Ἡ Θουκυδιδική ἔρευνα στήν ἐποχή
μας
Α. Παναγόπουλου
Ἡ τελευταία μεγάλη στροφή στή Θουκυδιδική
ἔρευνα σημειώθηκε τό 1972 μέ τήν ταυτόχρονη
ἐμφάνιση δύο μεγάλων ἔργων, τοῦ The Origins of
the Peloponnesian War («Ἡ προέλευση τσΰ
Πελοποννησιακοῦ Πολέμου», New York, 1972) τοῦ
G.E.Μ. de Ste Croix καί τό The Athenians empire («Ἡ
Ἀθηναϊκή Αὐτοκρατορία», Oxford 1972) τοῦ Russel
Meiggs.
Εἶχαν προηγηθεϊ βέβαια μερικά πολύ
σημαντικά βιβλία καί κατά τήν προηγούμενη
δεκαετία, ὅπως τό ἔργο ταῦ F.E. Adcock, Thucydides
and His History («Ὁ Θουκυδίδης καί ἡ Ἱστορία του»,
Cambridge, 1963), τοῦ Η.Ρ. Stahl, Thukydides: Die
Stellung des Menschen im geschichtlichen Prozess («Ἡ
θέση τοῦ ἄνθρωπου στήν ἱστορική διαδικασία»,
Munchen,
1966), τοϋ Kurt von Fritz, α΄ τόμος τοῦ Die
griechische Geschichtsschreibung («Ἡ Ἑλληνική
ἱστοριογραφία», Berlin 1967, 532-823), τοῦ J.H.
Finley, Three Essays on Thucydides («Τρία δοκίμια γιά
τόν Θουκυδίδη», Cambridge Mass., 1967) - εἶχε
προηγηθεῖ 25 χρόνια νωρίτερα τό ἄλλο του
σπουδαῖο ἔργο μέ τίτλο Thucydides· τοῦ H.D. Westlake,
Individuals in Thucydides («Ἄτομα στόν Θουκυδίδη»,
Cambridge, 1968), καί ἐπιτέλους (!) τό λῆμμα τοῦ
Otto Luschnat «Thukydides der Historiker» («Θουκυδίδης
ὁ Ἱστορικός») στή R.E., Supplementband, ΧΠ, 1971, μέ
268 στῆλες (!).
Κατά τήν ἀκόμη προηγούμενη δεκαετία
κορυφαία εἶχαν σταθεῖ τά ἔργα τῆς Jacqueline de
Romilly, Thucydide et l’imperialisme Athenien («Ὁ
Θουκυδίδης καί ὁ Ἀθηναϊκός Ἰμπεριαλισμός».
Paris, 1954) καί Histoire et raison chez Thucydide («
Ἱστορία καί λογική στόν Θουκυδίδη», Paris,
1956), ταῦ C. Meyer, Die Urkunden im Geschichtswerk des
Thukydides («Οἱ πηγές στό ἱστορικό ἔργο τοῦ
Θουκυδίδη», Munchen,
1955) καί τοῦ H.J. Diesner, Wirtschaft und Gesellschaft
bei Thukydides («Οἰκονομία καί κοινωνία στόν
Θουκυδίδη», Halle, 1956).
Ἀκόμη πιό παλιά εἶχαν ἐπηρεάσει τήν
Θουκυδιδική ἔρευνα τά μεγαθήρια τῆς
Γερμανικῆς κυρίως ἀρχαιογνωστικῆς καί
Ἱστορικῆς σχολῆς ὅπως ὁ Eduard Schwartz, ὁ W.
Schadewalt, ὁ A. Grossinsky καί ὁ Η. Patzer.
Καί ὡς ἐδῶ τά πράγματα εἶναι λίγο-πολύ
ἀντικειμενικά· αὐτά εἶναι, πράγματι, τά
σημαντικότερα ἔργα τοῦ αἰώνα μας γιά τόν
Θουκυδίδη μέχρι τό 1971, ὅπως ἤδη ἐκτιμήθηκαν
ἀπό τή σύγχρονη ἔρευνα. Ἀπό ἐδῶ καί πέρα ὅμως ἡ
ἐπιλογή γίνεται ἀναπόφευκτα ἐντελῶς
ὑποκειμενική, γιατί ὁ χρόνος ζωῆς τῶν νέων
ἔργων δέν ἐπιτρέπει (ἰδιαίτερα σέ ὅσα
ἐκδόθηκαν μετά τό 1980) μιάν
ἀντικειμενικότερη κρίση γιά τήν ἐπίδρασή τους.
Γι αὐτό θά ἐπιχειρήσω μία σταχυολόγηση τῶν
πιό σημαντικῶν, κατά τή γνώμη μου, βιβλίων γιά
τόν Θουκυδίδη κατά τά τελευταία χρόνια.
«Σημαντικά», θεωροῦνται ἐδῶ ἐκεῖνα τά ἔργα,
πού προϋποθέτουν (καί ἀποδέχονται,
ἀμφισβητοῦν ἤ ἀπορρίπτουν) ὁλόκληρη τήν
προηγούμενη ἐργασία τῆς Θουκυδιδικῆς ἔρευνας
καί φαίνεται ὅτι θά ἐπηρεάσουν τίς ἑπόμενες
γενιές Θουκυδιδιστῶν.
Σάν τέτοια ἐπέλεξα νά παρουσιάσω σύντομα,
ἐκτός ἀπό τά ἔργα τῶν Ste Croix καί R. Meiggs τοῦ
1972, πού ἔδωσαν καί τήν τελευταία μεγάλη ὤθηση
στή σύγχρονη ἄνθηση τῶν Θουκυδιδικῶν σπουδῶν,
καί τά ἔργα: α) τό 8ο βιβλίο τοῦ H.C.T. β) τῆς
Virginia Hunter 1973 καί 1982 γ) τοῦ Peter Pouncey δ)
τοῦ Rawlings καί ἐ) τοῦΰ Robert Connor. Ἀπό τήν πλευρά
τῶν Ἑλλήνων, πού ἔγραψαν βιβλία σέ ξένη γλώσσα,
ἀσχέτως ἀπό τήν ἀνταπόκρισή τους στή διεθνῆ
κριτική, ἀναφέρω μόνο ὀνομαστικῶς τά ἔργα
τοῦ Εὐαγγ. Σούλη, τοῦ Ἄγγ. Βλάχου, τῆς Ναννῶς
Μαρινάτου, τοΰ Ἀντώνη Ρεγγάκου καί τοῦ
γράφοντας τό παρόν.
Τό βιβλίο τοῦ G. Ε. Μ. de Ste Croix γιά τήν
προέλευση τοΰ Πελοποννησιακοΰ Πολέμου, The
Origins of the Peloponnesian War, εἶναι ἡ πρώτη
σοβαρή ἀπόπειρα ὑλιστικῆς ἀνάλυσης τῶν
αἰτίων τοῦ Πελοποννησιακοί Πολέμου. Χωρίς νά
ὑποτιμᾶ τήν Ἱστορική καί ἱστοριογραφική
ἄξια τοῦ Θουκυδίδη καί τόν θαυμαστό, γιά τήν
ἐποχή του, ρεαλισμό, ἰδιαίτερα στήν ἐκτίμηση
καί προβολή τῆς οἰκονομίας καί τῆς θέλησης γιά
δύναμη ὡς κύριων μοχλῶν στήν ἱστορία, ὁ Ste
Croix ὑποστηρίζει τολμηρά, καί σ’ ἕνα βαθμό τό
ἀποδεικνύει, ὅτι ὁ Θουκυδίδης ποτέ δέν
κατάλαβε πλήρως τά πραγματικά αἴτια τοῦ
Πελοποννησιακοῦ Πολέμου (πρόλογος, σέλ. XII)·
φέρνει ὡς παράδειγμα, ἀνάμεσα σ’ἄλλα, καί τό
Μεγαρικό ψήφισμα, τό πρῶτο ἐμπορικό ἐμπάργκο
τοῦ Δυτικοῦ κόσμου. Τό δεύτερο κύριο
χαρακτηριστικό τοῦ ἔργου τοῦ Ste Croix εἶναι ἡ
σαφής διάκριση πού κάνει ἀνάμεσα στόν τρόπο
ἀντιμετώπισης ἀπό τόν Θουκυδίδη τῶν
ἐσωτερικῶν ὑποθέσεων τῆς Ἀθήνας, ὅπου ὁ
Ἱστορικός τάχτηκε ἔμμεσα ὑπέρ μιᾶς συμβατικῆς
ἠθικῆς, καί στήν ἀντιμετώπιση τῶν ἐξωτερικῶν
ὑποθέσεων, στίς ὁποίες ἀναγνώρισε ἐντελῶς
ἀμοραλιστικές μεθόδους. Σ’αὐτή τήν διάκρισή
του ἐπηρέασε καί ἄλλους ἐρευνητές.
Τό ἔργο τοῦ Ste Croix προκάλεσε ἀπό ἔκπληξη καί
δυσαρέσκεια μέχρι ὀργή καί θαυμασμό, πράγμα πού
συμβαίνει μόνο μέ τά μεγάλα ἔργα. Καί πρίν οἱ
ἀρχαιογνῶστες συνέλθουν ἀπό τίς ποικίλες
συγκινήσεις πού τούς προκάλεσαν The Origins of the
Peloponnesian War, ἐννιά χρόνια ἀργότερα, τό 1981,
ἦρθε τό μνημειῶδες The Class Struggle in the Ancient
Greek World («Ἡ πάλη τῶν τάξεων στόν ἀρχαῖο
Ἑλληνικό κόσμο»), διαλεκτική ἀνάλυση τῆς πάλης
τῶν τάξεων ὁλόκληρης ταῆς Ἑλληνικῆς
ἀρχαιότητας, ἔργο πού ἔχει ἤδη ἀρχίσει νά
ἐπηρεάζει σοβαρά ὁλόκληρη τήν
ἀρχαιογνωστική ἔρευνα τῆς ἐποχῆς μας.
Τό βιβλίο ἐξάλλου του R. Meiggs εἶναι τώρα ἀπό
τότε πού ἐκδόθηκε τό standard ἔργο γιά τήν Α'
Ἀθηναϊκή Συμμαχία ἤ Κράτος ἤ ’Ἰμπεριαλισμό ἤ
Κοινοπολιτεία μετά ἀπό τά ἔργα τοϋ George
Meautis καί τῆς Jacqueline de Romilly.
Τά ἔργα τοῦ Wolfgang Schuller, Die Herrschaft der
Athener im Ersten Seebund («Ἡ κυριαρχία τῶν Ἀθηναίων
κατά τήν πρώτη Συμμαχία»), Berlin/New York, 1974)
καί Die Stadt als Tyrann - Athens Herrschaft iiber seine
Bundesgenossen («Ἡ πόλη τύραννος - Ἡ κυριαρχία
τῆς Ἀθήνας στούς συμμάχους της», Konstanz 1978), δέν
φαίνεται νά ἔχουν προσθέσει τίποτε σημαντικό
στά ὅσα ὑποστήριξε ὁ R. Meiggs, ἔχουν ὅμως
ἐπαινεθεῖ γιά τήν βιβλιογραφική τους
πληρότητα. Ἀντίθετα, τό θέμα ἐρευνήθηκε σέ
κάποιες νέες πτυχές του τόσο ἀπό τόν John Rexine,
Thucydides and Tacitus on the Nature of Power («Ὁ
Θουκυδίδης καί ὁ Τάκιτος γιά τή φύση τῆς
δύναμης», 1980) καί τόν G. Huxley, Thucydides on the
Growth of Athenian Power («Οἱ ἰδέες τοῦ Θουκυδίδη
γιά τήν ἀναπτυξη τῆς Ἀθηναϊκῆς δύναμης»,
Dublin, 1983. Δημοσιεύεται ἐδῶ σέ
μετάφράση-περίληψη).
Τό 1981 βγῆκε μέ μεγάλη καθυστέρηση ὁ πέμπτος
καί τελευταῖος τόμος τοῦ γιγάντιου συλλογικοῦ
ἔργου τῶν Gomme-Andrewes-Dover, A Historical Commentary
on Thucydides («Ἱστορικός ὑπομνηματισμός στόν
Θουκυδίδη») μέ ἐπιμέλεια τοῦ Antony Andrewes, πού
καλύπτει τό 8ο βιβλίο. Ὁ προηγούμενος, ὁ
τέταρτος τόμος μέ ἐπιμέλεια τοῦ Sir Keneth J.
Dover βγῆκε τό 1970 καί καλύπτει ἀπό τό V. κέφ. 24
μέχρι τό VII βιβλίο, ἐνῶ οἵ τρεῖς πρῶτοι τόμοι, μέ
ὑλικό καί ἐπιμέλεια μόνον τοῦ A. W. Gomme εἶχαν
ἀρχίσει νά βγαίνουν ἀπό τό 1945.
Ἔτσι ὁλοκληρώθηκε σέ 36 χρόνια ὁ σχολιασμός,
ὄχι μόνο ἱστορικός, τοῦ ἔργου τοῦ Θουκυδίδη γιά
τόν Πελοποννησιακό Πόλεμο, ὁ ὁποῖος
διάρκεσε, χωρίς τά προεισαγωγικά, 27 χρόνια,
δήλ. 9 χρόνια λιγότερο ἀπό τό H.C.T.. Κατ’αὐτον
τόν τρόπο ἀχρηστεύθηκε ἐντελῶς κάθε
προηγούμενο ἔργο, ἐκτός ἀπό κάποιες
φιλολογικές καί κριτικές (ἐκδοτικές)
παρατηρήσεις τοῦ ἀντίστοιχου τῶν Classen- Steup
τῶv ἀρχῶν τοῦ αἰώνα μας. Γιά τούς «παροικοῦντας
ἐν Ἱερουσαλήμ» τό Lebenswerk αὐτό τοῦ Gomme
κυρίως, μέ τή γενναία συμβολή τῶν Andrewes καί
Dover, ἀποτελεῖ τώρα τό ἀδιαφιλονίκητα
σημαντικότερο ἔργο τῆς Θουκυδιδικῆς ἔρευνας
ὅλων τῶν ἐποχῶν ὅλων τῶν λαῶν τῆς γῆς. Βέβαια τοῦ
ἔχουν γίνει ἐπικρίσεις σέ κάμποσα σημεῖα,
καθώς καί διορθώσεις, προσθῆκες, ἀναιρέσεις
κλπ., ἀλλά κανείς πιά δέν ἀρνεῖται τή θεμελιώδη
του ἀξία: πρόκειται γιά νά τό ποῦμε ἁπλά γιά ἕνα
ἀπαραίτητο vademecum στόν Θουκυδίδη, καί λόγω
τῶν συγκρίσεων καί παραβολῶν πρός ἄλλες πηγές,
πολλούς ἄλλους συγγραφεῖς, ἰδιαίτερα
ἱστορικούς καθώς καί ἱστορικές ἐπιγραφές,
ἕνα sine qua non ἐργαλεῖο γιά ὁ,τιδήπστε σχεδόν
θέλει νά ἐρευνήσει κανείς σ’αὐτόν. Θυμᾶμαι, καί
παρακαλῶ νά μοῦΰ συγχωρεθεῖ ἡ παρέκβαση, ὅτι,
ὅταν τό 1979 στήν Ὀξφόρδη συζητοῦσα μέ τόν
Andrewes γιά μιά μεταφραστική συνεργασία μας καί
τό ἔφερε ἡ κουβέντα γιά τό H.C.T., τοῦ εἶπα ὅτι
κατά τή γνώμη μου, ὅταν τό ἔργο ὁλοκληρωθεῖ, θά
ἀποτελέσει τό μεγαλύτερο ἴσως κατόρθωμα στό
σύνολο τῶν ἀρχαιογνωστικῶν ἐπιστημῶν τοῦ 20ου
αἰώνα. Μοῦ ἀπάντησε χωρίς δισταγμό: «μετά ἀπό
τήν ἀποκρυπτογράφηση τῆς Γραμμικῆς Β΄ ἀπό τόν
Μ. Ventris καί τό The Roman Revolution («Ἡ Ρωμαϊκή
Ἐπανάσταση») τοῦ Ronald Syme (τοῦ 1939)». Δέν μέ
ἔπεισε· ἀκόμη τώρα πιστεύω πώς στάθηκε πολύ
γενναιόδωρος πρός τούς ἄλλους καί σεμνός γιά τόν
ἑαυτό του καί τούς συνεργάτες του. Μόνο πού τώρα
πλάϊ στό H.C.T., τό The Roman Revolution καί τήν
ἀποκρυπτογράφηση τῆς Γραμμικῆς Β , θά ἔβαζα τό
The Class Struggle in the Ancient Greek World καί τόν
«Ἴβυκο» (πρόγραμμα ἠλεκτρονικῶν ὑπολογιστῶν
στά κλασσικά) τοῦ David Packard. Καί ἀσφαλῶς δέν
ξέρουμε τί μᾶς ἐπιφυλάσσουν ἀκόμη τά ὑπόλοιπα
χρόνια του αἰώνα μας καί τῆς δεύτερης
χιλιετίας. Ἀλλά καλύτερα ἄς ἐπιστρέψουμε
πάλι στό θέμα μας. Ἰδιαίτερη ἀξία σ’αὐτον τόν
5ο τόμο ἔχουν δύο παραρτήματα, ἕνα μέ τίτλο
«Indications of Incompleteness» («Ἐνδείξεις
ἡμιτέλειας», ἀπό τόν ἴδιο τόν Andrewes) καί τό
ἄλλο «Strata of Composition» («Στρώματα σύνθεσης»,
ἀπό τόν Sir Kenneth Dover) καί οἱ ἐξαιρετικά
πολύτιμοι ἑνιαῖοι πίνακες γιά ὅλο τό ἔργο καί
γιά τούς πέντε τόμους. Στά addenda τοῦ τέλους
ἀναγνωρίζει τή συμβολή πολλῶν Θουκυδιδιστῶν
σέ ἐπιμέρσυς θέματα, ὅπως τοῦ H.D. Westlake, τοῦ
J. Wilson, τοῦ L. Robert, τοῦ R. Sealey, τοῦ D.M. Lewis,
τοῦ P. Cartledge, τοῦ Μ. Η. Hansen, τοῦ P. Harding, τοῦ
D. Lateiner, τοῦ F. Ferluato, τοῦ W.K. Pritchett,
Kromayer, R.S. Stroud, Fougeres κ. α.
Ἡ Virginia Hunter, ἕνας ἀπό τους δυνατότερους
«χωρίζοντες» τῆς ἐποχῆς μας στό λεγόμενο
«Θουκυδιδικό πρόβλημα», μᾶς εἶχε εἰδοποιήσει
δέκα χρόνια πρίν γιά τίς εἰκονοκλαστικές της
προθέσεις. Μέ τό Thucydides the Artful Reporter
(«Θουκυδίδης, ὁ ἔντεχνος ἀνταποκριτής»,
Toronto, 1973) ἔδειξε δυναμικά ὅτι κάτι ἐντελῶς
προσωπικό εἶχε νά πεῖ γιά τόν Θουκυδίδη καί ὅτι
ἤξερε πῶς νά τό κάμει. Σέ μία κριτική μου τοῦ 1975
(Πλάτων, 27) εἶχα ἀναγνωρίσει τή διαλεκτική
της δύναμη καί τήν πειστική, στά ἐπιμέρους
προβλήματα, ἐπιχειρηματολογία τῆς Hunter,
ἄλλα γιά λόγους, πού δέν ἐπαναλαμβάνω ἐδῶ,
τελικά κερδίζει στά σημεῖα, ἀλλά χάνει στό
τελικό ἀποτέλεσμα· γιατί ὁ Θουκυδίδης ἦταν
μεγάλος τεχνίτης, ὄχι ὅμως στήν «ἀνταπόκριση»
λόγων καί ἔργων, ἀλλά στήν Ἱστοριογραφία.
Ἀνάμεσα στό 1973 καί τό 1982, ὁπότε βγῆκε τό
δεύτερο βιβλίο της, πού κατά τό ἥμισυ
ἀναφέρεται στόν Θουκυδίδη, Past and Process in
Herodotus and Thucydides («Παρελθόν καί
διαδικασία στόν Ἡρόδοτο καί στόν Θουκυδίδη) ἡ
καθηγήτρια Hunter, στηριζόμενη στό ἐδάφιο V.
26.1-2, τό γνωστό ὡς «Δεύτερος πρόλογος»,
ὑποστηρίζει γενναία τίς χωριστικές της
ἀπόψεις μ’ ἕνα ἄρθρο στό περιοδικό Historia 26
(1977) μέ τίτλο «The Composition of Thucydides’
History: a New Answer to the Problem» («Ἡ σύνθεση τῆς
Ἱστορίας τοῦ Θουκυδίδη: μία νέα ἀπάντηση στό
πρόβλημα»).
Ἐκεῖ, ἡ Hunter ὑποστηρίζει, χωρίς πάλι νά τό
ἀποδεικνύει, ὅτι ὁ λεγόμενος «Δεύτερος
πρόλογος» συνεπάγεται «ἕνα προηγούμενο
ἔργο», δήλ. μία Ἱστορία τοῦ «δεκαετοῦς ἤ
Ἀρχιδάμειου Πολέμου, πού ὑποτίθεται ὅτι ὁ
Θουκυδίδης εῖχε συμπληρώσει καί ἴσως ἐκδώσει
(!) στή μικρή διάρκεια τῆς ἐπισφαλοῦς Εἰρήνης τοῦ
Νικία (421). Ἀλλά ἡ χωριστική σχολή συνολικά
στήν ἐποχή μᾶς μπορεῖ νά κερδίζει, ἄν κερδίζει,
μικρομάχες, τόν πόλεμο ὅμως τόν κερδίζουν οἱ
ἑνωτικοί, οἱ ὁποῖοι καί δέν ἀφήνουν νά
ὑποβαθμιστοῦν οἱ Θουκυδιδικές σπουδές σέ
φιλολογική ἔριδα γιά τή σύνθεση τοῦ ἔργου καί
τό πρόγραμμα ἐργασίας τοῦ Θουκυδίδη. Ἡ μεγάλη
Jacqueline de Romilly, ὁ σοβαρότερος ἐκπρόσωπος
τῶν χωριζόντων στήν ἐποχή μας, εἶχε πρός αὐτή τήν
κατεύθυνση κάπως παράδοξα ἐπισημάνει πρίν
λίγα χρόνια σέ διάλεξή της στή Φιλοσοφική τῆς
Ἀθήνας ὅτι μέ αὐτή τή λογική, μακροχρόνια καί
μακροσκοπικά, ἕνας πιθανός Θουκυδίδης τῶν δύο
Παγκοσμίων πολέμων τοῦ 20οΰ αἴωνα, θά μποροῦσε,
τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, κυρίως τῶν μεγεθῶν,
νά θεωρήσει τήν περίοδο τοῦ Μεσοπολέμου
(1919-38) ὡς εἰρηνικό διάλειμμα ἕνος καί τοῦ
αὐτοῦ πολέμου. Ἀλλά βέβαια ἄλλο 24 χρόνια
συνεχῶν ἐχθροπραξιῶν καί τρία ἐπισφαλοῦς
εἰρήνης καί ἄλλο δέκα χρόνια συνεχοῦς πολέμου
καί δεκαεννέα συνεχοῦς εἰρήνης.
Σ’ αὐτό τό δεύτερο βιβλίο ἡ Hunter, στήν
Εἰσαγωγή, ἰσχυρίζεται ὅτι προσφέρει δύο
μοναδικότητες στήν ἔρευνα, (α) τήν πρώτη
συστηματική σύγκριση τῶν δύο μεγάλων
ἱστορικῶν καί (β) τήν εἰσαγωγή ἐννοιῶν, πού
προέρχονται ἀπό τή σύγχρονη ἱστοριογραφία
καί ἀπό τή μεθοδολογία τῶν κοινωνικῶν
ἐπιστημῶν. Ἀλλά, κατά τή γνώμη μου, καί οἱ δύο
εἶναι ψευδομοναδικότητες, (α) γιατί τή
σύγκριση τήν ἔκαμε πρῶτος καί μάλιστα χωρίς
τυμπανοκρουσίες καί πολύ
ἀποτελεσματικότερα ὁ Gomme καί δευτερευόντως
οἱ Andrewes καί Dover στό H.C.T. καί (β) γιατί, τό νά
μπάσεις καινούριες ἔννοιες, ἀκόμη καί
μεθόδους, σέ παλαιά πράγματα, δέν εἶναι διόλου
σημαντικό. Σημαντικό εἶναι νά ἀξιοποίησεις
σωστά τά σύγχρονα μεθοδολογικά ἐργαλεῖα στήν
ἔρευνα τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ὅπως π.χ. ἔκαμε ὁ Ste
Croix καί μάλιστα ἕνα χρόνο νωρίτερα ἀπό τήν
Hunter, ἀλλά φυσικά δέν προλάβαινε καί ἄν ἀκόμα
ἤθελε, νά τό ἀναγνωρίσει ἤ καί νά τό
ἀξιοποιήσει στό δικό της ἔργο ἡ Hunter.
Ἔπειτα φοβᾶμαι ὅτι δέν πρόσεξε ὅσο ἔπρεπε τούς
ἐρευνητές τῆς πολιτικῆς ἐπιστήμης ἤ ἄλλων
κοινωνικῶν ἐπιστημῶν, πολλοί ἀπό τους ὁποίους
θεωροῦν τόν Θουκυδίδη ἀποκλειστικά δικό τους
«πεδίον δράσεως» (ὅπως ὁ μαθητευόμενος
κουρέας τό κεφάλι τοῦ κασίδη), καί ξεκινοῦν τή
Θουκυδιδική τούς ἔρευνα ἀπό τόν Thomas Hobbes καί
καταλήγουν στόν George Sabine. Ή Hunter, μέ
ἀνάλογη αὐτοπεποίθηση, ὑποστηρίζει πώς
βρῆκε τό κλειδί (τό λέει ἔξι φορές) γιά τήν
ἔρευνα τῶν δύο ἱστοριῶν, ὅσον ἀφορᾶ τόν τρόπο
πού οἱ δύο αὐτοί ἱστορικοί ἀντιλαμβάνονται τό
μακρινό τους παρελθόν καί τίς ἀπόπειρές τους νά τό
ἐξηγήσουν ἱστορικά, καί ὅτι τό κλειδί αὐτό
εἶναι ἡ ἔννοια «διαδικασία» (process), δήλ. ἡ
διαλεκτική κίνηση ἀπό τήν ἀνάπτυξη στήν κρίση
καί ἀπό τήν κρίση στήν παρακμή. Αὐτή τή
διαδικασία (μέ τήν διαλεκτική σημασία τοῦ
ὅρου) τή θεωροῦν καί οἱ δύο ἱστορικοί, πιστεύει
ἡ Hunter, ὡς κοινό κεντρικό ἀντικείμενο μαζί μέ
τούς κινδύνους τούς ἐγγενεῖς σέ κάθε «ἀρχή»
(ἐννοεῖ ἡγε- μονισμό), δήλ. ὁ μέν Ἡρόδοτος τῶν
Περσῶν, ὁ δέ Θουκυδίδης τῶν Ἀθηναίων.
Ἐνδιαφέρουσες κατασκευές, πού ἀπέχουν ὅμως
παρασάγγες ἀπό τήν πραγματικότητα. Οὔτε ὁ
Ἡρόδοτος οὔτε ὁ Θουκυδίδης εἶχαν, ὅπως
φαίνεται, διαβάσει τίς σύγχρονές μας
ἱστοριογραφικές καί κοινωνιολογικές
μεθόδους ἀνάλυσης γιά νά θέλουν, καί μάλιστα
ἀπό κοινοῦ, νά τίς ἐφαρμόσουν στό ἱστορικό τους
ἔργο, ὄπως θά ἔκαναν π.χ. δύο μαθητευόμενοι
στρουκτουραλιστές, δήλ. νά ἐφαρμόσουν γιά
ἄσκησή τους τόν γλωσσολογικό δομισμό σέ δύο
διαφορετικά ποιήματα καί νά καταλήξουν στά
ἴδια ἀποτελέσματα.
Πάντως παρά τό ὅτι καί ὡς δομίστρια καί ὡς
«χωρίζουσα» ἡ Hunter φαίνεται νά ἔχει ἤ
ἀγνοήσει ἤ παρερμηνεύσει τίς γόνιμες
ἐργασίες τῆς De Romilly καί τοῦ Ἀμερικανοῦ
Immerwahr, ἐντούτοις καί μέ τό ἔργο της αὐτό ἔχει
ἀρχίσει νά ἑλκύει, ὅπως καί μέ τό πρῶτο, μεγάλο
ἐνδιαφέρον καί θά ἀσκήσει μεγάλη ἐπιρροή στή
Θουκυδιδική ἔρευνα, μᾶλλον ἀρνητική, δήλ. ὡς
παράδειγμα πρός ἀποφυγήν. Ἀλλά νά τό ἀγνοήσει
δέν μπορεῖ κανείς.
Ὁ ἀντίποδας στόχου καί μεθόδου τῆς Hunter εἶναι
τό τρίτο ἔργο τοῦ Donald Kagan, The Peace of Nicias
and the Sicilian Expedition («Ἡ εἰρήνη τοῦ Νικία καί
ἡ Σικελική ἐκστρατεία», 1981), ὁ ὁποῖος ἔτσι
ὁλοκληρώνει τήν τρίτομη δική του ἀνάλυση τοῦ
Πελοποννησιακοῦ Πολέμου μετά τό The Outbreak
of the Peloponnesian War («Ἡ ἔκρηξη τοϋ
Πελοποννησιακοῦ Πολέμου», 1969) καί The
Archidamian War(«Ὁ Ἀρχιδάμειος Πόλεμος», 1974) καί
γράφει, ὅπως καί στά προηγούμενα ἔργα του,
παραδοσιακή, ἀκαδημαϊκή, θά ἔλεγα, ἱστορία
τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου μέ βάση κυρίως
τόν Θουκυδίδη καί τίς ἄλλες πηγές, ἱστορία
πολιτικοστρατιωτική καί διπλωματική.
Ἀγνοεῖ σχεδόν ἐντελῶς τήν κοινωνική διάσταση
τοῦ προβλήματος καί ἐντελῶς τήν οἰκονομική καί
φαίνεται ὅτι θά ἀσκήσει μικρή ἐπιρροή στή
Θουκυδιδική ἔρευνα, ἄν καί δέν εἶναι κατώτερο
τοῦ ἔργου τῆς Hunter, ἀλλά εἶναι πολύ πιό
προσγειωμένο καί σχεδόν χρονικογραφικό.
Ἄς δοῦμε τώρα τά βιβλία δύο ἀμιγῶν
στρουκτουραλιστῶν: τό ἔργο τῶν Peter R. Pouncey:
The Necessities of War: A Study of Thucydides’ Pessimism
(«Οἱ ἀναγκαιότητες τοῦ πολέμου: Ἔρευνα τῆς
ἀπαισιοδοξίας τοῦ Θουκυδίδη», Columbia Univ.
Press, 1980) σκοπεύει, καί κατά τή γνώμη μερικῶν
ὁμοτέχνων τό καταφέρνει, νά διορθώσει τίς
θέσεις τῆς De Romilly καί τοῦ Stahl γιά τή φύση καί
τήν αἰτία τῆς ἀπαισιοδοξίας τοῦ Θουκυδίδη, πού
αὐτός καί μαζί του μερικοί ἄλλοι τίς βρίσκουν
ὑπεραπλουστευμένες. Ό Pouncey ἀναζητάει τό
δικό του κλειδί, πού τό ὀνομάζει «διανοητική
ὑποδομή» τοῦ ἔργου τοῦ Θουκυδίδη. Αὐτό τόν
ὁδηγεῖ στή διαπίστωση ὅτι «ἡ ἀρχιτεκτονική
ἔννοια τῆς Ἱστορίας τοῦ Θουκυδίδη καί ἡ τελική
ἐξήγηση ὅλων, ὅσα γίνονται, εἶναι ἡ ἀνθρώπινη
φύση», ὁ χαρακτήρας, πού τά βασικά του στοιχεῖα,
ἐπιθετικότητα, φόβος καί συμφέρον, εἶναι
παρορμητικά. Αὐτά τά ἴδια εἶναι πού ἀνεγείρουν
μία κοινωνία (ὅλες οἱ ἔννοιες, ἄν προσέξει
κανείς, εἶναι ἀπό τή δομική ὁρολογία) καί
ἔχουν τή δύναμη νά τήν γκρεμίσουν μέσα ἀπό
κάποιες διαδικασίες, πού καταλήγουν στήν
ἐμφύλια διαμάχη. Ἕνα ἄλλο συστατικό της
«διανοητικῆς ὑποδομῆς» τοῦ Θουκυδίδη, κατά
τόν Pouncey, εἶναι μερικές βασικές ἰσορροπίες,
ἰσοδυναμίες στή σκέψη τοῦ ἱστορικοῦ, πού
ἐκδηλώνονται στή στάση του καί τήν κρίση του,
τόσο γιά ἄτομα (ὅπως π.χ. γιά τόν Ἀλκιβιάδη),
ὅσο καί γιά γεγονότα (ὅπως τά ἐπεισόδια τῆς
Μήλου). Αὐτό τόν ὁδηγεῖ σέ διπλή στάση ἀπέναντι
στήν ἀνθρώπινη φύση, κάποια ἀνοχή ἤ καί
ἐπιδοκιμασία τῆς θέλησης γιά δύναμη, ἀπό τή
μία πλευρά, καί ἀπό τήν ἄλλη, κάποια
ἀπαισιόδοξη συνειδητοποίηση τοῦ γεγονότος
ὅτι αὐτή ἀκριβῶς ἡ τάση μπορεῖ νά καταστρέψει
μιά κοινωνία. Καί γιά νά μή φανεῖ ὅτι εἶναι
μονομερής στήν ἀνάλυσή του, ὁ Pouncey δέχεται
ὅτι ὁ Θουκυδίδης ἀποφεύγει κάποτε αὐτή τή
νομοτελειακή ἄποψη γιά τήν ἀνθρωπότητα καί τήν
Ἱστορία ἀκόμη καί μέσα στήν ἀδήριτη
ἀναγκαιότητα τοῦ πολέμου·
καί, νά, μέσα ἀπό τή φθαρτική διαδικασία
προβάλλουν δύο ἀτομικές ἐξαιρέσεις, ὁ
Βρασίδας καί ὁ Ἑρμοκράτης, λές καί ἡ ἱστορία
τούς ἐφεῦρε γιά νά ἐπιβεβαιώσουν τή
στρουκτουραλιστική κατασκευή τοῦ Pouncey.
Συνολικά φαίνεται ὅτι τό ἔργο αὐτό ἀσκεῖ
ἐπιρροή καί θά ἀσκήσει ἀκόμη μεγαλύτερη,
ἰδιαίτερα ἀνάμεσα στούς δομιστές καί τούς
ἐκπροσώπους τῆς πολιτικῆς ἐπιστήμης, καί
κυρίως σ’αὐτούς πού ἀρνοῦνται οἱ ἴδιοι τόν
ἕαυτό τους καί τό ἔργο τους. Καί ἄς μοῦ
ἐπιτραπεῖ νά ἀναφέρω ὅτι παρακολούθησα
ἔκπληκτος κάπου μιά διάλεξη γιά τόν Θουκυδίδη
ἀπό ἕναν τέτοιο «πολιτικό ἐπιστήμονα», πού
ὑποβίβασε τό πολιτικό φαινόμενο σέ
ἀτομικό-ψυχολογικό καί μάλιστα χωρίς νά
ἀναφέρει τήν πηγή του. Ὁ Θουκυδίδης θά τηροῦσε
σίγουρα ἀπέναντι σ’αὐτό τό φαινόμενο,
«ἰσοδυναμία» στάσεων: κατανόηση γιά τή
θέληση γιά δύναμη τοῦ ὁμιλητή καί μελαγχολία
γιά τήν ἀνθρώπινη φύση.
Τό βιβλίο τοῦ Η. R. Rawlings ΙΙΙ The Structure of
Thucydides’ History («Ἡ δομή τῆς Ἱστορίας τοῦ
Θουκυδίδη», Princeton, 1981) εἶναι ἀκόμη πιό
«κατασκευαστικό». Αὐτό ἀσφαλῶς ἀσκεῖ καί θά
ἀσκήσει κάποια ἐπιρροή ἰδιαίτερα στούς
κύκλους τῶν ὁμοτέχνων ἐκείνων, πού πιστεύουν
ὅτι ὁ δομισμός μέ τά διάφορα μοντέλα του
ἀποτελεῖ ἕνα passe-partout κλειδί γιά ὅλα καί γιά
τήν ἔρευνα τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ἰδιαίτερα γιά
τήν ἑρμηνεία τοῦ Θουκυδίδη.
Τό βασικό δομικό μοντέλο τοῦ Rawlings εἶναι καί
ἀμιγῶς χωριστικό: τό κλειδί του εἶναι ἡ «διπλή
θέα», ὅπως ἀποκαλεῖ τήν κατά τή γνώμη του
ἀντιμετώπιση τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου
ἀπό τόν Θουκυδίδη ὡς δύο αὐτοτελῶν καί σχεδόν
ἰσομήκων πολέμων καί ὁ κύριος στόχος του εἶναι ἡ
ἐπανεξέταση τῆς ἑρμηνείας τοῦ πολέμου ἀπό τόν
Θουκυδίδη καί τῶν τρόπων μέ τούς ὁποίους ὁ ἴδιος
ὁ ἱστορικός ὁδηγεῖ τούς ἀναγνῶστες του νά
δεχθοῦν τήν ἐγκυρότητα τῆς ἑρμηνείας του. Τό
ἔργο ὅμως αὐτό πάσχει ὄχι μόνο ἀπό τίς ἐγγενεῖς
καί ἀναπόφευκτες μεθοδολογικές ἀδυναμίες
ὅλων τῶν διδακτορικῶν διατριβῶν (ἦταν μαθητής
τοῦ R. Connor καί στό θέμα αὐτό, ὅπως θά δοῦμε
παρακάτω, κυριολεκτικά καί μεταφορικά
«βρῆκε τό δάσκαλό του») δήλ. ἀπό φόρτο περιττῶν
κάποτε λεπτομερειῶν καί ἀπό
ἐπιχερηματολογία, πού ἀναπτύσσεται ἀργά καί
δύσκολα· ἀλλά πάσχει καί ἀπό τό βασικό
ἐλάττωμα ὅλων τῶν μονιστῶν: δέν εἶναι πάντοτε
προσεκτικός στή διάκριση ἀνάμεσα στή γνώμη τοῦ
Θουκυδίδη καί σ’αὐτό πού πράγματι ἔγινε, γιατί
τά δύο τους πολύ συχνά διαφέρουν, ἀκόμη καί γιά
ὅσα γεγονότα δέν ἔχουν ἄλλη πηγή πληροφοριῶν
κι αὐτά εἶναι τά πιό πολλά.
Καί τώρα τό βιβλίο τοῦ
W.
R.
Connor:
Thucydides
(Princeton,
1984). Μᾶς εἶχε προϊδεάσει γιά τή
διεισδυτικότητα καί πρωτοτυπία τῆς σκέψης του
στά δύο προηγούμενα ἔργα του,
Theopompus and Fifth-Century
Athens
(«Ὁ Θεόοπομπος καί ἡ Ἀθήνα τοῦ πέμπτου αἰώνα»,
Cambridge,
Mass.
1968) καί
New Politicians of Fifth Century Athens
(«Νέοι πολιτικοί της Ἀθήνας τοῦ πέμπτου αἰώνα»,
Princeton,
1971), ἀλλά κανείς δέν θά μποροῦσε νά προβλέψει τή
ριζοσπαστι- κότητα καί τολμηρότητα τοῦ νέου
του βιβλίου.
Ὁ κεντρικός πυρήνας τῆς αἱρετικῆς
ἑρμηνευτικῆς προσέγγισης τοῦ Θουκυδίδη ἀπό
τόν Καθηγητή
Connor
εἶναι ἡ σκέψη-κλειδί ὅτι ὁ Ἀλιμούσιος
διαμορφώνεται καί ἐξελίσσεται στή διάρκεια τῆς
συγγραφῆς τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου καί
προσδοκᾶ ἀπό τόν ἀναγνώστη του νά τό δεχτεῖ αὐτό
καί νά κάμει κι αὐτός τό ἴδιο. Πιό ἀναλυτικά: τό
ἐνδιαφέρον μας, κατά τόν
Connor,
πρέπει νά ἐστιασθεῖ στό ρόλο πού παίζει ὁ
ἀναγνώστης στό νά δοθεῖ νόημα στό κείμενο τοῦ
Θουκυδίδη. Ὅτι ὁ ἱστορικός χρησιμοποίησε τήν
ἀντικειμενικότητα ὄχι τόσο ὡς μία σταθερή
ἀρχή ὀρθῆς παρουσίασης τοῦ ὑλικοῦ του, ὅσο ὡς
μέσον ἐπικοινωνίας μέ τούς ἀναγνῶστες του, τούς
ὁποίους ἀνεπαίσθητα «ἐμπλέκει» στήν
παθολογία τοῦ πολέμου καί τῆς ἱστορίας. Καί
καθώς τά θέματα καί οἱ ἰδέες τοῦ Θουκυδίδη
ἐπιστρέφουν καί ἀναπτύσσονται, οἱ ἀρχικές
ἀντιδράσεις τοῦ ἀναγνώστη δοκιμάζονται καί
μεταβάλλονται σταδιακά μέχρι πού νά ἀχθεῖ καί νά
συμβάλει ὁ ἴδιος σέ μιά βαθύτερη κατανόηση τοῦ
πολέμου καί τῆς ἱστορίας.
Ἡ εἰκονοκλαστική αὐτή μέθοδος, ὅσο κι ἄν
συναντάει ἐκ πρώτης ὄψεως τή δυσπιστία τοῦ
ἀναγνώστη, εἶναι πολύ ἀξιοπρόσεκτη. Ὅσοι
μάλιστα εἶχαν τή σπάνια τύχη ν’ἀφιερώσουν
μερικά χρόνια ἀποκλειστικά στήν ἔρευνα τοῦ
Θουκυδίδη, αὐτοί πείθονται εὐκολότερα, γιατί
οἱ ἴδιοι ἔζησαν καί δοκίμασαν αὐτήν τή
διαλεκτική καί διαρκῶς μεταβαλλόμενη «μέθεξη»,
αὐτή τή σταδιακή στροφή ἀπό τή διανοητική καί
ἐρευνητική, σχεδόν ex officio, περιέργεια καί
ἐνδιαφέρον σέ βιωματική συμμετοχή καί
συνεχές αὐτοξεπέρασμα τῶν σκέψεων καί τῶν
ἐκτιμήσεών τους ἀπό τίς πρῶτες πρός τίς ὕστερες
φάσεις ἐξελίξης τοῦ πολέμου. Καί νιώθουν ὅτι
αὐτός πού πρῶτος ξεπερνοῦσε διαλεκτικά τόν
ἑαυτό τοῦ συνεχῶς ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Θουκυδίδης,
καθώς προχωροῦσε στήν ἐξιστόρηση τῶν συμβάντων
καί τήν παρουσίαση τῶν λόγων (= δημηγοριῶν),
καί μετά αὐτοί οἱ ἴδιοι. Τό νιώθουμε ὅλοι, ἀλλά
κάποιος ἔπρεπε νά δώσει μιά συγκεκριμένη
διατύπωση σ’αὐτή τή βασική σκέψη καί νά τήν
ἀναγάγει σέ ἐργαλεῖο δουλειᾶς καί σέ μέθοδο
ἀνάλυσης τοῦ ὅλου ἔργου τοῦ Θουκυδίδη. Καί γιά
νά μπορέσει νά τό κάμει αὐτό ὁ Connor, δέν ἔγραψε
βιβλίο γιά ἕνα ἐπιμέρους θέμα στόν Θουκυδίδη,
ἀλλά ἕνα γενικό ἔργο μέ τίτλο Θουκυδίδης καί μέ
ἐπιμέρους κεφάλαια τά 8 βιβλία του, πού νά
ἀποτελοῦν ταυτόχρονα εἰσαγωγή καί βασικά
vademecum στόν Θουκυδίδη. Τώρα, εἴτε συμφωνεῖ
κανείς εἴτε ὄχι μέ τή σκέψη τοῦ Connor, δέν θά
μπορεῖ νά διδάξει ἤ νά ἐρευνήσει μέ πληρότητα
Θουκυδίδη, ἀγνοώντας τήν πρόταση τοῦ Connor. Τό
ἴδιο βέβαια προσπάθησαν νά κάμουν καί οἱ
ἀμιγεῖς στρουκτουραλιστές, ἄλλα, ὅπως εἴπαμε,
δέν φαίνεται ὅτι θά πεί- σουν πολλούς. Γιατί,
ἐπιτέλους, στό βιβλίο τοῦ Connor ὁ δομισμός δέν
ἀποτελεΐ αὐθαιρεσία, ἀλλά μία πολύ χρήσιμη
ἀνάλυση περιεχομένου τῶν ἐπιμέρους βιβλίων
τῶν Ἱστοριῶν τοῦ Θουκυδίδη, μέ βάση τή σαφῆ καί
ἀδιαφιλονίκητη στον
Θουκυδίδη στρουκτουραλιστική ἀρχή τῆς
κυκλικῆς σύνθεσης τῆς Ἀρχαιολογίας στό Α΄ Βιβλίο,
τοῦ κεντρικοῦ μέρους τοῦ Β' Βιβλίου καί
ὁλόκληρων τῶν Σικελικῶν (Βιβλία
VI
καί VII).
Μέ τά παραπάνω δέν πρέπει νά νομισθεῖ ὅτι ὁ
Connor πρεσβεύει πώς ὁ Θουκυδίδης ἀποτελεῖ «πανάκεια»
ὅλων τῶν δεινῶν της ἐποχῆς μας, ὅπως τείνουν
πολλοί νά τό θεωρήσουν. Ὅπως ὁ ἴδιος
ἐπισημαίνει στά Συμπεράσματά του (σέλ. 250): «Τελικά
οἱ Ἱστορίες ἀρνοῦνται νά ἐκδώσουν ἐτυμηγορία.
Ὅσοι δέν ἀρκοῦνται στά ὅρια τῆς Ἱστορίας ὡς
μορφῆς τῆς λογοτεχνίας καί ὡς τρόπου σκέψης, θά
εἶναι πάντα ἀνικανοποίητοι μέ ἕναν τέτοιο
περιορισμό καί εἴτε θά ἀπορρίπτουν τό ἔργο τοϋ
Θουκυδίδη, εἴτε θά ἐπιδιώκουν νά ἐπιβάλλουν
ἐπάνω του μεγαλύτερες κατασκευές. Ἀλλά γιά
ὅσους εἶναι πρόθυμοι νά ἀφουγκραστοῦν, μιλάει
ἀκόμα μέ τιμιότητα, λογική καί συμπάθεια».
Αὐτά ὅσον ἀφορα τόν Connor.
Δύο λόγια τώρα γιά τήν Ἑλληνική προσφορά στή
διεθνῆ βιβλιογραφία γιά τόν Θουκυδίδη. Θά
περιοριστῶ ἐδῶ νά ἀναφέρω, χωρίς
ἀξιολόγηση, μόνο ὅσα σχετικῶς πρόσφατα ἔργα,
φιλολογικά ἤ ἱστορικά ἤ
ἱστορικοφιλολογικά, γράφτηκαν ἀπό Ἕλληνες
ἐρευνητές γιά τόν Θουκυδίδη σέ μιά ἀπό τίς πιό
διαδεδομένες ξένες γλῶσσες: ἐκτός ἀπό τόν
Καθηγητή John Rexine, πού ἤδη ἀνάφερα καί πού
εἶναι Ἕλληνας τῆς διασπορᾶς, μονογραφίες γιά
(ἤ καί γιά) τόν Θουκυδίδη καί/ἤ γιά τόν
Πελοποννησιακό Πόλεμο ἔχουν γράψει οἱ ἐξῆς
ἐρευνητές: 1) ὁ Εὐάγγελος Σούλης (Xenophon and
Thucydides.
A study on the historical methods of Xenophon in the «Hellenica»
with special reference to the influence of Thucydides -
Ξενοφῶν
καί Θουκυδίδης.
Μελέτη
τῶν ἱστορικῶν
μεθόδων
τοῦ Ξενοφώντα
στά
«Ἑλληνικά»
μέ εἰδική
ἀναφορά
στήν ἐπίδραση
τοῦ Θουκυδίδη»,
Athens, 1972), 2)
ὁ Ἄγγελος
Σ.
Βλάχος
(Partialites chez Thucydide - μετάφραση
τῆς Ἄννας
Μωραΐταυ
ἀπό
τό Ἑλληνικό
Μεροληψίες
στόν Θουκυδίδη,
Ἀθήνα,
1974), 3)
ἡ Ναννώ
Μαρινάτου
(Thucydides and Religion - Θουκυδίδης
καί θρησκεία,
Konigstein, 1981), 4)
ὁ Ἀντώνης
Ρεγγάκος
(Form und Wandel des Machtdenkens bei
Thukydides - Μορφή
καί μεταστροφή
τῆς σκέψης
τοῦ
Θουκυδίδη
γιά τή δύναμη,
Hermes Einzelschriften, 48, Stuttgart, 1984)
καί
5)
ὁ γράφων
τό παρόν
(Captives and Hostages in the
Peloponnesian War - Αἰχμάλωτοι
καί ὅμηροι
στόν Πελοποννησιακό
Πόλεμο,
Athens, 1978
καί
Amsterdam 1989)
καί
« Refugees and Fugitives in the Peloponnesian War» («Πρόσφυγες
καί φυγάδες
crtov Πελοποννησιακό
Πόλεμο»
ΕΕΦΣΠΑ,
β'
27, 1980, 247-296.
Τώρα καί τά δύο μαζί, σέ ἕνα τόμο, βγαίνουν σέ
Ἑλληνική μετάφραση). Ἡ Ἑλληνική συμμετοχή
εἶναι ἀξιοσημείωτη περισσότερο ποιοτικά
παρά ποσοστικά.