Γοργίας του Πλάτωνα
Κώστας Μπέης
Αναλύοντας τον Γοργία του Πλάτωνα, με βάση την παρατήρηση του Παναγιώτη
Κανελλόπουλου ότι, κατά τον Πλάτωνα, ο Περικλής, με δημαγωγικές
μεταρρυθμίσεις, διέφθειρε τον χαρακτήρα των Αθηναίων και το ήθος του
δήμου, μπορούμε να διακρίνουμε ότι στον πλατωνικό διάλογο του Γοργία ο
Σωκράτης ασκεί οξύτατη κριτική εναντίον του Περικλή: «ο Περικλής
έκανε τους Αθηναίους τεμπέληδες, δειλούς, φλύαρους και φιλάργυρους, με
το να τους βάλει στο δημόσιο ταμείο, από όπου μισθοδοτούνται».
Κατά τον Σωκράτη, έγνοια και φροντίδα του άξιου πολιτικού ηγέτη πρέπει
να είναι:
«πώς θα ενσταλάξει στη συνείδηση των πολιτών την αρετή της
δικαιοσύνης, πώς θα τους απαλλάξει από τη ροπή προς την αδικία, πώς θα
τους φρονηματίσει, πώς θα τους απομακρύνει από τη διαφθορά, πώς θα τους
καταστήσει γενικώς ενάρετους, πατάσσοντας το κακό».
Με σφοδρότητα ο Σωκράτης επιμένει πως τέτοιο υπόδειγμα αγαθού πολιτικού
ηγέτη δεν υπήρξε ποτέ, ούτε υπάρχει: «ποιά γνώμη έχεις; Υπήρξε
στο παρελθόν κάποιος πολιτικός ηγέτης που νά ’κανε τους Αθηναίους
καλύτερους, ενώ προτού ν’ αρχίσει αυτός ν’ αγορεύει στον δήμο ήταν
χειρότεροι; Γιατί εγώ δεν ξέρω κανέναν τέτοιον».
Κατά τον Σωκράτη, ο άξιος πολιτικός ηγέτης πρέπει:
«να φροντίσει, όταν αναλάβει τη διαχείριση των υποθέσεων της
πολιτείας, πώς θα συμπεριφερόμαστε εμείς οι πολίτες με τον καλύτερο
τρόπο».
Μ’ αυτήν την αφετηρία κατακεραυνώνει τις μεγάλες πολιτικές φυσιογνωμίες
της εποχής του: «αν λοιπόν έτσι πρέπει να προετοιμάζεται ο άξιος
πολιτικός ηγέτης για την πολιτεία του, θυμήσου τώρα και πες μου για
‘κείνους που ανέφερες πριν από λίγο, αν όντως νομίζεις πως υπήρξαν τάχα
άξιοι πολιτικοί ηγέτες: ο Περικλής, ο Κίμων, ο Μιλτιάδης και ο
Θεμιστοκλής».
Με μέτρο τη συμβολή του πολιτικού ηγέτη στη διαπαιδαγώγηση των πολιτών,
η προσωπική εκτίμηση του Σωκράτη για τον Περικλή ήταν αυστηρή και
αμείλικτη: «γι’ αυτόν τον λόγο ο Περικλής δεν διαχειρίστηκε επάξια
τα πολιτικά ζητήματα».
Ασφαλώς, η πολιτική πρακτική δεν δικαιούται να είναι ανήθικη και να
διαφθείρει το ήθος των πολιτών.
Όμως από αυτό το αρνητικό όριο υπάρχει μεγάλη απόσταση έως την
παιδαγωγική αποστολή που ανέμενε ο Σωκράτης από τους πολιτικούς ηγέτες.
Η διαπαιδαγώγηση των πολιτών είναι έργο των
δασκάλων του Γένους.
Οι διανοούμενοι είναι εκείνοι που οφείλουν να προβληματίσουν τους
πολίτες και να τους δώσουν ερεθίσματα για σωστές πολιτικές επιλογές.
Δεν είναι όμως αυτή η αποστολή και του πολιτικού ηγέτη.
Εκείνος έχει χρέος να υπηρετήσει το συμφέρον της πολιτείας. Και πρώτιστο
συμφέρον της πολιτείας δέν είναι η διαπαιδαγώγηση των πολιτών. Είναι η
διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητάς της, καθώς και της ανεξάρτητης απο
ξένες πιέσεις άσκησης των κυριαρχικών εξουσιών της. Είναι ακόμη η
διασφάλιση της οικονομικής ευημερίας της πολιτείας, καθώς και η προαγωγή
της ποιότητας της κοινωνικής ζωής.
Η πολιτική λοιπόν δεν έχει ως αποστολή την καλλιέργεια του ενάρετου
βίου των πολιτών, όπως υπέθετε ο Σωκράτης, αλλά την προαγωγή του γενικού
συμφέροντος. Η αρετή μπορεί και πρέπει να λειτουργεί μόνον ως
απαγορευτικό όριο, και όχι ως κύρια διδακτική αποστολή.
Ενοχλήθηκα, καθώς ο Πλάτων εμφανίζει τον Σωκράτη απόστολο ενός
ανάλγητου έσχατου δικαστηρίου, με τα λόγια: «ανέκαθεν, από την
εποχή του Κρόνου, όπως και τώρα, ίσχυε ο ακόλουθος νόμος για την τύχη
των ανθρώπων, όταν πεθάνουν, εφ’ όσον είχαν ζήσει με δικαιοσύνη και
ευλάβεια, ν’ απέρχονται στη νήσο των Μακάρων, όπου να διαβιώνουν
ευτυχισμένα, μακριά από κάθε κακό. Ενώ όποιος έζησε αδικώντας και δίχως
φόβο θεού, να οδηγείται στο δεσμωτήριο της τιμωρίας και της
αποκατάστασης του δικαίου, τον λεγόμενο Τάρταρο».
Το ίδιο μήνυμα συναντάμε και στο ευαγγέλιο του Ματθαίου (κε' 31 - 46).
Όμως, σεβόμενος την ευαισθησία της θρησκευτικής συνείδησης των
αναγνωστών, αποφεύγω να πραγματευθώ το πρόβλημα της θεοδικίας σε
θεολογικό επίπεδο και περιορίζομαι στη διάσταση που μας το κληροδότησε ο
Πλάτων, με τον διάλογο του Γοργία, ως πρόβλημα φιλοσοφικής
προσέγγισης.
Σ’ αυτήν την ειδική διάσταση λοιπόν,
η δική μου συνείδηση αποκρούει τον σωκρατικό μύθο για τους δικαστές του Άδη, τη νήσο των
μακάρων και τον Τάρταρο, ως ένα παγερό και αποκρουστικό δείγμα παρωδίας
δίκης, μπροστά στην οποία ωχριά κάθε άλλη παρωδία δικαστικής
διαδικασίας, που επινόησε ποτέ η ανθρώπινη δολιότητα. Και τούτο, γιατί ο
ανθρώπινος πολιτισμός, παρά τ’ αμαρτήματά του, μπόρεσε και ανήγαγε σε
θεμελιακή δικαιική αρχή το αξίωμα της δίκαιης δίκης.
Και ενώπιον αυτής της δικαιικής αρχής, ως κατάκτησης του ανθρώπινου
πολιτισμού, η επισειόμενη αδυσώπητη θεοδικία δεν μπορεί παρά - με το
θάρρος που επιβάλλει ο σεβασμός της αλήθειας - ν' αποκρουστεί και να
καταδικαστεί:
- επειδή δεν παρέχει δικαίωμα ακρόασης στον υπόδικο,
- επειδή δεν στηρίζεται σε κανόνες, που να σταθμίζουν και να συνεκτιμούν
τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, όπως την διέπλασε ο ήδη τιμωρός
θεός,
- επειδή με προπέτεια αγνοεί τη διαλεκτική σχέση του
“ναι μεν, αλλά”,
την οποία πρωτοπαρουσίασε ο Αισχύλος στις Ευμενίδες του κι έκτοτε
συγκροτεί ακατάλυτο θεμέλιο της διαλεκτικής πλοκής των κανόνων του
δικαίου και της δικανικής συλλογιστικής,
- επειδή –επιπροσθέτως– καταδικάζει σ’ αιώνια κόλαση, δίχως ελπίδα
μελλοντικής λύτρωσης,
- επειδή περιγράφει έναν τιμωρό θεό, πολύ κατώτερο της επιείκειας που
μπόρεσαν, και με τον νου συνέλαβαν και καλλιέργησαν οι άνθρωποι, και
- επειδή συσσωρεύει πικρία, η οποία εκτρέφει, στηρίζει και δικαιώνει μια
ενδεχόμενη αποστροφή προς την οπωσδήποτε αγαθή ουσία της θεότητας.
Σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, ειδικά στον πλατωνικό διάλογο του Γοργία,
εμφανίζεται ο Σωκράτης ν’ αντιφάσκει προς εαυτόν, με το να επισείει το
φόβητρο αυτού του ανάλγητου θεϊκού κολαστηρίου, ενώ δεν είναι μόνον ένα,
μήτε δύο, τα πλατωνικά χωρία, όπου ο Σωκράτης επιμένει πως κανένας δεν
αμαρτάνει με τη θέλησή του .
Ακόμη και στον ίδιο το διάλογο του Γοργία, ο Σωκράτης παρατηρεί:
«αν στη ζωή μου διαπράττω κάτι, που δεν είναι σωστό, μάθε το καλά, πως
δεν αμαρτάνω εκούσια, αλλ’ εξαιτίας της αμάθειάς μου» .
Αυτή η σταθερή πίστη του Σωκράτη, πως κανένας δεν αμαρτάνει εκούσια,
οδηγεί στο λογικά αναγκαίο πόρισμα, ότι δεν επιτρέπεται να τιμωρηθεί
κάποιος για τ’ αμαρτήματά του, αφού δεν μπορεί να του καταλογιστεί καμιά
υπαιτιότητα, αλλά απλώς αμάθεια.
Ακριβώς λοιπόν σ’ αυτήν την αμάθεια έχουμε χρέος να εναντιωνόμαστε
όσοι αξιωθήκαμε να γοητευθούμε από την ωραία φιλοσοφική περιπέτεια της
ζήτησης της αλήθειας.