης να τον κατατάξουμε, ως αστρονόμο και
φυσικό φιλόσοφο, στους Πυθαγορείους.
Οπωσδήποτε επομένως οι Πυθαγόρειοι είναι αυτοί που θα αμφισβητήσουν για
πρώτη φορά τη γεωκεντρική θεωρία του Σύμπαντος και θα ανοίξουν έτσι τον
δρόμο για την πυθαγόρεια, κατ' ουσίαν, ηλιοκεντρική θεωρία του Κοπέρνικου.
Αν πάντως ο μυστικισμός, ο απόρρητος λόγος και η θεοποίηση του δασκάλου
είναι τα κατ' εξοχήν μη ελληνικά στοιχεία του Πυθαγορισμού, η εμφαντική
αναφορά της πυθαγόρειας σχολής στη μορφή ή δομή των όντων ως το
καθαυτό ουσιώδες , που είναι μετρήσιμη και μπορεί να εκφραστεί
αριθμητικά, είναι χαρακτηριστικά ελληνική. Ξεκινώντας άλλωστε από την
τέχνη της μουσικής και εκφράζοντας, για πρώτη φορά, τα διαστήματα της
μουσικής κλίμακας με αριθμητικές σχέσεις, ο Πυθαγόρας θεμελίωσε
τη μαθηματική φιλοσοφία και φυσική, σχετίζοντας την τάξη και αρμονία των
ήχων με την τάξη και αρμονία του Σύμπαντος.
Οι αριθμοί, που για τους Πυθαγόρειους είναι πηγή σοφίας και η ουσία ή η
αρχή των πραγμάτων, είναι μαθηματικές οντότητες, οι οποίες εκφράζουν
μέσω ενός ηθικά εδραιωμένου δυϊσμού και μιας επιστημονικής, γεωμετρικής
θεώρησης του κόσμου μια αιώνια και άχρονη αλήθεια· μια αλήθεια που
παραπέμπει τελικά σε μια θεϊκή οντότητα. Με αυτόν τον τρόπο ο
Πυθαγορισμός προχώρησε σε μια μυστικιστική σύζευξη μαθηματικών και
θεολογίας, που αποσκοπούσε αρχικά στην κάθαρση της ζωής των μυημένων
οπαδών.
Ορθολογισμός και θρησκεία
Αυτή η ιδιαιτερότητα του Πυθαγορισμού, με το ιδιότυπο φιλοσοφικό
αμάγαλμα θρησκείας και ορθολογισμού, διαφοροποιεί τελικά τον Πυθαγόρα
από τους άλλους Προσωκρατικούς και δικαιολογεί, εν μέρει, τον
θαυμασμό που εκφράζει για τον φιλόσοφο ο Μπέρτραντ Ράσελ, ο οποίος στο
βιβλίο του «Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας - Ενότητα Ι: Οι
Προσωκρατικοί» (μετάφραση Αιμ. Χουρμούζιου, εκδ. Ι. Δ. Αρσενίδη, 1970)
λέει σχετικά: «Δεν γνωρίζω άλλον άνθρωπο με τόσην επιρροή όπως αυτός στη
σφαίρα της διανοήσεως.
Το λέω τούτο γιατί αυτό που φαίνεται ως πλατωνισμός, όταν αναλυθή,
αποκαλύπτεται στην ουσία του πυθαγορισμός». Με την άποψη αυτή συμφωνούν
και οι νομπελίστες φυσικοί Β. Χάιζενμπεργκ και Ε. Σρέντινγκερ. Ο Richard
S. Westfall εξάλλου, στο βιβλίο του «Η Συγκρότηση της Σύγχρονης
Επιστήμης» (μετάφραση Κρινώ Ζήση, επιστημονική επιμέλεια Κώστας
Γαβρόγλου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1993) αναφέρει στην
Εισαγωγή: «Δύο ήταν τα μείζονα θέματα που κυριάρχησαν στην επιστημονική
επανάσταση του 17ου αιώνα: η πλατωνική - πυθαγόρεια παράδοση, που
αντιμετώπιζε τη φύση με τη γεωμετρία, πεπεισμένη ότι ο κόσμος είναι
συγκροτημένος σύμφωνα με τις αρχές της μαθηματικής τάξης, και η
μηχανοκρατία, η οποία θεωρούσε τη φύση μια τεράστια μηχανή...».
Ας μου επιτραπεί να ολοκληρώσω την αναφορά μου στην αινιγματική
προσωπικότητα του Πυθαγόρα και στη Σχολή του με την παράθεση ενός
σύντομου αποσπάσματος από το βιβλίο του Ε. Σρέντινγκερ «Η Φύση και οι
Ελληνες» (μετάφραση και επιστημονική επιμέλεια δρ Θεοφάνης Γραμμένος,
εκδ. Π. Τραυλός - Ε. Κωσταράκη, 1995), το οποίο εκφράζει και τη δική του
θέση και απορία: «Ο ήρεμος σημερινός ερευνητής της Φύσης εκπλήσσεται και
συχνά αισθάνεται αμηχανία από το γεγονός ότι οι Πυθαγόρειοι, με όλες τις
προκαταλήψεις και τις προκατασκευασμένες ιδέες τους περί ομορφιάς και
απλότητας, προόδευσαν περισσότερο τουλάχιστον στον σημαντικό τομέα της
κατανόησης του Κόσμου από τη νηφάλια Σχολή των Ιώνων «Φυσιολόγων»...
και περισσότερο από τους πνευματικούς απογόνους τους, τους Ατομικούς».
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 16 – 05 - 1999