ΦΟΒΟΣ
Γιατί η
Σπάρτη πολέμησε την Αθήνα
(480-431 π.Χ.)
(αντίστοιχο
κεφάλαιο στο έργο του
Victor Davis Hanson
«ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ»)
Λήψη
του αρχείου
Ο δικός
μας Πελοποννησιακός Πόλεμος
Ο
Πελοποννησιακός Πόλεμος έγινε πριν από 2.436 χρόνια. Παρ’ όλα
αυτά, η Αθήνα και η Σπάρτη εξακολουθούν να απασχολούν τη σκέψη
μας και δεν πρόκειται να σταματήσουν να το κάνουν. Αυτή η
διαρκής παρουσία τους μοιάζει παράδοξη. Σε τελική ανάλυση, τα
εμπόλεμα μέρη στην αρχαία Ελλάδα ήταν απλές πόλεις-κράτη, οι
περισσότερες από τις οποίες είχαν λιγότερο πληθυσμό και
μικρότερο μέγεθος από το Ντέιτον του Οχάιο ή το Τρέντον του Νιου
Τζέρσι. Η ηπειρωτική Ελλάδα δεν είναι μεγαλύτερη από την
Αλαμπάμα και στην αρχαιότητα συνόρευε με αυτοκρατορίες όπως η
Περσική, που η έκτασή της ήταν μεγαλύτερη από 1,6 εκατομμύρια
τετραγωνικά χιλιόμετρα και είχε περισσότερους από 70
εκατομμύρια υπηκόους. Μόνο στο στρατό του Ναπολέοντα υπηρετούσαν
το 1800 περισσότεροι άντρες από το σύνολο των αρρένων όλων των
ελληνικών πόλεων-κρατών. Στη σημερινή εποχή περισσότεροι
άνθρωποι πέθαναν στη Ρουάντα ή στην Καμπότζη μέσα σε μερικές
ημέρες από όσους χάθηκαν στα είκοσι εφτά χρόνια που διήρκεσε ο
εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα τον 5ο αιώνα.
Ούτε οι Έλληνες ήταν ιδιαίτερα φονικοί πολεμιστές, τουλάχιστον
με βάση τα μεταγενέστερα ιστορικά κριτήρια. Τα όπλα του
αλληλοαφανισμού τους ήταν από απλό ξύλο και σίδερο της
προβιομηχανικής εποχής, και όχι από πυρίτιδα και χάλυβα.
Επιπλέον, οι άντρες που πολέμησαν δεν ήταν παραπάνω από 1,70
μέτρα και 60 κιλά. Τις περισσότερες φορές ήταν απλοί μεσήλικες
άντρες που θα φάνταζαν σαν παιδιά δίπλα στους σημερινούς
πανύψηλους και βάρους 90 κιλών στρατιώτες των ενόπλων δυνάμεων
των ΗΠΑ.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι αυτός ο αρχαίος λαός ήταν τόσο
ολιγάριθμος, μικροκαμωμένος και απόμακρος από εμάς, ο αγώνας
στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου δε μοιάζει τόσο
παλαιός, ακόμα και στη νέα χιλιετία. Για παράδειγμα, στις
εβδομάδες που ακολούθησαν την 11η Σεπτεμβρίου 2001, οι
Αμερικανοί άρχισαν να ανησυχούν για το ενδεχόμενο εξάπλωσης
ασθενειών στις πόλεις τους. Τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο του
2001 πέντε άνθρωποι πέθαναν και είκοσι τέσσερις άλλοι
μολύνθηκαν από την εσκεμμένη χρήση βακτηρίων άνθρακα από
άγνωστους τρομοκράτες. Την άνοιξη του 2003 υπήρξε ο κίνδυνος
-εξαιτίας του χαμηλού κόστους των διηπειρωτικών αεροπορικών
πτήσεων- να εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο μια μυστηριώδης
μολυσματική αναπνευστική νόσος που εμφανίστηκε στην Κίνα. Ο
πανικός που επακολούθησε στην Ουάσιγκτον και στο Πεκίνο σε μια
περίοδο παγκόσμιας έντασης θύμιζε εκείνον που προκαλούσαν οι
λοιμοί που ενέσκηπταν στη διάρκεια των πολέμων της αρχαιότητας,
όπως ήταν η μυστηριώδης νόσος που εξολόθρευσε χιλιάδες
ανθρώπους στην Αθήνα μεταξύ 430 και 426. Παρόμοια, την ίδια
περίοδο, η Σικελία και άλλες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου
αναφέρονταν από τα σημερινά μέσα μαζικής επικοινωνίας, καθώς
ύστερα από μια χιλιετία ο κόσμος παρακολουθούσε για μια ακόμα
φορά στόλους πολεμικών πλοίων να κατευθύνονται σε μακρινές
τοποθεσίες, έβλεπε τη δημοκρατία να επιβάλλεται διά της βίας και
μαθητές σχολείων να σκοτώνονται από τρομοκρατικές ομάδες.
Όμως, ακόμα και πριν από την 11η Σεπτεμβρίου, ο Πελοποννησιακός
Πόλεμος δεν ήταν στην πραγματικότητα μόνο μια περίοδος της
αρχαίας ιστορίας. Σε τακτικά διαστήματα εκδίδονταν ακαδημαϊκά
βιβλία με τίτλους όπως War
and Democracy: A Comparative Study of
the Korean War and the Peloponnesian War {Πόλεμος και
Δημοκρατία: Μια ΣυγκριτικήΜελέτη τον Πολέμου της Κορέας με τον
Πελοποννησιακό Πόλεμο) ή
Hegemonic Rivalry:
From Thucydides to the Nuclear Age {Ηγεμονικός
Ανταγωνισμός: Am τον Θουκυδίδη στην
Πυρηνική Εποχή). Το έργο του Θουκυδίδη αποτελεί εδώ και
πολλά χρόνια ένα από τα υποχρεωτικά αναγνώσματα στη Σχολή
Πολέμου του Στρατού των ΗΠΑ, ενώ μια σειρά πολιτικών, όπως ο
Γούντροου Γουίλσον, ο Ζορζ Κλεμανσό και ο Ελευθέριος Βενιζέλος,
έχουν μιλήσει ή γράψει για την ελληνική Ιστορία, αναφερόμενοι
εκτενώς στον πόλεμο που περιγράφει ο Θουκυδίδης. Πιο πρόσφατα,
οι αμφιλεγόμενοι στοχαστές που είναι γνωστοί ως νεοσυντηρητικοί
(«οι νέοι συντηρητικοί») ασκούσαν για μια περίοδο σημαντική
επιρροή στην αμερικανική στρατηγική σκέψη και το κείμενο που
συχνά συμβουλεύονταν ήταν η Ιστορία του
Θουκυδίδη.1
Ποια στοιχεία αυτής της συγκεκριμένης αρχαίας σύγκρουσης μας
παρακινούν να την ανακαλούμε στη σκέψη μας εν μέσω των
σημερινών πολέμων; Γιατί τα υποτιθέμενα διδάγματα αυτής της
σύρραξης εφαρμόστηκαν, άλλοτε με οξυδέρκεια και άλλοτε με
αδεξιότητα, στις περισσότερες συγκρούσεις του τελευταίου αιώνα;
Η Ρωσία -ή η Γερμανία του Χίτλερ;- υποτίθεται ότι έμοιαζε με
την ολιγαρχική Σπάρτη στην προσπάθειά της να καταστρέφει τη
δημοκρατική και θαλασσοκράτειρα Αμερική. Εξάλλου, ο Ψυχρός
Πόλεμος δε διαίρεσε τον κόσμο σε δυο στρατιωτικούς
συνασπισμούς, με επικεφαλής τις δυο υπερδυνάμεις που για μια
περίοδο ένωσαν τις δυνάμεις τους εναντίον ενός κοινού εχθρού,
αλλά στη συνέχεια βρέθηκαν αντιμέτωπες για δεκαετίες σε ένα
πλαίσιο διπολικής εχθρότητας; Η Σικελική Εκστρατεία δεν
αποτελούσε πρόδρομο της Εκστρατείας της Καλλίπολης στον Α'
Παγκόσμιο Πόλεμο, του Βιετνάμ, αλλά και οποιασδήποτε
δημοκρατικής ή αυτοκρατορικής σταυροφορίας; Ή, μήπως, η
πανωλεθρία στις Συρακούσες δε δείχνει, όπως με πρωτοτυπία
συμπεραίνει ο Θουκυδίδης, τι συμβαίνει όταν ο λαός στην πατρίδα
δεν υποστηρίζει τα στρατεύματα που έχουν σταλεί στο εξωτερικό;
Επειδή ο Θουκυδίδης έθεσε πρώτος τα σημαντικά ζητήματα που
εξακολουθούν να μας κατατρύχουν, είναι φυσικό να επανερχόμαστε
στα υποδειγματικά και φαινομενικά αδιαμφισβήτητα συμπεράσματά
του.
Τα δεινά
τον πολέμου
Για ποιο ακριβώς λόγο αυτός ο μάλλον σκοτεινός αρχαίος πόλεμος
ανάμεσα σε δυο μικροσκοπικές πόλεις-κράτη, τη Σπάρτη και την
Αθήνα, εξακολουθεί να είναι τόσο ζωντανός, για ποιο λόγο
αναφέρονται καταχρηστικά σε αυτόν σήμερα με τρόπους που δεν
ισχύουν για άλλες συρράξεις της αρχαιότητας, όπως οι Περσικοί
Πόλεμοι (490,480-479) ή οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου
(334-323); Μπορώ να παραθέσω πολλούς ενδιαφέροντες λόγους.
Πρώτον, ήταν μια βίαιη και μακροχρόνια σύγκρουση. Ο βασιλιάς
Ξέρξης και ο τεράστιος περσικός στρατός εκδιώχθηκαν από την
Ελλάδα μέσα σε ένα διάστημα δύο περίπου ετών. Ο Αλέξανδρος
κατέστρεψε την ύστερη Περσική Αυτοκρατορία στο ένα τρίτο του
χρόνου που χρειάστηκε η Σπάρτη για να νικήσει την Αθήνα. Καθώς
κράτησε είκοσι εφτά χρόνια, ή σχεδόν το ένα τρίτο του διάσημου
5ου αιώνα της κλασικής Ελλάδας, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, όπως
ο Δεύτερος Καρχηδονιακός Πόλεμος, ο Τριακονταετής Πόλεμος ή ο
Εκατονταετής Πόλεμος, ήταν τόσο περίπλοκος και φριχτός, που
διήρκεσε για περισσότερο από μια γενιές. Όσοι γεννήθηκαν ύστερα
από τα πρώτα χρόνια του πολέμου συχνά πολέμησαν και σκοτώθηκαν
πριν από το τέλος του.
Άρα, αφανίστηκαν ολόκληρες οικογένειες και πολλές γενιές. Η
Αθήνα μετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου μας θυμίζει την
παραπαίουσα αυτοκρατορική Βρετανία μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο,
το τέλος της αυτοκρατορίας και της αριστοκρατίας της, αλλά και
τον αναμφισβήτητο πατριωτισμό που επέδειξαν οι Βρετανοί, όλα
αξεδιάλυτα συνδεδεμένα με τα χαρακώματα που κατάπιαν τη
βρετανική ελίτ. Ανεξάρτητα από τον πλούτο ή τις οικογενειακές
διασυνδέσεις τους, ελάχιστοι Έλληνες γλίτωσαν από τη λαίλαπα
του Πελοποννησιακού Πολέμου. Οι «μεγάλες οικογένειες» της
Αθήνας, ή τουλάχιστον αυτή είναι η μεταπολεμική ελεγεία, σχεδόν
εξολοθρεύτηκαν.2
Ας πάρουμε, ως παράδειγμα, το πιο διάσημο παρακλάδι του ένδοξου
γένους των Αλκμεωνιδών. Ο Περικλής, ο πνευματικός και πολιτικός
ηγέτης της Αθήνας, πέθανε από το λοιμό το 429, στο τρίτο έτος
του πολέμου. Η αδερφή του, που ήταν πάνω από εξήντα χρονών, είχε
χαθεί το προηγούμενο έτος από την ίδια επιδημία, καθώς επίσης
και οι γιοι του Περικλή, ο Πάραλος και ο Ξάνθιππος, από τους
οποίους κανείς δεν ήταν πάνω από τριάντα.
Αργότερα ένας νόθος γιος του, ο Περικλής ο Νεότερος, εκλέχθηκε
στρατηγός και υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες για τη μεγάλη
νίκη στη ναυμαχία στις Αργινούσες, είκοσι τρία χρόνια μετά το
θάνατο του πατέρα του. Ωστόσο, ο νεότερος Περικλής
καταδικάστηκε σε θάνατο από ένα αθηναϊκό δικαστήριο και
εκτελέστηκε, καθώς μετά τη ναυμαχία αναζητήθηκαν αποδιοπομπαίοι
τράγοι μέσα σε ένα κλίμα ασυγκράτητης παραφοράς. Αλλά και ο
ανιψιός του Περικλή, ο ηλικίας τριάντα δυο ετών λαμπρός και
ανερχόμενος Ιπποκράτης, έπεσε στην πρώτη γραμμή στη μάχη του
Δηλίου (424). Μέσε σε τριάντα έτη ο λοιμός, οι πολιτικές
συνωμοσίες, η γενική υστερία και τα δόρατα του εχθρού
εξολόθρευσαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, την οικογένεια του
πιο ισχυρού άντρα της Αθήνας.
Ο πόλεμος ξεκίνησε στο αποκορύφωμα του Χρυσού Αιώνα (479404).
Ωστόσο, η καταστροφή που επακολούθησε έβαλε οριστικό τέλος στις
μεγάλες προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί ύστερα από την ήττα
των Περσών (479). Η συνθηκολόγηση της Αθήνας (404) και το τέλος
του Χρυσού Αιώνα (του 5ου αιώνα) εξακολουθούν έως σήμερα να
συνδέονται συμβολικά μεταξύ τους. Και μπορούμε, σε ένα βαθμό, να
συνδέσουμε αυτά τα γεγονότα με τη δίκη και την εκτέλεση του
Σωκράτη (399), του τελευταίου και μεγαλύτερου θύματος ενός
κάποτε θαυμαστού κόσμου που φάνηκε να διολίσθησε στην τρέλα
μέσα σε μερικές δεκαετίες. Οι σύγχρονοί του, ανάμεσά τους και ο
κωμικός ποιητής Αριστοφάνης, πίστευαν ότι με το τέλος του
Πελοποννησιακού Πολέμου η αττική τραγωδία, όπως την
εκπροσωπούσαν εμβληματικά ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο
Ευριπίδης, έχασε τη μεγαλοπρέπειά της.
Πράγματι, οι ενεργά συμμετέχοντες αλλά και οι παρατηρητές του
πολέμου ήταν οι μεγαλύτερες προσωπικότητες του ελληνικού
πολιτισμού -ο Αλκιβιάδης, ο Αριστοφάνης, ο Ευριπίδης, ο
Περικλής, ο Σωκράτης, ο Σοφοκλής, ο Θουκυδίδης, και άλλοι-,
πολλοί από τους οποίους αναδείχθηκαν, δυσφημίστηκαν ή χάθηκαν
εξαιτίας της ανάμειξής τους στη σύγκρουση. Πολλά έργα της
κλασικής γραμματείας, όπως οι Αχαρνής
του Αριστοφάνη, οι Τρωάδες του Ευριπίδη,
το Συμπόσιο του Πλάτωνα ή ο
Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή, είτε
πραγματεύονται ζητήματα που σχετίζονται με τον πόλεμο είτε
χρησιμοποιούν τον πόλεμο ως δραματικό τους υπόβαθρο, γεγονός
που μας φέρνει αντιμέτωπους με το θλιβερό ενδεχόμενο ο πόλεμος,
και όχι η ειρήνη, να προκάλεσε την έκρηξη της ελληνικής
δημιουργικής ιδιοφυίας - ένα φρενήρες ξέσπασμα πριν από την
καταστροφή. Οι περισσότεροι Έλληνες είδαν την αιματηρή σύρραξη
μέσα από την οπτική γωνία της Αθήνας, της οποίας οι συγγραφείς
απολάμβαναν ένα σχεδόν απόλυτο μονοπώλιο ως προς την περιγραφή,
την εξύμνηση ή την καταδίκη του πολέμου - συγκλονισμένοι από το
γεγονός ότι μέσα σε τρεις δεκαετίες το όνειρο μιας πολιτισμικής
αναγέννησης έσβησε. Άρα, βόρεια του Ισθμού της Κορίνθου η
σύρραξη ήταν καθολικοί γνωστή ως «Πελοποννησιακός Πόλεμος», ως
η σύγκρουση ενάντια σε αυτούς τους αποτρόπαιους υπεράνθρωπους
που κατοικούσαν στη νότια χερσόνησο της Ελλάδας - και όχι όπως
την είδαν οι διαπνεόμενοι από έντονο τοπικιστικό πνεύμα
Πελοποννήσιοι, δηλαδή ως τον «Αθηναϊκό Πόλεμο» τον οποίο
διεξήγαν υπό την ηγεσία της Σπάρτης εναντίον της επεκτατικής
Αθήνας.
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος οδήγησε στην αντιπαράθεση δύο
ελληνικές πόλεις-κράτη που ήταν αντίθετες μεταξύ τους από κάθε
σχεδόν άποψη. Η Αθήνα είχε 300 πολεμικά πλοία, έναν πληθυσμό που
υπερέβαινε τους 300.000 κατοίκους, ένα οχυρωμένο λιμάνι, μια
μεγάλη ύπαιθρο και μεγάλα οικονομικά αποθέματα, ενώ σχεδόν 200
πόλεις-κράτη κατέβαλλαν σε αυτήν φόρο υποτελείας. Η Σπάρτη ήταν
γεωπολιτικά περίκλειστη. Βρισκόταν περίπου 250 χιλιόμετρα νότια
της Αθήνας και βασιζόταν σε ένα στρατό 10.000 οπλιτών -από τους
οποίους οι λιγότεροι από τους μισούς είχαν πλήρη πολιτικά
δικαιώματα- για να επιβάλλει την εξουσία της σε περισσότερους
από 250.000 είλωτες και την ηγεμονία της στις γειτονικές
κοινότητες, χωρίς να έχει καμία παράδοση ναυτικής ισχύος ή
κοσμοπολίτικης κουλτούρας.
Ορθά ή λανθασμένα, η σύγκρουση θεωρήθηκε ως η τελική αναμέτρηση
ανάμεσα στις αντικρουόμενες αξίες των δυο εμπλεκόμενων μερών.
Ποια θα αποδεικνυόταν η πιο βιώσιμη ιδεολογία: ο πολιτισμικός
και πολιτικός φιλελευθερισμός ή ο σκληρός και απομονωτικός
συντηρητισμός; Μπορεί μια ανοιχτή κοινωνία να αποκομίσει
στρατιωτικά πλεονεκτήματα από το φιλελευθερισμό της ή θα
υποκύψει εξαιτίας της ανεκτικότητάς της, που είναι άγνωστη σε
ένα πειθαρχημένο και ολιγαρχικό κράτος-στρατόπεδο; Και ποιο
είναι το πιο κατάλληλο μέσο σε έναν ασύμμετρο πόλεμο, όταν και
τα δυο μέρη δεν μπορούν ή δε θέλουν να αντιμετωπίσουν το ένα το
άλλο σε μια συμβατική μάχη: τα πλοία μιας «φάλαινας», όπως της
επεκτατικής Αθήνας, ή το βαρύ πεζικό ενός «ελέφαντα», όπως της
Σπάρτης;
Θουκυδίδης
Υπάρχει, επίσης, και το ζήτημα του ίδιου του Θουκυδίδη. Ο
μεγαλύτερος ιστορικός της Ελλάδας δεν ήταν απλώς ο αναλυτικός
και συστηματικός συγγραφέας του εκτενέστερου διασωθέντος
ιστορικού κειμένου για τη σύγκρουση ανάμεσα στην Αθήνα και στη
Σπάρτη. Ήταν επίσης ένας λαμπρός φιλόσοφος που προσπάθησε να
φέρει στο φως σκοτεινά συμβάντα του πολέμου - μια αρετή που
υπερέβαινε την εποχή του. Σύμφωνα με το δικό του αυτοέπαινο, η
αφήγησή του θα αποδεικνυόταν ένα «μελέτημα παντοτινό», που θα
ήταν πιο σημαντικό από τον ίδιο τον πόλεμο.3
Ακριβώς επειδή η μακροσκελής αφήγηση του Θουκυδίδη έχει
διδακτικό χαρακτήρα -βασιζόμενη στην πεποίθηση ότι η ανθρώπινη
φύση παραμένει αναλλοίωτη διά μέσου του χρόνου και του χώρου,
και επομένως προβλέψιμη-, υποτίθεται ότι η σύγκρουση της Αθήνας
με τη Σπάρτη χρησιμεύει ως δίδαγμα για όσα μπορούν να συμβούν σε
κάποιο λαό σε έναν οποιονδήποτε πόλεμο μιας οποιοσδήποτε
εποχής. Ένα κεντρικό θέμα στο έργο του είναι η χρήση και η
κατάχρηση της εξουσίας, αλλά και ότι ο κίνδυνος αυτός καραδοκεί
πίσω από τις ιδεαλιστικές διακηρύξεις και τις προβαλλόμενες
ιδεολογίες των ανθρώπων. Τα όσα διατείνονται οι άνθρωποι, οι
ομιλίες των διπλωματών, οι αιτίες για τις οποίες πολεμούν τα
κράτη, όλα αυτά «στα λόγια» (λόγος)
είναι μάλλον πιθανό να συγκαλύπτουν παρά να διαφωτίζουν όσα
στην πραγματικότητα θα κάνουν «στην πράξη» (έργον).
Ο Θουκυδίδης μάς διδάσκει να είμαστε σκεπτικιστές. Περιμένει από
εμάς να κοιτάμε ποιο είναι το εθνικό συμφέρον, και όχι τις
προβαλλόμενες αιτιάσεις, όταν αναπόφευκτα προκαλούνται πόλεμοι
στην εποχή μας.
Παρ’ όλα αυτά, ο Θουκυδίδης δεν ήταν ένας αφηρημένος
θεωρητικός, αλλά ένας άντρας που συμμετείχε ενεργά στον πόλεμο
που περιέγραψε. Λίγο έλειψε να πεθάνει από το λοιμό (430-426)
και παρέμεινε εγκλωβισμένος στην πόλη μαζί με δεκάδες χιλιάδες
άλλους Αθηναίους που είχαν καταφύγει σε αυτήν υστέρα από την
εισβολή των Πελοποννησίων. Ως στρατηγός της Αθήνας πολέμησε
εναντίον του Σπαρτιάτη στρατηγού Βρασίδα και ηττήθηκε από αυτόν
στη μάχη της Αμφίπολης, μιας συμμαχικής πόλης που βρισκόταν στη
βόρεια Ελλάδα. Λόγω της αποτυχίας του ο οργισμένος λαός της
Αθήνας, με την παρότρυνση ηγετών που θα διαδραμάτιζαν εξέχοντα
ρόλο στην αφήγηση του Θουκυδίδη, τον εξόρισε άδικα (423) όταν
πλησίαζε στα σαράντα του. Όπως και στις περιπτώσεις του Καίσαρα
και του Ναπολέοντα, τα όσα γράφει ο Θουκυδίδης είναι άρρηκτα
συνδεδεμένα με την προηγούμενη ζωή του ως δραστήριου άντρα - και
ο ίδιος, εξάλλου, σε μερικές περιπτώσεις αναφέρεται στον εαυτό
του σε τρίτο πρόσωπο, σαν να ήταν ένας από τους ήρωες της
Ιστορίας του.
Ως αντίδραση στην άδικη εκτόπισή του, ο ιστορικός άρχισε να
ταξιδεύει στον ελληνικό κόσμο κατά τα επόμενα χρόνια του
πολέμου, σαν να ήταν ένας «ενσωματωμένος δημοσιογράφος».[1]
Ο Θουκυδίδης ήταν πρόθυμος να ακούσει από βετεράνους την
πελοποννησιακή και βοιωτική άποψη, και η επακόλουθη ισορροπημένη
πραγμάτευση των γεγονότων καθηλώνει τον αναγνώστη. Η
Ιστορία του είναι επίσης γεμάτη από
αλλόκοτα παραδείγματα για το πώς οι πολυμήχανοι Έλληνες
διαστρέβλωσαν την ενεργητικότητα τους και τα μοναδικά τους
χαρίσματα για να βρουν φριχτούς τρόπους να αλληλοσκοτώνονται και
να αλληλοαρωτηριάζονται, από την κατασκευή μιας πολιορκητικής
μηχανής που εκτόξευε πυρ μέχρι την πυρπόληση παγιδευμένων
στρατιωτών και την αποκοπή του δεξιού χεριού χιλιάδων κωπηλατών
που είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι.
Ωστόσο, παρά την προσωπική αυτοψία και τις γλαφυρές
λεπτομέρειες από πρώτο χέρι, ο σημερινός αναγνώστης
δυσκολεύεται να διαβάσει το έργο του Θουκυδίδη. Αιτία είναι το
δύσκολο λεξιλόγιο, τα ονόματα και οι τοποθεσίες που ηχούν
παράξενα, οι συχνά πληκτικές παραθέσεις εισβολών και
εκστρατειών - αλλά και οι μακροσκελείς και σε μερικές
περιπτώσεις περίπλοκες δημηγορίες που η γραμματική και η σύνταξή
τους δίνουν την αίσθηση ότι ακόμα και οι σύγχρονοι με τον
Θουκυδίδη αναγνώστες θα δυσκολεύονταν να τις κατανοήσουν. Παρόλο
που τα τελευταία χρόνια επικρατεί η τάση να θεωρείται ο
Θουκυδίδης ως ο πρώτος «μεταμοντέρνος» ιστορικός του οποίου οι
προαποφασισμένες θεωρίες απαιτούσαν την επινόηση «γεγονότων» με
σκοπό να κατασκευαστεί η «αντικειμενικότητα», η σκέψη του ήταν
πολύ περίπλοκη ώστε να καταφύγει σε μια τόσο απλοϊκή παραποίηση.
Αντίθετα, οι σημερινοί αναγνώστες εντυπωσιάζονται κυρίως από την
προσπάθεια του Θουκυδίδη να είναι αντικειμενικός, από το χρόνο
που αφιέρωσε για να συνομιλήσει με πολεμιστές, να συμβουλευτεί
τις γραπτές συνθήκες και να εξετάσει τα χαραγμένα σε πλάκες
αρχεία. Ο Θουκυδίδης ήταν ένας παρατηρητής που σε διάφορα
σημεία εκφράζει το θαυμασμό του για το δημοκράτη Περικλή παρά
την επεκτατική του πολιτική. Όμως, είναι φανερό ότι συμπαθούσε
το Σπαρτιάτη Βρασίδα (του οποίου η λαμπρή σταδιοδρομία έβαλε
τέλος στη δική του). Επαίνεσε τη στάση των ολιγαρχικών που
έγινε στην Αθήνα το 411 και τον εκκεντρικό εμπνευστή της, τον
Αντιφώντα, αλλά, επίσης, εξύμνησε την ανθεκτικότητα της
δημοκρατίας κατά τη διάρκεια του πολέμου. Και παρόλο που ήταν
διοικητής ναυτών, ο Θουκυδίδης είχε σαγηνευτεί με τον τρόπο που
μάχονταν οι οπλίτες. Επειδή η Ιστορία
του είναι ένα κλασικό λογοτεχνικό και φιλοσοφικό κείμενο,
γνωρίζουμε τον πόλεμο με ένα μοναδικό τρόπο που όμοιος του δεν
υπάρχει για μεταγενέστερες και πολύ πιο αιματηρές συρράξεις.4
Αθήνα και
Αμερική
Συχνά πολλοί βλέπουν τη σημερινή Αμερική κάτω από το πρίσμα της
αρχαίας Αθήνας, τόσο ως ένα κέντρο πολιτισμού όσο και ως μια
απρόβλεπτη ηγεμονική δύναμη που μπορεί αυθαίρετα να επιβάλλει
τη δημοκρατία τόσο στους φίλους όσο και στους εχθρούς της. Ο
Τόμας Πέιν διατύπωσε πριν από πολλά χρόνια αυτή τη φυσική
συγγένεια: «Ό,τι ήταν η Αθήνα σε μικρογραφία, θα γίνει η
Αμερική σε πολύ πιο μεγάλες διαστάσεις». Όπως για τους αρχαίους
Αθηναίους, έτσι και για τους σημερινούς Αμερικανούς λέγεται
συχνά ότι «έχουν την απαίτηση να μη βγαίνει τίποτα αντίθετο στις
επιθυμίες τους, αλλά όλα τα εγχειρήματά τους, και τα εύκολα και
τα πολύ δύσκολα, να τα φέρνουν σε πέρας εξίσου καλά».5
Παρόλο που οι Αμερικανοί προσφέρουν στον κόσμο μια ριζοσπαστική
εξισωτική κουλτούρα και, πιο πρόσφατα, δείχνοντας διάθεση
παρόμοια με εκείνη των Αθηναίων, επιδίωξαν να ανατρέψουν
ολιγαρχικά καθεστο3τα και να επιβάλουν τη δημοκρατία -στη
Γρενάδα, στον Παναμά, στη Σερβία, στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ-,
οι εχθροί τους, οι σύμμαχοί τους και οι ουδέτεροι δεν
εντυπωσιάζονται. Εύλογα φοβούνται την ισχύ και τις προθέσεις της
Αμερικής, ενώ οι διαδοχικές κυβερνήσεις μας, με τον τρόπο των
γεμάτων αυτοπεποίθηση και περήφανων Αθηναίων, τους διαβεβαιώνουν
για τις ηθικές μας προθέσεις και την ανιδιοτέλειά μας. Η
στρατιωτική ισχύς και η ιδεαλιστική αντίληψη ότι φέρνεις τον
πολιτισμό στους άλλους αποτελούν τη συνταγή για διαρκείς
συρράξεις σε οποιαδήποτε εποχή - και καμία αρχαία πόλη-κράτος
δεν εμπλεκόταν πιο συχνά σε πολέμους από όσο η ηγεμονική Αθήνα
του 5ου αιώνα.
Ήταν τόσος ο φθόνος, ο φόβος και οι νόμιμες αιτιάσεις εναντίον
της πρώτης δημοκρατίας του αρχαίου κόσμου, ώστε οι νικητές
Πελοποννήσιοι επέβλεψαν την κατεδάφιση των Μακρών Τειχών της
Αθήνας -των οχυρωματικών έργων που έφταναν μέχρι τη θάλασσα και
συμβόλιζαν τη δύναμη των φτωχών και την επιθυμία τους να
εξαπλώσουν τη δημοκρατία σε όλο το Αιγαίο- με μουσική συνοδεία
και κάτω από επευφημίες. Οι περισσότεροι Έλληνες κατέληξαν στο
συμπέρασμα, όπως γράφει ο Ξενοφώντας, ότι η ήττα της Αθήνας θα
είχε ως αποτέλεσμα «ότι από κείνη τη μέρα θα ελευθερωνόταν η
Ελλάδα» - χωρίς να υποψιάζονται ότι η νικήτρια Σπάρτη θα
κάλυπτε αμέσως το κενό, δημιουργώντας τη δική της υπερπόντια
ηγεμονία.6 Όσοι ιδεαλιστές στην Αμερική φορούν
παρωπίδες και πιστεύουν ότι ο κόσμος επιθυμεί να ασπαστεί τη
δημοκρατική μας κουλτούρα, θα πρέπει ίσως να αναλογιστούν ότι
κατά την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου «το μεγαλύτερο μέρος
της κοινής γνώμης συμπαθούσε τους Λακεδαιμονίους» και ότι «η
έχθρα εναντίον των Αθηναίων ήταν γενική».
Η ευημερία και ο φιλελευθερισμός της Αθήνας ενίσχυαν τις
διαφωνίες και την άσκηση υπέρμετρης κριτικής τόσο στο εσωτερικό
όσο και στις κτήσεις της. Οι επικριτές της Αθήνας θεωρούσαν ότι
οι Αθηναίοι θα έπρεπε να τους συμπεριφέρονται πολύ πιο δίκαια
απ’ ό,τι θα τους συμπεριφέρονταν ποτέ οι Σπαρτιάτες. Μόνο τον 4ο
αιώνα, όταν η Σπάρτη θα προκαλούσε έναν ανάλογο φθόνο ως η
μοναδική υπερδύναμη του ελληνικού κόσμου, οι Έλληνες θα
σταματούσαν να αντιμετωπίζουν με δυσπιστία την ηγεμονική Αθήνα.7
Το παράδοξο αυτό ήταν μια εξοργιστική εμπειρία για τους
Αθηναίους και, ίσως, προμήνυε το δίλημμα που αντιμετώπισαν οι
μεταγενέστερες ισχυρές δυτικές φιλελεύθερες και ηγεμονικές
δημοκρατίες, οι οποίες επικρίνονται δριμύτατα επειδή η
ιδεαλιστική και εξαιρετικά ουτοπική ρητορική τους δε συμφωνεί
με τις πράξεις τους. Όπως οι κάτοικοι των άλλων πόλεων-κρατών
επιτιμούσαν την Αθήνα αλλά προτιμούσαν να επισκέπτονται την
Ακρόπολη και όχι το απλό ιερό του Μενέλαου στη Σπάρτη, παρόμοια
και οι επικριτές της Δύσης στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου
καταδίκαζαν συνολικά τη ρεαλιστική εξωτερική πολιτική της, αλλά
συνήθως προτιμούσαν να αποδεχθούν μια θέση επισκέπτη καθηγητή
στην Οξφόρδη, στη Σορβόννη ή στο Μπέρκλεϊ αντί μιας
πανεπιστημιακής έδρας στη Μόσχα, στην Αβάνα ή στο Κάιρο.8
Η Σπάρτη βασίστηκε σε αυτές τις αντιφάσεις για τον επικείμενο
πόλεμο εναντίον της Αθήνας: ο υπόλοιπος ελληνικός κόσμος ήθελε
να επιβάλει στην Αθήνα έναν τρόπο συμπεριφοράς που δε θα
μπορούσε ποτέ να ισχύσει στη μη φιλελεύθερη Σπάρτη. Οι
προνομιούχοι πολίτες της συναινετικής και ευημερούσας Αθήνας θα
έδειχναν πολύ μικρότερη ανοχή στα δεινά και στις θυσίες ενός
παρατεταμένου πολέμου σε σχέση με τους Σπαρτιάτες μιλιταριστές,
που η κοινωνία τους βρισκόταν διαρκώς επί ποδός πολέμου και
θύμιζε στρατώνα. Επιπλέον, η ευμετάβλητη Εκκλησία του Δήμου
μπορούσε να ψηφίζει και στη συνέχεια να απορρίπτει την
πραγματοποίηση στρατιωτικών επιχειρήσεων με έναν τρόπο που ήταν
αδιανόητος στην ολιγαρχική Σπάρτη.
Συνεπώς, δεν είναι παράξενο που πολλοί ερμηνεύουν το έργο του
Θουκυδίδη μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο. Οι ηγέτες και οι
αυθεντίες μας ανυπομονούν να διδαχτούν από τα λάθη και τις
επιτυχές των Αθηναίων. Δεν είναι βέβαιοι αν η μοίρα μας θα
είναι ίδια με εκείνη της Αθήνας ή αν οι Αμερικανοί θα καταφέρουν
να συναγωνιστούν τον πολιτισμό και την επιρροή των Αθηναίων
αποφεύγοντας την ύβρι τους. Ίσως ποτέ ο Πελοποννησιακός Πόλεμος
να μη σχετιζόταν τόσο με τη ζωή των Αμερικανών όσο για εμάς που
ζούμε στη σημερινή εποχή. Και εμείς, όπως οι Αθηναίοι, είμαστε
παρόμοια παντοδύναμοι αλλά ανασφαλείς, δηλώνουμε ειρηνόφιλοι
αλλά βρισκόμαστε σχεδόν πάντα αναμειγμένοι σε κάποιου είδους
σύρραξη, επιθυμούμε τις περισσότερες φορές να μας συμπαθούν αντί
να μας σέβονται και είμαστε περήφανοι για τις τέχνες και τα
γράμματά μας, ενώ είμαστε πολύ περισσότερο ικανοί στον πόλεμο.
Καλοί και
κακοί πόλεμοι
«Αντίθετα, ο τωρινός πόλεμος και σε μεγάλο μέρος τράβηξε και
συφορές στη διάρκειά του έφερε στην Ελλάδα τέτοιες, που όμοιες
τους δεν είχε γνωρίσει σε ίσο χρονικό διάστημα», έγραψε ύστερα
από μερικά χρόνια ο βετεράνος των μαχών Θουκυδίδης για το επί
πολύ καιρό αναμενόμενο ξέσπασμα του πολέμου ανάμεσα στην Αθήνα
και στη Σπάρτη.9 Ο θηριώδης αυτός πόλεμος έμοιαζε να
έχει καταστρέφει όλα όσα είχαν δημιουργήσει οι μεγάλοι άντρες.
Αναμφίβολα, ο Θουκυδίδης θα πρέπει να βρισκόταν σε σύγχυση
μπροστά στο γεγονός ότι ο ελληνικός πολιτισμός, που κάποτε είχε
δώσει τόσα πολλά στους ανθρώπους, άρχισε να αυτοκαταστρέφεται
τόσο γρήγορα. Για πολλούς Έλληνες αυτή η σύγκρουση ανάμεσα σε
ανθρώπους που μιλούσαν την ελληνική γλώσσα δε θα έπρεπε καν να
αποκαλείται πόλεμος. Αντίθετα, ήταν
κάτι πολύ χειρότερο - μια στάσις, μια συμφορά ανάλογη με το
λοιμό ή τη σιτοδεία, παρά μια ευγενής σύγκρουση αποφασισμένων
πολεμιστών.
Σε έναν καλό «πόλεμο» οι εμπνεόμενες από ευγενή ιδεώδη
ελληνικές πόλεις-κράτη είχαν πολεμήσει με δραματικό τρόπο στη
θάλασσα και στην ξηρά εναντίον ξένων βαρβάρων για ιδέες όπως η
ελευθερία και η αυτονομία. Η λέξη στάση όμως υπονοούσε ότι δεν
ήταν δυνατό να υπάρξει ξεκάθαρο τέλος στον εμφύλιο πόλεμο, στην
τρομοκρατία, στις δολοφονίες και στις εκτελέσεις. Η σφαγή αυτή
συνεπαγόταν τη συσκότιση των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στους
άμαχους πολίτες και στους πολεμιστές. Υπάρχουν στοιχεία του
Πελοποννησιακού Πολέμου που είναι παραδοσιακά· όμως,
ήταν κυρίως μια φριχτή και καινοφανής εμπειρία αλληλοεξόντωσης
των Ελλήνων σε μια κλίμακα που επισκίαζε όλες τις προγενέστερες
αλλά και τις περισσότερες μεταγενέστερες εμφύλιες διχόνοιες.10
Ο Θουκυδίδης διαπίστωσε από την αρχή ότι αυτή η σύρραξη θα ήταν
μια κατακλυσμιαίων διαστάσεων στάση, το αντίστοιχο ενός αρχαίου
Ελληνικού Παγκόσμιου Πολέμου. «Η αναταραχή [κίνησις]
αυτή συγκλόνισε... ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο», προσθέτει
νηφάλια σε μια από τις πολλές αποκαλυπτικές κρίσεις του για αυτό
τον τρομερό εμφύλιο πόλεμο, στον οποίο ανάλωσε το μεγαλύτερο
μέρος του ενήλικου βίου του. Οι Αμερικανοί, που πολέμησαν σε ένα
φοβερό Εμφύλιο Πόλεμο, μπορούν να ταυτιστούν με αυτή την
αποτίμηση. Ακόμα και σήμερα, όταν αναφέρονται στις σφαγές των
μεγάλων πολέμων του 20οι3 αιώνα, των πολέμων της μαζικής
επιστράτευσης και της βιομηχανοποίησης -στον Α' Παγκόσμιο
Πόλεμο, στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στον πόλεμο της Κορέας και
στον πόλεμο του Βιετνάμ-, οι Αμερικανοί ιστορικοί εξακολουθούν,
όταν αποτιμούν το μέγεθος της σφαγής, να χρησιμοποιούν τη φράση
«με εξαίρεση τον Εμφύλιο Πόλεμο».
Δυόμισι χιλιάδες χρόνια αργότερα οι περισσότεροι συμφωνούν με
την υπερβολή του Θουκυδίδη ότι αυτή η «αναταραχή» υπονόμευσε τα
περισσότερα από όσα θα μπορούσαν να είχαν πετύχει οι Έλληνες.11
Ας το αναλογιστούμε: με τα χρήματα που δαπάνησε για να οργανώσει
και να εξαρτύσει τους δυο διαδοχικούς στόλους που έστειλε στη
Σικελία, με περισσότερους συνολικά από 40.000 άντρες, η Αθήνα θα
μπορούσε να είχε οικοδομήσει τουλάχιστον τέσσερις επιπλέον
Παρθενώνες. Τα έξοδα για να πλέουν επί ένα μήνα 100 τριήρεις, τα
πολεμικά πλοία που είχαν τρεις σειρές κωπηλατών, αρκούσαν για να
παρουσιαστούν 1.000 τραγωδίες, τρεις φορές περισσότερες από το
συνολικό αριθμό των έργων που ανέβασαν ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής
και ο Ευριπίδης σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους. Ο
Εμφύλιος Πόλεμος εξακολουθεί να αποτελεί ένα τραύμα για τους
Αμερικανούς, καθώς 600.000 Βόρειοι και Νότιοι στρατιώτες χάθηκαν
στα πεδία των μαχών, καθώς και από ασθένειες - από έναν
πληθυσμό 32.000.000, ή περίπου 1 στους 50. Συγκριτικά, οι
απώλειες μόνο στη Σικελική Εκστρατεία ήταν μέσα σε λίγο
περισσότερο από δυο χρόνια πολύ μεγαλύτερες (1 στους 25
κατοίκους της αθηναϊκής ηγεμονίας) - σε μια πολεμική επιχείρηση
για την οποία είναι δύσκολο να ισχυριστεί κάποιος ότι
διακυβεύονταν τα εθνικά συμφέροντα της Αθήνας.12
Οι περισσότεροι πόλεμοι δεν τελειώνουν με τον τρόπο με τον οποίο
αρχίζουν. Για παράδειγμα, πριν από τη μάχη του Σάιλο (68
Απριλίου 1862), ο Οδυσσέας Γκραντ πίστευε ότι μια μεγάλη μάχη
θα μπορούσε να καταστρέφει το Νότο. Ύστερα από δυο ημέρες
συγκρούσεων συνειδητοποίησε ότι θα χρειάζονταν αρκετά χρόνια,
χιλιάδες απώλειες και εκατομμύρια δολάρια, ώστε η Ένωση να
καταστρέφει την ανυπάκουη Συνομοσπονδία αντί απλώς να νικήσει
μια στρατιά του Νότου. Παρόμοια, οι αλαζόνες Σπαρτιάτες
εισέβαλαν στην Αττική την άνοιξη του 431, πιστεύοντας ότι ένα ή
δυο έτη λεηλασίας θα τους έδιναν την τελική νίκη, καθώς οι
Αθηναίοι είτε θα υποχρεώνονταν να πάρουν μέρος σε μια κλασική
μεγάλη μάχη είτε θα λιμοκτονούσαν. Ύστερα όμως από εφτά χρόνια
συνεχών σπαρτιατικών αποτυχιών στην Αττική και με 80.000
Αθηναίους να έχουν χαθεί από το λοιμό, κανένα από τα δυο μέρη
δε βρισκόταν πιο κοντά στη νίκη. Και θα ακολουθούσαν είκοσι πολύ
χειρότερα χρόνια.
Αν και ο Πελοποννησιακός Πόλεμος δεν κατέστρεψε ολοσχερώς την
Αθήνα, ασφαλώς αφάνισε την ηγεμονική αθηναϊκή κουλτούρα.
Ωστόσο, δεν απέφερε διαρκή ασφάλεια και ευημερία στη νικήτρια
Σπάρτη, η οποία σύντομα απέτυχε ακόμα πιο παταγωδώς ως εν
δυνάμει ηγεμονική δύναμη. Η σύγκρουση είχε ως συνέπεια
εκατοντάδες άλλες ελληνικές ουδέτερες πόλεις-κράτη να βρεθούν
σε μια κατάσταση σύγχυσης και αβεβαιότητας, ενώ πολλές ήταν οι
πόλεις που είχαν καταληφθεί, λεηλατηθεί και καταστραφεί
οικονομικά. Η νίκη των ενωμένων Ελλήνων εναντίον του Πέρση
βασιλιά Ξέρξη (480-479) είχε σηματοδοτήσει τη θριαμβευτική
έναρξη του Χρυσού Αιώνα. Ωστόσο, αυτός ο κλασικός αιώνας, που
ξεκίνησε με τόσες μεγάλες προσδοκίες χάρη στη συμμαχία της
Αθήνας και της Σπάρτης εναντίον της Περσίας, ολοκληρώθηκε μέσα
στα ερείπια τα οποία άφησε πίσω του ένας εμφύλιος πόλεμος που οι
ίδιες προκάλεσαν.
Η σφαγή των Ελλήνων, που ο βασιλιάς Δαρείος και ο γιος του
Ξέρξης έλπιζαν ότι θα γινόταν στη μάχη του Μαραθώνα (490) και
στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480), συντελέστηκε μισό αιώνα
αργότερα από Έλληνες στρατηγούς όπως ο Περικλής, ο Κλέωνας, ο
Αλκιβιάδης, ο Βρασίδας, ο Γύλιππος και ο Λύσανδρος (προς μεγάλη
χαρά των Περσών σατραπών σας απέναντι ακτές του Αιγαίου). Τώρα
πια οι Έλληνες σκότωναν περισσότερους ομοφύλους τους σε ένα
χρόνο από όσους είχαν σκοτώσει οι Πέρσες σε μια δεκαετία. Μόνο
στη ναυμαχία στις Αργινούσες το 406 και στα αιματηρά επακόλουθά
της έχασαν πιθανότατα τη ζωή τους περισσότεροι Έλληνες από όσους
σκοτώθηκαν συνολικά από τους Πέρσες στις μάχες
τον Μαραθώνα, των Θερμοπύλων,
τωv Πλαταιών και στη
ναυμαχία της Σαλαμίνας. Η Σικελική Εκστρατεία είχε ως
συνέπεια να πεθάνουν περισσότεροι Έλληνες από τις συνολικές
απώλειες όλων των μαχών που έγιναν τον 5ο αιώνα ανάμεσα στους
οπλίτες, τους πάνοπλους Έλληνες πεζούς που παρατάσσονταν σε
φάλαγγες. Υπό αυτή την έννοια, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος υπήρξε
η εκπλήρωση της μεγαλύτερης προσδοκίας των Περσών. Με το τέλος
του πολέμου η ελληνική Ιωνία στη δυτική Μικρά Ασία μετατράπηκε
εκ νέου σε μια de facto
περσική σατραπεία. Και στον επόμενο μισό αιώνα η
αθηναϊκή γραμματεία βρίθει αναφορών και υπαινιγμών για τις
αγιάτρευτες πληγές που άφησαν πίσω τους ο λοιμός, η σφαγή, η
στρατιωτική ήττα και η εθνική συνθηκολόγηση.
Η Αθήνα του Περικλή, η μοναδική ελληνική ηγεμονία που ήταν
αρκετά δυνατή για να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του Πέρση
βασιλιά, είχε εξαντληθεί. Σύντομα δυνάστες από τις ελληνικές
πόλεις και το μακεδονικό βασίλειο θα κατέλυαν την ελευθερία των
Ελλήνων με το σύνθημα ότι θα τους «συνένωναν» για να
«εκδικηθούν» τους Πέρσες, προσφέροντας ένα εθνικιστικό αντίδοτο
στην αυτοκτονική σφαγή που είχαν προκαλέσει οι συναινετικές
μορφές διακυβέρνησης του παρελθόντος.
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος υπήρξε επίσης η πρώτη σημαντική
περίπτωση που δυτικές δυνάμεις στράφηκαν η μια εναντίον της
άλλης. Η κοινή τους δέσμευση στον ορθολογισμό, στη στράτευση των
πολιτών και στη συντεταγμένη πολιτεία δεν οδήγησαν μόνο σε έναν
υψηλό πολιτισμό, αλλά και στη συγκρότηση φονικών στρατών που θα
μπορούσαν να οδηγήσουν στην αμοιβαία καταστροφή. Επομένως, η
αντιπαράθεση της Αθήνας με τη Σπάρτη χρησιμεύει ως μια
προειδοποίηση -αιώνες πριν από τους ρωμαϊκούς εμφυλίους
πολέμους, το Κολντ Χάρμπορ, τη μάχη του Σομ και το βομβαρδισμό
της Δρέσδης- για το τι μπορεί να συμβεί όταν ο δυτικός τρόπος
πολέμου στρέφεται εναντίον του εαυτού του. Με σημερινούς όρους,
ο Πελοποννησιακός Πόλεμος έμοιαζε περισσότερο με τον Α'
Παγκόσμιο Πόλεμο παρά με το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο - τα ζητήματα
που δίχασαν τα δυο μέρη ήταν περισσότερο πολύπλοκα, δεν είναι
εύκολο να προσδιορίσουμε ποιο από τα εμπόλεμα μέρη ήταν το κακό
και ποιο το καλό, ενώ η συγκλονιστική εικόνα των χιλιάδων νεκρών
ήταν εξίσου αλλόκοτα καινοφανής και σηματοδότησε την οριστική
απομάκρυνση από τις εμπειρίες του παρελθόντος.
Ποιες ήταν οι βαθύτερες αιτίες;
Ο Θουκυδίδης θεωρούσε ότι οι Σπαρτιάτες εισέβαλαν στην ύπαιθρο
της Αθήνας την άνοιξη του 431 επειδή «η μεγάλη ανάπτυξη της
Αθήνας φόβισε τους Λακεδαιμονίους». Η αποτίμηση αυτή, που είναι
ελάχιστα ορθή υπό την αυστηρή έννοια των λέξεων, καθώς οι
Αθηναίοι δεν έλεγχαν στην πραγματικότητα «όλη την Ελλάδα»,
αποτελεί εντούτοις ένα από τα βασικά θέματα της
Ιστορίας του. Με άλλα λόγια, οι
Σπαρτιάτες ξεκίνησαν τον πόλεμο με ένα προληπτικό χτύπημα στην
Αττική. Αυτοί, και όχι οι Αθηναίοι, ήταν δυσαρεστημένοι με το
status quo
του 5ου αιώνα. Σε ένα άλλο χωρίο ο Θουκυδίδης
παραδέχεται ότι ο φόβος τους πως, αν συνεχιζόταν η ειρήνη, θα
έχαναν τη δύναμή τους τους «ανάγκασε να πολεμήσουν».13
«Τους ανάγκασε»; Ασφαλώς, φαινομενικά πάντα υφίστανται και άλλα
πιο άμεσα προσχήματα για έναν πόλεμο, που ενδεχομένως καθιστούν
αναπόφευκτη μια σύρραξη. Αυτό είναι αλήθεια. Όμως, σε τελική
ανάλυση, ο Θουκυδίδης πιστεύει εκ των υστέρων ότι, παρόλο που
ίσως δεν τις αντιλαμβάνονταν οι σύγχρονοί του Αθηναίοι και οι
Σπαρτιάτες, οι διαφορές ανάμεσα στις δυο δυνάμεις ήταν τόσο
μεγάλες και βαθιές, ώστε τελικά οι πιο άμεσες (και ασήμαντες)
διαφωνίες θα οδηγούσαν υποχρεωτικά σε
μια καταστροφική αναμέτρηση.
Παρόλο που τα δυο μέρη διατείνονταν ότι εξαναγκάστηκαν να
προσφύγουν στον πόλεμο, η αιτιοκρατική συλλογιστική του οδηγεί
τον Θουκυδίδη στο συμπέρασμα ότι, ακόμα και αν η Σπάρτη δεν
κήρυττε τον πόλεμο επικαλούμενη τις προσχηματικές αιτιάσεις των
Κορινθίων και των Μεγαρέων εναντίον των Αθηναίων, ο δυναμισμός
της ηγεμονικής κουλτούρας της Αθήνας του Περικλή -τα
μεγαλοπρεπή οικοδομήματα, το αττικό δράμα, η διανοητική έξαρση,
ο τεράστιος στόλος, το ριζοσπαστικό δημοκρατικό πολίτευμα, η
αύξηση του πληθυσμού και η ενδυνάμωση της υπερπόντιας
ηγεμονίας- θα είχε ως συνέπεια την επέκτασή της και στη νότια
Ελλάδα, που ανήκε στη σφαίρα επιρροής της Σπάρτης.
Οι Σπαρτιάτες θα μπορούσαν ενδεχομένως να συμβιώσουν με τον
αθηναϊκό επεκτατισμό. Το είχαν άλλωστε κάνει στο μεγαλύτερο
μέρος του πρώτου μισού του 5ου αιώνα. Όταν όμως η Αθήνα άρχισε
να συνδυάζει τη δίψα της για ισχύ με μια ριζοσπαστική ιδεολογία
για την επέκταση της δημοκρατίας, τότε η Σπάρτη ορθά κατέληξε
στο συμπέρασμα ότι η απειλή υπερέβαινε μια απλή αντιπαράθεση κι
ότι θα μόλυνε την καρδιά και το πνεύμα όλων των Ελλήνων. Οι
ανησυχίες της ήταν βάσιμες. Πράγματι, η αθηναϊκή δημοκρατία δεν
ήταν μόνο προσηλυτιστική και επεκτατική, αλλά και αξιοθαύμαστα
συνεκτική και σταθερή. Οι ολιγαρχικές επαναστάσεις κατά τη
διάρκεια του πολέμου και μετά το τέλος του, το 411 και το 403,
δε διήρκεσαν πολύ, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπήρχε ένας
σημαντικός βαθμός υποστήριξης προς το δημοκρατικό πολίτευμα, ο
οποίος εκτεινόταν σε ένα ευρύ φάσμα Αθηναίων και δεν
περιοριζόταν μόνο στους ακτήμονες φτωχούς.
Οι Σπαρτιάτες είχαν, επίσης, δει την αθηναϊκής έμπνευσης
δημοκρατία να διαδίδεται σε όλο το Αιγαίο και στη Μικρά Ασία
στη δεκαετία του 450. Δυσανασχετούσαν για την αθηναϊκή επιρροή
στην υποτιθέμενη πανελλήνια αποικία των Θούριων στη νότια
Ιταλία. Οι ηγέτες τους ήταν επίσης εξοργισμένοι από το γεγονός
ότι το 440 είχαν συντρίβει οι φιλολάκωνες ολιγαρχικοί στη Σάμο.
Η ελίτ της Σπάρτης είχε συνταραχτεί από το γεγονός ότι οι
πόλεις-κράτη που ήταν υποτελείς της Αθήνας και απειθαρχούσαν,
όπως η Ποτίδαια, δεν πολιορκούνταν μόνο, αλλά τους επιβαλλόταν
ένα μόνιμο ριζοσπαστικό δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο
διασφάλιζαν οι αθηναϊκές τριήρεις. Στην πραγματικότητα, δεν
είχε μεγάλη σημασία το πόσο απειλητικές ήταν πράγματι αυτές οι
συνειδητές επιδείξεις της αθηναϊκής ισχύος- αρκούσε το γεγονός
πως η Σπάρτη είχε πειστεί ότι αντιπροσώπευαν μια συστηματική
και επικίνδυνη επίθεση. Οι εγγενείς φυλετικές και γλωσσικές
διαφορές ανάμεσα στους Ίωνες Αθηναίους και στους Δωριείς
Σπαρτιάτες είχαν ίσως αμβλυνθεί, όμως ο εν εξελίξει δημοκρατικός
επεκτατισμός συνιστούσε μια νέα ολοκληρωτική πρόκληση.
Αυτό το νέο αθηναϊκό «παγκόσμιο χωριό» μπορούσε να προσφέρει
στους φίλους της Σπάρτης κίνητρα που μια πόλη οπλιτών με έντονο
τοπικιστικό πνεύμα δεν μπορούσε καν να ελπίζει ότι θα ήταν
δυνατό να τα συναγωνιστεί. Παρόμοια, οι φανατικοί πλούσιοι
υποστηρικτές της Σπάρτης σε όλο το Αιγαίο θα πρέπει να
αισθάνθηκαν ότι έχαναν την επιρροή τους στις κοινωνίες τους προς
όφελος των ανερχόμενων φτωχών. Οι τελευταίοι, που δεν είχαν
μεγάλη κτηματική περιουσία, δεν ίππευαν άλογα και δε σύχναζαν
στα γυμναστήρια, ήταν ικανοποιημένοι από την ασφάλεια που τους
παρείχε ο αθηναϊκός στόλος και αδιαφορούσαν για την υποχρέωση
να καταβάλλονται φόροι υποτέλειας, με τους οποίους
επιβαρύνονταν κυρίως οι πλούσιοι και οι αριστοκράτες
μεγαλοκτηματίες. Ωστόσο, πίσω από όλους αυτούς τους
ρεαλιστικούς υπολογισμούς υπήρχε το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι
η Αθήνα συνέχιζε να αναπτύσσεται -ο βασιλιάς Αρχίδαμος πίστευε,
όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, ότι ήταν η μεγαλύτερη πόλη στον
ελληνικό κόσμο-, ενώ η Σπάρτη συρρικνωνόταν.11
Ο «αθηναϊσμός» υπήρξε το πρώτο παράδειγμα της παγκοσμιοποίησης
στο δυτικό κόσμο. Υπήρχε μια συγκεκριμένη λέξη στην ελληνική
γλώσσα για τον αθηναϊκό επεκτατισμό, το ρήμα
αττικίζω, που σημαίνει μιμούμαι τη γλώσσα και το ύφος των
Αθηναίων.15 Οι σύγχρονοι αποδέχονταν το γεγονός ότι
η Αθήνα επεδίωκε να προωθεί τα συμφέροντα του απλού λαού έξω από
τα σύνορά της, όπου μπορούσε να το κάνει. Αντίθετα, όταν η
Αθήνα υιοθετούσε μια
Realpolitik (ρεαλιστική πολιτική) -όπως όταν
επιτέθηκε εναντίον των Συρακουσών, που είχαν ένα παρόμοιο
συναινετικό πολίτευμα-, χωρίς να υπάρχει ο αναγκαίος
επαναστατικός ζήλος για τη δημοκρατία, πολύ συχνά αποτύγχανε.16
Οι Σπαρτιάτες ήταν οι κατεξοχήν ολιγαρχικοί φονταμενταλιστές,
μισούσαν τη «λαϊκή εξουσία» και τους κίνδυνους που
αντιπροσώπευε. Οι πολεμιστές-πολίτες της Σπάρτης ήταν ιδιαίτερα
επιφυλακτικοί απέναντι στην επιθυμία για πολυτελή ζωή, η οποία
είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μέσα στους κόλπους της αυστηρής της
ελίτ με ένα ρυθμό που ήταν πολύ πιο γρήγορος από αυτόν που θα
μπορούσαν να καταστείλουν.17 Αν και κατείχαν τα
πρωτεία ανάμεσα στους Έλληνες τον 6ο και τον 5ο αιώνα, όταν
ξεκίνησε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, οι Σπαρτιάτες μπορούσαν να
διαισθανθούν ότι η επιρροή τους έφθινε, καθώς βασιζόταν σχεδόν
αποκλειστικά στη φάλαγγα των οπλιτών, και όχι στα πλοία ή στην
αύξηση του πληθυσμού και στην οικονομική ανάπτυξη, που ήταν τα
στοιχεία στα οποία βασίζονταν οι ολοένα και πιο άπληστοι και
υπέρμαχοι της δημοκρατίας αντίπαλοί τους που σύμφωνα με τα λόγια
του Περικλή: «Γινήκαμε ηγεμόνες πάρα πολλών Ελλήνων».16
Για να αποφευχθεί ο πόλεμος με τη Σπάρτη, ζητήθηκε από την Αθήνα
να σταματήσει την ηγεμονική επέκτασή της και ουσιαστικά να
διαλύσει την ηγεμονία της: να σταματήσει να πολιορκεί πόλεις
όπως η Ποτίδαια και να αφήσει τις γειτονικές πόλεις-κράτη, όπως
η Αίγινα και τα Μέγαρα, να αποφασίζουν μόνες τους για τις
υποθέσεις τους. Εν συντομία, «οι Λακεδαιμόνιοι θέλουν... [να]
αφήσετε τους Έλληνες ανεξάρτητους». Όμως, η πραγματοποίηση όλων
αυτών θα σήμαινε ότι η Αθήνα θα σταματούσε να είναι η Αθήνα του
Περικλή και θα επέστρεφε στο ταπεινό αγροτικό παρελθόν της του
προηγουμένου αιώνα, όταν δεν είχε πλοία και Μακρά Τείχη, δεν
εισέπραττε φόρους υποτελείας, δεν είχε έξοχους ναούς και δεν
οργάνωνε μεγαλοπρεπείς δραματικούς αγώνες, αλλά ήταν μάλλον μια
πολιτεία που δε διέφερε πολύ από τις άλλες μεγάλες ελληνικές
πόλεις-κράτη.19
Το φορτίο τον παρελθόντος
Ήταν, άραγε, αναπόφευκτος ο πόλεμος, επειδή η λογική της βίας
και του θανάτου υπερίσχυσε των όσων θα μπορούσαν να κάνουν οι
Σπαρτιάτες και Αθηναίοι ηγέτες για να διαχειριστούν την κρίση;
Μας ενοχλεί η ιδέα ότι δεν ευθυνόταν κυρίως η Σπάρτη για την
έναρξη του πολέμου το 431 ή ότι ο πόλεμος οφειλόταν, με βάση μια
ορθολογική ανάλυση, σε λάθη της Αθήνας ανεξάρτητα από το
γενικότερο πλαίσιο. Αντίθετα, εξαιτίας του φόβου, μεγάλων
δόσεων φθόνου και αρκετού μίσους η Σπάρτη ήταν ευμετάβλητη και
επιρρεπής σε όλες τις παράφορες παροτρύνσεις, οι οποίες ωθούν
τους ανθρώπους σε πράξεις που δεν εξυπηρετούν πάντα ούτε το δικό
τους ούτε το γενικότερο συμφέρον.20
Σε όλες σχεδόν τις συζητήσεις που έγιναν πριν από την έναρξη του
πολέμου οι εχθροί της Αθήνας έθεταν θεμελιώδεις αιτιάσεις που
έκαναν ακόμα πιο έντονες τις πολιτικές και πολιτισμικές γραμμές
διαχωρισμού -τον απερίσκεπτο χαρακτήρα των Αθηναίων, τη διαρκή
επέκταση της ηγεμονίας και την εγγενή αθηναϊκή αλαζονεία-, και
μάλιστα το ίδιο συχνά με την επίκληση περισσότερο βάσιμων και
συγκεκριμένων παραβάσεων των νόμων που απαιτούσαν άμεση
επανόρθωση. Η Αθήνα είχε, ίσως, κάποια γνωρίσματα που
προκαλούσαν το μίσος των αντίπαλων πόλεων-κρατών, όπως η
Κόρινθος, η Θήβα και η Σπάρτη, που προκαλούσαν μια αντιπάθεια
που ήταν επαγωγική, αντι-εμπειρική και εδραιωμένη σε βαθιά
αισθήματα φόβου, φθόνου και μνησικακίας.21
Οι εχθροί της μισούσαν την Αθήνα τόσο για αυτό που ήταν όσο και
για τα όσα έκανε. Ήδη από το 446 η Αθήνα είχε πάψει να διεκδικεί
σχεδόν όλα όσα είχε επιδιώξει να πετυχει στον Πρώτο
Πελοποννησιακό Πόλεμο (461-446), στη διάρκεια του οποίου η Αθήνα
βρέθηκε πολύ πιο συχνά αντιμέτωπη με την Κόρινθο και τη Θήβα
παρά με τη Σπάρτη, σε μια σύρραξη που κατέληξε σε αδιέξοδο και
τέλειωσε με μια συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στην Αθήνα και στη
Σπάρτη που προβλεπόταν να διαρκέσει τριάντα χρόνια.
Πράγματι, η Αθήνα πρόσεχε να μη δώσει μια συγκεκριμένη αφορμή
στους Σπαρτιάτες για να της κηρύξουν τον πόλεμο. Ίσως το
παράδοξο αυτό να συνοψίζεται με τον καλύτερο τρόπο στη
συναρπαστική περιγραφή του Θουκυδίδη για τη συζήτηση στη
σπαρτιατική Απέλλα που έγινε στα τέλη του 432 σχετικά με την
πρόταση να εισβάλουν οι Σπαρτιάτες στην Αττική την επόμενη
άνοιξη. Αφού οι Αθηναίοι απεσταλμένοι και ο Σπαρτιάτης βασιλιάς
Αρχίδαμος εξήγησαν με νηφάλιο και ορθολογικό τρόπο γιατί εκείνη
τη συγκεκριμένη περίοδο ένας πόλεμος εναντίον της Αθήνας ήταν
στην πραγματικότητα μια κακή ιδέα, ο ισχυρογνώμων έφορος
Σθενελαΐδας πήρε το λόγο για να απαντήσει. Φώναξε μερικά
συνθήματα για την υπερηφάνεια και την ισχύ της Σπάρτης. Και η
Απέλλα ψήφισε υπέρ του πολέμου. Φαίνεται ότι οι Σπαρτιάτες
επηρεάστηκαν καθοριστικά (όπως θα συνέβαινε αργότερα και με
τους Αθηναίους όταν ψήφισαν υπέρ της εισβολής στη Σικελία) από
το συναίσθημα και όχι από τη λογική: «Τα πολλά λόγια των
Αθηναίων δεν τα καταλαβαίνω... Ψηφίστε, λοιπόν, Λακεδαιμόνιοι,
αντάξια στη Σπάρτη, πόλεμο, κι ούτε τους Αθηναίους να αφήσετε
να γίνουν δυνατότεροι».22
Από την άλλη, μια ολόκληρη γενιά είχε μεγαλώσει στην Αθήνα κάτω
από τη λάμψη του Περικλή. Και εκεί επίσης υπήρχε διάχυτος ο
φόβος για την αναπόφευκτη γενεαλογική παρακμή, μια κοινή
ανησυχία στις ελίτ των δυτικών κοινωνιών που είναι ελεύθερες,
εύπορες και βιώνουν κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές.23
Πολλοί αισθάνονταν ότι, αν οι Αθηναίοι δεν όρθωναν το ανάστημά
τους απέναντι στους λεονταρισμούς των Σπαρτιατών, θα πρόδιδαν
την κληρονομιά των σκληροτράχηλων «Μαραθωνομάχων» -του
Μιλτιάδη, του Θεμιστοκλή και του Αριστείδη-, που είχαν πολεμήσει
στο Μαραθώνα (490) και στη Σαλαμίνα (480), και τους είχαν
κληροδοτήσει μια ασφαλή και ακμάζουσα ηγεμονία. Επιπλέον, είναι
πιθανό ότι εξακολουθούσαν να ζουν κάποιοι από αυτούς τους
10.000 ημίθεους οπλίτες, πλησιάζοντας πια τα ογδόντα τους. Είναι
οι ήρωες που συχνά παρουσιάζει ο Αριστοφάνης στις κωμωδίες του,
η ενσάρκωση του «παλαιού θάρρους», σε αντιδιαστολή με μια πιο
μαλθακή γενιά που δεν εμπιστευόταν την ανδρεία των οπλιτών της
για να αντιμετωπίσει τους Σπαρτιάτες στην Αττική.
Όμως, παρόλο που οι Αθηναίοι με δυσκολία μπορούσαν πια να
παρατάξουν 10.000 οπλίτες αντάξιους αυτών που είχαν διασπάσει
τις γραμμές των Περσών πριν από εξήντα χρόνια στην ακτή του
Μαραθώνα, η συνολική στρατιωτική ισχύς της Αθήνας -πλοία,
κεφάλαια, ανθρώπινο δυναμικό- ήταν μεγαλύτερη από τη συνδυασμένη
ισχύ όλων των εν δυνάμει Ελλήνων εχθρών της. Η Αθήνα ήταν
ισχυρότερη ακριβώς επειδή είχε εξελιχτεί και δεν εναπέθετε
πλέον την εθνική της ασφάλεια στα χέρια των γενναίων
οπλιτών-γεωργών που μάχονταν μέσα στις γραμμές της φάλαγγας.
Εξάλλου, αυτή η μονοδιάστατη πολεμική δύναμη ήταν ένας ζωντανός
αναχρονισμός, που μπορούσε να πολεμήσει μόνο οε μικρών
διαστάσεων και ομαλά πεδία μάχης, παρόλο που εξακολουθούσε να
είναι εξαιρετικά φονική σε αυτά.
Εντούτοις, το φορτίο της δόξας του παρελθόντος βάραινε τη γενιά
του Αλκιβιάδη, όπως τα επιτεύγματα της «καλύτερης των γενεών»
-εκείνης του Β' Παγκόσμιου Πολέμου- βαραίνουν τη δική μας, ιδίως
όταν άντρες όπως ο κηδεμόνας του, ο Περικλής,
συνεχώς υπενθύμιζαν με τις δημηγορίες τους στους
νεότερους Αθηναίους τις ηγεμονικές ευθύνες τους. Αλλά και οι
Σπαρτιάτες διακατέχονταν επίσης από τον ίδιο φόβο, μήπως δηλαδή
αποδειχτούν μαλθακότεροι σε σύγκριση με τους σκληροτράχηλους
Λακεδαιμόνιους προγόνους τους, που πέθαναν υπερασπιζόμενοι το
πέρασμα των Θερμοπυλών.
Ήταν, λοιπόν, λογικό να διαμαρτύρονται οι Κορίνθιοι στις
παραμονές του πολέμου: «Δεν είναι, εξάλλου, σωστό να χάσει
κανείς με τον πλούτο τα όσα απόχτησε με τη φτώχεια».24
Απρόβλεπτες συνέπειες
Ο πόλεμος θα αποδεικνυόταν ένας κολοσσιαίος παραλογισμός. Ούτε
ο Σωκράτης ούτε ο Περικλής θα μπορούσαν να είχαν προβλέψει την
πορεία ή την τελική έκβασή του. Η Σπάρτη διέθετε το πιο επίφοβο
πεζικό στον ελληνικό κόσμο. Ωστόσο, τις τελευταίες μεγάλες μάχες
του πολέμου τις κέρδισε χάρη στο νεοδημιουργηθέν ναυτικό της. Η
δημοκρατική Αθήνα έστειλε σχεδόν 40.000 άντρες, δικούς της και
από συμμαχικές πόλεις, στην αιχμαλωσία και στο θάνατο, όταν
προσπάθησε να καταλάβει τις μακρινές Συρακούσες - τη μεγαλύτερη
δημοκρατία στον ελληνικό κόσμο. Ταυτόχρονα, οι παλιοί εχθροί
της στην Ελλάδα αναθάρρησαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να λεηλατούν
ατιμωρητί την επικράτειά της και να εγκαταστήσουν σε απόσταση
μικρότερη των 20 χιλιομέτρων από τα τείχη της μια βάση, στη
Δεκέλεια - το διαβόητο σπαρτιατικό οχυρό στην Αττική, το οποίο
από το 413 έως το 404 χρησίμευε ως σημείο διαμοιρασμού των
λάφυρων από τη λεηλασία της Αττικής. Ο Αλκιβιάδης υπήρξε,
ανάλογα με τις περιστάσεις, ο σωτήρας της Αθήνας, της Σπάρτης
και της Περσίας - αλλά, επίσης, και ο άνθρωπος που προκάλεσε εν
μέρει και τη συλλογική καταστροφή τους.
Η Αθήνα ξεκίνησε τον πόλεμο έχοντας συσσωρεύσει ένα τεράστιο
χρηματικό απόθεμα στον επιβλητικό Παρθενώνα, το οποίο ανερχόταν
στο υπέρογκο ποσό των περίπου 6.000 ταλάντων αργυρών νομισμάτων
και των 500 ταλάντων σε άλλα πολύτιμα μέταλλα, με συνολική αξία
περίπου 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε σημερινές τιμές. Όταν
τέλειωσε ο πόλεμος, είχε χρεοκοπήσει και η πόλη ήταν γεμάτη με
ορφανά, χήρες και ανάπηρους - αλλά και χιλιάδες ονόματα
χαραγμένα στους λίθινους καταλόγους των απωλειών.
Παρά τον τεράστιο θησαυρό της, η Αθήνα δεν κατάφερε στην
περίοδο του πολέμου να ολοκληρώσει τη διακόσμηση των
Προπυλαίων, της μνημειώδους εισόδου στους επίσης ημιτελείς ναούς
της Ακρόπολης. Και φυσικά, ήταν ακόμα πιο δύσκολο να
εξοικονομήσει τα χρήματα για να τελειώσει την ανέγερση ναών στη
Ραμνούντα και στον Θορικό, στην ενδοχώρα της Αττικής. Το
μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων που ήταν αναγκαία ώστε να
αποπερατωθεί το μεγαλεπήβολο όνειρο του Περικλή για τη
δημιουργία μιας μαρμάρινης ηγεμονικής πόλης χάθηκε στα βάθη των
θαλασσών μαζί με τις 500 τριήρεις οι οποίες βυθίστηκαν στη
Σικελία και στις μετέπειτα ναυμαχίες που έγιναν στο Αιγαίο.
Η Σπάρτη ήταν σε θέση να παρατάξει τον πιο επίφοβο στρατό στην
Ελλάδα. Ωστόσο, οι περισσότεροι από τους εχθρούς της δε χάθηκαν
από τα δωρικά ακόντια, αλλά από τις ασθένειες, τις πολιορκίες,
καθώς και σε μάχες που είχαν τη μορφή του ανταρτοπόλεμου. Η
στρατηγική της, που αποσκοπούσε στην καταστροφή των σοδειών της
Αττικής, απέτυχε παταγωδώς μέσα οε μια εβδομάδα από την έναρξη
της εφαρμογής της. Ωστόσο, μέσα σε ένα έτος, η παραμονή των
Πελοποννησίων στην ύπαιθρο της Αττικής δημιούργησε ακούσια τις
προϋποθέσεις για το λοιμό, που λίγο έλειψε να καταστρέφει την
Αθήνα.
Κανένας πολιτειακός θεσμός δεν ήταν τόσο υστερόβουλος, νηφάλιος
αλλά και προκατειλημμένος όσο η Γερουσία της Σπάρτης. Την
αποτελούσαν ηλικιωμένοι άντρες οι οποίοι δε γνώριζαν τίποτα για
τον πολιτισμό που είχε αναπτυχθεί άλλου και, επομένως,
απεχθάνονταν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους για οποιαδήποτε
παράτολμη ενέργεια πέρα από την κοιλάδα της Λακωνίας. Κανένας
πολιτειακός θεσμός δεν ήταν τόσο παράτολμος και επικίνδυνος όσο
η αθηναϊκή Εκκλησία του Δήμου, στην οποία κυριαρχούσαν πολλοί
ηγέτες που είχαν διαπλεύσει το Αιγαίο. Ωστόσο, στη διάρκεια ενός
στιγμιαίου παροξυσμού μπορούσε να απαιτήσει την εκτέλεση ενός
άντρα -ή την εκτέλεση των κατοίκων μιας ολόκληρης πόλης που
καταλήφθηκε-, ακόμα και αν υπήρχαν ελάχιστα αποδεικτικά
στοιχεία για το κατηγορητήριο.
Ο φιλόσοφος Σωκράτης είχε πολλές αμφιβολίες για το κατά πόσο
ήταν αιτιολογημένες η ύβρις και η μεγαλομανία της Αθήνας, και
ιδίως τα οράματα μεγαλείου που συνόδευαν τη Σικελική
Εκστρατεία. Αυτές όμως οι ανησυχίες δεν ήταν αρκετές για να τον
αποτρέψουν από το να πολεμήσει ηρωικά για την Αθήνα, ακόμα και
όταν ήταν πλέον μεσήλικας και βαρύς. Όπως υπενθυμίζει στο
εκνευρισμένο ακροατήριο των κατηγόρων του στην τελευταία ομιλία
της ζωής του, είχε πολεμήσει γενναία σε τρεις από τις πιο
δύσκολες συγκρούσεις στις οποίες πολέμησε ο αθηναϊκός στρατός:
στην Ποτίδαια, στο Δήλιο και στην Αμφίπολη.23 Αλλά
και ο Θουκυδίδης, ως ιστορικός, χρησιμοποίησε τη γενικότερη
διαπίστωση για τον προφανώς παράλογο χαρακτήρα του πολέμου,
ώστε να δώσει μεγαλύτερο εύρος στις απαισιόδοξες αντιλήψεις του
για την ανθρώπινη φύση. Ωστόσο, παρόλο που εξορίστηκε με
κατασκευασμένες κατηγορίες από τους δημαγωγούς, κανένας
Αθηναίος δεν πολέμησε με τέτοιο αδιαφιλονίκητο τρόπο και με
τόσο λίγο κυνισμό όσο αυτός, όταν κλήθηκε να υπηρετήσει την
πατρίδα του.
Ο Ευριπίδης, ο ανορθόδοξος τραγωδός, θεωρούσε ότι η βάναυση
απόφαση των συμπολιτών του να εκτελεστούν οι Μυτιληναίοι και οι
Μήλιοι συνιστούσε μια εγκληματική πράξη και ένα ηθικό σχόλιο για
την παράλογη βαρβαρότητα της σύρραξης. Όμως, ακόμα και ο
Ευριπίδης μισούσε τους Σπαρτιάτες και φαίνεται ότι ευχόταν οι
απώλειες του εχθρού να ήταν τόσες, ώστε να δοθεί ένα τέλος στον
πόλεμο. Ο προδότης Αλκιβιάδης άλλες φορές βοηθούσε την Αθήνα,
άλλες τη Σπάρτη και άλλες την Περσία για να επικρατήσουν στον
πόλεμο. Όμως, οι καταπτοημένοι Αθηναίοι απέρριψαν τις συνετές
συμβουλές του διαβόητου αποστάτη στους Αιγός Ποταμούς, που θα
μπορούσαν ίσως να τους είχαν σώσει από την ήττα κατά την
τελευταία μεγάλη ναυμαχία της σύρραξης.
Ο Αριστοφάνης, ο ιδιοφυής κωμωδιογράφος, υποστήριζε ότι ο χωρίς
τέλος πόλεμος είχε ως αποτέλεσμα οι γεωργοί να χρεοκοπούν, οι
ηγέτες να αποβλακώνονται, οι στρατηγοί να γίνονται αιμοδιψείς,
οι φτωχοί απερίσκεπτοι και οι έμποροι όπλων πλούσιοι - αλλά,
ωστόσο, πίστευε ότι η Αθήνα είχε μάλλον δίκιο παρά άδικο. Ο
πατριωτισμός, τόσο στην υψηλή όσο και στην ευτελή μορφή του,
τελικά επισκίασε το σωκρατικό ισχυρισμό ότι όλοι οι Έλληνες ήταν
πολίτες του κόσμου. Και ο ίδιος ο Σωκράτης υποχρεώνεται να
αναφέρει στο μεταγενέστερο πλατωνικό διάλογο
Πρωταγόρα ότι είναι ευγενές (καλόν)
να πολεμάς.26
Πίσω από αυτές τις πολιτικές και φιλοσοφικές αντιθέσεις, αλλά
και τις υποκρισίες της καλύτερης γενιάς των Ελλήνων, παραμένουν
οι χιλιάδες απλοί Έλληνες -το θέμα αυτού του βιβλίου- που
σφαγιάζονταν για σχεδόν τρεις δεκαετίες για χάρη των σχεδίων
άστατων αντρών και αντιφατικών σκοπών. Κανένας πόλεμος στην
αρχαιότητα -ούτε η προγενέστερη εισβολή του Ξέρξη στην Ελλάδα
ούτε η μεταγενέστερη μεγαλειώδης εκστρατεία του Μεγάλου
Αλεξάνδρου ή η εισβολή του Αννίβα στην Ιταλία- δεν προσελκύει
τόσο πολύ το ενδιαφέρον και δεν είναι τόσο αντιφατικός όσο η
πολύχρονη εμφύλια σύγκρουση ανάμεσα στην Αθήνα και στη Σπάρτη.
Ας αναλογιστούμε τις παραμέτρους αυτού του πολέμου: μια χερσαία
δύναμη συγκρούστηκε με μια ναυτική δύναμη, η δωρική τραχύτητα
αντιπαρατέθηκε στον ιωνικό φιλελευθερισμό. Η ολιγαρχία
αντιμετώπισε τη δημοκρατία και η επιδεικτική ευμάρεια στράφηκε
εναντίον της λιτότητας. Ένας αγροτικός οικισμός εκθρόνισε μια
επιβλητική ηγεμονική πόλη- και ένας ανθρωπιστικός επεκτατισμός
σκότωσε πολλούς αθώους, ενώ ένα κράτος-στρατόπεδο επαγγελλόταν
την αυτονομία των Ελλήνων.
Κανείς δεν είχε προβλέψει το 431 αυτή τη σφαγή. Ποιος μπορούσε
να πιστέψει ότι ο μεγαλοπρεπής Περικλής θα πέθαινε μέσα σε δυο
χρόνια, γεμάτος φλύκταινες και σφίγγοντας στα χέρια του ένα
φυλαχτό, ενώ ξεψυχούσε βήχοντας εξαιτίας του λοιμού; Ο
πάμπλουτος Νικίας δεν είχε ποτέ του φανταστεί ότι είκοσι χρόνια
αργότερα θα ικέτευε για τη ζωή του, πριν του κόψουν το λαιμό
στη Σικελία, 1.300 χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα του. Ούτε
μπορούσε ο όμορφος Αλκιβιάδης, ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της
«οργισμένης νεολαίας» της Αθήνας, να προβλέψει ότι θα πέθαινε
από τα χέρια δολοφόνων σε ένα άσημο χωριό της Μικρός Ασίας.
Οτιδήποτε θεωρούνταν ως σοφία στην αρχή του πολέμου, θα
αποδεικνυόταν παραλογισμός στο τέλος του.
Ελπίδες
και όνειρα
Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η Αθήνα και η Σπάρτη
ενεπλάκησαν σε μια τελική πολεμική αναμέτρηση το 431. Το πιο
καταπληκτικό είναι, ίσως, ότι δεν το είχαν κάνει νωρίτερα.
Πράγματι, ανάμεσα στο 461 και στο 446 (στη διάρκεια του
λεγάμενου Πρώτου Πελοποννησιακού Πολέμου) οι δυο αυτές μεγάλες
δυνάμεις είχαν συγκρουστεί μεταξύ τους, παρόλο που οι
περισσότερες από αυτές τις προγενέστερες συγκρούσεις διεξήχθησαν
ανάμεσα στους «υποκαταστάτες» τους, τους Βοιωτούς, τους
Μεγαρείς, τους Κορίνθιους, τους Αργείους και τους Θεσσαλούς.
Άλλωστε, σε ελάχιστες περιπτώσεις ύστερα από τη σύντομη
συμμαχία τους για να απωθήσουν την Περσία (480-479) υπήρξε μια
πραγματική σχέση ανάμεσα στις δυο πόλεις-κράτη. Ελάχιστοι
Αθηναίοι στρατηγοί ή μέλη της αθηναϊκής ελίτ είχαν επισκεφτεί
τη Σπάρτη. Και σχεδόν κανένας Σπαρτιάτης, εκτός από τους
λιγοστούς απεσταλμένους, δεν είχε δει την Ακρόπολη. Παρόλο που
τόσο η Αθήνα όσο και η Σπάρτη ήταν ελληνικές πόλεις, οι κάτοικοί
τους μιλούσαν την ίδια γλώσσα και οι θρησκευτικές δοξασίες τους
ήταν παρόμοιες, στα κομβικά πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά
ζητήματα είχαν κατά βάση αντίθετες απόψεις.
Και οι δυο αυτές πόλεις-κράτη ήταν το 431, η καθεμιά με το δικό
της τρόπο, στρατιωτικά ισχυρές, επειδή είχαν υπερβεί την
ελληνική αγροτική παράδοση που μέχρι τότε ρύθμιζε τις συνθήκες
του πολέμου: βίαιες μάχες οι οποίες διαρκούσαν περίπου μια ώρα,
με συνέπεια ο πόλεμος να περιορίζεται σε μια σύγκρουση ανάμεσα
σε διατακτικούς γεωργούς, που κυρίως τους απασχολούσαν οι
ανάγκες της σοδειάς πίσω στην πατρίδα τους. Οξυδερκείς
προπολεμικοί παρατηρητές είχαν αρχίσει να συνειδητοποιούν για
ποιο λόγο δε θα υπήρχαν φυσικοί περιορισμοί ή δε θα ήταν δυνατή
μια εύκολη νίκη για οποιοδήποτε από τα δυο μέρη, καθώς η ύπαρξη
των ειλώτων και των κωπηλατών δουλών στις τριήρεις σήμαινε ότι
ήταν σε πολύ μικρό βαθμό αναγκαίο οι στρατιώτες και των δυο
πόλεων-κρατών να παραμένουν στην πατρίδα τους για να παράγουν.
Ο ίδιος ο Περικλής, για παράδειγμα, στις παραμονές της σύρραξης
είχε πει ότι «ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος».27 Η
προοπτική ότι η Περσία θα επιχειρούσε να εισβάλει πάλι σε μια
διαιρεμένη Ελλάδα θεωρούνταν απίθανη υστέρα από τις
καταστροφικές ήττες της πριν από μισό αιώνα. Αντίθετα, υπήρχε
μια γενική ανησυχία ότι αυτός ο πόλεμος θα ήταν μια νέου τόπου,
χωρίς φραγμούς εμφύλια διαμάχη. Οι Κορίνθιοι ορθά
προειδοποίησαν τους Σπαρτιάτες να απορρίψουν την «παρωχημένη»
πολεμική στρατηγική τους -που συνίστατο στη δήωση των αγρών με
την ελπίδα να προκαλέσουν τον αντίπαλο σε μια ανοιχτή μάχη- και
να βρουν νέους τρόπους για να καταστρέψουν μια πόλη όπως η
Αθήνα.28
Η σύγκρουση ανάμεσα στους δυο κυρίους αντιπάλους άρχισε επίσημα
όταν οι Σπαρτιάτες παραβίασαν την τριακονταετή συνθήκη ειρήνης
και εισέβαλαν στην Αττική την άνοιξη του 431. Παραβίασαν τα
σύνορα ογδόντα ημέρες από τότε που η σύμμαχός τους, η Θήβα,
χωρίς προειδοποίηση είχε επίσης πραγματοποιήσει μια προληπτική
επίθεση εναντίον της βοιωτικής πόλης των Πλαταιών, μια πόλη-
κράτος που ήταν σύμμαχος της Αθήνας και βρισκόταν ογδόντα
χιλιόμετρα μακριά της.
Όπως ήταν αναμενόμενο, και τα δυο μέρη επικαλέστηκαν
λεπτομερείς αιτιάσεις. Η Κόρινθος, μια από τις πλουσιότερες
ελληνικές πόλεις και σύμμαχος της Σπάρτης, θεωρούσε ότι η Αθήνα
είχε παρέμβει υπέρ της Κέρκυρας και είχε στραφεί εναντίον της σε
ένα σύνολο διαμφισβητούμενων ζητημάτων. Η μικρή πόλη-κράτος των
Μεγάρων δυσανασχετούσε εξαιτίας του εμπορικού αποκλεισμού που
της είχε επιβάλει η Αθήνα και ζητούσε από τη Σπάρτη να την
υποστηρίξει. Το γειτονικό νησί της Αίγινας, που φαινόταν στο
βάθος του ορίζοντα από την Ακρόπολη -ο Περικλής την αποκάλεσε
κάποτε «“λήμη”, δηλαδή τσίμπλα στο μάτι του Πειραιά»-,
ισχυριζόταν ότι η Αθήνα αναμειγνυόταν στις εσωτερικές της
υποθέσεις και προσδοκούσε από τη Σπάρτη να διαφυλάξει την
ανεξαρτησία της. Από τη δική τους μεριά, οι Αθηναίοι
διατείνονταν ότι οι Πελοποννήσιοι είχαν ενθαρρύνει κάποιους από
τους φόρου υποτελείς συμμάχους τους, όπως τους κατοίκους της
Ποτίδαιας στη βόρεια Ελλάδα, να εξεγερθούν. Οι Βοιωτοί, ένας
αγροτικός λαός που ζούσε βόρεια της Αθήνας και η ηγεμονεύουσα
πόλη τους ήταν η Θήβα, ήθελαν να αφανίσουν την πόλη των
Πλαταιών, την οποία θεωρούσαν ως ένα προκεχωρημένο φυλάκιο του
αθηναϊκού επεκτατισμού' στα πρόθυρα της επικράτειάς τους.29
Φυσικά, ζητήματα όπως ο αθηναϊκός εμπορικός αποκλεισμός σε βάρος
των Μεγάρων, η ανάμειξη της Αθήνας στις εσωτερικές υποθέσεις
της Αίγινας, η αντιπαράθεση για το ποιος θα έπαιρνε με το μέρος
του την ισχυρή Κέρκυρα που είχε «μεγάλο στόλο» ή τα
διαμφισβητούμενα εδάφη στα σύνορα με τα Μέγαρα ή τη Βοιωτία δεν
ήταν ασήμαντα.30 Η αίσθηση
όμως που είχε για τις αιτιάσεις της και σχετιζόταν με ζητήματα
όπως ο φόβος και η τιμή ήταν αυτό που κυρίως παρακίνησε τη
Σπάρτη να δράσει όσο ακόμα ήταν ισχυρή, καθώς τόσο στην Αθήνα
όσο και στη Σπάρτη η νεολαία «από απειρία, επιθυμούσε τον
πόλεμο».31 Φαίνεται ότι η Αθήνα πίστευε πως,
μακροπρόθεσμα, το υψηλό πολιτισμικό της επίπεδο θα της επέτρεπε
είτε να αψηφά τη Σπάρτη είτε να την κατατροπώσει, χωρίς, όμως,
βραχυπρόθεσμα να έχει σχεδιάσει με ποιον τρόπο θα υποχρέωνε τη
Σπάρτη να καταβάλει ένα υψηλό τίμημα αν αποτολμούσε να στείλει
χιλιάδες από τους οπλίτες της στην Αττική. Αντίθετα, ο Περικλής
υποστήριζε ότι οι Αθηναίοι «αν έμεναν σταθεροί και ήρεμοι...θα
νικούσαν».32 Όμως, το σχέδιο των Αθηναίων να
διατηρήσουν τα κεκτημένα δεν ήταν ικανό, βραχυπρόθεσμα, να
αποτρέψει τη Σπάρτη να δράσει υπό την επήρεια των φόβων της-
όλοι οι Σπαρτιάτες πίστευαν ότι θα μπορούσαν ατιμωρητί να
παραβιάσουν τα σύνορα της Αττικής.
Ο Περικλής δε θεώρησε αναγκαίο να εμπλακεί σε λογομαχίες που
ενδεχομένως θα έβαζαν σε κίνδυνο την ηγεμονία ή τη δεκαπενταετή
ειρήνη που υπήρχε υστέρα από τις τελευταίες αψιμαχίες με τη
Σπάρτη, μια περίοδο ανακωχής στη διάρκεια της οποίας η Αθήνα
έφτασε σε ένα πρωτοφανές επίπεδο ευημερίας και ασφάλειας.
Φαίνεται ότι οι Αθηναίοι πίστευαν πως οι Σπαρτιάτες θα
συνειδητοποιούσαν ότι δε θα μπορούσαν να νικήσουν και,
επομένως, δε θα επιχειρούσαν να εισβάλουν στην Αττική -ένας
ανόητος τρόπος σκέψης από την άποψη της μακροπρόθεσμης
αποτροπής-, ενώ αντίθετα θα ήταν προτιμότερο να προειδοποιήσουν
τους εχθρούς τους ότι η παραβίαση των συνόρων θα ήταν συνώνυμη
με την καταστροφή τους. Ο Περικλής ήταν αποφασισμένος να
περιμείνει να δεχτεί η Αθήνα το πρώτο πλήγμα και, άρα, δεν
μπορούσε να απειλήσει τον εχθρό με αξιόπιστα αντίμετρα, επειδή
στην πραγματικότητα δεν είχε ποτέ του επεξεργαστεί μια σαφή
στρατηγική για το πώς θα οργανωνόταν μια επιθετική ενέργεια, η
οποία ενδεχομένως θα εξανάγκαζε τη Θήβα ή τη Σπάρτη να
εγκαταλείψουν τον πόλεμο.
Κατά βάθος, ο Περικλής ήταν ένας ναύαρχος. Πριν από τον πόλεμο
είχε διευθύνει επιτυχείς πολιορκίες εναντίον ανυπάκουων
ναυτικών πόλεων-κρατών και είχε πολεμήσει σε ναυμαχίες. Δεν
είχε ποτέ του ηγηθεί μιας μακροχρόνιας χερσαίας εκστρατείας,
ούτε είχε οδηγήσει μια φάλαγγα οπλιτών σε μια εκ παρατάξεως
μάχη. Φαίνεται ότι θεωρούσε την αθηναϊκή ναυτική ανωτερότητα ως
εργαλείο για τη διεξαγωγή επιδρομών αντί ως μέσο για τη μεταφορά
ενός μεγάλου αριθμού στρατιωτών στα μετόπισθεν του εχθρού. Αλλά
και η στρατηγική της Σπάρτης και της Θήβας δεν είχε καμία
πρωτοτυπία. Χιλιάδες άντρες και από τα δυο μέρη θα πέθαιναν,
επειδή οι ηγέτες τους τους οδήγησαν στον πόλεμο χωρίς να
διαθέτουν ένα πραγματικό σχέδιο για το πώς θα νικούσαν τον
εχθρό στο πεδίο της μάχης.
Ο μυθικός
σπαρτιατικός στόλος
Αλλά και οι Σπαρτιάτες είχαν σημαντικά προβλήματα. Για να
κατανοήσουμε εν μέρει το δίλημμά τους, ας φανταστούμε ότι, σε
έναν κόσμο χωρίς πυρηνικά όπλα, η πρώην Σοβιετική Ένωση σε
κάποια χρονική στιγμή της δεκαετίας του 1990 διαβλέπει ότι δεν
μπορεί πλέον να ανταγωνίζεται το δημοκρατικό πολίτευμα και την
ακατανίκητη καπιταλιστική δύναμη των ΗΠΑ. Έτσι, οι
σκληροπυρηνικοί Σοβιετικοί ηγέτες θα αισθάνονταν αναγκαίο να
επιτεθούν με 300 μεραρχίες εναντίον της Δυτικής Ευρώπης, προτού
οι σύμμαχοί τους, αλλά και ολόκληρος ο πλανήτης, αρχίσουν να
έχουν την ίδια απαισιόδοξη εκτίμηση για το μέλλον και πάψουν να
είναι αφοσιωμένοι στη σοβιετική αυτοκρατορία.
Οι Σπαρτιάτες μπορούσαν να παρατάξουν μια φάλαγγα οπλιτών που
ήταν ανίκητη σε ένα αναπεπταμένο πεδίο μάχης. Οι Βοιωτοί, οι
σκληραγωγημένοι γεωργοί σύμμαχοί τους, μπορούσαν να
συγκεντρώσουν μια ακόμα μεγαλύτερη δύναμη βαριά οπλισμένου
πεζικού -ίσως 7.000-12.000 άντρες, αν ήταν αναγκαίο- και ήταν
εξίσου τρομεροί πολεμιστές με τους επαγγελματίες Σπαρτιάτες. Όσο
για το συμμαχικό συνασπισμό των πόλεων-κρατών της Πελοποννήσου,
του οποίου ηγούνταν η Σπάρτη, ήταν σε θέση, για σύντομες
χρονικές περιόδους, να συγκροτήσει μια τεράστια στρατιά 60.000
αντρών, η οποία μπορούσε να σαρώσει οποιονδήποτε αντίπαλο στο
πεδίο της μάχης. Τέλος, το καλύτερο ιππικό στην κεντρική Ελλάδα
ήταν το βοιωτικό και βρισκόταν με το μέρος της Σπάρτης.
Για όλους αυτούς τους λόγους ο Θουκυδίδης επισημαίνει
εντυπωσιασμένος ότι οι Σπαρτιάτες «εξουσιάζουν τα δύο πέμπτα
της Πελοποννήσου, είναι ηγέτες... και πολλών συμμάχων έξω απ’
αυτήν».33 Ακόμα και αν δεν μπορούσαν να επικρατήσουν
σε αυτό το νέο είδους πολέμου εναντίον μιας θαλάσσιας
αυτοκρατορίας, τουλάχιστον ήταν βέβαιοι ότι αυτή η «σκληρή
δύναμη» θα εμπόδιζε τον αθηναϊκό στρατό να καταλάβει την
ακρόπολη της Σπάρτης.
Ωστόσο, η ισχύς της Σπάρτης και της Πελοποννησιακής Συμμαχίας
ήταν, από μερικές απόψεις, μια χίμαιρα. Όταν ξεκίνησε ο
πόλεμος, δεν ήταν δυνατόν να μεταφερθεί διά θαλάσσης ο
συμμαχικός πελοποννησιακός στρατός. Και ασφαλώς δε διέθετε την
αναγκαία οικονομική ισχύ για να αυτοσυντηρείται. Η Σπάρτη
ξεκίνησε τον πόλεμο χωρίς κεφάλαια, με ελάχιστα πλοία, και
σχεδόν καθόλου ιππικό και ελαφρύ πεζικό. Στο πειθαρχημένο
ολοκληρωτικό σύστημα που είχε θεσπίσει ο μυθικός πρόγονος
Λυκούργος εκείνο που είχε σημασία ήταν η πολιτική αρετή και όχι
η οικονομική αποδοτικότητα ή ο ατομισμός.
Για παράδειγμα, σιδερένιες βέργες και όχι νομίσματα χρησίμευαν
ως χρηματική μονάδα, ακριβώς επειδή σε ένα τόσο παράξενο ηθικό
σύμπαν δε θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με την ευκολία του
συνηθισμένου (και εκμαυλιστικού) νομίσματος. Επομένως, οι
ναυπηγοί ή οι κωπηλάτες που μίσθωναν τις υπηρεσίες τους δεν
είχαν καμία διάθεση να πολεμήσουν για τη Σπάρτη, καθώς η
ανταμοιβή τους θα ήταν μεταλλικές βέργες που ήταν χρήσιμες μόνο
για το ψήσιμο. Στις παραμονές του πολέμου οι σύμμαχοί τους είχαν
προειδοποιήσει τους Σπαρτιάτες ότι η απαρχαιωμένη αντίληψή τους
να θεωρούν τον πόλεμο ως μια σύγκρουση ανάμεσα σε οπλίτες ήταν
μια αυτοκτονική συνταγή. Οι επίμονοι Κορίνθιοι τους παρότρυναν
διαρκώς να βοηθήσουν τους φίλους τους στο Αιγαίο ως το καλύτερο
μέσο αντίστασης στον αθηναϊκό επεκτατισμό.
Ο Περικλής είχε πιθανότατα δίκιο, όταν ισχυριζόταν ότι οι
Πελοποννήσιοι «χρήματα δεν έχουν ούτε ιδιωτικά ούτε δημόσια».
Ασφαλώς δεν εισρέανε φόροι υποτελείας στην ακρόπολη της Σπάρτης
και υπήρχαν ελάχιστες σπαρτιατικές αποικίες. Αν η Αθήνα δεν
επέλεγε να δώσει μια εκ παρατάξεως μάχη, η Σπάρτη δε διέθετε
ούτε τα κεφάλαια ούτε τα υλικά αποθέματα για να διατηρεί ένα
εκστρατευτικό σώμα σε ενεργό υπηρεσία για μεγάλα χρονικά
διαστήματα. Και, σε ακόμα μικρότερο βαθμό, δε διέθετε την
τεχνογνωσία ή τη βούληση να διεξάγει έναν ανορθόδοξο και χαμηλής
έντασης πόλεμο επιδρομών, λεηλασιών και παρατεταμένων
πολιορκιών.34
Μια γενιά πριν από τον πόλεμο οι Σπαρτιάτες είχαν παραμερίσει
την υπερηφάνεια τους και είχαν καλέσει Αθηναίους που ήταν
ειδικοί στις πολιορκίες για να τους βοηθήσουν να καταλάβουν τις
οχυρές θέσεις των εξεγερμένων ειλώτων. Αν κάποτε οι Σπαρτιάτες
είχαν χρειαστεί τους Αθηναίους για να ελέγξουν τους υποτελείς
τους, τι θα συνέβαινε αν η Αθήνα χρησιμοποιούσε τα κεφάλαια και
την ειδημοσύνη της όχι για να συμβάλει στην καταστολή μιας
εξέγερσης των ειλώτων, αλλά για να την παρακινήσει;35
Ο στόλος των Κορινθίων και μερικών ακόμα συμμάχων της Σπάρτης
αριθμούσε λίγο περισσότερα από 100 πλοία και ήταν μικρότερος
από το μισό μέγεθος του εν ενεργεία αθηναϊκού συμμαχικού στόλου.
Το γεγονός ότι οι Πελοποννήσιοι διέθεταν έστω και αυτές τις
τριήρεις οφειλόταν στις πρόσφατες φρενήρεις προσπάθειες των
Κορινθίων να κατασκευάσουν ένα στόλο που θα μπορούσε να
συναγωνιστεί εκείνον της αντιπάλου τους Κέρκυρας. Όμως, υπήρχαν
ελάχιστα συσσωρευμένα κεφάλαια, ώστε να διασφαλιστεί ότι έστω
και ένας στόλος 100 τριήρεων θα μπορούσε να επιχειρεί για
μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι βαριά οπλισμένοι πολεμιστές που
μάχονταν πάνω σε καταστρώματα πλοίων τα οποία κινούσαν
μισθωμένοι κωπηλάτες δεν ενσάρκωναν το ιδανικό της Σπάρτης για
την πολεμική αρετή.
Απελπισμένη, η Σπάρτη πρότεινε στους συμμάχους της να
ναυπηγήσουν έναν τεράστιο στόλο 500 περίπου τριήρεων - ένας
ευσεβής πόθος για μια πόλη-κράτος που το μοναδικό της λιμάνι,
το Γύθειο, βρισκόταν σε απόσταση 50 χιλιομέτρων από την πόλη. Οι
στρατιωτικοί επιτελείς φανταζόντουσαν ότι οι μισητοί Πέρσες θα
παρείχαν ενδεχομένως τα κεφάλαια για να ναυπηγηθούν τριήρεις
και να δελεαστούν νέοι σύμμαχοι, ώστε να απομονωθεί από ξηρά και
θάλασσα η Αθήνα - στρατηγική που θα μπορούσε να αποδώσει μόνο
αν η Σπάρτη επιδείκνυε πρώτα κάποιες επιτυχίες, όπως είτε με μια
νίκη σε μάχη ανάμεσα σε οπλίτες είτε με την πρόκληση σημαντικής
φθοράς στη συνοχή της ηγεμονίας.
Όλες αυτές οι υψηλές προσδοκίες δεν άρμοζαν σε μια πόλη-κράτος
που φορούσε παρωπίδες και ήταν γεωπολιτικά περίκλειστη. Όταν
ξεκίνησε ο πόλεμος, μόνο τρεις πόλεις-κράτη, η Κόρινθος, η
Κέρκυρα και η Αθήνα, είχαν μεγάλους στόλους, και οι δυο ήταν
εχθροί της Σπάρτης.36 Ήταν επομένως αναμενόμενο ότι
τουλάχιστον κάποιοι Πελοποννήσιοι θα συνειδητοποιούσαν ότι
τελικά θα έπρεπε να υιοθετήσουν μια πολύπλευρη στρατηγική: να
νικήσουν τους Αθηναίους στη θάλασσα και να διαλύσουν την
ηγεμονία τους, βρίσκοντας ταυτόχρονα έναν τρόπο να αποκόψουν
οριστικά την πόλη από την ύπαιθρό της. Για να πετύχουν αυτούς
τους στόχους, χρειάζονταν περισσότερους συμμάχους, τόσο Έλληνες
όσο και Πέρσες, αλλά και καινοτόμους στρατιωτικούς ηγέτες. Μέχρι
τότε έπρεπε να αποδεχτούν το πικρό γεγονός ότι σε μια
αντιπαράθεση ανάμεσα στη Σπάρτη και στην αθηναϊκή ηγεμονία τα
κεφάλαια, το ανθρώπινο δυναμικό, η ποικιλία των στρατιωτικών
μέσων και η έμπειρη στρατιωτική ηγεσία βρίσκονταν με το μέρος
των Αθηναίων. Πράγματι, ακόμα και δυο δεκαετίες αργότερα,
υστέρα από την αθηναϊκή πανωλεθρία στη Σικελία (413), όταν οι
Έλληνες προέβλεπαν την άμεση κατάρρευση της Αθήνας, η Σπάρτη
δυσκολευόταν να οργανώσει έναν πελοποννησιακό στόλο - καθώς οι
σύμμαχοί της αντιμετώπιζαν με απροθυμία και διστακτικότητα κάθε
προσπάθεια αμφισβήτησης της μακροχρόνιας αθηναϊκής υπεροχής στη
θάλασσα.37
Οι
σπαρτιατικοί υπολογισμοί
Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος το 431, οι Σπαρτιάτες στρατηγοί
στερούνταν φαντασίας. Οι δυο κληρονομικοί βασιλιάδες ήταν βάσει
του νόμου οι επικεφαλής του στρατού. Συχνά, όμως, έρχονταν σε
προστριβές με τους πέντε εκλεγμένους εφόρους, μερικοί από τους
οποίους συνόδευαν τους βασιλιάδες στις εκστρατείες ως
επιτηρητές. Η σπαρτιατική στρατηγική αποτελούσε αντανάκλαση μιας
κλειστής ιεραρχικής κοινωνίας που βασιζόταν στα κοινά συσσίτια
και στη μη επιδεχόμενη αμφισβήτησης σκληρή διαπαιδαγώγηση, η
οποία ξεκινούσε όταν σε ηλικία εφτά ετών άρχιζε η μύηση των
νεαρών αγοριών στη στρατιωτική ζωή. Επειδή ήταν ελάχιστοι οι
Σπαρτιάτες πολιτικοί που είχαν δει πώς ήταν η ζωή σε μια
εμπορική πόλη, είχαν απλοϊκές αντιλήψεις για τις διακρατικές
σχέσεις και για το μέγεθος των εχθρικών πληθυσμών, και συνήθως
ήταν επιρρεπείς στη διαφθορά και στη δωροδοκία.
Οι μεγαλύτερες και πιο υπερήφανες συμμαχικές πελοποννησιακές
πόλεις-κράτη, όπως η Μαντίνεια και η Ήλιδα, δυσφορούσαν για τη
βάναυση σπαρτιατική ηγεμονία και βρίσκονταν σε διαδικασία
φιλελευθεροποίησης του πολιτεύματος τους. Στον παραδοσιακό
πελοποννησιακό τρόπο πολέμου η εποχή της συγκομιδής αποτελούσε
την περίοδο που γίνονταν οι μάχες: οι επιτιθέμενοι οπλίτες
διέσχιζαν την ύπαιθρο της εχθρικής επικράτειας για να
πυρπολήσουν τους ώριμους καρπούς ή για να τους καταναλώσουν οι
αμυνόμενοι προσπαθούσαν να τους μεταφέρουν σε ασφαλή σημεία·
και όλοι οι γεωργοί-πολεμιστές σκέφτονταν ότι στην πατρίδα τους
υπήρχαν σοδειές τις οποίες έπρεπε να φροντίσουν και οι οποίες
ήταν πολύ πιο σημαντικές από τις εκστρατείες. Οι Αθηναίοι
ελέγχανε στο παρελθόν (460-446) τις οδούς που, μέσω των
Μεγάρων, επέτρεπαν την πρόσβαση στην Αττική. Όχι όμως πια. Στη
σπαρτιατική σκέψη, λοιπόν, η εισβολή στην Αττική ήταν πλέον
εφικτή, κάτι που ήταν δύσκολο στη διάρκεια των προηγουμένων
φάσεων του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Σχεδόν 250.000 χειμαζόμενοι δούλοι (οι αποκαλούμενοι είλωτες)
ήταν καταναγκασμένοι να καλλιεργούν τη γη στα εδάφη της
Λακωνίας και της Μεσσηνίας για να τροφοδοτούν τα σπαρτιατικά
στρατιωτικά συσσίτια. Εξαιτίας του τρόπου ζωής στους στρατώνες,
αλλά και εξαιτίας της σχεδόν μόνιμης στρατιωτικής εκπαίδευσης
και της ανάγκης για διαρκή αστυνόμευση της κατεχόμενης
Μεσσηνίας, οι Σπαρτιάτες πολεμιστές σπάνια κοιμόντουσαν στα
σπίτια τους. Ως εκ τούτου, ο πληθυσμός της πόλης μειωνόταν
σταθερά, ενώ ο αριθμός των καταπιεσμένων ειλώτων αυξανόταν. Αν
στο παρελθόν 8.000 Όμοιοι Σπαρτιάτες είχαν πολεμήσει εναντίον
της Περσίας, πενήντα χρόνια αργότερα, την εποχή του
Πελοποννησιακού Πολέμου, υπήρχαν λιγότεροι από τους μίσους. Το
αποτέλεσμα ήταν ότι, αν και κράτος-στρατόπεδο, η Σπάρτη με
δυσκολία μπορούσε να παρατάξει 8.000-10.000 άντρες από τα
διάφορα κοινωνικά στρώματα που τη συναποτελούσαν, ενώ βρισκόταν
πάνω σε ένα ηφαίστειο δεκάδων χιλιάδων
δουλοπάροικων («που καραδοκούν την ευκαιρία να γίνει κάποιο
ατύχημα στην πόλη»), οι οποίοι, όπως και οι ίδιοι παραδέχονταν,
«μ’ ευχαρίστηση θα έτρωγαν τους κυρίους τους κι ωμούς».38
Η ύπαρξη των ειλώτων, που ονειρεύονταν μια ελεύθερη Μεσσηνία,
δεν αποτελούσε τη μοναδική διαχωριστική γραμμή στην πολύπλοκη
και αυστηρά ιεραρχημένη σπαρτιατική κοινωνία. Στα περίχωρα της
Σπάρτης ζούσαν επίσης 20.000-30.000 Λάκωνες περίοικοι, οι
οποίοι ήταν ελεύθεροι χωρίς όμως να αναγνωρίζονται ως πολίτες
της Σπάρτης, και οι οποίοι σε μερικές περιπτώσεις
δυσανασχετούσαν εξίσου με τους είλωτες για τη σπαρτιατική
ηγεμονία.
Ακόμα και χωρίς την ανησυχία να διατηρεί κάτω από τον έλεγχό
της τη Μεσσηνία και τους 250.000 είλωτες στην απέναντι πλευρά
του όρους Ταΰγετου, η Σπάρτη, όπως πολλές σημερινές δυτικές
κοινωνίες, αντιμετώπιζε μια μόνιμη δημογραφική κρίση και
εξαρτιόταν ολοκληρωτικά από τη δουλική εργασία των ειλώτων. Στις
παραμονές του πολέμου ο βασιλιάς Αρχίδαμος προσπάθησε μάταια να
υπενθυμίσει στους πολίτες της Σπάρτης ότι σχεδίαζαν να
πολεμήσουν εναντίον μιας πόλης-κράτους που είχε «πληθυσμό τόσο,
όσο σ’ άλλο μέρος ελληνικό δε βρίσκεται». Αυτό που είχε
εξελιχθεί στο καλύτερο πεζικό της Ελλάδας ήταν από τη φύση του
μια εγχώρια αστυνομική δύναμη -κάτι ίσως σαν τα
Waffen-SS-
που ο αρχικός λόγος ύπαρξής της ήταν να αποτρέπει τις
εσωτερικές εξεγέρσεις και να καταδιώκει τους υποτιθέμενους
διαφωνούντες.
Τέλος, η επαναστατική διάθεση των περισσότερων ειλώτων, όπως
ισχύει και σε άλλες περιπτώσεις όπου οι δούλοι θεωρούνται ως
κινητή περιουσία, δεν οφειλόταν μόνο στην κατώτερη κοινωνική
τους θέση. Αντίθετα, ο ζήλος τους πήγαζε από τα τοπικιστικά
αισθήματα που είχαν για τη Μεσσηνία, την κατεχόμενη πατρίδα
τους. Ανήκαν σε μια ξεχωριστή φυλή και είχαν στερηθεί σχεδόν τα
πάντα. Θυμίζουν λοιπόν, κατά κάποιον τρόπο, τους σημερινούς
Κούρδους, οι οποίοι, παρόλο που δεν έχουν πατρίδα, γνωρίζουν
ότι κάποτε ήταν ένας ελεύθερος λαός, και ότι οι περιοχές τους
και ο πληθυσμός τους ήταν μεγαλύτεροι από αυτές των κατακτητών
τους.39
Στις αρχές της σύρραξης η σπαρτιατική στρατηγική ήταν τόσο απλή,
που αποδείχτηκε εντέλει αφελής: αντιδρώντας σύμφωνα με τη θεωρία
του Παβλόφ για τα εξαρτημένα αντανακλαστικά, εφόσον αμφέβαλλαν
για το τι έπρεπε να κάνουν, η λύση ήταν να «εισβάλουν στην
Αττική». Ο βασιλιάς Αρχίδαμος θα οδηγούσε μια μεγάλη συμμαχική
στρατιωτική δύναμη στην Αττική για να προκαλέσει τους Αθηναίους
σε μάχη.40 Αν ο εχθρός δεν έβγαινε από τα τείχη, τότε
ο Αρχίδαμος θα κατέστρεφε συστηματικά τη γεωργική παραγωγή της
Αττικής, εξαναγκάζοντας την Αθήνα να λιμοκτονήσει ή,
τουλάχιστον, να ταπεινωθεί, ώστε η αλαζονική και εκλεπτυσμένη
πόλη να συνθηκολογήσει. Σε όλη την Ιστορία
του ο Θουκυδίδης επαναλαμβάνει ότι οι Σπαρτιάτες είχαν
συγκλονιστεί από το γεγονός ότι η απλοϊκή στρατηγική τους να
βασιστούν στη δήωση της γης είχε αποτύχει. Πώς, σε τελική
ανάλυση, μπορούσαν οι Αθηναίοι να αυτοαποκαλούνται ηγεμονική
δύναμη, όταν δεν μπορούσαν να εμποδίσουν την προέλαση των εχθρών
τους τόσο κοντά στην Αθήνα, ώστε να είναι ορατοί από την
Ακρόπολη;41
Η Σπάρτη δε θεωρούσε ότι υπήρχαν λόγοι για να αλλάξει τη
στρατηγική της υστέρα από διακόσια χρόνια επιτυχιών, έστω και αν
η Αθήνα είχε εξελιχθεί σε μια πόλη που μπορούσε να επιβιώσει
ακόμα και αν οι εχθροί της βρίσκονταν προ των πυλών της.
Πράγματι, φαίνεται ότι οι Σπαρτιάτες δεν είχαν μια σαφή εικόνα
για το μέγεθος ή τα αμυντικά έργα της Αθήνας. Και γνώριζαν
ακόμα λιγότερο για την οικονομία της Αθήνας που βασιζόταν στη
ναυτική της ισχύ και στην ικανότητά της να εισάγει τρόφιμα, ώστε
να αντικαθιστά το ένα τρίτο ή και το μισό των προϊόντων που
έχανε από τη δήωση της υπαίθρου της. Με ακόμα μεγαλύτερη αφέλεια
οι Σπαρτιάτες πίστευαν ότι, λεηλατώντας την Αττική, οι
υπερπόντιες πόλεις-κράτη που ήταν φόρου υποτελείς στην αθηναϊκή
ηγεμονία θα αναθαρρούσαν και θα εξεγείρονταν, παρά το
αδιαμφισβήτητο δεδομένο ότι η Σπάρτη δεν μπορούσε να στείλει
πολεμικά πλοία για να τις βοηθήσει, εάν και όταν οι
εξοργισμένοι Αθηναίοι θα έστελναν το στόλο τους για την επιβολή
αντιποίνων.
Παρόλο που ο πραγματικός βαθμός αυτάρκειας της Αθήνας σε
δημητριακά μάς είναι άγνωστος, θα πρέπει να ήταν γνωστό τοις
πάσι ότι, σε περιόδους κρίσης, ήταν διασφαλισμένη η εισαγωγή
στην πόλη επιπρόσθετων και επαρκών ποσοτήτων τροφίμων - ιδίως,
καθώς η Αθήνα είχε τα χρηματικά αποθέματα ώστε να πληρώνει για
το αυξημένο κόστος. Αργότερα, ακόμα και όταν οι Σπαρτιάτες είχαν
οχυρώσει τη Δεκέλεια (413-404), σχεδόν έξω από τα τείχη της
Αθήνας, και οι Αθηναίοι δεν μπορούσαν να χρησιμοποιούν τη γη
τους για το μεγαλύτερο διάστημα του έτους, ο βασιλιάς Άγις
εξέφραζε την οδύνη του για το γεγονός ότι οι επιδρομείς του δεν
μπορούσαν να κάνουν την πόλη να υποκύψει, καθώς εξακολουθούσε να
βλέπει πλοία που μετέφεραν δημητριακά να μπαίνουν στο λιμάνι του
Πειραιά.42
Πολλοί από τους Σπαρτιάτες είχαν επίσης λησμονήσει ότι, πολύ
πριν από την ανέγερση των Μακρών Τειχών, στη διάρκεια της
εισβολής του Ξέρξη το 480, οι Αθηναίοι υπό την ηγεσία του
Θεμιστοκλή είχαν επιβιώσει όχι μόνο επειδή εκκένωσαν τις
γεωργικές περιοχές της Αττικής, αλλά επειδή εγκατέλειψαν και
την ίδια τους την πόλη. Ο Περικλής, αρκετά χρόνια αργότερα, θα
υπενθύμιζε αυτό το γεγονός στους πολύ πιο πλουσίους και
πολυάριθμους κατοίκους της Αθήνας. Αν η πολύ πιο ανίσχυρη Αθήνα
του 480 είχε καταφέρει να ανταπεξέλθει στην εισβολή 250.000
Περσών που κατέφθαναν από ξηρά και θάλασσα, και άντεξε να
υπομείνει την πυρπόληση της Ακρόπολής της, ασφαλώς και θα
μπορούσε μισό αιώνα αργότερα, με πολύ μεγαλύτερα πλεονεκτήματα
και όντας στο απόγειο της δύναμής της, να επιβιώσει από την
προσωρινή απώλεια των γεωργικών της εκτάσεων από μια εχθρική
δύναμη που το μέγεθός της ανερχόταν στο ένα τέταρτο του μεγέθους
του παλαιού της εχθρού.43
Την ύστατη ώρα ακόμα και ο Αρχίδαμος φαίνεται ότι τελικά
αντιλήφθηκε το δίλημμα που προέκυπτε από την προσπάθεια να
πολεμήσεις σε ένα νέο είδος πολέμου με έναν παλαιό τρόπο.
Μάταια, τις παραμονές της εισβολής, προειδοποίησε τους
συμπολίτες του ότι οι Αθηναίοι «διαθέτουν πλούτο, δημόσιο κι
ιδιωτικό, και καράβια κι άλογα και άρματα», αλλά και συμμάχους,
χρηματικές εισροές από τους φόρους υποτελείας και έναν πολύ
μεγάλο πληθυσμό. Θα μπορούσαν να τους πολεμήσουν μόνο αν οι
Πελοποννήσιοι είχαν επαρκή «δύναμη ναυτική ή χρηματική». Η
ύπαιθρος της Αθήνας δεν ήταν μεγαλύτερη από εκείνη της Σπάρτης.
Όμως, η θεμελιώδης διαφορά βρισκόταν στο γεγονός ότι, αντίθετα
από την Πελοπόννησο, η Αθήνα είχε πολλούς τρόπους για να
ενισχύσει την εντυπωσιακή εγχώρια σοδειά της με τρόφιμα που
εισάγονταν από πολύ μακρινούς τόπους, όπως τα νησιά του Αιγαίου,
η Μικρά Ασία, η Μαύρη Θάλασσα και η Αίγυπτος.44
Η λογική της Αθήνας
Τα Μακρά Τείχη, που ανεγέρθηκαν μεταξύ 461 και 456, και
συνέδεαν την πόλη με τον Πειραιά, αποτελούσαν την πιο
επαναστατική εξέλιξη στην ιστορία της ελληνικής στρατηγικής. Τα
τείχη πρόσφεραν ασυλία από την παλαιό τακτική της καταστροφής
των αγροτικών καλλιεργειών, ώστε να εξωθηθεί ο αντίπαλος σε μια
εκ παρατάξεως μάχη ή στο να εξαναγκαστεί σε λιμοκτονία μέσω της
πυρπόλησης της σοδειάς των ώριμων καρπών. Με τα Μακρά Τείχη ο
Περικλής είχε επεκτείνει σε πολύ μεγάλο βαθμό το προγενέστερο
επίτευγμα του Θεμιστοκλή. Συνειδητοποίησε ότι, αν υπήρχε μια
καλά οχυρωμένη ζωτική αρτηρία που συνέδεε την πόλη με το λιμάνι,
θα ήταν εφικτό να εκκενωθεί μόνο η ύπαιθρος, και όχι η πόλη,
πριν από την επίθεση ενός ανώτερου εχθρού. Ήταν ίσως μια λαμπρή
και διαφορετική σύλληψη, η οποία, όμως, σε τελική ανάλυση ήταν
ανάλγητη και διχαστική, καθώς άφηνε στο έλεος του εχθρού τις
ιδιοκτησίες και τα μέσα διαβίωσης χιλιάδων πολιτών.
Η Αθήνα αντιλαμβανόταν ότι τα οχυρωματικά της έργα όχι μόνο
πρόσφεραν στην πόλη ένα μεγαλύτερο φάσμα αμυντικών επιλογών,
αλλά και ότι είχαν επίσης ως επακόλουθο την ενδυνάμωση της
δημοκρατικής πλειοψηφίας στο εσωτερικό της πόλης. Ως εκ τούτου,
άρχισε να προωθεί την ιδέα ανέγερσης Μακρών Τειχών και σε άλλες
ελληνικές πόλεις-κράτη, όπως το Άργος και η Πάτρα.45
Οι ολέθριες συνέπειες αυτής της πολιτικής δεν περιορίστηκαν
μόνο στους συντηρητικούς Αθηναίους γεωργούς που ζούσαν έξω από
τα τείχη. Η Σπάρτη και οι σύμμαχοί της άρχισαν να διαμαρτύρονται
ότι η ανέγερση τόσο ισχυρών οχυρωματικών έργων άλλαζε τις
στρατηγικές ισορροπίες σε όλη την Ελλάδα, καθώς πρόσφερε σε μια
πόλη-κρά- τος μια άδικη ασυλία από τις εκ παρατάξεως μάχες, και,
επομένως, αυτό δε θα έπρεπε να επιτραπεί. Δεν πρέπει, λοιπόν, να
μας εκπλήσσει το γεγονός ότι μίσθωσαν αυλητρίδες, όταν τα
κατεδάφισαν μετά το τέλος του πολέμου.46
Οι αθηναϊκές ασημένιες «γλαυκές» ήταν το τρέχον νόμισμα στο
Αιγαίο. Ήταν ασημένια νομίσματα ονομαστικής αξίας τεσσάρων
δραχμών (η αξία τους, με βάση τους σημερινούς μισθούς στην
Αμερική, υπερέβαινε τα 300 δολάρια), πάνω στα οποία ήταν
αποτυπωμένο το κεφάλι της Αθηνάς, και στην άλλη όψη η γλαυξ.
Όταν άρχισε ο πόλεμος, η Αθήνα αποθησαύριζε 600 τάλαντα από
τους ετήσιους φόρους υποτελείας, επιπλέον των περίπου 400
ταλάντων των εγχώριων εισοδημάτων που προέρχονταν από τα
ορυχεία, τη βιοτεχνική παραγωγή, τις υπερπόντιες εκμισθώσεις
και το εμπόριο. Το 431 υπήρχε ένα απόθεμα περίπου 6.000 ταλάντων
στην Ακρόπολη, όπου φυλασσόταν ο θησαυρός της Αθήνας. Αυτό το
αποθεματικό ισοδυναμούσε με 36 εκατομμύρια εργάσιμες ημέρες ή με
περισσότερες από 100 δραχμές κατά κεφαλήν εισόδημα για τους
300.000 κατοίκους της Αθήνας και της Αττικής, ένα ποσό που,
θεωρητικά, επαρκούσε για να ναυπηγηθούν 6.000 τριήρεις!47
Σε σύγκριση με τη σημερινή αγοραστική αξία, ο θησαυρός της
Αθήνας αναλογεί με το να έχει μια μεσαίου μεγέθους αμερικανική
πόλη με πληθυσμό περίπου 300.000 κατοίκους ένα απόθεμα 3
δισεκατομμυρίων δολαρίων σε ρευστό χρήμα. Από αυτή την άποψη, η
τραγωδία, η κωμωδία και ο Παρθενώνας δεν ήταν εκφράσεις μόνο
μιας γηγενούς ιδιοφυούς σκέψης, αλλά και η αντανάκλαση μια
τεράστιας συσσώρευσης πλούτου.
Ύστερα από την αναδίπλωση των Περσών το 479, η συμμαχία ανάμεσα
στις ελληνικές πόλεις-κράτη μεταμορφώθηκε σταδιακά, μέσα σε μισό
αιώνα, σε μια ηγεμονία της Αθήνας, με σχεδόν διακόσιες
πόλεις-κράτη να διοικούνται από εφτακόσιους τοποτηρητές. Χάρη
στις τριήρεις που είχε ναυπηγήσει τα τελευταία πενήντα χρόνια,
στους φόρους υποτελείας και στην ενσωμάτωση των υποτελών
πόλεων-κρατών, η Αθήνα ήταν τις παραμονές του πολέμου
ισχυρότερη από κάθε άλλη περίοδο της ιστορίας της. Για να
διατηρήσει αυτή την ηγεμονία, η Αθήνα πολεμούσε στα τρία
τέταρτα του 5ου αιώνα, μια αξιοσημείωτη επίδοση διαρκούς
στρατιωτικής κινητοποίησης, που δεν ξεπεράστηκε ούτε στη
νεότερη εποχή.48
Ο πληθυσμός της Αθήνας αυξανόταν 2% ετησίως στις δεκαετίες που
προηγήθηκαν του Πελοποννησιακού Πολέμου. Και η Αθήνα, αντίθετα
από τη Σπάρτη, έπλασε μια περισσότερο αφομοιωτική κοινωνία, για
την οποία οι επικριτές της έλεγαν ότι ήταν σχεδόν αδύνατο να
ξεχωρίσεις διά γυμνού οφθαλμού τους δούλους από τους μέτοικους
και τους πολίτες μέσα σε ένα τόσο εκτενές πολιτισμικό πλαίσιο -
σε αντίθεση με τις περισσότερο ουτοπικές προσπάθειες που έγιναν
στη Σπάρτη και απέβλεπαν στη δημιουργία μιας κοινωνίας αρετής
ανάμεσα σε λιγότερους πολίτες, που ο αριθμός τους θα παρέμενε
στατικός.49
Το αθηναϊκό πεζικό, που το αποτελούσαν σχεδόν 30.000 εν ενεργεία
και έφεδροι άντρες, ήταν στον πυρήνα του μια πολεμική μηχανή
εξίσου καλή με οποιονδήποτε άλλο ελληνικό στρατό, με εξαίρεση
το σπαρτιατικό και το βοιωτικό. Ωστόσο, παρόμοια με το βι-
κτοριανό βρετανικό στρατό που η συγκρότησή του δεν απέβλεπε στην
ένοπλη σύγκρουσή του με τις αυτοκρατορικές γερμανικές μεραρχίες
στα χαρακώματα της Ευρώπης, η αθηναϊκή φάλαγγα δεν είχε ως
σκοπό της να αντιπαρατίθεται με αντιπάλους όπως οι Σπαρτιάτες
οπλίτες. Ήταν όμως απόλυτα ικανή ως μια δύναμη που μεταφερόταν
με πλοία και κατέστελλε τις ανυπάκουες φόρου υποτελείς
συμμαχικές πόλεις. Επιπλέον, η αθηναϊκή ηγεμονία διέθετε
σημαντικές εφεδρείες σε ανθρώπινο δυναμικό, που βρίσκονταν
μακριά από την Αττική και ήταν ασφαλείς από τις χερσαίες
εισβολές των Σπαρτιατών - ο βασιλιάς Αρχίδαμος ανησυχούσε επειδή
«έχουν και ορίζουν άλλη γη πολλή», που ήταν έξω από την εμβέλεια
του στρατού του.°°
Είναι αλήθεια ότι οι πόλεις-κράτη της Πελοποννήσου μπορούσαν να
παρατάξουν ένα μεγάλο συμμαχικό στρατό, τον οποίο συγκροτούσαν
οι φάλαγγες οπλιτών πολλών αυτόνομων ελληνικών πόλεων- κρατών,
ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγονταν πόλεις με μεγάλη ισχύ, όπως
η Κόρινθος, η Ήλιδα και η Θήβα. Ωστόσο, οι Αθηναίοι είχαν δύο
σημαντικά πλεονεκτήματα στην περίπτωση ενός πολέμου ανάμεσα
στους δυο αντίπαλους συνασπισμούς. Πρώτον, οι φίλοι της Αθήνας
διαπνέονταν από μεγαλύτερο ιδεολογικό ζήλο. Η Αθήνα δεν ήταν
μόνο ο ηγέτης των δημοκρατικών υποτελών της στο Αιγαίο, αλλά
την υποστήριζαν και άλλοι Έλληνες, όπως οι Πλαταιείς στη
Βοιωτία, οι εκπατρισμένοι Μεσσήνιοι που ήταν διασκορπισμένοι σε
όλη την Ελλάδα και οι φιλέριδες Κερκυραίοι, που η Θήβα, η
Σπάρτη και η Κόρινθος αντίστοιχα τους εχθρεύονταν και για
άλλους λόγους, εκτός από το γεγονός ότι ήταν σύμμαχοι της
Αθήνας.
Δεύτερον, η Αθήνα ήταν μια πραγματικά ηγεμονική δύναμη και όχι,
όπως η Σπάρτη, το πρώτο τη τάξει κράτος σε μια «συμμαχία
προθύμων». Οι Αθηναίοι μπορούσαν, λοιπόν, να χαράζουν τη
στρατηγική τους με μονομερή τρόπο, κάτι που ήταν αδύνατο για
τους Πελοποννήσιους. Μια από τις ειρωνείες του πολέμου έγκειται
στο γεγονός ότι η ολιγαρχική Σπάρτη ήταν πολύ πιο δημοκρατική
στη συμπεριφορά της προς τα υπόλοιπα μέλη του συνασπισμού της
σε σύγκριση με τη στάση της δημοκρατικής Αθήνας απέναντι στους
υποτελείς και στους συμμάχους της.51
Την ύστατη ώρα πριν από την έναρξη του πολέμου, ο Περικλής
παρουσίασε στην Εκκλησία του Δήμου τις γενικές γραμμές μιας
συντηρητικής στρατηγικής. Ζήτησε την υιοθέτηση ενός σχεδίου που
θα επέτρεπε στους Αθηναίους «να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες» ή
«να επιβιώσουν», υπολογίζοντας στην αδυναμία του εχθρού να τους
προκαλέσει σημαντικές απώλειες παρασύροντάς τους σε μια εκ
παρατάξεως μάχη ή να τους υποχρεώσει να λιμοκτονήσουν. Για να
νικήσει, η Σπάρτη χρειαζόταν πράγματι στόλο. Παρά τις
μεγαλοστομίες για τη δημιουργία ενός μεγάλου στόλου 500 πλοίων,
χωρίς ξένα κεφάλαια και μακροχρόνια εκπαίδευση υπήρχαν
ελάχιστες πιθανότητες να ανταγωνιστεί το αθηναϊκό ναυτικό πριν
περάσει τουλάχιστον μια δεκαετία. Αντίθετα, αντιμέτωπη μετά
δυσβάσταχτα έξοδα για τη συγκρότηση ενός τεράστιου στρατού που
θα εισέβαλλε στην Αττική, η σπαρτιατική ολιγαρχική ελίτ σύντομα
θα αντιλαμβανόταν τη ματαιότητα του πολέμου. Αυτό το σχέδιο
εξάντλησης -ο εχθρός θα έφθειρε τις δυνάμεις του χωρίς να
καταφέρει να παραβιάσει τα Μακρά Τείχη της Αθήνας ή να διαλύσει
την ηγεμονία της- βασιζόταν στο χρόνο και στην υπομονή, που
σταδιακά θα επιτελούσαν το έργο τους.52
Αν η βραχυπρόθεσμη στρατηγική της Αθήνας δεν προέβλεπε τίποτα
για την αποτροπή του πολέμου, η λογική της θα μπορούσε
τουλάχιστον να οδηγήσει σε μια στασιμότητα, που προσδιοριζόταν
ως νίκη. Τα βασικά της σημεία ήταν τα εξής: 1) Η εκκένωση της
υπαίθρου από τον αγροτικό πληθυσμό και το στρατό, που θα
κατέφευγαν πίσω από τα τείχη για έναν περίπου μήνα κατά τη
διάρκεια των ετήσιων σπαρτιατικών εισβολών. 2) Η διατήρηση του
ηθικού σε υψηλά επίπεδα, ο περιορισμός των απωλειών και η
υπεράσπιση της υπαίθρου μέσω έφιππων περιπόλων, καθώς και με την
εγκατάσταση φυλακίων. 3) Η πραγματοποίηση ναυτικών περιπολιών
στο Αιγαίο, για να διασφαλιστεί ότι οι φόρου υποτελείς
πόλεις-κράτη θα κατέβαλλαν εγκαίρως τις εισφορές τους, αλλά και
για να προστατεύονται τα πλοία που μετέφεραν δημητριακά. 4) Η
πραγματοποίηση στρατιωτικών επιχειρήσεων από τριήρεις που θα
μετέφεραν αποβατικά αγήματα για να παρενοχλούν τα μετόπισθεν του
εκστρατευτικού σώματος των Πελοποννησίων, αλλά και για να
πολιορκούν τις φόρου υποτελείς πόλεις-κράτη που ενδεχομένως θα
στασίαζαν. 5) Η προσπάθεια εκμετάλλευσης των τυχαίων ευκαιριών
που θα παρουσιάζονταν είτε στα Μέγαρα είτε στη Βοιωτία, ώστε η
Σπάρτη να στερηθεί κάποιους από τους συμμάχους της είτε μέσω της
υποκίνησης δημοκρατικών στάσεων είτε μέσω της εισβολής σε
περιοχές όπου η Σπάρτη δε θα μπορούσε να στείλει με ευκολία το
στρατό της. 6) Η αποφυγή, με κάθε κόστος, των δαπανηρών μακρινών
εκστρατειών και των εκ παρατάξεως μαχών εναντίον της
σπαρτιατικής φάλαγγας.
Κάντε όλα αυτά, υπονόησε ο Περικλής, και το μήνυμα της πόλης
για την ισότητα των Ελλήνων και την ευημερία σε ένα Αιγαίο υπό
την αθηναϊκή ηγεσία θα βρει μεγαλύτερη απήχηση. Αν κάποιος ήταν
φτωχός, ίσως να προτιμούσε να είναι υπήκοος της δημοκρατικής
αθηναϊκής ηγεμονίας παρά ένας πολίτης χωρίς δικαίωμα ψήφου σε
μια αυτόνομη αγροτική πόλη-κράτος με ολιγαρχικό πολίτευμα. Το
ζητούμενο ήταν να υποστηρίξουν αυτό το ιδεώδες με πράξεις,
καθώς το τι ήθελαν να κάνουν οι πόλεις-κράτη και το τι
μπορούσαν να κάνουν ήταν δυο εντελώς διαφορετικά ζητήματα, και
σχεδόν πάντα αυτό που έκαναν εξαρτιόταν από το αν, στη δεδομένη
χρονική συγκυρία, βρισκόταν πιο κοντά στην εκάστοτε πόλη- κράτος
μια σπαρτιατική φάλαγγα οπλιτών ή μια αθηναϊκή τριήρης·53
Η βεβαιότητα του Περικλή ήταν τόσο μεγάλη, ώστε, όπως φαίνεται,
διέβλεπε ότι ο πόλεμος δε θα κρατούσε περισσότερο από τρεις ή
τέσσερις εκστρατευτικές περιόδους. Τότε πια, η Σπάρτη,
βλέποντας τις ελπίδες της να διαψεύδονται στην Αττική και
εξοργισμένη από τις επιδρομές στις ιερές παράκτιες πεδιάδες της,
θα εκλιπαρούσε για την υπογραφή μιας συνθήκης ειρήνης. Ίσως
ένας νέος πόλεμος φθοράς -όπως ήταν ο αποκαλούμενος Πρώτος
Πελοποννησιακός Πόλεμος που διήρκεσε 15 έτη (461-446)- θα
οδηγούσε σε ένα νέο αδιέξοδο, που παρόμοια θα επέτρεπε μια νέα
ανεμπόδιστη αύξηση της αθηναϊκής ισχύος.5·1
Η εξιστόρηση του πολέμου
Πώς, λοιπόν, πρέπει κάποιος να αφηγηθεί μια τόσο περίπλοκη
ιστορία; Ο Θουκυδίδης, που ήταν σύγχρονος των γεγονότων και
προσπάθησε να μας παρουσιάσει το στρατιωτικό και πολιτικό
πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξήχθη ο πόλεμος, επέλεξε να διηγηθεί
τα συμβάντα σύμφωνα με την αποκαλούμενη χρονογραφική παράδοση.
Κατέγραψε τα γεγονότα όπως συνέβαιναν κάθε έτος από το 431 έως
το 411, οπότε η ανολοκλήρωτη Ιστορία του
τελειώνει σχεδόν στο μέσο μιας πρότασης. Η περιγραφή των
τελευταίων εφτάμιση ετών του πολέμου συνεχίζεται από τον διάδοχό
του Ξενοφώντα, μέχρι το τέλος των εχθροπραξιών το 404/3.
Ο Θουκυδίδης είναι ένας εξαίρετος αφηγητής. Παρ’ όλα αυτά, δεν
είναι εύκολο να παρακολουθήσει κάποιος το κείμενό του. Ούτε, με
εξαίρεση τις δημηγορίες, είναι πάντα γλαφυρός. Οι καλύτερες
στιγμές του είναι οι παραστατικές περιγραφές αντιπροσωπευτικών
στιγμών φρίκης: η δοκιμασία στην Κέρκυρα, η πολιορκία των
Πλαταιών, η μάχη της Μαντίνειας, η σφαγή στη Μυκαλησσό. Οι
περισσότεροι από τους χαρισματικούς νεότερους ιστορικούς του
Πελοποννησιακού Πολέμου, όπως ο Μπέλοχ, ο Μπένγκστον, ο Μπίσολτ,
ο Γκρότε, ο Κέιγκαν, ακολούθησαν το παράδειγμα του Θουκυδίδη και
περιγράφουν τον πόλεμο βάσει των εκστρατευτικών περιόδων.
Αφηγούνται τα γεγονότα του Πελοποννησιακού Πολέμου με την ίδια
χρονολογική σειρά με την οποία τα είχε περιγράφει ο μεγάλος
ιστορικός. Πρόκειται για την πιο λογική μέθοδο σε ένα
παραδοσιακό ιστορικό έργο, όμως παρουσιάζει αρκετά προβλήματα
επειδή στον Πελοποννησιακό Πόλεμο δεν αναμετρήθηκαν μόνο η Αθήνα
και η Σπάρτη, αλλά και ένα σύνολο άλλων δυνάμεων -η Κόρινθος, η
Θήβα, το Άργος, οι Συρακούσες, η Περσία-, που σε μερικές
περιπτώσεις πραγματοποιούσαν μόνες τους στρατιωτικές
επιχειρήσεις, χωρίς τον παραμικρό συντονισμό με κάποιον από τους
δύο κύριους εμπολέμους.
Αλλά ακόμα και σε αυτή τη μάλλον διευθετημένη ετήσια παρουσίαση
των γεγονότων, ο ίδιος ο Θουκυδίδης μερικές φορές παλινδρομεί
από τις μάχες και τις ναυμαχίες στην ηπειρωτική Ελλάδα και στο
Αιγαίο σε εκείνες που διεξάγονταν στη Σικελία και στη Μικρά
Ασία, αναφερόμενος σε μια πρόταση σε κάποια εκστρατεία των
Αργείων και αφιερώνοντας μια παράγραφο στον εμφύλιο πόλεμο στη
Σικελία. Σπάνια προβαίνει σε τακτικούς ή στρατηγικούς
συσχετισμούς ανάμεσα σε σχεδόν ταυτόχρονες στρατιωτικές
επιχειρήσεις. Αυτό δεν οφείλεται στο ότι δεν έχει επίγνωση της
κεντρικής πλοκής του πολέμου, αλλά μάλλον επειδή πολύ συχνά αυτή
δεν υπήρχε: οι Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι, οι Σικελοί, οι Αργείοι,
οι Κορίνθιοι και οι υπόλοιποι συγκρούονταν σε μια σειρά από
ασύνδετες μεταξύ τους και συγκεχυμένες μάχες, και στη συνέχεια
σταματούσαν να πολεμούν για μήνες, ακόμα και για χρόνια.
Αντίπαλες πόλεις-κράτη σε τοπικό επίπεδο, όπως, για παράδειγμα,
το Άργος και η Επίδαυρος, συγκρούονταν αιφνίδια για
διαμφισβητούμενους βοσκότοπους, και συχνά θεωρούσαν ότι αυτές
οι σύντομες και περιορισμένες συρράξεις αποτελούσαν τμήμα της
ευρύτερης ιδεολογικής και εξελισσόμενης σύρραξης.
Υπάρχουν όμως και άλλα προβλήματα σε μια χρονολογική παρουσίαση
των γεγονότων. Πράγματι, οι σύγχρονοι του Θουκυδίδη δεν ήταν
βέβαιοι, όπως προφανώς ήταν αυτός, ότι όντως υπήρξε ένας
διακριτός και συνεχής «Πελοποννησιακός Πόλεμος», που ξεκίνησε
το 431 και τέλειωσε με την ήττα της Αθήνας το 404. Μερικοί
Έλληνες θεωρούσαν ότι ο πόλεμος ξεκίνησε το 433, με τη
σύγκρουση ανάμεσα στην Κόρινθο και στην Κέρκυρα ή το Μάρτιο του
431, με την επίθεση των Θηβαίων εναντίον των Πλαταιών, και όχι
το Μάιο του 431, όταν οι Σπαρτιάτες οπλίτες έφτασαν στην Αττική.
Κάποιοι ιστορικοί της αρχαιότητας, όπως ο Θεόπομπος και ο
Κράτιππος, αμφέβαλλαν για το αν ο πόλεμος τέλειωσε το 404, με
την καταστροφή των Μακρών Τειχών από τον Λύσανδρο. Αντίθετα,
σύμφωνα με την άποψή τους, ο πόλεμος δεν είχε σταματήσει μέχρι
την ήττα του σπαρτιατικού στόλου από την Αθήνα στην Κνίδο (394),
όταν επιτέλους οι δυο εμπόλεμοι παραμέρισαν την αντιζηλία τους
που διαρκούσε πάνω από έναν αιώνα. Σε κάθε περίπτωση, το βιβλίο
τούτο εκθέτει μια σύντομη και συνοπτική παρουσίαση του πολέμου.
Παρουσιάζει μια γενικά αποδεκτή σκιαγράφηση των γεγονότων,
τοποθετώντας σε ένα πολιτικό και στρατηγικό πλαίσιο την
περιγραφή των πολεμικών εμπειριών που έπονται.55
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.
Για μια κριτική εναντίον των νεοσυντηρητικών και την
εσκεμμένη
χρησιμοποίηση του Θουκυδίδη για να ενισχύσουν με επιχειρήματα
την προσπάθειά τους να οδηγήσουν την Αμερική σε
έναν
πόλεμο με τρόπους ανάλογους της επεκτατικής πολιτικής του
Περικλή, βλ. το άρθρο του
Gary North,
«It
Usually Begins with Thucydides»
(http:www.lewrockwell.
com/north/197.html)
και την κριτική από μια διαφορετική οπτική γωνία του
D.
Mendelsohn,
«Theatres
of War:
Why the Battles Over Ancient Athens Still Rage»
(New
Yorker,
12 Ιανουάριου 2004). Πρβλ.
L. Miller, «My Favorite War» (New
York Times Book Reviexti, 21
Μαρτίου
2004.
Για την αναφορά στον Κλεμανσό και στον Βενιζέλο, βλ.
Lebow
και
Strauss,
Hegemonic Rivalry,
σ. 2-19.
2.
Ο Ισοκράτης, Περί Ειρήνης,
4.88, οικτίρει την απώλεια των διακεκριμένων Αθηναίων κατά την
τριακονταετή διάρκεια του πολέμου, δηλαδή των αριστοκρατών
που θα ήταν πολύ καλύτερο να είχαν χρησιμοποιήσει τα χαρίσματά
τους εναντίον του κοινού εχθρού όλων των Ελλήνων, της
αυτοκρατορικής Περσίας. Το επιχείρημα του Ισοκράτη είναι
παρόμοιο με εκείνο όσων σήμερα οικτίρουν τον Α' Παγκόσμιο
πόλεμο, θεωρώντας τον ως μια τραγική ευρωπαϊκή αυτοχειρία, που
κατέστρεψε
την αυτοκρατορική εκπολιτιστική αποστολή της Βρετανίας. Βλ.
Ν.
Ferguson, The Pity of War
(Νέα
Υόρκη),
2000,
σ.
457-62.
3.
1.22.4. Αυτός ο τολμηρός ισχυρισμός είναι ίσως η πιο διάσημη
φράση
σε όλη την
Ιστορία
του Θουκυδίδη - ένας εντυπωσιακός ισχυρισμός με τον οποίο δηλώνει
την αυτοπεποίθησή του ότι οι απόψεις του ως ιστορικού θα έχουν,
για τις επόμενες γενιές, μεγαλύτερη σημασία από το ίδιο το θέμα
που πραγματεύεται. Σήμερα, 2.500 χρόνια από τότε που ο
Θουκυδίδης έγραψε την Ιστορία
του, πωλούνται στην Αμερική κάθε έτος περίπου 50.000 αντίτυπα
των αγγλικών μεταφράσεων του έργου του.
4.
Βλ. τα σχόλια για τον Περικλή (2.65), τον Βρασίδα (4.81.2), την
ολιγαρχική επανάσταση του 411 (8.97.2) και τον Αντιφώντα
(8.68.1-2). Αυτοί που φαίνεται ότι είχαν κυρίως εντυπωσιάσει τον
Θουκυδίδη -
ο Περικλής, ο Νικίας και ο Αντιφώντας
- είχαν αριστοκρατική καταγωγή και αντιμετώπιζαν με δυσπιστία
τη συλλογική σοφία των απλών ανθρώπων, όπως αυτή εκδηλωνόταν
στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου.
5.
4.65.3-4. Για τη σύγκριση της Αθήνας με την Αμερική, βλ.
Sabin, «Athens»,
σ. 237-28.
6.
Ξενοφώντας, Ελληνικά,
2.2.23. Το ζήτημα του πόσο δημοφιλής ήταν η
Αθήνα στις υπόλοιπες πόλεις-κράτη είναι πολύπλοκο, καθώς θα
πρέπει να ληφθούν υπόψη τόσο οι αντίθετες απόψεις των
φτωχών
και των ευπόρων
μέσα σε κάθε πόλη-κράτος, όσο και η γεωγραφική εγγύτητα της κάθε
πόλης-κράτους με την Αθήνα ή τη Σπάρτη. Δε θα ήταν ιδιαίτερα
κυνική η υπόθεση ότι, αν οι Αθηναίοι είχαν επικρατήσει στον
πόλεμο, οι ίδιοι Έλληνες που πανηγύριζαν όταν κατεδαφίζονταν τα
Μακρά Τείχη θα ήταν
εξίσου
ικανοποιημένοι με μια ήττα των Σπαρτιατών - όπως, πράγματι,
συνέβη όταν ο Πανελλήνιος στρατός του Επαμεινώνδα εισέβαλε στην
Πελοπόννησο τριάντα χρόνια αργότερα και κατέστρεψε την ηγεμονία
της Σπάρτης. Στο
G.
Ε. Μ.
de Ste.
Croix,
Origins,
σ. 42-44, υπάρχει μια από τις πιο γνωστές αναλύσεις σχετικά με
τις λαϊκές αντιλήψεις που υπήρχαν για την Αθήνα.
7.
2.8.4-5. Η καλοπροαίρετη στάση των Ελλήνων προς τους Σπαρτιάτες
αναπτύχθηκε μόνο όταν αυτοί άρχισαν να
αποσύρονται
από τη συμμαχία τους με την Αθήνα μετά την ελληνική νίκη στους
Περσικούς Πολέμους. Όσο λιγότερο οι υπόλοιποι Έλληνες έβλεπαν
τους Σπαρτιάτες, τόσο περισσότερο τους συμπαθούσαν. Πράγματι,
σε μια περίπτωση, οι Ίωνες και άλλοι Έλληνες «είχαν ικετεύσει»
τους Αθηναίους να αναλάβουν έναν ηγεμονικό ρόλο, ώστε να
περιορίσουν τη σπαρτιατική παρουσία έξω από τη Λακωνία. Πρβλ.
1.95.1-2.
8.
Βλ. τα παράπονα των Αθηναίων απεσταλμένων στη Σπάρτη (1.76.4),
οι
οποίοι υπενθυμίζουν στους αντιπάλους τους ότι «το μέτρο
μας αυτό [με το οποίο ασκούμε την εξουσία μας] προκάλεσε. άδικα,
για μας, πολύ περισσότερες επικρίσεις
παρά επαίνους». Ο Αθηναίος δημαγωγός Κλέωνας επανήλθε στο ίδιο
θέμα σε μια δημόσια συζήτηση για τους ομήρους στη Μυτιλήνη
(3.37), όταν διατύπωσε το παράδοξα νεωτερικό επιχείρημα ότι οι
φιλελεύθεροι Αθηναίοι δεν είχαν τα κατάλληλα μέσα για να
ανταποκριθούν
στις
σκληρές
απαιτήσεις μιας ηγεμονίας. Καθώς ζούσαν σε ένα
πλαίσιο
εσωτερικής ευμάρειας και ασφάλειας,
υπέθεταν
λανθασμένα
ότι ο κόσμος λειτουργούσε με
βάση
τις ίδιες
αρχές.
9.
Η διάσημη φράση -
«συφορές στη διάρκειά του έφερε στην Ελλάδα τέτοιες, που όμοιες
τους δεν είχε γνωρίσει σε ίσο χρονικό διάστημα»
- βρίσκεται στο 1.23.1. Πρβλ. 1.1.1.
10.
Παρόλο που οι Έλληνες είχαν πάντα επίγνωση των διαφορών ανάμεσα
στη «στάση» και στον «πόλεμο», ήταν ακριβώς ο εφιάλτης του
Πελοποννησιακού
Πολέμου που οδήγησε φιλοσόφους, όπως τον Πλάτωνα, και ρήτορες,
όπως τον Ισοκράτη, να διαχωρίσουν τα δυο φαινόμενα: οι πόλεμοι
εναντίον ξένων λαών, όπως οι Πέρσες, ήταν μερικές φορές ορθοί,
ενώ η εσωτερική «στάσις» ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις-κράτη
ήταν πάντα κάτι το κακό. Βλ. Πλάτωνας,
Πολιτεία,
470Β και την εκτενή εξέταση αυτού του ζητήματος στο
Price,
Thucydides and the Internal War,
a.
68-73. Τον 4o
αιώνα η παλιότερη σύγκρουση με τους Πέρσες θεωρούνταν ένας
«καλός πόλεμος», ενώ ο πρόσφατος Πελοποννησιακός Πόλεμος ένας
«κακός πόλεμος» - παρόμοια, με τη σημερινή αντιμετώπιση
του Β' Παγκόσμιου πολέμου και του πολέμου του Βιετνάμ ως ενός
«ηθικού» και ενός «ανήθικου» πολέμου αντίστοιχα.
11.
1.1.2. Η έννοια της «αναταραχής» παρουσιάζει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον, καθώς υπονοεί τον κοινωνικό αναβρασμό, την
τρομοκρατία, τις επαναστάσεις, το λοιμό και μια
σειρά
άλλες καταστροφές που προκάλεσαν πολύ περισσότερους θανάτους από
τις συνήθεις στρατιωτικές απώλειες που προκαλούνταν στις μάχες
ενός συμβατικού πολέμου. Ο Θουκυδίδης δεν ήταν ένας
θρησκευόμενος άνθρωπος, αλλά το γεγονός ότι
συμπεριλαμβάνει
τους σεισμούς, το λοιμό και τα παλιρροιακά κύματα στην ευρύτερη
αναστάτωση που προκλήθηκε στα χρόνια του πολέμου προσδίδει ε:να
δραματικό ύφος στην αφήγησή του για αυτόν τον Αρμαγεδδώνα
που
προκάλεσαν
μόνοι τους οι Έλληνες. Είχε επίγνωση ότι, σε καιρό πολέμου, οι
άνθρωποι συσχετίζουν, εν μέρει, τις διάφορες φυσικές καταστροφές
με τη διεξαγόμενη ανθρώπινη σύγκρουση.
12.
Η Αττική, οι σύμμαχοί της στην ηπειρωτική Ελλάδα και οι φόρου
υποτελείς πόλεις-κράτη στο Αιγαίο αριθμούσαν
ένα
εκατομμύριο κατοίκους. Για τους αριθμούς των απωλειών σε.
μερικούς νεότερους πολέμους, βλ.
Keegan,
Warfare,
ο. 359-61.
13.
1.23.6, 1.86.5, 1.88, 1.118.2. Επισημαίνουμε την έμφαση στις
αντιλήψεις περί ισχύος παρά σε προσεχτικά
διατυπωμένα
και πραγματικά παράπονα, καθώς επίσης και στο γεγονός ότι η
αίσθηση που είχαν για την τιμή και τη γεωπολιτική θέση τους
διαδραμάτισε ένα σημαντικό ρόλο
στην
εντύπωση των Σπαρτιατών ότι η παρακμή τους θα ήταν αναπόφευκτη.
Η ύπαρξη υποτιθέμενων, παρά πραγματικών, αιτιάσεων είναι ίσως
μεγαλύτερη σε μια απομονωμένη, διαπνεόμενη από τοπικιστικό
πνεύμα και παραδοσιακή κοινωνία, στην οποία οι απόψεις των
ηλικιωμένων που αποτελούν την κυρίαρχη ελίτ σπάνια
αμφισβητούνται, και η οποία δεν έρχεται σε επαφή με νέες ιδέες
που κυοφορούνται εκτός των συνόρων της.
14.
Για τους φόβους και των δυο αντιπάλων, βλ. 1.44 και 1.118. Για
τις διαστάσεις της αθηναϊκής ισχύος, βλ. 1.80.3. Για τα
πλεονεκτήματα της ηγεμονίας, βλ. [Ξενοφώντας],
Αθηναίων Πολιτεία,
2.12. Για μια διεξοδική πραγμάτευση του άγχους των Σπαρτιατών,
βλ.
Cawkwell,
Thucydides,
σ. 26-39. Ο δημοφιλής χαρακτήρας της δεν ήταν η μοναδική
παράμετρος στην οποία οφείλεται η σταθερότητα της αθηναϊκής
ηγεμονίας:
στις
περισσότερες ελληνικές πόλεις-κράτη του 5ου αιώνα οι φτωχοί
μπορούσαν να υπολογίζουν στην παρουσία των αθηναϊκών τριήρεων
στα λιμάνια των πόλεων
τους περισσότερο από όσο οι πλούσιοι μπορούσαν να αναμένουν μια
φάλαγγα Πελοποννησίων οπλιτών να βαδίσει προς τις πύλες της
πόλης τους. Για την άποψη ότι οι Σπαρτιάτες ήταν επιπόλαια
βάναυσοι και σκληροί, βλ., για παράδειγμα, 4.80.4-5 και 4.81.3
(όπου ο Βρασίδας παρουσιάζεται ως ένας διαφορετικού είδους
Σπαρτιάτης).Για τους Δωριείς που πολέμησαν υπέρ των Αθηναίων
Ιώνων, βλ. 7.57.
15.
3.61.2. Όπως η
παγκοσμιοποίηση
χαρακτηρίζεται από τη διάδοση της αγγλικής και αμερικανικής
λαϊκής κουλτούρας και του δολαρίου των ΗΠΑ,
έτσι
και ο «αττικισμός» σημαδεύτηκε από τη διείσδυση στο Αιγαίο του
αθηναϊκού νομίσματος και της αττικής
διαλέκτου,
αλλά και με την παρουσία των ηγεμονικών
τριήρεων,
καθώς και με την επαφή με την αθηναϊκή τραγωδία και κωμωδία.
16.
Ξενοφώντας,
Αθηναίων Πολιτεία,
3.10-13. Ο ανώνυμος
συγγραφέας
αυτής της πραγματείας για την αθηναϊκή κοινωνία επιδοκιμάζει, εν
μέρει
ειρωνικά, τη λογική της αθηναϊκής δημοκρατίας παρά τις
ολιγαρχικές
του προκαταλήψεις,
ενδεχομένως
με τον ίδιο τρόπο που ένας αριστοκράτης θα άφηνε να διαφανεί η
φρίκη του για τα μουσικά είδη
Wall-
Mart
και
Rap,
αλλά τουλάχιστον θα μπορούσε να συγκατανεύσει ότι αυτού του
είδους οι
λαϊκές
προτιμήσεις ικανοποιούν τις
υλικές
και
ψυχαγωγικές
ανάγκες των μαζών πολύ καλύτερα από όσο οι
μικρές
οικογενειακές επιχειρήσεις, τα μουσεία και η όπερα.
17.
Για τις εγγενείς
πολιτικές
διαφορές
ανάμεσα στη Σπάρτη και στην Αθήνα που οδήγησαν στον πόλεμο, βλ.
3.39.6, 3.47 και 3.82.1. Οι Κορίνθιοι
κατέκριναν
τους Σπαρτιάτες για την ανικανότητά τους να αντιπαρατεθούν στο
ανήσυχο πνεύμα της Αθήνας και
κατέληξαν
με το διάσημο εγκώμιο για τους Αθηναίους ότι «είναι
γεννημένοι
κι οι ίδιοι να μην ησυχάζουν και τους άλλους να μην αφήνουν
ήσυχους». Πρβλ. 1.70.9, 1.7677 και 4.55.2. Για μια ανασκόπηση
των τεκμηρίων από την αρχαιότητα σχετικά με τους φόβους της
Σπάρτης και την επιθυμία της Αθήνας να αποκτήσει την
πρωτοκαθεδρία, βλ.
de Ste.
Croix, Origins,
σ.
64-67.
18.
2.64.3. Μια σημερινή αντήχηση για την αθηναϊκή επικυριαρχία μετά
τους Περσικούς
πολέμους
είναι αυτό που ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Ιμπέρ
Βεντρίν ονόμασε
I’hyperpuissance
americaine
(η αμερικανική υπερδύναμη) - δηλαδή, η συντριπτική επιρροή των
ΗΠΑ, που αναδύθηκε στη μεταψυχροπολεμική εποχή ύστερα από
την πτώση
του Τείχους του Βερολίνου και το
τέλος
της διπολικού κόσμου. Το 431 οι Περσικοί Πόλεμοι ήταν μια
μακρινή ανάμνηση για τους
Έλληνες,
με
συνέπεια
η πρώην συμμαχία εναντίον της κοινής απειλής να μην μπορεί να
υπερισχύσει των υποτυπωδών ειρηνικών σχέσεων - η Αθήνα ήταν
πολύ ισχυρή και ο παλαιός εχθρός είχε, φαινομενικά, σταματήσει
να αποτελεί μια απειλή.
19.
Τα αιτήματα των Σπαρτιατών παρατίθενται στο 1.139.1-4. Για τη
ριζική μεταμόρφωση της Αθήνας από αγροτική πόλη σε μια πλούσια,
αστική και ηγεμονική δύναμη, βλ.
Hanson,
Other Greeks,
σ. 351-396. Οι αντιδραστικοί επιθυμούσαν την επαναφορά της
νομοθεσίας του Σάλωνα, την επιστροφή στον προηγούμενο αιώνα,
όταν η Αθήνα δεν ήταν ηγεμονική και το πολίτευμα ευνοούσε τους
κατόχους ιδιοκτησίας.
20.
7.18.2. Πρβλ. 1.33.3, 1.76.2, 1.102.2-3 και 5.20. Ανεξάρτητα από
τις αιτιάσεις του κάθε μέρους, τελικά ήταν οι Σπαρτιάτες, και
όχι οι Αθηναίοι, αυτοί που πρώτοι παραβίασαν τα σύνορα του
αντιπάλου.
21.
Βλ.
Kagan,
Origins of War,
σ. 8-9 και 567-73, όπου υπάρχει η καλύτερη ανάλυση για αυτά τα
αρχέγονα αισθήματα και το ρόλο που διαδραμάτισαν στην ερμηνεία
την οποία δίνει ο Θουκυδίδης για την έναρξη του πολέμου.
22.
1.86-87. Επισημαίνουμε ότι παρά τις υπόλοιπες αιτιάσεις εναντίον
της Αθήνας που παρέθεσαν οι εχθροί της, η συζήτηση στη
σπαρτιατική συνέλευση πριν από την ψηφοφορία περιστράφηκε γύρο)
από τα ζητήματα της «τιμής» της Σπάρτης και του φόβου για την
«ισχύ» της Αθήνας.
23.
Herman. Idea of Decline,
ο.
14-19.
Την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, συγγραφείς, όπως ο
Πετρώνιος, ο Σουητώνιος, ο Τάκιτος και ο Ιουβενάλης, θεωρούσαν
ότι η κοινωνική «παρακμή» ή η φυσική «γήρανση» ενός κράτους
απέρρεαν από την πολυτέλεια, την αεργία και τη γενική ευημερία,
και δεν ήταν αποτέλεσμα των επιθέσεων
των δασύτριχων βαρβάρων, των λοιμών, της σιτοδείας ή το)ν
εισβολών.
24.
1.123. Ο ισχυρισμός των Κορίνθιων εμπεριέχει ένα μεγάλο βαθμό
ειρωνείας, καθώς οι
Έλληνες
που ζούσαν με τη μεγαλύτερη πολυτέλεια πριν από την έναρξη του
πολέμου ήταν οι ίδιοι οι Κορίνθιοι, ενώ οι πιο σκληροτράχηλοι
εξακολουθούσαν να είναι οι Σπαρτιάτες.
25.
Για το στρατιωτικό μητρώο του Σωκράτη σε αυτές τις μάχες, βλ.
Πλάτωνας,
Συμπόσιο,
220Ε και 22IA-B,
Λάχης,
181Β και
Απολογία Σωκράτους,
28Ε. Η αντίθεσή του στη
Σικελική Εκστρατεία παρατίθεται στο Πλουτάρχου,
Βίοι Παράλληλοι,
«Νικίας», 13.7. Σύμφωνα με τις πηγές, φαίνεται ότι ο Σωκράτης
συμμετείχε σε τρεις μάχες και πολιορκίες, όταν είχε περάσει την
ηλικία των σαράντα ετών. Όμως, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι
υπηρέτησε στον αθηναϊκό στρατό μετά το 421 και πρέπει να
υποθέσουμε ότι τις δυο τελευταίες δεκαετίες του πολέμου, όταν
ήταν πια πενήντα και εξήντα ετών αντίστοιχα, ανήκε στην
εθνοφυλακή μαζί με τους ηλικιωμένους πολίτες και τους
μέτοικους.
26.
Πλάτωνας,
Πρωταγόρας,
359Ε. Υπάρχουν ελάχιστες ειρηνόφιλες αναφορές στους διαλόγους
του Πλάτωνα, ενώ
αντίθετα
ο πόλεμος θεωρείται ως ε:να τραγικό, αλλά,
εντούτοις, φυσικό γεγονός. Η κριτική του Πλάτωνα για τον πόλεμο
αυτόν καθαυτόν
είναι μάλλον πραγματιστική παρά ηθική, ενώ) αντίθετα
επικεντρώνεται
σε συγκεκριμένα είδη μάχης, όπου Έλληνες
σκοτώνονται
από Έλληνες ή καλοί οπλίτες εξοντώνονται από κοινωνικά
υποδεέστερους τους σε ελάχιστα
ηρωικές
αψιμαχίες ή σε ναυμαχίες.
27.
Πρβλ. 1.44.2 και 1.144.3. Συχνά, αλλά και ορθά, ο Περικλής
συγκρίνεται
με τον Τσόρτσιλ, με την
έννοια
ότι και οι δυο αυτοί ηλικιωμένοι αριστοκράτες
ιμπεριαλιστές
είχαν δει, στο τέλος της πολιτικής τους σταδιοδρομίας, πάρα
πολλά ώστε να έχουν την παραμικρή ψευδαίσθηση ότι η προσπάθεια
κατευνασμού ενός κράτους-στρατοπέδου και του αντιδημοκρατικού
συνασπισμού που είχε συγκροτήσει θα μπορούσε να εξασφαλίσει την
ειρήνη.
28.
1.122.1. Αφού αρχικά οι Κορίνθιοι επέκριναν τους Σπαρτιάτες για
την αναχρονιστική εξωτερική πολιτική τους, στη
συνέχεια υποστήριξαν την αναγκαιότητα μιας
άμεσης
εισβολής στην Αττική - μια συμβουλή που απέρρεε από την πιο
οπισθοδρομική από όλες τις εν δυνάμει στρατηγικές, δηλαδή τη
δήωση
της γης με την ελπίδα ότι με αυτό τον τρόπο θα
προκαλούσαν
μια μάχη ανάμεσα
σε φάλαγγες οπλιτών.
Το 446 οι Σπαρτιάτες υπαναχώρησαν από την αρχική τους
απόφαση
και δεν εισβάλανε στην Αττική. Το 431. όμως, ήταν βέβαιοι ότι
τίποτα δεν μπορούσε να τους εμποδίσει να
εισβάλουν
στο έδαφος της Αττικής, καθώς αυτή τους η
πρωτοβουλία
είτε θα επέσπευδε τη μάχη είτε θα έβλαπτε σημαντικά τους
Αθηναίους. Θεώρησαν, λοιπόν, λανθασμένα ότι η επιτυχής τακτική
τους να καταλάβουν την Αττική εξομοιωνόταν με τη σχεδόν
ανέφικτη στρατηγική τους να μετατρέψουν αυτή τη
στρατιωτική
κυριαρχία τους στην Αττική οε μακροπρόθεσμο πλεονέκτημα.
29.
Υπάρχει ένας ολόκληρος υποτομέας της ελληνικής απορίας που
ασχολείται με τους λόγους που προκάλεσαν τον
Πελοποννησιακό
Πόλεμο, αλλά και για το ποιο από τα δυο μέρη ευθυνόταν για την
παραβίαση της ειρήνης. Για τα
καταδικαστικά
σε
βάρος της Αθήνας επιχειρήματα, βλ. Ε.
Badian.
Platnea,
σ. 125-62. Για τις θέσεις των Αθηναίων βλ. τη διάσημη απολογία
του
G.E.M.
de Ste.
Croix,
που συνοψίζεται στο έργο του
Origins,
ο. 290-92. Ο
Kagan,
στο
Outbreak,
σ. 345-74, εξετάζει αντικειμενικά και εκτεταμένα τις
αντιφατικές απόψεις των ακαδημαϊκών του τελευταίου αιώνα.
Ωστόσο, αμφισβητεί την αιτιοκρατική άποψη του Θουκυδίδη ότι ο
πόλεμος ήταν αναπόφευκτος, δεδομένου του φόβου των Σπαρτιατών
για τη συνεχή αύξηση της αθηναϊκής ισχύος.
30.
1.68.4. Δεν υπάρχει σχεδόν καμία παραδοχή εκ μέρους των
Πελοποννησίων
ότι η γρήγορη ανάπτυξη του αθηναϊκού στόλου στις δεκαετίες πριν
από τον πόλεμο απαιτούσε αντίμετρα, ώστε να αντιπαρατάσσουν
μια τριήρη για κάθε αθηναϊκή τριήρη. Η απόφαση της Αθήνας να
κατασκευάσει 300 πολεμικά πλοία δεν προκάλεσε μια κούρσα
εξοπλισμών παρόμοια με το διάσημο αγγλο-γερμανικό ανταγωνισμό
για τα θωρηκτά τύπου ντρέντνοτ
που, στις αρχές του 1900, λίγο έλειψε να οδηγήσει στη χρεοκοπία
τις δυο αυτοκρατορίες. Σύμφωνα με τις πηγές,
φαίνεται
ότι οι Πελοποννήσιοι διαπίστωσαν καθυστερημένα λίγο πριν από την
έναρξη της σύρραξης ότι, σε αυτό το νέο πόλεμο, τα πολεμικά
πλοία θα διαδραμάτιζαν έναν καθοριστικό ρόλο - και ότι οι ίδιοι
είχαν ελάχιστα.
31.2.8.1. Η αποτίμηση του Θουκυδίδη για την απειρία των νεότερων
γενιών
ίσχυε
σε μεγάλο βαθμό για τη Σπάρτη. Στην πραγματικότητα όμως, οι
Αθηναίοι πολεμούσαν διαρκώς σε όλο το πρώτο
μισό
του 5ου αιώνα. Για παράδειγμα, στις δυο δεκαετίες πριν από την
έναρξη του πολέμου, η Αθήνα είχε εκστρατεύσει στη Βοιωτία (447),
είχε καταστείλει εξεγέρσεις στην Εύβοια και στα Μέγαρα (446),
και είχε πολιορκήσει τη Σάμο και το Βυζάντιο (440). Η ιδέα ότι
οι νέοι ορμούν απερίσκεπτα στον πόλεμο χωρίς να έχουν εμπειρίες
για τη φρίκη του είναι από τα κεντρικά θέματα στην
Ιστορία του
Θουκυδίδη και εξηγεί, εν μέρει, γιατί το 416 μια άπειρη νεότερη
γενιά στράφηκε εναντίον των ηλικιωμένων, απαιτώντας
να πραγματοποιηθεί η Σικελική Εκστρατεία.
32.
2.65.7
Πρβλ.
2.13.2 και 1.144.1. Για μια κριτική της
στρατηγικής
του
Περικλή, βλ.
Kagan,
Archidamian War,
a.
352-55. Πουθενά στις πήγες δεν αναφέρεται η ύπαρξη κάποιου
αθηναϊκού σχεδίου που να έχει έστω και μια ελάχιστη συνάφεια με
το τολμηρό σχέδιο του Επαμεινώνδα, ο οποίος θεωρούσε ως δεδομένο
ότι ο μοναδικός τρόπος για να νικηθεί η Σπάρτη ήταν να εισβάλει
στα εδάφη της, να διαλύσει το σπαρτιατικό σύστημα διακυβέρνησης
που βασιζόταν στην ύπαρξη των ειλώτων, και να περικυκλώσει την
επικράτειά της με φιλικές και δημοκρατικές οχυρωμένες πόλεις.
33.
1.10.2. Και σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να επισημανθεί ότι,
ήδη στη διάρκεια των προπολεμικών διαβουλεύσεων, η Σπάρτη είχε
εκφράσει την πρόθεσή της να συγκροτήσει μια ισχυρή ναυτική
δύναμη που θα νικούσε την Αθήνα, θα κατέστρεφε το στόλο της και
θα κατέπλεε στον Πειραιά, ενώ η Αθήνα δε
σχεδίασε
ποτέ μια μεγάλη χερσαία εισβολή για την κατάληψη της Λακωνίας.
34.
1.71 και 1.141.3. Πρβλ. 1.142.3. Τουλάχιστον, η προπολεμική
πρόγνωση του Περικλή για την αδυναμία της Σπάρτης ήταν κατά
βάση ορθή και επιβεβαιώθηκε εμμέσως, στην τελευταία δεκαετία
του πολέμου, όταν τα περσικά κεφάλαια άλλαξαν το πλαίσιο της
σύρραξης. Για αυτό, αλλά και άλλα χωρία, βλ.
Hanson,
«Hoplite
Battle»,
ο. 21516. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, η Σπάρτη δε διέθετε
πολεμιστές
που μάχονταν με εκηβόλα όπλα, είχε ελάχιστους ιππείς, δε
διέθετε μονάδες ελαφρού πεζικού και δεν είχε σχεδόν καθόλου
πλοία - δηλαδή, δεν είχε το είδος των στρατιωτικών μονάδων που
ήταν αναγκαίες για τη νίκη.
35.
1.102. Οι Αθηναίοι είχαν βοηθήσει τη Σπάρτη, τριάντα χρόνια πριν
από την έναρξη του πολέμου, να καταστείλει μια εξέγερση των
ειλώτων το 462, η οποία είχε ως επίκεντρό της το όρος Ιθώμη στη
Μεσσηνία. Τόσο οι ικανότητες των Αθηναίων όσο και η
επαναστατική ιδιοσυγκρασία τους τρόμαξαν τους Σπαρτιάτες, οι
οποίοι, με προσβλητικό τρόπο, τους ζήτησαν να
φύγουν,
καθώς φοβόντουσαν
ότι
θα μετατρέπονταν σε ένα νέο πρόβλημα αντί να αποτελέσουν μέρος
της λύσης του προβλήματος που ήδη αντιμετώπιζαν'.
36.
1.36.3. Ένα από τα παράδοξα αυτού του πολέμου είναι το πόσο
συχνά οι πραγματικές συγκρούσεις διέψευσαν όσα πριν από τον
πόλεμο θεωρούνταν ως δεδομένα, και ιδίως την ιδιαίτερη έμφαση
που έδιναν η Σπάρτη και η Αθήνα στη διασφάλιση της συμμαχίας της
Κορίνθου και της Κέρκυρας, αν αναλογιστούμε πόσο λίγο αυτές οι
δυο πόλεις συνέβαλλαν στην πραγματικότητα στην τελική έκβαση του
πολέμου. Και οι δυο αυτές πόλεις-κράτη θυμίζουν την Ιταλία του
Μουοολίνι, την οποία θεωρούσαν ως έναν πολύτιμο εν δυνάμει
σύμμαχο τόσο ο Τσόρτσιλ όσο και ο Χίτλερ, αλλά τελικά πρόσφερε
ελάχιστα στρατιωτικά πλεονεκτήματα όταν άρχισε ο πόλεμος.
37.
Για τις προσπάθειες της Σπάρτης να δημιουργήσει στόλο, βλ. 8.2-7
και
Kagan,
Fall,
ο. 14-16.
38.
Για μεταγενέστερα σχόλια σχετικά με την αστάθεια που οφειλόταν
στους είλωτες, βλ. Αριστοτέλης,
Πολιτικά,
Ι269Α (μτφ. Φιλολογική Ομάδα «Κάκτου», εκδ. «Κάκτος», Αθήνα,
1993), και Ξενοφώντας,
Ελληνικά,
3.3.6. Πρβλ. Θουκυδίδης, 1.101-102 και 4.80.3. Οι περισσότεροι
Έλληνες ήταν ιδιοκτήτες δούλων που η κοινωνική και εθνική τους
προέλευση ποίκιλλε σε μεγάλο βαθμό. Στη Σπάρτη, όμως, οι
είλωτες ήταν σχεδόν αποκλειστικά Έλληνες. Οι περισσότεροι από
αυτούς ήταν Μεσσήνιοι, οι οποίοι ήταν υπερήφανοι για την εθνική
τους κληρονομιά. Αντίθετα, οι δούλοι στην Αθήνα, που
κωπηλατούσαν και μετέφεραν τις αποσκευές των οπλιτών κυρίων
τους, δεν είχαν μια κοινή εθνική καταγωγή και, άρα, υπήρχαν
πολύ λιγότερες πιθανότητες να υπάρχουν μεταξύ τους δεσμοί που θα
μπορούσαν να τους οδηγήσουν σε μια αμφισβήτηση της κοινωνικής
τους θέσης και σε μια μαζική εξέγερση.
39.
Στο 1.80.3 ο βασιλιάς Αρχίδαμος προειδοποιεί για τα
δημογραφικά
πλεονεκτήματα που απολάμβανε η Αθήνα. Για τις πολύπλοκες
επιπτώσεις της ύπαρξης των ειλώτων και της δημογραφικής
κατάστασης της Σπάρτης ως προς την ικανότητά της να διεξαγάγει
έναν πόλεμο εναντίον της Αθήνας, βλ.
Cartledge,
Agesilaos,
σ. 37-43.
40.
Πρβλ. 1.80.3, 1.81.1, 1.114.1 και 1.101.1. Οι περισσότεροι
στρατοί της κλασικής αρχαιότητας έπαιρναν μαζί τους μερίδες μόνο
για τρεις ημέρες. Άρα, η ταχύτητα και ο συγχρονισμός
αποτελούσαν ουσιαστικές παραμέτρους: ένας στρατός που θα έπεφτε
σε ενέδρα ή θα έφτανε ύστερα από τη μεταφορά της σοδειάς σε
ασφαλές μέρος είχε ελάχιστα τακτικά περιθώρια επιτυχίας. Κατά
μια έννοια, σι ελληνικοί στρατοί πριν από την εποχή του Μεγάλου
Αλεξάνδρου είχαν παρόμοια τρωτά σημεία με τα πρώτης γενιάς
καταδιωκτικά του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς η δυνατότητά τους
να εμπλέκονται σε αερομαχίες πάνω από το στόχο περιοριζόταν από
τα περιορισμένα αποθέματα καυσίμων, τα οποία τους επέτρεπαν να
εμπλέκονται σε αερομαχίες μόνο για ελάχιστα λεπτά.
41.
Πρβλ. 4.85.2, 5.14.3 και 7.28.3. Στις κωμωδίες του Αριστοφάνη
(π.χ.,
Αχαρνής,
182-83 και 512) δεν επισημαίνεται μόνο η καταισχύνη που ένιωθαν
οι γεωργοί της Αττικής όταν παρακολουθούσαν, χωρίς να μπορούν
να αντιδράσουν, τον εχθρό να λεηλατεί τις ιδιοκτησίες τους, αλλά
κυρίως η αδυναμία τους να αλλάξουν την επίσημη πολιτική του
Περικλή, που πρέσβευε την αυτοσυγκράτηση.
42.
Ξενοφώντας,
Ελληνικά,
1.1.35. Το 411 η Σπάρτη διέθετε μεγάλο στόλο, κεφάλαια και νέους
συμμάχους, και, επομένως, ο στρατός της είχε τη δυνατότητα να
παραμένει μόνιμα στην Αττική, χωρίς να ανησυχεί ότι οι Αθηναίοι,
όπως στο παρελθόν, θα μπορούσαν να απειλήσουν σοβαρά την
Πελοπόννησο. Υπάρχει μια έντονη διαμάχη σχετικά με το βαθμό της
διατροφικής αυτάρκειας της Αθήνας. Ο
Garnsey
(Famine
and Food Supply,
σ. 105-06) έχει ενδεχομένως δίκιο όταν υποστηρίζει ότι η Αττική
στην κλασική εποχή μπορούσε να παρέχει περίπου τη μισή ποσότητα
δημητριακών που χρειαζόταν το αθηναϊκό κράτος στα τέλη του 5ου
αιώνα.
43.
1.144.4. Πολλοί επικαλούνταν την εκκένωση της υπαίθρου της
Αττικής πριν από την εισβολή του στρατού του
Ξέρξη
ως απόδειξη του θάρρους και των
θυσιών
που ήταν διατεθειμένη να υποστεί η Αθήνα - έστω και αν οι
Αθηναίοι έλαβαν μέτρα για να μην υποστούν ξανά μια παρόμοια
ταπείνωση.
44.
1.80.3 και 1.82.2. Οφείλουμε στην ιδιοφυία του Θουκυδίδη αυτή
την παράδοξη απεικόνιση του Αρχίδαμου, ως ενός οξυδερκή
Σπαρτιάτη που προειδοποίησε τους συμπατριώτες για τα σφάλματα
της στρατηγικής την οποία εφάρμοσε στη συνέχεια, και το όνομα
του οποίου συνδέθηκε για πάντα με την πρώτη δεκαετία ενός
πολέμου τον οποίο προσπαθούσε να αποτρέψει.
45.
Για τα Μακρά Τείχη, το Άργος και την Πάτρα, βλ. 5.52 και 5.82.
Πρβλ. 1.93.1. Τα γεγονότα βρίθουν ειρωνείας: ο Νικίας υποστήριζε
ότι δεν είχαν σημασία τα τείχη, αλλά οι άντρες πίσω από αυτά.
Ωστόσο, τα τείχη διαδραμάτισαν
έναν
καθοριστικό ρόλο στις Συρακούσες: αν το μήκος των τειχών στις
Επιπολές των Συρακουσών ήταν κατά μερικές εκατοντάδες μέτρα
μικρότερο, ο αποθαρρημένος και σε αταξία στρατός του οποίου
ήταν επικεφαλής ο Νικίας θα είχε καταφέρει να αποκλείσει την
πόλη και να τη θέσει υπό τον έλεγχό του. Φαίνεται ότι και η
Κόρινθος είχε μακρά τείχη που συνέδεαν τα λιμάνια με την πόλη,
χωρίς όμως να έχει μολυνθεί από το δημοκρατικό ιό, καθώς η
μακροχρόνια παράδοση της ανάμειξης των αριστοκρατών στο
εμπόριο, αλλά και η στρατηγική γεωγραφική της θέση δεν οδήγησαν
ποτέ στη σύνδεση της οχύρωσης της πόλης με την εσκεμμένη
εγκατάλειψη της αγροκαλλιέργειας.
46.
1.69.1. Πρβλ. 1.90-93. Οι Αθηναίοι συντηρητικοί ήταν πάντα
αντίθετοι στα Μακρά Τείχη και έλπιζαν ότι οι Σπαρτιάτες θα
παρενέβαιναν για να σταματήσει η ανέγερσή τους. Πρβλ. 1.107.4.
47.
Για τα οικονομικά της Αθήνας, βλ. 2.13.3-5. Αποτελεί απόδειξη
της δαπανηρής φύσης αυτού του νέου είδους πολέμου -που,
ουσιαστικά, συνίστατο σε πολιορκίες, ενώ οι κύριες δαπάνες ήταν
οι αμοιβές των κωπηλατών-, το γεγονός ότι στο πέμπτο ή στο έκτο
έτος του πολέμου η Αθήνα είχε κατ’ ουσίαν εξαντλήσει τα
χρηματικά της αποθέματα και αναζητούσε νέες πηγές εισοδημάτων
(αλλά και προσπαθούσε να μειώσει τις δαπάνες της) για να
αποφύγει τη συνθηκολόγηση.
48.
1.19.1. Για το μέγεθος της ηγεμονίας, βλ. Αριστοτέλης,
Αθηναίων Πολιτεία,
24.3 και
Cawkwell,
Thucydides,
σ. 101-02. Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για το μέλλον της
Αθήνας, αν δεν είχε εμπλακεί στον πόλεμο το 431. Όμως, το
πιθανότερο είναι ότι θα είχε συνεχίσει να αυξάνει τα
κεφαλαιουχικά της αποθέματα και να διασφαλίζει την εισροή των
φόρων
υποτελείας - «θεωρητικά εάν», παρόμοια με αυτά που διατύπωναν
μερικοί Βρετανοί πολιτικοί του συντηρητικού κόμματος, οι οποίοι
θεωρούσαν ότι η Βρετανική Αυτοκρατορία καταστράφηκε εξαιτίας της
περιττής και αλληλοκτόνας σύρραξης με τη Γερμανία από το 1914
μέχρι το 1918. Ο Αλκιβιάδης είχε επισημαίνει,
m extremis,
στους Σπαρτιάτες τα αθηναϊκά ηγεμονικά σχέδια, που απέβλεπαν στη
συγκρότηση μιας μεγαλύτερης ηγεμονίας από εκείνη της Αθήνας,
που σύντομα θα απορροφούσε τη Σικελία,
την
Ιταλία και την Καρχηδόνα (βλ., π.χ., 6.90.2-3) - παρόλο που
δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι είχαν χαθεί από το λοιμό και το
δεκαπενταετή πόλεμο.
49.
[Ξενοφώντας],
Αθηναίων Πολιτεία,
1.10-12. Για την αύξηση του πληθυσμού της Αθήνας, βλ.
Sallares, Ecology,
σ. 95-99.
50.
1.81.2. Πρβλ. 2.13.6, και [Ξενοφώντας],
Αθηναίων
Πολιτεία,
2.1-3. Αντί να
καταστρέψουν
τις πόλεις-κράτη της ηγεμονίας, οι Σπαρτιάτες τελικά
συνειδητοποίησαν ότι η εξάλειψη των πλεονεκτημάτων που πρόσφερε
η Αθήνα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα ψυχολογικό κίνητρο
για τους κατά τόπους ολιγαρχικούς, οι οποίοι, πράγματι, σε όλη
τη διάρκεια του πολέμου προκάλεσαν τεράστια προβλήματα στους
Αθηναίους σε μέρη όπως η Σάμος, η Λέσβος και η Χίος. Ο ακριβής
αριθμός των πόλεων-κρατών που ήταν φόρου υποτελείς στην Αθήνα
είναι διαμφισβητούμενος, όμως οι Αθηναίοι θεωρούσαν ότι ο
αριθμός τους ήταν πολύ μεγάλος - ως εκ τούτου, δεν πρέπει να μας
εκπλήσσει το γεγονός ότι ο κωμικός ποιητής Αριστοφάνης
(Σφήκες,
707) αναφέρει τον αδιανόητο αριθμό ότι 1.000 πόλεις-κράτη ήταν
φόρου υποτελείς.
51. Ο Θουκυδίδης θεωρεί ότι η δυνατότητα της Αθήνας να ενεργεί
μονομερώς αποτελούσε ένα σημαντικό πλεονέκτημα στον πόλεμο (βλ.,
π.χ., 1.141.6). Ήταν όμως ένα δίκοπο μαχαίρι. Μια αντιξοότητα,
όπως ο λοιμός ή η αποτυχία στη Σικελία, μπορούσε να αποτελέσει
την αφορμή για εξεγέρσεις, καθώς οι υποτελείς πόλεις-κράτη
θεωρούσαν ότι είχαν ελάχιστες ευθύνες για τον κακό σχεδίασμά και
ότι θα μπορούσαν να αποκομίσουν οφέλη, αν αποστασιοποιούνταν
από τον καταφανώς ηττημένο. Για τις αδυναμίες της αθηναϊκής
στρατηγικής, βλ.
Henderson,
Great War,
σ. 47-68.
52.
«Να επιβιώσουν»
(περιέσεοθαι):
1.144.1 και 2.65.7. Πρβλ.
Lazenby,
Peloponnesian War,
σ. 32-33. Για τον ευσεβή πόθο της Σπάρτης στις αρχές του πολέμου
να δημιουργήσει ένα ισχυρό ναυτικό και τις συνεισφορές των
συμμάχων βλ. 2.7.2. Πρβλ. 1.121 και 1.27.2-μια πρόθεση που, από
ό,τι φαίνεται, δεν τρόμαζε ιδιαίτερα τους Αθηναίους (βλ., π.χ.,
1.142.6).
Ο ρόλος της αθηναϊκής ηγεμονίας και η δημοτικότητά της ως
προστάτιδας δύναμης των κατά τόπους δημοκρατικών από την
εκμετάλλευση των ολιγαρχικών αποτέλεσαν τον πυρήνα στον οποίο
εστιάζεται το έργο
του μεγάλου
,
αν
και
εκκεντρικού,
ιστορικού
G.E.M.
de
Ste. Croix.
Βλ.,
ιδιαίτερα,
τα λαμπρά, αλλά συχνά
υπερβολικά
επιχειρήματά του στο orίgins, σ. 34'-49.
Για
τις
προσπάθειες
της Σπάρτης να επιβάλει την ολιγαρχία,
πρβλ.
5.8
1.2. Παρόμοια, η
Αθήνα επεδίωκε να διαδώσει τη δημοκρατία διά της
βίας, βλ
.
5.82.1-4.
54.
Βλ.
τα δημοσιονομικά
μεγέθη που παρατίθενται
στο
Kagan,
Peloponnesi.an
War,
σ.
62-63,
και
τα οποία δείχνουν ότι
η
Αθήνα δεν
μπορούσε
να διατηρεί ολόκληρο το στόλο
της
εν
πλω για περισσότερο
από τέσσερα έτη.
...,
55.
Βλ.
5.26.2-5 για τα επιχειρήματα
του Θουκυδίδη υπέρ της
άποψης ότι ο εικοσιεπτάχρονος
πόλεμος πρέπει
να
θεωρηθεί
ως
μια
ενιαία
πολεμική περίοδος
και όχι ως
μια
σειρά επιμέρους
περιορισμένων
συρράξεων.
«Ο
Δεκαετής Πόλεμος
»
είναι επίσης
γνωστός με
τη
μεταγενέστερη
ονομασία
«Αρχιδάμειος
Πόλεμος»
(431-421).
Ο
Μεγαρικός
Πόλεμος
(431-425),
η Νικίειος Ειρήνη
(421-415) και ο
Μαντινειακός Πόλεμος
(419-418) ακολούθησαν
μετά την πρώτη
δεκαετία.
Η
Σικελική Εκστρατεία (415-413) οδήγησε στην τρίτη
φάση
της σύρραξης,
η
οποία
διεξήχθη
ταυτόχρονα σε δυο
ξεχωριστά
θέατρα
πολεμικών
επιχειρήσεων, το ένα στην
ξηρά
(γνωστό ως Δεκελεικός
Πόλεμος
413-404)
και
το άλλο στη θάλασσα
(γνωστό
ως
Ιωνικός
Πόλεμος
411-404).
[1] Υπενθυμίζεται ότι ο όρος «ενσοιματωμένος
δημοσιογράφος» αφορά τους δημοσιογράφους που συνόδευαν
τις στρατιωτικές μονάδες των ΗΠΑ στον πρόσφατο πόλεμο
του Ιράκ. (Σ.τ.Μ.)
Η Κόρινθος ήταν εξοργισμένη με την Αθήνα επειδή δεν την
είχε υποστηρίξει στη διαμάχη της με την πρώην αποικία
της, την Κέρκυρα, αλλά και επειδή φοβόταν ότι ο στόλος
της δε θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το στόλο που θα
μπορούσε να συγκροτηθεί από μια ενδεχόμενη συμμαχία
Αθηναίων-Κερκυραίων. Η κομβικής σημασίας πόλη-κράτος των
Μεγάρων βρισκόταν σε μια στρατηγική τοποθεσία, στη μέση
της απόστασης ανάμεσα στην Κόρινθο και στην Αθήνα και
πάνω στην κύρια αρτηρία από την Πελοπόννησο, ενώ η Αθήνα
είχε επιβάλει στα Μέγαρα έναν εμπορικό αποκλεισμό που
αποσκοπούσε να αποθαρρύνει τα φιλο-λακωνικά αισθήματα.