Η ΠΟΛΙΣ
Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
(αντίστοιχα κεφάλαια στο έργο του
H.D.F.
KITTO
«ΟΙ ΕΛΛΗΝΝΕΣ»)
Η πόλις είναι η αρχαία ελληνική λέξη την οποία μεταφράζουμε ως
«πόλη-κράτος». Είναι μια κακή μετάφραση, αφού η κανονική πόλη
δεν έμοιαζε και πολύ με μια πόλη και ήταν κάτι πολύ περισσότερο
από κράτος. Αλλά η μετάφραση, όπως και η πολιτική, είναι η τέχνη
του εφικτού· και από τη στιγμή που δεν έχουμε αυτό το οποίο οι
Έλληνες αποκαλούσαν πόλη, δεν έχουμε και μια ισάξια λέξη.
Από εδώ και στο εξής θα αποφύγουμε τον παραπλανητικό όρο
«πόλη-κράτος» και στη θέση του θα χρησιμοποιούμε την αρχαία
ελληνική λέξη. Σε αυτό το κεφάλαιο πρώτα θα εξετάσουμε πώς
προέκυψε αυτό το πολιτικό σύστημα κι έπειτα θα προσπαθήσουμε να
ανασυνθέσουμε τη λέξη πόλη και να ανακαλύψουμε την αληθινή της
σημασία κοιτάζοντάς τη μέσα στη λειτουργία της. Μπορεί η
προσπάθεια να είναι επίπονη, στο μεταξύ όμως θα βελτιώσουμε τη
γνωριμία μας με τους Έλληνες. Χωρίς μια ξεκάθαρη αντίληψη του τι
ήταν η πόλη και τι σήμαινε για τους Έλληνες, είναι σχεδόν
αδύνατο να καταλάβουμε καλά την ελληνική ιστορία, την ελληνική
σκέψη ή το ελληνικό επίτευγμα.
Κατ’ αρχάς, λοιπόν, τι ήταν η πόλη; Στην Ιλιάδα διακρίνουμε μια
πολιτική δομή που φαίνεται οικεία, μια δομή που, ανάλογα με τις
προτιμήσεις του καθενός, μπορεί να χαρακτηριστεί προχωρημένη ή
εκφυλισμένη μορφή του φυλετισμού. Υπάρχουν βασιλιάδες, όπως ο
Αχιλλέας, που κυβερνούν τον λαό τους, και υπάρχει ο μεγάλος
βασιλιάς, ο Αγαμέμνονας, βασιλιάς των ανθρώπων, ο οποίος είναι
κάτι σαν τον φεουδαρχικό ανώτατο άρχοντα. Είναι υποχρεωμένος,
είτε από τον νόμο είτε από το έθιμο, να συμβουλεύεται τους
άλλους βασιλιάδες ή φυλάρχους για θέματα κοινού ενδιαφέροντος.
Αυτοί συγκροτούν ένα τακτικό συμβούλιο και, κατά τις συζητήσεις
μέσα σε αυτό, αυτός που μιλά κρατά κάθε φορά το σκήπτρο, το
σύμβολο της εξουσίας. Αυτό είναι εμφανώς κάτι ευρωπαϊκό και όχι
ανατολίτικο· ο Αγαμέμνων δεν είναι δεσπότης, ο οποίος κυβερνά
με την αδιαμφισβήτητη εξουσία ενός θεού. Υπάρχουν επίσης
ενδείξεις μιας σκιώδους Εκκλησίας του λαού την οποία
συμβουλεύονται σε κρίσιμες περιστάσεις· ωστόσο ο Όμηρος, ένας
ποιητής της αριστοκρατίας και σε καμιά περίπτωση ένας πολιτικός
ιστορικός, μάς λέει λίγα γι’ αυτήν.
Αυτή σε γενικές γραμμές είναι η παράδοση σχετικά με την Ελλάδα
πριν από τη Δωρική εισβολή. Όταν η αυλαία σηκώνεται και πάλι με
μετά τη Σκοτεινή εποχή, έχουμε μια πολύ διαφορετική εικόνα. Δεν
υπάρχει πλέον ένας γενικός άρχοντας Αγαμέμνονας, ο οποίος
κυβερνούσε την Ελλάδα από τις Μυκήνες. Στην Κρήτη, όπου ο
Ιδομενέας κυβερνούσε ως μόνος βασιλιάς, βρίσκουμε πάνω από
πενήντα αρκετά ανεξάρτητες πόλεις, πενήντα μικρά «κράτη» στη
θέση ενός. Δεν είναι σημαντικό το γεγονός ότι οι βασιλιάδες
εξαφανίστηκαν· το σημαντικό είναι ότι εξαφανίστηκαν επίσης και
τα βασίλεια. Αυτό που ισχύει στην Κρήτη ισχύει και στην
υπόλοιπη Ελλάδα γενικά, ή τουλάχιστον στις περιοχές εκείνες οι
οποίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ελληνική ιστορία (η Ιωνία, τα
νησιά, η Πελοπόννησος εκτός από την Αρκαδία, η Κεντρική Ελλάδα
εκτός από τις δυτικές περιοχές, και η Νότια Ιταλία και η
Σικελία, όταν εξελληνίστηκαν). Όλες αυτές οι περιοχές ήταν
χωρισμένες σε έναν τεράστιο αριθμό αρκετά ανεξάρτητων και
αυτόνομων πολιτικών μονάδων.
Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε την έκτασή τους. Ο
σύγχρονος αναγνώστης παίρνει μια μετάφραση της Πολιτείας του
Πλάτωνα ή των Πολιτικών του Αριστοτέλη· διαπιστώνει πως ο Πλάτων
ορίζει πως η ιδανική πολιτεία του θα έχει 5.000 πολίτες, ενώ ο
Αριστοτέλης λέει πως κάθε πολίτης θα πρέπει να μπορεί να
γνωρίζει όλους τους άλλους εξ όψεως- και ο αναγνώστης πιθανώς
χαμογελά με τέτοιες φιλοσοφικές φαντασιώσεις. Αλλά ο Πλάτων και
ο Αριστοτέλης δεν ήταν φαντασιόπληκτοι. Ο Πλάτων φαντάζεται μια
πόλη κανονική για τα ελληνικά δεδομένα- στην πραγματικότητα
αφήνει να διαφανεί πως πολλές υπάρχουσες ελληνικές πόλεις ήταν
τόσο μικρές — γιατί πολλές είχαν λιγότερους από 5.000 πολίτες. Ο
Αριστοτέλης λέει, με το διασκεδαστικό του ύφος —ο Αριστοτέλης
μερικές φορές μιλά σαν καθηγητής — πως μια πόλη δέκα κατοίκων θα
ήταν αδύνατη, καθώς δεν θα μπορούσε να είναι αυτάρκης, και πως
μια πόλη 100.000 κατοίκων θα ήταν παράλογη, γιατί δεν θα
μπορούσε να κυβερνηθεί σωστά. Και δεν πρέπει να φανταζόμαστε
αυτούς τους πολίτες ως μια άρχουσα τάξη που θα κατέχει και θα
εξουσιάζει εκατοντάδες δούλων. Ο συνηθισμένος Έλληνας αυτήν την
πρώιμη εποχή ήταν κτηματίας και, αν είχε στην κατοχή του έναν
δούλο, ήταν αρκετά εύπορος. Ο Αριστοτέλης μιλά για 100.000
πολίτες· αν υποθέσουμε πως ο καθένας θα είχε μια γυναίκα και
τέσσερα παιδιά, κι έπειτα προσθέσουμε έναν λογικό αριθμό δούλων
και μεταναστών (μετοίκων), θα φτάσουμε σε έναν αριθμό της τάξεως
του ενός εκατομμυρίου, του πληθυσμού δηλαδή του Μπίρμιγχαμ. Και
για τον Αριστοτέλη ένα ανεξάρτητο κράτος τόσο πολυάριθμο όσο το
Μπίρμιγχαμ είναι ένα σχολικό αστείο. Αλλά μπορούμε να φύγουμε
από τους φιλοσόφους και να στραφούμε σε έναν πρακτικό άνθρωπο,
τον Ιπποδάμαντα, ο οποίος οργάνωσε τον Πειραιά με έναν αρκετά
σύγχρονο αμερικανικό τρόπο· είπε πως ο ιδανικός αριθμός πολιτών
ήταν 10.000, ο οποίος υποδηλώνει έναν συνολικό πληθυσμό της
τάξης των 100.000...(Λήψη
όλου του αρχείου)